ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Χριστός Ανέστη, χαρά μου!».

«Ότε ελάλουν εκ του νοός μου συνέβαινον σφάλματα».

«Νηστεία δεν είναι μόνο να τρώει κανείς αραιά, αλλά και να τρώει λίγο. Δεν είναι φρόνιμο αυτός που νηστεύει, να περιμένει με ανυπομονησία την ώρα του γεύματος και να ρίχνεται με βουλιμία – σωματική και πνευματική στο φαγητό. Η αληθινή νηστεία εξάλλου δεν είναι μόνο στο να δαμάζει κανείς το σώμα του, αλλά και στο να στερείται, προκειμένου να δόση ψωμί σ’ εκείνον που δεν έχει».

«Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες θα βρουν κοντά σου τη σωτηρία».

«Αν είσαι σωστός χριστιανός, χιλιάδες άνθρωποι γύρω σου – βλέποντάς σε θα σωθούν».

«Ας μην ακολουθούμε το δρόμο της απογοητεύσεως, διακήρυττε, κτυπώντας χαρούμενα το πόδι του στο έδαφος. Ο Χριστός τα νίκησε όλα. Ανάστησε τον Αδάμ. Έδωσε πάλι στην Εύα την αξιοπρέπειά της. Θανάτωσε τον θάνατο».

«Γιατί ζεις χωρισμένος από την γυναίκα σου; Πήγαινε γρήγορα να την ξαναβρείς. Πήγαινε» (Σε άνδρα που ζούσε χωρισμένος από τη γυναίκα του).

«Εάν πιστεύεις, χαρά μου, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι…».

«Η ζωή μας, μπορεί να συγκριθεί με μια λαμπάδα καμωμένη από κερί και φυτίλι, που καίει με μια φλόγα που εμείς ανάψαμε. Το κερί – είναι η πίστη μας. Το φυτίλι η ελπίδα μας. Και η φλόγα – η αγάπη που ενώνει την πίστη μαζί με την ελπίδα, όπως το κερί και το φυτίλι καίνε μαζί με αποτέλεσμα τη φωτιά. Ένα κερί κακής ποιότητας βγάζει, όταν το ανάβεις και όταν το σβήνεις, μια άσχημη μυρωδιά. Όμοια είναι και η ζωή ενός αμαρτωλού…».

«Το παν είναι ν’ αποφασίσεις κάτι. Η απόφαση είναι η αρχή».

Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ

Σκληρός και αδυσώπητος
Η υπόθεση της σωτηρίας μας, όσο αναγκαία και απαραίτητη είναι, τόσο και δύσκολη και δυσκατόρθωτη εμφανίζεται. Όποιος θελήσει να ανταποκριθεί στη θυσία του Κυρίου, θα πρέπει με θερμό ζήλο και με ζωηρό ενδιαφέρον να μεριμνήσει για την πνευματική του καλλιέργεια. Η Αγ. Γραφή χαρακτηρίζει αυτή τη μέριμνα σαν αγώνα και πόλεμο, ο δε απόστολος Παύλος ονομάζει τους χριστιανούς στρατιώτες, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι εκείνος που θα αποφασίσει να κάνει δική του τη λυτρωτική θυσία του Χριστού, θα χρειασθεί να πολεμήσει σκληρά και να αγωνισθεί με θάρρος και ηρωισμό εναντίον εκείνων που παρεμβάλλονται στο δρόμο του προς τη θέωση. Πρόκειται για τον πνευματικό αγώνα και πόλεμο, για τον οποίο ομιλεί ο ίδιος ο Απόστολος, όταν λέγει: «Ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα» (Εφ. 6,12)
Αυτή η πάλη, που ποτέ δεν τελειώνει ή μάλλον σταματά, όταν ο άνθρωπος κλείσει τα μάτια του για να παραδοθεί στην αιωνιότητα, αυτή είναι εκείνη που καθορίζει κατά πόσο είμαστε συνειδητοί χριστιανοί. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ξένοι προς τον πνευματικό αγώνα. Δεν τους απασχολεί ο ψυχικός τους καταρτισμός. Η σκέψη και τα ενδιαφέροντά τους είναι στραμμένα προς τη γη. Τον ουρανό, που είναι ο τόπος του προορισμού τους, η μόνιμη πατρίδα και κατοικία τους, δεν τον σκέπτονται. Δεν ποθούν την αιωνιότητα και δεν φροντίζουν για την εξασφάλισή της.
Και όμως! Εάν οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν το πραγματικό τους συμφέρον, εάν είχαν ένα ορθό προσανατολισμό, δεν θα αδιαφορούσαν για πράγμα τόσο αναγκαίο, αλλά θα ρίχνονταν στην πνευματική μάχη και θα λάμβαναν μέρος στον πνευματικό πόλεμο. Με την ελπίδα και την προσδοκία της νίκης και του τελικού θριάμβου. Αυτό άλλωστε το νόημα έχουν και τα λόγια του Κυρίου, ότι «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Όσοι αναλαμβάνουν αυτόν τον τιτάνιο και ασταμάτητο αγώνα, αυτοί δικαιούνται, εφ’ όσον αναδειχθούν νικητές να γίνουν «συμπολίται των αγίων» και «συγκληρονόμοι Χριστού» στην Βασιλεία των ουρανών.


Πόλεμος κατά του Σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή

Όλο το μυστικό είναι η προσευχή.

Όταν υπάρχει ταπείνωση δεν υπάρχει κατάθλιψη. Ο εγωιστής στενοχωριέται πολύ με το καθετί.

Ο ταπεινός είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος απ’ όλους κι απ’ όλα.

Αυτό γίνεται μόνο με την ένωση με τον Χριστό.

Όπου αγάπη, εκεί ελευθερία.

Ζώντας μέσα στην αγάπη του Θεού, ζείτε μέσα στην ελευθερία.

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Υποψήφιοι μοναχοί

Βρήκαν χρόνο να μιλήσουν ιδιαιτέρως και ο νέος του εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να γίνει μοναχός και δεν ξέρει τι να διαλέξει, ερημητήριο ή κοινόβιο. Εντυπωσιασμένος από τη φωτεινή μορφή του Γέροντα και ευλαβικά προκατειλημμένος απ’ όσα είχε ακούσει από πριν, θα προτιμούσε να ρωτήσει αν θα τον δεχόταν κοντά του στο μέλλον, παρά αυτό που ρώτησε. Βολιδοσκοπούσε τον Γέροντα, γιατί τότε ακουγόταν ότι δεν δεχόταν υποτακτικούς. Αλλά ήταν και λίγο επηρεασμένος από κάποιους που έλεγαν: «Πρώτα στο κοινόβιο και ύστερα, σαν ψηθείς, στην έρημο».
Και ο ατόφιος Γέροντας:
─ Άκουσε, παιδί μου. Ποιον άγιο έχεις σε ευλάβεια;
─ Τον Άγιο Νεκτάριο.
─Ε, θα προσευχηθείς και θα πεις: «Άγιε του Θεού, εγώ, ποιο απ’ το δύο θα με ωφελήσει, δεν το ξέρω. Εσύ που ως άγιος το γνωρίζεις, φώτισέ με να ακολουθήσω το σωστό».
─ Ε, και… τι θα κάνω; Πώς θα καταλάβω τι θέλει ο άγιος, τι θέλει ο Θεός;
─ Θα δεις μέσα σου που αναπαύεσαι περισσότερο κι εκείνο θα ακολουθήσεις.
─ Και αν παρά ταύτα κάνω λάθος;
─ Ο άγιος στον οποίο προσευχήθηκες θα σε σπρώξει λίγο, να πας εκεί που πρέπει.
Έμεινε ενεός ο νέος. Νόμιζε ότι κάποιοι τρίτοι πρέπει να του πουν το θέλημα του Θεού για την προσωπική του ζωή.
Όμως ο Γέροντας ήταν αξιοπρεπής και ακέραιος. Βέβαια, ορισμένες φορές χαριεντιζόμενος έλεγε σε μερικούς, κοιτώντας και καθηλώνοντάς τους με το διεισδυτικό βλέμμα του: «Ημέτερος ει ή των υπεναντίων;» (Ιησ. Ναυή 5,13) εννοώντας «είσαι για μοναχός ή όχι;», και τους άφηνε να ψάχνονται σαστισμένοι.
Αλλά και όταν το δίλημμά τους ήταν μοναχισμός ή κοσμική ζωή, ο Γέροντας πάλι τους έστελνε στην Γοργοϋπήκοο, στη Μονή Δοχειαρίου, να την παρακαλέσουν να τους φωτίσει, να επιλέξει η καρδιά τους. Αυτός που ήταν ζωντανός έπαινος του μοναχισμού, που με λόγια και έργα ανέπτυσσε τη χάρη και την ανωτερότητα της μοναχικής ζωής, ποτέ δεν πίεσε τη συνείδηση κάποιου στην επιλογή της.
Ακόμα και όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το θέλημα του Θεού ή του ζητούσαν να προσευχηθεί και να τους πει, απαντούσε: «Παιδιά μου, εγώ θα προσευχηθώ, εσάς να φωτίσει ο Θεός να επιλέξετε τον δρόμο με τον οποίο θα σωθείτε και θα τον δοξάσετε». Ακόμη και όταν τον πίεζαν από ευλάβεια, δεν άλλαζε τη στάση του με τίποτε. Ιδιαιτέρως δε μας έλεγε με κάποιο ίχνος πείσματος να κρατήσει τη σωστή στάση: «Ακόμα και αν ο Θεός με πληροφορήσει ποιο είναι το θέλημά του, δεν θα τους το πω. Διότι αν το πω, θα βάλει ο διάβολος τα δυνατά του να μην τον κάνουν και η αμαρτία θα είναι πιο μεγάλη».
------------------
Ένας νέος, που μάλιστα τον έλεγε ο Γέροντας «κλέφτη και ληστή», γιατί βρίσκοντας κλειστές όλες τις πόρτες ανέβηκε από τα πεζούλια και τους φράχτες στο κελλί, για να μιλήσει μαζί του –«ο αναβαίνων αλλαχόθεν, κλέπτης εστί και ληστής» (Ιω. 10,1)- ήθελε να μονάσει στο Άγιον Όρος, αλλά με αντιρρήσεις του πνευματικού του που τον ήθελε στο δικό του μοναστήρι, στον κόσμο.
Κάποτε συνέβη να έρθουν και οι δύο μαζί, ο πνευματικός και το τέκνο του. Και ετέθη το ερώτημα- δίλημμα: Πρέπει ο νέος να ακολουθεί την έφεση της καρδιάς του και να έρθει στο Όρος ή να κάνει υπακοή στον πνευματικό του και να μείνει κοντά του;
Ο διακονών αδερφός, ενώ κερνούσε τους ξένους, με κρατημένη αναπνοή περίμενε τι θα μπορούσε να πει ο Γέροντας.
«Πάτερ μου», απάντησε με άνεση ο Γέροντας, «το παιδί σας πρέπει να σας αναφέρει τους λογισμούς του και την επιθυμία της καρδιάς του για το θέμα, και φυσικά να κάνει υπακοή, αν εσείς έχετε διαφορετική γνώμη. Αλλά αν προϊόντος του χρόνου οι λογισμοί του συνεχίζουν να επιμένουν μέσα του, οφείλει να τους εξομολογηθεί πάλι και πάλι. Και αν είναι έτσι, και εσείς, ο πνευματικός, διαπιστώσετε ότι μέσα του υπάρχει μία σταθερή έφεση, τότε οφείλετε να σκεφτείτε ότι είναι από Θεού και να του δώσετε την ευχή σας να πραγματοποιήσει την επιθυμία του». Απάντησις, χρυσή τομή. Η ευχή του να μας βοηθήσει να σκεπτόμεθα και εμείς έτσι, απλά και ουσιαστικά.
--------------
Καπότε ένας υποψήφιος μοναχός πέρασε να τον συμβουλευτεί σε ποια συνοδία θα έπρεπε να κοινοβιάσει. Ο Γέροντας ήταν τότε μόνος και εύλογα επιθυμούσε να κρατήσει κάποιον κοντά του. Όμως ο νεαρός ζήτησε την ευλογία του να κοινοβιάσει σε μία γειτονική συνοδία. «Παιδί μου», του είπε, «οι πατέρες στους οποίους θέλεις να πας είναι πολύ καλοί. Εφόσον αναπαύεσαι, πήγαινε, κάνε υπακοή, και σώζεσαι». Κουβέντα δεν έκανε για την προσωπική του ανάγκη!
Μετά από μερικές μέρες ο γέροντας της συνοδίας αυτής τον επισκέφτηκε με τον νεαρό υποψήφιο, για να πάρουν την ευλογία του. Ο Γέροντας τους ευχήθηκε εγκάρδια με τον γνωστό ορμητικό πνευματικό τρόπο του. Σκέφτηκε μάλιστα -αλλά δεν το είπε!- «και έσται το όνομα αυτού τάδε». Και αγαπούσε και επαινούσε τον νέο αυτό.
------------------
Μας έγραψε ένας αδερφός: «Γνώρισα τον Γέροντα το 1974. Τον είχα οδηγό, για το που να πάω να μείνω στο Άγιο Όρος. Όταν του ανέφερα για έναν γέροντα, αποφεύγοντας με τρόπο μου είπε: ‘‘Δεν θα ήθελα να πας εκεί και να φυτεύεις κρεμμύδια και πατάτες’’.
» Όταν του είπα για τον κατόπιν γέροντά μας, μου απάντησε: ‘‘Ναι, πήγαινε, και αν σε δεχθεί, κάθισε λίγες μέρες και έλα να τα πούμε’’.
» Έτσι κι έγινε. Με δέχθηκε ο γέροντας, με την πρόφαση βέβαια να διαβάσω για τις εξετάσεις. Μόνον που τις ημέρες εκείνες επισκεπτόμενος διάφορους άλλους πατέρες, ρωτούσα τι γνώμη είχαν για τον γέροντα που έμενα. Καθένας φυσικά έλεγε τη γνώμη του. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσωτερική μου ταραχή. Πήγα στα Κατουνάκια ταραγμένος.
─ Όχι, παιδί μου, μου λέει. Λάθος έκανες. Θα πας εκεί και δεν θα γυρίζεις πουθενά. Θα μείνεις δεκαπέντε ημέρες και θα έλθεις πάλι.
» Πράγματι. Έτσι και έγινε. Το διάστημα αυτό κοντά στον γέροντά μας ηρέμησα πάρα πολύ. Κατόπιν επισκέφθηκα τον Γέροντα στα Κατουνάκια και του είπα ότι είμαι πολύ αναπαυμένος.
» Η απάντησή του ήταν: ‘‘Τώρα ο παπα-Εφραίμ πέθανε για σένα. Έχεις τον γέροντά σου. Εκεί να μείνεις και να κάνεις υπακοή’’».
------------------
Ένας από τους μετέπειτα υποτακτικούς του τον επισκέφθηκε εκείνον τον καιρό κουβαλώντας αρκετά δενδρύλια αμυγδαλιάς. Του αγίου Εφραίμ (28 Ιανουαρίου), το 1972, είχε στείλει στον Γέροντα ευχετήριο γράμμα και πήρε ως απάντηση την παράκληση για τα δενδρύλια. Ο Γέροντας είχε ετοιμάσει λακκούβες σε όλα τα πεζούλια του ησυχαστηρίου και τα φύτεψαν ποτίζοντάς τα με το λίγο νεράκι που είχε η στέρνα. Ο νέος έβγαζε νερό με την αντλία σε βαρέλι, και από ‘κει ένας πλαστικός σωλήνας το οδηγούσε στα πεζούλια όπου πότιζε ο Γέροντας.
Άγονα χώματα, λίγο νερό, πολύ κόπος. Μόνο οι μυγδάλιες μπορούσαν κάτι να κάνουν. Και αυτές τον Αύγουστο με τη ζέστη και την ανομβρία γίνονταν αξιολύπητες, κάπως έστριβαν τα φύλλα τους και έπαιρναν το χρώμα της σκουριάς, κρεμασμένα άτονα και χωρίς ζωή από τα κλαδιά. Είχαν ελιές πρώτα, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Δύο- τρεις οκάδες τσαγκό λάδι, γεμάτο μούδρες , τους έδινε το γειτονικό χειροκίνητο ελαιοτριβείο. Βάλθηκε να τυραννίζεται, αλλά τις ξεπάτωσε όλες και έβαλε τις αμυγδαλιές. «Μια χούφτα μύγδαλα θα μαζέψω, όμως θα τα φάω ευχαριστημένος», έλεγε. Δεν τελεσφόρησαν ιδιαίτερα. Αργότερα με το τρεχούμενο νερό τις σάρωσε όλες και φύτεψε οπωροφόρα δέντρα. Ε, τρώμε στον καιρό τους κανένα μικροκαμωμένο ροδάκινο, κανένα δαμάσκηνο.
Κουνούσε το κεφάλι ο Γέροντας: «Οι Γεροντάδες έλεγαν: Τα Κατουνάκια δεν είναι για κήπους και τέτοια. Ο κήπος θέλει λέρα και νερό και καμπούρη κηπουρό. Τα Κατουνάκια είναι για προσευχή και εργόχειρο».
Κουράστηκε ο αμάθητος νέος να βγάζει με την αντλία νερό, αλλά κάποτε τέλειωσαν. Μετά το απόδειπνο, στο μισοσκόταδο του ναϋδρίου κάθησαν και τα έλεγαν. Ο νέος βρισκόταν σε πάλη λογισμών. Θέλοντας να γίνει μοναχός, αφενός σκεφτόταν να επισπεύσει, αφετέρου εμποδιζόταν από τον στρατό -εκείνον τον καιρό της επταετούς δικτατορίας οι νέοι μοναχοί δεν απολάμβαναν απαλλαγής στρατεύσεως- τους γονείς, τον πνευματικό, τις μισές σπουδές. Ρώτησε λοιπόν: «Τι να κάνω; να ξεκινήσω;» «Όχι!» βρόντησε η απότομη φωνή του παπα-Εφραίμ. «Δεν είσαι ακόμα έτοιμος. Όταν ανάψει μέσα σου η φωτιά, ούτε θα ρωτάς κανέναν, ούτε θα υπολογίζεις τίποτε». Όσο για αλλαγή του πνευματικού δεν συμφωνούσε. «Αν αλλάξεις διαμονή ή γίνεις μοναχός, καλά», έλεγε, «αλλιώς μείνε στον πνευματικό σου». Ούτε ιδέα του περνούσε να αναλάβει ο ίδιος ως πνευματικός τον νέο.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

 

Ήταν Νοέμβριος του 1971. Οι δύο φοιτητές κατηφόρισαν από τους Δανιηλαίους με κρατημένη αναπνοή. Πέρασαν το πρώτο σπιτάκι, υποκλίθηκαν στον μοναχό που σκυφτός εργοχειρούσε, λέγοντας «ευλόγησον, γέροντα», και συνέχισαν παρακάτω για το ησυχαστήριο του παπα-Εφραίμ. Ο πρώτος, πιο ζωηρός, λιγότερο προσεκτικός, μετά δύο- τρία αναπάντητα χτυπήματα στην εξωτερική πόρτα, άνοιξε και ακολουθούμενος από τον ευγενικό και συνεσταλμένο συμφοιτητή του προχώρησε. Πέρασε μπρος από το φουρνάκι και συνέχισε στο μικρό μπαλκονάκι έξω από την κουζίνα. «Παπα-Εφραίμ», φώναξε διακριτικά. Άκρα σιγή.
Μια σκιά αδημονίας πέρασε από την ψυχή του. Πού να ‘ναι άραγε; Η ψυχή του γεμάτη τόση λαχτάρα, τόσο θαυμασμό από όσα είχε ακούσει για τη χειμαρρώδη αγάπη, για τη δια βίου υπακοή, για τη γνώση και άσκηση της νοεράς προσευχής και άλλα θαυμαστά, βιαζόταν να συναντήσει τον ποθούμενο. Η φαντασία του γεμάτη σχήματα και ιδέες που προσπαθούσε να τις συνταιριάσει, για να παραστήσει εκ των προτέρων τον ασκητή παπα-Εφραίμ.
Ξαναφώναξε λίγο δυνατότερα κάτω απ’ τα παράθυρα του σπιτιού και πέρασε σκυφτός τη μικρή παλιά πόρτα της μεγάλης ισογείου τζαμαρίας. Έκανε δεξιά και άρχισε να ανεβαίνει την πετρόχτιστη σκάλα. Επιτέλους ακούστηκαν βαριά βήματα στο ξύλινο πάτωμα του ορόφου. Στα τελευταία δύο σκαλιά η πόρτα της απλωταριάς άνοιξε και φάνηκε η λεπτή υψηλή κορμοστασιά, τυλιγμένη σε μακρύ χιλιομπαλωμένο παλτό. Ο παπα-Εφραίμ. Ένα πρόσωπο λαμπερό, νεανικό, πλαισιωμένο με μία πάλλευκη γενιάδα. Το αετίσιο βλέμμα φωλιασμένο στις βαθειές κόγχες, οξύ και διερευνητικό, αστραφτερό.
Κάθησαν στο παγκάκι της κλειστής με τζαμαρία απλωταριάς, έξω από την εκκλησία. Ο παπα-Εφραίμ κράτησε κοντά του τον δεύτερο νέο και άρχισαν μια χαριτωμένη συνομιλία περί του γέροντος Αιμιλιανού, ηγουμένου τότε του Μεγάλου Μετεώρου και αργότερα της Σιμωνόπετρας. Ήταν ο πνευματικός πατέρας του νέου.
«Ήρθε», έλεγε ο Γέροντας, «κάθησε απέναντί μου στο δωμάτιο, έβγαλε τον σκληρό σκούφο του. Ντυμένος σαν πριγκιπόπουλο. ‘‘Είμαι ηγούμενος στα Μετέωρα’’, είπε. ‘‘Θα ήθελα να σας ρωτήσω για τη νοερά προσευχή’’. ‘‘Στα Μετέωρα πολύς κόσμος, γέροντα. Να έρθετε στο Άγιον Όρος’’, του απάντησα. Σαν έφυγε, λέω: ‘‘Ας κάνω λίγη προσευχή να δω τι άνθρωπος είναι αυτός’’». Κούνησε χαρακτηριστικά το χέρι του. «Αυτός, παιδί μου, είναι ευωδία». Κάποια στιγμή γύρισε στον άλλο νέο που τελείως σιωπηλός άκουγε.
─ Εσύ δεν λες τίποτε.
─ Ακούω, Γέροντα.
Ήθελε να του πει: «Μου αρκεί που σε βλέπω».
Θέλοντας όμως να διαπιστώσει τα υψηλά νοήματα και καταστάσεις του νηπτικού ασκητή που είχε στην ιδέα του, ρώτησε: «Γέροντα, πώς θα σωθούμε εμείς;» Έπεσε καταπέλτης επάνω του η απλότητα της απάντησης: «Με την εξομολόγηση και τη Θ. Μετάληψη. Όλα τα άλλα μόνα τους θα ακολουθήσουν». Χίλιες δύο νηπτικές ιδέες και περίτεχνα θεωρήματα της ευσεβούς διανοίας διαλύθηκαν μπρος σ’ αυτήν την απλότητα.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

 

Το κυριώτερο μέλημα
Πρώτιστο και κύριο μέλημα κάθε ανθρώπου πρέπει να είναι η μέριμνα για τη σωτηρία της πολύτιμης και αθάνατης ψυχής του. Ούτε η δημιουργία περιουσίας ούτε η κατάληψη επίζηλων θέσεων, ούτε η απόκτηση επιστημονικών γνώσεων, ούτε οτιδήποτε άλλο από εκείνα στα οποία αφοσιώνονται συνήθως οι άνθρωποι, μπορεί να παραβληθεί και να συγκριθεί με την ανάγκη του πνευματικού καταρτισμού μας. Είναι όντως ασύγκριτη και ανώτερη κάθε άλλης επιδιώξεως και προσπάθειας η αδιάλειπτη και συνεχής φροντίδα για την καλλιέργεια της ψυχής μας, γιατί από αυτήν εξαρτάται το αιώνιο μέλλον μας και η παντοτινή μας ευτυχία. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει «Να μην επιδιώκουμε την απόκτηση πλούτου, να μην αποφεύγουμε τη φτώχεια, αλλά πάνω απ’ όλα να φροντίζουμε την ψυχή μας και να την κάνουμε ικανή να διάγει καλώς στην παρούσα ζωή και να είναι έτοιμη για την αιώνια ζωή». (Περί μετανοίας και προσευχής, ομιλία δ΄Mont faucon 305D)
Πόσο μεγάλο και σοβαρό είναι το θέμα της σωτηρίας της ψυχής μας αποδεικνύεται από το ότι, ακριβώς γι’ αυτήν, χρειάσθηκε ένας Θεός να γίνει άνθρωπος και «δι ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» να προσφέρει εκουσίως τον Εαυτό Του θυσία και λύτρο, ώστε να μας χαρίσει την απολύτρωση και τη θέωση. Για τούτο και ο Θεάνθρωπος Κύριος ονομάζεται Ιησούς, που σημαίνει Σωτήρ. Με την σταυρική Του θυσία έγινε «ο αρχηγός της σωτηρίας» μας (Εβρ. 2,10). Γι’ αυτό και ο Ιερός Χρυσόστομος χαρακτηριστικά παρατηρεί «Θάνατου θάνατος ο θάνατος (του Κυρίου) γέγονε» (P.G. 60, 485).
Σκοπός μας λοιπόν είναι να θέσουμε επί κεφαλής των φροντίδων μας το πως θα κατορθώσουμε να οικειοποιηθούμε, δηλ. να καταστήσουμε δική μας τη σωτηρία και τη χάρη που μας προσφέρει ο Ιησούς. Εάν αυτό δεν το θελήσουμε μόνοι μας και αν δεν αποφασίσουμε να εκμεταλλευθούμε αυτή τη σπουδαία ευκαιρία, θα μένουμε διαρκώς στην πλάνη και πυκνό σκοτάδι θα κυριαρχεί εντός μας. Το φως του Χριστού θα παραμένει για μας άγνωστο και ενώ ονομαζόμαστε χριστιανοί, εν τούτοις μικρή ή καμμία σχέση θα έχουμε με τον Κύριο και το σωτηριώδες έργο Του. Αντίθετα, αν με την θέλησή μας επιθυμήσουμε τον πνευματικό μας καταρτισμό, τότε σύντομα θα δούμε τους καρπούς της προσπάθειάς μας πάνω στον εαυτό μας και θα αισθανθούμε την ικανοποίηση, που προσφέρει στον άνθρωπο η μυστική εσωτερική πληροφορία για τη σωτηρία του.

Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εκδόσεις Χρυσοπηγή

ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΑΜΟ

Είναι από τα ευαγγελικά παράδοξα να είμαστε πληρωμένοι στην κένωσή μας,

δοξασμένοι στο σταυρό μας, αυξημένοι στην ελάττωσή μας, πλούσιοι στη φτώχεια μας,

δυνατοί στην ασθένεια μας. Αυτός είναι ο πνευματικός νόμος, ο νόμος της αγάπης,

που χαρίζεται σαν νόμος των τελείων, νόμος της ελευθερίας.

Γιατί μόνο η αγάπη είναι η μόνη δυνατή ελευθερία, η αληθινά ελεύθερη ελευθερία.

Είναι η ζωή που «αρχίζει όταν προτιμάμε τον άλλο από τον εαυτό μας, όταν δεχόμαστε

τη διαφορά του και την απαράγραπτη ελευθερία του».

Αυτή είναι η υπερβολή της αγάπης που νικά την ένδεια και το φόβο, την αμφιβολία και

την αβεβαιότητα, την εγωκεντρική πίεση και τη μοναξιά, την αδυναμία και τους περιορισμούς,

τη δουλεία και την αλλοτρίωση, την κόλαση και το θάνατο. Είναι η παντοδυναμία που κάνει

πραγματικά δυνατή τη ζωή αυτού εδώ του κόσμου και αποκαλύπτει την ποιοτική διάσταση

του μέλλοντα αιώνα, όταν βέβαια η αγάπη παραμένει «πηγή πυρός» (Ιωάννης της Κλίμακος).

("Μείνατε εν τη εμή ΑΓΑΠΗ", εκδόσεις Ακρίτας, σ. 53)

Εάν παρακαλέσω τους αγίους για το πάθος της ψυχής ή του σώματος, και πιστεύω ότι υπάρχει άμεση θεραπεία, άραγε θα γίνει έτσι, κι αν ακόμα δε με συμφέρει η άμεση θεραπεία;

Απόκριση Ιωάννη: Δεν είναι καλό από τώρα να προσεύχεσαι με αυθεντία, χωρίς να γνωρίζεις αν σε συμφέρει να γιατρευθείς από το πάθος, αλλά να το αφήσεις σ’ εκείνον που είπε· «ο ουράνιος Πατέρας σας γνωρίζει τι χρειάζεσθε, προτού να του το ζητήσετε». Έτσι λοιπόν προσευχήσου στο Θεό, λέγοντας· “Δέσποτα, είμαι στα χέρια σου, ελέησε με σύμφωνα με το θέλημα σου· και αν με συμφέρει, θεράπευσε με γρήγορα”. Παρακάλεσε τους αγίους να προσευχηθούν το ίδιο και πίστεψε αδίστακτα, ότι θα κάνει αυτό που σε ωφελεί. Και ευχαρίστησε τον σε κάθε περίπτωση, ενθυμούμενος το, «να τον ευχαριστείτε για το κάθε τι», και θα ωφεληθείς στην ψυχή και στο σώμα.

(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τ. 18Β, σ. 271)

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα των Θεοφανίων περιέχει έναν λόγο του Χριστού μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αυτόν τώρα θέλω λίγο να στρέψω την προσοχή σας.

Του μεγάλου αυτού γεγονότος της Θεοφάνειας του Κυρίου προηγείται κήρυγμα στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, του Ιωάννου του Προδρόμου του Κυρίου, του μείζονος μεταξύ των ανθρώπων που γέννησαν ποτέ οι γυναίκες. Το φλογερό του κήρυγμα της μετανοίας για το οποίο προετοιμαζόταν είκοσι ολόκληρα χρόνια στην έρημο της Ιουδαίας τραβούσε προς αυτόν μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Ο πύρινος λόγος του κηρύγματός του έκαιγε τις καρδιές των ανθρώπων τους οποίους βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη καθαρίζοντας τις αμαρτίες τους. Την μεγάλη εκείνη ημέρα με πολλή έκπληξη παρατήρησε ότι μεταξύ των άλλων που έρχονται για να βαπτιστούν βρίσκεται και Εκείνος τον οποίον μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει αλλά περί του οποίου του είχε αποκαλυφθεί ότι θα βαπτίζει με το Πνεύμα το Άγιο. Και αφού έπεσε στα πόδια του, του είπε με δέος: «εγώ χρείαν έχω υπό Σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» (Μτ. 3, 14).

Εμείς, που ήδη είμαστε βαπτισμένοι εν Πνεύματι Αγίω και πυρί, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί ο αναμάρτητος Υιός του Θεού πήγε στο δούλο του τον Ιωάννη και ζήτησε να βαπτιστεί από αυτόν με το βάπτισμα της μετανοίας για να Του αφε­θούν οι αμαρτίες του, τις οποίες δεν είχε, αν ο ίδιος ο Χριστός δεν μας το έλεγε απαντώντας στην ερώτηση του Προδρόμου το εξής: «άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).

Ω, Κύριε μας! Σε προσκυνούμε εσένα και τον Πρόδρομο Σου και Σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας για το ότι μας έμαθες να σεβόμαστε και να τιμάμε «πάσαν δικαιοσύνην» και να μισούμε την οποιαδήποτε αδικία, διότι εκείνη προέρχεται από τον διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ακόμα και η πιο ασήμαντη δίκαιη πράξη, είναι ευλογημένη από τον Θεό. Έλαβες το βάπτισμα από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό για την άφεση αμαρτιών διότι ήθελες να εκπληρώσεις ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού. Η κατάδυση στα νερά του Ιορδάνη αποτελούσε σφράγισμα της μετανοίας γι’ αυτούς που έρχονταν να βαπτιστούν. Διότι για την ολόκαρδη μετάνοια, αυτός που δεχόταν το βάπτισμα του Ιωάννη, λάμβανε από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών του.

Το βάπτισμα όμως αυτό δεν ανακαίνιζε τον άνθρωπο και δεν ήταν γι’ αυτόν μία δεύτερη γέννηση, όπως αυτό γίνεται στο μεγάλο μυστήριο του βαπτίσματος, με το άγιο Πνεύμα, με το οποίο βαπτιζόμαστε εμείς οι χριστιανοί. Ήταν λοιπόν δίκαιο το βάπτισμα του Ιωάννου. Δεν μίλησε όμως μόνο γι’ αυτήν την δικαιοσύνη, ο Σωτήρας μας στον Ιωάννη για να τον καθησυχάσει και να λύσει την απορία του, αλλά για την πάσα δικαιοσύνη, δηλ. το σχέδιο του Θεού. Με τον θείο λόγο του αγίασε και ευλόγησε την κάθε αλήθεια και συνεπώς κατέκρινε την οποιαδήποτε αδικία.

Σκεφτείτε, αγαπητοί μου, άνθρωποι του ίδιου με μένα πνεύματος, κοινωνοί του μικρού ποιμνίου του Χριστού, πόση αδικία υπάρχει στον κόσμο! Πόσο μεγάλη αμαρτία είναι ο πόλεμος, όταν οι λαοί, ακόμα και οι χριστιανικοί λαοί, εξοντώνουν ο ένας τον άλλον! Αν ο φόνος ενός μόνο ανθρώπου σε πολλούς λαούς τιμωρείται με θάνατο, τότε πώς ο Κύριος θα τιμωρήσει αυτούς που ευθύνονται για το φόνο δεκά­δων εκατομμυρίων ανθρώπων; Η οποιαδήποτε αμαρτία είναι αδικία και ο πόλεμος είναι η εσχάτη αδικία την οποία όλοι μας πρέπει να την μισούμε.
Μεγάλη αδικία υπάρχει στα κράτη εκείνα όπου η γη, που δόθηκε από τον Θεό σε όλους τους ανθρώπους, και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που την καλλιεργούν, δεν ανήκει στον λαό και στο κράτος αλλά σ’ εκείνους τους ανθρώπους που έχουν εξουσία, που τους την δίνει το χρήμα. Και πόση ακόμα αδικία υπάρχει στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ακόμα και μεταξύ των συγγενών και μελών της ίδιας οικογένειας. Η αδικία αυτή χαροποιεί πάρα πολύ το διάβολο. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα στην εποχή των αποστόλων, μεταξύ των πρώτων χριστιανών. «Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά. Και μεγάλη δυνάμει απεδίδουν το μαρτύριον οι απόστολοι της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού, χάρις τε μεγάλη ην επί πάντας αυτούς. Ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς· όσοι γαρ κτήτορες χωρίων ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων και ετίθουν παρά τους πόδας των αποστόλων διεδίδοτο δε εκάστω κα­θότι αν τις χρείαν είχεν» (Πράξ. 4, 32-35).

Δεν είναι μόνο ο λόγος αυτός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για το σχέδιο του Θεού, που αποτελεί το μεγαλείο της σημερινής εορτής. Η Βάπτι­ση του Κυρίου μας έχει για μας επίσης ύψιστη σημασία διότι έχουμε την φανέρωση της Αγίας Τριάδος. Την στιγμή που ο Υιός του Θεού ανέβαινε από το νερό πάνω, από τον ουρανό, ακούστηκε η φωνή του Θεού Πατέρα που μαρτυρούσε για τον Υιό του λέγοντας: «ουτός εστίν ο Υ’ιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Μτ. 3, 17). Και το Πνεύμα το Άγιο «εν είδει περιστεράς» κατέβηκε από τον ουρανό πάνω στο κεφάλι του προαιώνιου Υιού του Θεού. Έχει μεγάλη σημασία αυτή η Θεοφάνεια, όπως αλλιώς ονομάζεται η εορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου. Ο ίδιος ο τρισυπόστατος Θεός φανέρωσε την θεότητα του Δευτέρου Προσώπού του, του ενσαρκωμένου Λόγου του Θεού. Ο Θεός Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα σαν να παρουσίασαν στην ανθρωπότητα τον Σωτήρα του γένους των ανθρώπων.

Δεν αρκούν αυτά σ’ εκείνους που δεν πιστεύουν στον Κύριο Ιησού Χριστό; Δεν τους συγκινεί η θεία του διδασκαλία, με την οποία δεν μπορεί να συγκριθεί καμμία ανθρώπινη; Δεν τους αρκούν τα θαύματά του με τα οποία ο Χριστός επιβεβαίωνε το κήρυγμά του; Δεν τους φτάνει το ότι το κήρυγμά του το σφράγισε με το τίμιο αίμα του πάνω στον φοβερό σταυρό του Γολγοθά; Και το ότι αναστήθηκε την τρίτη ημέρα μετά το θάνατό του, και που για σαράντα ημέρες, μετά την ανάστασή του, φανερώθηκε πολλές φορές στους μαθητές του, και ολοκλήρωσε το έργο της σωτηρίας του κόσμου με την ένδοξη ανάληψή Του στους ουρανούς από το όρος των Ελαιών;

Ω, Υιέ του Θεού! Ω, Σωτήρα μας, Κύριε Ιησού Χριστέ! Στα έργα της αγάπης σου, στα αμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε και ένα άλλο θαύμα: άγγιξε με την δεξιά σου τη λίθινη καρδιά τους και δώσε σ’ αυτούς «καρδιά σαρκίνη». Αμήν.

(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και Ομιλίες», τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ.53-57)

[…] Αλλά τι να πούμε και για τον προερχόμενον από την έρημον Ιωάννη, το παράδοξο αυτό και πολυπόθητο για τους Ισραηλίτες θέαμα, τον άγγελο του Θεού, ο οποίος χειροτονήθηκε απόστολος πριν τους Αποστόλους; Όμως ένας τόσο μεγάλος Βασιλιάς τέτοιο στρατιώτη έπρεπε να έχει, αυτόν τον τόσο μεγάλο Προφήτη, ο μέγιστος Αρχιερεύς. Και ας κατανοήσουμε ποιο και πόσο μεγάλο μυστήριο έχουμε ενώπιον μας: επειδή ήταν ανάρμοστο, ενώ παρευρίσκεται ο νυμφαγωγός, να απουσιάζει ο νυμφίος, και ενώ η φωνή αναβοά, να μην ακούεται ο Λόγος, τι γίνεται, πώς τα οικονόμησε ο Θεός; Συστέλλεται κάπως στην αφάνεια ο Ιωάννης από τη βρεφική ακόμη ηλικία, ζώντας υπερφυσικά σαν κάποιος «λύχνος υπό μόδιον (κάδο)» μέσα στην έρημο· και εκεί ακούει θείες φωνές και αξιώνεται να δει θείες οπτασίες· μυσταγωγείται στα απόρρητα και διδάσκεται, όπως τότε που ήταν ακόμη έμβρυο, ποιος είναι ο Ιησούς, ότι δηλαδή είναι Υιός Θεού, και ότι εκείνος στον οποίο θα δει την πνευματοειδή περιστερά να «καταβή και να μείνη επ’ αυτόν, ούτος είναι ο βαπτίσων (που θα βαπτίσει) εν Πνεύματι Αγίω».

Και όταν συμπληρώθηκε «το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και η περίοδος της τριακονταετούς παρατάσεως έλαβε τέλος, τότε «και ο λύχνος επί την λυχνίαν καιόμενος, και φαίνων πάσι τοις εν τη οικία αγαλλιάσιμα» – εάν εννοήσουμε ως οικία την Ισραηλιτική Συναγωγή. Επεφάνη δε τότε και το αληθινό φως που φωτίζει τον κόσμο. Ω του θαύματος! Ο ήλιος προς τον αστέρα, ο λόγος προς τη φωνή, ο νυμφίος προς τον φίλο, επειδή αυτό ήταν το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, ώστε με αυτόν τον τρόπο της προσεγγίσεως να εκπληρωθεί στο πρόσωπο του Ιησού «πάσα δικαιοσύνη», και για να μιλήσουμε ευαγγελικά, «ο μεν ένας να αυξάνη, ο δε άλλος να ελαττούται». Πράγματι, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ελαττωθεί το φως του λύχνου, ή και να αποσυρθεί εντελώς, αφού ήδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης με τα θαύματά του αστραποβολούσε εξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικό διάστημα χρειάσθηκε για να ολοκληρωθεί σωματικά ο Ιησούς, κατά την διάρκεια του οποίου υποτασσόταν στους γονείς του; «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού»! Γιατί άραγε; Όσοι είναι υψηλοί στις θεωρητικές αναβάσεις και γνωρίζουν τα βάθη του Πνεύματος, ας δώσουν ο καθένας τη δική του εξήγηση· κατά τη δική μου γνώμη όμως, για δύο λόγους: για να νομοθετήσει ο νομοθέτης όλων των νομοθετών με τη δική του υποταγή την υπακοή των τέκνων προς τους γονείς και για να αγιάσει όλα τα στάδια της ηλικίας και τρίτον για να μην επιδείξει ο παντέλειος κάποια ξένη προς τη δική μας και ανόμοια βιοτή, εφ’ όσον μάλιστα ήθελε να μας παρουσιάσει τον τέλειο τρόπο ζωής. Αφού και τώρα, μολονότι είχε φθάσει στην τελεία ανδρική ηλικία, ο Άρειος τόλμησε να διακηρύξει ότι το σώμα του ήταν άψυχο· ο δε Απολινάριος, ακολουθώντας τον προηγούμενο ως προς την ασέβεια, να φλυαρήσει ότι ο Κύριός μας δεν είχε νου· ο δε νέος Μανιχαίος φθάνοντας στο αποκορύφωμα της ασέβειας, να δογματίσει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται. Και ας δούμε πόση είναι η διαφορά του ενός από το άλλο· αυτός μεν που δίδει τον χαρακτηρισμό του άψυχου, αφαιρεί τη ζωή από το σώμα του Δεσπότη· διότι ό,τι στερείται ψυχής, βρίσκεται βεβαίως και έξω από τη ζωή. Εκείνος δε που φλυαρεί ότι ο Κύριος είναι άνους, τον συναριθμεί με την άλογη φύση επειδή κάθε τι που δεν έχει νου είναι και άλογο· ο άλλος δε που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται, αρνείται εντελώς τη σωματική φύση του Δεσποτικού σώματος· διότι αφού δεν εικονίζεται σημαίνει ότι είναι ασώματο. Πράγματι αν έχει σώμα, και κάθε σώμα μπορείς να το αγγίσεις, και έχει κάποιο χρώμα, αναγκαίως έπεται ότι ημπορεί και να εικονισθεί, εκτός βέβαια εάν περιττολογούμε· διότι εάν δεν είναι δυνατόν να εικονισθεί, τότε αναμφιβόλως εξέρχεται από τα όρια του σωματικού και ανήκει στη φύση των ασωμάτων. Τίποτε, όπως φαίνεται, δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα που ασεβεί, όταν υποστηρίζεται και από τη δύναμη της εξουσίας.

Ας ανυψώσουμε όμως το βλέμμα στις προφητικές θεοπτίες και ας δούμε πώς προτυπώνεται σ’ αυτές το ιερότατο βάπτισμα· διότι σ’ αυτό μας καλεί η συνέχεια του λόγου. Τι λέγει λοιπόν ο Ησαΐας; Ας αναφέρουμε εκλεκτικά: «Ευφράνθητι έρημος διψώσα, ότι ερράγη (θα αναβλύσει) εν ερήμω ύδωρ, και φάραγξ εν γη διψώση». Απευθύνεται δηλαδή στην ανθρωπινή φύση, αυτή που είναι έρημος όσον αφορά την καρποφορία, η οποία προϋποθέτει πίστη και αγαθά έργα· και ως εκ τούτου, επειδή διψά το ύδωρ της υιοθεσίας, ανέβλυσε προς χάριν της σαν ρεύμα ποταμού το ύδωρ του Βαπτίσματος στον Ιορδάνη· και τότε τι έγινε; «Και έσται η άνυδρος εις έλη», εννοεί πλούσια σε πίστη· «και εις την διψώσαν γην, πηγή ύδατος έσται», η κρήνη αυτή της υιοθεσίας δηλαδή· «και εκεί έσται ευφροσύνη ορνέων», εκείνων δηλαδή που αναγεννιούνται με το βάπτισμα, οι οποίοι ως προς τον τρόπο της ζωής μοιάζουν με τα όρνεα, αφού και αυτά εκ φύσεως ευχαριστούνται να διαβιώνουν στα νερά. Αλλά και κατά τον Γεδεών τι είναι η πλήρης ύδατος λεκάνη; Και εδώ ο λόγος σημαίνει την όμοια με μήτρα κολυμβήθρα, η οποία έχει σχήμα κυκλικό και είναι τορνευμένη από παντού, όπως η αναμαρτησία· σ’ αυτήν ξεχύθηκε η ιαματική δροσιά του νοητού πόκου, η πλήρης Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναγεννιούνται οι «νεοτελείς παίδες» του Θεού αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την «εκ σαρκός και αίματος» γέννησή τους· και ανυψώνονται «εις άνδρα τέλειον» τόσον, ώστε να κατανικούν με την Τριαδική λατρεία το γένος των δαιμόνων. Και κατά τον Ηλία όμως, τι είναι η τριπλή έκχυση του ύδατος επάνω στο θυσιαστήριο και στο ολοκαύτωμα; Θεωρώ ότι φανερώνει ή την τριττή υπόσταση της θείας μακαριότητας, την οποίαν επικαλείται ο ιερέας κατά το βάπτισμα, ή την τριττή κατάδυση του βαπτιζόμενου. Και ο Νεεμάν ανέρχεται από το νερό, σύμφωνα με τη διαταγή του Ελισαίου, πλήρως καθαρισμένος· «επέστρεψε», λέγει, «η σαρξ αυτού ως σαρξ παιδαρίου μικρού, και εκαθαρίσθη». Το θαύμα αυτό συμβολίζει την πλήρη απαλλαγή του βαπτιζομένου από τις πληγές των αμαρτιών, και σημαίνει ότι αυτός ανέρχεται από το νερό με ψυχή καθαρισμένη από κάθε κηλίδα των προηγούμενων πλημμελημάτων.

Εάν μάλιστα θέλεις να μάθεις και το άμισθο της πνευματικής αναγεννήσεως, άκουσε τον Ησαΐα που λέγει; «Οι διψώντες. πορεύεσθε εφ’ ύδωρ και όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες αγοράσατε, και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής». Όποιος δηλαδή επιθυμεί κάποιο χάρισμα, ακόμη και αν δεν το λάβει, κέρδισε ζωή. Αλλά αυτά ούτως ή άλλως λαμβάνονται και μετέχοντα εδώ μερικώς· και η ιδική μου δε πτωχή διάνοια προσκόμισε ανάλογο με τη δεκτικότητά της αφιέρωμα στα προεόρτια. Συ όμως, παρακαλώ, κοίταξε τι γεγονότα θαυμαστά παρατηρούνται· οι κολυμβήθρες έχουν γεμίσει από νερά· βλέπουμε τις πηγές και τις βρύσες, τους ποταμούς και τις λίμνες να έχουν γίνει δοχεία του Πνεύματος· η φύση των υδάτων ανυψώθηκε σε τιμή υπέρτιμο· φώτα πολύμορφα που μοιάζουν με αστέρια ετοιμάζονται να φωτίσουν όλη τη γη κατά την ιερή εκείνη νύκτα. Σε κάθε δε πόλη και χώρα υπάρχουν κήρυκες της Εκκλησίας, οι οποίοι ιερουργούν τα θεία και υψηλά αυτά μυστήρια και αγιάζουν τα ύδατα διά της επιφοιτήσεως σε αυτά του θείου Πνεύματος. Είθε με την μετάληψή τους να αγιαστούμε και εμείς και να φωτισθούμε αυτή την ημέρα από το γεμάτο φως Πνεύμα, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

("Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", εκδ. Ι. Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος, σελ. 642-646)

katafigioti

lifecoaching