ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τις ημέρες πού πήγε να προσκύνηση στα Ιεροσόλυμα ήλθε μία παρέα νέων να τον δεί. Ενώ απουσίαζε από το Κελλί του, αυτοί τον βρήκαν! Τους άνοιξε ο Γέροντας, τους κέρασε λουκούμι, συζήτησαν και έφυγαν πολύ χαρούμενοι. Διανυκτέρευσαν στην Μονή Φιλόθεου και εκεί ανέφεραν ότι είδαν τον Γέροντα. Οι πατέρες απορούσαν, πώς τον βρήκαν, ενώ έλειπε. Την επομένη κάποιος Φιλοθεΐτης πήγε στην «Παναγούδα», αλλά δεν βρήκε τον Γέροντα. Ρώτησε σε γειτονικό Κελλί και επιβεβαίωσαν την απουσία του.Το γεγονός αυτό είχε πληροφορηθή και ο τότε πορτάρης της Μονής Κουτλουμουσίου, ο νύν ηγούμενος Βατοπεδίου Αρχιμανδρίτης Εφραίμ και άλλοι πατέρες, και είχε γίνει ευρύτερα γνωστό στο Άγιον Όρος.(Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,σελ. 595-596)

«Σε ένα χωριό του Πηλίου, που λέγεται Πινακάτες, υπήρχε μία θανατηφόρα ασθένεια, η οποία, κατά τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων, ονομάζεται βρυκόλακας. Η ασθένεια αυτή είχε κύριο σύμπτωμά της το να τρέχει αίμα απ’ το στόμα και τη μύτη του ανθρώπου και έτσι να πεθαίνει. Και στο χωριό αυτό πέθαναν τότε 25 άνθρωποι. Αλλά ο διάβολος για να πλανήσει τους εκεί ανθρώπους, έδειχνε ψεύτικες και φανταστικές φωτιές στον αέρα και άλλα παρόμοια σημεία, απ’ τα οποία πλανήθηκαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στους Πινακάτες κι έλεγαν ότι αυτά τα οποία έβλεπαν ήταν βρυκόλακες, δηλαδή νεκροί που βγήκαν τη νύχτα από τους τάφους, για να κάνουν κακό στους ανθρώπους και μάλιστα στους συγγενείς τους. Σ’ αυτή, λοιπόν, τη δύσκολη στιγμή οι Πινακιώτες έστειλαν ανθρώπους κι έφεραν στο χωριό τους την Κάρα του Οσίου [Γερασίμου του Νέου +1740, από τη Μακρυνίτσα του Βόλου]. Στη συνέχεια έψαλαν με ευλάβεια μεγάλη αγρυπνία και συνάμα έκαναν μία λιτανεία. Τότε αμέσως θεραπεύτηκαν όσοι είχαν την παράξενη αυτή ασθένεια και ποτέ πλέον δεν παρουσιάστηκε σ’ αυτό το χωριό» (Δημητρίου Καραχάλιου, Συναξάριον των αγίων της Αρκαδίας, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Εξωγήινοι και Βίβλος σ. 204-205)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 16

Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.31 εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(1).
31 Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή
και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς,
δεν πρόκειται να πεισθούν”».
(1) Μόνο ανόητοι άνθρωποι είναι δυνατόν να φανταστούν, ότι υπάρχουν
μέθοδοι και τρόποι πειθούς καλύτεροι από εκείνους τους οποίους διάλεξε
και χρησιμοποιεί ο Θεός. Και μόνο ανόητοι και τυφλοί μπορούν
να ισχυριστούν, ότι βρίσκουν αυτοί μέσα σωτηρίας, δραστικότερα από εκείνα,
τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός. «Αν δεν ακούμε τις Γραφές,
δεν θα πιστέψουμε ούτε αυτούς που έρχονται από τον άδη.
Και αυτό το έκαναν φανερό οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή τις Γραφές
δεν τις άκουγαν, ούτε νεκρούς αναστημένους που είδαν πίστεψαν,
αλλά και τον Λάζαρο (στο κατά Ιωάννην) επιχειρούσαν να τον φονεύσουν» (Θφ),
αν και «αναστήθηκε από τους νεκρούς» (Ζ). Και ο Κύριος που είπε αυτήν
την παραβολή διακηρύχτηκε με αυθεντικές αποδείξεις ότι αναστήθηκε εκ νεκρών.
Και όμως, την ώρα που το μεγάλο αυτό γεγονός του ευαγγελίου διακηρύχτηκε
και βεβαιώθηκε από ζωντανούς αυτόπτες, το ιουδαϊκό έθνος ως σύνολο
ενέμεινε στην απιστία του (ο). Εκείνος, του οποίου η συνείδηση
δεν αφυπνίστηκε από τον νόμο, θα έμενε αδιόρθωτος και μπροστά
σε νεκρό αναστημένο. Μόνη η φαντασία του θα δεχόταν πλήγμα από αυτό.
Μετά την πρώτη όμως συγκίνηση της έκπληξης και της φρίκης,
θα αφυπνιζόταν η κριτική, η οποία θα έλεγε· Φαντασιοπληξία και ψευδαίσθηση·
πλάνη της ακοής και της όρασης (g). Έτσι με το συμπέρασμα αυτό ο Κύριος
ακόμη μία φορά αποδοκιμάζει την αίτηση θαύματος. Αυτοί που ζητούν
αυτό έχουν καθετί που θα χρειάζονταν για να πειστούν για την αλήθεια.
Και αν παρεχόταν σε αυτούς το θαύμα, δεν θα πείθονταν από αυτό περισσότερο (p).
Τα θαύματα είναι χρήσιμα και ωφέλιμα σε όσους έχουν καλή διάθεση,
των οποίων η καρδιά είναι διατεθειμένη να πιστέψει στην αγαθότητα
και τη δύναμη του Θεού (L). Εκείνος ο οποίος θα έλθει από τους νεκρούς
για να μιλήσει για τα εκεί, δεν θα μπορούσε να μας πει περισσότερα από εκείνα,
τα οποία μας λένε οι Γραφές. Ούτε θα μπορούσε να μας μιλήσει με το ίδιο κύρος,
το οποίο περιβάλλει τις Γραφές. Ο Θεός εξάλλου μίλησε στους ανθρώπους
όχι με αγγέλους η άλλους απεσταλμένους από τον ουρανό, αλλά με ανθρώπους,
με τον Μωϋσή και τους προφήτες. Και οι Ισραηλίτες όμως στο Σινά προτίμησαν
την επικοινωνία με το Θεό μέσω του Μωϋσή, διότι δεν μπορούσαν να υπομείνουν
τον τρόμο, ο οποίος προκαλούνταν σε αυτούς από την άμεση επικοινωνία
του Θεού με αυτούς. Τέλος η εμφάνιση μάρτυρα από τους νεκρούς μπορεί
μεν κατ’ αρχήν να προκαλέσει κάποιο τρόμο σε αμαρτωλούς και κάτω
από το κράτος του τρόμου να σημειώσουν αυτοί κάποια βήματα μετάνοιας,
αλλά όταν ο τρόμος αυτός περάσει, επόμενο είναι να επιστρέψουν αυτοί
στην προηγούμενη σκληρότητά τους.

Εγώ ο πτωχός Σεραφείμ έχω δοκιμάσει αυτή την πάλη με τους δαίμονες και θα χανόμουν τελείως αν ο Κύριος και η Παναγία δεν με βοηθούσαν και δεν με προστάτευαν. Η δύναμη των δαιμόνων είναι τόσο με­γάλη ώστε ο πιο μικρός απ’ αυτούς μπορεί μόνο με έ­να νύχι του να γυρίσει τη γη μας ανάποδα, σαν τη μπάλα, και θα το έκανε αν δεν τον εμπόδιζε σ’ αυτό η παντοδύναμη δεξιά του Θεού. Τόσο πολύ ο Θεός τα­πείνωσε τους δαίμονες για την υπερηφάνεια τους, ώστε -και το βλέπουμε στο βιβλίο του Τωβίτ με τον αρχάγγελο Ραφαήλ- και η χολή του ψαριού μπορεί να τους διώχνει από τους ανθρώπους».

Τότε εγώ ρώτησα τον πατέρα Σεραφείμ: «Άραγε, οι δαίμονες έχουν νύχια;».

Και εκείνος μου απάντησε: «Εσείς, φίλε του Θεού, που έχετε τελειώσει πανεπιστήμιο με ρωτάτε αν οι δαίμονες έχουν νύχια; Δεν ξέρετε ότι οι δαίμονες εί­ναι άγγελοι αν και πεσμένοι, δηλαδή πνεύματα, και το πνεύμα σάρκα και οστά δεν έχει, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, αν και ο δαίμονας, παρ’ όλο που είναι άγγε­λος του σκότους, μπορεί να μεταμορφώνεται σε άγγε­λο φωτός. Η Αγία μας Εκκλησία για να δώσει στους απλούς ανθρώπους, που ακόμα δεν έχουν αποκτήσει το Άγιο Πνεύμα, να καταλάβουν καλύτερα την εσωτε­ρική και την εξωτερική ασχήμια των πεσμένων αγγέ­λων, αναγκάζεται να τους παρουσιάζει με μορφή πιο άσχημη και αποκρουστική για τα εσωτερικά μας μά­τια. Γι’ αυτό το λόγο οι δαίμονες εικονίζονται με νύ­χια, ουρά, κέρατα, μεγάλα δόντια και άλλα. Στην πραγματικότητα οι δαίμονες δεν έχουν τίποτα απ’ αυ­τά, η φύση τους παραμένει να είναι αγγελική, έτσι ό­πως είχαν πλαστεί. Αφού όμως έχουν χάσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος έγιναν τόσο άσχημοι ώστε και αυτή η μορφή με την οποία τώρα τους παρουσιάζει η Εκκλησία είναι καλύτερη από αυτή που είναι στην πραγματικότητα».

«Και πώς το γνωρίζετε αυτό;» – τον ρώτησα εγώ. «Πώς να μην το ξέρω, ευλαβέστατε, αφού πολεμούσα μ’ αυτούς. Είναι τόσο άσχημοι ώστε ο άνθρωπος, που δεν έχει αποκτήσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να τους δει, διότι μπορεί να πεθάνει από τρόμο. Το ίδιο είναι αδύνατον να δει και τους αγίους αγγέλους, αφού από την χαρά που θα του προκαλούσε αυτή η θέα μπορεί μάλλον να πεθάνει μέσα σε μια στιγμή. Εγώ όμως, με τη χάρη και τη βοήθεια της Παναγίας, παρέμεινα αβλαβής.

(Νικολάου Μοτοβίλωφ, Αποκαλυπτικό υπόμνημα)

Στο Γένισεικ ο επίσκοπος Λουκάς έζησε και μια θαυμαστή εμπειρία. Επρόκειτο να λειτουργήσει και ήλθε στο σαλόνι του διαμερίσματος, που είχε πρόχειρα διαμορφώσει σε ναό. Μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέπει ξαφνικά απέναντί του έναν άγνωστο ηλικιωμένο μοναχό.

Ο μοναχός μόλις τον αντίκρισε ξαφνιάστηκε, πάγωσε! Σάστισε τόσο πολύ που ούτε καν υποκλίθηκε μπροστά στον επίσκοπο.

Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής και κάπως συνήλθε. Ο επίσκοπος Λουκάς τον πλησίασε και τον ρώτησε: – Ποιος είσαστε και από που ήρθατε;

Ο μοναχός απάντησε: – Σεβασμιώτατε, είμαι ο μοναχός Χριστόφορος και ήρθα από το Κράσνιαρσκ.

Οι εκκλησίες εκεί έχουν καταληφθεί από τους σχηματικούς και οι πιστοί δεν θέλουν να πηγαίνουν με τους άπιστους ιερείς. Αποφάσισαν λοιπόν να με στείλουν στην πόλη Μίνουσικ, 300 χιλιόμετρα νότια από το Κρασνογιάρσκ, σ΄ έναν ορθόδοξο επίσκοπο να με χειροτονήσει ιερέα.

Όμως τα πράγματα μου ήρθαν κάπως παράξενα. Μια φωνή μέσα μου και μια ανεξήγητη δύναμη με ωθούσε να έρθω εδώ.

Ο επίσκοπος Λουκάς απόρησε και τον ξαναρώτησε: – Και γιατί ξαφνιάστηκες και σάστισες όταν με είδες;

Η απάντηση του μοναχού Χριστοφόρου άφησε έκπληκτο τον επίσκοπο:
– Μα πώς να μην ξαφνιαστώ; Πριν 10 χρόνια είδα ένα όνειρο, το οποίο έμεινε ολοζώντανο στη μνήμη μου, σαν να το βλέπω τώρα.

Είδα πως ήμουν σε ένα ιερό ναό κι ένας άγνωστος σε μένα αρχιερέας με χειροτόνησε ιερομόναχο. Μόλις μπήκατε μέσα εδώ και σας αντίκρυσα, σας αναγνώρισα. Είσαστε αυτός που πριν δέκα χρόνια είδα σ΄αυτό το όνειρο!

Ο μοναχός Χριστοφόρος συγκινημένος έκανε εδαφιαία μετάνοια στον έκπληκτο επίσκοπο.

Εκείνος διέκρινε καθαρά το Χέρι του Θεού στο θαυμαστό αυτό γεγονός και χειροτόνησε το μοναχό Χριστόφορο σε διάκονο και έπειτα σε ιερέα στέλνοντάς τον να ποιμάνει κάτω από τόσες αντίξοες συνθήκες τον πιστό λαό του Θεού.

«Δέκα χρόνια πριν, όταν με είχε δει ο μοναχός Χριστόφορος, εγώ ήμουν ένας δημόσιος χειρουργός στο Ζάλεσκι και δεν σκεφτόμουν ούτε την ιεροσύνη, ούτε πολύ περισσότερο την αρχιεροσύνη. Για τον Κύριο όμως, τότε είχα ήδη γίνει επίσκοπος. Άγνωστοι οι Βουλαί του Κυρίου!».

Ο Άγιος υπέγραψε και το χειροτονήριο έγγραφο: «Με το παρόν βεβαιώνω ότι ο μοναχός Χριστοφόρος, τον Μάρτιο του 1924 χειροτονήθηκε από μένα ιεροδιάκονος και ιερομόναχος για το ποίμνιο του Κρασνογιάρσκ, που διεφύλαξε την πίστη προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Τύχωνα και δεν προσχώρησε στο εκκλησιαστικό σχίσμα. Ο ιερομόναχος πρέπει να φροντίσει για την ίδρυση ενορίας στο Κρασνογιάρσκ. Λόγω έλλειψης αρχιερατικής σφραγίδας, επιθέτω την ιατρική μου σφραγίδα.

Ταπεινός Λουκάς Επίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν
20 Μαρτίου 1924 – Γενισέισκ».


(από το βιβλίο του μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου), "Αρχιεπίσκοπος Λουκάς. Ένας άγιος Ποιμένας και γιατρός χειρουργός")

Μια γυναίκα που είχε χάσει το παιδί της επισκέφτηκε τον π. Γαβριήλ και τον ρώτησε:

– Γιατί κάποιοι φεύγουν νέοι απ’ αυτή τη ζωή;

– Σ’ ένα χωριό, μια πιστή γυναίκα που έχασε τον μονάκριβο γιο της παραπονέθηκε στον Θεό: «Εγώ, για την αγάπη Σου, άντεξα πολλά: προσβολές, φτώχιες, δυσκολίες. Σ’ αυτό το μέρος κανείς δεν είναι πιστός εκτός από μένα. Όμως εσύ πήρες το παιδί μου. Γιατί;».

Εκείνη τη νύχτα λοιπόν είδε ένα όνειρο: Οι Άγγελοι την πήγαν στον Κύριο και Του μετέφεραν τα παράπονα της.

Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου:

«Ρωτήστε τη γυναίκα τι θέλει».

«Φέρε το παιδί μου πίσω», απάντησε η γυναίκα.

(«Θέλεις να δεις το παιδί σου;», ρώτησε ο Κύριος.

«Μητέρα είμαι, και βέβαια το θέλω», είπε κλαίγοντας εκείνη.

«Να της δείξετε το παιδί της», έδωσε εντολή ο Κύριος.

Έφεραν το παιδί και η μητέρα χάρηκε.

«Τώρα τι μου ζητάς;», ρώτησε ο Κύριος.

«Γιατί τον πήρες;», Του παραπονέθηκε η γυναίκα.

Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στους Αγγέλους:

«Να της δείξετε τι θα έκανε ο γιος της αν δεν τον έπαιρνα Εγώ».

Και ξαφνικά, σαν σε ταινία, η γυναίκα είδε τις φοβερές αμαρτίες που θα διέπραττε ο γιος της και μετά τις φωτιές της Κόλασης!

«Να τον ξαναγυρίσετε στον Παράδεισο!», άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τον Κύριο η μητέρα.

Ο Κύριος έδωσε εντολή και ξαναγύρισαν πάλι το παιδί στον Παράδεισο. Και της είπε τότε ο Κύριος:

«Για την καλοσύνη σου και για την αγάπη σου πήρα τον γιο σου κοντά Μου. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω πότε και ποιον πρέπει να πάρω».

(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, "Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995), Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ")

Ο Ερμής πιστό όργανο του Δία, πετάει έτσι σε ανύποπτη ώρα μια συγκλονιστική προφητεία για τον Προμηθέα στους στίχους 1026-1028.

Τοιούδε μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα,

πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων

φανή θελήση τ’ εις αναύγητον μολείν

Άιδην κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη».

(Σ’ αυτά τα βάσανά σου τέρμα κανένα να μην περιμένεις πριν να φανεί και να θελήσει κάποιος απ’ τους θεούς να πάρει τα βάσανά σου επάνω του και να πάει στον σκοτεινό Άδη στα σκοτινειασμένα βάθη του Ταρτάρου).

Ποιος θα διαβάσει αυτούς τους στίχους και δεν θα πάει ο νους του στην εικόνα της Αναστάσεως. «Η εις Άδου κάθοδος», όπου μέσα στον αναύγητο Άδην και τα κνεφαία βάθη του Ταρτάρου ο Χριστός αδράχνει με ορμή τα χέρια των πρωτοπλάστων και τους βγάζει από τους τάφους «παγγενή τον Αδάμ αναστήσας»;

Ο Προμηθέας βέβαια είχε κι αυτός το προφητικό χάρισμα. Έτσι προφητεύει στην παρθένα Ιώ που τον ρωτάει:

ΙΩ: Τις ο λύσων εστίν άκοντος Διός;

ΠΡ: Των σων τιν’ αυτόν εκγόνων είναι χρεών.

ΙΩ: Πώς είπας; ή ‘μος παις σ’ απαλλάξει κακών;

ΠΡ: Τρίτος γε γένναν προς δέκ’ άλλαισι γοναίς.

(- Ποιος είναι που θα σε λύσει χωρίς τη θέληση του Δία;

- Ένας από τους δικούς σου απογόνους πρέπει να είναι.

- Πώς είπες; Αλήθεια δικό μου παιδί θα σ’ απαλλάξει απ’ τα βάσανα;

- Τρίτης γενιάς γέννημα θα είναι μετά από δέκα γενιές).

Πρέπει να προσέξομε εδώ ότι ο Προμηθέας προφητεύει τη σωτηρία του από το παιδί της παρθένου Ιούς. Γι’ αυτό και η Ιώ ξαφνιάζεται κι απαντάει αμέσως: -Πώς είπας; Το άλλο που σκανδαλίζει με την ακρίβειά του τους δύσπιστους είναι ότι τοποθετεί τη σωτηρία ο Προμηθέας σε δεκατρείς γενιές απ’ την παράσταση βέβαια του δράματος. Τα 460 με 450 χρόνια που χωρίζουν την παράσταση από τη γέννηση του Χριστού χωράνε ίσα – ίσα δεκατρείς γενιές!

Κωνσταντίνος Γανωτής

Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ο π. Λεωνίδας επισκέφτηκε το μοναστήρι Σωφρόνιεφ.

Εκείνη την εποχή ζούσε εκεί έγκλειστος ο ιερομόναχος Θεοδόσιος. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον λογάριαζαν για πνευματικό άνθρωπο με προορατικό χάρισμα, γιατί είχε προβλέψει τον πόλεμο του 1812 αλλά και διάφορα άλλα περιστατικά.

Ο π. Λεωνίδας είχε αμφιβολίες για την περίπτωσή του. Μίλησε μαζί του και τον ρώτησε πώς μπορούσε να προλέγει το μέλλον.

Ο έγκλειστος του απάντησε ότι το Άγιο Πνεύμα του αποκάλυπτε τα μέλλοντα.

Όταν ο π. Λεωνίδας τον ρώτησε με ποιο τρόπο του τα αποκαλύπτει, ο έγκλειστος απάντησε πως το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται σαν κάποιο είδος περιστεριού και του μιλάει με ανθρώπινη φωνή.

Ο π. Λεωνίδας είδε καθαρά πως αυτό ήταν απάτη του πονηρού. Άρχισε να προειδοποιεί τον έγκλειστο πως δεν πρέπει να πιστεύει κανείς αυτά τα πράγματα.

Ο έγκλειστος πειράχτηκε κι απάντησε περιφρονητικά:
– Πίστευα πως ήρθες όπως κι οι άλλοι για να ωφεληθείς από μένα. Βλέπω όμως πως εσύ ήρθες να με διδάξεις.

Ο π. Λεωνίδας αποτραβήχτηκε.

Όταν έφευγε από το μοναστήρι όμως είπε στον ηγούμενο:
– Προσέχετε τον έγκλειστό σας μην πάθει κανένα κακό.

Δεν είχε φτάσει καλά καλά μέχρι το Όρελ ο π. Λεωνίδας όταν άκουσε πως ο π. Θεοδόσιος είχε κρεμαστεί…

Συμπεραίνουμε απ’ αυτό πώς αν κι ο έγκλειστος, είχε πέσει στην παγίδα του εχθρού, ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε αμέσως. Όταν όμως αρνήθηκε να δεχτεί την καλοπροαίρετη συμβουλή ενός σοφού κι έμπειρου γέροντα, ο Κύριος τον εγκατέλειψε και χάθηκε με οικτρό θάνατο.

(από το βιβλίο "Στάρετς Λεωνίδας της Όπτινα", μετάφραση, επιμέλεια Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2000)

Στο Άγιο Όρος όχι και πολύ μακρυά από την Αγία Άννα, σε μία κορυφή ψηλά, μόλις που φαίνεται ένα κελί. Το είχε ένας πνευματικός παλιά, τον λέγανε παπά – Σάββα. Στους τόσους που εξομολογούσε ο παπά-Σάββας, ήτανε και ένας Ρουμάνος διάκονος.

Νεαρός ακόμη ήρθε στον Άθω και ησύχαζε κάπου στην έρημο. Πνευματικέ μου, (του λέει μία μέρα ο διάκονος περίλυπος), μη ξεχάσεις να μνημονεύσεις αύριο στην λειτουργία την μητέρα μου που έχει τα τρίτα της (πέθανε δηλαδή πριν τρεις μέρες).

Και του λέει χωρίς να δείξει τώρα την αγωνία του ο πνευματικός:

Για πες μου παιδί μου: Η μητέρα σου έχει αύριο τα τρίτα της, δηλαδή πέθανε προχθές.

Πέθανε στην Ρουμανία. Πώς εσύ σε δυο μέρες πληροφορήθηκες τον θάνατό της;

Μεσολάβησε λίγη σιγή, δεν υπήρχαν τηλέφωνα δεν είχαν τηλέφωνα, όπως εγώ στην σκήτη μου, δεν έχουμε ρεύμα. Δεν είχανε τηλέφωνα.

Πώς το έμαθα; Άρχισε να λέει δειλά ο διάκονος. Να, μου το είπε…

-Ποιος σου το είπε;

-Μου το είπε ο φύλακας άγγελος μου.

-Ο φύλακας άγγελος σου; Έχεις δει τον άγγελο σου;

-Αξιώθηκα να τον δω. Δεν είναι μια και δύο φορές, είναι τώρα δύο χρόνια μου παρουσιάζεται και με συντροφεύει στην προσευχή. Λέμε μαζί τους χαιρετισμούς κάνουμε μετάνοιες, ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις.

Εκείνο το δύο χρόνια, πίκρανε πολύ τον παπά-Σάββα.

-Και γιατί παιδί μου τόσο καιρό δε μου ανέφερες τίποτα;

-Μου είπε ο άγγελος πως δεν είναι απαραίτητο.

-Παιδί μου είσαι βέβαιος πως είναι άγγελος του Θεού αυτός που σου εμφανίζεται;

-Βέβαιος; Βεβαιότατος γέροντά μου, προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινώς χίλιες μετάνοιες, συζητούμε για την μέλλουσα ζωή, για τον Παράδεισο, ο φύλακας άγγελός μου είναι.

Ο διάκονος φαινόταν αμετάπειστος. Εκείνο όμως που τον έκανε δεκτικό ήταν η εμπιστοσύνη του στον θεοφώτιστο πνευματικό του. Αλλά πάλι έλεγε πώς μπορεί ο δαίμονας να με ενισχύσει στην προσευχή; Αυτός πολεμεί τους προσευχομένους.

Μετά από πολλά, συμφώνησαν να καταφύγουν σε μερικές δοκιμασίες, να δοκιμάσουν τον φύλακα άγγελο.

Ζήτησέ του μόλις ξανάρθει (λέει ο παπά-Σάββας) να πει το: "Θεοτόκε Παρθένε", ακόμη πες του να κάνει το σημείο του Σταυρού. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά.

Όταν δύο ολόκληρα χρόνια σε έχει ο πονηρός τυλιγμένο στην πλάνη, τότε και τα μάτια σου, και τα αυτιά σου τα πλανεύει και φαντάζεσαι πως ακούς το Θεοτόκε Παρθένε και νομίζεις ότι τον βλέπεις να κάνει τον σταυρό του και να σταυροκοπιέται.

Στην επόμενη επίσκεψη ο διάκονος με κάποια ικανοποίηση ανάγγειλε στον πνευματικό: Γέροντά μου τα πράγματα έχουν όπως σου τα έλεγα είναι άγγελος του Θεού, είναι ο φύλακας άγγελός μου.

Και το "Θεοτόκε Παρθένε" το είπε και τον σταυρό του τον έκανε.

Μόνο οι άγιοι και οι άγγελοι ξέρουνε τι σκεπτόμαστε. Ο διάβολος δεν έχει τις δυνάμεις που νομίζουμε. Δεν ξέρει τι σκεπτόμαστε. Οι άγγελοι ξέρουν τι σκεπτόμαστε.

Οι άγιοι, όχι μόνο όσοι έχουν φύγει στον ουρανό αλλά και όσοι είναι ανάμεσά μας, μόλις μας δούνε, ξέρουνε τι σκεπτόμαστε. Ο διάβολος δεν το ξέρει.

Του λέει τώρα ο πνευματικός ο παπά-Σάββας: Πρόσεξε τι θα κάνουμε: Εγώ αυτή τη στιγμή, ακριβώς αυτή τη στιγμή κάτι θα σκεφθώ (σκέφθηκε κάτι εις βάρος του διαβόλου), και το αφήνω κρυφό, μέσα μου.

Εσύ το βράδυ θα ζητήσεις από τον άγγελο να σου πει. Αν το βρει τότε χωρίς αμφιβολία είναι άγγελος από τον Θεό. Και να έρθεις να με ενημερώσεις.

Γυρίζοντας ο διάκονος στην καλύβη του, κάτι σάλευε μέσα του, κάτι σαν αγωνία, κάτι σα δυσάρεστη προαίσθηση. Από την άλλη μεριά θαύμαζε και την σπουδαία ιδέα του πνευματικού.

Η υπόθεση θα περνούσε την κρίσιμη φάση της. Μόλις ζητήθηκε τη νύχτα από τον άγγελο η λύση του προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή, αυλάκωσε το φωτεινό πρόσωπό του. Φάνηκε να σαστίζει.

Μα αγαπητέ μου πάτερ, γιατί εσύ ανώτερος άνθρωπος να ενδιαφέρεσαι για τους λογισμούς ενός παπά; Αυτό είναι κατάντημα, φτωχές επιθυμίες. Δε προτιμάς να σου δείξω απόψε την κόλαση, τον παράδεισο, τη δόξα της Κυρίας Θεοτόκου;

Ο διάκονος που κάτι άρχισε να υποψιάζεται επέμεινε στο θέμα τους.

-Κάνω υπακοή στον πνευματικό μου, να μου πεις τι σκέφθηκε. Ο άγγελος με μερικούς ελιγμούς προσπάθησε να μεταφέρει αλλού την συζήτηση.

Ο διάκονος όμως με επιμονή τον μετέφερε στο θέμα. Άλλωστε οι τεχνικές αυτές υπεκφυγές δε του προξενούσαν καλή εντύπωση. Να μου πεις τι σκέφθηκε ο πνευματικός. Το θέμα είναι απλό! Γιατί αποφεύγεις; Το αγνοείς;

-Πρόσεξε διάκο, με τον μικροπρεπή τρόπο που μου συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις να χάσεις την εύνοιά μου.

-Δε ξέρω, σου ζητώ κάτι το εύκολο. Γνωρίζεις ή όχι επιτέλους, τι σκεφθηκε ο πνευματικός;
Την ώρα αυτή πετάχτηκε το λαμπερό προσωπείο. Μια φρικτή μορφή αποκαλύφθηκε και σαν από στόμα θηρίου ακούσθηκαν τα λόγια:

-Να χαθείς άθλιε, αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση και στην φωτιά, θα σε κάψουμε και θα σε καταστρέψουμε, αύριο αυτή την ώρα.

Και ο διάκονος έμεινε μόνος του και σωστό ερείπιο. Όλη η γλυκύτητα των οπτασιών δυο χρόνια τώρα δεν αντιστάθμιζε την τωρινή του πικρία.

Εάν δεν τον στήριζαν από μακρυά οι προσευχές του πνευματικού που ξαγρυπνούσε και παρακαλούσε για αυτόν, θα είχε παραδώσει το πνεύμα του. Πέρασαν αρκετές ώρες ώσπου να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του.

Η καλύβη του πια δεν τον χωρούσε. Πουθενά δεν έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο κοντά στον πνευματικό. Σ’ όλη την διαδρομή βούιζε στα αυτιά του η απειλή: Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση. Κι ο τρόμος τον διαπερνούσε μέχρι το μεδούλι.

Έφτασε όπως έφτασε ως την καλύβη της αναστάσεως. Έπιασε το ράσο του πνευματικού και δεν το άφηνε ούτε στιγμή, και την ώρα που έπρεπε να κοιμηθεί εκείνος λίγο, δίπλα του ο τρομοκρατημένος διάκονος. Μη φοβάσαι παιδί μου, ηρέμησε!

-Πώς να μη φοβηθώ πνευματικέ μου, που πλησιάζει η ώρα; πλησιάζει η ώρα που θα με πάρουνε! Χριστέ μου σώσε με! Και πράγματι την καθορισμένη ώρα, δέχθηκε βίαια επίθεση των πονηρών πνευμάτων.

Τι κραυγές τρόμου και απελπισίας ήταν αυτές! Σώσε με πνευματικέ μου, χάνομαι! Με παίρνουν! Σώσε με!

Γονατίζει ο παπά-Σάββας και γεμάτος πόνο και δάκρυα, δέεται στον Κύριο να λυπηθεί τον δούλο του και να επιτιμήσει τους πονηρούς δαίμονες. Εισακούσθηκε η δέησή του. Και ο ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε από στόματος λέοντος.

Με τον χρόνο και την καθοδήγηση του παπά-Σάββα ο Ρουμάνος διάκονος ηρέμησε. Η πνευματική του ζωή πήρε καλή εξέλιξη, χειροτονήθηκε αργότερα και ιερέας, και διακρινόταν πάντα για την ευλάβειά του.

(του π. Νίκωνα, Νέα Σκήτη, https://www.agiameteora.net)

Αρχιμανδρίτη Νικολάι Drobyazgin (+1924)
Το γεγονός που περιγράφεται εδώ, αποκαλυπτικό της φύσης ενός από τα μεντιουμιστικά «χαρίσματα» τα οποία είναι κοινά στις ανατολικές θρησκείες, έλαβε χώρα λίγο πριν το 1900, και καταγράφηκε γύρω στο 1922 από τον γιατρό Α. Π. Τιμόφιεβιτς, τώρα τελευταία στη γυναικεία μονή του Νόβο Ντιβέγιεβο, στη Νέα Υόρκη. (Το ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε στο «Orthodox Life» το 1956, Νο 1).
Μια θαυμάσια τροπική αυγή, το πλοίο μας διέσχιζε τα νερά του Ινδικού Ωκεανού, πλησιάζοντας το νησί της Κεϋλάνης. Τα εύθυμα πρόσωπα των επιβατών – οι περισσότεροι Άγγλοι με τις οικογένειές τους, που ταξίδευαν για τις εργασίες τους ή για δουλειά στην ινδική αποικία τους, κοιτούσαν ακόρεστα στο βάθος, ψάχνοντας με τα μάτια το μαγεμένο νησί, το οποίο για τους περισσότερους, από την παιδική τους ηλικία, είχε στην πράξη συνδεθεί με τόσα που ήταν ενδιαφέροντα και μυστήρια στις ιστορίες και τις περιγραφές των ταξιδιωτών.
Το νησί ακόμα ελάχιστα ορατό ενώ ένα λεπτό, μεθυστικό άρωμα από τα δέντρα του τύλιγε ήδη το πλοίο όλο και περισσότερο με κάθε περαστικό μελτέμι. Τελικά ένα είδος μπλε σύννεφου απλώθηκε στον ορίζοντα, αυξάνοντας συνεχώς σε μέγεθος καθώς το πλοίο πλησίαζε γρήγορα. Κανείς μπορούσε να δει τα κτίρια που απλώνονταν κατά μήκος της ακτής, χωμένα μέσα στην πρασινάδα των μεγαλοπρεπών φοινίκων, και το πολύχρωμο πλήθος των ντόπιων κατοίκων που περίμεναν την άφιξη του πλοίου. Οι επιβάτες, που είχαν γρήγορα γνωριστεί ο ένας με τον άλλον πάνω στο πλοίο, γελούσαν και συζητούσαν ζωηρά στο κατάστρωμα, θαυμάζοντας το καταπληκτικό σκηνικό του παραμυθένιου νησιού, καθώς αυτό ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια τους. Το πλοίο κινιόταν αργά· προετοιμαζόταν να αγκυροβολήσει στην αποβάθρα της πόλης – λιμανιού Colombo.
Εδώ το πλοίο σταμάτησε να πάρει κάρβουνο, και οι επιβάτες είχαν αρκετό χρόνο για να βγουν στην ακτή. Η μέρα ήταν τόσο ζεστή ώστε πολλοί επιβάτες αποφάσισαν να μη φύγουν από το πλοίο μέχρι το απόγευμα, όταν μια ευχάριστη δροσιά αντικατέστησε τη ζέστη της μέρας. Μια μικρή ομάδα οκτώ ανθρώπων – ανάμεσά τους κι εγώ – οδηγείτο από τον συνταγματάρχη Elliot, που είχε ξαναβρεθεί στο Κολόμπο πρωτύτερα και ήξερε καλά την πόλη και τα περίχωρα. Αυτός έκανε μια δελεαστική πρόταση: «Κυρίες και κύριοι! Θα θέλατε να πάμε μερικά μίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθούμε έναν από τους τοπικούς μάγους – φακίρηδες; Ίσως να δούμε κάτι ενδιαφέρον». Όλοι δέχτηκαν την πρόταση του συνταγματάρχη με ενθουσιασμό.
Ήταν ήδη απόγευμα όταν αφήσαμε πίσω τους θορυβώδεις δρόμους της πόλης και προχωρήσαμε σ’ ένα θαυμάσιο δρόμο μέσα στη ζούγκλα, που σπινθηροβολούσε από τις αναλαμπές εκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Στο τέλος ο δρόμος φάρδαινε ξαφνικά και μπροστά μας βρισκόταν ένα μικρό ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από ζούγκλα προς κάθε κατεύθυνση. Στο άκρο του ξέφωτου, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, βρισκόταν ένα είδος καλύβας, δίπλα από την οποία έκαιγε μια φωτιά, κι ένας αδύνατος, κοκκαλιάρης γέρος με τουρμπάνι στο κεφάλι του καθόταν σταυροπόδι, με την ακίνητη ματιά του να κατευθύνεται στη φωτιά. Παρά τη θορυβώδη άφιξή μας, ο γέρος συνέχιζε να κάθεται εντελώς ακίνητος, μη δίνοντάς μας την παραμικρή προσοχή. Κάπου μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένας νέος και, πηγαίνοντας στον συνταγματάρχη, κάτι τον ρώτησε σιγανά. Μέσα σε μικρό διάστημα έφερε έξω αρκετά σκαμνιά και η μικρή ομάδα μας παρατάχθηκε σε ημικυκλική διάταξη, όχι μακριά από τη φωτιά. Ένας ελαφρύς κι αρωματικός καπνός ανέβηκε. Ο γέρος καθόταν στην ίδια στάση, χωρίς φαινομενικά να προσέχει κανέναν και τίποτα. Το μισοφέγγαρο που ανέτειλε έδιωξε σε κάποιο βαθμό το σκοτάδι της νύχτας, και στο αμυδρό φως του όλα τα αντικείμενα έπαιρναν φανταστικά περιγράμματα. Όλοι σώπασαν χωρίς να το θέλουν, και περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε.
«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί, πάνω στο δέντρο!» φώναξε η δεσποινίς Μαίρη σ’ ένα εκστατικό ψίθυρο. Όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια μας στην κατεύθυνση που μας υπέδειξε. Και πράγματι, ολόκληρη η επιφάνεια της τεράστιας κορυφής του δέντρου, κάτω από το οποίο καθόταν ο φακίρης, ήταν σαν να έρρεε ήσυχα στον απαλό φωτισμό του φεγγαριού, και το δέντρο το ίδιο άρχισε βαθμιαία να λιώνει και να χάνει τα περιγράμματά του· χωρίς υπερβολή, κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο κάλυμμα που γινόταν όλο και πιο συμπυκνωμένο με κάθε στιγμή. Σύντομα μπροστά στην κατάπληκτη ματιά μας παρουσιάστηκε με τέλεια καθαρότητα η κυματοειδής επιφάνεια της θάλασσας. Το ένα κύμα ακολουθούσε το άλλο με ένα ελαφρό βόμβο, κάνοντας άσπρα σκουφάκια από αφρό· ανάλαφρα σύννεφα πλανιόντουσαν σ’ ένα ουρανό που είχε γίνει γαλάζιος. Άναυδοι, δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε απ’ αυτή την εντυπωσιακή εικόνα.
Και τότε στο βάθος εμφανίστηκε ένα λευκό καράβι. Πυκνός καπνός έβγαινε από τα δυο φουγάρα του. Μας πλησίασε γρήγορα, διασχίζοντας το νερό. Προς μεγάλη μας έκπληξη αναγνωρίσαμε το δικό μας πλοίο, αυτό που μας είχε φέρει στο Κολόμπο! Ένα μουρμουρητό το διαπέρασε τις γραμμές μας καθώς διαβάσαμε στην πρύμνη, γραμμένο με χρυσά γράμματα, το όνομα του πλοίου μας, «Luisa». Αλλά αυτό που μας κατέπληξε περισσότερο απ’ όλα είναι αυτό που είδαμε πάνω στο πλοίο – εμάς! Μην ξεχνάτε ότι την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε η σκέψη του κινηματογράφου και ήταν αδύνατον ακόμα και να συλλάβει κανείς κάτι τέτοιο. Καθένας μας έβλεπε τον εαυτό του στο κατάστρωμα ανάμεσα σε ανθρώπους που γελούσαν και μιλούσαν ο ένας στον άλλον. Αλλά το πιο καταπληκτικό: Δεν είδα μόνο τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα όλο το πλοίο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, σαν με το βλέμμα ενός πουλιού – κάτι που βεβαίως, απλώς δεν μπορούσε να συμβεί στ’ αλήθεια. Είδα ταυτόχρονα τον εαυτό μου ανάμεσα στους επιβάτες, και τους ναύτες να δουλεύουν στην άλλη μεριά του πλοίου, και τον καπετάνιο στην καμπίνα του, κι ακόμα και την αγαπημένη από όλους πιθηκίνα, τη Nelly, να τρώει μπανάνες στο κεντρικό κατάρτι. Ταυτόχρονα όλοι οι σύντροφοί μου, καθένας με τον τρόπο του, είχαν εξαφθεί από αυτό που έβλεπαν, κι εξέφραζαν τα συναισθήματά τους με χαμηλές φωνές και ψιθύρους συγκίνησης.
Είχα εντελώς ξεχάσει ότι ήμουν ιερομόναχος, και, κατά πως φαινόταν, δεν είχα καμμιά δουλειά να συμμετέχω σε ένα τέτοιο θέαμα. Τα μάγια ήταν τόσο ισχυρά που και ο νους και η καρδιά είχαν σωπάσει. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει με πόνο σαν σήμα κινδύνου. Ξαφνικά ήρθα στον εαυτό μου. Φόβος κατέλαβε όλη μου την ύπαρξη.
Τα χείλη μου άρχισαν να κινούνται και να λένε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό!» Αμέσως ένοιωσα ανακουφισμένος. Ήταν λες και άρχιζαν να πέφτουν κάποιες μυστηριώδεις αλυσίδες που με έδεναν. Η προσευχή έγινε πιο συγκεντρωμένη, και μ’ αυτό επέστρεψε και η ειρήνη της ψυχής μου. Συνέχισα να κοιτώ στο δέντρο και ξαφνικά η εικόνα έγινε θολή και διαλύθηκε, σαν να την πήρε ο άνεμος. Δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο εκτός από το μεγάλο δέντρο, φωτισμένο από το φως του φεγγαριού, και το φακίρη που καθόταν σιωπηλός πλάι στη φωτιά, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχιζαν να εκφράζουν αυτά που ένοιωθαν κοιτώντας την εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε ακόμα διαλυθεί.
Αλλά ξαφνικά φαίνεται πως κάτι συνέβηκε και στο φακίρη. Έγειρε στο πλάι χάνοντας την ισορροπία του. Ο νεαρός έτρεξε προς τα κει τρομαγμένος. Η πνευματιστική συγκέντρωση διακόπηκε ξαφνικά.
Βαθειά συγκινημένοι από όλη την εμπειρία που αποκόμισαν, οι θεατές σηκώθηκαν· μοιράζονταν ζωηρά τις εντυπώσεις τους ο ένας με τον άλλον, και χωρίς καθόλου να καταλαβαίνουν γιατί το όλο πράγμα διακόπηκε τόσο απότομα και απρόσμενα. Ο νεαρός εξήγησε ότι οφειλόταν στην εξάντληση του φακίρη, ο οποίος καθόταν όπως πριν, με το κεφάλι κάτω, και χωρίς να δίνει την παραμικρή προσοχή στους παρισταμένους.
Αφού η ομάδα μας αντάμειψε γενναιόδωρα το φακίρη μέσω του νεαρού, για την ευκαιρία που είχαμε να συμμετάσχουμε σ’ ένα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ξεκινήσαμε γρήγορα το μικρό ταξίδι της επιστροφής. Καθώς αρχίσαμε να φεύγουμε, στράφηκα ακούσια προς τα πίσω άλλη μια φορά, με σκοπό να εντυπώσω στη μνήμη την όλη σκηνή, και ξαφνικά ανατρίχιασα από ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Η ματιά μου συνάντησε τη ματιά του φακίρη, που ήταν γεμάτη μίσος. Αυτό έγινε για μια μόνο στιγμή, και μετά ξαναπήρε τη συνηθισμένη του στάση· αλλά αυτό το βλέμμα μου άνοιξε μια και καλή τα μάτια στο να συνειδητοποιήσω τίνος δύναμη παρήγαγε αυτό το «θαύμα»(βιβλίο π. Σεραφείμ Ρόουζ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ και η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ)

katafigioti

lifecoaching