Ασθένειες-Κόποι- Θείες αντιλήψεις
Κάποτε έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Επρόκειτο μάλλον για αλλεργικό σοκ. Ολόκληρο το σώμα είχε ερεθιστεί. Γεμάτο χονδρές καρούλες (σπυριά) με φοβερή φαγούρα μέχρις αίματος. Το πρόσωπο παραμορφωμένο, με βλέφαρα που έκλειναν κυριολεκτικώς τα μάτια και ρίγη σε όλο το σώμα που γίνονταν όλο και συχνότερα. «Πυρά ομαδόν». Μάλλον γύρω στο ’40- ‘50 (Γερμανική κατοχή). «Πού να ξέρουμε τότε από Θεσσαλονίκη και γιατρούς! Πήγα στην εκκλησία και στάθηκα στο στασίδι απέναντι στην Παναγία. Τα δάκρυά μου πήγαιναν ποτάμι. ‘‘Παναγία μου’’, είπα, ‘‘μας υποσχέθηκες να είσαι κηδεμών, τροφός και ιατρός. Τώρα, τον λόγο Σου ζητώ’’. Έτσι προσευχήθηκα και αμέσως ένιωσα να γεμίζει το βάθος της ψυχής μου μία λεπτήηη ειρήνη. Η εκκλησία απέχει από το ραφταριό (σημερινό αρχονταρίκι) 10-12 βήματα. Εκεί εργάζονταν οι Γεροντάδες. Μέχρι να πάω εκεί, ένιωσα να πέφτει η φλόγωση από το σώμα μου. Βλέπω τα χέρια μου, το δέρμα σαν μικρού παιδιού. Η Παναγία έκανε το θαύμα της». Έκτοτε η ασθένεια ήταν υποφερτή.
-------------
Ο Γέροντας αγωνιζόταν μόνος όλα τα χρόνια ως τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Κατά καιρούς προσήλθαν μερικοί, αλλά είτε δεν έμειναν είτε ήταν ακατάλληλοι. Επιπλέον ο γερο-Ιωσήφ προβλέποντας τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε, τον συμβούλευσε να μην πάρει συνοδία, όσο ζούσε ο παπα-Νικηφόρος. Αυτό και έγινε, παρότι τα τελευταία χρόνια είχαν περάσει περισσότεροι από δέκα νέοι θέλοντας να μείνουν κοντά του.
Έτσι οι κόφες των 1000 σφραγιδιών που θα ταξίδευαν για Αθήνα, στην πλάτη του κατέβαιναν στην Αγία Άννα, στη θάλασσα, και τα φορτία το σιτάρι ομοίως πήγαιναν και γυρνούσαν στον μύλο του Κυριακού* . Το κρασί από τη μονή Διονυσίου το έφερνε στα γεροντάκια μέσα σε γκαζοτενεκέδες σιγά-σιγά με τα πόδια, ανεβοκατεβαίνοντας πολλά κακοτράχαλα, απότομα, γλιστερά μονοπάτια. Πού μουλάρι για τα οικοδομικά υλικά, λαμαρίνες, ξύλα, κεραμίδια, ασβέστη, τσιμέντο! Ο ίδιος μουλάρι και μάγειρος και οικονόμος και κηπουρός με το δικέλι, και εργοχειράς και σκαφτιάς και οικοδόμος και εφημέριος όλων των Κατουνακίων και ανελλιπής αγωνιστής των πνευματικών του υποχρεώσεων.
-----------
Ο Θεός όμως στις κρίσιμες στιγμές δεν τον άφηνε. Κάποτε στο δάσος των «κρύων νερών» αγωνιζόταν μόνος του να βγάλει στο κεντρικό μονοπάτι τα κούτσουρα των λεύκων για τις σφραγίδες. Από τη δυσκολία τον έπιασε η μέση. Τότε εμφανίστηκε στο μονοπάτι ένας νέος. Τον βοήθησε, έβγαλαν τα κούτσουρα εκεί που μπορούσε να τα πάρει ο αγωγιάτης με τα μουλάρια, και κατόπιν παραδόξως και αποτόμως εξαφανίστηκε. Κάποια στιγμή είχε πει το όνομά του: Θεόδωρος. «Ποιος από τους δύο να ήταν», σκεφτόταν μετά ο Γέροντας, «ο Τήρων ή ο Στρατηλάτης;»
------------
Άλλοτε πάλι πήγαινε για υπακοή στη Σκήτη Ξενοφώντος. Ξεκίνησε με τα πόδια από τη Δάφνη και σκεφτόταν τι θα κάνει που δεν ξέρει τον τόπο. Καθ’ οδόν όμως συνάντησε έναν παπά, γείτονά του, Κατουνακιώτη που πήγαινε επίσης στη Σκήτη και διατεινόταν ότι γνωρίζει τα μονοπάτια. Πράγματι έφθασαν κάποτε εκεί, αλλά τον οδηγό παπά τον κατάπιε η γη. Παραξενεύτηκε ο Γέροντας αλλά είπε: «Δόξα τω Θεώ».
--------------
Ο Γέροντας είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον άγιο Νεκτάριο. Συχνά τον έβαζε στη Θ. Λειτουργία ανάβοντας κεράκια στην εικόνα του. Πήγαινε και προσκυνούσε το ευωδιάζον λείψανό του στη συνοδία του π. Γερασίμου του Υμνογράφου στη Μικρή Αγία Άννα, και όταν είχε μεγάλη ανάγκη παρακαλούσε τους πατέρες και του το ‘φερναν στα Κατουνάκια για ευλογία.
Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο μεγάλος άγιος ο άγιος Νεκτάριος, απαντούσε: «Διότι ακόμη και σήμερα συκοφαντείται».
Κάποτε παρατήρησε ότι το σιτάρι που είχε αποθηκευμένο επρόκειτο να καταστραφεί εξαιτίας της πολλής ψείρας που έπιασε. Ήταν μόνος του με άρρωστο τον γέροντα παπα-Νικηφόρο και ήταν πολύ δύσκολο να το αντικαταστήσει. Προσευχήθηκε στον άγιο Νεκτάριο, σταύρωσε ένα βαμβάκι πάνω στο λείψανό του, το έβαλε μέσα στο σιτάρι και αμερίμνησε. Μετά από καιρό, όταν χρειάστηκε να αλέσει σιτάρι για να ζυμώσει ψωμί, το σιτάρι ήταν πεντακάθαρο. Ο άγιος Νεκτάριος είχε κάνει το θαύμα του!
Επίσης πολλήν ευλάβεια είχε ο Γέροντας στον άγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνά και στην αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου. Πάμπολλες φορές τους έβαζε στη Θ. Λειτουργία με αίτημα είτε ο άγιος Μηνάς να του βρει κάτι που έψαχνε, είτε να φέρει την ειρήνη, όπου χρειαζόταν, η αγία Ειρήνη.
-----------------
Ο γερο-Ραφαήλ ζούσε μόνος του την αυστηρή μοναχική ζωή του σ’ ένα μικρό σπιτάκι που ήταν η προέκταση σπηλιάς, πολύ κοντά στον Άγιο Εφραίμ. Συχνά τον επισκεπτόταν ο Γέροντας, για να τελέσει ιερατικά καθήκοντα. Κάποτε που τελούσαν μαζί με τον παπα-Νικηφόρο το μυστήριο του Ευχελαίου, ο Γέροντας άκουσε φωνή από την εικόνα των Αρχαγγέλων που του έλεγε: «Εμείς σε περιμένουμε, πότε θα έρθεις κοντά μας!» Καταχάρηκε ο Γέροντας από την αίσθηση της χάριτος. Όταν αργότερα το ανέφερε στον γερο-Ιωσήφ, άκουσε την εξής ερμηνεία του γεγονότος: «Όχι ότι μίλησε η εικόνα, παιδί μου, αλλά η χάρις σχηματίζεται έτσι».
---------------------
Κάποτε, ιερέας όντας, νέος και αγωνιστικός, ήθελε να διαφυλάξει τον πνευματικό καρπό της Θ. Λειτουργίας. Ζήτησε λοιπόν από τους άλλους γέροντες των Κατουνακίων να καταργήσουν τα μετά τη Θ. Λειτουργία κεράσματα και τις παρεπόμενες αθώες συνομιλίες που σβήνουν τη φλόγα της Λειτουργίας. Εκείνοι όμως αντέδρασαν.
«Φούντωσα», έλεγε. «Δυο-τρεις μέρες με χτυπούσε μνησικακία. Στο τέλος με πολλή ορμή ψυχής προσευχήθηκα και είπα: ‘‘Άγιε Βασίλειε, άγιε Θεόδωρε Στουδίτη, αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, εγώ αγωνίζομαι για όσα διδάξατε, και λοιπόν αυτόν τον καρπό απολαμβάνω;’’ Αμέσως η ψυχή μου γέμισε ειρήνη προς όλους τους αδελφούς και είχα την αίσθηση ότι μεγάλη νίκη νίκησα. Για τρεις μέρες είχα την εντύπωση ότι με ακολουθεί ένα κοριτσάκι δώδεκα ετών, η Παναγία».
-----------------------
Ήταν πολύ ευαίσθητος στα ταξίδια, κυρίως στα θαλασσινά. Η ναυτία τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Απέφευγε να ταξιδέψει, ιδίως αν είχε λειτουργήσει προηγουμένως, γιατί φοβόταν μήπως κάνει εμετό. Και είναι αμαρτία μετά τη Θ. Λειτουργία αυτό. Κάποτε βρισκόταν στη Νέα Σκήτη και λειτούργησε. Η θάλασσα φαινόταν ήσυχη και χωρίς να το καλοσκεφτεί μπήκε στο μικρό καΐκι για να επιστρέψει στα Καρούλια-Κατουνάκια. Η απόσταση ήταν μικρή, αλλά καθώς πέρασαν το ακρωτήριο της Πίννας, συνάντησαν θαλασσοταραχή που συνεχιζόταν, όσο πλησίαζαν στα Καρούλια. Ο καπετάνιος φοβόταν ‘‘να πιάσει’’ και σκόπευε να συνεχίσει. Ο Γέροντας βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ναυτίας και είχε τάση εμετού. Πλησίασε τον καπετάνιο και με τον ορμητικό του τρόπο του είπε επιτακτικά: «Ιορδάνη, θα πιάσεις στα Καρούλια!» Ο καπετάνιος πιεζόμενος υποχώρησε και εκνευρισμένος γύρισε το τιμόνι προς το μουράγιο των Καρουλίων λέγοντας με αγανάκτηση: «Θα πιάσω, κι ας σπάσω το καΐκι!» Σε χρόνο μηδέν η θάλασσα έγινε μπουνάτσα. Έπιασαν στο μουράγιο, κατέβηκε ο Γέροντας και οι άλλοι πατέρες, ξεφόρτωσαν και ένα σωρό πράγματα με την άνεσή τους, ενώ ο καπετάνιος ομολογούσε με θαυμασμό: «Μεγάλο άγιο έχεις, παπά, εσύ!»
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000