Του Αββά Ολυμπίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ολύμπιος: « Κατέβηκε κάποτε ένας ιερεύς των ειδωλολατρών σε Σκήτη και ήλθε στο κελλί μου και κοιμήθηκε. Και βλέποντας τη διαγωγή των μοναχών, μου λέγει: Έτσι ζώντας, τίποτε δεν σας φανερώνει ο Θεός σας; Και του λέγω: Τίποτε. Και μου λέγει: Και όμως εμάς, όταν ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν κρύβει, αλλά μας αποκαλύπτει τα μυστήρια του. Ενώ σείς, τόσους κόπους κάνοντας, αγρυπνίες, ησυχίες και ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Οπωσδήποτε λοιπόν, αν τίποτε δεν βλέπετε, λογισμούς αμαρτωλούς έχετε στις καρδιές σας και αυτοί σας χωρίζουν από τον Θεό σας. Έτσι, δεν σας αποκαλύπτονται τα μυστήρια του. Και πήγα και ανέφερα στους γέροντες τα λόγια του ιερέως. Και θαύμασαν και είπαν, ότι έτσι είναι. Γιατί οι ακάθαρτοι λογισμοί χωρίζουν τον Θεό από τον άνθρωπο ».
β΄. Ο Αββάς Ολύμπιος των Κελλιών πολεμήθηκε από πειρασμό σαρκικής αμαρτίας. Και του λέγει ο λογισμός: « Πήγαινε, πάρε γυναίκα ». Σηκώθηκε λοιπόν, έφτιαξε πηλό και έπλασε μια γυναίκα. Και λέγει μέσα του: « Να η γυναίκα σου. Πρέπει λοιπόν να εργάζεσαι πολύ για να τη θρέψης ». Και εργαζόταν με πολύ κόπο. Και άλλη φορά, πάλι φτιάχνοντας πηλό, έπλασε για τον εαυτό του θυγατέρα. Και λέγει στον λογισμό του: « Γέννησε η γυναίκα σου. Πρέπει πιο πολύ να εργάζεσαι, για να μπορέσης να θρέψης και να ντύσης το παιδί σου ». Και έτσι κάνοντας, μάρανε τον εαυτό του. Και λέγει στον λογισμό: « Δεν αντέχω άλλο στον κόπο ». Και είπε: « Αν δεν αντέχης στον κόπο, μήτε γυναίκα να ζητήσης ». Και βλέποντας ο Θεός τον κόπο του, του σταμάτησε τον πειρασμό και αναπαύτηκε.
Του Αββά Ορσισίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ορσίσιος : « Πλιθάρι άψητο, αν το βάλης σε θεμέλιο κοντά σε ποτάμι, δεν αντέχει ούτε μια μέρα. Ψημμένο όμως, μένει σαν την πέτρα. Έτσι και ο άνθρωπος όπου έχει σαρκικό φρόνημα και δεν πέρασε, σαν τον Ιωσήφ, από τη φωτιά του φόβου του Θεού, διαλύεται όταν αναλάβη εξουσία. Γιατί πολλοί είναι οι πειρασμοί στους τέτοιους, όταν βρίσκωνται ανάμεσα σε ανθρώπους. Και είναι καλό, ξέροντας τινάς έως που φθάνουν οι δυνάμεις του, να αποφεύγη το βάρος της εξουσίας. Όσοι όμως στηρίζονται στην πίστη, είναι αμετακίνητοι. Γι’ αυτόν λοιπόν τον αγιώτατο Ιωσήφ αν θελήση τινάς να μιλήση, θα πη, ότι δεν ήταν επίγειος. Πόσους πειρασμούς πέρασε και σε τί χώρα, οπού δεν υπήρχε τότε ίχνος θεοσεβείας ! Αλλά ο Θεός των πατέρων του ήταν μαζί του και τον έβγαλε από κάθε θλίψη και τώρα βρίσκεται μαζί με τους πατέρες του στη βασιλεία των ουρανών. Και εμείς λοιπόν, έχοντας επίγνωση των δυνάμεών μας, ας αγωνισθούμε. Γιατί μόλις έτσι θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε την κρίση του Θεού ».
β'. Είπε πάλι: « Πιστεύω ότι αν τινάς δεν φυλάξη την καρδιά του καλά, όλα όσα άκουσε τα ξεχνά και αμελεί. Και έτσι ο εχθρός, βρίσκοντας τόπο σ’ αυτόν, τον καταβάλλει. Το λυχνάρι οπού ετοιμάσαμε και φωτίζει, αν δεν του βάλουμε, από αμέλεια, λάδι, σβήνεται σιγά - σιγά και το σκοτάδι γίνεται πιο δυνατό γύρω του. Και όχι μόνο αυτό. Μπορεί να συμβή και άλλο: Ένα ποντίκι, κινούμενο γύρω του και ζητώντας να καταφάγη το φυτίλι, δεν μπορεί να κάμη τίποτε πριν σωθή το λάδι. Όταν όμως δη ότι όχι μόνο φως δεν έχει αλλά ούτε και τη ζέστη της φωτιάς, τότε, θέλοντας να αποσπάση το φυτίλι, ρίχνει κάτω και το λυχνάρι. Και αν μεν είναι οστράκινο, γίνεται κομμάτια. Αν δε τύχη να είναι χάλκινο, το ξαναβάζει στη θέση του ο νοικοκύρης. Έτσι και με τη ψυχή όπου αμελεί. Το Άγιο Πνεύμα υποχωρεί, έως ότου οριστικά σβήση η φλόγα. Και τότε, ο εχθρός, αφού καταφάγη την προθυμία της ψυχής, αφανίζει και το σώμα με την αμαρτία. Αν όμως είναι άνθρωπος οπού έχει καλή προαίρεση απέναντι του Θεού και απλώς παρασύρθηκε σε αμέλεια, ο Θεός, σπλαχνικός όντας, τον φέρνει στον φόβο του και στην μνήμη των αιωνίων βασάνων, έτσι δε, τον κάνει να νήφη και να φυλάγεται από εκεί και πέρα με ασφάλεια πολλή, έως την ημέρα της επισκέψεως του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)