Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο.
Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο.
Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:
- Τί κάνεις εδώ, πάτερ;
- Κοιτάζω τον νερό.
- Και τί βλέπεις;
- Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;
- Απολύτως, τίποτα.
- Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού. Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι. O Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει το άγιο θέλημά Του· σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά άπλα θέματα της πίστεως. Βλέπεις; Όπως όλος αυτός o ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και o Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του. Ένα πράγμα σου λέω. H χαρά και η μακαριότητα πού αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια τού Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία! Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιά καθαρή;
- Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτός μόνο από διάβασμα, είναι, πώς η καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.
- Όχι! Αυτός πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις τον ποτήρι. Πρέπει και να τον γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ο άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.
- Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;
- Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού -είπε με βεβαιότητα ό π. Γεννάδιος.
- Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ο ίδιος τον ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;
- Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ο πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος. Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ο Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;
Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.
Πηγή: ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΤΕΥΧΟΣ Γ – ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωήμας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;
Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σας απασχολεί.
Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε ναν προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει ναν ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για ναν αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
από το βιβλίο: "Μάθε να προσεύχεσαι" εκδ. "Η ΕΛΑΦΟΣ"
Ταπείνωση της Παναγίας
Τι ανύψωσε τη Μητέρα του Θεού πάνω από όλα τα δημιουργήματα; Η ταπείνωση. Ο Θεός «επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» (Λουκ. 1, 48), και γι' αυτή την επιβραβευμένη ταπείνωσή Της την μακαρίζουν όλες οι γενιές. Και εσύ περισσότερο από όλα τα άλλα προσπάθησε να αποκτήσεις ταπείνωση. Ο Θεός στους ταπεινούς δίνει τη χάρη, ενώ στους υπερήφανους αντιτάσσεται.
Η Παναγία ευεργετεί
Η Παναγία είναι και σήμερα ζωντανή. Και όχι μόνο ζει, αλλά και ζωοποιεί και θεραπεύει τις ψυχές και, αν είναι προς το συμφέρον της ψυχής, και τα σώματα εκείνων των πιστών που προσεύχονται σ' Αυτήν. Το ίδιο και οι Άγιοι ζουν και μετά το θάνατο...
Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε! Εξαιτίας του Σώματος και του Αίματος του Υιού Σου, που μεταλαμβάνω τόσο συχνά, τολμώ να πω ότι έχω με Σένα συγγένεια!
Ώ Δέσποινα του κόσμου! Από Σένα έλαβε ο Υιός του Θεού αυτό το Σώμα και Αίμα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που μεταλαμβάνω είναι ίδια με το Σώμα του Κυρίου που είναι στους ουρανούς.
Πώς μπορώ να μην αγαπάω Εσένα, και πιο πολύ τον Υιό Σου, δικό Σου και δικό μου Θεό; Ώ Πανάχραντε Δέσποινα! Δώσε μου να έχω συγγένεια με Σένα όχι μόνο εξαιτίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που πολλές φορές μεταλαμβάνω ανάξια, αλλά να πλησιάσω και το δικό Σου βαθμό της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας, να ομοιάσω Εσένα στις σκέψεις και τα συναισθήματα. Ώ Πανάχραντε Δέσποινα! Έχω μεγάλη ανάγκη και θέλω να αποκτήσω καρδιά καθαρή! Τα πάντα για Σένα είναι δυνατά, Υπερευλογημένη· μπορείς να παρακαλέσεις τον Υιό και Θεό Σου να μου χαρίσει καρδιά καθαρή, όπου κατοικεί πίστη, ελπίδα, και αγάπη. Κάνε το, Πανάχραντε!
Τι σημαίνουν τα θαύματα από τις εικόνες της Παναγίας; Σημαίνουν ότι η Δέσποινα Θεοτόκος, η Μητέρα του Σωτήρα μας, πάντα ακούει τις προσευχές που με πίστη και ταπεινή καρδιά, Της απευθύνονται ενώπιον των εικόνων της. Και σε μερικές απ' αυτές δείχνει φανερά σημάδια της παρουσίας της. Μετά από όλα αυτά, με πόση ευλάβεια πρέπει να συμπεριφέρονται οι πιστοί προς τις εικόνες της Παναγίας! Η αόρατη χάρη της είναι παρούσα σε κάθε εικόνα της, ιδίως αν αυτή η εικόνα αγιογραφήθηκε με το χέρι ενός ευλαβούς ανθρώπου.
Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε! Με τις πρεσβείες Σου, την ευσπλαχνία Σου, έχω ηρεμία και χαρά μέσα μου· η ψυχή μου είναι ελεύθερη και ανάλαφρη, στην καρδιά μου έχω ειρήνη και ησυχία. Με υπεράσπισες, εμένα τον μετανοούντα άθλιο και τον αμαρτωλό, ενώπιον της δικαιοσύνης του Υιού Σου και του Θεού μας και Τον έκανες να με σπλαχνιστεί, εμένα τον χειρότερο απ' όλους. Φανερή είναι η χάρη Σου για την ψυχή μου μετά τη δοξολογία που ψάλλαμε μπροστά στην εικόνα Σου, την εικόνα της Παναγίας του Καζάν! 21 Οκτωβρίου 1858.
Ύμνησε την Παντάνασσα, μην ξεχάσεις Αυτήν που σε ευεργέτησε, μην ξεχάσεις να ευχαριστήσεις «την υπέρμαχο στρατηγόν», που σε απάλλαξε από τα δεινά.
Η Παναγία φέρνει γαλήνη
Το έλεος της Παναγίας. Στις 24 Φεβρουαρίου ήμουν στη Ραμπόβ. Συμμετείχα στην κηδεία της συζύγου του ιερέα Σοκολόβ. Όταν μπήκα μέσα σε μια εκκλησία απ' αυτές που βρίσκονται στο νεκροταφείο, είχα στην καρδιά μου θλίψη, η οποία προέρχεται από ολιγοπιστία και την οποία προκαλεί το πνεύμα της κακίας. Έριξα το βλέμμα μου στην εικόνα της Παναγίας του Τύχβιν και δεν μπορούσα να πάρω απ' αυτήν τα μάτια μου. Το πρόσωπό Της ήταν γαλήνιο, ταπεινό και γεμάτο αγάπη. Είπα μέσα μου: «Πόση γαλήνη και ησυχία, που δεν είναι αυτού του κόσμου, υπάρχουν στο πρόσωπό Σου, Άχραντε Παρθένε!», και σαν να άκουσα απ' Αυτήν μια απάντηση, που πολύ καθαρά αντήχησε στην καρδιά μου: « Τι σε εμποδίζει να έχεις ειρήνη και ησυχία στην καρδιά σου; Δε γνωρίζεις που πρέπει να ψάχνεις για να τα βρεις;». Με τη σκέψη και την καρδιά μου στράφηκα σ' Αυτόν που είναι η Πηγή της ειρήνης και αμέσως απέκτησα την ποθητή ησυχία.
Δέσποινα Θεοτόκε! Παρηγοριά των θλιβομένων, Σε δοξολογούμε και Σε ευχαριστούμε! Τα βάσανα της καρδιάς μας τα μεταμορφώνεις σε γαλήνη και τη θύελλα των παθών σε ησυχία της χάριτος του Θεού! Ασταθής και πονηρή καρδιά μου! Να μην τολμήσεις ποτέ να αμφισβητήσεις τις φανερές ευεργεσίες της Βασίλισσας των Ουρανών!
Από τη στιγμή που προσευχήθηκα από την καρδιά μου στη Βασίλισσα όλου του κόσμου, αισθάνθηκα στην ψυχή ανακούφιση. Και στο εξής μη με αφήνεις, Παντάνασσα.
Εξύμνηση της Παναγίας
Μητέρα της δικής μας Ειρήνης, Μητέρα της δικής μας Χαράς, Μητέρα της δικής μας Ελπίδας και δικής μας Αγάπης. Μητέρα Αυτού που υπάρχει, Αυτού που ουσιώνει τα πάντα. Μητέρα Άχραντε, το ύψος της δικής σου αγνότητας δεν μπορεί να φαντασθεί η δική μας ακάθαρτη ψυχή. Μητέρα Παμμακάριστε, την αγαθότητά σου δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Μητέρα πάντων των χριστιανών, οι εικόνες σου είναι σε κάθε πόλη και κάθε χωριό και μαρτυρούν τη γρήγορη βοήθεια που προσφέρεις σε μας. Να είσαι και για μένα τον αμαρτωλό και τρισάθλιο γρήγορη βοήθεια και προστάτρια στους πόνους, στις θλίψεις και στους πειρασμούς!
Πώς να προσευχόμαστε στην Παναγία
Να φανταστείς ότι στέκεσαι μπροστά στη βασίλισσα και την παρακαλείς να πραγματοποιήσει κάποιες δικές σου επιθυμίες. Με τι δέος και τι σεβασμό θα το έκανες! Σκέψου τώρα ότι και αυτή είναι άνθρωπος, όπως και εσύ. Σκέψου τώρα πώς πρέπει να στέκεσαι μπροστά στη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, στη Μητέρα του Θεού του Υψίστου, με τι δέος και τι ειλικρίνεια! Ανέκφραστη είναι η μεγαλωσύνη της και απερίγραπτη η τελειότητα. «Πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν» (Ψαλ. 44, 14). Αυτή είναι τόσο κοντά στο Θεό. Πρόσεχε, να προσεύχεσαι σ' Αυτήν με ανάλογο δέος, με καθαρή και συντετριμμένη καρδιά.
(Από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ». Εκδ.: Ορθόδοξος Κυψέλη, 2004)
ΔΟΣΙΜΟ. Ο ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
...Να πλησιάζουμε, όσο μπορούμε, όποιον άνθρωπο χρειάζεται τη βοήθειά μας σε οτιδήποτε, και να μην τον αφήνουμε παραμελημένο και αβοήθητο. Με την προθυμία που πρέπει, να δείχνουμε με πράξεις την εσωτερική μας διάθεση για τον Θεό και για τον πλησίον. Οι πράξεις άλλωστε είναι που αποδεικνύουν την καλή μας διάθεση. Τίποτα δεν κάνει πιο εύκολο τον δρόμο για να Του μοιάσουμε, για να ενωθούμε με τον Θεό (για τη θέωση να το πω έτσι), και τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο για να Τον πλησιάσουμε, όσο το έλεος που προσφέρουμε από καρδιάς, με ευχαρίστηση και χαρά, σε κείνους που το έχουν ανάγκη. Ο Χριστός μάς έδειξε ότι είναι Θεός αυτός που έχει την ανάγκη μας. Λέει στο Ευαγγέλιο: «αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδελφούς μου τα κάνατε για μένα». Και ο Χριστός που το είπε αυτό είναι Θεός. Άρα, πολύ περισσότερο θα δείξει ότι αυτός που κάνει το καλό ενώνεται με τον Θεό - κι αυτό γίνεται με τη Χάρη του Θεού και με δικό του προσωπικό αγώνα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος μιμείται στην ευεργεσία τον ίδιο τον Ευεργέτη Θεό. (Μάξιμος ο Ομολογητής)
«Πώς γεννιέται η αγάπη; Έχει πρόσωπο;
- Γι' αυτό γεννήθηκε ακριβώς, επειδή έχει πρόσωπο
και θέλει να μας δει κατά πρόσωπο».
π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος
«Όποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη». (Ιωάν.Α ' 4,8).
ΤΟ ΔΟΣΙΜΟ ΔΕΝ ΜΕΤΡΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
Κανένας δεν μπορεί να πει: Είμαι φτωχός και με τι να κάνω ελεημοσύνη; Γιατί, και αν ακόμα δεν μπορείς να δώσεις τόσα όσα εκείνοι οι πλούσιοι που έβαζαν τις δωρεές τους στο θησαυροφυλάκιο του ναού, τότε δώσε δύο λεπτά σαν εκείνη τη χήρα τη φτωχή, και τα δέχεται από μέρους σου ο Θεός καλύτερα από τις δωρεές των πλουσίων. Δεν έχεις ούτε τόσα; Έχεις όμως δυνάμεις και μπορείς να ελεήσεις τον άρρωστο με τις υπηρεσίες σου. Δεν μπορείς ούτε αυτό; Μπορείς με τον καλό σου λόγο να παρηγορήσεις τον αδελφό σου. Ελέησε τον λοιπόν με τον παρηγορητικό λόγο και άκουσε αυτόν που λέει: «Ο καλός λόγος είναι προτιμότερος από τα δώρα».
Υπόθεσε τώρα ότι ούτε με τον λόγο δεν μπορείς να δείξεις έλεος. Μπορείς όμως, αν θυμώσει μαζί σου ο αδελφός σου, να τον βοηθήσεις αντέχοντάς τον την ώρα της ταραχής, τότε που τον βλέπεις να επηρεάζεται από τον κοινό σας εχθρό, τον διάβολο. Και, αντί να του πεις μια κουβέντα και να τον ταράξεις περισσότερο, μπορείς να σωπάσεις και να ελεήσεις την ψυχή του, παίρνοντάς την από τα νύχια του εχθρού. Μπορείς ακόμα, αν αμαρτήσει εις βάρος σου ο αδελφός σου, να τον ελεήσεις και να του συγχωρήσεις την αμαρτία του, για να συγχωρεθείς και συ από τον Θεό. Γιατί η Γραφή λέει: «Συγχωρείτε για να σας συγχωρήσει και σας ο Θεός». Και να που ελεείς την ψυχή του αδελφού σου, συγχωρώντας του ό,τι σου έκανε. Γιατί ο Θεός μάς έδωσε την εξουσία, αν θέλουμε, να συγχωρούμε ο ένας τα σφάλματα του άλλου. Μπορεί λοιπόν να μην έχεις με τι να ελεήσεις το σώμα του συνανθρώπου σου αλλά ελεείς την ψυχή του. Και υπάρχει μεγαλύτερο έλεος από αυτό που προσφέρεται στην ψυχή του άλλου; Όσο πιο πολύτιμη είναι η ψυχή από το σώμα, άλλο τόσο και το έλεος που προσφέρεται στην ψυχή είναι μεγαλύτερο από αυτό που δίνεται στο σώμα. Επομένως κανένας δεν μπορεί να πει: «δεν μπορώ να κάνω ελεημοσύνη». Ο καθένας μπορεί, ανάλογα με τις δυνατότητες και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Αββάς Δωρόθεος
«Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι όλοι οι άλλοι».
Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης
(Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 51-54)
Θα ’θελα να αναφέρω μερικά παραδείγματα που δείχνουν πως αυτό είναι δυνατό· θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι αυτή η αναταραχή έχει τα πλεονεκτήματά της, σαν τα αιχμηρά βράχια που μας βοηθούν να σκαρφαλώσουμε ψηλά εκεί που δεν μπορούμε να πετάξουμε.
Η πρώτη ιστορία είναι από το «Γεροντικό». Κάποιος ασκητής συναντά στα βουνά κάποιον άλλον ασκητή κι αρχίζουν μια συζήτηση στη διάρκεια της οποίας ο επισκέπτης εντυπωσιασμένος από το επίπεδο προσευχής του συνομιλητή του, τον ρωτά:
«Γέροντα, ποιός σε δίδαξε να προσεύχεσαι αδιάκοπα;» Κι εκείνος, που είχε καταλάβει ότι ο επισκέπτης του ήταν άνθρωπος με βαθιά πνευματική πείρα, του απαντά: «Δε θα το έλεγα αυτό στον καθένα, αλλά σε σένα θα το πω, πως αληθινά ήταν οι δαίμονες που με δίδαξαν». Ο επισκέπτης του λέει: «Νομίζω πως σε καταλαβαίνω. Γέροντα, αλλά θα μπορούσες να μου εξηγήσεις λεπτομερέστερα με ποιό τρόπο σε δίδαξαν, για να σε καταλάβω καλύτερα;» Και τότε ο άλλος του διηγείται την εξής ιστορία:
«Όταν ήμουν νέος, ήμουν αγράμματος και ζούσα σ’ ένα μικρό χωριό στην πεδιάδα. Μια μέρα πήγα στην εκκλησία κι άκουσα το διάκο να διαβάζει την επιστολή του Παύλου που μας διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως. Ακούγοντας τα λόγια εκείνα ενθουσιάστηκα και φωτίστηκε η ψυχή μου. Και μετά την εκκλησία άφησα το χωριό, γεμάτος χαρά, και αναχώρησα στα βουνά για να ζήσω με την προσευχή και μόνο. Αυτή η διάθεση κράτησε μέσα μου για κάμποσες ώρες. Μετά έπεσε το σκοτάδι, έγινε κρύο κι άρχισα ν’ ακούω αλλόκοτους ήχους, βήματα κι ουρλιαχτά. Μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι εμφανίστηκαν μπροστά μου. Τ’ άγρια θηρία βγήκαν από τις φωλιές τους ν’ αναζητήσουν την τροφή που τους όριζε ο Θεός. Άρχισα να φοβάμαι, να φοβάμαι όλο και περισσότερο καθώς οι σκιές γίνονταν σκοτεινότερες.
Πέρασα όλη τη νύχτα γεμάτος τρόμο από τους βηματισμούς, τα τριξίματα, τις σκιές, τ’ αστραφτερά μάτια μέσα στη νύχτα, την επίγνωση πως μου ήταν αδύνατο να στραφώ σε κάποιον για βοήθεια. Και τότε άρχισα να φωνάζω στον Θεό τις μόνες λέξεις που έρχονταν στο νου μου, λέξεις βγαλμένες μέσα από το φόβο μου: “Κύριε Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”. Έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί ο φόβος με είχε εγκαταλείψει, αλλά άρχισα να πεινάω. Αναζήτησα την τροφή μου στους θάμνους και στα λιβάδια, αλλά ήταν δύσκολο να ικανοποιήσω την πείνα μου. Και καθώς έπιασε να δύει ο ήλιος, ένιωσα τον τρόμο της νύχτας να ξανάρχεται. Άρχισα να κραυγάζω στον Θεό το φόβο και την ελπίδα μου.
Έτσι πέρασαν μέρες, και μετά μήνες. Συνήθισα τους τρόμους της φύσης, αλλά ακόμη καθώς προσευχόμουν κάθε τόσο νέοι πειρασμοί και δοκιμασίες εμφανίζονταν. Οι δαίμονες, τα πάθη, άρχισαν να ορμούν επάνω μου απ’ όλες τις μεριές και μόλις συνήθιζα να μη φοβάμαι τα θηρία της νύχτας, οι δυνάμεις του σκότους έπιασαν να λυσσομανούν μέσα στην ψυχή μου.
Πιο δυνατά από πριν πρόφερα τις λέξεις στον Κύριο: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με”. Αυτός ο αγώνας συνεχίστηκε για χρόνια. Μια μέρα έφτασα τα όρια της αντοχής μου. Καλούσα ασταμάτητα τον Θεό με αγωνία και πάθος χωρίς να λαβαίνω απάντηση. Ο Θεός ήταν αλύγιστος και τότε, όταν και το τελευταίο νήμα της ελπίδας άρχισε να σπάει μέσα στην ψυχή μου, παραδόθηκα στον Κύριο και είπα: “Μένεις σιωπηλός, δε Σε νοιάζει τί θα γίνω, αλλά δεν παύεις να είσαι ο Κύριος και Θεός μου· καλύτερα να πεθάνω εδώ που στέκω παρά να εγκαταλείψω την αναζήτησή μου”.
Τότε ξαφνικά ο Κύριος εμφανίστηκε μπρος μου και ειρήνη απλώθηκε μέσα και γύρω μου. Ο κόσμος ολόκληρος, που μου φαινόταν σκοτεινός, τώρα φαινόταν λουσμένος στο άγιο φως, να λάμπει κάτω από τη χάρη της Θεϊκής παρουσίας, που συντηρεί το κάθε δημιούργημά Του. Και αμέσως μετά σ’ ένα ξέσπασμα αγάπης κι ευγνωμοσύνης, πρόφερα στον Κύριο τη μόνη προσευχή που μπορούσε να εκφράσει όλα μου τα αισθήματα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”. Κι από τότε στη χαρά, στη δοκιμασία, στον πειρασμό και τον αγώνα ή σε στιγμές που η ειρήνη με καταλαμβάνει, αυτά τα λόγια ξεπηδούν απ’ την καρδιά μου. Είναι ένας ύμνος χαράς, είναι η κραυγή μου προς τον Θεό, είναι η προσευχή μου και η μετάνοιά μου».
Το παράδειγμα του άγνωστου αυτού ασκητή δείχνει πως η δοκιμασία, η απελπισία κι η ταραχή κάνουν αυτές τις λέξεις της «προσευχής του Ιησού» να ξεπηδούν από μέσα μας· αυτή η απεγνωσμένη κραυγή που είναι βγαλμένη από μιαν ελπίδα πιο δυνατή κι από την ίδια την απόγνωση, που ξεπήδησε απ’ αυτήν, αλλά τη νίκησε.
(Μητροπ. Αντωνίου του Σουρόζ, «Θέλει τόλμη η Προσευχή», εκδ. Ακρίτας, σ. 47-50.)
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 24-27)
Δικό μου είναι το φταίξιμο. Φυσικό ήταν που δυσαρεστήθηκες με το ανόητο γράμμα μου. Έχεις δίκιο, ήμουν πράγματι σε περισπασμό, μοιρασμένος ανάμεσα σε επισκέπτες, σε διάφορες εργασίες και σε μία ογκώδη αλληλογραφία. Επιπλέον ένιωθα τόσο ασθενικός, τόσο αδύναμος, ώστε αδυνατούσε το φτωχό μυαλό μου να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις για όλα τα προβλήματα που τού έθεταν.
Μη συμπεραίνεις όμως βιαστικά ότι μόνο οι δικές μου δυσκολίες φταίνε. Και εσύ δεν μου περιέγραψες στις δικές σου όπως έπρεπε. Οφείλεις να μου γράψεις τα πάντα, χωρίς παραλείψεις, κενά ή υπεκφυγές. Επιπλέον προσευχήσου να με φωτίσει ο Κύριος για να βρω τις κατάλληλες λύσεις και υποδείξεις που θα σε παρηγορήσουν και θα σε βοηθήσουν.
*****
Με ρωτάς αν μπορείς να κάνεις ασφάλεια ζωής. Δεν έχω διαβάσει τίποτα για αυτό το θέμα στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Για αυτό δεν μπορώ να πάρω θέση. Εξαιτίας της απόλυτης άγνοιάς μου, ούτε να σου επιτρέψω ούτε να σου απαγορεύσω μπορώ αυτήν την ενέργεια. Ούτε όμως και ευλογία, ή έστω κάποια σχετική συμβουλή μπορώ να σου δώσω. Πάντως πριν κάνεις οτιδήποτε, διάβασε τι γράφει στο ευαγγέλιο κατά Ματθαίον Κεφάλαιο 6 στίχος 34.
*****
Οι λογισμοί που σού φέρνουν αμηχανία και ταραχή προέρχονται από το διάβολο. Οι «κατά Θεόν» λογισμοί εμπνέουν σιγουριά, θάρρος και ειρήνη. Πάλεψε να τα αποκτήσεις.
Όσο για τους ανθρώπους που βιώνουν δήθεν κάποια μακαριότητα, ενώ δεν ζουν πνευματικά, και, χωρίς να ενδιαφέρονται για μία ζωή γνήσια χριστιανική, μία ζωή εσωτερική, είναι ειρηνικοί και ευτυχισμένοι μάθε ότι αυτοί ζουν σε μία ψεύτικη ειρήνη, τη θανάσιμη ειρήνη του κόσμου τούτου, όχι την αληθινή ειρήνη του Κυρίου μας.
Κάθε φορά που ανασυντάσσουμε τις πνευματικές μας δυνάμεις και κάνουμε σταθερά και αποφασιστικά ένα νέο ξεκίνημα στο δρόμο της εσωτερικής ζωής, μία θύελλα από κάθε είδους εμπόδια και πειρασμούς μάς αναχαιτίζει. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού του δαιμονικού πολέμου, ο πνευματικός αγώνας μας αποφέρει καρπούς. Τι λέω! Αυτός ο πόλεμος μάς είναι απόλυτα αναγκαίος είτε μοναχοί είτε λαϊκοί είμαστε.
Εκείνοι όμως που, ζώντας μέσα στην απατηλή μακαριότητά τους αγνοούν τα βαθύτερα προβλήματα και τις δυσκολίες της πνευματικής ζωής, εκείνοι που αισθάνονται αυτάρκεις και ικανοποιημένοι χωρίς να νοιάζονται και να χολοσκάνε για τίποτα, αυτοί ίσως να ζήσουν βέβαια πάνω από 100 χρόνια σε αυτή την προσωρινή γη, δεν πρόκειται όμως ποτέ να γευθούν την ειρήνη που εμείς αναζητούμε, την ειρήνη που αρχίσαμε ήδη από τώρα να γευόμαστε. Είναι η ειρήνη η «πάντα νουν υπερέχουσα» που τη χαρίζει στην ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Είναι η Ειρήνη που αποκτάται μόνο με κόπο και αγώνα. Είναι η Ειρήνη που μετά από πολλές μάχες με τον εαυτό μας και τα δαιμόνια, μάς δίνεται σαν δώρο από το Θεό. Σήμερα μία μικρή μόνο σταγόνα, αργότερα μία ολόκληρη γουλιά. Μετά από καιρό κάτι περισσότερο. Και αυτό συνεχίζεται σε όλη μας τη ζωή, σε όλη τη διάρκεια της γεμάτης πολέμους, μπόρες, εμπόδια και πίκρες πνευματικής μας πορείας.
«Προσέχετε δε έαυτοίς μήποτε βαρηθώσιν υμών αϊ καρδίαι εν κραιπάλη καί μέθη καί μερίμναις βιωτικαίς, καί αιφνίδιος έφ' υμάς έπιστη ή ήμερα εκείνη' ως παγίς γαρ έπελεύσεται επί πάντας τους καθήμενους επί πρόσωπον πάσης της γης» (Λκ. 21, 34-35). «Ή ήμερα εκείνη» είναι ή ημέρα της Φοβέρας Κρίσεως. Ή εντολή πού μας δίνει εδώ ό Κύριος είναι πολύ σημαντική. Προσέχετε, δεν μας λέει να μην εργαζόμαστε, να μην τρώμε καί να μην πίνουμε τίποτα. Δεν ζητάει από μας αυτό το πράγμα, μόνο θέλει να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη και στη μέθη. Καί κρασί μπορούμε να πίνουμε καί να τρώμε όλα τα φαγητά, πού μας έδωσε ό Κύριος, όμως με μέτρο.
Πέστε μου μπορεί ένας άνθρωπος πού το στομάχι του είναι γεμάτο καί ό νους είναι θολωμένος από κρασί να μένει άγρυπνος καί να προσεύχεται; Ασφαλώς όχι, αμέσως πέφτει στο κρεββάτι του καί τον παίρνει ό ύπνος. Κοιμάται πολλές ώρες και όταν σηκώνεται πάλι τον περιβάλλουν οί βιωτικές μέριμνες, κραιπάλη και μέθη, καί δεν έχει καθόλου χρόνο καί όρεξη για αγρυπνία καί προσευχή. Αυτά τα πράγματα έχουν γι' αυτόν δευτερεύουσα θέση, ενώ πρέπει να είναι στην πρώτη, διότι αυτή είναι ή εντολή του Κυρίου' να είμαστε άγρυπνοι καί να προσευχόμαστε.
Αυτό δεν σημαίνει να μην κοιμόμαστε ποτέ. Αυτό σημαίνει να έχουμε πάντα τη μνήμη του θανάτου καί της Φοβέρας Κρίσεως ή οποία σαν την παγίδα θα έλθει αιφνιδίως στον κόσμο. Πολλές φορές ό θάνατος βρίσκει τους ανθρώπους τότε πού δεν περιμένουν καί δεν σκέφτονται τη φοβερά εκείνη ώρα του θανάτου και είναι απροετοίμαστοι. Αυτό πού ζητάει από μας ό Κύριος είναι να μην κατέχουν την κεντρική θέση στη ζωή μας οι βιοτικές μέριμνες, να τίς θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας καί το κέντρο βάρους να πέφτει στην αγρυπνία καί την προσευχή.
Θα μου πείτε, πώς να το πραγματοποιήσουμε στη ζωή μας, πώς να προσευχόμαστε πάντα, αφού έχουμε τόσες ασχολίες και περισπασμούς; Ναί, όντως, ή αδιάλειπτη προσευχή για σας είναι πολύ δύσκολη. Όμως το να είστε άγρυπνοι καί να αναγκάζετε τον εαυτό σας και να προσεύχεστε δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο. Ό Κύριος ανέδειξε μεγάλους δασκάλους της νήψεως, της νηστείας καί της προσευχής καί μας δείχνει ότι είναι μέσα στίς δυνατότητες του ανθρώπου να κάνει, όχι μόνο εκείνα τα ολίγα πού του ζητάει, αλλά πολύ περισσότερα.
Και αυτό το πραγματοποίησαν οι άγιοι στη ζωή τους. Βλέπουμε, διαβάζοντας τους βίους τους, ότι υπάρχει τέτοια ασκητική ζωή πού εμάς σήμερα μας φαίνεται παραμύθι. Πολλούς, πάρα πολλούς άγιους ανέδειξε ό Κύριος. Μεταξύ τους λάμπει ιδιαίτερα ή αρετή ενός μεγάλου οσίου, του άγιου Σάββα του Ήγιασμένου, τη μνήμη του οποίου τιμάμε σήμερα. Ή Εκκλησία μας τον τιμά ιδιαίτερα καί ή μνήμη του γιορτάζεται πιο πανηγυρικά ακόμα καί από τη μνήμη κάποιων αποστόλων. Για ποιο λόγο το κάνει ή Εκκλησία; Γιατί ή εορτή του με τη λαμπρότητα της βρίσκεται στην ϊδια σειρά με την εορτή του αγίου αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου;
Διότι ό άγιος πού γιορτάζουμε σήμερα είναι φωστήρας μεγάλος, ένας από τους μεγαλύτερους αγωνιστές της ευσέβειας. Γνωρίζουμε πολλούς αγίους, έχουμε καί πολλούς δικούς μας Ρώσους αγίους. Τους αγίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου, για παράδειγμα, τον άγιο Σέργιο του Ράντονεζ, τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ καί πολλούς άλλους. Όμως ό άγιος Σάββας ό Ήγιασμένος είναι με κάποιον τρόπο αρχιστράτηγος της μεγάλης αυτής στρατιάς των οσίων του Θεοΰ.
Ήταν μεγάλος ασκητής καί υπήρξε ιδρυτής της Λαύρας. Ή Λαύρα του ή οποία βρισκόταν κοντά στα Ιεροσόλυμα υπήρχε για πολλούς αιώνες μεγάλο κέντρο μοναχισμού καί πρότυπο της μοναχικής ζωής. Ήταν πάρα πολύ αυστηρό μοναστήρι, μάλλον το πιο αυστηρό άπ'.ολα στην εποχή του. Δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα μοναστήρια, τα όποια έχουν στο κέντρο τους καθολικό και γύρω γύρω μοναστηριακά κτίρια.
ΜΟΝΗ ΑΓ.ΣΑΒΒΑ
Το μοναστήρι του αγίου Σάββα βρισκόταν μέσα σε βράχο. Σέ μία σπηλιά μεγάλη βρισκόταν το καθολικό της μονής καί γύρω σε σπήλαια πιο μικρά τα κελλιά των μοναχών. Τον τόπο οπού θα έπρεπε να χτιστεί ή εκκλησία τον έδειξε στον όσιο ό ίδιος ό Θεός με μία πύρινη στήλη. Υπάρχει καί εδώ σε μας ένα μοναστήρι πού μοιάζει με το μοναστήρι του αγίου Σάββα. Είναι ή σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ή οποία βρίσκεται κοντά στο Μπαχτσισαράι. Καί αυτή όπως καί το μοναστήρι του άγιου Σάββα βρίσκεται μέσα σε βράχο. Όμως το μοναστήρι του αγίου Σάββα ήταν πολύ πιο μεγαλοπρεπές.
Δεν μπορούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος να μπει στη Λαύρα του όσιου. Για να βρεθεί μέσα, έπρεπε ν' ανεβεί τα σχοινιά, πού τα πετούσαν οι μοναχοί από πάνω. Έκεΐ μέσα στα σπήλαια ζοΰσε ό άγιος Σάββαςμε τους μοναχούς του. Ή ζωή τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη, πιο δύσκολη από τη ζωή των μοναχών σε άλλα μοναστήρια. Υπήρχε πάρα πολύ έντονο το στοιχείο της προσευχής. Την προσευχή του Ίησοϋ πού συνήθως στα μοναστήρια οι μοναχοί την κάνουν 500 φορές την ημέρα, στην Λαύρα του αγίου την έκαναν 1500 φορές καί με πολλές μετάνοιες.
Πόσο δυνατή ήταν ή προσευχή του οσίου Σάββα γνωρίζουμε από πολλά παραδείγματα πού αναφέρει ό βίος του. Να, ένα άπ' αυτά. Μια φορά τον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ό όσιος βρέθηκε στην έρημο της Ιουδαίας μαζί με έναν μαθητή του. Έκεί στην έρημο υπήρχαν πολλά λιοντάρια. Ό μαθητής του άποκαμωμένος από τον κόπο της νηστείας κοιμόταν ενώ ό όσιος έκανε το συνηθισμένο του κανόνα.
Ξαφνικά έρχεται από την έρημο ένα μεγάλο λιοντάρι καί ορμά πάνω στον κοιμισμένο μοναχό. Ό όσιος προσευχήθηκε στον Θεό και Τον παρακάλεσε να σώσει τον μαθητή του. Το λιοντάρι έβγαλε μία άγρια κραυγή και χάθηκε μέσα στην έρημο διωγμένο από τη φλογερή προσευχή του όσιου. Πολλά θαύματα έκανε στη ζωή του ό άγιος καί ακόμα περισσότερα μετά τη μακάρια κοίμηση του.
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τη ζωή του μεγάλου αύτοϋ αγίου του Θεού. Θα διηγηθώ μόνο ένα περιστατικό πού μαρτυρεί για τη γενναιότητα του πνεύματος του. Ό άγιος Σάββας ζούσε στα τέλη του πέμπτου καί το πρώτο μισό του έκτου αιώνα. Το 451 στη Χαλκηδόνα συνήλθε ή τέταρτη Οικουμενική σύνοδος, ή οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμοϋ. Αρχηγός της αΐρέσεως αυτής ήταν ό αρχιμανδρίτης Ευτύχιος, ό όποιος δίδασκε ότι μετά την ένωση στον Χριστό υπάρχει μόνο μία φύση ή θεία. Γι'αυτό, κατά τον Ευτυχή, ό Κύριος Ιησούς Χριστός είναι μόνο Θεός καί δχι Θεάνθρωπος.
Παρ' ότι ή Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση υπήρχαν πολλοί πού δεν δέχθηκαν τίς αποφάσεις της Συ-νόδου καί θεωρούσαν τη διδασκαλία του Ευτυχή ορθόδοξη. Ό πατριάρχης Ιεροσολύμων έστειλε επιστολή στον αυτοκράτορα οπού τον παρακαλούσε να βάλει τέλος στην εξάπλωση της αίρέσεως του μονοφυσιτισμου. Στό γράμμα του ό πατριάρχης έγραψε ότι στην αποστολή πού θα φέρει το γράμμα θα είναι καί ό Μέγας Σάββας.
Αφού διάβασε την επιστολή ό αυτοκράτορας, ζήτησε να δει τον άγιο Σάββα."~Εν τω μεταξύ οι αυλικοί δεν τον άφησαν να παρουσιαστεί μπροστά στον αυτοκράτορα επειδή όλο το ράσο του ήταν μπαλωμένο. Φώναξαν αμέσως τον άγιο Σάββα. Ό αυτοκράτορας 'Αναστάσιος όταν τον είδε έμεινε κατάπληκτος. Μπροστά του στεκόταν ένας άνθρωπος μεγαλοπρεπής καί ταυτόχρονα ταπεινός, με πρόσωπο πού έλαμπε από τη θεία χάρη. Ό αυτοκράτορας σηκώθηκε από το θρόνο του καί έβαλε στον άγιο βαθιά μετάνοια. Του υποσχέθηκε ότι θα κάνει όλα όσα ζητάει ό πατριάρχης καί ότι θα σταματήσει την αίρεση.
ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓ.ΣΑΒΒΑ
Παρ' όλ' αυτά ό αυτοκράτορας πολύ γρήγορα ξέχασε τίς υποσχέσεις του. Στόν πατριαρχικό θρόνο της Αντιοχείας τοποθέτησε τον αιρετικό Σεβήρο, έδιωξε από τη θέση του τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Κοσμά, τον όποιο έστειλε εξορία καί αντί αυτού έβαλε τον Ιωάννη. Ό Ιωάννης όμως αρνήθηκε να έχει κοινωνία με τον Σεβήρο καί δεν τον άφησε να μπει στον ναό του Παναγίου Τάφου. Ό αυτοκράτορας όταν το έμαθε ξέσπασε με οργή.
Τί κάνει τότε ό μεγάλος αυτός, ό όσιος Σάββας;Μια μέρα μετά το τέλος της θείας λειτουργίας ό πατριάρχης Ιωάννης μαζί με τον άγιο Σάββα και με έναν άλλο μεγάλο άγιο, τον Θεόδωρο, ανεβαίνουν στον άμβωνα καί από εκεί απαγγέλλουν το ανάθεμα εναντίον του Σεβήρου και του αυτοκράτορα Αναστασίου. Βλέπετε την μεγαλοψυχία, την ανδρεία καί την δύναμη της πίστης;
Ό αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να συλληφθούν αμέσως οί τρεις γενναίοι όμολογητές και να κλειστούν στη φυλακή. Είχε σκοπό να τους στείλει αργότερα στην εξορία. Ό Κύριος όμως δεν άφησε τον Αναστάσιο να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Πολύ σύντομα αυτός πέθανε. Ό νέος αυτοκράτορας, πού ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως έβαλε τέλος στην αίρεση του μονοφυσιτισμου καί οί τρεις αγωνιστές της αλήθειας αποφυλακίστηκαν.
Την υπόλοιπη ζωή του ό όσιος Σάββας την πέρασε στην αυστηρή νηστεία καί την προσευχή. Ή νηστεία πού τηρούσε ό άγιος σε μας σήμερα μάλλον φαίνεται απίθανη' πέντε ήμερες την εβδομάδα δεν έτρωγε τίποτα και μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές, όταν πήγαινε στο μοναστήρι, εκεί έτρωγε λίγο. Στή σπηλιά οπού ζούσε ασχολιόταν μόνο με την προσευχή καί τη χειρωνακτική εργασία πλέκοντας καλάθια.
Βλέπετε πώς τηρούσε ό άγιος την εντολή του Χρίστου να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη, στη μέθη καί στις βιοτικές μέριμνες; Βλέπετε την ετοιμότητα καί την προθυμία του να υποφέρει για την αλήθεια; Βλέπετε τη λαμπρότητα της ψυχής του; Να θυμόμαστε τον άγιο αυτό αγωνιστή της ευσέβειας καί να μην παραδιδόμαστε στην κραιπάλη, στη μέθη και στίς βιοτικές μέριμνες. Να μην ξεχνάμε ότι μεταξύ των έργων πού κάνουμε, την πρωτεύουσα θέση πρέπει να κατέχουν ή προσευχή, ή νηστεία καί ή νήψη. Να προηγείται όλων ή φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής, και οι βιοτικές μέριμνες να είναι στη δεύτερη θέση. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ Β
ΕΚΔ.''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ'
Δεν θυμάμαι μέρα να μην έχη παρηγοριά θεϊκή. Διακοπές γίνονται μερικές φορές και τότε νιώθω άσχημα, και έτσι μπορώ να καταλάβω πόσο άσχημα ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι απαρηγόρητοι, γιατί είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό. Όσο απομακρύνεται κανείς από τον Θεό, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα. Μπορεί να μην έχη κανείς τίποτα, άμα έχη τον Θεό, δεν θέλει τίποτε! Αυτό είναι! Ενώ, αν τα έχη όλα, άμα δεν έχη τον Θεό, είναι μέσα του βασανισμένος. Γι' αυτό, όσο μπορεί κανείς, να πλησιάση τον Θεό, Μόνον κοντά στον Θεό βρίσκει κανείς την πραγματική και αιώνια χαρά. Φαρμάκι γευόμαστε, όταν ζούμε μακριά από τον γλυκύ Ιησού. Όταν ο άνθρωπος από παλιάνθρωπος γίνη άνθρωπος, βασιλόπουλο, τρέφεται με την θεία ηδονή, με την ουράνια γλυκύτητα, και νιώθει την παραδεισένια αγαλίαση, αισθάνεται από 'δω ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Από την μικρή παραδεισένια χαρά καθημερινά προχωράει στην μεγαλύτερη και αναρωτιέται αν υπάρχη κάτι ανώτερο στον Παράδεισο από αυτό που ζη εδώ. Είναι τέτοια η κατάσταση που ζή, που δεν μπορεί να κάνη καμμιά εργασία. Τα γόνατά του λυγίζουν σαν λαμπάδες από την θεία εκείνη θερμότητα και γλυκύτητα, η καρδιά του σκιρτάει και πάει να σπάσει τους τσατμάδες , για να φύγη, γιατί η γη και τα γήινά της φαίνονται χαμένα πράγματα.
Ο άνθρωπος πρώτα είχε επικοινωνία με τον Θεό. Μετά όμως, όταν απομακρύν-θηκε από την Χάρη του Θεού, ήταν σαν έναν που ζούσε μέσα σε παλάτι και ύστερα βρέθηκε για πάντα έξω από το παλάτι και το έβλεπε από μακριά και έκλαιγε. Όπως το παιδάκι, όταν απομακρυνθή από την μάνα του, υποφέρει, έτσι και ο άνθρωπος, όταν απομακρυνθή από τον Θεό, υποφέρει, βασανίζεται. Η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό είναι κόλαση. Ο διάβολος κατόρθωσε να απομακρύνη τους ανθρώπους τόσο πολύ από τον Θεό, ώστε να φθάσουν στο σημείο να λατρεύουν τα αγάλματα και να θυσιάζουν τα παιδιά τους στα αγάλματα. Φοβερό! Και που τους βρίσκουν τόσους θεούς οι δαίμονες! Θεός Χαμώς !... Μόνον το όνομά του να ακούσης, φθάνει! Ο πιο βασανισμένος όμως είναι ο διάβολος, γιατί είναι ο πιο απομακρυσμένος από τον Θεό, από την αγάπη. Αλλά, αν φύγη η αγάπη, μετά είναι κόλαση. Αντίθετό της αγάπης τί είναι; Η κακία, κακία ίσον βάσανο.
Ένας που είναι απομακρυσμένος από τον Θεό, δέχεται την δαιμονική επίδραση. Ενώ αυτός που είναι κοντά στον Θεό, δέχεται την θεία Χάρη. Όποιος έχει Χάρη Θεού, θα του δοθή και άλλη. και όποιος έχει λίγη και την περιφρονεί, θα του αφαιρεθή και αυτή . η Χάρις του Θεού λείπει από τους σημερινούς ανθρώπους, γιατί με την αμαρτία πετάνε και την λίγη που έχουν. Και όταν φύγη η θεία Χάρις, ορμούν όλοι οι δαίμονες μέσα στον άνθρωπο.
Ανάλογα με την απομάκρυνσή τους από τον Θεό οι άνθρωποι αισθάνονται σ' αυτήν την ζωή στενοχώρια και στην άλλη ζωή θα ζουν την αιώνια στενοχώρια. Γιατί από αυτήν την ζωή γεύεται κανείς, σε κάποιο βαθμό, ανάλογα με το πόσο ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Ή θα ζήσουμε ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου από εδώ, και θα πάμε και στον Παράδεισο,, ή θα ζήσουμε ένα μέρος της κολάσεως και - Θεός φυλάξοι! - θα πάμε στην κόλαση. Παράδεισος ίσον καλωσύνη.. Κόλαση ίσον κακωσύνη. Κάνει κανείς μία καλωσύνη, αισθάνεται χαρά. Κάνει μία στραβοξυλιά, υποφέρει. Όσο περισσότερο καλό κάνει, τόσο περισσότερο αγάλλεται. Όσο περισσότερο κακό κάνει, τόσο περισσότερο υποφέρει η ψυχή του. ο κλέφτης νιώθει χαρά; δεν νιώθει χαρά. Ενώ αυτός που κάνει καλωσύνες νιώθει χαρά. Και να βρη κανείς κάτι στον δρόμο, αν το κρατήση και πη ότι είναι δικό του, ανάπαυση δεν θα έχη! Ούτε ξέρει σε ποιόν ανήκει ούτε αδίκησε κάποιον ούτε το κλέβει, και όμως δεν αναπαύεται. Πόσο μάλλον να το κλέψη! Ακόμη και όταν κανείς λαμβάνη, πάλι δεν νιώθει την χαρά που νιώθει όταν δίνη. Πόσο μάλλον όταν κλέβη η όταν αδικη, να νιώθη χαρά! Γι' αυτό, βλέπεις, οι άνθρωποι με την αδικία τί πρόσωπα έχουν, τί γκριμάτσες κάνουν!
(Λόγοι τόμος Α σελ. 46-48)
(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των αγίων Αγάθης -Βαρβάρας-Ευφημίας-Θέκλας- Ιουλιανής – Σοφίας και των θυγατέρων της, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002).
Α’. O ανόσιος αυτοκράτορας των Ρωμαίων Μαξιμιανός (2), έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την πλάνη των ειδώλων. Έτσι, από τη μια μεριά επιμελούνταν πάρα πολύ και θεωρούσε άξιο αδιάλειπτης φροντίδας το έξης έργο: να λατρεύει τους δαίμονες και να ενισχύει την ειδωλολατρία με όλη του τη δύναμη· από την άλλη μεριά ζητούσε από τους σεβόμενους το θείο όνομα του Χριστού, τους χριστιανούς, να απαρνηθούν την ευσεβή τους πίστη. Στην περίπτωση που οι χριστιανοί έμεναν σταθεροί και ακλόνητοι στην πίστη τους, όπως κατά κανόνα γίνονταν οι εξαιρέσεις ήταν σπάνιες, τους παρέδιδε σε ποικίλα βασανιστήρια και τελικά στον θάνατο, δημεύοντας παράλληλα και τις περιουσίες τους.
Κατά την εποχή του Μαξιμιανού στην Ηλιούπολη (3) ήταν τοπάρχης ένας ειδωλολάτρης, πολύ πλούσιος και με κοσμική λάμψη και δύναμη. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Διόσκορος και είχε μια μοναχοκόρη, ονόματι Βαρβάρα, την οποία υπεραγαπούσε, επειδή και μόνο σ’ αυτήν στήριζε τις ελπίδες του.
Η Βαρβάρα ήταν πάρα πολύ ευπαρουσίαστη και εξαιρετικού κάλλους, ο δε πατέρας της ήθελε να την διατηρήσει αγνή και άφθορη. Για τούτο θεώρησε σκόπιμο να μην είναι η Βαρβάρα εκτεθειμένη στα βλέμματα των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν έχτισε έναν πύργο, μέσα στον όποιο φιλοτέχνησε μια μικρή πολυτελή οικία. Στην οικία αυτή εγκατέστησε τη Βαρβάρα, για να κατοικεί, χωρίς να εξέρχεται από αυτήν και, έτσι, να είναι αθώρητη από τα μάτια όλων των ανδρών. Τούτο όμως ήταν έργο της θείας πρόνοιας, η όποια άνωθεν επισκοπούσε το μέλλον της Βαρβάρας.
Πράγματι, ενώ η Βαρβάρα κατοικούσε κλεισμένη στην οικία που ήταν φιλοτεχνημένη μέσα στον πύργο, η χάρη του Παρακλήτου της άγγιξε αφανώς τους αφανείς οφθαλμούς της καρδιάς της και τη φώτισε με το φως της αληθινής θεογνωσίας, καθιστώντας υπερφυώς γνώριμο σ’ αυτήν τον αληθινό Θεό. Είχε λοιπόν ο πύργος στην παρθένο οικοδομημένη πλέον πάνω στο θεμέλιο της πίστεως και συντηρούμενη στο να γίνει αφορμή σωτηρίας σε πολλούς.
Ο πόθος της αγνείας
Β’. Όταν η Βαρβάρα έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της μεριμνούσε πολύ και σκεπτόταν για το πρόσωπο που θα ήταν κατάλληλο να την πάρει ως σύζυγο. Και βέβαια προσήλθαν σ’ αυτόν πολλοί, που διακρίνονταν για την ευγένεια της καταγωγής τους και για τον πλούτο τους, και του τη ζήτησαν σε γάμο. Και τούτο, διότι το κάλλος της Βαρβάρας, αν και δεν ήταν θεατό, αφού ήταν κλεισμένη στον πύργο, ήταν όμως ακουστό· και, επομένως, αυτή ήταν περιζήτητη για γάμο. Πλην όμως στον πατέρα φαινόταν άκομψο και προφανώς ανελεύθερο το να μην περιέλθει σε γνώση της κόρης του η μεριμνά του για να την παντρέψει και το να μην έχει και τη συγκατάθεση της ίδιας για τον σκοπό αυτό. Έτσι λοιπόν πήγε σ’ αυτήν, της μίλησε περί γάμου και της ανάγγειλε ότι σχεδίαζε να την παντρέψει. Η Βαρβάρα όμως, μη θέλοντας ούτε καν να ακούσει τέτοιο πράγμα και ούτε το παραμικρό να πέσει στην καρδιά της, το απέρριψε ως ανάρμοστο και άτοπο· απώθησε δε με αγανάκτηση τον πατέρα της, λέγοντας του: «Για το θέμα αυτό να μη μου κάμεις λόγο δεύτερη φορά, διότι, εν εναντία περιπτώσει, και εσύ του λοιπού δεν θα ονομάζεσαι πατέρας και εμένα θα με κάμεις να θέσω τέρμα η ίδια στη ζωή μου». Μετά την απάντηση της αυτή, ο πατέρας της, κρίνοντας ότι ευγενικό μάλλον είναι η πειθώ και όχι η πίεση, σχημάτισε την εντύπωση ότι η άρνηση της κόρης του για γάμο δεν οφειλότα ν σε δυστροπία ούτε σε απείθεια, αλλά σε ισχυρό πόθο αγνείας. Έτσι λοιπόν, παρέχοντας της άλλωστε και χρόνο να σκεφτεί μήπως αλλάξει γνώμη και υπακούσει σ’ αυτόν, δεν της είπε τίποτε επιπλέον και κατήλθε αμέσως από τον πύργο. Ο Διόσκορος, μόλις κατέβηκε από τον πύργο, πήγε στο λουτρό, που έτυχε τελευταία να κατασκευάζει, και απασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό, διότι βιαζόταν να το τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έτσι, έβαλε πολλούς τεχνίτες και τους πρόσταξε να αποπερατώσουν την οικοδομή. Τους έδωσε μάλιστα και όλη την αμοιβή από πριν και αναχώρησε για κάποια χώρα μακρινή.
Ο τύπος του τιμίου Σταυρού
Γ. Επειδή ο Διόσκορος χρονοτριβούσε στην αποδημία, η δούλη του Θεού Βαρβάρα, η κόρη του, κατήλθε από τον πύργο, για να δει το λουτρό. Μόλις έφτασε εκεί και είδε το προς νότον μέρος του να φωτίζεται από δύο παράθυρα, κατηγόρησε τους τεχνίτες, λέγοντας τους: «Για ποιο λόγο στα δύο παράθυρα δεν προσθέσατε και τρίτο, ώστε και πιο ευπρεπές να ήταν και περισσότερο άπλετος ο φωτισμός του λουτρού;». Εκείνοι της είπαν: «Έτσι πρόσταξε ο πατέρας σου». Μετά την απάντηση αυτή των τεχνιτών, η Βαρβάρα πρόβαλε αντίρρηση και τους παρακάλεσε να προσθέσουν και τρίτο παράθυρο. Εκείνοι όμως δίσταζαν να κάμουν την προσθήκη, προβάλλοντας ως εύλογη δικαιολογία τον φόβο του πατέρα της. Τότε η μακάρια Βαρβάρα, δείχνοντας ταυτόχρονα τα τρία από τα δάχτυλα του ενός χεριού της είπε: «Να κατασκευάσετε τρία, τρία σας λέγω, παράθυρα. Και αν γι’ αυτό δυσανασχετήσει ο πατέρας μου, θα λογοδοτήσω εγώ».Ύστερα από τη διαβεβαίωση αυτή της Βαρβάρας, οι τεχνίτες υποχώρησαν και κατασκεύασαν και τρίτο παράθυρο.
Όταν ολοκληρώθηκε η όλη διακόσμηση του λουτρού, η Αγία προσερχόταν συχνότερα προς αυτό το θέαμα, επειδή και η καρδιά της πλημμύρισε με τη χάρη του θείου Πνεύματος και δια της πίστεως η ψυχή της οπλίστηκε με μεγάλη παρρησία προς το Χριστό. Έτσι λοιπόν στάθηκε κοντά στη δεξαμενή και, αφού έστρεψε το βλέμμα της προς ανατολάς, χάραξε με το δάχτυλο της στα μάρμαρα του λουτρού τον τύπο του τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος!, για να γίνεται γνωστό και στους μετέπειτα το γεγονός αυτό και να κηρύττεται η δύναμη του Χρίστου, ο τύπος του Σταυρού που σημείωσε η Αγία με το δάχτυλο της στο μάρμαρο, ωσάν να χαράχτηκε με σιδερένιο όργανο, φαίνεται μέχρι σήμερα (4) σημειωμένος στο μάρμαρο, όχι μόνο για να καταφαίνεται το θαύμα, αλλά και για να επαυξάνει την πίστη εκείνων που τον βλέπουν. Αλλά βέβαια και το ίδιο το λουτρό διασώζεται μέχρι και σήμερα (5) και θεραπεύει κάθε πάθηση των φιλοχρίστων που προσέρχονται σ’ αυτό. Και αν κάποιος θα ήθελε να παραβάλει το λουτρό αυτό με τα ρείθρα του Ιορδάνη (6), ή με την πληγή του Σιλωάμ (7), ή και με την Προβατική κολυμβήθρα (8) , δεν θα έκανε καθόλου λάθος. Δηλαδή και δια του λουτρού εκείνου η δύναμη του Χριστού διενεργεί ομοίως πολλά και παράδοξα θαύματα.
Κάποια ημέρα, περνώντας η Μάρτυς από το λουτρό, έριξε το βλέμμα της στα είδωλα που λάτρευε ο πατέρας της, τα οποία κακώς θεωρούνταν θεοί. Μόλις τα είδε, της προκάλεσαν αηδία και βαριαναστέναξε για την αναίσθητη ψυχή εκείνου που τα λάτρευε. Έπειτα η Αγία έφτυσε στα πρόσωπα των ειδώλων εκείνων, λέγοντας: «Να γίνουν όμοιοί σας εκείνοι
που σας προσκυνούν και όλοι όσοι σας καλούν σε βοήθεια». Αυτά είπε η Βαρβάρα· και αφού ανήλθε και πάλι στον πύργο, καταγινόταν με τις προσευχές και τις νηστείες, εξαρτώντας ολόκληρο τον εαυτό της από τα ουράνια αγαθά πού περίμενε.
Το νόημα των τριών παραθύρων. Η αντίδραση του Διόσκορου
Δ’. Εν τω μεταξύ δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο πατέρας της αγίας Βαρβάρας επανήλθε από τη χώρα στην οποία είχε μεταβεί. Αμέσως δε μετά την επάνοδο του έριξε ολόγυρα ένα προσεκτικό βλέμμα και κοίταζε όλα τα της οικίας του. Μόλις έστρεψε το βλέμμα του και στο λουτρό, είδε ότι στα δύο παράθυρα είχε προστεθεί και τρίτο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε απορία και ρώτησε τους τεχνίτες γιατί έκαμαν ένα τέτοιο πράγμα παραβιάζοντας την εντολή του. Εκείνοι του απάντησαν ότι την ευθύνη για την καινοτομία τη φέρει η κόρη του. Τότε ο Διόσκορος έστειλε και κάλεσε τη Βαρβάρα και της ζητούσε εξηγήσεις. Η Βαρβάρα όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ευθύνη τας, αλλά και διατεινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει και καλώς έγινε. Εκείνος εξοργίστηκε πολύ από την απάντηση της κόρης του και της είπε: «Πες μου με ποιόν τρόπο και κατά τι είναι καλύτερο έτσι το πράγμα;». Εκείνη του απάντησε ότι τα τρία παράθυρα διαφέρουν πολύ από τα δύο. Διότι τα τρία παράθυρα, είπε, φωτίζουν κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο. Και τούτο βέβαια το είπε, υποδηλώνοντας τη μεγαλειότητα της Αγίας Τριάδος. Ο Διόσκορος συνταράχτηκε από το παράξενο και ασυνήθιστο του λόγου της κόρης του Βαρβάρας. Έτσι λοιπόν την παρέλαβε κατ’ ιδίαν, πήγε στη δεξαμενή του λουτρού και τη ράπησε : «Πως το φως των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο;». Η Αγία του απάντησε: «Πρόσεξε, πατέρα μου, και θα καταλάβεις αυτό που σου είπα». Και αφού του είπε αυτά, έκαμε το σημείο του Σταυρού εν συνεχεία, δείχνοντάς του τα τρία δάχτυλα της, του είπε: «Κοίτα, Πατήρ, Υιός και ’γιο Πνεύμα από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Όμως η φαύλη εκείνη ακοή και ασκημένη στο ψεύδος της ειδωλολατρίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τον λόγο της αλήθειας και κατελήφθη από μεγάλο θυμό και οργή. Και ο πατέρας ξεχνώντας το ότι ήταν πατέρας, έσπευδε να γίνει τύραννος και φονιάς. Έτσι λοιπόν έσυρε το ξίφος του, που κρεμόταν από τους ώμους του, και όρμησε να θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια την κόρη του Βαρβάρα. Εκείνη δε, υψώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια της, τα μάτια της, και τη διάνοια της προς τον ουρανό, καλούσε σε βοήθεια Εκείνον που είχε τη δύναμη να τη σώσει. Και Αυτός δεν άργησε να πράξει αυτά πού συνήθιζε. Τοιουτοτρόπως, όπως διέσωσε την πρωτομάρτυρα Θέκλα (9) από εκείνους που την καταδίωκαν, προστάζοντας την πέτρα που βρέθηκε μπροστά στην Πρωτομάρτυρα να ανοίξει και να την κλείσει μέσα της έτσι και την αοίδιμη Βαρβάρα: και αυτήν τη διέσωσε ο παντοδύναμος Θεός με όμοιο και ίσο θαύμα. Πράγματι, όταν εκείνος ο δήμιος δηλαδή είναι ανόσιος, ένας τέτοιος αιμοχαρής να ονομάζεται πατέρας έσυρε το ξίφος του και έτρεχε εναντίον της κόρης του, μια πέτρα, η οποία άνοιξε στα δύο με την επέμβαση της θείας και παντουργού θελήσεως του Θεού, δέχτηκε μέσα της την Αγία και τη διέσωσε ασύλληπτη από τα αιμοδιψή χέρια του πατέρα της, δίδοντας της τη δυνατότητα να ανέλθει σε ορεινότερους τόπους. Αλλά, και που εξαφανίστηκε η κόρη του από τα μάτια του, ο απαθέστερος και αναισθητότερος και από αυτούς τους λίθους αιμοχαρής εκείνος πατέρας δεν είχε τη δύναμη να λογικευθεί. Το αντίθετο: ενέτεινε ακόμη περισσότερο την ορμή του και ποθούσε να συλλάβει την κόρη του όχι ως πατέρας της, αλλά ως υιός μάλλον του εξαρχής ανθρωποκτόνου, του διαβόλου, όπως λέγει η θεία Γραφή (10). Προσπαθούσε δηλαδή να βρει και να συλλάβει την κόρη του, για να τη θανατώσει και να την εξαφανίσει.
Η σύλληψη της Αγίας και η παράδοση της στον ηγεμόνα Μαρκιανό
Ε’. Συνεχίζοντας λοιπόν ακάθεκτος ο Διόσκορος τις προσπάθειες του να βρει και να συλλάβει την κόρη του Βαρβάρα, συνάντησε δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι γι’ αυτήν. Ο ένας, όντας φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν έκρινε πρέπον να προδώσει την καταδιωκώμενη. Έτσι, αρνήθηκ ε πάραυτα και υποκρίθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, προτιμώντας, θα έλεγε κάποιος, το σωτήριο ψεύδος αντί για την αλήθεια που θα έβλαπτε. Και ας γίνει εδώ μια παρέκβαση: να ντρέπεται ο Ηρώδης, που όλως ασυνέτως τήρησε τον όρκο του για την ηδονή και την πονηρή κρίση (και αποκεφάλισε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) (11). Ο άλλος βοσκός όμως, όντας κακοηθέστατος, δεν μίλησε μεν, για να μην τον ακούσουν και εκτεθεί· με το δάχτυλο του όμως έδειξε στον Διόσκορο τον δρόμο που οδηγούσε εκεί που βρισκόταν η Αγία. Την πράξη του όμως αυτή δεν την ανέχτηκε η θεία δικαιοσύνη, και για το κακούργημα του επέφερε κατ’ αυτού βαριά τιμωρία: τα πρόβατα του, μετά από κατάρα της Αγίας, δεν ήταν πλέον πρόβατα· μεταβλήθηκαν σε κανθάρους, οι οποίοι, προς συνεχή κατηγορία του κακουργήματος εκείνου, πετούν συνεχώς πάνω και γύρω από τον τάφο της Αγίας.
Λοιπόν, ο μανιώδης Διόσκορος, ακολουθώντας τις υποδείξεις εκείνου του κακοηθέστατου βοσκού, βρήκε την Αγία στο όρος και την συνέλαβε. Και πρώτα, έτσι όπως ήταν εξοργισμένος, τη μαστίγωσε ανηλεώς και της καταπλήγωσε ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας την με βία, την έκλεισε σε έναν οικίσκο. Έξω από τον οικίσκο εγκατέστησε φρουρούς, αφού προηγουμένως ασφάλισε και τη θύρα με ειδικές σφραγίδες. Μετά ταύτα και όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον καιρό εκείνο είχε την εξουσία στην περιοχή, και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την κόρη του Βαρβάρα. Δηλαδή, περιληπτικά, του είπε ότι η κόρη του αρνήθηκε τους πάτριους θεούς και επέλεξε παρ ‘ ελπίδα να τιμάει και να πρεσβεύει τα των χριστιανών.
Αυτά είπε ο Διόσκορος στον Μαρκιανό. Εν συνεχεία πήγε και έφερε την κόρη του από τον οικίσκο και την παρέδωσε στα χέρια του, εξορκίζοντας τον στους θεούς τους να μη φεισθεί της κόρης του σε τίποτε (πατέρας που να σου πετύχει!), αλλά να μετέλθει τη σκληρότερη βία εναντίον της και να της επιβάλει τα πιο φριχτά βασανιστήρια.
Ακλόνητη η πίστη της Βαρβάρας. Μαστίγωση
ΣΤ. Λοιπόν, ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και πρόσταξε να οδηγήσουν την Αγία ενώπιον του. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του στο δικαστήριο, εκείνος, βλέποντας την κοσμιότητα του ήθους της και ταυτόχρονα το ανυπέρβλητο κάλλος της μορφής της, λησμόνησε τους όρκους του πατέρα της και ήταν έτοιμος να εκφράσει τον θαυμασμό του προς αυτήν, παρά να την τιμωρήσει. Έτσι λοιπόν και με λόγια πιο φιλάνθρωπα της έλεγε: «Λυπήσου τον εαυτό σου, Βαρβάρα, και πρόσφερε μαζί μας θυσία στους θεούς. Διότι εγώ φρόντιζω για το καλό σου και διστάζω να υποβάλω σε βασανιστήρια ένα τόσο εξαίσιο κάλλος. Αν όμως δεν θελήσεις να πεισθείς, θα με εξαναγκάσεις να πράξω εφεξής εναντίον σου έτσι που καταβάθος δεν θέλω». Η Αγία δε, απαντώντας στην πρόταση του Μαρκιανού να προσφέρει θυσία στους θεούς, είπε: «Εγώ προσφέρω θυσία αινέσεως στον Θεό μου, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Περί των ψεύτικων δε και ανύπαρκτων θεών σου έχει λεχθεί από τον Δαβίδ, ύστερα από φωτισμό που έλαβε από το ’γιο Πνεύμα, ότι τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι από αργυρό (ασήμι) και χρυσάφι, και κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων» (12) και ότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι δαιμόνια, ανύπαρκτοι, πλάσματα της φαντασίας και επινοήματα του διαβόλου» (13). Συμφωνώ δε και εγώ με την άποψη και ομολογώ ρητά και κατηγορηματικά ότι η ελπίδα η στηριζόμενη στους ψεύτικους και ανύπαρκτους αυτούς θεούς είναι κενή και μάταιη».
Τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας εξόργισαν τον δικαστή. Έτσι λοιπόν αυτός πρόσταξε να τη δέσουν και να της καταπληγιάσουν το σώμα χτυπώντας την ανηλεώς με σκληρά βούνευρα. Έπειτα, θέλοντας να την κάμει να αισθάνεται δριμύτερους τους πόνους, πρόσταξε να τρίβουν με τρίχινα υφάσματα τις πληγές της. Έτσι λοιπόν απάνθρωπα κακοποιούμενη η Μάρτυς, ανοίγονταν στο σώμα της χαλεπές και ασταμάτητες πηγές αιμάτων, ώστε από το αίμα που ανέβλυζε από αυτές κατακοκκίνησε όλο το έδαφος κάτω και γύρω από το σώμα της.
Μετά την ανελέητη μαστίγωση της αγίας Μάρτυρος, ο ηγεμόνας ήθελε να σκεφτεί σε τι είδους τιμωρία εν συνεχεία θα την παρέδιδε. Για τον λόγο αυτό πρόσταξε και την έκλεισαν προσωρινά στη φυλακή.
Ο Χριστός ενθαρρύνει την Αγία. Η Ιουλιανή
Ζ. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ένα ολόλαμπρο ουράνιο φως περιέλαμψε την Αγία και εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο Χριστός, ο Οποίος της έδωσε πολύ θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται καθόλου τα κακά που προέρχονται από ανθρώπους. «Εγώ είμαι μαζί σου», της είπε, «και θα είσαι ασφαλισμένη κάτω από τη σκιά των πτερύγων μου». Δεν είχαν δε ακόμη τελειώσει οι λόγοι του Χρίστου προς την Μάρτυρα, και βρήκε την εκπλήρωσή του σ’ αυτήν εκείνο που έχει ειπωθεί από τον προφήτη Ησαΐα (14) 14, αφού γρήγορα ανέτειλε η ίασή της και οι πληγές της, ωσάν να μην υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος. Διακατείχε δε την Αγία χαρά και αγαλλίαση, και ευφροσύνη αιώνιος στεφάνωνε τρόπον τινά την κεφαλήν της, για να λεχθεί πάλι το του Ησαΐα (15). Τότε μία γυναίκα θεοσεβής και φοβούμενη τον Θεό, ονόματι Ιουλιανή (16), η οποία συναναστρεφόταν τότε με τη Μάρτυρα, μόλις είδε τα θαυμαστά και παράδοξα που συνέβησαν σ’ αυτήν και με ποιόν τρόπο εξαφανίστηκαν τάχιστα οι πληγές της, δοξολόγησε τον Θεό και, συμφωνώντας πέρα ως πέρα με όλα εκείνα που πίστευε και η αγία Βαρβάρα, προετοίμαζε και εκείνη τον εαυτό της προς πληγές και μαστιγώσεις.
Έτσι είχαν τα πράγματα, και ο ηγεμόνας, αφού κάθισε για δεύτερη φορά στην έδρα του δικαστηρίου, πρόσταξε να του φέρουν και πάλι ενώπιον του την άγια Βαρβάρα. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του ηγεμόνα, όλοι όσοι την είδαν εξεπλάγησαν και τους έπιασε δέος, διότι στο σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αλίμονο!, ολοφάνερα τυφλός μπροστά στην αλήθεια, ενώ έπρεπε να αποδώσει το γεγονός της θεραπείας της Μάρτυρος στη μεγάλη δύναμη του Θεού και να αρνηθεί την απάτη της ειδωλολατρίας, εκείνος αναισχυντούσε ακόμη περισσότερο και απέδιδε την ίαση στους δικούς του θεούς. Συγκεκριμένα, με έλλειψη κάθε ντροπής και λογικής, είπε στην αγία Μάρτυρα: «Βλέπεις, Βαρβάρα, με ποιόν τρόπο σε προσέχουν οι θεοί και σε φρόντισαν θεραπεύοντας τις πληγές σου;». Απαντώντας δε η Μάρτυς του Θεού, τού είπε: «Οι θεοί σου, που είναι τυφλοί όπως εσύ και έχουν ανάγκη από ανθρώπινα χέρια για την κατασκευή τους, πως θα μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο; Αλλά αν θέλεις να μάθεις ποιος με θεράπευσε, σου λέγω ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού (17), τον Οποίο εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».
Αποτρόπαια βασανιστήρια
Η’. Ο ηγεμόνας εξοργίστηκε παράφορα από τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας και δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν πρόσταξε τους παρόντες να ξεσκίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές τής Μάρτυρος επιπλέον, να της κατακαίνε με λαμπάδες πυρός τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί την τίμια κεφαλή της. Και βέβαια οι παρόντες δήμιοι έσπευσαν αμέσως και έπρατταν εκείνα που τους πρόσταξε ο ηγεμόνας Μαρκιανός. Βλέποντας δε η θεοσεβής Ιουλιανή τα μαρτύρια που υφίστατο η αγία Βαρβάρα, ένιωθε μεγάλο πόνο στην ψυχή της και επειδή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, έπραττε αυτό που της ήταν δυνατόν: έδειχνε σ’ αυτήν την αγάπη της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των βασανιστών και του άρχοντα, αλλά χύνοντας από τα μάτια της ποτάμι τα δάκρυα. Κάποια στιγμή όμως ο Μαρκιανός έστρεψε το βλέμμα του στην Ιουλιανή και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Και μόλις άκουσε ότι και αυτή ήταν χριστιανή και ότι υπέφερε και πονούσε η ψυχή της από συμπάθεια προς τη Βαρβάρα, πρόσταξε να συλληφθεί και αυτή, να κρεμαστεί σε ξύλο και να καταξεσκιστούν οι πλευρές της με σιδερένιους ξυστήρες, παραπλήσια προς την αγία Μάρτυρα, τη Βαρβάρα. Οι δήμιοι έσπευσαν αμέσως και εκτέλεσαν την προσταγή.
Τότε λοιπόν η πολύαθλη Βαρβάρα ύψωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Εσύ, καρδιογνώστη Θεέ μου, γνωρίζεις ότι εγώ, ποθώντας Εσένα και αγαπώντας τους νόμους Σου, Σου προσέφερα ολόκληρο τον εαυτό μου και τον εξάρτησα από τη δεξιά Σου, Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, μη μας εγκαταλείπεις, αλλά βοήθησε μας κατά το ελεός Σου και ενίσχυσε μας να φέρουμε εις πέρας και οι δυό μας τον παρόντα δρόμο». Μετά λόγια αυτά η Μάρτυς του Χριστού ικέτευε τον Κύριο, για τον Οποίο υπέμεινε τα βασανιστήρια αυτά, και ζητούσε τη βοήθεια Του, για να ξεπεραστεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Γνώριζε δηλαδή η Αγία ποιος αψευδώς είπε: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (18).
Θ’. Ο τύραννος όμως, αντιτάσσοντας τον εαυτό του ωσάν αντίπαλο σε όλα, για να εξουδετερώσει την ανδρεία της ψυχής της Βαρβάρας και της Ιουλιανής με περίσσεια βασανιστηρίων, στράφηκε και προς αλλού είδους τιμωρία: πρόσταξε να κόψουν με σμίλη τους μαστούς τους. Γνωρίζω (19) ότι και μόνο με την ακοή του βασανιστηρίου αυτού σας έπιασε ίλιγγος. Τι λοιπόν έμελλε αυτό το βασανιστήριο να κατορθώσει, και μάλιστα σε γυναίκες, αν η ακαταμάχητη αγάπη και η πίστη προς τον Χριστό δεν ενεύρωνε τις ψυχές τους; Αλλά βέβαια στη δούλη του Θεού Βαρβάρα δεν διέφυγε καθόλου από το νου της και ποιο ήταν γι’ αυτές το φάρμακο προς αντιμετώπιση μιας τόσο φρικτής οδύνης. Για τούτο καλούσε και πάλι την εξ ύψους βοήθεια, λέγοντας: «Μην αποστρέψεις από εμάς, Χριστέ μου, το πρόσωπο Σου και μη μας αφαιρέσεις το Πνεύμα Σου το ’γιο. Δώσε μας, Κύριε, τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας που προέρχεται από Εσένα. Και στήριξε μας με ισχυρή θέληση, ώστε η πίστη μας και ευλάβεια μας προς Εσένα να μείνει ακλόνητη» (20).
Επειδή λοιπόν και προς αυτό το αποτρόπαιο βασανιστήριο υπήρχε και στις δύο μία και η αυτή βούληση και καρτερία, ο ηγεμόνας επινόησε κάτι σοφότερο, ή μάλλον κακουργότερο : διαχώρισε τη μία από την άλλη και πρόσταξε τη μεν Ιουλιανή να την κλείσουν στη φυλακή, τη δε Βαρβάρα να τη γυμνώσουν και να τη διαπομπεύσουν, περιφέροντας την σε όλη την πόλη· και επιπλέον να της μαστιγώσουν το σώμα. Η Μάρτυς όμως, γελοιοποιούμενη με την εξευτελιστική αυτή περιφορά, έπραττε πάλι εκείνα που συνήθιζε, δηλαδή έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Βασιλεύ παντοδύναμε, που περιβάλλεις με τα νέφη τον ουρανό και σπαργανώνεις με την ομίχλη τη γη, Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη Σου, Χριστέ μου, να μη γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από της που στέκονται γύρω της». Και από το Ναό τον άγιο Του ο ταχύς της βοήθεια Κύριος άκουσε την προσευχή της αγίας Μάρτυρος και, αφού εμφανίστηκε πάραυτα σ’ αυτήν, πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μια αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, περέστη και πάλι στον μιαρό Μαρκιανό.
Η τελική απόφαση του ηγεμόνα
Ι΄. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαρκιανός κατάλαβε πλέον ότι δεν μπορούσε ούτε με υποσχέσεις αγαθών ούτε με επινοήσεις βασανιστηρίων να πείσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την αγία Βαρβάρα και την ομόφρονά της και πανέμορφη Ιουλιανή. Για τούτο λοιπόν, προκειμένου αυτός να μην εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα και εκτρεπόμενος σε φανερή ανοησία, αποφάσισε την καταδίκη και των δύο σε θάνατο και πρόσταξε να τους κόψουν με ξίφος τα κεφάλια.
Παρών και θεατής σε όλα τα βασανιστήρια, που υπέστη η αγία Βαρβάρα, ήταν και ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της ο Διόσκορος. Αυτός δεν αισθάνθηκε χαρά μόνο για τα πραττόμενα κατά της κόρης του, ούτε αρκέστηκε με το μέγεθος της συμφοράς, το να δει δηλαδή με τα πατρικά του(!) μάτια την κόρη του, και κόρη τόσο ωραία, να θανατώνεται από τα χέρια των δημίων αλλά θεωρούσε ότι θα αποτελούσε καταισχύνη για τον ίδιο, ανανδρία και μαλθακότητα ψυχής, στην περίπτωση που δεν θα τη φόνευε ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια! Έτσι λοιπόν, για τον λόγο αυτό, μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, παρέλαβε την κόρη του, για να την αποκεφαλίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Οδηγούμενη λοιπόν η Βαρβάρα στο όρος για τον αποκεφαλισμό της, ενώ συνακολουθούσε και η Ιουλιανή, προς αποκεφαλισμό και εκείνη, όντας πλέον (η Βαρβάρα) κοντά στο τέλος της ζωής της, φρόντισε για την προσφιλή προσευχή της. Έτσι, έκλινε τα γόνατα και είπε: «’ναρχε Θεέ, Εσύ που εξέτεινες τον ουρανό ωσάν θολωτή στέγη και θεμελίωσες τη γη πάνω στα ύδατα, Εσύ που προστάζει τις νεφέλες να βρέχουν και έστησες τον ήλιο να φωτίζει τα πάντα· και τις κοινές αυτές απολαύσεις τις χορηγείς σε δικαίους και αδίκους, σε αγαθούς και σε πονηρούς (21). Εσύ και τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά Σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματός Σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειας του αξίωσε τους να μην τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο. Διότι, Κύριε, ξέρεις ότι εμείς είμαστε σάρκες και αίμα, έργο των αχράντων χεριών Σου και τιμημένοι με τη δική Σου εικόνα και τη δυνατότητα να ομοιωθούμε με Εσένα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η αγία μάρτυς Βαρβάρα· και μια παράδοξη φωνή ακούστηκε εξ ουρανού, η οποία καλούσε προς τον ουρανό και αυτήν, τη Βαρβάρα, και τη σύναθλό της Ιουλιανή, και υποσχόταν συνάμα την εκπλήρωση των αιτημάτων της. Ακούοντας δε η Αγία αυτήν τη γλυκιά φωνή, πήρε περισσότερο θάρρος και περπατούσε με βιασύνη στον δρόμο, ώστε να φτάσει το γρηγορότερο στον τόπο της τελειώσεως.
Η τελείωση
ΙΑ’. Μόλις η αγία μάρτυς Βαρβάρα έφτασε στον καθορισμένο τόπο, έσκυψε το κεφάλι της και δέχτηκε την τελείωση από τα πατερικά χέρια δια του πατρικού ξίφους και παραδόξω ς αναφάνηκε καρπός καλός από δέντρο φαύλο. Επίσης τελειώθηκ ε μαζί της δια ξίφους και η Ιουλιανή από κάποιον εκ των στρατιωτών πού ήταν εκεί. Όμως, μετά από τους άδικους αυτούς αποκεφαλισμούς, η θεία δίκη δεν περίμενε ούτε τον παραμικρό χρόνο, αλλά αμέσως τιμώρησε τον ασεβή και παιδοκτόνο εκείνον πατέρα, και για το αποτρόπαιο έγκλημα του και προς παραδειγματισμό. Συγκεκριμένα: ενώ αυτός, ο άθλιος όντως, κατέβαινε από το όρος, χτυπήθηκε από κεραυνό και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή· όχι μόνο από την πρόσκαιρη και ρευστή, αλλά και από την αιώνια, όντας ανάξιος και στην παρούσα ζωή να ζει και τη μέλλουσα να απολαύσει. Αλλά η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε και μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό, ως προοίμιο οπωσδήποτε και αψευδές σύμβολο του άυλου και άσβεστου εκείνου πυρός, από το οποίο αυτός έμελλε να κολάζεται αιωνίως.
Τα ιερά σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής τα πήρε με ευλάβεια ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ονόματι Ουαλεντίνος, και αφού τα τίμησε πρεπόντως με ιερά άσματα, τα ενταφίασε σεμνοπρεπώς και θεοφιλώς σε έναν τόπο που ονομάζεται Γελασσός και απέχει δώδεκα μίλια από τα Ευχάιτα (22). Και τα ενταφιασμένα εκεί ιερά αυτά σώματα αποτελούν νόσων ίαμα, ψυχών αγαλλίαμα, ανδρών φιλόθεων πολυέραστο εντρύφημα, προς δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας, στον Οποίο πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο που άθλησε η αγία Βαρβάρα δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στις διάφορες πηγές ( ’κτα και Συναξάρια), ενώ τα μαρτύρια της Αγίας περιγράφονται σχεδόν ομοιόμορφα, τα περί του τόπου και του χρόνου διαφέρουν. Συγκεκριμένα, ως προς τον τόπο: άλλα κείμενα λένε ότι η αγία Βαρβάρα μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας· άλλα, τα λατινικά, λένε όχι μαρτύρησε στην Τοσκάνη της Ιταλίας· και άλλα, τα περισσότερα, λένε όχι μαρτύρησε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης. Ας σημειωθεί ότι ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο Λατίνος Mombritius, ως τόπο μαρτυρίου της Αγίας, δέχονται την Ηλιούπολη. Και αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι το σωστό. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ηλιουπολίτες θεωρούν την Αγία δική τους. Κοντά δε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας υπήρχε αρχαία Μονή επ’ ονόματι της αγίας Βαρβάρας. Ως προς τον χρόνο: άλλα κείμενα λένε ότι η Αγία μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός (235-238), και συγκεκριμένα περί το 237 μ.Χ., και άλλα λένε ότι μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Το πιο πιθανό είναι ότι η Αγία μαρτύρησε περί το 306 μ.Χ.
Το ιερό λείψανο της μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας μετακομίστηκε αργότερα από την Ηλιούπολη στην Κωνσταντινούπολη και αποθησαυρίστηκε στον ιερό Ναό, τον όποιο έχτισε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) εντός των ανακτόρων επ’ ονόματι της Αγίας. Κατά το έτος 991 μ.Χ. τμήματα του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Είναι γνωστό επίσης ότι η κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-118), ονόματι Βαρβάρα, σύζυγος του Ρώσου μεγάλου Δούκα του Κιέβου Σβιατοπόλκ – Μιχαήλ, μετέφερε στο Κίεβο τμήμα του ιερού λειψάνου της αγίας Βαρβάρας, το οποίο και εναπέθεσε στον ιερό Ναό Μονής του Κιέβου, τον οποίο ανήγειρε ο Σβιατοπόλκ 1108 μ.Χ.
Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είναι από τις δημοφιλέστερες Αγίες της Εκκλησίας μας και κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Κατάσπαρτη είναι η χώρα μας από περικαλλείς ναούς και εξωκκλήσια επ’ ονόματι της. Την αγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα έχει ως προστάτιδά του το ελληνικό Πυροβολικό, το οποίο και πανηγυρίζει με κάθε λαμπρότητα κατά την ημέρα της μνήμης της, δηλαδή στις 4 Δεκεμβρίου.
Αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμάει ξεχωριστά την αγία Βαρβάρα. Η Αγία στη Δύση θεωρείται προστάτιδα των εργατών ορυχείων, των πύργων, των φυλακισμένων, των αρχιτεκτόνων, των κωδωνοποιών, των οχυρώσεων, των πυριτιδοποιών, των χαλκουργών, των μαγείρων κ.ά.
Στην Τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα εξεικονίζεται ως κόρη εξοχής ωραιότητας, κρατώντας σταυρό με το δεξιό της χέρι και έχοντας την παλάμη του αριστερού χεριού ανεστραμμένη, σύμβολο της καρτερίας της στο μαρτύριο. Η Αγία εξεικονίζεται και σε «υποθέσεις» (= συνθέσεις) του μαρτυρίου της. Σε μια «υπόθεση» λ.χ. ζωγραφίζεται ως καταδιωκόμενη από τον πατέρα της, ο οποίος κρατεί στο χέρι του ξίφος, ενώ στο βάθος διακρίνεται ό πύργος, στον όποιο κατά την παράδοση ήταν κλεισμένη.
Στην Τέχνη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η Μεγαλομάρτυς εξεικονίζεται επίσης ως κόρη πάγκαλη, κρατώντας με το δεξιό της χέρι το ποτήριο του μαρτυρίου ή κλάδο φοίνικα, σύμβολο της νίκης στο μαρτύριο, ενώ πίσω της διακρίνεται ευκρινώς ο πύργος. Συχνά η Αγία ζωγραφίζεται και μαζί με άλλες παρθενομάρτυρες και ιδιαίτερα μαζί με την αγία Αικατερίνη.
Ας σημειωθεί και το έξης: η αγία Βαρβάρα κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ελληνική Λαογραφία και είναι συνδεδεμένη με πολλά έθιμα και παραδόσεις του λαού μας (βλ. Ν. Πολίτου, Λαογραφικά σύμμεικτα Γ (1931), σσ. 69,90, 135, καί Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας (1943), σσ. 29-31).
(2). Ο Μαξιμιανός διατέλεσε συναυτοκράτορας του Διοκλητιανού και είχε την ευθύνη της διοικήσεως του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο σύστημα της Τετραρχίας. Βασίλευσε από το 286 μέχρι το 305 μ.Χ. Υπήρξε άγριος και απηνής διώκτης του Χριστιανισμού.
(3). Η Ηλιούπολη, περί της οποίας γίνεται εδώ λόγος, είναι αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας (Φοινίκης), χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Αντιλιβάνου. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Συρίας. Διαδοχικά, μετά από τους Έλληνες, περιήλθε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους ’ραβες (635 μ.Χ.) και αργότερα στους Οθωμανούς (1517 μ.Χ.). Από το έτος 1924 μ.Χ. περιελήφθη στο κράτος του Λιβάνου και από τους ντόπιους ονομάζεται Μπαλμπέκ (πόλη του Βάαλ, δηλαδή του Ήλιου).
Ας σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε και άλλη Ηλιούπολη, η της Αιγύπτου· δεν έχει όμως σχέση με την αγία Βαρβάρα.
(4). Εννοείται κατά τους χρόνους της συγγραφής του Συναξαρίου από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή (10ος αι. μ.Χ.).
(5). Βλ. σημ. 4.
(6). Τα ρείθρα του Ιορδάνη απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, διότι σ’ αυτά βαπτίστηκε ο Κύριος από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
(7). Βλ.Ιωάν.θ ‘ 1-7.
(8). Βλ.Ιωάν.ε ‘ 1-16.
(9) Περί της αγίας Θέκλας ιδέ στις σχετικές σελίδες του παρόντος βιβλίου.
(10). Βλ Ιωάν. η’ 44.
(11). Βλ. Ματθ. ιδ’ 1-12 και Μαρκ. οτ ‘ 14-29.
(12). Βλ.Ψαλμ.ριγ ‘(113)5.
(13). Βλ.ΨαλμΛε ‘(90)5.
(14). Βλ.Ησ.λε’4.
(15). Βλ. Ησ. λε’ 10.
(16). Η Ιουλιανή συνεμαρτύρησε με την αγία Βαρβάρα και η μνήμη και αυτής εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.
(17). Βλ.Ματθ.ιστ’16.
(18). Βλ. Ματθ. κστ’ 41 και Μαρκ. ιδ’ 38.
(19) Εννοείται ο συγγραφέας του Συναξαρίου.
(20). Παράβαλε Ψαλμ. ν’ (50) 13-14.
(21). Παράβαλε Ματθ. ε’ 45.
(22). Εσφαλμένως αναφέρονται τα Ευχάιτα με το όνομα αυτό είναι γνωστές δύο αρχαίες μικρασιατικές πόλεις, αντί του ορθού Ηλιούπολη, πλησίον της οποίας και βρίσκεται η τοποθεσία Γελασσός.
Ο λουθηρανισμός λίαν ενωρίς μετεδόθη εις τας Κάτω Χώρας, Σκωτίαν, Αγγλίαν και Γαλλίαν, αλλ’ εξ επιδράσεως των επιστολών, των συγγραμμάτων και των μαθητών του Καλβίνου αντικατεστάθη υπό του καλβινισμού. Εν ταις Κάτω Χώραις τον καλβινισμόν επολέμησεν η αυτοκρατορική δυναστεία των Αψβούργων, εις την οποίαν υπήγοντο αύται. Κάρολον τον Ε' εν Ισπανία και Κάτω Χώραις διεδέχθη ο υιός αυτού Φίλιππος ο Β' (1556). Θρησκόληπτος καθολικός και δραστήριος, εδέσποσε της Ευρώπης και κατέστη η ενσάρκωσις της αντιμεταρρυθμίσεως. «Προτιμώ, έλεγε, να χάσω εκατόν χιλιάδας ανθρώπων, ή κατ’ ελάχιστον να μεταβάλω την θρησκείαν». Επεδίωκε τον εκκαθολικισμόν και την εξισπάνισιν των Κάτω Χωρών. Ούτως η άμυνα του προτεσταντισμού ενταύθα έλαβεν εθνικόν χαρακτήρα και κατέληξεν εις επανάστασιν. Οι υπέρ της ελευθερίας των Κάτω Χωρών αγώνες, διήρκεσαν, μετά διακοπής δώδεκα ετών — από του δευτέρου ημίσεως της ιστ' εκατονταετηρίδος (1566) μέχρι των μέσων της ιζ' εκατονταετηρίδος— μέχρι του τέλους του τριακονταετούς πολέμου και της συνθήκης της Βεστφαλίας (1648). Δια της συνθήκης ταύτης αι επτά βόρειοι επαρχίαι απεσπάσθησαν της Ισπανίας και απετέλεσαν την δημοκρατίαν της Ολλανδίας. Ο καλβινισμός εν αυτή κατέστη επίσημος θρησκεία του κράτους˙ αλλά και άλλαι προτεσταντικαί ομολογίαι υπό όρους ήσαν ανεκταί. Αι νότιαι επαρχίαι, αποτελέσασαι το Βέλγιον, έμειναν υπό την Ισπανίαν και απέβησαν καθολικαί.
Η εν Σκωτία επικράτησις του καλβινισμού οφείλεται εις τον Ιωάννην Κνόξ, ο οποίος είχε διαμείνει εν Γενεύη και ήλθεν εις στενήν σχέσιν μετά του Καλβίνου. Εκείθεν δι’ επιστολών, προκηρύξεων και πολεμικών έργων επέδρα επί της πατρίδος αυτού. Επανελθών εις αυτήν, έγινεν η ψυχή της επαναστάσεως κατά της καθολικιζούσης βασιλικής εξουσίας, ασκουμένης υπό της Γαλλίδος χήρας βασιλίσσης Μαρίας Γκίζη, και η ψυχή της εφαρμογής του καλβινισμού. Προυκλήθη εμφύλιος πόλεμος. Η Βουλή (1560) επισήμως ίδρυσε την καλβινικήν σκωτικήν Εκκλησίαν («πρεσβυτεριανήν»). Μετά εν έτος, επιστρέψασα εκ Γαλλίας η θυγάτηρ της Μαρίας Γκίζη, Μαρία Στούαρτ, μετά τον θάνατον του συζύγου αυτής, του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου του Β', έχουσα ηλικίαν δέκα εννέα ετών, έγινε βασίλισσα της Σκωτίας και επανήρχισε τον αγώνα κατά του καλβινισμού. Ο γραμματεύς αυτής Ιταλός Δαυίδ Ρίκκιο, πράκτωρ της αντιμεταρρυθμίσεως, εδολοφονήθη υπό του δευτέρου συζύγου της βασιλίσσης, του Άγγλου ευπατρίδου Δάρνλεϋ˙ αλλά και ο Δάρνλεϋ εδολοφονήθη ασθενής και κλινήρης, ανατιναχθείς δι’ εκρηκτικών υλών μεθ’ όλου του οικοδομήματος. Η βασίλισσα Μαρία Στούαρτ έλαβε σύζυγον τον δολοφόνον. Ο λαός ηνωμένος εστράφη κατά της βασιλίσσης, η οποία ηναγκάσθη να παραιτηθή υπέρ του υιού αυτής και του Δάρνλεϋ (Ιακώβου του Έκτου) και έφυγεν εις την Αγγλίαν. Ο Κνόξ είχε διατυπώσει την αρχήν, ότι «εναντίον της ειδωλολατρικής εξουσίας να σύρη τις το ξίφος και αιχμαλωτίση αυτήν, δεν είναι ανυπακοή εις τους ηγεμόνας, αλλ’ ορθή υπακοή, διότι αποτελεί εκπλήρωσιν της θελήσεως του Θεού». Οι Προτεστάνται και μάλιστα οι Καλβινισταί «ειδωλολάτρας» ωνόμαζον τους καθολικούς, δια την ανεπτυγμένην εξωτερικήν λατρείαν και κυρίως δια την χρήσιν των εικόνων. Ο καλβινισμός έμεινεν οριστικώς επίσημος θρησκεία της Σκωτίας, τα δε εκκλησιαστικά κτήματα κατά το πλείστον ηρπάγησαν υπό των ευγενών.
Ο βασιλεύς της Αγγλίας Ερρίκος ο Η' (Τυδώρ), προωρισμένος να γίνη κληρικός, είχε λάβει εν Οξφόρδη θεολογικήν μόρφωσιν και έγραψε σύγγραμμα κατά του Λουθήρου (1521), ονομασθείς υπό του πάπα «υπερασπιστής της πίστεως» (defensor fidei), επέτρεψε δε εν Αγγλία την δίωξιν του λουθηρανισμού. Αλλ’ ο Ερρίκος έπειτα ήλθεν εις διάστασιν προς τον πάπαν, ένεκα του διαζυγίου αυτού από της Αικατερίνης της Αραγονίας. Ο γάμος ούτος ήτο αντικανονικός, διότι η Αικατερίνη ήτο σύζυγος του αποθανόντος πρεσβυτέρου αδελφού του Ερρίκου, αλλά κατ’ οικονομίαν ο γάμος είχεν επιτραπεί υπό του πάπα (Ιουλίου του Β'), ότε δε ο Ερρίκος, στηριζόμενος επί της αντικανονικότητος του γάμου, ήθελε να διαζευχθή την Αικατερίνην, ίνα λάβη την αυλικήν Άνναν Βόλεϋν, ο πάπας (Κλήμης ο Ζ') δεν έδιδε διαζύγιον. Ο βασιλεύς Ερρίκος, εμπνεόμενος υπό απολυταρχικών και θεοκρατικών ιδεών, εκήρυξεν ανταρσίαν κατά της παπικής εξουσίας. Εξεβίασε τας δύο επαρχιακάς συνόδους (Καντερβουρίας και Υόρκης) του αγγλικού κλήρου να αναγνωρίσωσι τον βασιλέα ανωτάτην κεφαλήν της αγγλικανικής Εκκλησίας ( «suppremum caput ecclesiae» ), αλλά μετά της υπό του αρχηγού της παπικής μερίδος Ιωάννου Φίσερ, Ιησουΐτου και επισκόπου της πόλεως Ρότσεστερ, γενομένης προσθήκης, «όσον δια του νόμου του Χριστού επιτρέπεται» (quantum per legem Christi licet), η οποία όμως έμεινεν άνευ πρακτικής σημασίας. Η Βουλή, υπό τον απειλήν αυστηροτάτων τιμωριών, ηναγκάσθη να αναγνωρίση την επελθούσαν μεταβολήν (1534). Επειδή τα μοναστήρια, των οποίων πολλά εξηρτώντο απ’ ευθείας εκ του πάπα, ήσαν κέντρα παπικής επιρροής και πλούσια, δι’ αποφάσεων της Βουλής (1536 και εξής) κατηργήθησαν, τα δε μοναστηριακά κτήματα εδημεύθησαν υπέρ του στέμματος, μέρος δε αυτών παρεχωρήθη εις τους ευγενείς. Η ομολογία και η λατρεία έμεινε καθολική και μάλιστα κατεδιώχθησαν οι προτεσταντίζοντες (ο αιματηρός νόμος του 1539), επομένως, η επελθούσα μεταβολή ήτο απλώς διοικητική. Επετράπη μόνον η διάδοσις της Αγίας Γραφής εν αγγλική μεταφράσει.
Επί του υιού του Ερρίκου και διαδόχου Εδουάρδου του Έκτου (1547), ο οποίος είχε γεννηθεί εκ της τρίτης συζύγου Ιωάννης Σέϋμουρ και ήτο ακόμη δεκαετής, μετερρυθμίσθη πρώτην φοράν η ομολογία της αγγλικανικής Εκκλησίας. Επρωτοστάτησαν ο ηγεμών της Σομερσέτης Εδουάρδος, θείος εκ μητρός του βασιλέως («προστάτης της Αγγλίας») και ο Καντερβουρίας Θωμάς Κράμμερ. Ακριβώς από του έτους εκείνου, δια των επιστολών του Καλβίνου, της προσκλήσεως καλβινιστών λογιών και της εν Λονδίνω κοινότητος καλβινιστών προσφύγων, ήρχισεν εν Αγγλία η επίδρασις του Καλβινισμού. Επισήμως επικυρωθέντα υπό των Βουλών εξεδόθησαν το νέον Ευχολόγιον («Book of common prayer ») και η νέα ομολογία των 42 άρθρων (1552). Δι’ αυτών η λατρεία και η διδασκαλία μετερρυθμίσθησαν εν μετριοπαθεί καλβινικώ πνεύματι, αλλ’ η μεν ομολογία μάλλον εκαλβίνιζε, το δε ευχολόγιον μάλλον εκαθολίκιζε. Διετηρήθη ο επισκοπικός βαθμός και η έννοια της ειδικής ιερωσύνης, δια τούτο η Αγγλικανική Εκκλησία εκτιμά και υπέρ εαυτής διεκδικεί την αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν (1) . Η εν Αγγλία μεταρρύθμισις απ’ αρχής συνησθάνετο την διαφοράν εαυτής από του προτεσταντισμού της ηπειρώτικης Ευρώπης και εθεώρει εαυτήν ως επάνοδον εις τον χριστιανισμόν των Ελλήνων Πατέρων. Η γενομένη μεταρρύθμισις δεν εύρεν απήχησιν παρά τω αγγλικώ λαώ, δια τούτο Μαρία η Καθολική (1553 - 1558), θυγάτηρ της θρησκομανούς Ισπανίδος Αικατερίνης της Αραγονίας, διαδεχθείσα τον ετεροθαλή αδελφόν αυτής Εδουάρδον, θανόντα εις ηλικίαν δεκαπέντε ετών, ευκόλως επανέφερε τον καθολικισμόν και κατεδίωξε τους Προτεστάντας (μάρτυρες, φυγάδες εις Ελβετίαν). Η βασιλεία αυτής διήρκεσε μόνον πέντε έτη, η δε ολιγοχρόνιος αύτη αντίδρασις κατά του προτεσταντισμού όχι μόνον δεν ηδυνήθη να εξολοθρεύση αυτόν, αλλά και κατέστησε αυτόν δημοτικώτερον και συνετέλεσεν, ώστε να ρίψη ρίζας περισσοτέρας και βαθυτέρας.
Η ετεροθαλής αδελφή της Μαρίας Ελισάβετ (1558 - 1603), το τελευταίον επιζών τέκνον Ερρίκου του Η', ήτο θυγάτηρ της δευτέρας συζύγου, της προτεσταντιζούσης Άννας Βόλεϋν, αλλ’ επί της Μαρίας είχε γίνει καθολική. Δεν είχεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλ’ υπό των δραστηριωτέρων και ισχυροτέρων στοιχείων του αγγλικού έθνους ωθήθη εις την εγκατάλειψιν της εκκλησιαστικής πολιτικής της αδελφής αυτής και την αποκατάστασιν της αγγλικανικής Εκκλησίας, προς ενίσχυσιν και καθησύχασιν του έθνους. Ο προτεσταντισμός αποκατέστη επί το συντηρητικώτερον. Ο βασιλεύς της Αγγλίας ωνομάσθη υπό της Βουλής όχι πλέον ανωτάτη κεφαλή της Εκκλησίας, αλλ’ απλώς ανώτατος κυβερνήτης του κράτους εν τοις εκκλησιαστικοίς και πολιτικοίς (1559). Ο βασιλεύς είχε τα δικαιώματα, τα οποία ο Θεός εν τη Αγία Γραφή παρέσχεν εις όλους τους ευσεβείς ηγεμόνας. Το Ευχολόγιον υπέστη τροποποίησιν επί το καθολικώτερον («Iniunctions», Διατάξεις, Ιούνιος 1559)˙ παραδείγματος χάριν, εισήχθησαν πάλιν τα άμφια, η δε ομολογία των 42 άρθρων συνεπτύχθη εις 39 άρθρα (1563). Εν αυτή η περί απολύτου προορισμού και θείας ευχαριστίας καλβινική διδασκαλία απέβαλε την οξύτητα αυτής, εγκαταλειφθείσης της κατά του Λουθήρου πολεμικής φρασεολογίας. Το περί δύο μυστηρίων άρθρον έμεινεν. Ούτως εις την αγγλικανικήν Εκκλησίαν, η οποία είχε διατηρήσει καθολικά στοιχεία, εισήχθησαν επί της Ελισάβετ νέα τοιαύτα. Ο Ματθαίος Πάρκερ, καίπερ προσκληθείς, δεν ηδυνήθη, δι’ ασθένειαν, να μετάσχη της τροποποιήσεως του Ευχολογίου˙ γενόμενος αρχιεπίσκοπος, Καντερβουρίας, αυτός έκαμε την μνημονευθείσαν σύμπτυξιν των άρθρων (εις 39), επεξειργάσθη αυτά και εχειροτόνησεν εννέα επισκόπους, εκ των οποίων προέρχεται η αγγλικανική ιεραρχία. Δια το πρόβλημα κατά πόσον η αγγλικανική ιεραρχία έχει αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν, ενέχει θεμελιώδη σημασίαν το κύρος της χειροτονίας του Πάρκερ.
Ο Πάρκερ, έγγαμος κληρικός, εχειροτονήθη αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας υπό τεσσάρων επισκόπων εκ της εποχής Εδουάρδου του ΣΤ', των οποίων δύο μεν είχον χειροτονηθεί κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον της εποχής εκείνης, δύο δε, κατά τον λατινικόν ρυθμόν, των οποίων εις ήτο πρώην επίσκοπος (ο Barlow). Η χειροτονία έγινεν εν τω παρεκκλησίω του αρχιεπισκοπικού μεγάρου κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον (17 Δεκεμ. 1559), συμφώνως, βεβαίως, προς το νέον Ευχολόγιον, το οποίον προ εξαμηνίας είχεν εκδοθεί. Άγγλοι παπικοί βραδύτερον( μετά τριακονταετίαν) ισχυρίσθησαν ότι η χειροτονία έγινεν εν καπηλείω «ελλιπής την μορφήν και βλάσφημος την τέλεσιν», αλλ’ οι ισχυρισμοί ούτοι δεν είναι αληθείς. Απαραίτητον στοιχείον της εγκύρου χειροτονίας είναι, ότι η Εκκλησία πρέπει να δέχεται ειδικήν ιερωσύνην˙ αλλά τα καλβινίζοντα άρθρα της αγγλικανικής Εκκλησίας παρέχουσι δυσκολίας, προκειμένου να ευρεθή, αν οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ, ως αντιπρόσωποι της αγγλικανικής Εκκλησίας, είχον την έννοιαν της ειδικής ιερωσύνης, της οποίας στερούνται αι προτεσταντικαί Εκκλησίαι (ίδε ανωτέρω σημ. 1). Εις αντιστάθμισιν, μεταγενέστεροι αγγλικανοί επίσκοποι απεφάνθησαν, ότι οι αγγλικανοί κληρικοί «δεν είναι αναγκαίον να υποχρεώνται εις την αποδοχή των 39 άρθρων» (1888) και ότι εις περίπτωσιν ασαφείας των 39 άρθρων ισχύει η γνώμη του Ευχολογίου» (1930), η δε επίσημος Αγγλικανική Εκκλησία φαίνεται ερμηνεύουσα τα 39 άρθρα συμφώνως προς το Ευχολόγιον, αλλά δεν υπάρχει ακόμη τόσον επίσημος περί τούτου απόφασις αυτής, λύουσα το ζήτημα ωρισμένως και γενικώς (Χρήστου Ανδρούτσου, Το κύρος των Αγγλικών χειροτονιών, 1903, σελ. 66. Κ. Δυοβουνιώτου, Περί της ενώσεως της Αγγλικανικής Εκκλησίας μετά της Ορθοδόξου, 1932, σελ. 14 κ. εξ. Δ. Μπαλάνου, Περί του κύρους των Αγγλικανικών χειροτονιών, 1939, σελ. 77. Γερμανού Στρινοπούλου, Die Beziehungen der Orthodoxen Kirche zu den anderen Kirchen, «Ekklesia» 1939, σελ. 141. Αμ. Αλιβιζάτου, To κύρος της ιερωσύνης της Αγγλικανικής Εκκλησίας, 1940, σελ. 121 και εξής) (2)
Η επί της βασιλίσσης Ελισσάβετ αποκατασταθείσα Αγγλικανική Εκκλησία υπέστη νέαν επίθεσιν εκ μέρους της αντιμεταρρυθμίσεως, προς αποκατάστασιν του καθολικισμού, ως όργανον δε εχρησιμοποιήθη η Μαρία Στούαρτ, η φυγάς βασίλισσα της Σκωτίας, εγείρασα αξιώσεις επί του αγγλικού θρόνου. Πρώτον, διότι ήτο εγγονή της αδελφής του βασιλέως της Αγγλίας Ερρίκου του Η' Μαργαρίτας, γενομένης βασιλίσσης της Σκωτίας (συζύγου Ιακώβου του Δ') δεύτερον, ο πάπας Παύλος ο Δ' (1559) είχε κηρύξει την Ελισάβετ νόθον, ως τέκνον Ερρίκου του Η' εκ του γάμου μετά της Βόλεϋν, τον οποίον ο πάπας εθεώρει άκυρον˙ τρίτον, ο πάπας Πίος ο Ε' (1570) είχεν αφορίσει την Ελισάβετ δια την επαναφοράν του προτεσταντισμού. Η Μαρία Στούαρτ κατεδικάσθη εις θάνατον, αποκεφαλισθείσα δια πελέκεως, η δε Ελισάβετ εξηκολούθησεν ήσυχος την βασιλείαν αυτής. Τα μνημονευθέντα γεγονότα είχον οριστικώτερον ωθήσει αυτήν εις τον προτεσταντισμόν. Η Ελισάβετ, βασιλεύσασα σαράντα πέντε έτη, απέθανεν άτεκνος και άγαμος, διεδέχθη δε αυτήν ο υιός της Μαρίας Στούαρτ ως Ιάκωβος Α' (1603), βασιλεύς ήδη της Σκωτίας, ούτω δε επήλθεν ένωσις των δύο βασιλείων. Τούτον διεδέχθη ο υιός αυτού Κάρολος ο Α' (1625). Αμφότεροι εκληρονόμησαν και ενίσχυσαν τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας Ερρίκου του Η' και είχον τάσεις εις τον καθολικισμόν. Σύμβουλος και συνεργάτης αυτών υπήρξεν ο Γουλιέλμος Λώδ ( Laud, επίσκοπος Λονδίνου 1628, αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας 1633), εισαγαγών νέα καθολικά στοιχεία εις την λατρείαν και την θεολογίαν (3).
Κατά την εποχήν ταύτην επήλθε μεταβολή της Αγγλικανική ς Εκκλησίας. Η ομολογία των 42 και των 39 άρθρων της Εκκλησίας ταύτης δεν δέχεται την ιερωσύνην ως μυστήριον, ή, κατά τινας, δέχεται μεν αυτήν ως μυστήριον, αλλ’ όχι υπό του Χριστού ιδρυθέν (άρθρον 25ον). Πρώτος ο κληρικός Ριχάρδος Μπάγκροφτ ( Bancroft, βραδύτερον επίσκοπος Λονδίνου και αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας), εν τω ναώ του Αγίου Παύλου (Cross, 15 Φεβρ. 1579, επί βασιλίσσης Ελισάβετ), δια λόγου πολέμων τους Πουριτανούς {πρεσβυτεριανούς - ίδε § 45), εκήρυξεν, ότι οι επίσκοποι ωρίσθησαν υπό του Χριστού ως διάδοχοι των Αποστόλων˙ αρχικώς μόνον αυτοί έχουσι την εξουσίαν της εκκλησιαστικής διοικήσεως και χειροτονίαν, η δε διακοπή της αποστολικής διαδοχής αίρει ολοτελώς το ιερατείον και τα μυστήρια (εκτός του λόγου, τυπωθέντος μετά ταύτα, μεταγενέστεραι συμπληρώσεις). Άλλοι ηκολούθησαν αυτόν. Αφετέρου ο έχων ανθρωπιστικόν ενδιαφέρον βασιλεύς Ιάκωβος ο Α', συμφώνως προς τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας αυτού, έγραψεν εις τον υιόν Κάρολον : «ο Θεός σε εδημιούργησε μικρόν Θεόν» (συγγραφή υπό την επιγραφήν «Βασιλικόν δώρον» — αι λέξεις ελληνιστί, 1598). Ούτω το επισκοπικόν και το βασιλικόν αξίωμα εθεωρήθησαν θείας προελεύσεως και στενώς προς άλληλα συνδεδεμένα. Αύτη είναι η έννοια της λεγομένης «Υψηλής Αγγλικανικής Εκκλησίας» (το όνομα παρουσιάσθη μετά το 1662), η οποία συνεπληρώθη και επεκράτησε δια του μνημονευθέντος Καντερβουρίας Γουλιέλμου Λώδ. Εν αντιθέσει προς το ασκητικόν πνεύμα των Πουριτανών, εξετιμώντο ιδιαιτέρως αι κοσμικαί απολαύσεις και συνιστώντο επιτρεπόμεναι τέρψεις, χοροί, σπορ και τα όμοια (Book of Sports, εκδοθέν υπό του βασιλέως, 1618).
Ο βασιλεύς Κάρολος ο Α', κυβερνήσας ένδεκα έτη άνευ Βουλής, προυκάλεσε την αγγλικήν επανάστασιν (1642-49). Ο Καντερβουρίας Λωδ εκαρατομήθη τω 1645, ο βασιλεύς Κάρολος εκαρατομήθη τω 1649. Εκηρύχθη δημοκρατία (1649-1660, Κρόμβελλ), κατηργήθη η Υψηλή Εκκλησία και εισήχθη αμιγής καλβινισμός. Αι έριδες των στρατηγών επανέφερον την βασιλείαν (Κάρολος ο Β', υιός του καρατομηθέντος βασιλέως) και την Υψηλήν Εκκλησίαν. Επί Καρόλου του Β’ (1660) και του αδελφού αυτού Ιακώβου του Β' (1685) έγιναν σαφέστεραι αι προς τον καθολικισμόν τάσεις της δυναστείας ταύτης (Στούαρτ). Ο πρώτος απέθανε καθολικός˙ ο δεύτερος ήδη δούξ Υόρκης ανήκε φανερά εις την καθολικήν Εκκλησίαν, γενόμενος δε βασιλεύς εφάνη επιδιώκων να επαναφέρη τον καθολικισμόν και δια τούτο εξεθρονίσθη (1688). Εις τον θρόνον ως βασιλεύς εκλήθη ο πρόεδρος της Ολλανδικής δημοκρατίας Γουλιέλμος της Οράγγης, ανεψιός εξ αδελφής και γαμβρός επί θυγατρί του εκθρονισθέντος βασιλέως της Αγγλίας. Οι μη δεχθέντες την μεταβολήν ταύτην και μη δώσαντες όρκον εις το νέον καθεστώς, επομένως περισσότερον των άλλων ρέποντες εις τον καθολικισμόν, ωνομάσθησαν «Ανώμοτοι». Η επικράτησις των συνταγματικών θεσμών και των νέων ιδεών επέφερον εξασθένησιν του βασιλικού αξιώματος και της Υψηλής Εκκλησίας. Νέαν θρησκευτικήν ζωήν έδωσεν εις αυτήν η Οξφόρδειος κίνησις (Τρακτάριοι, Πουσεΰται και Τελετόφιλοι, από του πρώτου ημίσεος της ιθ' εκατονταετηρίδος και εξής), περί της οποίας θα γίνη λόγος εις το οικείον μέρος (4).
Παραπομπές
(1) Ταύτα στηρίζονται κυρίως επί του Ευχολογίου. Τα άρθρα κάμουσι λόγον περί δύο μυστηρίων (άρθρον 25) και περί χειροτονίας των τριών βαθμών (άρθρον 36). Κατά τον Α.Δ. Κυριακόν, δέχονται δύο μυστήρια (βάπτισμα και θείαν ευχαριστίαν)˙ αρνείται τούτο ο Χρ. Ανδρούτσος και σαφέστερον ο Κ. Δυοβουνιώτης.
(2) Ο καθηγητής Βασίλειος Αντωνιάδης, εν εφημερίδι της Κωνσταντινουπόλεως, κρίνων την μνημονευθείσαν διατριβήν του Χρήστου Ανδρούτσου, διετύπωσε τας επομένας τρεις θεμελιώδεις αρχάς : α) Η δήλωσις της σημερινής Αγγλικανικής Εκκλησίας, ότι δέχεται την ειδικήν ιερωσύνην, οσονδήποτε επίσημος και αν είναι, δεν δύναται να αντικαταστήση την πίστιν της Αγγλικανικής Εκκλησίας, την οποίαν αντεπροσώπευον την εποχήν εκείνην οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ και την οποίαν αντεπροσώπευε και ο Πάρκερ χειροτονήσας εννέα επισκόπους. Αν εκείνοι δεν εδέχοντο ειδικήν ιερωσύνην, η αποστολική διαδοχή έχει πλέον διακοπεί, και δεν ωφελεί η σημερινή πίστις. β) Η άκυρος χειροτονία (ως και πάν άλλο άκυρον μυστήριον) μόνον δια της επαναλήψεις του μυστηρίου δύναται να αρθή, ουδεμία δε οικονομία είναι δυνατόν να άρη αυτό, διότι άλλως η οικονομία μεταβάλλεται εις μυστήριον και, μάλιστα, εις το μυστήριον των μυστηρίων, αντικαθιστών οιοδήποτε άλλο μυστήριον. Προκειμένου περί εγκύρου, αλλ’ αντικανονικής χειρατονίας (ουχί «ακύρου» αλλ’ «ακυρωσίμου») δύναται να ισχύση οικονομία και εφαρμογή οιασδήποτε συμπληρωματικής τελετής, γ) Ο ισχυρισμός, ότι η Εκκλησία αποφαίνεται μόνον οσάκις πρόκειται να εισέλθωσιν εις αυτήν αλλόδοξοι κληρικοί, είναι φαινομενικός και εσφαλμένος. Διότι με τον τρόπον, με τον οποίον θα δεχθή αυτούς, δεικνύει συγχρόνως ποιαν γνώμην έχει περί των μυστηρίων της αλλοδόξου Εκκλησίας. Εφόσον δεν επαναλάβη το μυστήριον της χειροτονίας, κατ’ αδήριτον λογικήν ανάγκην, δεικνύει, ότι την ιερωσύνην της Εκκλησίας εκείνης δεν θεωρεί άκυρον, αλλ’ έγκυρον, οσονδήποτε και αν αποφεύγη να το ομολογήση φανερά.
(3) Εκ των μεταβολών της λατρείας αναφέρομεν την σπουδαιοτέραν. Αι της θείας ευχαριστίας τράπεζαι, αι οποίαι από της εποχής της βασιλίσσης Ελισάβετ δεν είχον πάλιν ωρισμένην θέσιν, εστήθησαν μονίμως ως άγιαι τράπεζαι εις την ανατολικήν πλευράν των ναών. Αι εις την θεολογίαν μεταβολαί : Έγιναν δεκτά τα αγαθά έργα ως ουσιώδες στοιχείον της σωτηρίας, εν δε τη θεία ευχαριστία, με ασαφείας, έγινε δεκτή η πραγματική παρουσία του σώματος και αίματος του Χριστού (η του Λουθήρου αντίληψις). Ενώ το 31ον άρθρον (των 39 άρθρων) είναι δυνατόν να θεωρηθή, ότι απορρίπτει μόνον την εκδοχήν της θείας ευχαριστίας ως εξιλαστήριου θυσίας, όχι δε και την εκδοχήν αυτής αορίστως ως θυσίας (προσφοράς ευχών και άλλων), τώρα η θεία ευχαριστία έγινε δεκτή ως «αναμνηστική θυσία» (sacrifice commemorative). Herzog-Hauch, Realencyklopadie, τόμος 11, σελ. 309.
(4) Από της βασιλίσσης Ελισάβετ ελήφθησαν μέτρα κατά των καθολικών. Εις τους Ιρλανδούς, οι οποίοι ήσαν καθολικοί, επεβλήθη η αγγλικανική Εκκλησία ως επίσημος, τα εκκλησιαστικά κτήματα της Ιρλανδίας ωρίσθησαν δια την συντήρησιν του αγγλικανικού κλήρου, οι δε Ιρλανδοί εξ ιδίων διετήρουν τον καθολικόν κλήρον αυτών (επί Ελισάβετ, + 1603). Οι επίλοιποι καθολικοί της Αγγλίας απεκλείσθησαν των πολιτικών αξιωμάτων, διότι οι αναλαμβάνοντες αυτά ώφειλον να δώσωσιν όρκον πίστεως εις την αγγλικανικήν ομολογίαν και να κοινωνήσωσι της αγγλικανικής θείας ευχαριστίας (Testakte, 1673, υπό της Βουλής, επί Καρόλου του Β'). Εις τους καθολικούς τούτους της Αγγλίας απηγορεύθη ολοτελώς η θεία λατρεία και δεν επετρέπετο να έχωσι ναούς, ιδιαίτερα σχολεία και να λαμβάνωσι κληρονομιάς (νόμοι επί Γουλιέλμου της Οράγγης, 1689-1702). Οι Ιρλανδοί ως καθολικοί, εστερήθησαν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κατέστη δε εις αυτούς δύσκολος η άσκησις του εμπορίου και των άλλων επιτηδευμάτων (νόμοι επί της βασιλίσσης Άννης, 1702-1714). Βαθμηδόν ήρθησαν οι κατά των καθολικών εν γένει νόμοι, η δε αγγλικανική Εκκλησία εν Ιρλανδία απώλεσε τον χαρακτήρα επισήμου Εκκλησίας (1869). Ο παπικός αρχιεπίσκοπος του Ουεστμίνστερ δεν ηδύνατο να επικοινωνή απ’ ευθείας μετά του βασιλέως της Αγγλίας (από του 1688), αλλά τούτο επετράπη τον Νοέμβριον του 1947 (του αρχιεπισκόπου μη χρησιμοποιήσαντος τον τοπικόν προσδιορισμόν Ουεστμίνστερ).
(εκδοσεις Παπαδημητρίου, σελ. 614-621)