Υποψήφιοι μοναχοί
Βρήκαν χρόνο να μιλήσουν ιδιαιτέρως και ο νέος του εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να γίνει μοναχός και δεν ξέρει τι να διαλέξει, ερημητήριο ή κοινόβιο. Εντυπωσιασμένος από τη φωτεινή μορφή του Γέροντα και ευλαβικά προκατειλημμένος απ’ όσα είχε ακούσει από πριν, θα προτιμούσε να ρωτήσει αν θα τον δεχόταν κοντά του στο μέλλον, παρά αυτό που ρώτησε. Βολιδοσκοπούσε τον Γέροντα, γιατί τότε ακουγόταν ότι δεν δεχόταν υποτακτικούς. Αλλά ήταν και λίγο επηρεασμένος από κάποιους που έλεγαν: «Πρώτα στο κοινόβιο και ύστερα, σαν ψηθείς, στην έρημο».
Και ο ατόφιος Γέροντας:
─ Άκουσε, παιδί μου. Ποιον άγιο έχεις σε ευλάβεια;
─ Τον Άγιο Νεκτάριο.
─Ε, θα προσευχηθείς και θα πεις: «Άγιε του Θεού, εγώ, ποιο απ’ το δύο θα με ωφελήσει, δεν το ξέρω. Εσύ που ως άγιος το γνωρίζεις, φώτισέ με να ακολουθήσω το σωστό».
─ Ε, και… τι θα κάνω; Πώς θα καταλάβω τι θέλει ο άγιος, τι θέλει ο Θεός;
─ Θα δεις μέσα σου που αναπαύεσαι περισσότερο κι εκείνο θα ακολουθήσεις.
─ Και αν παρά ταύτα κάνω λάθος;
─ Ο άγιος στον οποίο προσευχήθηκες θα σε σπρώξει λίγο, να πας εκεί που πρέπει.
Έμεινε ενεός ο νέος. Νόμιζε ότι κάποιοι τρίτοι πρέπει να του πουν το θέλημα του Θεού για την προσωπική του ζωή.
Όμως ο Γέροντας ήταν αξιοπρεπής και ακέραιος. Βέβαια, ορισμένες φορές χαριεντιζόμενος έλεγε σε μερικούς, κοιτώντας και καθηλώνοντάς τους με το διεισδυτικό βλέμμα του: «Ημέτερος ει ή των υπεναντίων;» (Ιησ. Ναυή 5,13) εννοώντας «είσαι για μοναχός ή όχι;», και τους άφηνε να ψάχνονται σαστισμένοι.
Αλλά και όταν το δίλημμά τους ήταν μοναχισμός ή κοσμική ζωή, ο Γέροντας πάλι τους έστελνε στην Γοργοϋπήκοο, στη Μονή Δοχειαρίου, να την παρακαλέσουν να τους φωτίσει, να επιλέξει η καρδιά τους. Αυτός που ήταν ζωντανός έπαινος του μοναχισμού, που με λόγια και έργα ανέπτυσσε τη χάρη και την ανωτερότητα της μοναχικής ζωής, ποτέ δεν πίεσε τη συνείδηση κάποιου στην επιλογή της.
Ακόμα και όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το θέλημα του Θεού ή του ζητούσαν να προσευχηθεί και να τους πει, απαντούσε: «Παιδιά μου, εγώ θα προσευχηθώ, εσάς να φωτίσει ο Θεός να επιλέξετε τον δρόμο με τον οποίο θα σωθείτε και θα τον δοξάσετε». Ακόμη και όταν τον πίεζαν από ευλάβεια, δεν άλλαζε τη στάση του με τίποτε. Ιδιαιτέρως δε μας έλεγε με κάποιο ίχνος πείσματος να κρατήσει τη σωστή στάση: «Ακόμα και αν ο Θεός με πληροφορήσει ποιο είναι το θέλημά του, δεν θα τους το πω. Διότι αν το πω, θα βάλει ο διάβολος τα δυνατά του να μην τον κάνουν και η αμαρτία θα είναι πιο μεγάλη».
------------------
Ένας νέος, που μάλιστα τον έλεγε ο Γέροντας «κλέφτη και ληστή», γιατί βρίσκοντας κλειστές όλες τις πόρτες ανέβηκε από τα πεζούλια και τους φράχτες στο κελλί, για να μιλήσει μαζί του –«ο αναβαίνων αλλαχόθεν, κλέπτης εστί και ληστής» (Ιω. 10,1)- ήθελε να μονάσει στο Άγιον Όρος, αλλά με αντιρρήσεις του πνευματικού του που τον ήθελε στο δικό του μοναστήρι, στον κόσμο.
Κάποτε συνέβη να έρθουν και οι δύο μαζί, ο πνευματικός και το τέκνο του. Και ετέθη το ερώτημα- δίλημμα: Πρέπει ο νέος να ακολουθεί την έφεση της καρδιάς του και να έρθει στο Όρος ή να κάνει υπακοή στον πνευματικό του και να μείνει κοντά του;
Ο διακονών αδερφός, ενώ κερνούσε τους ξένους, με κρατημένη αναπνοή περίμενε τι θα μπορούσε να πει ο Γέροντας.
«Πάτερ μου», απάντησε με άνεση ο Γέροντας, «το παιδί σας πρέπει να σας αναφέρει τους λογισμούς του και την επιθυμία της καρδιάς του για το θέμα, και φυσικά να κάνει υπακοή, αν εσείς έχετε διαφορετική γνώμη. Αλλά αν προϊόντος του χρόνου οι λογισμοί του συνεχίζουν να επιμένουν μέσα του, οφείλει να τους εξομολογηθεί πάλι και πάλι. Και αν είναι έτσι, και εσείς, ο πνευματικός, διαπιστώσετε ότι μέσα του υπάρχει μία σταθερή έφεση, τότε οφείλετε να σκεφτείτε ότι είναι από Θεού και να του δώσετε την ευχή σας να πραγματοποιήσει την επιθυμία του». Απάντησις, χρυσή τομή. Η ευχή του να μας βοηθήσει να σκεπτόμεθα και εμείς έτσι, απλά και ουσιαστικά.
--------------
Καπότε ένας υποψήφιος μοναχός πέρασε να τον συμβουλευτεί σε ποια συνοδία θα έπρεπε να κοινοβιάσει. Ο Γέροντας ήταν τότε μόνος και εύλογα επιθυμούσε να κρατήσει κάποιον κοντά του. Όμως ο νεαρός ζήτησε την ευλογία του να κοινοβιάσει σε μία γειτονική συνοδία. «Παιδί μου», του είπε, «οι πατέρες στους οποίους θέλεις να πας είναι πολύ καλοί. Εφόσον αναπαύεσαι, πήγαινε, κάνε υπακοή, και σώζεσαι». Κουβέντα δεν έκανε για την προσωπική του ανάγκη!
Μετά από μερικές μέρες ο γέροντας της συνοδίας αυτής τον επισκέφτηκε με τον νεαρό υποψήφιο, για να πάρουν την ευλογία του. Ο Γέροντας τους ευχήθηκε εγκάρδια με τον γνωστό ορμητικό πνευματικό τρόπο του. Σκέφτηκε μάλιστα -αλλά δεν το είπε!- «και έσται το όνομα αυτού τάδε». Και αγαπούσε και επαινούσε τον νέο αυτό.
------------------
Μας έγραψε ένας αδερφός: «Γνώρισα τον Γέροντα το 1974. Τον είχα οδηγό, για το που να πάω να μείνω στο Άγιο Όρος. Όταν του ανέφερα για έναν γέροντα, αποφεύγοντας με τρόπο μου είπε: ‘‘Δεν θα ήθελα να πας εκεί και να φυτεύεις κρεμμύδια και πατάτες’’.
» Όταν του είπα για τον κατόπιν γέροντά μας, μου απάντησε: ‘‘Ναι, πήγαινε, και αν σε δεχθεί, κάθισε λίγες μέρες και έλα να τα πούμε’’.
» Έτσι κι έγινε. Με δέχθηκε ο γέροντας, με την πρόφαση βέβαια να διαβάσω για τις εξετάσεις. Μόνον που τις ημέρες εκείνες επισκεπτόμενος διάφορους άλλους πατέρες, ρωτούσα τι γνώμη είχαν για τον γέροντα που έμενα. Καθένας φυσικά έλεγε τη γνώμη του. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσωτερική μου ταραχή. Πήγα στα Κατουνάκια ταραγμένος.
─ Όχι, παιδί μου, μου λέει. Λάθος έκανες. Θα πας εκεί και δεν θα γυρίζεις πουθενά. Θα μείνεις δεκαπέντε ημέρες και θα έλθεις πάλι.
» Πράγματι. Έτσι και έγινε. Το διάστημα αυτό κοντά στον γέροντά μας ηρέμησα πάρα πολύ. Κατόπιν επισκέφθηκα τον Γέροντα στα Κατουνάκια και του είπα ότι είμαι πολύ αναπαυμένος.
» Η απάντησή του ήταν: ‘‘Τώρα ο παπα-Εφραίμ πέθανε για σένα. Έχεις τον γέροντά σου. Εκεί να μείνεις και να κάνεις υπακοή’’».
------------------
Ένας από τους μετέπειτα υποτακτικούς του τον επισκέφθηκε εκείνον τον καιρό κουβαλώντας αρκετά δενδρύλια αμυγδαλιάς. Του αγίου Εφραίμ (28 Ιανουαρίου), το 1972, είχε στείλει στον Γέροντα ευχετήριο γράμμα και πήρε ως απάντηση την παράκληση για τα δενδρύλια. Ο Γέροντας είχε ετοιμάσει λακκούβες σε όλα τα πεζούλια του ησυχαστηρίου και τα φύτεψαν ποτίζοντάς τα με το λίγο νεράκι που είχε η στέρνα. Ο νέος έβγαζε νερό με την αντλία σε βαρέλι, και από ‘κει ένας πλαστικός σωλήνας το οδηγούσε στα πεζούλια όπου πότιζε ο Γέροντας.
Άγονα χώματα, λίγο νερό, πολύ κόπος. Μόνο οι μυγδάλιες μπορούσαν κάτι να κάνουν. Και αυτές τον Αύγουστο με τη ζέστη και την ανομβρία γίνονταν αξιολύπητες, κάπως έστριβαν τα φύλλα τους και έπαιρναν το χρώμα της σκουριάς, κρεμασμένα άτονα και χωρίς ζωή από τα κλαδιά. Είχαν ελιές πρώτα, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Δύο- τρεις οκάδες τσαγκό λάδι, γεμάτο μούδρες , τους έδινε το γειτονικό χειροκίνητο ελαιοτριβείο. Βάλθηκε να τυραννίζεται, αλλά τις ξεπάτωσε όλες και έβαλε τις αμυγδαλιές. «Μια χούφτα μύγδαλα θα μαζέψω, όμως θα τα φάω ευχαριστημένος», έλεγε. Δεν τελεσφόρησαν ιδιαίτερα. Αργότερα με το τρεχούμενο νερό τις σάρωσε όλες και φύτεψε οπωροφόρα δέντρα. Ε, τρώμε στον καιρό τους κανένα μικροκαμωμένο ροδάκινο, κανένα δαμάσκηνο.
Κουνούσε το κεφάλι ο Γέροντας: «Οι Γεροντάδες έλεγαν: Τα Κατουνάκια δεν είναι για κήπους και τέτοια. Ο κήπος θέλει λέρα και νερό και καμπούρη κηπουρό. Τα Κατουνάκια είναι για προσευχή και εργόχειρο».
Κουράστηκε ο αμάθητος νέος να βγάζει με την αντλία νερό, αλλά κάποτε τέλειωσαν. Μετά το απόδειπνο, στο μισοσκόταδο του ναϋδρίου κάθησαν και τα έλεγαν. Ο νέος βρισκόταν σε πάλη λογισμών. Θέλοντας να γίνει μοναχός, αφενός σκεφτόταν να επισπεύσει, αφετέρου εμποδιζόταν από τον στρατό -εκείνον τον καιρό της επταετούς δικτατορίας οι νέοι μοναχοί δεν απολάμβαναν απαλλαγής στρατεύσεως- τους γονείς, τον πνευματικό, τις μισές σπουδές. Ρώτησε λοιπόν: «Τι να κάνω; να ξεκινήσω;» «Όχι!» βρόντησε η απότομη φωνή του παπα-Εφραίμ. «Δεν είσαι ακόμα έτοιμος. Όταν ανάψει μέσα σου η φωτιά, ούτε θα ρωτάς κανέναν, ούτε θα υπολογίζεις τίποτε». Όσο για αλλαγή του πνευματικού δεν συμφωνούσε. «Αν αλλάξεις διαμονή ή γίνεις μοναχός, καλά», έλεγε, «αλλιώς μείνε στον πνευματικό σου». Ούτε ιδέα του περνούσε να αναλάβει ο ίδιος ως πνευματικός τον νέο.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000