Η κ. Χριστίνα Μ. από την Αθήνα γράφει: Υπέφερα από πόνους στην σπονδυλική μου στήλη. Ένα βράδυ όμως οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και έφταναν μέχρι τον αυχένα. Τότε επήγα στο δωμάτιό μου και με μεγάλο παράπονο παρακαλούσα κλαίγοντας να με βοηθήση ο Θεός με τον Άγιό Του Εφραίμ. Φαίνεται ότι ο πόνος της ψυχής μου ήταν δυνατός και για μια στιγμή νοιώθω την παρουσία του Αγίου και το χεράκι του το αγιασμένο να με χαϊδεύη απαλά στο μέτωπο. Εκείνη την στιγμή έγινα παιδί τεσσάρων ετών. Άγιέ μου, είπα, κλαίγοντας, λυπήσου με. Εκείνος άρχισε να με παρηγορή, όχι για τον πόνο που ένοιωθα τον σωματικό, αλλά για τον πόνο της ψυχής. Τι έχεις παιδί μου και κλαις! Σταμάτησε να κλαις και άκουσέ με. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ. Την αγάπη που ζητάς παιδί μου, την πραγματική αγάπη, την έχει ο Θεός, και την χαρίζει εις τα πλάσματά του, αυτά που Τον αγαπούν και τους αγαπά. Εγώ αυτή την στιγμή ήλθα να σου αναγγείλω την αγάπη του Θεού προς εσένα. Και όταν έχης αυτή την αγάπη δεν πρέπει να φοβάσαι από τίποτα, ούτε ακόμη και τον θάνατο. Διότι η αγάπη του Θεού μπορεί να σε σώση και να σε προστατεύση από κάθε ασθένεια, από κάθε δυστυχία και να περιφρουρήσει την ψυχή σου με αδιαπέραστο τείχος, ώστε κανείς να μην μπορέση ποτέ να το παραβιάση. Πρόσεξε όμως έως το τέλος της ζωής σου να μην χάσης την αγάπη του Θεού και αναζητήσης των ανθρώπων. Και έφυγε.
Φώναξα: Άγιέ μου μην φεύγεις. Κάθησε ακόμη λίγο, σε παρακαλώ. Δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκτός του Θεού και εσένα. Λυπήσου με, σε παρακαλώ. Φύλαξέ με από την αχαριστία. Φύλαξέ με από την αμαρτία. Προστάτευσέ με, ώστε να διαφυλάξω την αγάπη του Θεού μέσα μου, για να είμαι καλά.
Από εκείνη την στιγμή έπαψα να υποφέρω. Κλωστή και κόπηκε. Έφυγε και το παράπονο...
("ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ του Οσιομάρτυρος και θαυματουργού ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ", βιβλίο Α΄, εκδ. "Ιερά μονή Ευαγγελισμού Θεοτόκου, Νέα Μάκρη Αττικής, 1981, σ. 122)