Ο πόνος για τον πλησίον βοηθάει την οικογένεια
Όσο πιο πολλά αγαθά αποκτούν σήμερα οι άνθρωποι, τόσο πιο πολλά προβλήματα έχουν.
Ούτε τον Θεό ευχαριστούν για τις ευεργεσίες Του, ούτε την δυστυχία των συνανθρώπων τους βλέπουν,
για να κάνουν καμμιά ελεημοσύνη. Σπαταλούν και δεν σκέφτονται τον άλλον που δεν έχει να φάη.
Πώς να έρθη μετά η Χάρις του Θεού; Εδώ και οικογενειάρχης να είναι κανείς,
πρέπει από κάπου να κόβη και να οικονομάη κάτι, για να κάνη κάποια ελεημοσύνη.
Να πη στην γυναίκα του και στα παιδιά του ότι στο τάδε μέρος υπάρχει κάποιος άρρωστος εγκαταλελειμμένος
ή κάποια φτωχή οικογένεια που έχει μεγάλη ανάγκη. Εάν δεν έχουν χρήματα να δώσουν, ας τους πή:
«Ας δώσουμε τουλάχιστον ένα χριστιανικό βιβλίο, αφού έχουμε πολλά». Δίνοντας σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη,
κάνει καλό και στον εαυτό του αλλά και στην οικογένειά του.
Εκεί στην Ρωσία οι καημένοι οι πιστοί πόσο στερούνται! Έδωσα μια φορά σε έναν Ρώσο παπά ένα κουτάκι λιβάνι
και του είπα: «Ένα φτωχό δώρο». «Φτωχό είναι αυτό; μου λέει. Τα λιβάνια τα δικά μας είναι... βήχα-βήχα».
Κι εδώ στην Ελλάδα πόσο ταλαιπωρούνται οι πρόσφυγες! Στην Χαλκιδική είδα κάποιον πρόσφυγα που έστρωνε σχιστόπλακες
και έπαιρνε τριακόσιες δραχμές το τετραγωνικό μέτρο και έλεγε: «Δόξα Σοι ο Θεός, που έχουμε ψωμί».
Γι’ αυτό, όταν μου είπε ένας εργολάβος ότι μέσα στην δουλειά φορτώνεται αμαρτίες,
του είπα: «Αν φορτωθής αυτούς τους πρόσφυγες και τους οικονομήσης, θα ξεφορτωθής από τις αμαρτίες σου.
Δεν έχουν που να μείνουν. Εν συγκρίσει με αυτούς εσύ είσαι Ωνάσης».
Ο Θεός, για να ασκήσουμε τις αρετές, επέτρεψε να υπάρχουν οι άρρωστοι, οι φτωχοί κ.λπ.
Μπορούσε και τους αρρώστους και τους φτωχούς, όλους να τους οικονομήση, αλλά τότε θα είχαμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ενάρετοι.
Θα λέγαμε λ.χ. ότι είμαστε ελεήμονες, χωρίς να είμαστε, ενώ τώρα τα έργα μας φανερώνουν τις αρετές μας.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν άνθρωποι που θυσιάζονται για τον συνάνθρωπό τους.
Γνώρισα κάποιον πού, μόλις απολύθηκε από τον στρατό, δέχθηκε να καταδικασθή άδικα με μεγάλη ποινή, για να σώση μια οικογένεια.
Δεν σκέφθηκε ούτε το ρεζίλι, ούτε την σταδιοδρομία του.
Πάντως, βλέπω πώς οικονομάει ο Θεός, ώστε τουλάχιστον ένας από κάθε οικογένεια να έχη πίστη,
ευλάβεια, για να βοηθιούνται και οι υπόλοιποι! Γνώριζα στην Κόνιτσα μια οικογένεια που όλοι ήταν αδιάφοροι προς την Εκκλησία.
Μόνο μια κόρη ξεχώριζε. Μόλις άκουγε την καμπάνα, πετούσε την ποδιά, άφηνε όλες τις δουλειές στην μέση και πήγαινε στην εκκλησία.
Ακόμη και όταν ήρθαν οι Γερμανοί και χτυπούσε ο νεωκόρος την καμπάνα, για να φύγη ο κόσμος από τα σπίτια,
αυτή πήγε στην εκκλησία για εσπερινό! Ήταν και πολύ πονόψυχη, ενώ οι γονείς της πολύ τσιγγούνηδες.
Ο πατέρας της, αντί να φάη φαγητό, έπαιρνε και έτρωγε ένα ξεροκόμματο που το βουτούσε στο νερό.
Η δε μάνα της ήταν πολύ σφιχτή! Αν και τα παιδιά της είχαν μεγάλες θέσεις και περιουσία,
εκείνη έψαχνε να βρη κανένα αναμμένο καρβουνάκι στο τζάκι και με το θειαφοκέρι έπαιρνε από αυτό φωτιά, για να μη χαλάση ένα σπίρτο!
Για καφέμπρικο είχε ένα τενεκεδάκι από κονσέρβα! Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, επειδή η μάνα της με αγαπούσε,
αν ήθελε η κόρη να πάρη κάτι από το σπίτι τους για κανέναν φτωχό και δυσκολευόταν να το βγάλη κρυφά,
της έλεγε: «Μητέρα, ο καλόγερος το θέλει αυτό». «Δώσ’ το, δώσ’ το», της έλεγε εκείνη.
Μόνο για τον καλόγερο η μάνα της δεν αντιδρούσε. Αλλά και τότε στην Κατοχή η κόρη αθόρυβα βοηθούσε τους φτωχούς.
Έβγαζε με τρόπο σιτάρι από την αποθήκη τους, το φορτωνόταν, το πήγαινε στον μύλο, το άλεθε και μοίραζε το αλεύρι στις φτωχές οικογένειες.
Την έπιασε μια φορά η μάνα της και τί είχε τραβήξει!
Τότε έταξε: «Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω μια δουλειά και θα δίνω όλον τον μισθό μου ελεημοσύνη».
Την άλλη μέρα την ζήτησαν σε κάποιο ίδρυμα. Ώ, χαρά που είχε! Και κράτησε το τάμα της•
ούτε ένα ζευγάρι κάλτσες δεν αγόρασε από τον μισθό της για τον εαυτό της• όλα τα έδινε ελεημοσύνη.
Πόσοι τωρα λένε: «Θεός σχωρέσοι• ν’ αγιάσουν τα κόκκαλα των γονέων σου!». Γι’ αυτό ο Θεός οικονόμησε μετά και την μάνα της.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 150-152)