Επιλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Το μυστήριο της αγάπης, μας μεταβάλλει από ανθρώπους σε θεούς» (Φιλοκαλία ΕΠΕ τόμος15Β,σ.55)
«Και γενικά, για να μιλήσω με συντομία, η αγάπη είναι το τέρμα όλων των αγαθών, ως η κορυφή των αγαθών και η αιτία κάθε αγαθού, οδηγώντας προς τον Θεό και κατευθύνοντας προς αυτόν όσους πορεύονται με αυτήν, γιατί η αγάπη είναι πιστή και σταθερή και μόνιμη… Γιατί είναι αδύνατο όσοι δεν έχουμε συναφθεί και μονοιάσει πρωτύτερα με τον Θεό, να μπορούμε να συμφωνούμε μεταξύ μας κατά τη γνώμη»(15Β,57)
«Ο πνευματικός πόθος έχει πάντοτε παρόντες όλους μαζί νοερά εκείνους που έχει μεταξύ τους δεμένους, ακόμα κι αν χωριστούν μεταξύ τους σωματικά, μη δεχόμενος τον χρονικό και τοπικό περιορισμό. Γιατί ο πόθος αυτός έχει την ύπαρξή του στο νου, που με κανένα τρόπο δεν συνδιαιρείται ή δεν συμπερικλείεται με τα σώματα όταν χωρίζονται μεταξύ τους τοπικά. Αυτόν τον πόθο αξιώθηκα να έχω από την αρχή προς εσάς τους πανάγιους, και νομίζω ότι πάντα σας βλέπω κοντά μου και σας ακούω να κουβεντιάζετε, και δεν υπάρχει καιρός ή τόπος που να μπορεί να με απομακρύνει από τη θύμησή σας, που πάντοτε μου υπενθυμίζει ότι είστε παρόντες πνευματικά και διώχνετε όλους τους δυσώδεις λογισμούς από μέσα μου, μη υποφέροντας την πολλή ευωδιά της θείας χάριτος που υπάρχει σε σας. Και είμαι πεισμένος, ότι η θύμηση δεν είναι απλή φαντασία της αγιοσύνης σας, αλλ’ αισθάνομαι ότι πραγματικά είστε παρόντες, και κάνω αυτό που γίνεται πληροφορία ακριβή και πραγματική της παρουσίας σας. Η δραστική δηλαδή μέσα σας δύναμη με τη χάρη του Θεού, που απομακρύνει αμέσως μόλις έρθουν στο νου τους ενοχλητικούς δαίμονες, αποτελεί σαφέστατη δήλωση της παρουσίας σας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο αν κάνει αυτούς που λείπουν σωματικά να είναι παρόντες νοερά ο Θεός που προκαλεί πράγματα καταπληκτικά, όπως ο ίδιος γνωρίζει και όσοι ενεργούν αυτά τα καταπληκτικά με τη δύναμή του σαν θεοί, και τα σώματά τους είναι μεταξύ τους παρόντα πολύ περισσότερο από ό,τι τοπικά. Και αν μόνο με τη θύμησή σας, σεβαστοί μου πατέρες, παρέχετε στους άτιμους λογισμούς μου τόση μεγάλη τιμή, επισκεπτόμενοι αόρατα το πνεύμα μου, πόσο μεγαλύτερο θα είναι εάν σας έχω παρόντες μπροστά στα μάτια μου και αγιάζετε την ακοή μου με ζωντανή φωνή με τα θεϊκά λόγια σας και μου διδάσκετε λαμπρά με τους τρόπους σας την αρετή;(15Β,125-7)
«Της πνευματικής αγάπης γνώρισμα είναι, όχι μόνο να ευεργετεί κανείς όποιους έχουν ανάγκη όταν είναι παρόντες, αλλά να τους εγκαρδιώνει κι όταν είναι απόντες και να μην επιτρέπει να χωρίζονται οι ψυχές από τα σώματα, ούτε βέβαια η δύναμη του λόγου, που μ’ αυτόν η ψυχή έχει την εικόνα του Δημιουργού, να περιορίζεται τοπικά, αλλά ή να συνομιλούμε με τους αγαπητούς μας γι’ αυτά που πρέπει προφορικά έχοντάς τους μπροστά μας, ή ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτούς με γράμματα όταν είναι απόντες. Γιατί αυτόν τον τρόπο επινόησε σοφά η φύση με τη χάρη του Θεού, για να ενώνονται στενά όσοι είναι χωρισμένοι μεταξύ τους σωματικά με μεγάλη τοπική απόσταση. Γιατί έτσι ο λόγος μεταδιδόμενος συχνότερα με τη φωνή και την επιστολή σταλάζει μέσα στην ψυχή ανεξάλειπτη μνήμη, για να βλέπουμε πάντοτε αυτούς που είναι πάντα παρόντες με αγάπη στην ψυχή μας και να τους αγκαλιάζουμε και να αναιρούμε όλα τα λυπηρά» (15Β,379)
«Με την αγάπη ποτέ δεν μπορούν ν’ απουσιάσουν ο ένας από τον άλλον, ακόμα κι αν απέχουν μεταξύ τους σωματικά με μεγάλη απόσταση, όσοι γνωρίζουν να φροντίζουν όπως πρέπει τα σπέρματα της αγάπης» (15 Β,431)
«Όσοι έχουν καταδεθεί μεταξύ τους με τα άλυτα δεσμά της θείας αγάπης, και όταν βρίσκονται μαζί και όταν είναι μακριά, επιτείνουν περισσότερο τα δεσμά της, επειδή την έχουν στην ψυχή τους χάρη στον Θεό, που είναι ο ίδιος αγάπη και παρέχει στους άξιους και τη δύναμη να μπορούν ν’ αγαπούν, και, όπως νομίζω, πολύ δίκαια. Γιατί, μαζί με όσα από τη φύση τους ρέουν και κυλούν, συμβαίνει συνήθως να φεύγει μαζί τους και η διάθεση εκείνων που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια κατάσταση ανάλογη μ’ αυτά, ενώ με όσα είναι σταθερά και πάντοτε τα ίδια, μένει συνήθως τελείως ακλόνητη και άσειστη η στοργή εκείνων που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια ανάλογη πάλι κατάσταση μ’ αυτά, που επιτείνει τόσο πολύ τον μεταξύ τους πόθο, όσο συμβαίνει ο αίτιος της σχέσης αυτής Θεός να έλκει προς τον εαυτό του εκείνους που είναι μεταξύ τους πνευματικά συνδεδεμένοι. Αγαπώντας σε λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο, πολύ αγαπημένε μου, σ’ έχω στην ψυχή μου αχώριστο από εμένα για πάντα, με τυπωμένη τη μορφή σου στο βάθος του νου μου, έστω κι αν υπάρχει μεγάλο μάκρος του χρόνου και μεγάλη μεταξύ μας τοπική απόσταση, χωρίς να παύω ποτέ να σε βλέπω νοερά και να σε ασπάζομαι. Εξαιτίας αυτού, πιστεύοντας ότι μ’ αγαπάτε εξίσου μ’ εμένα, αν όχι και περισσότερο, δεν παραλείπω να σας γράφω ακούραστα για όσα είναι ανάγκη, επειδή είμαι βέβαιος ότι έχουμε αποκτήσει οι δυο μας με την πνευματική αγάπη μια ψυχή» (15Β,397-9)
«Εκείνος που αγαπά το Θεό δεν είναι δυνατό να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και δυσκολεύεται από τα πάθη εκείνα που δεν έχουν ακόμα καθαρισθεί» (14,177)
«Εκείνος που βλέπει ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιοδήποτε άνθρωπο, είναι ξένος εξ’ ολοκλήρου της αγάπης προς το Θεό· διότι η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται τελείως το μίσος προς τον άνθρωπο» (14,177)
«Εκείνος που ασκεί την ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ πονηρού και αγαθού, μεταξύ δικαίου και αδίκου στα πράγματα τα αναγκαία για το σώμα, αλλά σ’ όλους μοιράζει εξ ίσου ανάλογα με την ανάγκη τους, αν και προτιμά, εξ’ αιτίας της αγαθής διαθέσεώς του, τον ενάρετο από τον κακό» (14,179)
«Η διάθεση της αγάπης δεν γίνεται φανερή μόνο με τη δόση χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση του λόγου του Θεού και τη σωματική διακονία» (14,181)
«Από τα πάθη άλλα είναι σωματικά, και άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές από το σώμα, ενώ τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο όμως τα αφαιρεί η αγάπη και η εγκράτεια· η αγάπη αφαιρεί τα ψυχικά, ενώ η εγκράτεια τα σωματικά» (14,193)
«Μην πληγώσεις ποτέ κάποιον από τους αδελφούς σου και μάλιστα παράλογα, για να μη συμβεί κάποτε, μη υποφέροντας τη θλίψη, να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αλλά και συ δεν θ’ αποφύγεις ποτέ τον έλεγχο της συνειδήσεως, που θα σου προξενεί πάντοτε λύπη κατά την ώρα της προσευχής και θ’ απομακρύνει το νου σου από την παρρησία απέναντι στο Θεό» (14,195)
«Για τις πέντε αυτές αιτίες αγαπώνται οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, είτε είναι αυτές αξιέπαινες, είτε αξιοκατάκριτες. Ή δηλαδή αγαπώνται εξ’ αιτίας του Θεού, όπως ο ενάρετος που αγαπά όλους, και όπως εκείνος που αγαπά τον ενάρετο και αν ακόμα δεν είναι ενάρετος· ή εξ αιτίας της φύσεως, όπως οι γονείς τα τέκνα και αντίστροφα· ή από ματαιοδοξία, όπως αγαπά εκείνος που τιμάται εκείνον που τον τιμά· ή από φιλαργυρία, όπως εκείνος που αγαπά τον πλούσιο με σκοπό να λάβει χρήματα απ’ αυτόν· ή από φιληδονία, όπως εκείνος που υπηρετεί δουλικά τη γαστέρα και όλα τα σχετικά με την ακολασία. Η πρώτη αιτία είναι επαινετή, η δεύτερη βρίσκεται στη μεσαία κατάσταση, ενώ οι υπόλοιπες είναι εκδηλώσεις πάθους.
Εάν κάποιους τους μισείς, άλλους ούτε τους αγαπάς ούτε τους μισείς, άλλους πάλι τους αγαπάς αλλά περιορισμένα, και άλλους τους αγαπάς υπερβολικά, εξ’ αίτιας αυτής της ανισότητας γνώριζε ότι βρίσκεσαι μακριά από την τέλεια αγάπη, η οποία προϋποθέτει ν’ αγαπά κανείς εξ ίσου τον κάθε άνθρωπο» (14,215)
«Εκείνος που είναι τέλειος στην αγάπη και έφθασε σε πλήρη απάθεια δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ του εαυτού του και του ξένου, μεταξύ της δικής του υπάρξεως και της ξένης, μεταξύ του πιστού και του άπιστου, μεταξύ του δούλου και του ελεύθερου, και γενικά μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, αλλ’ επειδή κατόρθωσε να υποτάξει την τυραννική εξουσία των παθών και αποβλέπει στη μία φύση των ανθρώπων, όλους τους θεωρεί ίσους και προς όλους συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο» (14,227)
«Οπωσδήποτε, εκείνος που δεν φθονεί, ούτε οργίζεται και ούτε τρέφει μνησικακία εναντίον εκείνου που τον λύπησε, δεν σημαίνει και ότι αγαπά αυτόν. Διότι μπορεί, και χωρίς ν’ αγαπά, να μη ανταποδίδει κακό αντί κακού, εξ αιτίας της εντολής, οπωσδήποτε όμως δεν είναι δυνατό ακόμα και ν’ ανταποδώσει αβίαστα καλό αντί κακού, καθόσον το να ευεργετεί κανείς με όλη τη διάθεση της καρδιάς του εκείνους που τον μισούν, αυτό είναι γνώρισμα μόνο της τέλειας πνευματικής αγάπης.
Εκείνος που δεν αγαπά κάποιον, δεν σημαίνει οπωσδήποτε και ότι μισεί αυτόν· ούτε πάλι, εκείνος που δεν μισεί κάποιον, σημαίνει ότι αγαπά οπωσδήποτε αυτόν, αλλ’ είναι δυνατό να βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση προς αυτόν· ούτε δηλαδή να τον αγαπά, ούτε και να τον μισεί» (14,237)
«Εάν συ τρέφεις μνησικακία εναντίον κάποιου, να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, οπότε θα σταματήσεις την επενέργεια του πάθους, απομακρύνοντας με την προσευχή τη λύπη από την ανάμνηση του κακού που σου έκανε, και έτσι, αφού αποκτήσεις την αγάπη προς αυτόν και γίνεις φιλάνθρωπος, θα εξαφανίσεις εξ’ ολοκλήρου από την ψυχή σου το πάθος. Εάν πάλι άλλος τρέφει μνησικακία εναντίον σου, συγχώρησε αυτόν και δείξε ταπεινοφροσύνη, και, συναναστρεφόμενος αυτόν με καλοσύνη, τον απαλλάσσεις από το πάθος του αυτό» (14,305)
«Μην περιφρονήσεις την εντολή της αγάπης, διότι μ’ αυτήν θα γίνεις υιός του Θεού, την οποία παραβαίνοντας, θα βρεθείς να είσαι υιός της γέεννας» (14,317)
«Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη, θα βρεις όμως αυτήν, αν την αναζητήσεις, μόνο στους μαθητές του Χριστού, διότι και μόνο αυτοί είχαν την αληθινή Αγάπη, δάσκαλο αγάπης»(14,351)
«Φίλος γνήσιος είναι εκείνος που στον καιρό του πειρασμού υποφέρει αθόρυβα και ατάραχα μαζί με τον πλησίον του σαν δικές του τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές που προξενούν οι περιστάσεις σ’ αυτόν» (14,299)
«Μη νοθεύσεις κατά τη συνομιλία με τους άλλους αδελφούς σου τον έπαινο του αδελφού σου, εξ αιτίας της λύπης που ακόμη υπάρχει μέσα σου κρυμμένη γι’ αυτόν, αναμειγνύοντας κρυφά με τα λόγια σου την κατηγορία, αλλά χρησιμοποίησε στη συνομιλία σου με αυτούς καθαρή καρδιά, σαν να πρόκειται για τον εαυτό σου, και έτσι πάρα πολύ γρήγορα θ’ απαλλαγείς από το ολέθριο μίσος» (14,321)