Ήταν Νοέμβριος του 1971. Οι δύο φοιτητές κατηφόρισαν από τους Δανιηλαίους με κρατημένη αναπνοή. Πέρασαν το πρώτο σπιτάκι, υποκλίθηκαν στον μοναχό που σκυφτός εργοχειρούσε, λέγοντας «ευλόγησον, γέροντα», και συνέχισαν παρακάτω για το ησυχαστήριο του παπα-Εφραίμ. Ο πρώτος, πιο ζωηρός, λιγότερο προσεκτικός, μετά δύο- τρία αναπάντητα χτυπήματα στην εξωτερική πόρτα, άνοιξε και ακολουθούμενος από τον ευγενικό και συνεσταλμένο συμφοιτητή του προχώρησε. Πέρασε μπρος από το φουρνάκι και συνέχισε στο μικρό μπαλκονάκι έξω από την κουζίνα. «Παπα-Εφραίμ», φώναξε διακριτικά. Άκρα σιγή.
Μια σκιά αδημονίας πέρασε από την ψυχή του. Πού να ‘ναι άραγε; Η ψυχή του γεμάτη τόση λαχτάρα, τόσο θαυμασμό από όσα είχε ακούσει για τη χειμαρρώδη αγάπη, για τη δια βίου υπακοή, για τη γνώση και άσκηση της νοεράς προσευχής και άλλα θαυμαστά, βιαζόταν να συναντήσει τον ποθούμενο. Η φαντασία του γεμάτη σχήματα και ιδέες που προσπαθούσε να τις συνταιριάσει, για να παραστήσει εκ των προτέρων τον ασκητή παπα-Εφραίμ.
Ξαναφώναξε λίγο δυνατότερα κάτω απ’ τα παράθυρα του σπιτιού και πέρασε σκυφτός τη μικρή παλιά πόρτα της μεγάλης ισογείου τζαμαρίας. Έκανε δεξιά και άρχισε να ανεβαίνει την πετρόχτιστη σκάλα. Επιτέλους ακούστηκαν βαριά βήματα στο ξύλινο πάτωμα του ορόφου. Στα τελευταία δύο σκαλιά η πόρτα της απλωταριάς άνοιξε και φάνηκε η λεπτή υψηλή κορμοστασιά, τυλιγμένη σε μακρύ χιλιομπαλωμένο παλτό. Ο παπα-Εφραίμ. Ένα πρόσωπο λαμπερό, νεανικό, πλαισιωμένο με μία πάλλευκη γενιάδα. Το αετίσιο βλέμμα φωλιασμένο στις βαθειές κόγχες, οξύ και διερευνητικό, αστραφτερό.
Κάθησαν στο παγκάκι της κλειστής με τζαμαρία απλωταριάς, έξω από την εκκλησία. Ο παπα-Εφραίμ κράτησε κοντά του τον δεύτερο νέο και άρχισαν μια χαριτωμένη συνομιλία περί του γέροντος Αιμιλιανού, ηγουμένου τότε του Μεγάλου Μετεώρου και αργότερα της Σιμωνόπετρας. Ήταν ο πνευματικός πατέρας του νέου.
«Ήρθε», έλεγε ο Γέροντας, «κάθησε απέναντί μου στο δωμάτιο, έβγαλε τον σκληρό σκούφο του. Ντυμένος σαν πριγκιπόπουλο. ‘‘Είμαι ηγούμενος στα Μετέωρα’’, είπε. ‘‘Θα ήθελα να σας ρωτήσω για τη νοερά προσευχή’’. ‘‘Στα Μετέωρα πολύς κόσμος, γέροντα. Να έρθετε στο Άγιον Όρος’’, του απάντησα. Σαν έφυγε, λέω: ‘‘Ας κάνω λίγη προσευχή να δω τι άνθρωπος είναι αυτός’’». Κούνησε χαρακτηριστικά το χέρι του. «Αυτός, παιδί μου, είναι ευωδία». Κάποια στιγμή γύρισε στον άλλο νέο που τελείως σιωπηλός άκουγε.
─ Εσύ δεν λες τίποτε.
─ Ακούω, Γέροντα.
Ήθελε να του πει: «Μου αρκεί που σε βλέπω».
Θέλοντας όμως να διαπιστώσει τα υψηλά νοήματα και καταστάσεις του νηπτικού ασκητή που είχε στην ιδέα του, ρώτησε: «Γέροντα, πώς θα σωθούμε εμείς;» Έπεσε καταπέλτης επάνω του η απλότητα της απάντησης: «Με την εξομολόγηση και τη Θ. Μετάληψη. Όλα τα άλλα μόνα τους θα ακολουθήσουν». Χίλιες δύο νηπτικές ιδέες και περίτεχνα θεωρήματα της ευσεβούς διανοίας διαλύθηκαν μπρος σ’ αυτήν την απλότητα.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000