E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Η ταπείνωση έχει μεγάλη δύναμη και διαλύει τον διάβολο. Όπου υπάρχει ταπείνωση, δεν έχει θέση ο διάβολος. Και όπου δεν υπάρχει διάβολος, επόμενο είναι να μην υπάρχουν πειρασμοί. Μία φορά ένας ασκητής ζόρισε ένα ταγκαλάκι να πη το «Αγιος ο Θεός...» Είπε το ταγκαλάκι «Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος», «ελέησον ημάς» δεν έλεγε. Πές: «ελέησον ημάς»! Τίποτε! Αν το έλεγε, θα γινόταν Αγγελος. Όλα τα λέει το ταγκαλάκι, το «ελέησον μέ» δεν το λέει, γιατί χρειάζεται ταπείνωση. Το «ελέησον μέ» έχει ταπείνωση, και δέχεται η ψυχή το μεγάλο έλεος του Θεού που ζητάει.
Ό,τι και να κάνουμε, ταπείνωση-αγάπη-αρχοντιά χρειάζεται. Τα πράγματα είναι απλά. Εμείς τα κάνουμε δύσκολα. Όσο μπορούμε, να κάνουμε ό,τι είναι δύσκολο στον διάβολο και εύκολο στον άνθρωπο. Η αγάπη και η ταπείνωση είναι δύσκολες στον διάβολο και εύκολες στον άνθρωπο. Και ένας φιλάσθενος που δεν μπορεί να κάνη άσκηση, μπορεί να νικήση τον διάβολο με την ταπείνωση. Σε ένα λεπτό μέσα μπορεί ο άνθρωπος να γίνη Αγγελος ή ταγκαλάκι. Πώς; Με την ταπείνωση ή την υπερηφάνεια. Τί, μήπως χρειάσθηκαν ώρες για να γίνη ο Εωσφόρος από Αγγελος διάβολος; Μέσα σε δευτερόλεπτα έγινε. Ο ευκολώτερος τρόπος για να σωθούμε, είναι η αγάπη και η ταπείνωση. Γι' αυτό από την αγάπη και την ταπείνωση να αρχίσουμε και μετά να προχωρήσουμε στα άλλα. 
Να εύχεσθε να δίνουμε συνέχεια χαρά στον Χριστό και ταγκαλάκι, μία που του αρέσει η κόλαση και δεν θέλει να μετανοηση
Ο διάβολος κυβερνάει την ματαιότητα
- Γέροντα, γιατί τον διάβολο τον λένε «κοσμοκράτορα»; Είναι πράγματι;
- Ακόμη αυτό έλειπε, να κυβερνά ο διάβολος τον κόσμο! Όταν είπε ο Χριστός για τον διάβολο «ο άρχων του κόσμον τούτον» , δεν εννοούσε ότι είναι κοσμοκράτορας, αλλά ότι κυριαρχεί στην ματαιότητα, στην ψευτιά. Αλλοίμονο, θα άφηνε ο Θεός τον διάβολο κοσμοκράτορα! Όσοι όμως έχουν δοσμένη την καρδιά τους στα μάταια, στα κοσμικά, αυτοί ζουν υπό την εξουσία «τού κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου» . Ο διάβολος δηλαδή κυβερνάει την ματαιότητα και τους ανθρώπους που είναι κυριευμένοι από την ματαιότητα, από τον «κόσμο». «Κόσμος» τί θα πή; Δεν θα πη κόσμημα, μάταιο στολίδι; Όποιος λοιπόν είναι κυριευμένος από την ματαιότητα είναι υπό την κατοχή του διαβόλου. Η αιχμαλωτισμένη καρδιά από τον μάταιο κόσμο διατηρεί και την ψυχή ατροφική και τον νού σκοτισμένο. Τότε, ενώ φαίνεται κανείς ότι είναι άνθρωπος, στην ουσία είναι πνευματικό έκτρωμα.
Μου λέει ο λογισμός ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της ψυχής μας ακόμη και από τον διάβολο είναι το κοσμικό πνεύμα, γιατί μας παρασύρει γλυκά και μας πικραίνει τελικά αιώνια. Ενώ, αν βλέπαμε τον ίδιο τον διάβολο, θα μας επίανε τρόμος, θα αναγκαζόμασταν να καταφύγουμε στον Θεό και θα εξασφαλίζαμε τότε τον Παράδεισο. Στην εποχή μας, πολύς «κόσμος» -κοσμικό πνεύμα - μπήκε στον κόσμο και αυτός ο «κόσμος» θα τον καταστρέψη. Έβαλαν οι άνθρωποι μέσα τους τον «κόσμο» και διώξανε από μέσα τους τον Χριστό.
- Γέροντα, γιατί δεν καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει το κοσμικό πνεύμα και παρασυρόμαστε από αυτό;
- Γιατί το κοσμικό πνεύμα μπαίνει σιγά-σιγά, όπως ο σκαντζόχοιρος μπήκε στην φωλιά του λαγού. Στην αρχή ο σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τον λαγό να βάλη λίγο το κεφάλι του μέσα στην φωλιά του, για να μη βρέχεται. Μετά έβαλε το ένα πόδι, μετά το άλλο, και τελικά μπήκε ολόκληρος, και με τα αγκάθια του έβγαλε τελείως έξω τον λαγό. Έτσι και το κοσμικό φρόνημα μας ξεγελάει με μικρές παραχωρήσεις και σιγά-σιγά μας κυριεύει. Το κακό λίγο-λίγο προχωράει. Αν ερχόταν απότομα, δεν θα ξεγελιόμασταν. Βλέπεις. Αν θέλης να ζεματίσης έναν βάτραχο, πρέπει να του ρίξης λίγο-λίγο το ζεματιστό νερό. Αν το ρίξης απότομα όλο μαζί, πετιέται και φεύγει, γλυτώνει. Ενώ, αν του ρίξης λίγο καυτό νερό, στην αρχή θα το τινάξη λίγο από την πλάτη του και μετά θα το δεχθή. Αν του ρίξης ακόμη λίγο, πάλι θα το τινάξη λίγο, και σιγά-σιγά θα ζεματιστή, χωρίς να το καταλάβη. «Βρε, βάτραχε, αφού σου έρριξε λίγο καυτό νερό, σήκω και φύγε!». Δεν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει και μετά ζεματιέται. Έτσι κάνει και ο διάβολος, μας ζεματίζει λίγο-λίγο, και τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!

(Λόγοι τόμος Α σελ. 67-70)

Με ρώτησαν αν συγχωρώ και διαπίστωσα ότι η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι απλή. Η ειλικρινής πηγαία συγχώρεση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έκανα κάποιες σκέψεις και εντόπισα το βαθμό της συγχώρεσης που έχω μέσα μου.
Ήμουν και είμαι σε ένα βαθμό ένας άνθρωπος με ενοχές, όχι τόσο από τον τρόπο που μεγάλωσα όσο λόγω χαρακτήρα. Από παιδί συνήθιζα να ενοχοποιώ τον εαυτό μου για οποιαδήποτε αρνητικό συνέβαινε, και να αναζητώ το ποσοστό του λάθους που έκανα ή τι δεν έκανα σωστά και τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ένα κακό αποτέλεσμα.
Οι ενοχές είναι ένας κακός σύμβουλος για να μεγαλώσει ένα παιδί και αυτό αποδείχθηκε όταν βγήκα από το στενό πυρήνα της οικογένειας στη πραγματική ζωή. Τότε ήρθαν τα δύσκολα. Οι άνθρωποι που συνάντησα ήταν ιδιαίτεροι και εγώ προσπαθούσα να τους διορθώσω παίρνοντας απάνω μου ευθύνες που δεν μου αναλογούσαν.
Δεν επιθυμούσα τις συγκρούσεις και τις απέφευγα αποδίδοντας στον εαυτό μου την αιτία για την οποία δημιουργήθηκαν.
Έδειχνα ότι έκανα υπομονή, όμως κατά βάθος μέσα μου «έβραζα», ένοιωθα ένα τσαλάκωμα ψυχής, αισθανόμουν ότι από κάπου έπρεπε να δραπετεύσω. Ουσιαστικά δεν συγχωρούσα, έκανα απλά υπομονή, και είχα κλειστεί σε ένα ψυχικό καβούκι. Οδηγήθηκα σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια με στοιχεία κατάκρισης και μνησικακίας. Ανέπτυξα μια υπεραισθησία με στοιχεία αυτοκαταστροφικά και ακυρωτικά για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Ψάχνοντας μέσα μου, διαπίστωσα ότι το αίσθημα εκείνο που με μπλόκαρε και δημιουργούσε όλο αυτό το ψυχικό μόρφωμα, ήταν ο φόβος. Είχα φοβηθεί πάρα πολύ – εύλογα ίσως – αλλά αυτό μου στερούσε την αγάπη, την πραγματική ενότητα στις σχέσεις, την καθαρή ματιά στα δεδομένα της ζωής. Υπερβολές, κινδυνολογίες, μηδενιστικές τάσεις με έκαναν να κλείνομαι στον εαυτό μου. Ωστόσο μέσα μου δούλευαν κατακριτικά όλα αυτά και στην πραγματικότητα δεν συγχωρούσα, αντιθέτως έψαχνα αφορμές να αποδείξω τα λάθη των άλλων «κουνώντας το δάκτυλο». Ώσπου αντιλήφθηκα ότι αυτά τα πράγματα δεν λύνονται με αυτό τον τρόπο.
Ο πνευματικός αγώνας μπήκε στη ζωή μου τη στιγμή που τον χρειαζόμουν περισσότερο.
Η ζωή μου μέσα στην εκκλησία με μαθαίνει να πατάω στα πόδια μου, να αγαπώ το εαυτό μου, να προσπαθώ και ας κάνω και λάθη, να μη περιμένω τίποτε από τους άλλους, να δίνω απροϋπόθετα , να ξεχνάω ότι με ταπεινώνουν. Τα πάθη των άλλων ανθρώπων δεν τα κάνω δικά μου πάθη. Προσπαθώ με μια σταθερότερα και ευθύτητα στη συμπεριφορά να τους αποδεχθώ ως επιλογές του Θεού στη ζωή μου, να αναδείξω τα θετικά τους στοιχεία. Κρατάω τις αποστάσεις εκεί που πρέπει, διαφυλάσσοντας την πνευματική μου υγεία, και ταυτίζομαι όταν υπάρχει ανάγκη.
Έτσι περιορίζεται μέσα μου η μνησικακία, μειώνονται οι κακοί κατακριτικοί λογισμοί. Δεν παίρνω τα πράγματα προσωπικά, δεν δίνω περισσότερη σημασία από ότι πρέπει σε οτιδήποτε.
Η Αγία Γραφή, τα πνευματικά κείμενα, περιέχουν μαθήματα ζωής - μιας όμορφής ζωής - που επέλεξα να ζήσω.
Όλα αυτά δεν τα θεωρώ πνευματικά κατορθώματα αλλά μια συνεχή πορεία, με πισωγυρίσματα πολλές φορές, αλλά με συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Οχυρώνω την ψυχή μου με πίστη και μέσα σε όλη αυτή την προσπάθεια ένοιωσα την αγάπη του Θεού να αγγίζει γλυκά την ψυχή μου. Μια ασυνήθιστη κατάσταση μέθης από αγάπη, μιας αγάπης αλλιώτικης, με γέμισε , με ολοκλήρωσε και έτσι σιγά σιγά ο φόβος φεύγει και δίνει τόπο στην αγάπη για τους άλλους, τα δάκρυα λύπης γίνονται δάκρυα χαράς. Εξάλλου γιατί να φοβάμαι πια αφού έχω μαζί μου τον Κύριο μου.
Δεν ξέρω αν ο Κύριος μου έδωσε αγάπη και έτσι μειώθηκε ο φόβος ή μείωσε μέσα μου το φόβο και έτσι ήρθε η αγάπη. Εκείνος ξέρει. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι αυτά τα δύο λειτουργούν μέσα μου αντιστρόφως ανάλογα και μέσα σε αυτή τη πορεία μετασχηματισμού εντόπισα την συγχώρεση.
Δεν ευθύνεται κανένας αν δεν μπόρεσα να σκεφτώ με αυτό τον τρόπο νωρίτερα και άφησα τον εαυτό μου ευάλωτο στο φόβο. Γι’ αυτό δεν αποδίδω καμία ευθύνη σε κανένα. Για όσα έζησα ευθύνομαι μόνο εγώ. Γι’ αυτό και συγχωρώ.
Σήμερα μετά από τέσσερα χρόνια πνευματικής ζωής αισθάνομαι ότι η ψυχή μου σμιλεύτηκε, μαλάκωσε τόσο πολύ που τολμώ να πω ότι ενώ οι δύσκολοι άνθρωποι της ζωής μου με πόνεσαν πολύ , με ευεργέτησαν ταυτόχρονα. Χωρίς αυτούς δεν θα γνώριζα αυτό το άλλο με το οποίο ζω μαζί. Τους αγαπώ , είναι οι άνθρωποι μου! Ας είναι ευλογημένοι!!

Μ.Ψ.

π. Συμεών Κραγιόπουλος (†). 

Το άγχος είναι ανύπαρκτο. Οι άνθρωποι μόνοι τους δημιουργούν το άγχος, όπως και τόσα άλλα· και πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Όλα τα δημιουργεί ο άνθρωπος με τη λαθεμένη στάση του απέναντι στον Θεό.

Το μεγάλο κακό στη ζωή δεν είναι το οποιοδήποτε κακό μας συμβεί. Το μεγάλο κακό είναι αν, το οποιοδήποτε πράγμα μας συμβεί, δεν το αντιμετωπίσουμε σωστά. Αν το αντιμετωπίσουμε ως άνθρωποι του Θεού, κάτω από την πρόνοια του Θεού, ως κάτι το οποίο το ξέρει ο Θεός, το ελέγχει ο Θεός και το επιτρέπει για το καλό μας, αν το αντιμετωπίσουμε, με τις γνώσεις τις πνευματικές που έχουμε, ως κάτι το οποίο θα μας ωφελήσει, δεν μπορεί καθόλου να μας βλάψει, και δεν δημιουργείται τότε άγχος.

Το άγχος το έχουν οι μεγάλοι, καθώς αρχίζουν λίγο-λίγο να συνειδητοποιούν την ευθύνη που έχουν για τον εαυτό τους, την ευθύνη τους μέσα στη ζωή. Όταν ο άνθρωπος εμπιστευθεί στον Θεό, δεν έχει άγχος. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει. Σας παρακαλώ να το προσέξουμε. Δεν είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει. Μπορεί να γίνει. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποιαδήποτε προβλήματα ή δυσκολίες κι αν έχει, μπορεί να εμπιστευθεί στον Θεό έτσι όπως εμπιστεύεται ένα μικρό παιδί στον πατέρα του· διότι έτσι σε αναλαμβάνει ο Θεός. Ή, μάλλον, πολύ περισσότερο! Πολύ περισσότερο φροντίζει ο Θεός για τον άνθρωπό του απ’ ό,τι οι γονείς φροντίζουν για το παιδί τους. Και πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το παιδί νιώθει ξένοιαστο στην αγκάλη των γονέων του, νιώθει ξένοιαστος ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος θα αφεθεί στον Θεό με τη βεβαιότητα ότι ξέρει ο Θεός. Όχι ότι δεν θα κάνει τις δουλειές του. Θα κάνει τις δουλειές του, θα βάλει το μυαλό του να σκεφθεί, θα ιδρώσει, θα κουραστεί. Δεν είναι η δουλειά, δεν είναι ο ιδρώτας που τρώει τον άνθρωπο, δεν είναι η κούραση, γενικώς, που εξαντλεί τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο τον εξαντλεί, τον τρώει αυτό το άγχος, που κυρίως ο σημερινός άνθρωπος έχει.

Εκείνο που χρειάζεται να δώσει κανείς είναι ο εαυτός του. Αυτό θέλει ο Θεός. Άμα δεν δώσουμε τον εαυτό μας στον Θεό, αλλά εμείς κουμαντάρουμε, διαφεντεύουμε και είμαστε κύριοι του εαυτού μας, ανάπαυση δεν θα βρει ο εαυτός μας, θα άγχεται.

Πρέπει να αφεθούμε στον Θεό. Εκείνος τα έχει όλα στα χέρια του. Ο άνθρωπος, όσο κι αν προσέξει, όσο κι αν προσπαθήσει να προλάβει και να οικονομήσει τα πράγματα, πάντοτε θα βρίσκεται σ’ ένα αδιέξοδο. Ο Θεός είναι που έχει τα πάντα στα χέρια του και αυτός τα κανονίζει. Αφήνεσαι λοιπόν στον Θεό και δεν σε τρώει καθόλου κανένα άγχος, μην τυχόν δεν τα καταφέρει ο Θεός. Και την ώρα ακόμη που πάνε τόσο στραβά τα πράγματα, ώστε να νομίζεις ότι από στιγμή σε στιγμή θα χαθούν τα πάντα, και πάλι είσαι αναπαυμένος με τον Θεό. Διότι για τον Θεό δεν υπάρχει ούτε θάνατος ούτε αδιέξοδο ούτε τίποτε.

Ο άνθρωπος, μόνο όταν συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, όταν τα πάει καλά με τον εαυτό του και μπορεί να ζήσει με τον εαυτό του –να κάνει συντροφιά ατέλειωτη με τον εαυτό του, χωρίς να έχει προβλήματα– τότε μόνο μπορεί να έχει ειρήνη. Όταν συνέχεια τον κυνηγά ο εαυτός του, όταν φοβάται να μείνει με τον εαυτό του, πώς μπορεί να έχει ειρήνη και να μην έχει άγχος; Αυτό είναι το μεγάλο θέμα, το μεγάλο πρόβλημα του σημερινού ανθρώπου: δεν μπορεί να μείνει λίγο με τον εαυτό του. Γι’ αυτό και αποφεύγει τη σιωπή, την ησυχία, την περισυλλογή, την απομόνωση με την καλή έννοια.

Το άγχος, σε τελευταία ανάλυση, δημιουργείται, επειδή δεν γίνεται το δικό μας. Αλλιώς, δεν άγχεται ο άνθρωπος· να το ξέρετε αυτό. Το άγχος προέρχεται από το ότι τελικά δεν γίνεται αυτό που θέλω εγώ· δηλαδή δεν γίνεται αυτό που θέλει το εγώ μου, δεν ικανοποιείται η φιλαυτία μου. Ο ταπεινός άνθρωπος αποκλείεται να έχει άγχος.

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Άγχος. Πώς δημιουργείται και πώς θεραπεύεται», Ι. Γυν. Ησυχαστήριον «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2015 (αποσπάσματα).

(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία τόμος Α). 
Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους. Η αλήθεια, η αμεσότης και η βεβαιότης των λόγων του παρέχουν την εντύπωση αποστολικού πράγματι άνδρα. Με τον Ιγνάτιο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά (Κλήμης, Διδαχή), αλλά κυρίως θεολογικά. Εγκαινιάζεται λοιπόν η τακτική που θα ισχύση σ’ ολόκληρη την πορεία της Εκκλησίας: Τα ζωτικά προβλήματα λύνονται με θεολογική προσπάθεια για τη φανέρωση της αληθείας προς την οποία σχετίζονται. Η Εκκλησία στο πρόσωπο του Ιγνατίου ξεπερνά το στάδιο της εύκολης ηθικολογίας και αρετολογίας, που ανέπνεε στα πλαίσια του ιουδαϊσμού και του ελληνισμού. Ακόμη ευρύτερα, ο Ιγνάτιος έδειξε ότι ο χριστιανός θεολόγος μπορεί να χρησιμοποιή τη γλώσσα του συγχρόνου του πνευματικού κλίματος (ιουδαϊκού, γνωστικού, ελληνικού), χωρίς ουσιαστικά να επηρεάζεται από αυτό. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι δρόμος ιδιαίτερος με προϋποθέσεις και προοπτικές, τις οποίες πρέπει ν’ αναζητή κανείς στο χώρο της εκκλησιαστικής αληθείας. Έτσι ο Ιγνάτιος - και στο πρόσωπό του η Εκκλησία - υπερνικά οριστικά το κλίμα του ιουδαϊσμού και προχωρεί στη δημιουργία μιας άλλης θεολογίας, της θεολογίας της Εκκλησίας, που δεν έχει ότι θα χαρακτηρίζαμε συστηματικό τρόπο εκφάνσεως ή σχολαστική ανάλυση των εννοιών και των θεμάτων.

Θεολογική προσφορά. Η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι είναι ποιμαντική, συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής Παραδόσεως και δημιουργήθηκε με την καθοδήγηση του αγ. Πνεύματος, καθώς ο ίδιος βεβαιώνει. Αυτή μπορεί να διακριθή σε τρία σημεία: Θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος. Θεολογία της ενότητος της Εκκλησίας. Και θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού.

α. Στην πρώτη ωδηγήθηκε, διότι πολλοί πιστοί δε θεωρούσαν αναγκαίο να μετέχουν στην Ευχαριστία, την οποία τελούσε ο επίσκοπος του τόπου. Άρα οι πιστοί αμφέβαλλαν και δίσταζαν να δεχθούν τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του επισκόπου σε κάθε τόπο, και γι’ αυτό είχαν προβή στη δημιουργία ομάδων με δική τους φυσικά ευχαριστία. Έτσι ο επίσκοπος και το λειτούργημά του στην Εκκλησία γινόταν αξίωμα επιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση και αποκλειστικότητα (=ήταν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής ήδη από τους χρόνους του Κλήμεντα Ρώμης). Ο Ιγνάτιος αντιμετωπίζει ριζικά - θεολογικά το πρόβλημα, συνδέοντας την εγκυρότητα της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο, που είναι «εγκεκραμένος» με το Χριστό, όπως πρέπει να είναι με τον επίσκοπο και οι πιστοί. Ο επίσκοπος είναι αναντικατάστατος, διότι στην Εκκλησία ενεργεί ως εκπρόσωπος του Θεού, διότι είναι «τύπος του Πατρός» (Τράλ. 3, 1), η συνέχεια του έργου του Κυρίου και των αποστόλων.

β. Η θεολογία της ενότητος είναι το επόμενο βήμα. Ο επίσκοπος γίνεται το αισθητό και πραγματικό σημείο της ενότητος της Εκκλησίας. Ο σύνδεσμος με τον επίσκοπο είναι προϋπόθεση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό και συγχρόνως απόδειξη της ενώσεως αυτής, δηλ. απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην Εκκλησία. Εάν δεν έχωμε την ενότητα των πιστών με τον επίσκοπο, δεν έχομε και την «καθολικήν Εκκλησίαν». «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρν. 8). Ο Ιγνάτιος είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον πολυσήμαντο όρο «καθολική εκκλησία», όπως επίσης και τους όρους «χριστιανισμός» (Μαγν. 10,3) και «Ευαγγέλιον» {Σμυρν. 7,2 κ.ά.) (προς δήλωση των τεσσάρων κειμένων—Ευαγγελίων).
γ. Στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία. Την πραγματικότητα γενικά της σχέσεως πιστού και Χριστού, η οποία με την Ευχαριστία γίνεται κυριολεκτικά ανάκραση, χαρακτηρίζομε ευχαριστιακό ρεαλισμό.
Ο ρεαλισμός αυτός, που είναι πράγματι διάχυτος και εντυπωσιακός σε όλα τα ιγνατιανά κείμενα, έγινε αιτία να ομιλούν οι ερευνητές περί μυστικισμού του Ιγνατίου. Δεν πρόκειται όμως περί μυστικισμού, που έχει στάδια και βαθμούς άγνωστα στον Ιγνάτιο, αλλά περί συγκλονιστικού, φλογερού και άμετρου ενθουσιασμού για την ένωσή του (ή μάλλον την ανάκρασή του) με τον Κύριο, η οποία θα κορυφωθή στο μαρτύριο, προς το οποίο βαδίζει ως διψασμένη έλαφος. Η αγάπη για τον Κύριο και το πραγματικό της ενότητος με αυτόν κατακαίουν τον Ιγνάτιο και τον μεταμορφώνουν σε θεοφόρο. Η θεολογία του Ιωάννου και του Παύλου συναντώνται στο πνεύμα του Ιγνατίου, ο όποιος τώρα προχωρεί στη θεολογία της ενώσεως με τον Κύριο και στη θεολογία του μαρτυρίου.
Ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι και ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που εξαρτά τη θεολογία του, τη διδασκαλία του, από το φωτισμό και την καθοδήγηση του Θεού. Η απάντηση του Ιγνατίου σε προβλήματα που αφορούν τη θεία αλήθεια είναι αποτέλεσμα φωτισμού. Εκφράζει «γνώμη» σε τέτοια ζωτικά, σωτηριολογικά θέματα, μόνο «εάν — όπως γράφει ο ίδιος — ο Κύριός μοι αποκάλυψη τι» (Εφεσ. 20, 1). Βεβαιώνει τους Φιλαδελφείς (7) ότι όσα είπε για την ενότητα τους με τον επίσκοπο του τα φανέρωσε το Πνεύμα• προϋπόθεση επομένως της θεολογίας για τον Ιγνάτιο είναι όχι μόνο το ενδιαφέρον για τα ζωτικά προβλήματα των πιστών, αλλά και ο φωτισμός του αγ. Πνεύματος.
Γενικά το έργο του Ιγνατίου σημαίνει σπουδαίο και τολμηρό βήμα στην πορεία του βίου της Εκκλησίας. Σε αντίθεση προς τον Κλήμεντα Ρώμης και τη Διδαχή εδώ έχομε: Σαφή την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας και πλήρη, διότι για πρώτη φορά εμφανίζονται διακεκριμένα ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος και ο διάκονος. Η αντίληψη για την ταχεία έλευση του Κυρίου υποχωρεί απόλυτα στη θεολογία της ενότητος του ανθρώπου με το Χριστό. Η ΚΔ γίνεται η κυρία πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η χριστολογία είναι ευρύτερη και πληρέστερη, όπως μαρτυρούν οι στίχοι που ακολουθούν.
«Εις ιατρός εστί,
σαρκικός και πνευματικός,
γεννητός και αγέννητος,
εν σαρκί γενόμενος Θεός…
και εκ Μαρίας και εκ Θεού
πρώτον παθητός και τούτο απαθής,
Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών» (Εφες.7,2)
«Άρτον Θεού Θέλω, ο εστί σάρξ Χριστού…
και πόμα Θεού θέλω, το αίμα αυτού,
ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. 7,5)
τον υπέρ καιρόν (=Ιησούν) προσδόκα,
τον άχρονον, τον αόρατον,
τον δι ημάς ορατόν,
τον αψηλάφητον, τον απαθή.
Τον δι ημάς παθητόν» (Πολυκ. 3,2)

ΒΙΟΣ
Σπανίως η ιστορία διέσωσε τόσα λίγα βιογραφικά στοιχεία για ένα τόσο μεγάλο άνδρα. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Αλλ’ επειδή τα κείμενα αυτά δεν είναι ιστορικά-βιογραφικά, γνωρίζομε ελάχιστα για το συντάκτη τους, παρά τη σχετική συμβολή του ιστορικού Ευσεβίου και του πολύ μεταγενέστερου Μαρτυρίου του Ιγνατίου.
Ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιόχειας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαια. Το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και μορφώθηκε ήταν μάλλον ελληνικό, καθώς μαρτυρεί το ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των Επιστολών του. Τα κείμενα γενικά του Ιγνατίου προϋποθέτουν όχι μόνο καλή παιδεία, αλλά και αξιόλογο συγγραφικό τάλαντο με σαφή κλίση κι επιτυχία στον ποιητικό λόγο. Στην Αντιόχεια, που σαν άσημο χωριό υπάγεται σήμερα στην Τουρκία, κοντά στα σύνορά της με τη Συρία, είχε τη δυνατότητα ως νέος ο Ιγνάτιος να γνωρίση τα φιλοσοφικά και τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του. Σε ποιά ηλικία έγινε επίσκοπος δε γνωρίζομε. Σίγουρα όμως το κύρος του και η πνευματική του εξουσία ξεπερνούσαν τα όρια της Αντιόχειας και κάλυπταν ολόκληρη τη Συρία, ενώ η φήμη του ήταν ακόμη ευρύτερη. Τούτο φαίνεται από το μεγάλο σεβασμό και την απέραντη εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι μικρασιάτες και οι ρωμαίοι χριστιανοί. Πρόκειται λοιπόν για επίσκοπο οικουμενικού κύρους. 
Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται κα καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Πότε ακριβώς έγινε ο διωγμός αυτός δε γνωρίζομε. Ασφαλώς όμως συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Τότε ωδηγήθηκε ο Ιγνάτιος στη Ρώμη με τη συνοδεία στρατιωτών, που τους ονομάζει «λεοπάρδους». Έκανε όμως ενδιάμεσους σταθμούς στις μικρασιατικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Σμύρνη και Τρωάδα, από την οποία συνέχισε το ταξίδι του μέσω Φιλίππων (Νεαπόλεως Μακεδονίας), Δυρραχίου (Αλβανίας) και Πρίντεζι (Ιταλίας). Στη Ρώμη έγινε βορά των θηρίων, αφού είχε θερμά ικετεύσει να μη φροντίσουν οι ρωμαίοι χριστιανοί για την αποτροπή του μαρτυρίου του. Το επίθετο «θεοφόρος», που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του ο Ιγνάτιος, δεν έχει ερμηνευθή. Κατά την παράδοση θεοφόρος είναι, διότι υπήρξε το παιδί εκείνο που σήκωσε στα χέρια του ο Κύριος σαν υπόδειγμα αθωότητος (Ματθ. 18,1) ή διότι μετά το μαρτύριό του είδαν οι χριστιανοί χαραγμένο στο στήθος του το όνομα του Χριστού. Προφανές όμως είναι ότι θεοφόρος αυτοαποκλήθηκε, διότι ζούσε κατ’ εξοχήν το Χριστό και είχε συνείδηση της ρεαλιστικής σχέσεώς του με το Χριστό. Τη μνήμη του Θεοφόρου Ιγνατίου τιμά η μεν Ορθόδοξος Εκκλησία στις 20 Δεκεμβρίου, η δε Ρωμαϊκή την 1η Φεβρουάριου.
ΕΡΓΑ
Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Ίχνη, απηχήσεις ή μνείες άλλων έργων του δε σώθηκαν. Οι Επιστολές του όμως είναι τόσο σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα, ώστε θα είναι αφελές να δεχθούμε ότι ο Ιγνάτιος αίφνης, χωρίς προηγούμενη θητεία στη συγγραφή, έγινε στα γηρατειά του μεγάλος συγγραφέας. Οι Επιστολές εκφράζουν το ισχυρό και πολυσχιδές πνεύμα του Ιγνατίου, την πρωτοτυπία του στη σκέψη και στην έκφραση, την άνεσή του στην εναλλαγή ύφους. Έτσι ο λόγος του αλλού είναι λυρικός και αλλού δραματικός, άλλου αρμονικός και άλλου ελαττωματικός ή ασύντακτος. Αλλού δωρικός και αλλού πλαδαρός. Ο λόγος του είναι διαυγής, αλλά οι συριακοί ιδιωματισμοί τον κάνουν ενίοτε σκοτεινό, κάτι που οφείλεται και στον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό του Ιγνατίου. Σε καμμιά περίπτωση δε φαίνεται να διαθέτη χρόνο για τη φιλολογική επιμέλεια της γραφής του. Γράφει κάτω από εξωτερική και εσωτερική πίεση. Τον πιέζουν τα προβλήματα των μικρασιατικών Εκκλησιών και η αλήθεια που πληρώνει το στήθος του. Ο αναγνώστης έχει ενίοτε την εντύπωση ότι ο λόγος αναπηδά βίαια σαν από κάποια υπερπληρωμένη πηγή. Εντούτοις ο ρυθμός και η ποιητική διάθεση ανήκουν στη φύση του Εγνατιανού λόγου. Παραλληλισμοί, αντιθέσεις, ισόκωλα, εικόνες και η αποφθεγματική διάθεση απαντούν σε κάθε βήμα. Ακόμη διαπιστώθηκε επίδραση της δευτέρας (ή ασιανικής) σοφιστικής και του στωϊκισμού. Έχομε λοιπόν συγγραφέα που μπορούσε να εκφράζεται με πολλούς τρόπους, χωρίς να ενδιαφέρεται γι αυτούς. Έχομε άνδρα που μπορούσε να ενδιαφέρεται με πάθος για τα προβλήματα όλων των Εκκλησιών, που νουθετούσε με τόση αγάπη και τρυφερότητα, ώστε να μη προσβάλη κανένα. Έχομε ιερόν άνδρα που έχει τη συναίσθηση ότι θεολογεί με την καθοδήγηση του Θεού και που εκφράζεται με απέραντη ταπεινοφροσύνη για τον εαυτό του και απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια που εκφράζει.
Οι Επιστολές είναι επτά, και γράφηκαν η προς Εφεσίους, η προς Μαγνησιείς η προς Τραλλιανούς και η προς Ρωμαίους από τη Σμύρνη, ενώ η προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και Πολύκαρπον από την Τρωάδα. Πρώτος μάρτυς των κειμένων αυτών είναι ο Πολύκαρπος Σμύρνης, που τα έστειλε — πλην της προς Ρωμαίους — εις τους Φιλιππησίους (13,2). Εν τούτοις επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο. Το ζήτημα της γνησιότητος δημιουργήθηκε κυρίως, διότι με νόθευση και πλαστογράφηση των γνησίων επιστολών προέκυψαν τρεις συλλογές, η εκτενής (13 επιστολές), η μέση και η βραχεία (3 σε συριακή μετάφραση). Με αυστηρή κριτική έρευνα των Ruinart, Zahn, Harnack και μάλιστα του Lightfoot δείχθηκε ότι τις γνήσιες επιστολές (πλην της προς Ρωμαίους) διέσωσε η μέση συλλογή. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris, gr. 1475 του Ι΄ αι. Οι νόθες επιστολές είναι έργα του Δ΄ αι., όπου θα γίνη σχετικά λόγος. Τελευταία τη γνησιότητα των επιστολών προσέβαλε χωρίς πειστικά επιχειρήματα ο R. Weijenborg. Βλ. κριτική του R. Staat εις ZKG 84(1973) 103.

Γιατί ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να μας πειράζη
- Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να μας πειράζη;
- Για να διαλέξει τα παιδιά Του. «Κάνε, διάβολε, ό,τι θέλεις», λέει ο Θεός, γιατί, ό,τι και αν κάνη, τελικά θα σπάση τα μούτρα του στον ακρογωνιαίο λίθο που είναι ο Χριστός. Εάν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, τότε τίποτε δεν μας φοβίζει.
Ο Θεός δεν επιτρέπει μία δοκιμασία, αν δεν βγή κάτι καλό. Όταν ο Θεός βλέπη ότι θα γίνη ένα μεγαλύτερο καλό, αφήνει τον διάβολο να κάνη την δουλειά του. είδατε τί έκανε ο Ηρώδης; Σκότωσε δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια, αλλά έκανε δεκατέσσερις χιλιάδες Μάρτυρες Αγγέλους. Που είδες εσύ Μάρτυρες Αγγέλους; Έσπασε τα μούτρα του ο διάβολος! Ο Διοκλητιανός έγινε συνεργάτης του διαβόλου βασανίζοντας τους Χριστιανούς σκληρά. Αλλά, χωρίς να το θέλη, έκανε καλό στην Εκκλησία του Χριστού, γιατί την πλούτισε με Αγίους. Νόμιζε ότι θα εξαφάνιζε όλους τους Χριστιανούς, αλλά δεν έκανε τίποτε. Αφησε πλήθος άγια Λείψανα να τα προσκυνούμε και πλούτισε την Εκκλησία του Χριστού.
Μπορούσε να τον είχε ξεκάνει τον διάβολο ο Θεός, Θεός είναι! Εάν θέλη, και τώρα τον μαζεύει κουβάρι στην κόλαση, αλλά τον αφήνει πάλι για το καλό μας. Θα τον άφηνε να ταλαιπωρή και να βασανίζη το πλάσμα Του; τον άφησε όμως μέχρις ενός σημείου και έως καιρού, για να μας βοηθάη με την κακία του, να μας πειράζη, για να τρέχουμε σ' Αυτόν. Μόνον αν πρόκειται να βγή καλό, επιτρέπει στο ταγκαλάκι να μας πειράξη. Αν δεν βγή καλό, δεν επιτρέπει. Όλα τα επιτρέπει ο Θεός για το καλό μας. Να το πιστέψουμε αυτό. Αφήνει τον διάβολο ο Θεός, για να παλαίψη ο άνθρωπος. Χωρίς πάλη δεν γίνεται χωριό. Αν δεν μας πείραζε ο διάβολος, μπορεί να νομίζαμε ότι είμαστε και άγιοι. Επιτρέπει λοιπόν ο Θεός στον διάβολο να μας χτυπάη με κακία, γιατί με το χτύπημα που μας κάνει, διώχνει όλες τις σκόνες μας και ξεσκονίζεται η σκονισμένη ψυχή μας. Ή τον αφήνη να ορμάη να μας δαγκώση, για να καταφεύγουμε σ' Αυτόν. Ο Θεός μας καλεί συνέχεια, αλλά εμείς συνήθως απομακρυνόμαστε από τον Θεό καί, μόνον αν παρουσιασθή κανένας κίνδυνος, τρέχουμε κοντά Του. Όταν ο άνθρωπος ενωθή με τον Θεό, δεν υπάρχει περιθώριο να εισχωρήση ο πονηρός, αλλά ούτε υπάρχει και λόγος να επιτρέψη ο Θεός στον πονηρό να τον πειράξη, για να αναγκασθή ο άνθρωπος να καταφύγη στον Θεό. Πάντως, όπως και αν είναι, ο πονηρός μας κάνει καλό, μας βοηθάει να αγιάσουμε. Γ ι' αυτό και ο Θεός τον ανέχεται.
Ο Θεός έχει αφήσει ελεύθερους, εκτός από τους ανθρώπους, και τους δαίμονες, μία που την ψυχή του ανθρώπου δεν την βλάπτουν, γιατί δεν μπορούν. Εκτός εάν θέλη ο ίδιος ο άνθρωπος να βλάψη την ψυχή του. αντίθετα, μισθό προξενούν στις ψυχές μας είτε κακοί άνθρωποι είτε απρ/οσεκτοι που άθελά τους κάνουν κακό στην ζωή μας. Γιατί, νομίζετε, λέει εκείνος ο Αββάς: «Επαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» ; Γιατί οι πειρασμοί ωφελούν πολύ. Όχι ότι ο διάβολος μπορεί να κάνη
ποτέ καλό - γιατί είναι κακός - αλλά ο Καλός Θεός εμποδίζει την πέτρα που μας πετάει, για να σπάση το κεφάλι μας, και μας την δίνει στο ένα χέρι, και στο άλλο χέρι μας δίνει αμύγδαλα, για να σπάζουμε και να τρώμε! Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός τους πειρασμούς, όχι για να μας τυραννά ο διάβολος, αλλά για να δίνουμε με αυτόν τον τρόπο «εξετάσεις» για την άλλη ζωή και να μην έχουμε παράλογες απαιτήσεις στην Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει να το καταλάβουμε καλά ότι πολεμούμε - και έχουμε να πολεμήσουμε, έως ότου βρισκόμαστε σ' ετούτη την ζωή - με τον ίδιο τον διάβολο. Όσο ζη ο άνθρωπος, έχει πολλή δουλειά να κάνη για την καλυτέρευση της ψυχής του και έχει δικαίωμα να δίνη εξετάσεις πνευματικές. Εάν πεθάνη και δεν περάση, κόβεται πιά. Μετεξεταστέος δεν υπάρχει.
Ο διάβολος δεν θέλει να μετανοήση
Ο Καλός Θεός έκανε Αγγέλους. Μερικοί όμως Αγγελοι από την υπερηφάνειά τους ξέπεσαν και έγιναν δαίμονες. Έπλασε τον άνθρωπο ο Θεός, το τέλειο δημιούργημα, για να αντικαταστήση και το ξεπεσμένο τάγμα των Αγγέλων. Γι' αυτό ο διάβολος πολύ ζηλεύει το πλάσμα του Θεού, τον άνθρωπο. Φωνάζουν οι δαίμονες: «Εμείς μία φορά σφάλαμε και μας τυραννάς, και αυτούς που πολλές φορές σφάλλουν, τους συγχωράς». Ναί, αλλά οι άνθρωποι μετανοούν. Αυτοί, ενώ ήταν Αγγελοι, κατήντησαν δαίμονες, και αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ήταν το πιο φωτεινό τάγμα ο Εωσφόρος! Και τελικά... Από την υπερηφάνεια οι δαίμονες απομακρύνθηκαν από τον Θεό πριν από χιλιάδες χρόνια και συνεχίζουν να απομακρύνωνται με την υπερηφάνεια και να μένουν αμετανόητοι. Ένα «Κύριε ελέησον» να πούν, ο Θεός κάτι θα κάνη και γι' αυτούς. Να πούν ένα «ήμαρτον», δεν λένε «ήμαρτον». Αν ο διάβολος έλεγε «ήμαρτον», θα γινόταν Αγγελος πάλι. Η αγάπη του Θεού δεν έχει όρια. Αλλά ο διάβολος έχει θέλημα γερό, πείσμα, εγωισμό, δεν θέλει να καμφθή, δεν θέλει να σωθή. Φοβερό πράγμα! Και ενώ ήταν Αγγελος!
- Γέροντα, ο διάβολος θυμάται την προηγούμενη κατάστασή του;
- Αν θυμάται λέει; Αυτός είναι πυρ και μανία, γιατί δεν θέλει να γίνουν άλλοι Αγγελοι, που θα τον αντικαταστήσουν. Και όσο πάει χειρότερος γίνεται. Εξελίσσεται στην κακία και στον φθόνο.
Ώ, αν νιώση κανείς το κατάντημα του διαβόλου, θα κλαίη μέρα-νύχτα! Εδώ έναν καλό άνθρωπο βλέπει κανείς που αλλάζει, γίνεται εγκληματίας, και πόσο στενοχωριέται! Πόσο μάλλον να δη έτσι όχι έναν άνθρωπο αλλά έναν Αγγελο! Κάποτε, ένας μοναχός είχε πονέσει πολύ τους δαίμονες καί, ενώ προσευχόταν γονατιστός, πεσμένος κάτω, έλεγε τα εξής: «Εσύ Θεός είσαι καί, άμα θέλης, μπορείς να βρής έναν τρόπο για να σωθούν και αυτοί οι δυστυχισμένοι δαίμονες, οι οποίοι, ενώ είχαν τέτοια μεγάλη δόξα πρώτα, τώρα έχουν όλη την κακία και την διαβολιά του κόσμου καί, εάν δεν μας προστάτευες, θα μας είχαν ρημάξει όλους τους ανθρώπους». Ενώ λοιπόν έλεγε αυτά τα λόγια προσευχόμενος με πόνο, βλέπει ένα κεφάλι σκυλήσιο δίπλα του να του βγάζη την γλώσσα του και να τον κοροϊδεύη. Το επέτρεψε φαίνεται ο Θεός αυτό, για να πληροφορήση τον μοναχό ότι Εκείνος έτοιμος είναι να
τους δεχθή, αρκεί να μετανοήσουν, αλλά αυτοί δεν θέλουν την σωτηρία τους. Βλέπετε, η πτώση του Αδάμ αντιμετωπίσθηκε με τον ερχομό του Θεού στην γή, με την Ενανθρώπηση. Ενώ του διαβόλου η πτώση δεν υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπισθή, εκτός αν ταπεινωθή. Ο διάβολος δεν διορθώνεται, γιατί δεν θέλει. Ξέρετε πόσο θα χαιρόταν ο Χριστός! Και ο άνθρωπος, μόνον όταν δεν θέλη, δεν διορθώνεται.
- Γέροντα, ο διάβολος γνωρίζει ότι ο Θεός είναι αγάπη και τον αγαπάει και παρ' όλα αυτά συνεχίζει το τυπικό του;
- Έμ, πώς δεν το γνωρίζει! Αλλά η υπερηφάνεια τον αφήνει; είναι όμως και πονηρός. Προσπαθεί τώρα να κερδίση όλον τον κόσμο. Σού λέει: «Αν έχω περισσότερους οπαδούς, θα αναγκασθή ο Θεός στο τέλος να λυπηθή όλα τα πλάσματά Του και θα με πάρη κι εμένα το σχέδιο!». Έτσι νομίζει. Γι' αυτό θέλει, όσο μπορεί, να αποκτήση πιο πολλούς οπαδούς. Βλέπετε που το πάει; Σού λέει: «Έχω τόσους με το μέρος μου! Θα αναγκασθή ο Θεός να χαρισθή και σ' εμένα!». Χωρίς να μετανοιώση! Και ο Ιούδας το ίδιο δεν έκανε; Ήξερε ότι ο Χριστός θα ελευθέρωνε τους νεκρούς από τον Αδη. Σού λέει: «Θα πάω κι εγώ πριν από τον Χριστό, για να με ελευθερώση κι εμένα». Βλέπεις πονηριά; Αντί να ζητήση συγχώρηση από τον Χριστό, πήγε να κρεμασθή. Και να δήτε, η ευσπλαχνία του Θού λύγισε την συκιά, και αυτός μάζεψε τα πόδια του, για να μην ακουμπήσουν κάτω. Και όλα αυτά, για να μην πάη να πη ένα «ευλόγησον». Φοβερό! Έτσι λοιπόν και ο διάβολος, ο αρχηγός του εγωισμού, δεν λέει «ήμαρτον», αλλά συνέχεια ζορίζεται να αποκτήση περισσότερους οπαδούς.

(Λόγοι τόμος Α, σελ. 62-67)


1. Ταπείνωση
«Πουθενά αλλού δεν μπορεί να κρυφτεί κανείς για να ξεφύγει από το πλήθος των πειρασμών, παρά μόνο στα βάθη της ταπεινώσεως». Θυμάσαι αυτά τα λόγια; Είναι δικά σου. Και σοφά!
***
Ο πόλεμός μας εναντίον των πνευμάτων του σκότους είναι πράγματι σκληρός, αφού ο εχθρός μας είναι ισχυρός και ακοίμητος˙ και επιπλέον πανούργος, ανελέητος, υπερήφανος και ασώματος. Όλα αυτά μας επιβάλλουν ακόμα περισσότερο ν’ ασφαλιστούμε μέσα στο φρούριο της σοφής και συνειδητής ταπεινοφροσύνης, της μόνης απόρθητης από τους νοητούς επιδρομείς, τους ληστές του ψυχικού μας θησαυρού. Όταν όμως απέχουμε πολύ ακόμη από την πύλη αυτού του φρουρίου - αυτής της σοφής, όπως είπα, ταπεινώσεως, που συνοδεύεται και ταυτίζεται με την τέλεια αγάπη - ο μόνος θώρακας που μπορεί προσωρινά να μας προστατέψει είναι ο φόβος του Θεού: «Εν φόβω Κυρίου ελπίς ισχύος, τοις δε τέκνοις αυτού καταλείπει έρεισμα» (Παροιμ. 14:26).
***
Θα πρέπει να ξέρεις από τώρα, ότι κατά παραχώρηση Θεού μας γίνονται άγριες επιθέσεις των παθών, όταν παραδοθούμε στην υπερηφάνεια, την αυτοϊκανοποίηση, τον αυτοέπαινο, την αυτοδικαίωση. Όταν μ’ άλλα λόγια, αποκτήσουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, την αξία μας, το πνευματικό μας επίπεδο. Ή όταν νιώθουμε αισχρή ικανοποίηση στη σκόπιμη μείωση των άλλων.
Το φάρμακο γι’ αυτή την αρρώστια είναι απλό: ταπεινό φρόνημα, μία ειλικρινής και συνειδητή ταπείνωση του εαυτού μας. Αυτό μόνο μπορεί να μας ανακουφίσει και να μας ξαλαφρώσει από το πιεστικό κύμα των παιδαγωγικών πειρασμών. Και ο δρόμος είναι η πραότητα, ο προάγγελος της καρδιακής ειρήνης.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει: Η αγάπη και η ταπείνωση είναι ένα ιερό ζευγάρι. Ότι χτίζει η πρώτη, το στηρίζει και το συγκρατεί η δεύτερη, προστατεύοντας έτσι το οικοδόμημα της πνευματικής μας ζωής από την κατάρρευση.
2. Απλότητα
Δόξαζε το Θεό για όλα, ευχαριστώντας Τον όχι μόνο για τις δωρεές Του, μα και για τις ποινές Του˙ τόσο για τα χρόνια της δυστυχίας όσο και για τις ώρες της ευτυχίας…
Ο πόθος σου να κάνεις προσευχές για τον άρρωστο κύριό σου είναι θεάρεστος. Αλλά οι φόβοι και οι ενδοιασμοί σου, για το αν τις κάνεις όπως πρέπει, είναι υπερβολικοί και αβάσιμοι. Να προσεύχεσαι απλά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κύριό μου και την οικογένειά του. Αξίωσέ τον να γυρίσει στο σπίτι γερός, υγιής και ειρηνικός».
Πρόσεξε όμως, να προσεύχεσαι ταπεινά. Πολύ ταπεινά. Αν έχεις την υπερήφανη εντύπωση ότι η προσευχή σου είναι ευάρεστη στον Κύριο, και ότι Εκείνος οφείλει γι’ αυτό να εκπληρώσει το αίτημά σου, τότε, σε βεβαιώνω δεν θα εισακουσθείς.
***
Στη διάρκεια της κοινής θείας λατρείας, δεν είναι σωστό να τραβάει κανείς την προσοχή των άλλων, κάνοντας πολυάριθμες μετάνοιες ή άκαιρα και επιδεικτικά σταυροκοπήματα. Το σημείο του σταυρού και οι μετάνοιες πρέπει να γίνονται μόνο στα σημεία εκείνα της ακολουθίας που χρειάζεται. Τότε, εξάλλου, οι περισσότεροι από τους πιστούς που συμπροσεύχονται θα κάνουν το ίδιο, κι έτσι κανείς δεν θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε σένα.
Σαν γενικό κανόνα πάντως στο θέμα αυτό, σου συνιστώ να ασκείς ένα διακριτικό αυτοέλεγχο στην εξωτερίκευση της ευλάβειας και της κατανύξεώς σου, κάθε φορά που βρίσκεσαι σε δημόσιο λατρευτικό χώρο. Και τον αγώνα σου αυτό για αυτοσυγκράτηση ο Θεός θα τον δεχτεί σαν μία θυσία ταπεινώσεως.

(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 63-66)

 

(Αναστασίου αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ισλάμ, εκδ. Ακρίτας, 2006, σελ. 293-296) 
Υπό την επίδραση των ειρηνοποιών κηρυγμάτων και της καλλιέργειας φιλικής ατμόσφαιρας μεταξύ των λαών υπάρχει σήμερα η τάση αποσιωπήσεως της χαρακτηριστικής αυτής παραγράφου της ισλαμικής τακτικής. Εντούτοις, και αν ακόμη παραθεωρήσουμε τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, παραμένουν τα ιερά κείμενα. Οι παροτρύνσεις του Κορανίου για δυναμική, μαχητική αντιμετώπιση των «απίστων» είναι πολλές και άμεσες:

«Μάχεσθε μέχρις ότου αποσοβηθή αφ’ υμών ο κίνδυνος του πειρασμού, και όταν δεν υπάρχη άλλη λατρεία ειμή η του μόνου Θεού. Αν οι εχθροί θέσωσι τέρμα εις τας πράξεις αυτών, τότε ας παύσωσιν αι εχθροπραξίαι, εκτός αν πρόκηται περί ασεβών» (Η Βούς, 2:189)(51).

Μερικές φορές δίδεται ευρύτερη έννοια στον «ιερό πόλεμο». π.χ. τζιχάντ (jihad) θεωρείται και η διαμαρτυρία κατά των καταχρήσεων μουσουλμάνων αρχόντων(52). Η κλασική πάντως σημασία της εντολής παραμένει αναμφισβήτητη. Οι εκτός της κυριαρχίας του Ισλάμ χώρες ονομάζονται «Οίκος Πολέμου» (Dar al-Harb) και αντιδιαστέλλονται από τον Dar al-Islam, τον «Οίκο του Ισλάμ».

Είναι περιοχές αγώνος -ιδιαιτέρως όπου επικρατεί ο πολυθεϊσμός, η αθεΐα, η ειδωλολατρία-έως ότου τεθούν με την τζιχάντ υπό το κράτος της αληθούς πίστεως (53). Ο χαρακτήρας του Ισλάμ υπήρξε επιθετικός• εκεί όπου η πειθώ δεν έφερνε αποτέλεσμα,το ξίφος αποδεικνυόταν πειστικότερο. Η μέσω του «ιερού πολέμου» διάδοση της πίστεως ενδυνάμωσε το Ισλάμ στις περιόδους της επεκτάσεώς του. Έτσι κατόρθωσε να επιβάλει με ταχύτητα αστραπής την κυριαρχία του από τις στήλες του Ηρακλέους μέχρι τον Ινδό ποταμό. Το Ισλάμ για να επικρατήσει δεν χρειάσθηκε, όπως ο Χριστιανισμός, εκατομμύρια μάρτυρες από τους οπαδούς του. Προτίμησε να τους αναζητήσει μεταξύ των οπαδών των αντιπάλων θρησκειών.

Οι εβραϊκοί και χριστιανικοί πληθυσμοί, ως κάτοχοι των Γραφών (και αναγκαίοι για την οικονομική ευμάρεια του κράτους των πολεμιστών), είχαν δικαίωμα να διατηρήσουν τη θρησκεία τους καταβάλλοντας κεφαλικό φόρο• εννοείται ότι και το δικαίωμα αυτό καταπατήθηκε επανειλημμένως από πολλούς ηγεμόνες. Η αντίληψη σχετικά με τη τζιχάντ (jihad), η οποία υπήρξε αναμφισβήτητο στοιχείο της δυναμικότητας της μουσουλμανικής θρησκείας, επισημαίνει για μία ακόμη φορά ότι το Ισλάμ, παράλληλα με τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, υπήρξε και μέγεθος πολιτικό. Ο Προφήτης δεν ίδρυσε μόνο μία θρησκευτική κοινότητα, αλλά και ένα κράτος.
Η νοοτροπία του «ιερού πολέμου», ενώ υπήρξε το ισχυρό νεύρο του Ισλαμισμού κατά την πρώτη ιστορική του περίοδο, κατέληξε κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού ευαίσθητο και κρίσιμο σημείο για τους οπαδούς του Μωάμεθ. Όταν αναλογισθεί κανείς, ότι σύμφωνα με τη διδασκαλία του Προφήτη οι πιστοί θα είχαν πάντοτε την ευλογία του Θεού και μαζί με αυτήν τη νίκη, αντιλαμβάνεται εύκολα γιατί πολλοί μουσουλμανικοί λαοί, που βρίσκονταν τότε σε παρακμή και υπό την εξουσία άλλων κρατών, αντιμετώπισαν μια ιδιότυπη θρησκευτική κρίση.

Υποσημειώσεις:
(51) «Μάχεσθε υπέρ πίστεως, και μάθετε ότι ο Κύριος ακούει και τα πάντα γινώσκει» (η Βούς, 2:245).

«Όταν παρέλθωσιν οι ιεροί μήνες, τότε φονεύετε τους πολυθεϊστάς,όπου αν συναντήσητε, ζωγρείτε δε πολιορκούντες και ενεδρεύοντες αυτούς. Εάν όμως μετανοήσωσιν , εάν τηρήσωσι την προσευχήν, εάν ελεήσωσιν, άφετε αυτούς ελευθέρους, καθότι ο Θεός είναι μακρόθυμος και ελεήμων» (Η Μετάνοια, 9:5,60).

«Οπόταν συναντάτε τους απίστους φονεύετε και κατασφάζετε, συγκρατούντες στερεώς τα δεσμά του αιχμαλώτου. / Μετά δε την κατάπαυσιν της μάχης, άφετε αυτόν ελεύθερον η ανταλλάξατε αντί λύτρων. Πράττετε ούτως. Εάν εβούλετο ο Θεός, θα εθριάμβευεν ο ίδιος επ’ αύτών, αλλ’ υποβάλλει υμάς εις τον πόλεμον, ίνα δοκιμάση τους μεν δια των δε. ο Θεός δεν θα απολέση τα έργα των πεσόντων εν τη μάχη υπέρ πίστεως. / Θα οδηγήση αυτούς και θα κατευθύνη τας καρδίας αυτών. / Θα εισαγάγη αυτούς εις τον παράδεισον ον ήδη υπέδειξεν αυτοίς. / Όσοι πιστοί! Εάν συνδράμητε τον Θεόν εν τη μάχη αυτού κατά των απίστων, και ο Θεός θα συνδράμη υμάς, κατευθύνων τα υμέτερα διαβήματα» (Ο Μωάμεθ, 47: 4-10. Πρβλ. Τα Λάφυρα, 8:73,76. Ο Σίδηρος, 57:10 κ.ά.). Βλ. και σελ. 126-127 παρούσης εργασίας.
Μία «παράδοση» αναφέρει: «Πάνω από την έβδομη πύλη [του Παραδείσου] είναι γραμμένο: “Η πύλη αυτών που εξέρχονται σε ιερό πόλεμο”»• al-Kisa I, Qisas al-Anbiya, βλ. Jeffery, Reader (1962), 173.
(52) Σύμφωνα με παράδοση που μνημονεύεται από τους Abu Dawud, al-Tiirmidhiy και Ibn Majah και αποδίδεται στον Abu Said al-Khudri, ο Προφήτης είπε: «το ανώτατο είδος ιερού πολέμου (jihad) είναι να λές την αλήθεια κατά πρόσωπο σε ένα Σουλτάνο (ή άλλη εξουσία), ο οποίος παρεκκλίνει από την ευθεία οδό»• Doi, Introduction (1971), 94.
(53) M. Khadduri, War and Peace in the Law of Islam (Baltimore 1955). F. Abbott, “The Jihad of Sayyid Ahmad Shahid”, MW 52 (1962) 216-222.Για τις νέες τάσεις στις μουσουλμανικές χώρες στο θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας βλ. Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία (Αθήναι1972), 319-329.
(Προσθήκη 2004): M.J. Gohari, The Taliban Ascent to Power, Oxford University Press (Oxford 1999, 2002). M. Juergensmeyer, Terror in the Mind of God. The Global Rise of Religious Violence, University of California Press (Berkeley, Los Angeles, London 2001). F.E. Peters, Jihadin Classical and Modern Islam, Marcus Wiener Publ. (Prinston 1996).

Διάκριση

Επίτρεψέ μου να μην αναφερθώ άλλο στο παρελθόν, αλλά να σταθώ σε ό,τι θα μπορέσει ν’ αποβεί χρήσιμο και ωφέλιμο για το μέλλον.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, κάθε εντύπωση, κάθε εικόνα, κάθε λογισμός που έρχεται στην περιοχή της καρδιάς και τη γεμίζει με μεγάλη ταραχή, ασφαλώς προέρχεται από το χώρο των παθών. Γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ ακολουθούμε τις παρορμήσεις της καρδιάς αμέσως, αλλά μόνο μετά από προσεκτική αυτοεξέταση και έντονη προσευχή. Ο Θεός να μας φυλάξει από καρδιά τυφλωμένη! Γιατί είναι πια πασίγνωστο, ότι τα πάθη τυφλώνουν την καρδιά και σκοτίζουν το λαμπερό ήλιο της διάνοιας, που όλοι μας πρέπει, με σκληρή προσπάθεια, ν’ ατενίζουμε πάντοτε.

* * *

Τελικά η ατέλειωτη νύχτα πέρασε. Στην καρδιά σου ο ήλιος λάμπει ολόλαμπρος και στο νου σου ο αέρας είναι γλυκύς και καθαρός. Γλυκύτερος και καθαρότερος από ποτέ άλλοτε. Δόξα τω Θεώ! Είναι ολοφάνερη η επέμβαση της χάριτός Του. Όμως, από μια άποψη, η τωρινή κατάστασή σου είναι ο καρπός των πικρών δοκιμασιών σου. Καθώς λέει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, πίσω από τις ακούσιες θλίψεις είναι κρυμμένο το έλεος του Θεού.
Πρόσεξε όμως, γιατί η έντονη τάση για προσευχή που έχεις τώρα, είναι κι αυτή μια δοκιμασία από τα δεξιά. Αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να βυθιστεί στην απόλαυση, στην αυτοϊκανοποίηση, τότε ένα σύννεφο πνευματικού σκοταδιού, πυκνότερο από το προηγούμενο, θα έρθει και θα σε τυλίξει. Στο δρόμο που περπατούμε, αυτό είναι αναπόφευκτο: Η ικανοποίηση για ένα πνευματικό κατόρθωμα μας οδηγεί ανεπαίσθητα – αλλά γοργά και σίγουρα- στα δίχτυα της μεγάλης παγίδας, που λέγεται έπαρση. Τότε είναι που ταπεινωνόμαστε για τα καλά! Και δίκαια. Γιατί έχουμε πια αποδειχθεί ανίκανοι να δεχθούμε με ταπεινή ευγνωμοσύνη τη χάρη, που πλούσια και γενναιόδωρα μας έστειλε ο Θεός.
Με τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς η έπαρση ξεριζώνεται αποτελεσματικά. Μέχρι να συμβεί αυτό, το οικοδόμημα των αρετών που δήθεν αποκτούμε, και κάποτε μάλιστα με πολύ κόπο, θεμελιώνεται στην άμμο. Χρειάζεται πολύ χρόνο και απαιτεί μεγάλο κόπο για να θεμελιωθεί αυτό το οικοδόμημα πάνω στην πέτρα, όπου η τέχνη της προσευχής θα ευδοκιμεί με σταθερότητα και ασφάλεια.

* * *

Ο αγώνας για την πνευματική πρόοδο δεν είναι δυνατό να οδηγήσει την ψυχή μας μόνο στο ανθισμένο λιβάδι της ευφροσύνης και της παρηγοριάς, και να την αφήσει μόνιμα εκεί. Αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα την οδηγήσει και στο δρόμο του σταυρού. Γιατί, σηκώνοντας τον πνευματικό σταυρό μας, το σταυρό των θλίψεων και των πειρασμών, διδασκόμαστε την υπομονή και την υποταγή στο θέλημα του Κυρίου. Με κάθε θλίψη, λέει κάποιος άγιος, ελέγχεται η κλίση του θελήματός μας, αν κλίνει προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά. Έτσι μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε τα κρυφά πονηρά μας θελήματα και να τα πατάξουμε. Γι’ αυτό κάθε θλίψη μοιάζει με παζάρι: Εκείνος που ξέρει να εμπορεύεται, κερδίζει πολλά. Εκείνος που δεν ξέρει, ζημιώνεται.
Πρέπει λοιπόν να το γνωρίζεις από τώρα καθαρά, πώς οι πνευματικές παρηγοριές συνοδεύονται πάντοτε από ένα πνευματικό Γολγοθά.

(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 32-34)

 

Aυτογνωσία. 
Υψηλοτάτη πριγκίπισσα*, μην περιορίζεις τον αγώνα σου στην ακριβή τήρηση μόνο των εξωτερικών επιταγών, της νηστείας δηλαδή και της προσευχής. Πρέπει να επιδιώξεις οπωσδήποτε και την πολύ σπουδαιότερη εσωτερική, ψυχική καλλιέργεια, που κατορθώνεται μόνο με την αύξηση της αγάπης και τη βάθυνση της ταπεινώσεως.
Λες ότι σου κατατρώει την καρδιά ο πόθος της υπακοής. Και ρωτάς: Πώς μπορώ να κατακτήσω αυτή την αρετή; Σου απαντώ: Εγώ θα σου πω;
Μέσα στον κόσμο που ζεις, πριγκίπισσά μου, πρέπει να έχεις διαπιστώσει πόσο χρόνο χρειάζεται ένας καλλιτέχνης για ν’ ασκηθεί στην τέχνη του, και πόσο κόπο πρέπει να καταβάλει γι’ αυτό. Δεν είναι λοιπόν φυσικό, πού οτιδήποτε έχει σχέση με την τέχνη των τεχνών, την πνευματική ζωή, απαιτεί ακόμα περισσότερο χρόνο και ακόμα μεγαλύτερο κόπο;
Προσευχήσου στο Θεό να σου στείλει τη χάρη Του, για να μελετάς και να κατανοείς σωστά τους Πατέρες, για να μιμείσαι τα πρότυπα που εκείνοι προβάλλουν, για να δεις καθαρά τη δική σου αδυναμία. Δεν θα σ’ αφήσει ο Θεός να ζητάς και να περιμένεις για πολύ. Θα σου δώσει βοήθεια.
Στο μεταξύ, εξέτασε προσεκτικά τις κινήσεις της καρδιάς σου, παρατήρησε τις περιπλοκές των λογισμών σου, εξιχνίασε τις προθέσεις και τα βαθύτερα κίνητρα όλων των λόγων, των έργων και της συμπεριφοράς σου. Καλό θα ήταν να κάνεις ένα τέτοιο έλεγχο και στα κείμενα που γράφεις. Ίσως αυτό σε βοηθήσει να δεις καθαρότερα το βαθμό της πνευματικής σου φτώχειας. Ίσως αυτό να ταπεινώσει την έπαρση του νου σου.
(* Η επιστολή προφανώς απευθύνεται σε μέλος της βασιλικής οικογένειας ή της ρωσικής αυτοκρατορίας)
* * *
Είναι θαυμάσιο πού βρήκες δουλειά σε μια τόσο επιφανή οικογένεια, σαν δάσκαλος των παιδιών. Μεταδίδοντας και σε άλλους τις γνώσεις, πού με τη χάρη και την εύνοια του Θεού απέκτησες, διπλασιάζεις το τάλαντό σου.
Να καταφεύγεις στο Θεό σε κάθε σου δυσκολία: Όταν αντιμετωπίζεις προβλήματα απειθαρχίας από τα παιδιά, όταν τους κάνεις το κοινό καθημερινό μάθημα, όταν τους μιλάς για θέματα πίστεως. Η αδεξιότητά σου στις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και η αδυναμία σου να κερδίζεις την αγάπη των άλλων, δεν είναι στην πραγματικότητα μειονεκτήματα. Σου δίνουν μαθήματα και σου παρέχουν εφόδια για την τέχνη της ζωής. Αλλά και σου χρησιμεύουν σαν ένα καλό, πρακτικό αντιστάθμισμα στην ενασχόλησή σου με θεωρητικές μελέτες. Είσαι ακόμα πολύ νέος, και μόλις τώρα αρχίζεις να τινάζεις δοκιμαστικά τα φτερά σου για το πρώτο μεγάλο πέταγμα. Η ίδια η ζωή πρέπει να σε διδάξει, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, τι είναι σωστό και τι λαθεμένο. Επωφελήσου από τα σφάλματά σου για ν’ αυξήσεις την ταπείνωσή σου, αλλά και για να οξύνεις τη διάκριση και την οξυδέρκειά σου. Αξιοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου σου μελετώντας τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Καμιά τέχνη δεν μαθαίνεται με άνεση και ευκολία, χωρίς συστηματική μελέτη και πρακτική εξάσκηση. Μπορεί λοιπόν να γίνει διαφορετικά με τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις τέχνες, δηλαδή την πνευματική ζωή, που αποσκοπεί στη σωτηρία της ψυχής;
* * *
Νόμιζες, μου φαίνεται, ότι θα μπορούσες ν’ ανεβείς την πνευματική κλίμακα με τεράστιες δρασκελιές! Βέβαια, έχεις πίστη, τ’ ομολογώ, έχεις στ’ αλήθεια πίστη. Αν δεν είχες, δεν θα μπορούσες να διακρίνεις τις δολοπλοκίες του εχθρού. Από την άλλη πλευρά όμως επιζητείς να γευθείς ανώτερες χαρισματικές καταστάσεις, και αυτό δείχνει ότι δεν έχεις ταπείνωση. Να αρκεστείς σ’ αυτά που σου έχει δώσει ο Θεός. Ολόκληρο το μυστήριο της πίστεως είναι μία χάρη. Επομένως βρίσκεσαι ήδη μέσα στη χάρη. Ο Θεός θα σου δώσει περισσότερα όταν – και αν – διαπιστώσει ότι έχεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Μετά από κάποιο σφάλμα – δεν έχει σημασία ποιο – μην παγιδεύεσαι από την ταραχή , τη σύγχυση και την απελπισία. Ταπείνωσε το νου και την καρδιά σου, μετανόησε για την πτώση σου, σήκω και συνέχισε πάλι τον αγώνα για την τήρηση των εντολών του Κυρίου μας.
* * *
Κάθε πτώση μας είναι και μία υπόμνηση κάποιου κανόνα της πνευματικής ζωής, τον οποίο κινδυνεύαμε να λησμονήσουμε.
Πρέπει επομένως να καθίσεις και να εξετάσεις – ήρεμα και ψύχραιμα - κάτω απ’ αυτό το πρίσμα την πτώση, που τόσο πολύ σε τάραξε.
* * *
Ανησυχείς και θλίβεσαι κάθε φορά που εξετάζεις τη συνείδησή σου, γιατί τώρα βρίσκεις τον εαυτό σου πολύ κακό. Ενώ πριν, όταν ήσουν νέος, μια τέτοια εξέταση σου έδειχνε πώς ήσουν, λίγο-πολύ, καλός μάλλον παρά κακός. Τι ασυνήθιστος λόγος ανησυχίας!
Είναι χίλιες φορές καλύτερο να βλέπουμε τον εαυτό μας κακό παρά καλό. Στην πρώτη περίπτωση γινόμαστε πιο ταπεινοί, και μας ανοίγεται έτσι η θύρα της αφέσεως, η θύρα του θείου ελέους, η θύρα της χάριτος. Στη δεύτερη περίπτωση γινόμαστε υπερήφανοι. Και η υπερηφάνεια κλείνει το δρόμο της χάριτος.
Όσο για την πραγματική αξία των έργων και των κατορθωμάτων μας, γι’ αυτά μόνο ο Θεός είναι ο κριτής. Εκείνος, που γνωρίζει τις πιο κρυφές σκέψεις, προθέσεις και ροπές της ανθρώπινης καρδιάς.

(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 28-32)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

1 (1)Ἀμὴν ἀμὴν(2) λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος(3) διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων(4), ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν(5), ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής(6)·
1 «Σας βεβαιώνω: εκείνος που δεν μπαίνει από την πόρτα στη μάντρα των προβάτων, αλλά πηδάει μέσα απ’ αλλού, είναι κλέφτης και ληστής. (Μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας, δες https://www.bible.com/el/bible/173/JHN.11.TGV)  
(*) O λόγος αυτός περιλαμβάνει 3 παραβολές: 1) του ποιμένα (σ. 1-6), 2) της θύρας (σ. 7-10) και 3) του καλού ποιμένα (σ. 11-18), και επακολουθεί και ένα ιστορικό συμπέρασμα (σ. 19-21). Η σχέση των παραβολών αυτών με όσα ειπώθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο είναι η εξής: Οι αντίπαλοι του Κυρίου ισχυρίζονταν, ότι αυτοί ήταν οι μόνοι αναγνωρισμένοι οδηγοί του θεοκρατικού έθνους. Αποδεικνύει τώρα σε αυτούς, ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ποιμένες εγωιστές, μισθωτοί, ενώ αντιθέτως αυτός είναι ο μόνος καλός Ποιμένας των ψυχών.
Και «εισάγει χρήσιμα την παραβολή υποδηλώνοντας κάπως αμυδρότερα και σαν με αινίγματα, ότι δεν θα έχουν από υπεροχή την αρχηγία με βεβαιότητα, αλλά ούτε το αξίωμα θα είναι σε αυτούς μόνιμο αφού υβρίζουν από αλαζονεία αυτόν που έδωσε αυτό το αξίωμα, το Θεό» (Κ).
«Αποδεικνύει λοιπόν με την παραβολή, ότι δεν είναι πλάνος, αλλά ποιμένας. Και πρώτα μεν αναφέρει τα γνωρίσματα του πλάνου και καταστροφέα, έπειτα στη συνέχεια τα του ποιμένα και σωτήρα, έτσι ώστε από αυτά να αναγνωριστεί αν είναι πλάνος ή ποιμένας» (Ζ). Διαπραγματευόμενος λοιπόν 3 ιδέες, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο Μεσσίας σχηματίζει το ποίμνιό του, τον τρόπο με τον οποίο το διατρέφει, και το ελατήριο, από το οποίο κινείται να ενεργεί έτσι, αντιθέτει την εικόνα αυτής της διακονίας, όπως παρεχόταν τότε από τους αρχηγούς της θεοκρατίας, με την δική του (g).
(1)   Πρόκειται για αλληγορία μάλλον παρά παραβολή. Στην παραβολή η διήγηση αποκτά σώμα μέχρι κάποιο σημείο ανεξάρτητο από την ηθική εφαρμογή· στην αλληγορία η εφαρμογή γίνεται αμέσως αισθητή σε κάθε χαρακτηριστικό της εικόνας, η οποία δεν αποκτά σώμα ανεξάρτητο από τη σκέψη. Γεννήθηκε ζήτημα, από πού πήρε ο Κύριος την αφορμή να χρησιμοποιήσει αυτές τις εικόνες. Κάποιοι από τους ερμηνευτές υποστήριξαν, ότι ο χρόνος της διάλεξης αυτής του Κυρίου συνέπιπτε με την ώρα, κατά την οποία οι ποιμένες οδηγούσαν στην επιστροφή τα ποίμνιά τους από τις πεδιάδες γύρω από την πόλη της Ιερουσαλήμ. Βλέποντας λοιπόν ο Ιησούς το θέαμα των ποιμνίων που οδηγούνταν πίσω, πήρε από εκεί την αφορμή να διαλέξει ποιμενικές εικόνες. Αυτές οι υποθέσεις τίποτα το αδύνατο δεν εμπερικλείουν. Μπορούσε όμως ο Ιησούς να πάρει την αφορμή και από τα θεοκρατικά σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν στην Π.Δ., όπου τόσο ο Κύριος όσο και ο Μεσσίας αποκαλείται ποιμένας (Ψαλμ. κβ, Ησ. μ 11,Ιεζεκ. λδ,Ζαχ. ια)(g).
(2)   Με αυτό δεν εισάγεται κάτι τελείως νέο, αλλά συνδέεται αυτό που ακολουθεί με αυτό που προηγήθηκε στενότατα, είτε ως επιβεβαίωση είτε ως αντίθεση αυτού (Lucke).
(3)   Η αλληγορία εκτίθεται σύμφωνα με αυτά που συμβαίνουν στην Ανατολή, όπου η μάνδρα των προβάτων δεν είναι στεγασμένο οίκημα, αλλά χώρος κλεισμένος γύρω-γύρω με τοίχο ή με φράκτη, όπου εισάγονται τα ποίμνια το απόγευμα για διανυκτέρευση. Είναι δυνατόν περισσότερα ποίμνια να εισαχθούν σε μία και την ίδια μάνδρα, μπαίνοντας έτσι κάτω από την φροντίδα ενός θυρωρού, ή φύλακα, ο οποίος κατά τη διάρκεια της νύχτας οφείλει να αγρυπνεί για ασφάλειά τους. Το πρωί οι ποιμένες επιστρέφουν και χτυπούν την θύρα που από το απόγευμα είχε κλείσει, οπότε αυτή ανοίγεται σε αυτούς από τον φύλακα. Οδηγούνται τότε έξω τα πρόβατα και διαχωρίζονται αυτά, όπου κάθε ποιμένας ξεχωρίζει και καλεί τα δικά του πρόβατα και μετά οδηγούνται για βοσκή (g).
Οι αγαθοί άνθρωποι πετυχημένα παρομοιάζονται με πρόβατα. Ως δημιουργήματα μεν, που εξαρτώνται από τον Πλάστη και δημιουργό τους, ονομάζονται πρόβατα του κοπαδιού του. Επειδή αναγεννήθηκαν επίσης και έγιναν νέα κτίση έχουν και τις αγαθές ιδιότητες των προβάτων. Είναι πράοι και ήσυχοι, χωρίς να προκαλούν θορύβους· είναι υπομονετικοί όπως τα πρόβατα απέναντι σε αυτόν που τα κουρεύει και τα σφάζει· είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι σαν τα πρόβατα στον κάτοχό τους με το γάλα και το μαλλί τους· είναι ήμεροι και μεταξύ τους κοινωνικοί, όπως τα πρόβατα συζούν στο ίδιο ποίμνιο.
(4)   Ή «θύρα ονόμασε τις Γραφές· διότι αυτές… ανοίγουν τη θεογνωσία, αυτές κάνουν πρόβατα, αυτές φυλάσσουν» (Χ)· «αυλή ονόμασε τη φροντίδα των προβάτων, ενώ πρόβατα τους Ισραηλίτες, το λαό του Θεού» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, η φράση από την θύρα=από τη νόμιμη είσοδο, με αξίωμα που έχει εγκαθιδρυθεί από το Θεό, στο οποίο με θεία κλήση ανεβαίνει αυτός που το λαμβάνει· ειδικά εδώ το μεσσιακό αξίωμα, που προαναγγέλθηκε και προεικονίστηκε στην Π.Δ. (g)· «στην αυλή· προς τα πρόβατα και την φροντίδα εκείνων» (Χ)· αυλή εννοεί την θεοκρατία ή την ίδια τη βασιλεία του Θεού στην προπαρασκευαστική μορφή της. Η θύρα παριστάνει το μεσσιακό αξίωμα, που αποτελεί τη νόμιμη είσοδο στη θεοκρατία, η οποία προετοιμάστηκε για το νόμιμο αρχηγό της, δηλαδή τον Μεσσία (g). Η εκκλησία έπειτα απέβη στον κόσμο η αυλή, στην οποία τα τέκνα του Θεού, τα διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο, μαζεύονται (Ιω. ια 12) και στην οποία συνενώνονται και ενσωματώνονται και αποτελούν σε αυτήν την αγαθή ποίμνη του Θεού.
(5)   «Καλά είπε· Ανεβαίνει, όχι μπαίνει, το οποίο είναι γνώρισμα του κλέφτη, ο οποίος θέλει να πηδήξει πάνω από το φράχτη» (Χ). «Αυτός που πηδά πάνω από την θύρα» (Ζ) και σκαρφαλώνει στον τοίχο ώστε από εκεί να πηδήξει μέσα στην αυλή· αυτός «που χαράσσει για τον εαυτό του άλλη, και όχι τη νόμιμη οδό» (Χ). «Όπως ακριβώς ο Θευδάς και ο Ιούδας, οι οποίοι πριν το Χριστό πλάνησαν το λαό, κατέστρεψαν και καταστράφηκαν» (Θφ). «Αυτός που ανεβαίνει από αλλού, είναι αυτός που νομίζει ότι με βία και τυραννικό τρόπο μπορεί να πάρει την τιμή που δεν του δόθηκε» (Κ).
(6)   Έρχεται για να κλέψει και για να απαγάγει βίαια τα πρόβατα (β). Η λέξη ληστής υπονοεί βαθμό βίας και θρασύτητας περισσότερο από όσο η λέξη κλέφτης (g). Η ποίμνη του Χριστού είναι εκτεθειμένη σε κλέφτες και ληστές, και τέτοιοι είναι οι πλάνοι, αυτοί που μιλούν διεστραμμένα και αποσπούν από τον αληθινό ποιμένα τα πρόβατα, για να ακολουθούν από πίσω τους· είναι επίσης και οι διώκτες οι οποίοι κατασφάζουν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα. Πλάνοι και διώκτες ονομάζονται από τον απόστολο Παύλο (Πράξ. κ 29) λύκοι άγριοι που δεν λυπούνται το ποίμνιο.

2 ὁ δὲ(1) εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας(2) ποιμήν(3) ἐστι τῶν προβάτων.
2 Αυτός όμως που μπαίνει από την πόρτα είναι ο βοσκός των προβάτων.
(1)   Σε αντίθεση. Αντιθέτως… «Είδες τα γνωρίσματα του ληστή; Δες και αυτά του ποιμένα» (Θφ).
(2)   Αυτός που όχι λαθραία, αλλά φανερά μπαίνει από την πόρτα. Δεν παραβιάζει την θύρα, αλλά σύμφωνα με το δικαίωμα, το οποίο έχει ως ιδιοκτήτης, μπαίνει από αυτήν ελεύθερα (g). «Γνώρισμα του ποιμένα είναι το να μπαίνει από την κανονική πόρτα» (Χ).
(3)   Χωρίς άρθρο, δηλώνοντας την ιδιότητα. Μπαίνει ως ποιμένας (g). Ο λόγος είναι γενικός και ισχύει για κάθε ποιμένα. Ειδικότερα όπως και στους σ. 11-12 εφαρμόζεται στον Ιησού.
«Εάν πάλι λέει στη συνέχεια για τον εαυτό του, ότι είναι η θύρα, δεν πρέπει να θορυβηθούμε, διότι και ποιμένα ονομάζει τον εαυτό του και πρόβατο και με διάφορους τρόπους διακηρύσσει την αποστολή του και το έργο του· διότι όταν μας οδηγεί στον Πατέρα, ονομάζει τον εαυτό του θύρα, όταν πάλι φροντίζει για εμάς, ποιμένα» (Χ). Έτσι στους δύο αυτούς σ. «ανέφερε τα γνωρίσματα και του ποιμένα και του καταστροφέα» (Χ)· «σκιαγράφησε τον κλέφτη και ληστή και πλάνο, και τα γνωρίσματα του ποιμένα» (Ζ).  

3 Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει(1), καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει(2), καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ' ὄνομα(3) καὶ ἐξάγει αὐτά(4).
3 Ο φύλακας του ανοίγει και τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή του· τα φωνάζει το καθένα με τ’ όνομά του και τα οδηγεί έξω.
(1)   Αυτός που έρχεται με την ιδιότητα του αληθινού ποιμένα δεν έχει ανάγκη να υπερπηδήσει όπως ο κλέφτης τον τοίχο της μάνδρας. Ο θυρωρός τού ανοίγει αναντίρρητα και πρόθυμα (g). Ειδικότερα εδώ ποιον ονομάζει θυρωρό;
Ή το Θεό, διότι «όπως ακριβώς δεν είναι ανάξιο για το Χριστό να ονομαστεί η πόρτα, από την οποία ο ποιμένας μπαίνει, έτσι δεν είναι ανάξιο για το Θεό να ονομαστεί ο θυρωρός» (b).
Ή, «τίποτα δεν εμποδίζει να εννοήσουμε εδώ τον Μωϋσή» (Χ). Στον αληθινό ποιμένα ή τον Μεσσία «ο Μωϋσής ανοίγει ως ποιμένα και τον υποδέχεται στην επιμέλεια των προβάτων. Διότι έγραψε, ότι «αυτόν να ακούτε»» (Ζ).
Ή, πιθανώς, τον Βαπτιστή και Πρόδρομο, τον οποίο ο Θεός ανέδειξε για να δείξει τον Μεσσία και να τον φέρει στο μέσο του λαού (g).
Υπάρχει και η πιο σωστή ίσως ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία στην αλληγορία αυτή, δεν φαίνεται η λέξη θυρωρός να έχει σημασία· σε κάθε παραβολή υπάρχουν λεπτομέρειες στις οποίες δεν είναι αναγκαίο να αναζητείται κάποια πνευματική έννοια (β). Απλώς και μόνο δηλώνεται γενικά ότι ο αληθινός ποιμένας αναγνωρίζεται ως τέτοιος τόσο από τον φύλακα της μάνδρας, όσο και από τα πρόβατα (ο).
(2)   «Διότι την αναγνωρίζουν» (Ζ). Όχι μόνο ο τρόπος της εισόδου στην μάνδρα διακρίνει τον ποιμένα από τον κλέφτη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται προς το ποίμνιο. Ενώ ο κλέφτης αρπάζει τα πρόβατα με τρόπο βίαιο, ο ποιμένας φωνάζει απλώς και τα πρόβατά του αναγνωρίζουν τη φωνή του και χωρίζονται αμέσως από τα άλλα πρόβατα, τα οποία τυχόν ανήκουν σε άλλη ποίμνη (g). Η αλληγορία προϋποθέτει ότι στην ίδια μάνδρα συναυλίζονται περισσότερα από ένα ποίμνια. «Όπως ακριβώς αυτός που μπαίνει από την πόρτα, αυτός είναι ποιμένας, έτσι και αυτοί που ακούνε τη φωνή του, αυτοί είναι πρόβατα· αυτοί όμως που δεν κάνουν έτσι, αποσχίστηκαν από την τάξη των προβάτων» (Ζ).
(3)   Αντί για το «καλεί» οι αλεξανδρινοί κώδικες, ο του Βέζα και κάποιοι άλλοι γράφουν «Φωνεί κατ’ όνομα». Συνηθίζεται από τους ποιμένες της ανατολής να δίνονται ειδικά ονόματα στα πρόβατά τους, που λαμβάνονται από κάποια χαρακτηριστικά του ζώου (β), ιδιαίτερα το χρώμα ή και άσχετα με αυτό.
«Και αυτό είναι γνώρισμα του ποιμένα, το οποίο φανερώνει την άκρα φροντίδα σε κάθε ένα πρόβατο· διότι δεν θα τα φώναζε ονομαστικά, αν δεν γνώριζε το καθένα ακριβώς, από την άκρα φροντίδα για το καθένα» (Ζ).
Οι εκφράσεις «ακούνε τη φωνή του» «και… τα φωνάζει με το όνομά του» βασίζονται στο γεγονός, ότι ανάμεσα στη φωνή του Μεσσία και την καρδιά των πιστών υφίσταται εκ προτέρου μία αρμονία, χάρις στην οποία οι πιστοί αναγνωρίζουν αυτόν αμέσως μόλις αυτός εμφανιστεί και μιλήσει σε αυτούς (g). Πόσο λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι αισθάνθηκαν την αγάπη, η οποία συνδέει τον Κύριο με αυτούς. Γνωρίζει τον καθένα από εμάς προσωπικά και φέρεται σε εμάς ανάλογα με την κατάσταση, στην οποία ο καθένας μας βρίσκεται, ανάλογα με τις ανάγκες και τις αδυναμίες τις οποίες ο καθένας μας έχει. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος ότι προσωπική φιλία θερμή, ειλικρινής και που ξεπερνά ασύγκριτα κάθε άλλη φιλία, συνδέει τον Ιησού με τον καθένα από τους μαθητές του.
(4)   Το τρίτο χαρακτηριστικό του αληθινού ποιμένα. Δεν μπαίνει μόνο από την πόρτα και δεν φωνάζει μόνο τα πρόβατα ονομαστικά, αλλά και φροντίζει να οδηγήσει αυτά σε αγαθή βοσκή (ο). «Βγάζει αυτά σε βοσκή· βοσκή των λογικών προβάτων είναι η διδασκαλία των θείων λόγων, η οποία τρέφει και τονώνει την ψυχή» (Ζ). Φωνάζει ονομαστικά τα πρόβατά του και τα οδηγεί έξω. Τα προσκαλεί για να τα βγάλει από τη φυσική ζωή του παλαιού Αδάμ και από όλη την αθλιότητα και το σκοτάδι της, στο θαυμαστό φως και την ουράνια χαρά της νέας ζωής· από τη νηπιακή αδυναμία στη δύναμη του μέτρου της ολοκληρωμένης ηλικίας του· από τις πλάνες και τις απογοητεύσεις στις ευρείες λεωφόρους του ουρανού και σε ελπίδες αδιάψευστες. Και με λίγες λέξεις τα προσκαλεί, για να οδηγήσει αυτά από τη γη στον ουρανό.

4 Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ(1), ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται(2), καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ(3), ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ(4)·
4 Όταν βγάλει έξω τα πρόβατά του, μπαίνει αυτός μπροστά κι εκείνα τον ακολουθούν, γιατί αναγνωρίζουν τη φωνή του.
(1)   Αναφέρεται στην ενέργεια του ποιμένα που διαχωρίζει τα δικά του πρόβατα από τα πρόβατα των άλλων ποιμνίων και οδηγεί αυτά έξω από την μάνδρα στη βοσκή. Όσο χρόνο γίνεται αυτό, ο ποιμένας μένει μέσα στη μάνδρα, μήπως μείνει κάποιο πρόβατο σε αυτήν από τα δικά του και βγαίνει τελευταίος από όλα τα πρόβατα. Αφού όμως τα πρόβατα όλα βγουν, τότε μπαίνει επί κεφαλής τους. Την τελευταία αυτή έννοια εκφράζει σαφώς και η αλεξανδρινή γραφή «όταν τα ίδια πάντα εκβάλη». Η πράξη αυτή του ποιμένα που βγάζει τα δικά του πρόβατα αναφέρεται ειδικότερα και σε κάποιο ιστορικό γεγονός της μεσσιακής δράσης του Κυρίου. Ανταποκρίνεται δηλαδή στην έξοδο του ποιμνίου του Μεσσία από τον θεοκρατικό περίβολο, τον καταδικασμένο σε ερείπωση. Ο Ιησούς διέκρινε το σύνθημα του αναπόφευκτου αυτού χωρισμού στην από τους Φαρισαίους βίαιη αποβολή του εκ γενετής τυφλού και στην απόφαση του αφορισμού από τη συναγωγή καθενός που τον ομολογούσε (g).
(2)   Η πράξη που μαρτυρείται από τον Όμηρο (Ιλιάδα 18,525) φέρει τον ποιμένα να ακολουθεί το ποίμνιο. Εδώ όμως η περιγραφή γίνεται σύμφωνα με αυτά που συνέβαιναν τότε στην Παλαιστίνη (ο). Πορεύεται λοιπόν ο Μεσσίας μπροστά από τα λογικά πρόβατά του «και ως πρώτος που χάραξε το δρόμο αυτού του τρόπου ζωής, και ο οποίος έπραξε αυτά που διδάσκει» (Ζ). Προπορεύεται ο Κύριος των προβάτων του στην οδό της αγίας υπακοής. Προπορεύεται αυτών στην οδό των θλίψεων και των παθημάτων. Προπορεύεται αυτών στον τάφο και την ανάσταση. Προπορεύεται αυτών και στη δόξα του ουρανού, όπου πρόδρομος μπήκε για χάρη τους.
(3)   «Ακολουθούν τα ίχνη του, βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο και υπακούοντας στους νόμους του» (Ζ).
(4)   Την ώρα που ο ποιμένας οδηγεί τα πρόβατά του στη βοσκή, αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής από καιρού εις καιρόν με σφυρίγματα ή φωνές κατευθύνει αυτά. Το «οίδασι» μπαίνει παράλληλα με το «ακούει». Εάν το τελευταίο αυτό δηλώνει την αποδοχή της πρώτης κλήσης, την οποία ο Μεσσίας απευθύνει στα πρόβατά του, το οίδασι αναφέρεται στην προσωπική γνωριμία, την πιο προηγμένη, η οποία προέρχεται από τη συνεχή και καθημερινή σχέση προβάτων και ποιμένα (g).

5 ἀλλοτρίῳ(1) δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται(2) ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων(3) τὴν φωνήν(4).
5 Έναν ξένο δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν μακριά του, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη φωνή των ξένων».
(1)   Αντιτίθεται στο ίδιος=αυτός που δεν ανήκει σε κάποιον (C). Ξένο, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός· είτε ποιμένας άλλης ποίμνης που συναντιέται τυχόν σε κάποιο σημείο της βοσκής· είτε κλέφτης που παρακολουθεί την ποίμνη και με μέσα απάτης ή εκφοβισμού προσπαθεί να αποσπάσει αυτά (β).
(2)   Χαρακτηρίζει επαρκώς την περίπτωση ζώων τόσο δειλών, όπως τα πρόβατα (ο), τα οποία φοβούμενα από τη φωνή του ξένου, τρέχοντας απομακρύνονται από αυτόν.
(3)   Αν εφαρμοστεί ο λόγος ειδικότερα στην εμφάνιση του Μεσσία, υπονοεί «τους γύρω από τον Θευδά και τον Ιούδα· ή τους ύστερα από αυτά ψευδοχρίστους που πρόκειται να εξαπατούν» (Χ), όπως και όλους όσους επιχειρούν να αποσπάσουν από τον αληθινό Μεσσία αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν.
(4)   Ο Plummer αναφέρει περίπτωση Σκώτου περιηγητή, ο οποίος άλλαξε τα ενδύματά του με τα ενδύματα ποιμένα που διέμενε στην Ιερουσαλήμ και επιχείρησε να οδηγήσει τα πρόβατα. Τα πρόβατα όμως ακολουθούσαν τη φωνή του ποιμένα και όχι τα ρούχα του (μ). Είναι επικίνδυνο και ολέθριο να ακολουθούμε εκείνους, στους οποίους δεν διακρίνουμε τη φωνή του Χριστού και οι οποίοι θα μας παραπλανήσουν μακριά από την πίστη. Όμως όλοι όσοι έλαβαν πείρα της δύναμης και της αποτελεσματικότητας των θείων αληθειών στις ψυχές τους, έχουν αναπτυγμένο και ένα εσωτερικό αισθητήριο, με το οποίο εύκολα αντιλαμβάνονται τα απατηλά σφυρίγματα του σατανά και διακρίνουν μεταξύ αγαθού και κακού.

6 Ταύτην τὴν παροιμίαν(1) εἶπεν αὐτοῖς(2) ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν(3) τίνα ἦν(4) ἃ ἐλάλει αὐτοῖς.
6 Αυτή την παραβολή τούς είπε ο Ιησούς· εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιο πράγμα τους μιλούσε.
(1)   «Χρησιμοποίησε την ονομασία της παροιμίας· διότι ονομάζει έτσι την παραβολή» (Κ). Στην Π.Δ. οι Ο΄ μεταφράζουν παραβολή την ίδια εβραϊκή λέξη (μασιάλ), την οποία ο Σύμμαχος μεταφράζει παροιμία (στο Ιεζ. ιβ 23,ιη 2,3). Στη Σοφία Σειράχ (μζ 17) βρίσκουμε να αναφέρονται μαζί του Σολομώντα οι ωδές και οι παροιμίες και παραβολές και ερμηνείες. Η διάκριση που προβάλλεται μερικές φορές, σύμφωνα με την οποία η παραβολή δηλώνει πλαστή διήγηση που αποβλέπει στο να διδάξει τον ακροατή, όπως στις παραβολές του Χριστού, ενώ η παροιμία είναι γνωμικό, σύντομος λόγος σοφίας, δεν μπορεί να υποστηριχτεί. Παροιμία και παραβολή συγχέονται. Έτσι εδώ παροιμία ονομάζεται η περιγραφή της αλληγορίας του ποιμένα και του προβάτου, ενώ στο Λουκ. δ 23 το γνωμικό «ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου» ονομάζεται παραβολή (β).
Η λέξη παροιμία βγαίνει από το πάροιμος, παρά τον οίμο, παρά την οδό, δηλαδή παρόδιος λόγος και δηλώνει πρώτα την συνηθισμένη και πρόχειρη πείρα του λαού στο δρόμο, η οποία εκδηλώνεται με σύντομα γνωμικά (δ).
«Το όνομα των παροιμιών έχει αποδοθεί από τους έξω συγγραφείς σε λόγους που χρησιμοποιούνται από το λαό και που κατά το πλείστον λέγονται στους δρόμους. Διότι αυτοί «οίμον» ονομάζουν το δρόμο, από όπου ορίζουν και την λέξη παροιμία. Είναι λόγος του δρόμου που χρησιμοποιείται συχνά από το πλήθος και που μπορεί από τα λίγα να μεταφερθεί σε πολλά όμοια πράγματα» (Β).
(2)   «Τούς μιλά με ασάφεια, για να τους κάνει προσεκτικότερους» (Θφ).
(3)   Η υπερηφάνειά τους και η αλαζονεία τους έκαναν όπως ήταν φυσικό τους παρόντες εκεί Φαρισαίους ανίκανους να αντιληφθούν την έννοια της αλληγορίας και την εφαρμογή της σε αυτούς (ο). «Τόσο απέχουν από το να μπορούν να καταλάβουν κάτι από τα αναγκαία οι Φαρισαίοι, παρόλο που θεωρούσαν τους εαυτούς τους υπερβολικά σοφούς, ώστε δεν κατάλαβαν αυτήν την παραβολή την τόσο ολοφάνερη και πεντακάθαρη» (Κ).
(4)   Τι σήμαιναν. Ποια ήταν η αληθινή έννοια των λόγων που υποκρυπτόταν στην αλληγορία. Βαριά είναι η ενοχή και μεγάλη η ντροπή πολλών, οι οποίοι ακούνε μεν το λόγο του Θεού, αλλά δεν κατανοούν αυτόν, και αυτό διότι η θέλησή τους δεν είναι ευθεία, το εσωτερικό τους δεν είναι καθαρισμένο και για αυτό παρανοούν αυτόν. Δεν έχουν οικειότητα και συγγένεια με αυτόν και για αυτό δεν κατανοούν τις παραβολές και συγκρίσεις, με τις οποίες οι πάνω από την αίσθηση αλήθειες γίνονται οπωσδήποτε απτές. Οι Φαρισαίοι είχαν μεγάλη ιδέα για τις γνώσεις τους, δεν είχαν όμως και πράγματι επαρκώς διαυγές και το εσωτερικό αισθητήριο, ώστε να κατανοούν εκείνα, για τα οποία μιλούσε σε αυτούς ο Κύριος. Συχνά αυτοί που καυχιούνται για τις γνώσεις τους είναι τελείως αστοιχείωτοι σε όσα αφορούν το Θεό.

7 Εἶπεν οὖν(1) πάλιν(2) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώεἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων(3).
7 Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως εγώ είμαι η θύρα για τα πρόβατα.
(1)   «Κατάλαβε (ο Κύριος) ότι ο Φαρισαίος δεν κατάλαβε τίποτα από τα λεγόμενά του… Για αυτό κάνει ολοφάνερη σε αυτούς την εξήγηση» (Κ). Το ο ὖ ν τοποθετείται ως συνέπεια αυτού που λέχθηκε προηγουμένως, ότι «δεν κατάλαβαν τι σήμαιναν αυτά που τους έλεγε»= Αφού δεν κατάλαβαν τη σημασία των λεγομένων, «λύνει λοιπόν την ασάφεια» (Χ) και με νέα αλληγορία ζητά να διδάξει αυτούς.
(2)   Δείχνει, ότι ο Ιησούς προσθέτει μία νέα παροιμία σε αυτήν που ειπώθηκε προηγουμένως. Στην προηγούμενη αλληγορία (σ. 1-5) περιέγραψε ο Κύριος τον τρόπο, τον απλό και εύκολο, με τον οποίο σχηματίζει ο Μεσσίας το ποίμνιό του, αντίθετα με τις αυθαίρετες και τυραννικές μεθόδους, με τις οποίες οι Φαρισαίοι ζητούσαν να κατέχουν την εξουσία στη θεοκρατία, όπως και την έξοδο και τον διαχωρισμό του ποιμνίου αυτού από τον θεοκρατικό περίβολο. Στη νέα αυτή αλληγορία περιγράφει τη σχέση στην οποία ο Μεσσίας βρίσκεται με τα πρόβατά του, εξυπηρετώντας την ασφάλεια, άνεση και σωτηρία τους, αντιθέτως με την εκμετάλλευση, την οποία εις βάρος του παλαιού ποιμνίου διενεργούσαν οι παρείσακτοι, αυτοί που το κατατυραννούσαν (g).
(3)   Ή, η θύρα «μέσω της οποίας μπαίνουν τα πρόβατα στην ουράνια μάνδρα» (Ζ)· «διότι μόνο με την πίστη σε αυτόν» (Κ) «μπαίνουμε προς τον Πατέρα και γινόμαστε οικείοι με αυτόν» (αμ).
Ή, η θύρα από την οποία μπαίνει κάθε γνήσιος ποιμένας στα πρόβατα (F), «διότι μέσω αυτού ερχόμαστε στην αρχηγία και στην καθοδήγηση των λογικών ποιμνίων· διότι επειδή αυτός είναι θύρα της ιερής και θείας αυλής, θα δεχτεί μεν τον κατάλληλο, σε αυτόν όμως που δεν είναι τέτοιος θα φράξει την είσοδο προς το εσωτερικό» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η πόρτα από την οποία βγαίνουν και ξαναμπαίνουν τα πρόβατα (G). Εάν η πρώτη αλληγορία πάρθηκε από ποιμενική σκηνή που λαμβάνει χώρα κατά το πρωί, η δεύτερη αυτή περιγράφει την γεμάτη γλυκύτητα ζωή του ποιμνίου και μας τοποθετεί στο μέσο της ημέρας. Στο μέρος της βοσκής υπάρχει μάνδρα, όπου τα πρόβατα μπαίνουν και βγαίνουν όποτε θέλουν. Όταν ζητούν καταφύγιο και ανάπαυση αποχωρούν εκεί και μπαίνουν ελεύθερα· όταν πεινούν βγαίνουν πάλι και βρίσκονται σε άφθονη βοσκή (g).
Ο Κύριος είναι πόρτα κλεισμένη, που κλείνει την είσοδο στους κλέφτες και ληστές και σε όλους εκείνους, οι οποίοι δεν πρέπει να γίνουν δεκτοί μέσα στο σπίτι. Το κλείσιμο της πόρτας είναι ασφάλεια του σπιτιού. Και ποια μεγαλύτερη ασφάλεια μπορεί να έχει η εκκλησία από την παρέμβαση του Χριστού ανάμεσα σε αυτήν και τους εχθρούς της, με τη σοφία του, τη δύναμή του, την αγαθότητά του; Ο Κύριος είναι και πόρτα ανοιχτή. Μέσω του Χριστού σαν την πόρτα μπαίνουμε στην ποίμνη του Θεού και γινόμαστε πρόβατά του. Μπαίνουμε και βγαίνουμε σε θρησκευτική κοινωνία κάτω από την προστασία και καθοδήγησή του. Μέσω του Χριστού ως της μόνης θύρας έρχεται και ο Θεός στην Εκκλησία, επισκέπτεται αυτήν και επικοινωνεί με αυτήν. Μέσω αυτού και τα πρόβατα μπαίνουν τελικά στην ουράνια βασιλεία.

8 Πάντες(1) ὅσοι ἦλθον(2) πρὸ ἐμοῦ(3), κλέπται(4) εἰσὶ καὶ λῃσταί(5)· ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα(6).
8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα ήταν κλέφτες και ληστές· έτσι, τα πρόβατα δεν τους αναγνώρισαν.
(1)   «Πολλές φορές η Γραφή σχηματίζοντας γενικό τύπο, φανερώνει μερική έννοια. Διότι το «όλοι» τώρα, δεν φανερώνει απλώς όλους τους πριν από αυτόν» (Ζ). «Όχι απλώς όλοι οι άνθρωποι, αλλά όλοι οι ψευδοπροφήτες και όλοι όσοι δεν στάλθηκαν στην κυριολεξία από αυτόν» (Κλ). «Ο λόγος δηλαδή δεν είναι και εναντίον των αγίων προφητών, αλλά εναντίον άλλων» (Κ). Το ακόλουθο ρήμα «εἰσὶ», σε ενεστώτα, δείχνει ότι το «όλοι όσοι ήλθαν» πρέπει να το πάρουμε ότι αναφέρεται στο άμεσο και σχεδόν σύγχρονο παρελθόν (b). Οι όλοι αυτοί ζούσαν ακόμα, την ώρα που μιλούσε ο Χριστός και για αυτό χαρακτηρίζει αυτούς ότι τώρα, την ώρα που μιλούσε, ήταν κλέφτες και ληστές.
(2)   Ποιοι ήταν αυτοί; Ή «εννοεί τον Θευδά και τον Ιούδα και τους άλλους στασιαστές» (Χ), δηλαδή τους ψευδόχριστους, αυτούς που διεκδίκησαν τον τίτλο του Μεσσία κατά τα χρόνια τα αμέσως προηγούμενα και κατά τα σύγχρονα με τα χρόνια του Χριστού.
Ή, πιο σωστά, οι Φαρισαίοι (g) και γενικώς αυτοί που αξίωναν να εμφανίζονται ως θρησκευτικοί άρχοντες του λαού. «Διότι για αυτό και χρησιμοποίησε με ακρίβεια τη λέξη λέγοντας «όσοι ήλθαν» και όχι «όσοι στάλθηκαν». Διότι οι μεν προφήτες του Θεού, έρχονταν επειδή στάλθηκαν» (Θη).
(3)   Χρησιμοποιεί αόριστο και το «πριν από εμένα», διότι, όταν ο Κύριος άρχισε το έργο του στο Ισραήλ, οι Φαρισαίοι ήδη βρίσκονταν στο προσκήνιο.
(4)   Οικειοποιούμενοι τα αγαθά των άλλων για δικό τους όφελος (b). Το όνομα μεταφέρεται στους ψευδείς διδασκάλους, τους οποίους δεν ενδιαφέρει να διδάξουν τους ανθρώπους αλλά να καταχραστούν για προσωπικούς τους σκοπούς την εμπιστοσύνη τους (G).
(5)   Αφαιρώντας τη ζωή για καταστροφή των προβάτων (b). Οι Φαρισαίοι εδώ δεν χαρακτηρίζονται από τον τρόπο, με τον οποίο κατέλαβαν την εξουσία στη θεοκρατία, αλλά από τον σκοπό για τον οποίο ασκούσαν αυτήν και από το αποτέλεσμα το οποίο θα προκύψει. Όχι μόνο άρπαξαν παράνομα την εξουσία, αλλά χρησιμοποιούν αυτήν για ικανοποίηση του εγωισμού τους, της φιλοδοξίας τους και της φιλοχρηματίας τους (g).
(6)   «Αυτούς που αληθινά είναι πρόβατα» (Ζ). Η διαγωγή του εκ γενετής τυφλού υπήρξε ζωντανό παράδειγμα αυτού (F). Δες και Ιω. στ 68. («Σε ποιόν να πάμε;»). Ότι δεν εννοεί κλέφτες και ληστές τους προφήτες, φαίνεται και από το εξής· «Διότι τους προφήτες και τους άκουσαν και μέσω εκείνων πίστεψαν… στο Χριστό. Άλλωστε το «δεν άκουσαν», το είπε επαινώντας· πουθενά όμως δεν φαίνεται να επαινεί αυτούς που παράκουσαν τους προφήτες, αλλά αντιθέτως τους κακίζει και τους κατηγορεί έντονα» (Θφ).

9 Ἐγώ(1) εἰμι ἡ θύρα(2)· δι' ἐμοῦ ἐάν τις(3) εἰσέλθῃ(4), σωθήσεται(5), καὶεἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται(6), καὶ νομὴν εὑρήσει(7).
9 Εγώ είμαι η θύρα· όποιος περάσει από μένα θα βρει σωτηρία· και θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή.
(1)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση και σε αντίθεση με τους άλλους, τους οποίους ονόμασε κλέφτες και ληστές.
(2)   «Με τον διπλασιασμό του ρητού βεβαιώνει τον λόγο» (Ζ). Δεν πρόκειται για νέα ιδέα, αλλά για πιο ενεργή επιβεβαίωση αυτής που εκφράστηκε στο σ. 7. Για αυτό και παραλείπεται ο προσδιορισμός «των προβάτων» (g).
(3)   Εκφράζεται με αυτό η καθολικότητα=οποιοσδήποτε και αν μπει (β).
(4)   Ο Ιησούς θέλει να μιλήσει για την είσοδο στην κατάσταση της συμφιλίωσης και για την συμμετοχή στη σωτηρία μέσω του Μεσσία (g). Μέσω της πίστης στον Κύριο Ιησού ως μέγα αρχιερέα και μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων ερχόμαστε σε σχέση και κοινωνία με το Θεό αποκτώντας θάρρος προς αυτόν. Δεν είναι δυνατόν να μπει κάποιος στην εκκλησία του Θεού παρά μόνο εάν έλθει στην εκκλησία του Χριστού. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να συγκαταριθμηθούμε στην πανήγυρη των πρωτοτόκων και να συμμετάσχουμε στην ουράνια βασιλεία του Θεού, εάν δεν υπαχθούμε εδώ κάτω από τη χάρη και την κυβέρνηση του Λυτρωτή.
(5)   «Διότι πράγματι, αυτοί που με πλησιάζουν και δέχονται την αλήθεια που φέρνω, και σωτηρία θα απολαύσουν αληθινή και θα έχουν πολλή ελευθερία να τρέφονται με την αλήθεια, απολαμβάνοντας πλούσια τη βοσκή των διδαγμάτων και την παντοτινή ζωή» (Θμ). Θα σωθεί «ανεβαίνοντας στην ουράνια μάνδρα» (Ζ).
(6)   «Δηλαδή θα ζει με ασφάλεια και χωρίς φόβο» (Χ). Τα δύο αυτά ρήματα αναπτύσσουν το περιεχόμενο της λέξης σωθήσεται. Δεν εννοούν, ότι το πρόβατο θα μπει στη σωτηρία για να βγει και πάλι από αυτήν και να επανέλθει ξανά. Η φράση εισέρχομαι και εξέρχομαι χρησιμοποιείται συχνότατα στη Γραφή για να δηλώσει την ελεύθερη χρήση κάποιας κατοικίας, στην οποία μπαίνει κάποιος και βγαίνει χωρίς δυσκολία επειδή ανήκει στο προσωπικό της οικίας (Αρ. κζ 17,21, Δευτ. κη 6, Πράξ. α 21). Το εισελεύσεται εκφράζει την ελεύθερη ικανοποίηση της ανάγκης της ανάπαυσης, την κατοχή ασύλου ασφαλούς. Το εξελεύσεται την ελεύθερη ικανοποίηση της ανάγκης της τροφής, την εύκολη απόλαυση άφθονης βοσκής. Για αυτό το εξελεύσεται ακολουθείται αμέσως από τις λέξεις που το επεξηγούν «και νομήν ευρήσει» (g).
(7)   «Νομή εδώ λέει την τροφή και βοσκή των προβάτων» (Χ). Στον παραβολικό λόγο σημαίνει δεν θα στερηθεί τα κατάλληλα για τα αναγκαία για την αιώνια ζωή (G). Οι ευλογίες τις οποίες εδώ υπόσχεται είναι διπλές εκφραζόμενες με το εισελεύσεται και το εξελεύσεται…, δηλαδή τέλεια ασφάλεια και άφθονη βοσκή. Αυτά περιλαμβάνουν καθετί το ουσιώδες για την άνεση και ευημερία του ποιμνίου (ο).
Θα είναι στην ποίμνη του Χριστού σαν στο δικό τους σπίτι, όπου έχουν κάθε ελευθερία να μπαίνουν, να βγαίνουν και να επιστρέφουν. Οι αληθινά πιστοί είναι με το Χριστό όπως στο σπίτι τους. Όταν βγαίνουν, δεν κλείνει πίσω τους η πόρτα, ώστε να μην μπορούν να μπουν και πάλι, σαν να ήταν κάποιοι ξένοι. Όταν επιστρέφουν, έχουν πάλι την ελευθερία να μπουν και μπαίνοντας δεν κατακρατούνται εκεί, σαν να ήταν φυγάδες, οι οποίοι συλλήφθηκαν και επέστρεψαν βίαια, από εκεί που είχαν φύγει. Βγαίνουν για βοσκή το πρωί, μπαίνουν για ανάπαυση το απόγευμα. Και τόσο κατά την έξοδό τους όσο και κατά την είσοδό τους ο ποιμένας οδηγεί και φυλάσσει αυτούς. Στο λόγο του Θεού βρίσκουν την άφθονη και ζωογόνα τροφή, και στις πλούσιες δωρεές του Πνεύματος την αύξηση στη νέα ζωή και την παρηγοριά και ανάπαυση και χαρά.

10 Ὁ κλέπτης(1) οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ(2)· ἐγὼ(3) ἦλθον ἵνα ζωὴν(4) ἔχωσι καὶ περισσὸν(5) ἔχωσιν(6).
10 Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά μόνο για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρέψει· εγώ όμως ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια.
(1)   Με το όνομα αυτό εννοεί ή τους ψευδομεσσίες ή πιο σωστά τους Φαρισαίους και υπόλοιπους που για προσωπικά οφέλη κατέλαβαν αυθαίρετα την διακυβέρνηση του Ισραήλ. Αντιθέτει, με περισσότερη σαφήνεια, με την εικόνα της ιδιοτέλειας εκείνων και της φθοράς που αυτοί φέρνουν, την δική του εικόνα ως θύρας που εξασφαλίζει ζωή και περίσσεια τροφής στα πρόβατα.
(2)   Κλιμακωτό σχήμα λόγου. Να κλέψει υφαρπάζοντας τις ψυχές των λογικών προβάτων και αποσπώντας αυτές από τον ποιμένα τους· να σφάξει εκμεταλλευόμενος αυτές και προκαλώντας τον ηθικό θάνατό τους· να καταστρέψει συντελώντας στην πλήρη και οριστική απώλειά τους (g).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Επειδή αυτοί που πείστηκαν από τον Θευδά και τον Ιούδα και τους υπόλοιπους στασιαστές, σφάχτηκαν και χάθηκαν, για αυτό πρόσθεσε στη συνέχεια λέγοντας, Ο κλέπτης δεν έρχεται παρά μόνο… και να σφάξει» (Σχ). Αυτός που παραπλανά με το ψεύδος της αμαρτίας και της πλάνης τις ψυχές είναι αφανιστής και καταστροφέας τους.
(3)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Αντιθέτως με τον κλέφτη, εγώ ήλθα…
(4)   Από την ιδέα της βοσκής («νομήν ευρήσει») συμπεραίνει την ιδέα της ζωής, την οποία αντιθέτει με το «σφάξει και καταστρέψει», το οποίο συντελεί ο κλέφτης. Ο σιναϊτικός κώδικας προσθέτει: αιώνιον. Ο Κύριος ήλθε για να μεταδώσει ζωή στο ποίμνιο και την εκκλησία γενικώς, η οποία έμοιαζε μάλλον με κοιλάδα γεμάτη από οστά ξηρά, παρά με λιβάδι γεμάτο από πρόβατα. Ήλθε να δώσει ζωή και στον καθένα από τους πιστούς, ώστε να λάβει αυτός ζωή, όπως ο κατάδικος που οδηγείται σε θάνατο λαμβάνει χάρη, ή όπως αυτός που είναι άρρωστος προς θάνατον θεραπεύεται, ή και όπως ο νεκρός που οδηγείται σε ταφή ζωοποιείται και ανασταίνεται. Ήλθε, για να δικαιωθούμε, να αγιαστούμε και τελικά να δοξαστούμε.
(5)   Ή, εκτός από τη ζωή και «περισσότερο από τη ζωή, τη βασιλεία των ουρανών» (Ζ,Χ).
Ή, «το περισσότερο και από την ίδια τη ζωή, δηλαδή το πιο πολύ, που σημαίνει το πιο τίμιο, την τελειότατη κοινωνία του Πνεύματος» (Κ).
Ή, πιο σωστά, το να περισσεύει κάποιος στα αγαθά και να είναι σε αφθονία (G). Η πνευματική βοσκή θα εμπερικλείει πάντοτε περισσότερη τροφή από εκείνην, την οποία το πρόβατο χρειάζεται και μπορεί να καταστήσει δική του (g). Είναι η περίσσεια της χάρης του Χριστού σύμφωνα με το Ρωμ. ε 20 (β). Η περίσσεια των πνευματικών αγαθών που συναποτελούν τη χριστιανική ζωή (κ).
Ο Χριστός ήλθε να δώσει ζωή και κάτι παραπάνω, έτσι ώστε με το Χριστό να μην ζούμε μόνο, αλλά να ζούμε άνετα, με περίσσεια αγαθών και αγαλλόμενοι αιώνια. Αξιολογότατη και η παρατήρηση: Να έχουν τη ζωή αφθονότερη τώρα από εκείνην, την οποία έχασαν με την αμαρτία, αφθονότερη από εκείνην, την οποία υποσχόταν με το νόμο ο Μωϋσής, αφθονότερη από όση θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ή να φανταστεί. Η δωρεά του Πνεύματος που ζωοποιεί τις ψυχές παραμένει τώρα μόνιμα σε εκείνους, οι οποίοι είναι ενωμένοι με το Χριστό σε βαθμό αφθονίας ασύγκριτα μεγαλύτερο από εκείνον, ο οποίος φανερώθηκε ποτέ σε προηγούμενους καιρούς στους προ Χριστού δικαίους και προφήτες. Είναι τώρα αδύνατον να πεθάνουμε, διότι η Κεφαλή μας είναι ζωή αιώνια. Η πρώτη μας κεφαλή, ο παλαιός Αδάμ, μας παρέσυρε στο θάνατο και στον τάφο. Η δεύτερή μας κεφαλή είναι ο Κύρος από τον ουρανό και η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί του μέσα στο Θεό. Εξαρτάται τώρα από τη δική μας θέληση να ζήσουμε αιώνια ή να πεθάνουμε αιώνια. Μόνο εάν αυτή παραδοθεί στην αμαρτία, παρασυρόμαστε και πάλι στο θάνατο. Ο θάνατος θα μας κυριεύσει μόνο και μόνο αν χωριστούμε από το Χριστό και γίνουμε ξανά αιχμάλωτοι της αμαρτίας.
(6)   Η επανάληψη του ρήματος προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην πρόταση (ο).

11 Ἐγώ εἰμι(1) ὁ ποιμὴν(2) ὁ καλός(3). ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς(4) τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν(5) ὑπὲρ τῶν προβάτων(6)·
11 Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας· ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων.

Η πρώτη εικόνα άστραφτε από τους δροσερούς χρωματισμούς του πρωινού· η δεύτερη απεικόνιζε τη ζωή και την κίνηση του ποιμνίου κατά τη διάρκεια της ημέρας· η τρίτη φαίνεται να μας μεταφέρει στη στιγμή, κατά την οποία διαχύνονται οι σκιές της νύχτας και κατά την οποία τα πρόβατα επιστρέφοντας στη μάνδρα οδηγούμενα από τον ποιμένα, εκτίθενται ξαφνικά στην επίθεση του λύκου, ο οποίος παραμονεύει στα στενά της διέλευσής τους. Ο Ιησούς επανεμφανίζεται ως ποιμένας. Αλλά η τρίτη αυτή αλληγορία διακρίνεται από την πρώτη. Διότι ενώ σε εκείνην η αντίθεση είναι ανάμεσα σε ποιμένα και κλέφτη, σε αυτήν αντιτίθεται ο καλός ποιμένας με τον μισθωτό και τονίζεται όχι η νομιμότητα του μεσσιακού αξιώματος, αλλά η ανιδιοτελής και γεμάτη αυταπάρνηση αγάπη του ποιμένα προς το πρόβατο (g).
(1)   «Μεταβαίνει στους ίδιους τους καθηγητές των Ιουδαίων και δείχνει ότι η δική του ηγεμονία είναι καλύτερη από αυτήν των Φαρισαίων» (Κ).
(2)   «Ο ποιμένας λοιπόν που πήρε στους ώμους του το πρόβατο και μας μιλάει με τη φωνή του προβάτου, είναι και πρόβατο μαζί και ποιμένας· ως προς εκείνο που έχει στους ώμους είναι πρόβατο, και ως προς εκείνο που σηκώνει το πρόβατο, είναι ποιμένας» (Γν).
(3)   «Ονομάζει τον εαυτό του ποιμένα τον όντως αγαθό» (Κ). Το επίθετο δηλώνει την καλοσύνη ως ύψιστη ηθική καλλονή. Με την προσθήκη επίσης του άρθρου «ο» σημαίνει εκείνον, ο οποίος πραγματοποιεί τελείως τον ύψιστο τύπο του ποιμένα (g)· εκείνον, ο οποίος μόνος μπορεί να διεκδικήσει το όνομα αυτό. Για αυτό σωστά θεωρήθηκε ότι εφαρμόζεται κυρίως στον Ιησού, τον ποιμένα και επίσκοπο των ψυχών μας (Α΄ Πέτρ. β 25), στον οποίο μόνο με ύψιστη έννοια ανήκει η ονομασία (ο) και για τον οποίο προείπαν οι προφήτες (b). Όχι άστοχα θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει στο καλός και την έννοια της ωραιότητας. Ο Κύριος ως ποιμένας διακρίνεται για την ωραιότητα της αγιότητας και αγαθότητάς του, η οποία καθιστά αυτόν ελκυστικό και γοητευτικό σε κάθε ψυχή με καλή διάθεση (τ).
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο άριστος και απαράμιλλος ποιμένας και επίσκοπος των ψυχών. Κανείς άλλος δεν είναι τόσο ικανός και επιδέξιος, κανείς τόσο τρυφερός, κανείς τόσο πιστός και αφοσιωμένος στο ποίμνιο, ούτε γνωρίζει κάποιος άλλος τόσο πολύ, όσο ο Ιησούς, να διατρέφει και να καθοδηγεί το ποίμνιο και να προστατεύει και να θεραπεύει τις ψυχές των λογικών προβάτων του. Είναι Ποιμένας παντοδύναμος, ποιμένας πάντοτε άγρυπνος, ποιμένας στοργικός και συμπαθής και σπλαχνικός, ποιμένας πάνσοφος. Μένε ήσυχο, ω μικρό ποίμνιο. Είσαι ασφαλισμένο με την ακαταγώνιστή του δύναμη. Φρουρείσαι από την άγρυπνη επιτήρησή του. Στηρίζεσαι πάνω στη συμπάθειά του και είσαι ασφαλές από την αλάνθαστη φρόνηση και σοφία του. Μη ζητήσεις ποτέ άλλον ποιμένα. Είναι ο μοναδικός, ο σε όλα επαρκής και πλούσιος Ποιμένας.
(4)   Επαναλαμβάνει τη φράση προκειμένου να δώσει τα χαρακτηριστικά του αγαθού ποιμένα. «Είναι σαν να ορίζει, με ποιο τρόπο ταιριάζει να δοκιμάζεται ο αγαθός ποιμένας» (Κ).
(5)   Παράλληλη φράση με την παρούσα είναι η στο ιγ 4 ιμάτια τιθέναι=βγάζω τα ρούχα. Η ιδέα λοιπόν που εκφράζεται δεν είναι κυρίως και πρωτίστως αυτή της απόθεσης της ζωής (g), ούτε τονίζει την έννοια του δοσίματος της ζωής ως λύτρο, όπως κάποιοι υποστήριξαν. Αλλά τονίζει την προθυμία με την οποία ο ποιμένας εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του υπερασπιζόμενος τη ζωή και ασφάλεια του ποιμνίου του εναντίον αγρίων θηρίων (δες Α Βασ. ιζ 34-36) ή εναντίον της επιβουλής κλεπτών και ληστών (ο). «Φανερώνει ότι έρχεται στο πάθος όχι ακούσια αλλά εκούσια» (Θφ). Το τιθέναι την ζωήν=ξεντύνομαι τη ζωή (β) έχει κυριολεκτική σημασία στην περίπτωση του Λόγου του Θεού που πήρε την ανθρώπινη φύση και την ξεντύθηκε ως ρούχο (μ). Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα αντί για το τίθησι γράφουν δίδωσι.
(6)   «Ορίζει ότι όταν μάχεται για τη σωτηρία των ποιμνίων, πρέπει να μην διστάζει να θυσιάζει τη ζωή του… Επειδή λοιπόν ο Χριστός αποδείχτηκε σε όλους ποιμένας αγαθός, θυσίασε για εμάς τη ζωή του μαχόμενος με το σύνδεσμο των ατίθασων θηρίων» (Κ). Είναι μοναδικό προνόμιο του μεγάλου Ποιμένα των ψυχών, ότι έδωσε τη ζωή του για να εξαγοράσει το ποίμνιό του, για να εξιλεώσει τη θεία δικαιοσύνη για τις παραβάσεις των προβάτων του και για να πλύνει και καθαρίσει τις ψυχές τους με το αίμα του.

12 Ὁ μισθωτὸς(1) δὲ καὶ οὐκ ὢν(2) ποιμήν(3), οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα(4) καὶ φεύγει(5)· καὶὁ λύκος ἁρπάζει(6) αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα(7).
12 Ο μισθωτός όμως, που δεν είναι ο βοσκός και δεν είναι δικά του τα πρόβατα, όταν βλέπει το λύκο να έρχεται, αφήνει τα πρόβατα και φεύγει. Έτσι ο λύκος τ’ αρπάζει και τα διασκορπίζει.
(1)   «Λέει τα χαρακτηριστικά και του ποιμένα και του μισθωτού» (Ζ). Η λέξη μισθωτός (=αυτός που εκτελεί κάποιο έργο για μισθό) συναντιέται στη μεν Κ.Δ. μόνο εδώ και στο Μάρκ. α 20, ενώ στους Ο΄ συχνά. Από μόνη της η λέξη δεν έχει κακή έννοια. Στο Ιώβ ζ 2 και εδώ χρησιμοποιείται για υπηρέτη, ο οποίος πρωτίστως σκέφτεται το μισθό του. Στους στίχους 12,13, η διαγωγή, την οποία είναι δυνατόν να αναμένει κάποιος από τον μισθωτό κατά την ώρα του κινδύνου περιγράφεται με λόγια που αντιτίθενται ισχυρά με την διαγωγή του αληθινά καλού ποιμένα. Δεν πρέπει να συγχέουμε τον μισθωτό με τον κλέφτη του σ. 1, και πολύ περισσότερο με τον λύκο του σ. 12. Είναι αξιόμεμπτος μόνο και μόνο διότι προσφέρει τις υπηρεσίες του νωθρά και αποβλέπει κυρίως στην πληρωμή (β). Ποιους εδώ εκπροσωπεί ο μισθωτός;
Εάν «με το λύκο γίνεται αναφορά στον διαφθορέα, τον κακόδοξο και τον διάβολο» (Ζ), τότε οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ήταν όργανα του διαβόλου μάλλον εξεικονίζονται με τον λύκο. Μισθωτοί λοιπόν εννοούνται εδώ «οι δειλοί και προδότες και οκνηροί,… αυτοί που επιδιώκουν από παντού την ευχαρίστηση» αυτοί που «εγκαταστάθηκαν για χάρη του λαού των Ιουδαίων επιστάτες με τις ανώτατες τιμές και ιερείς σε αυτούς» (Κ).
Εννοούνται οι νόμιμοι λειτουργοί του Ισραήλ, οι ιερείς και οι λευΐτες, οι αναγνωρισμένοι διδάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι για μισθό τελούσαν στο Ισραήλ το έργο το οποίο ο Ιησούς έφερε σε πέρας από αφοσίωση και με υπέρτατη αυταπάρνηση. Από αυτούς σύμφωνα με το Ιω. θ 16 πολλοί, από τους οποίους κάποιοι συμμετείχαν και σε αυτό το Συνέδριο, ήταν ευνοϊκά διακείμενοι υπέρ του Ιησού, δεν τολμούσαν όμως να αντιταχτούν φανερά στις βίαιες εκδηλώσεις των Φαρισαίων (g).
Μισθωτοί είναι αυτοί που ανέλαβαν το έργο του ποιμένα όχι ως αποστολή αλλά ως βιοποριστικό επάγγελμα, όχι ως ευκαιρία του να υπηρετήσουν το Χριστό και να ευεργετήσουν την ποίμνη του, αλλά για να ζήσουν άνετα και πλούσια με δαπάνες του ποιμνίου. Μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλοί, τους οποίους η αγάπη του χρήματος και η λατρεία της κοιλιάς τους οδήγησε στο ποίμνιο του Χριστού. Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε ότι μισθωτοί είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι για όσο χρόνο διακονούν στο θυσιαστήριο, ζουν από το θυσιαστήριο. Είναι άξιος ο εργάτης του μισθού του. Αλλά εκείνοι είναι μισθωτοί, οι οποίοι αποβλέπουν στις υλικές απολαβές μάλλον παρά στο έργο και των οποίων η καρδιά προσκολλάται στα υλικά κέρδη και όχι στο πνευματικό όφελος του ποιμνίου.
«Πρόσεξε στο γεγονός, ότι και οι μισθωτοί είναι αναγκαίοι. Διότι πολλοί στην εκκλησία επιδιώκουν επίγεια οφέλη και όμως κηρύττουν το Χριστό και μέσω αυτών ακούγεται η φωνή του Χριστού· και το πρόβατο ακολουθεί όχι τον μισθωτό, αλλά τη φωνή του Ποιμένα, που μιλά μέσω του μισθωτού» (Αυ).
(2)   Συνηθέστερα μαζί με τις μετοχές μπαίνει το «μη», αλλά του «ουκ» εδώ προσδίδει μεγαλύτερη έμφαση (b).
(3)   Χωρίς άρθρο για να δηλώσει γενικά την ιδιότητα του ποιμένα.
(4)   Αντί να διακινδυνεύσει υπέρ αυτών και να υπερασπίσει αυτά εναντίον του λύκου, αφήνει αυτά στη διάκριση του εχθρού. «Ποιος είναι ο μισθωτός, που βλέπει το λύκο να έρχεται και φεύγει; Εκείνος ο οποίος ζητά τα δικά του και όχι τα του Χριστού» (Αυ). Ο Παύλος, ο Πέτρος, οι άλλοι απόστολοι δεν υπήρξαν μισθωτοί, αλλά ποιμένες. «Αλλά πώς υπάρχει ένας Ποιμένας; Είναι και οι άλλοι ποιμένες, ως μέλη του Ποιμένα. Ενωμένοι με την κεφαλή εκείνη χαίρονταν, κάτω από την κεφαλή εκείνη συνυπήρχαν με αρμονία, με ένα πνεύμα ζούσαν, με τον σύνδεσμο ενός σώματος και για αυτό ανήκαν οι πάντες στον ένα Ποιμένα» (Αυ).
(5)   Με αυτό προστίθεται νέο χαρακτηριστικό στην προηγούμενη ιδέα. Δεν ενδίδει απλώς σε κάποιο στιγμιαίο φόβο, μετά από τον οποίο ανακτώντας το θάρρος του επιστρέφει στο ποίμνιο για να το υπερασπίσει, αλλά φεύγει μακριά από τον κίνδυνο εγκαταλείποντας τα πρόβατα να κατασπαραχτούν (ο). «Αφού αμέλησε τα πρόβατα, φροντίζει μόνο για τη δική του σωτηρία. Διότι επειδή είναι μισθωτός δεν ανέχεται να κινδυνεύει για ξένους» (Θμ). «Φεύγεις πνευματικά, όταν φοβάσαι. Στέκεσαι και δεν φεύγεις σωματικά, αλλά φεύγεις πνευματικά. Τέτοια όμως δεν ήταν η διαγωγή εκείνου ο οποίος έλεγε «Αν και σωματικά είμαι απών, αλλά πνευματικά είμαι μαζί σας»» (Αυ).
(6)   Αναφέρεται στα επί μέρους συγκεκριμένα πρόβατα, τα οποία ο λύκος συλλαμβάνει και κατασπαράσσει (g).
(7)   Αναφέρεται στην όλη ποίμνη (g). Ο λύκος κατασπαράζει μεν τα όσα θα συλλάβει, ενώ διασκορπίζει τα άλλα (b).

13 Ὁ δἑ μισθωτὸς φεύγει(1), ὅτι μισθωτός ἐστι(2) καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων(3).
13 Ο μισθωτός φεύγει, γιατί είναι μισθωτός και τα πρόβατα δεν είναι δικά του.
(1) Τα Αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν ολόκληρη τη φράση.
(2) Αιτιολογεί το φεύγει. Φεύγει διότι «αποβλέπει σε πρόσκαιρη αμοιβή» (Αυ). Κινείται από ελατήρια κέρδους στην εκτέλεση του καθήκοντός του προς το ποίμνιο (ο).
(3) Έχουμε την ίδια σύνταξη που περιγράφει την πρόνοια του Θεού στο Πέτρ. ε 7 (β). Το ενδιαφέρον του είναι για την πληρωμή, όχι για το ποίμνιο (b). Δεν έχουν αυτοί εσωτερικό σύνδεσμο με τα πρόβατα (χ).

14 Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν(1) ὁ καλός(2), καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν(3),
14 Εγώ είμαι ο καλός βοσκός και γνωρίζω τα δικά μου και γνωρίζομαι από τα δικά μου.
(1)   Επαναλαμβάνει αυτό που ειπώθηκε και στο σ. 11. Στην επανάληψη οδηγήθηκε από αντίθεση με την εικόνα του μισθωτού (g).
(2)   Εξηγείται εδώ από τα ακόλουθα (γινώσκω και γινώσκομαι…) με τα οποία τονίζεται νέο χαρακτηριστικό του αγαθού ποιμένα, αυτό της σχέσης, της πλήρους τρυφερότητας, η οποία συνδέει τον Ιησού με τα πρόβατα (g). Υπάρχει και η γραφή: Γινώσκουσί με τα εμά…
(3)   Πρόκειται για αμοιβαία γνωριμία. Το γινώσκω τα εμά είναι παράλληλο με το «τα φωνάζει με το όνομά τους» που λέχθηκε στο σ. 3. Ενώ το «γνωρίζομαι από τα δικά μου», ανταποκρίνεται στο «τα πρόβατα ακούνε τη φωνή του», «διότι γνωρίζουν τη φωνή του» των στίχων 3,4 (β). Η έννοια της φράσης αποδίδεται άριστα από τον Κύριλλο:
«Θα είναι μεν αυτός (ο Κύριος) σαφής στους δικούς του και σε αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν θα χαρίσει χωρίς καμία ταλαιπωρία την γνώση για το πρόσωπό του, θα γνωρίσει όμως και αυτούς τους δικούς του… Γνώση όμως δεν εννοεί απλώς το ότι τους ξέρει, αλλά σημαίνει περισσότερο την οικειότητα… Με την έννοια δηλαδή ότι στα δικά μου πρόβατα θα γίνω οικείος, και τα δικά μου πρόβατα θα γίνουν οικεία σε εμένα» (Κ).
«Ο Κύριος γνωρίζει τα δικά του πρόβατα επειδή τα φροντίζει και πάλι γνωρίζεται από αυτά επειδή αυτά αξιώνονται της επίβλεψής του και από τη συνήθεια γνωρίζουν τον φροντιστή τους» (Θφ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι προηγείται το γινώσκω από το γινώσκομαι.
«Έβαλε το καθένα από τα πράγματα στη σειρά τη σωστή και κατ’ εξοχήν πρέπουσα. Διότι δεν είπε Με γνωρίζουν τα δικά μου και γνωρίζω τα δικά μου, αλλά εισάγει τον εαυτό του πρώτα να έχει γνωρίσει τα πρόβατά του, και έπειτα έτσι λέει ότι γνωρίστηκε από αυτά… Δεν γνωρίσαμε εμείς αυτόν πρώτοι, αλλά αυτός γνώρισε εμάς πρώτα… Και έγινε άνθρωπος, ώστε… να κάνει τον άνθρωπο οικείο του» (Κ).
Γνωρίζει ο καλός ποιμένας τα πρόβατά του, γνωρίζει τις αδυναμίες και ασθένειές τους, ενδιαφέρεται για το καθένα από αυτά, παρακολουθεί αυτά με βλέμμα στοργικό και τρυφερό, είναι γεμάτος φροντίδα για αυτά, επισκέπτεται αυτά με το Πνεύμα του και επικοινωνεί μαζί τους. Αλλά και γνωρίζεται από τα πρόβατά του. Αυτός παρατηρεί και παρακολουθεί αυτά με βλέμμα καλοδιάθετο, και εκείνα προσβλέπουν σε αυτόν με βλέμμα πίστης. Αλλά η γνώση την οποία είχε ο Χριστός για τα πρόβατά του προηγήθηκε της γνώσης, την οποία αυτά έχουν για αυτόν, διότι αυτός πρώτος γνώρισε και αγάπησε εμάς (Α΄ Ιω. δ 19).
Από την αγάπη του αυτή μπορεί κάποιος να συμπεράνει και ποια είναι η γνώση την οποία έχει για καθένα από τα πρόβατά του. Δεν λησμονεί κανένα από αυτά. Δεν παρατρέχει ούτε παραβλέπει με αδιαφορία οποιοδήποτε από αυτά. Τίποτα από όσα τους συμβαίνουν δεν παραμένει άγνωστο σε αυτόν. Ακριβώς όμως επειδή γνωρίζει τελείως το καθένα από τα πρόβατά του, για αυτό είναι και Ποιμένας καλός, που μπορεί να βοηθά, να οδηγεί και να τρέφει κάθε πρόβατό του με πολλή συμπάθεια προσβλέποντας στις τυχόν αδυναμίες και ασθένειές του και δείχνοντας συγκατάβαση για αυτές. Αγάπη και μόνο αγάπη συνδέει αυτόν με τα πρόβατά του. Δεν περιμένει κάποιο κέρδος προσωπικό από αυτά. Τα φυλάει, τα τρέφει, αγρυπνεί πάνω τους, θυσίασε τη ζωή του ανιδιοτελώς για αυτά και με ανυπέρβλητη αυταπάρνηση. Δεν πρόκειται εμείς να προσθέσουμε τίποτα στη δόξα του. Αναζητεί εμάς όχι για τον εαυτό του, αλλά αποκλειστικά για την δική μας και μόνο την δική μας ωφέλεια. Ω! πράγματι· πόσο καλός είναι ο Ποιμένας των ψυχών μας.

15 καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ(1) κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα(2), καὶ(3) τὴν ψυχήν μου τίθημι(4) ὑπὲρ τῶν προβάτων.
15 Όπως ο Πατέρας αναγνωρίζει εμένα κι εγώ αναγνωρίζω τον πατέρα και θυσιάζω τη ζωή μου για χάρη των προβάτων.
(1)   Ή, χωρίζεται με τελεία ο σ. αυτός από τον προηγούμενο=Όπως ο Πατέρας με γνωρίζει, έτσι και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα και επειδή γνωρίζω τον Πατέρα και το θέλημά του, θυσιάζω την ζωή μου για τα πρόβατα (Abbott). Η ερμηνεία αυτή είναι βεβιασμένη.
Ή, αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου στίχου και τονίζει κυρίως τον χαρακτήρα της αμοιβαιότητας όχι όμως και της τέλειας γνώσης. Οι σ. 14-15 ενωμένοι= «Δείχνοντας ότι η δική του γνώση είναι πολύ διαφορετικότερη από τη γνώση εκείνων (των προβάτων), την εξίσωσε με αυτήν του Πατέρα» (Ζ). Τα πρόβατα δεν γνωρίζουν μεν όπως ο Πατέρας τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα, η αμοιβαιότητα όμως της γνωριμίας ανάμεσα σε Πατέρα και Υιό, υπάρχει και στη γνωριμία προβάτων και Ποιμένα, και επιπλέον ο Ποιμένας γνωρίζει τα πρόβατα με γνωριμία που εξισώνεται με αυτήν του Πατέρα. Δεν προβάλλεται η τελειότητα ή η στενότητα της γνωριμίας, αλλά ο αμοιβαίος της χαρακτήρας (β).
Και πληρέστερα «θα γίνω οικείος στα πρόβατά μου και τα πρόβατά μου θα γίνουν οικεία σε εμένα, με αυτόν τον τρόπο, με τον οποίο σε εμένα μεν είναι οικείος ο Πατέρας, και εγώ πάλι είμαι οικείος στον Πατέρα… Όπως δηλαδή είναι μεν οικείος αυτός με τον Πατέρα λόγω της ταύτισης της φύσης τους (και) και ο Πατέρας με αυτόν, έτσι και εμείς με αυτόν από τη στιγμή που έγινε άνθρωπος, και αυτός με εμάς. Μέσω αυτού λοιπόν, σαν μέσα από μεσίτη, ενωνόμαστε με τον Πατέρα» (Κ).
Σχετική ερμηνεία και η: Υπάρχει μεταξύ Χριστού και πιστών αμοιβαία γνωριμία που βασίζεται στην αγάπη, τέτοιου είδους όπως υφίσταται ανάμεσα στον Χριστό και τον Πατέρα, αν και όσον αφορά στον πιστό, ασύγκριτα ατελέστερη (ο). Η γνωριμία που ενώνει τον Ιησού με τα πρόβατά του έχει την ίδια φύση με εκείνη, η οποία ενώνει τον Ιησού με το Θεό. Κατά κάποιο τρόπο το φωτεινό περιβάλλον στο οποίο συναντιούνται η καρδιά του Υιού και η καρδιά του Πατέρα διευρύνεται για να καταστεί και περιβάλλον στο οποίο συναντιούνται η καρδιά του Ιησού και οι καρδιές των προβάτων του (g).
«Ο Χριστός δηλαδή είναι κατά κάποιο τρόπο σαν ένα μεθόριο (που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων), της ανώτατης θεότητας και της ανθρωπότητας… και είναι σαν να συνενώνει στον εαυτό του αυτά που ήταν τόσο πολύ διαχωρισμένα, και ενώνεται μεν με το Θεό και Πατέρα αφού είναι από τη φύση του Θεός, και με τους ανθρώπους πάλι αφού είναι αληθινά άνθρωπος» (Κ).
Είναι αυτή γνώση εσωτερική που διαπερνά την υπόσταση και ερευνά τα μύχια… και συνεπάγεται στενότατο εσωτερικό σύνδεσμο, που εκδηλώνεται κατ’ εξοχήν με αμοιβαία εμπιστοσύνη και αφοσίωση (κ).
(2)   «Εάν όμως ο Πατέρας γνωρίζει τον Υιό ολόκληρο και πλήρως, ώστε να κατανοεί και όλη τη σοφία που κατοικεί σε αυτόν, είναι φανερό ότι κατά το ίσο μέτρο και θα επιγνωστεί από τον Υιό, μαζί δηλαδή με όλη τη σοφία που υπάρχει μέσα σε αυτόν και την πρόγνωση των μελλόντων» (Β).
(3)   =και κατά συνέπεια (g).
(4)   η συνέπεια και το δείγμα της μεγάλης αγάπης για το ποίμνιο (ο). Επαναλαμβάνεται ως επωδός από το στίχο 11 σύμφωνα με τη συνήθεια του Ιωάννη (β). «Αφήνω τη ζωή μου, πεθαίνω για χάρη των προβάτων» (Ζ). Τίθημι σε ενεστώτα. Η όλη ζωή του Χριστού υπήρξε πορεία προς το θάνατο (b). Ιδιαίτερα όμως κατά την περίοδο αυτή που η έχθρα των Φαρισαίων είχε εκδηλωθεί και ο εναντίον του ποιμνίου κίνδυνος παρουσιαζόταν απειλητικότερος.
«Πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε ότι τον για χάρη μας και εξαιτίας μας θάνατο δεν τον υπέμεινε χωρίς τη θέλησή του ο Χριστός, αλλά τον βλέπουμε να βαδίζει με τη θέλησή του σε αυτό» (Κ). «Λέγοντας το «τίθημι», έδειξε ότι έπαθε εκούσια» (αμ). «Διότι αυτό το «τίθημι» φανερώνει ότι δεν αρπάζει τη ζωή μου κάποιος από εμένα, αλλά εγώ ο ίδιος παραδίδω αυτήν» (Θφ). «Συνεχώς το λέει αυτό φανερώνοντας ότι δεν είναι πλάνος» (Χ).

16 Καὶ ἄλλα πρόβατα(1) ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης(2)· κἀκεῖνά(3) με(4) δεῖ(5) ἀγαγεῖν(6), καὶ τῆς φωνῆς μου(7) ἀκούσουσι(8), καὶ γενήσεται μία ποίμνη(9), εἷς ποιμήν(10).
16 Έχω κι άλλα πρόβατα, που δεν ανήκουν σ’ αυτή την μάντρα· πρέπει κι εκείνα να τα οδηγήσω. Θα γνωρίσουν τη φωνή μου και θα γίνουν ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα.
(1)   Λέει άλλα πρόβατα, όχι άλλη αυλή προβάτων. Διότι αυτά ήταν διασκορπισμένα ανά τον κόσμο (b), «μεταξύ των εθνικών» (Αυ). «Εννοώντας τους προορισμένους από τα έθνη για σωτηρία, δείχνει ότι είναι σε ξεχωριστή αυλή από αυτήν των Ιουδαίων» (Β).
«Υποδηλώνει ότι αφού αναμίξει τις αγέλες από τα έθνη με τους πιο καλοπροαίρετους από τους Ιουδαίους… θα καλέσει σε θεογνωσία τους λαούς από παντού» (Κ).
Έχω. Αξιώνει, ότι ήδη αυτά είναι δικά του, διότι αυτή είναι η θεία θέληση, για την οποία, επειδή είναι βέβαιη η εκπλήρωσή της, μπορεί να γίνεται λόγος ως ήδη εκπληρωμένης (β). Όλοι εκείνοι οι οποίοι κατά την πάροδο των αιώνων θα πίστευαν στο Χριστό και θα οδηγούνταν στην υπακοή του από τον ειδωλολατρικό κόσμο, ονομάζονται εδώ πρόβατα και λέγεται για αυτούς, ότι έχει αυτά ο Χριστός, παρόλο που ακόμα αυτοί δεν είχαν κληθεί και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν ακόμη γεννηθεί. Αλλά έχουν εκλεγεί από την προαιώνια βουλή του Θεού πριν φτιαχτεί ο κόσμος και έχουν προοριστεί να ανήκουν στο Χριστό. Ο Χριστός έχει δικαιώματα πάνω σε πολλές ψυχές, οι οποίες φαίνονται ήδη χαμένες, αλλά έχουν δοθεί σε αυτόν από τον Πατέρα. Έτσι στην Κόρινθο είχε πολύ λαό (Πράξ. ιη 10), την ώρα που επικρατούσε πολλή κακία που κυρίευε και τον ίδιο το λαό του Κυρίου.
(2)   «Από την αυλή των Ιουδαίων» (Κ), η οποία περιείχε έως τότε όλο το ποίμνιο του Ιεχωβά (F). «Διότι βεβαίως τα έθνη δεν περιλαμβάνονται στο νόμο» (Θφ). Αναφέρεται στους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν προ πολλού ο εκλεκτός λαός του Θεού και η κληρονομιά του (ο).
(3)   Δηλαδή και αυτά και εκείνα. «Δείχνει και τους δύο διασκορπισμένους και αναμιγμένους και χωρίς ποιμένες και εκείνους και αυτούς, αφού ακόμη δεν είχε έλθει ο καλός ποιμένας» (Χ). «Διότι πράγματι και οι καλοπροαίρετοι και καταλληλότεροι στο να πιστέψουν από τους Ιουδαίους, ήταν χωρίς ποιμένα και πολύ περισσότερο οι εθνικοί» (Θφ).
(4)   «Και όταν λοιπόν μέσω των δούλων του οδηγεί τα πρόβατα, Αυτός και όχι άλλος οδηγεί αυτά» (Αυ).
(5)   «Δεν δηλώνει το αναγκαστικό αλλά αυτό που οπωσδήποτε θα γίνει» (Χ). Το «πρέπει» εκφράζει το αναπόφευκτο της πραγματοποίησης εκείνου, το οποίο είχε προδιαταχθεί από το Θεό. Όχι μόνο είχε προφητευτεί για το Μεσσία, ότι θα ήταν φως των εθνών (Ησ. μβ 6,μθ 6), αλλά είχε δοθεί και ξεκάθαρη υπόσχεση για αυτό στο Ησαΐου νη 8 (β).
(6)   «Να τα μαζέψω» (Ζ), «διότι είναι σκορπισμένοι» (Θφ), για να συνενωθούν μαζί με αυτούς που είναι στην αυλή αυτή. Δες ια 52 «έτσι ώστε και τα παιδιά του Θεού τα διασκορπισμένα να τα μαζέψει σε ένα μέρος». Εάν δεν μαζέψω αυτούς, θα περιπλανιούνται ασταμάτητα, διότι όπως τα πρόβατα, όταν αποπλανηθούν δεν μπορούν μόνα τους να επιστρέψουν στην ποίμνη τους, και αυτοί δεν θα επιστρέψουν εάν δεν οδηγηθούν από εμένα.
(7)   «Να και εδώ, φαίνεται ότι Αυτός είναι που μιλά μέσω των δούλων του και η φωνή Του ακούγεται μέσω εκείνων, τους οποίους στέλνει… Ο Παύλος ειδικά είχε σταλθεί ως απόστολος των εθνών» (Αυ).
(8)   «Θα υπακούσουν, θα πειστούν» (Ζ). Με γενική πτώση για να σημάνει μαζί με την ακρόαση και την κατανόηση και την υπακοή (β). Η φράση «και θα ακούσουν τη φωνή μου» προστέθηκε στην προηγούμενη για να εξηγηθεί, πώς ο Κύριός μας θα έφερνε τα πρόβατα αυτά σε μία κοινή αυλή. Όχι με πιεστικό και αναγκαστικό τρόπο, αλλά σύμφωνα με τη δική τους θέληση και κλίση (ο).
(9)   «Που θα συγκροτηθεί και από τους Ιουδαίους και από τα έθνη» (Ζ). «Το οποίο ακριβώς και ο Παύλος το δήλωσε λέγοντας (Εφεσ. β 15)· για να κτίσει τους δύο σε έναν καινούργιο άνθρωπο» (Χ). Η μία αυτή ποίμνη είναι η χριστιανική εκκλησία, αληθινά καθολική, που σχηματίστηκε από την συνένωση όλων των λαών κάτω από το Χριστό (F). Ιουδαίοι και εθνικοί επιστρέφοντας με την πίστη στο Χριστό θα ενσωματωθούν σε μία εκκλησία, θα γίνουν εξίσου συμμέτοχοι των προνομίων της, χωρίς διάκριση της καταγωγής τους. Ενωμένοι όλοι αυτοί με τον Χριστό θα αποτελέσουν ένα ηθικό σώμα. Ο ένας ποιμένας δημιουργεί μία ποίμνη. Ο ένας Χριστός κάνει μία εκκλησία. Όπως η εκκλησία είναι μία στη σύστασή της, υπακούοντας σε μία κεφαλή, εμψυχωμένη από ένα πνεύμα, κυβερνωμένη με ένα και τον ίδιο κανόνα, έτσι και τα πραγματικά μέλη της είναι ένα συνδεόμενα αδιάσπαστα μεταξύ τους μέσω της αγάπης. Δες Εφεσ. δ 3-6.
(10)   «Και αυτών και εκείνων, ο Χριστός» (Ζ). Οι ιδέες αυτές, οι τόσο νέες για το θάνατο του Μεσσία και την κλήση νέων πιστών, μη Ιουδαίων, επόμενο ήταν να διεγείρουν πολλές αμφιβολίες στους ακροατές. Για αυτό ο Ιησούς στους επόμενους σ. βεβαιώνει έντονα, ότι η ευαρέσκεια του Πατέρα αναπαύεται στο έργο αυτό και πάνω σε εκείνον, ο οποίος το εκτελεί (g).

17 Διὰ τοῦτο(1) ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ(2), ὅτι ἐγὼ(3) τίθημι τὴν ψυχήν μου(4), ἵνα(5) πάλιν λάβω αὐτήν.
17 Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, γιατί εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, ώστε να την ξαναπάρω πίσω.
(1)   Η φράση αυτή στον Ιωάννη αναφέρεται συνήθως σε ιδέα που εκφράστηκε προηγουμένως, αλλά η οποία πρόκειται να τονιστεί και να αναπτυχθεί στην αμέσως ακόλουθη πρόταση, που αρχίζει με το «ότι». Λόγω της ελεύθερης αφοσίωσής του στο μέγα αυτό έργο (σ. 15 και 16) ο Πατέρας αγαπά αυτόν (g). «Ο Πατέρας με αγαπά διότι πεθαίνω για εσάς» (Θφ). Τα πρόβατα δόθηκαν στον Ιησού Χριστό από τον Πατέρα του και ως δώρο που δόθηκε από τον Πατέρα του, γνωρίζει αυτά. Φυλάει αυτά σαν ιερή παρακαταθήκη που του εμπιστεύτηκε ο Πατέρας, σαν κληρονομιά πολύτιμη για εξαγορά της οποίας πρόσφερε το ίδιο το ατίμητο αίμα του. Κρατά αυτά σφιχτά με το χέρι του και έχει αυτά στην καρδιά του και στους κόλπους του. «Για αυτό λοιπόν και ο Πατέρας αγαπά αυτόν».
(2)   «Αγαπιέται από τον Θεό και Πατέρα ο Υιός όχι επειδή βρίσκεται έξω από την αγάπη. Διότι ήταν πάντα και για πάντα αγαπώμενος» (Κ). Αλλά «το λέει αυτό ως άνθρωπος» (Χ). «Και εκείνο θέλει να αποδείξει, ότι δεν έρχεται δηλαδή ακούσια στο θάνατο. Διότι αν ερχόταν ακούσια, πώς αυτό που θα γινόταν θα ήταν αποτέλεσμα αγάπης;» (Χ).
(3)   «Το «εγώ» αυτό λέχθηκε με ειδική έμφαση» (Αυ). Τονίζει την εθελούσια αυτοθυσία (ο).
(4)   «Ας μην καυχιούνται οι Ιουδαίοι σαν να είχαν υπερισχύσει· Μόνος του έδωσε τη ζωή του. Τίθημι. Επειδή αρέσει σε εμένα, έπραξα αυτό» (Αυ). «Επειδή πολλές φορές σκέφτονταν να τον φονεύσουν, λέει ότι, αν δεν το θέλω εγώ, είναι ανώφελος ο κόπος σας» (Χ). Παραδίδω ως λύτρο που πληρώνεται. Τα πρόβατα οδηγούνταν σε σφαγή, έτοιμα να θυσιαστούν και εξαγοράστηκαν από το αίμα του Ποιμένα. Έδωσε τη ζωή του για τα πρόβατά του, όχι μόνο για καλό των προβάτων, αλλά αντί για αυτά υπέστη ό,τι εκείνα επρόκειτο να υποστούν. Όταν ο Δαβίδ, ο ποιμένας του Ισραήλ, έγινε ένοχος και για την ενοχή του αυτή άγγελος εξολοθρευτής έσυρε το μαχαίρι του εναντίον του λαού του, δίκαια απευθυνόμενος προς τον Κύριο είπε: «Να, εγώ έκανα αδικία και εγώ είμαι ο ποιμένας· έκανα το κακό και αυτοί, τα πρόβατα, τι έκαναν; Ας έρθει το χέρι σου πάνω μου και στο σπίτι του πατέρα μου» (Β΄ Βασ. κδ 17). Αλλά ο Χριστός, ο γιος του Δαβίδ, υπήρξε άσπιλος και άμωμος, τα πρόβατά του όμως είχαν παρασυρθεί σε κάθε κακία. Και είπε προς τον ουράνιο Πατέρα του: Ας έρθει το χέρι σου πάνω μου. Χτύπησε εμένα και όχι τα πρόβατά μου.
(5)   «Ή, το ἵνα δεν είναι αιτιολογικό, αλλά δηλώνει αυτό που οπωσδήποτε θα γίνει» (Ζ). «Διότι δεν πεθαίνει για αυτόν το λόγο, για να αναστηθεί δηλαδή, αλλά σύμφωνα με το ιδίωμα της Γραφής λέει αυτό που θα γίνει με τη μορφή της αιτίας» (Θμ).
Ή, πιο σωστά, το ἵνα είναι τελικό. «Ο Κύριος ισχυρίζεται ότι έχει αγαπηθεί από τον Θεό και Πατέρα, όχι μόνο διότι παραδίδει τη ζωή του, αλλά διότι την παραδίδει ώστε και να την πάρει· διότι σε αυτό βεβαίως κατεξοχήν λάμπει το μέγεθος των αγαθών που κατορθώθηκαν σε εμάς. Διότι αν πέθαινε μεν μόνο, αλλά δεν ανασταινόταν ποιό θα ήταν πλέον το περισσότερο;… Επειδή όμως έδωσε τη ζωή ώστε και να την πάρει, με αυτό έσωσε όλη την ανθρώπινη φύση, αφού κατάργησε την εξουσία του θανάτου» (Κ).
Ο Ιησούς έπρεπε να θέλει να ξαναπάρει τη ζωή του για να συνεχίσει ως δοξασμένος το ποιμαντικό του έργο στην Εκκλησία (Luthardt). Ο σκοπός του πάθους δεν ήταν μόνο να δείξει σε αυτό ο Ιησούς την ανιδιοτελή του αγάπη, αλλά ήταν και να μπορέσει να ξαναπάρει τη ζωή του, τώρα εμπλουτισμένη περισσότερο από ποτέ με ζωοποιό δύναμη (β). Ο θάνατός του ήταν μία αναγκαία προϋπόθεση της εισόδου του σε υψηλότερη κατάσταση ευλογίας και εξύψωσης, στην οποία εξασφαλίζει στην εκκλησία όλες τις ένδοξες συνέπειες της θυσίας του (ο). Με θείο στρατηγικό τέχνασμα υπέκυψε προς στιγμήν στο θάνατο σαν να είχε ηττηθεί από αυτόν, αλλά αυτό έγινε, για να κατακτήσει ένδοξα το θάνατο και να θριαμβεύσει οριστικά πάνω στον τάφο. Κατέθεσε σώμα παθητό και που μπορούσε να υποστεί το Σταυρό, για να πάρει πάλι σώμα ένδοξο, κατάλληλο για να αναληφθεί στον ουράνιο κόσμο. Θυσίασε ζωή προσαρμοσμένη στον φθαρτό αυτόν κόσμο, αλλά ξαναπήρε ζωή ουράνια για να μεταδώσει αυτήν και στα πρόβατά του.

18 Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ(1), ἀλλ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ' ἐμαυτοῦ(2)· ἐξουσίαν ἔχω(3) θεῖναι αὐτήν(4), καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν(5)· ταύτην τὴν ἐντολὴν(6) ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου(7).
18 Κανείς δε μου την παίρνει· εγώ από μόνος μου την προσφέρω. Από μένα εξαρτάται να την προσφέρω κι από μένα εξαρτάται να την ξαναπάρω πίσω. Αυτήν την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου».
(1)   «Χωρίς τη θέλησή μου εννοείται· κανείς δεν με θανατώνει χωρίς να το θέλω» (Ζ). Ο σ. 18 είναι νέα έντονη βεβαίωση του εκούσιου και από ελεύθερη διάθεση θανάτου του Χριστού και της ανάστασης που ακολούθησε. Για αυτό και υπάρχει το ασύνδετο σχήμα λόγου. Υπάρχει και η γραφή· «ουδείς ήρεν αυτήν…». Σύμφωνα με αυτήν παρουσιάζεται ο Κύριος να μιλά υπό το πρίσμα της αιωνιότητας· η έκβαση είναι τόσο βέβαιη, ώστε μιλά για το θάνατό του σαν να ανήκε ήδη στο παρελθόν, μολονότι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον (β).
(2)   Το «ἀπ' ἐμαυτοῦ» εδώ δεν σημαίνει και το χωρίς εξουσία από τον Πατέρα, όπως φαίνεται άλλωστε και από το δεύτερο μέρος του σ. αυτού (β). Τονίζεται μόνο το εκούσιο και πρόθυμο της προσφοράς του Χριστού, το οποίο έκανε αυτήν τόσο ευπρόσδεκτη στον Πατέρα (ο). Ο Χριστός έπεσε στα χέρια των εχθρών του, όχι διότι δεν μπορούσε να αποφύγει αυτό, αλλά διότι ήλθε η ώρα του.
(3)   Η επανάληψη γίνεται για μεγαλύτερη έμφαση.
«Όχι μόνο στο να δώσει τη ζωή είπε ότι έχω εξουσία, αλλά ανέφερε το Έχω εξουσία και στα δύο, και στο θάνατο και στην ανάσταση, ώστε να μη φανεί το κατόρθωμα ότι οφείλεται στη δύναμη και ενέργεια άλλου, αλλά για να δείξει ότι είναι καρπός της δικής του φύσης… Όχι επειδή διατάχθηκε ως δούλος ή υπηρέτης, αλλά ούτε σαν από ανάγκη ή επειδή εξαναγκάστηκε από κάποιους, αλλά με τη θέλησή του ήλθε σε αυτό» (Κ).
Όπως αυθόρμητα και από δική του θέληση πήρε κατά την ενανθρώπηση την φύση την ανθρώπινη και τη ζωή την ανθρώπινη, έτσι μπορούσε να διαλύσει και να διαχωρίσει με δική του θέληση την ψυχή από το σώμα του, χωρίς να υποκύψει σε οποιαδήποτε εξωτερική βία. Παίρνοντας θεληματικά ανθρώπινο σώμα, μπορούσε κατά βούληση πάλι να θυσιάσει αυτό. Και αυτό δείχτηκε καθαρά, όταν έκραξε με φωνή μεγάλη και είπε: Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου.
(4)   «Το οποίο δεν μπορεί να συμβεί στην περίπτωση των ανθρώπων. Διότι εμείς δεν έχουμε εξουσία με άλλο τρόπο να θυσιάσουμε τη ζωή μας παρά μόνο θανατώνοντας τον εαυτό μας. Αν θα πέφταμε σε ανθρώπους που μας επιβουλεύονται και που μπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχουμε τότε εξουσία να θυσιάσουμε ή όχι τη ζωή μας, αλλά και χωρίς να το θέλουμε εκείνοι μας την αφαιρούν. Στην περίπτωση του Κυρίου όμως δεν είναι έτσι, αλλά, αν και τον επιβουλεύονταν άλλοι, ο ίδιος ήταν κύριος να μη θυσιάσει τη ζωή του» (Χ).
Και «ο άνθρωπος πεθαίνει όχι με τη δική του εξουσία, αλλά από ανάγκη της φύσης και χωρίς να το θέλει· ο Κύριος όμως επειδή ήταν ο ίδιος αθάνατος, αλλά είχε σάρκα θνητή, είχε στην εξουσία του ως Θεός να χωριστεί από το σώμα και να το πάρει πάλι πίσω, όποτε θέλει» (Α).
(5)   «Δείχνει ότι όχι μόνο ο Πατέρας ανάστησε τον Υιό, αλλά και ο Υιός ανάστησε τον εαυτό του. Για αυτό και σε άλλο χωρίο του ευαγγελίου είπε «γκρεμίστε το ναό αυτόν και σε τρεις μέρες θα τον χτίσω»» (Αυ). Αλλού στην Κ.Δ. η ανάσταση του Χριστού αποδίδεται σε ενέργεια του Θεού. Δες Πράξ. β 24,Ρωμ. α 4. Αλλά όταν ληφθεί υπ’ όψη, ότι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος «δεν μπορεί να κάνει από μόνος του τίποτα», καμία πραγματική αντίφαση δεν υπάρχει εδώ (χ).
Ο Κύριος είχε εξουσία πάλι να πάρει τη ζωή του. Το οποίο δεν συμβαίνει και ως προς εμάς. Η ζωή μας, από τη στιγμή που θυσιάστηκε, μοιάζει με το νερό που χύθηκε στο έδαφος και απορροφήθηκε από αυτό. Αλλά ο Χριστός δεν ήταν οφειλέτης και χρεώστης στο θάνατο, όπως είμαστε εμείς. Πρόσφερε τον εαυτό του για να γίνει Λυτρωτής και Σωτήρας και να μεταδώσει την αθανασία και σε εμάς.
(6)   «Ποια λοιπόν εντολή; Το να πεθάνει για τον κόσμο» (Χ)· «το να θυσιάσω την ζωή μου για τα πρόβατα» (Ζ) ή πληρέστερα, την εντολή του να την θυσιάσω και να την ξαναπάρω πίσω. Δίνει και ξαναπαίρνει τη ζωή με τους όρους και τις περιστάσεις που δείχνονται από τον Πατέρα και όχι που του επιβάλλονται από τους ανθρώπους. Και ο Σταυρός και η ανάσταση είναι μέρη της εντολής του Πατέρα προς τον Υιό. Η ελευθερία του Υιού συνίσταται στην αυθόρμητη υποταγή του στην εντολή του Πατέρα (μ).
(7)   «Αφαίρεσε την υπόνοια ότι έρχεται σε κάποια αντίθεση με τον Πατέρα και τίποτα άλλο δεν δείχνει, παρά ότι «συμφωνεί και ο Πατέρας με αυτό που πράττω εγώ», ώστε, όταν τον θανατώσουν, να μην νομίσουν ότι τον θανατώνουν εγκαταλελειμμένο και προδομένο από τον Πατέρα» (Χ).
«Δείχνει ότι και ο Πατέρας έχει το ίδιο φρόνημα και την ίδια θέληση σε αυτό και ομολογεί ότι ήλθε σε αυτό σαν από μία γνώμη… Και αυτό αρμόζει και στην ενανθρώπηση. Λέγοντας βεβαίως ότι έχει πάρει υπό μορφήν εντολής αυτό που φάνηκε στον Πατέρα ότι είναι σωστό, δεν ελαττώνει τον εαυτό του σε σχέση με τον Πατέρα… αλλά φυλάει το πρέπον μέτρο της ενανθρώπησης… Διότι ως προς το ότι είναι από τη φύση του Θεός, είναι ίσος με τον Πατέρα· ως προς το ότι έγινε άνθρωπος λέει κατά συγκατάβαση τα λόγια που πρέπουν στην ανθρώπινη φύση του» (Κ).
«Αφού είπε πρώτα το υψηλό, το «έχω εξουσία να πάρω τη ζωή μου πίσω» (διότι αυτή η φράση τον δείχνει ότι είναι δεσπότης του θανάτου και αρχηγός της ζωής), πάλι λέει το ταπεινό, το «αυτήν την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου». Έτσι συμπλέκει και τα δύο θαυμάσια, και το να μην νομιστεί δηλαδή κατώτερος και δούλος του Πατέρα και το ότι δεν είναι αντίθεος, αλλά ομοούσιος ταυτόχρονα και με το ίδιο θέλημα» (Θφ). «Τίποτα άλλο δεν θέλει να δείξει η εντολή που αναφέρεται εδώ, παρά την ομόνοια με τον Πατέρα» (Χ).

19 Σχίσμα(1) οὖν πάλιν(2) ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους(3).
19 Εξαιτίας αυτών των λόγων διχάστηκαν πάλι οι Ιουδαίοι.
(1)   «Σχίζονται σε διχόνοια» (Κ).
(2)   Ο λαός είχε και πάλι διαιρεθεί (Ιω. ζ 43), και εξ’ αφορμής της θεραπείας του τυφλού, διαφωνία και διαίρεση είχε σημειωθεί και μεταξύ των Φαρισαίων (Ιω. θ 16). Η λέξη «πάλιν» εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στη σταθερή επανάληψη του ίδιου αποτελέσματος (g).
(3)   «Νομίζω ότι με πολλή έμφαση λέει αυτός, θαυμάζοντας την σκληρότητα των ανυπάκουων, ότι έγινε σχίσμα εξαιτίας των λόγων αυτών, για τα οποία, λέει, έπρεπε οι Ιουδαίοι ακριβώς να πειστούν ότι αυτός είναι ο Χριστός. Τόσο πολύ θαυμαστοί ήταν οι λόγοι του Σωτήρα» (Κ).

20 Ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει(1) καὶ μαίνεται(2)· τί αὐτοῦ ἀκούετε(3);
20 Και πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: «Είναι δαιμονισμένος και τρελός· τι τον ακούτε;»
(1)   «Επειδή τα λεγόμενα ήταν ανώτερα από την ανθρώπινη δύναμη και όχι της κοινής συνήθειας, τον έλεγαν δαιμονισμένο» (Χ). Αυτό αποτελούσε εύκολο τρόπο εξήγησης του παραδόξου της διδασκαλίας του Ιησού (β).
«Για τρίτη ήδη φορά απέδωσαν σε αυτόν αυτήν την ονομασία. Διότι πράγματι προηγουμένως έλεγαν «Δαιμόνιο έχεις, ποιος ζητά να σε σκοτώσει;»(Ιω. ζ 20)· και πάλι «Καλά δεν λέγαμε ότι είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο;» (Ιω. η 48)· και εδώ» (Χ).
Από αυτό διδασκόμαστε, ότι οι χειρότεροι χαρακτηρισμοί ενδέχεται όχι σπάνια να αποδοθούν στους αγιότερους και εναρετότερους των ανθρώπων. Είναι άνθρωπος ανώμαλος, φαντασιόπληκτος, που πάσχει από παραλήρημα και δεν αξίζει ούτε να τον ακούει κάποιος. Ακόμη και σήμερα άνθρωποι που κηρύττουν σοβαρά τις αιώνιες αλήθειες και μιλούν για τη μέλλουσα ζωή χαρακτηρίζονται ως ενθουσιαστές, ως θερμοκέφαλοι, ως φαντασιόπληκτοι και ως μη θετικοί.
(2)   Είναι επεξήγηση του «δαιμόνιον έχει». Το μαίνομαι λέγεται για εκείνον, ο οποίος μιλά έτσι, ώστε φαίνεται ότι δεν έχει υγιή διάνοια. Αντιτίθεται στο Πράξ. κστ 25 με το «λέω λόγια σωφροσύνης» (G). 
(3)   Η ερώτηση δείχνει με πόση ανησυχία η εχθρική αυτή μερίδα προς τον Ιησού παρακολουθούσε την καλή εντύπωση, που παραγόταν από τα λόγια του μεταξύ των καλοπροαίρετων ανθρώπων (g). Η σύνταξη του ακούω με γενική πτώση και εδώ σημαίνει την ακρόαση με προσοχή και σεβασμό=Αφού είναι δαιμονισμένος και τρελός, γιατί τον προσέχετε; Έτσι ο σατανάς οδηγεί προς τον όλεθρο πολλούς συσκοτίζοντας τη διάνοιά τους και παρουσιάζοντας τις ψυχοσωτήριες αλήθειες της πίστης ως ανάξιες της προσοχής των σοβαρών ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν χλευάζονται ποτέ ούτε περιγελούνται, όταν ασχολούνται με την εξεύρεση της σωματικής τους τροφής. Όταν όμως επιδίδονται σοβαρά στη σπουδή και έρευνα της πνευματικής τους τροφής, η οποία τους εξασφαλίζει το αιώνιο μέλλον, τότε με ειρωνεία διερωτώνται από πολλούς: «Τι ακούτε αυτόν;». Αλλά όσοι ακούνε το Χριστό και αναμιγνύουν την πίστη με όσα ακούνε, πολύ γρήγορα θα είναι σε θέση εκ πείρας να δώσουν λόγο γιατί τον ακούνε.

21 Ἄλλοι(1) ἔλεγον· ταῦτα τὰ ρήματα(2) οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται(3) τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν(2);
21 Άλλοι όμως έλεγαν: «Αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονισμένου· μήπως μπορεί το πονηρό πνεύμα ν’ ανοίγει μάτια τυφλών;»
(1)   Δεν χαρακτηρίζονται αυτοί ως «πολλοί», όπως αυτοί που αναφέρονται στον προηγούμενο σ.
(2)   «Από μεν την ποιότητα των λόγων κρίνουν ότι είναι ορθά τα λόγια του Κυρίου επειδή τέτοια λόγια δεν είναι δαιμονισμένου· όμως τα θαύματα, λέει, έχουν ακαταμάχητη μαρτυρία» (Κ).
«Την απόδειξη την έπαιρναν από τα έργα λοιπόν· και βεβαίως μεν ούτε τα λόγια του είναι λόγια δαιμονισμένου· αλλά αν δεν πείθεστε από τα λόγια, ντραπείτε από τα έργα» (Χ). «Επειδή από τα λόγια δεν μπορούσαν να τους αποστομώσουν… από τα πράγματα επιχειρούν να συνηγορήσουν για το Χριστό» (Θφ).
Οι λόγοι του Κυρίου περικλείουν τόση αγιότητα, ώστε από αυτήν γίνεται ολοφάνερο σε κάθε απροκατάληπτο, ότι δεν είναι λόγοι ανθρώπου που κατέχεται ή υποκινείται από το πονηρό πνεύμα, αλλά λόγοι απεσταλμένου του Θεού. Δεν προέρχονται οι λόγοι αυτοί από τον άδη, αλλά προέρχονται άμεσα από τον ουρανό. Αλλά και τα θαύματα του Κυρίου προδίδουν δύναμη πάνω στη φύση, τέτοια που δεν είναι δυνατόν να κατέχει οποιοδήποτε κτίσμα, ούτε ο σατανάς ο ίδιος. Επιπλέον είναι εκδηλώσεις αγαθότητας και αγάπης, των οποίων είναι αποξενωμένος και τελείως ξένος ο διάβολος. Ο σατανάς δεν είναι φίλος των ανθρώπων, ώστε με τη δύναμή του να ευεργετεί αυτούς. Και θα τύφλωνε το ταχύτερο τα μάτια των ανθρώπων, εάν δινόταν εξουσία σε αυτόν, παρά θα θεράπευε αυτά.
(3)   Το επιχείρημα είναι της ίδιας φύσης με εκείνο το οποίο χρησιμοποίησε και ο πρώην τυφλός μπροστά στους Φαρισαίους στο Ιω. θ 30-33 (ο). «Τι λοιπόν κάνει ο Χριστός; Δεν απαντά τίποτα σε αυτά; Επειδή έδωσε την απόδειξη με τα έργα, σιωπούσε λοιπόν. Διότι ούτε ήταν άξιοι απάντησης αυτοί που τον αποκαλούσαν δαιμονισμένο για αυτά, για τα οποία έπρεπε να θαυμάζουν» (Χ).

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν ἐγκαινίων

22 Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια(1) ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις(2), καὶ χειμὼν ἦν(3)·
22 Ήταν χειμώνας, και στα Ιεροσόλυμα τελούσαν τη γιορτή των Εγκαινίων.
(*)   Εκφωνήθηκε αυτός ο λόγος κατά την εορτή των εγκαινίων, η οποία γιορταζόταν κατά τα μέσα του μηνός Δεκεμβρίου. Τα εξιστορούμενα από το Ζ κεφάλαιο μέχρι το ι 21, σημειώθηκαν κατά τη γιορτή της Σκηνοπηγίας. Γύρω στους δύο λοιπόν μήνες παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στο λόγο, στον οποίο ο Ιησούς χρησιμοποίησε τις αλληγορίες για τον ποιμένα και την θύρα και στο νέο αυτό λόγο, στον οποίο ξαναπαίρνει το νήμα του λόγου που διακόπηκε εκεί και συνεχίζει αυτόν για να τον συμπληρώσει.
Κατά το ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα, πού βρισκόταν ο Ιησούς; Άλλοι μεν από τους ερμηνευτές ανάμεσα στους οποίους και οι b και ο, υποστήριξαν, ότι παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρά της· άλλοι όμως (ανάμεσα στους οποίους και ο g και F) βρίσκουν πιθανότερο, ότι ο Ιησούς αναχώρησε στη Γαλιλαία, όπου σημειώθηκαν τα από τον Λουκά εξιστορούμενα γεγονότα (στα 9 κεφάλαια θ 51-ιη 18), κατά τη διάρκεια των οποίων έλαβε χώρα και ένα σύντομο ταξίδι του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, το οποίο προϋποτίθεται και από την αφήγηση του Λουκά (ι 38-42 ο Ιησούς στη Μάρθα και τη Μαρία) και το οποίο ταξίδι φαίνεται να είναι αυτό που σημειώνεται εδώ από τον Ιωάννη κατά την εορτή των εγκαινίων. Μετά το σύντομο αυτό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία και περνώντας τον Ιορδάνη κατευθύνθηκε στην Περαία, η διαμονή του στην οποία είναι η τελευταία πριν το πάθος και για την οποία συμπίπτουν οι αφηγήσεις και των 4 ευαγγελιστών. Δες Ματθ. ιθ 1,Μάρκ. ι 1 και Λουκ. θ 51 και από την άλλη Λουκ. ιη 15 και Ιω. 40-42.

(1)   «Επειδή έπεσε πολλές φορές η πόλη στα χέρια του εχθρού και ύστερα συνέβη να ερημωθεί όλη και από τον Αντίοχο, έπειτα από τους Μακκαβαίους διώχτηκαν μεν οι εχθροί και η πόλη πήρε πάλι πίσω τη δική της μορφή… την ημέρα αυτή κατά την οποία ανορθώθηκε πάλι, την γιόρταζαν κάθε χρόνο και ονόμαζαν αυτήν την ημέρα εγκαίνια των Ιεροσολύμων» (Θμ). «Γιόρταζαν τη γιορτή με λαμπρό τρόπο και με συμμετοχή του λαού» (Θφ). Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε λοιπόν από τους Μακκαβαίους (Α΄ Μακ. δ 59 και Ιωσήπου Αρχαιολ. ΧΙΙ,7,6). Διαρκούσε για 8 ημέρες, από τις 25 του μηνός Κισλεύ ή Χασελεύ και συνέπιπτε περίπου με το χειμερινό ηλιοστάσιο ή με τα μέσα του δικού μας Δεκεμβρίου (g).
Κατά την ημέρα αυτή και το έτος 168 π.Χ. ο Αντίοχος ο Επιφανής βεβήλωσε το ναό των Ιεροσολύμων και ανήγειρε σε αυτόν βωμό στο Δία. Τρία έτη αργότερα ο Ιούδας ο Μακκαβαίος καθάρισε και εγκαινίασε πάλι το ναό και από την εποχή εκείνη οι Ιουδαίοι γιόρταζαν την ημέρα αυτή εις μνήμην της τελευταίας μεγάλης τους απελευθέρωσης. Η γιορτή στα εβραϊκά ονομαζόταν Χανουκκάχ και ο ευαγγελιστής αποδίδει αυτήν στην ελληνική με τη λέξη, που χρησιμοποιείται από τους Ο΄ κατά την περιγραφή της καθιέρωσης της Σκηνής του Μαρτυρίου (Αρ. ζ 10,11), του ναού του Σολομώντα (Γ Βασ. η 63, Β Παραλ. ζ 5) και του νέου ναού που χτίστηκε μετά την επάνοδο από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία (Β΄Έσδρα στ 16 (χ). Ονομαζόταν η γιορτή και «τα φώτα» εξαιτίας της λαμπρής φωτοχυσίας, με την οποία γιορταζόταν. Το τελετουργικό της γιορτής ως προς αυτό έμοιαζε με αυτό της γιορτής της Σκηνοπηγίας, και για αυτό, επειδή η ιδέα του φωτός δέσποζε και στις δύο γιορτές, ο Κύριος κηρύττει τον εαυτό του Φως του κόσμου (Ιω. η 12 και θ 5) (g).
(2)   Η γιορτή γιορταζόταν μεν λαμπρότερα στα Ιεροσόλυμα, γιορταζόταν όμως σε όλη τη χώρα. Ο Ιησούς επωφελήθηκε αυτής, για να απευθύνει πριν το Πάσχα και μία τελευταία έκκληση προς το λαό του. Το αιφνίδιο αυτό και σύντομο ταξίδι του Ιησού στην Ιερουσαλήμ έγινε, την ώρα που οι 70 μαθητές συντελούσαν την αποστολή που τους ανατέθηκε από τον Κύριο να περιέλθουν τη Γαλιλαία (g).
(3)   «Επειδή τότε ήταν χειμώνας και βροχή, εύλογα όλοι έτρεχαν στη στοά· για αυτό και ο Χριστός ήλθε εκεί, για να γνωρίσει τον εαυτό του σε όλους όσους ήθελαν να τον δουν» (Κ). «Είχε έλθει ο χειμώνας, μετά από τον οποίο χειμώνα στον πρώτο μήνα της άνοιξης, έπαθε ο Κύριος» (Θφ).

23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ(1) ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος(2).
23 Ο Ιησούς περπατούσε στο ναό, στη στοά του Σολομώντα.
(1)  Στον περίβολο του ναού. Δες Ιω. β 14.
(2)  Δες Πράξ. γ 11,ε 12, και Ιωσήπου Αρχαιολ. ΧΧ,9,7. Ονόμαζαν έτσι αρχαίο περιστύλιο στεγασμένο, που βρισκόταν στο ανατολικό μέρος του ναού και το οποίο θεωρούνταν ως απομεινάρι του παλαιού ναού του Σολομώντος, που σώθηκε από την ερήμωση του ναού από τους Βαβυλώνιους και το οποίο ο βασιλιάς Αγρίππας, στον οποίο ο Κλαύδιος Καίσαρας ανέθεσε την επιμέλεια του ναού, δεν τόλμησε λόγω της παλαιότητάς του να γκρεμίσει και να χτίσει ξανά (β).

24 Ἐκύκλωσαν οὖν(1) αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι(2) καὶ ἔλεγον αὐτῷ· ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις(3); εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ(4).
24 Τον περικύκλωσαν τότε οι Ιουδαίοι και του έλεγαν: «Ως πότε θα μας κρατάς σε αγωνία; Αν εσύ είσαι ο Μεσσίας πες το μας καθαρά».
(1)   Πόσο ευχάριστο θα ήταν αυτό στο Σωτήρα, εάν το έπρατταν με πίστη (b). Η φύση της τοποθεσίας διευκόλυνε αυτήν την κύκλωση. Και αυτό σημαίνεται με το «οὖν (λοιπόν)». Την ώρα που ο Ιησούς πηγαινοερχόταν κάτω από τη στοά, επωφελήθηκαν κάποιας ευνοϊκής στιγμής και αφού παρεμβλήθηκαν μεταξύ αυτού και των μαθητών του, τον έκλεισαν σε κύκλο (g). Και «το ότι τον κύκλωσαν μεν και είπαν· έως πότε θα κρατάς την ψυχή μας σε αγωνία; έδινε την εντύπωση ότι ήταν δείγμα κάποιου πόθου και φιλομάθειας, η σκέψη όμως με την οποία ρωτούσαν ήταν διεφθαρμένη και ύπουλη» (Χ). Κύκλωσαν αυτόν «προσδοκώντας από τα λόγια του να αρπάξουν κάποια αφορμή για επίθεση» (Ζ).
(2)   Ο όρος Ιουδαίοι εδώ, όπως και αλλού στον Ιωάννη, αναφέρεται στους εχθρούς του Ιησού, παρόλο που στο συνωστιζόμενο πλήθος υπήρχαν αναμφίβολα και πολλοί που πίστευαν στην αποστολή του (ο),
(3)   Στην κυριολεξία αίρω την ψυχή=διεγείρω την ψυχή. Εφαρμόζεται σε όλες τις ζωηρές συγκινήσεις. Εδώ εκφράζει την προσδοκία, την οποία διήγειρε δράση, σαν αυτή του Ιησού, η οποία αφύπνιζε όλες τις εθνικές ελπίδες χωρίς να ικανοποιεί αυτές. Ο Φίλων χρησιμοποιεί με την ίδια έννοια τον όρο μετεωρίζω (g). Θα ερμηνεύσουμε:
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, έως πότε την ψυχή μας «θα την έχεις μετέωρη, θα την έχεις κρεμασμένη μεταξύ πίστης και απιστίας;» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, διεγείρεις, ισχυρά συγκινείς τις ψυχές μας κρατώντας τες μετέωρες μεταξύ αμφιβολιών και ελπίδας (G).
Υπάρχει και η ερμηνεία: Μας βάζεις σε τέτοια αγωνία σαν να μας αφαιρούσες την ψυχή (δ).
Οφειλόταν στην απιστία τους και στην ακατανίκητη προκατάληψή τους ύστερα από τόσες αποδείξεις, τις οποίες παρείχε σε αυτούς ο Κύριος επιβεβαιώνοντας ότι αυτός ήταν ο Χριστός, να εξακολουθούν αυτοί να αμφιβάλλουν. Θεληματικά κρατούν αυτοί τους δισταγμούς τους, την ώρα που μπορούσαν εύκολα να ικανοποιήσουν τις αμφιβολίες τους. Ο αγώνας ήταν μεταξύ της συνείδησής τους, η οποία στο βάθος του εσωτερικού τους μαρτυρούσε, ότι αυτός είναι ο Χριστός, και στις διεφθαρμένες διαθέσεις τους, οι οποίες κατέπνιγαν τη φωνή της συνείδησής τους λέγοντας· Όχι δεν είναι αυτός ο Χριστός, διότι δεν παρουσιάζεται σύμφωνα με τις παχυλές προσδοκίες μας. Και όσοι από εμάς δοκιμάζουν απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού παρόμοιες αμφιβολίες και δισταγμούς με εκείνους των Ιουδαίων, πάσχουν αυτό διότι οι καρδιές τους προσκολλημένες στην ματαιότητα του κόσμου θέτουν τα επίγεια συμφέροντα πάνω από τα ουράνια και θεωρούν τον κόσμο σαν κάτι θετικότερο και στερεότερο από όσο είναι το ευαγγέλιο. Δεν κατανόησαν αυτοί τι σημαίνει η κοινωνία και σχέση του ανθρώπου με το Χριστό ως Σωτήρα και Θεό.
(4)   Δηλαδή «φανερά, χωρίς καλύμματα» (Ζ). Δες Ιω. ζ 4.
«Ενώ τα έργα φωνάζουν, ζητούν λόγια. Και όταν τα λόγια διδάσκουν, καταφεύγουν στα έργα, παίρνοντας πάντα την αντίθετη θέση» (Χ).
«Έχουν την αξίωση λοιπόν να πει αυτός πιο ξεκάθαρα, παρόλο που πολλές φορές άκουσαν και έλαβαν μακρά εξήγηση σχετικά με αυτό. Διότι αν και δεν είπε με σαφήνεια Εγώ είμαι ο Χριστός, αλλά έφερε στη μέση πολλά από τα αξιώματα που υπάρχουν σε αυτόν από τη φύση του, άλλοτε μεν λέγοντας Εγώ είμαι το φως του κόσμου, άλλοτε πάλι Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· εγώ είμαι η οδός…» (Κ).
Με το ερώτημά τους αυτό παρουσιάζονται ότι επιθυμούν ειλικρινά να μάθουν την αλήθεια. Ο σκοπός τους όμως δεν είναι ευθύς. Και δεν ήταν διόλου δύσκολο, εάν ο Κύριος έλεγε σε αυτούς με σαφήνεια ότι ήταν ο Μεσσίας, να συκοφαντήσουν αυτόν στους Ρωμαίους ότι τάχα επιβουλεύεται το κυρίαρχο καθεστώς.

25 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἶπον ὑμῖν(1), καὶ(2) οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα(3) ἃ ἐγὼ(4) ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου(5), ταῦτα(6) μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ·
25 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας το είπα, αλλά δε θέλετε να πιστέψετε. Τα έργα που κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα·
(1)   «Άκουσε πώς τους απαντά, αφ’ ενός μεν υπαινισσόμενος για αυτούς ότι άσκοπα ζητούσαν αυτά, και όχι για να μάθουν, και αφ’ ετέρου για να δηλώσει, ότι τους το είπε και με φωνή σαφέστερη από αυτήν των λόγων, με τη φωνή δια μέσου των έργων» (Χ).
Στο ερώτημα: Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, δεν ήταν δυνατόν χωρίς παρεξήγηση να δοθεί απάντηση με ένα ναι. Διότι, εάν απαντούσε ναι, ήταν δυνατόν να εκληφθεί η απάντηση σύμφωνα με τις σχετικά με τον Μεσσία παχυλές Ιουδαϊκές αντιλήψεις, με τις οποίες τίποτα το κοινό δεν είχε η αποστολή του Χριστού. Εάν πάλι απαντούσε όχι, θα απαρνούνταν την αποστολή του. Απαντά λοιπόν 1) ότι είχε πει ήδη, ποιος ήταν, και 2) ότι τα έργα του μαρτυρούσαν για αυτό επαρκώς (β,g). Ξεκάθαρα ο Κύριος διακήρυξε τον εαυτό του ως τον Χριστό μόνο μπροστά στη Σαμαρείτιδα (Ιω. δ 26). Εμμέσως όμως είχε πει επανειλημμένως και στους Ιουδαίους για το ποιος ήταν. Δες Ιω. ε 19 και εξής, η 24,36,56,58,θ 37. Εάν οι σκέψεις τους εναρμονίζονταν με τις δικές του, θα κατανοούσαν αυτόν.
(2)   Με έννοια έντονα αντιθετική=Και όμως… Φαινόντουσαν ότι είχαν αμφιβολίες μόνο και ζητούσαν σαφέστερες αποδείξεις για να απαλλαχτούν από αυτές. Αλλά ο Κύριος λέει ξεκάθαρα, ότι οι αμφιβολίες τους οφείλονταν στη διάθεσή τους του να εμμείνουν στην απιστία τους. Ο σκεπτικισμός και η αμφιβολία στη θρησκεία δεν είναι καλύτερος από την απιστία που εκδηλώνεται απερίφραστα. Δεν ανήκει σε εμάς το να διδάξουμε το Θεό πώς θα έπρεπε να μας διδάξει και να μας αποκαλυφθεί. Ούτε είναι δικό μας έργο να καθορίσουμε στο Θεό, πώς θα έπρεπε να φανερώσει σαφώς σε εμάς τις σκέψεις του. Αλλά το καθήκον μας είναι να εκδηλώνουμε την ευγνωμοσύνη μας για τη θεία αποκάλυψη, όπως μας παρέδωσε αυτήν, πεπεισμένοι ότι, εάν δεν αρκούμαστε σε αυτήν και δεν την πιστεύουμε, όπως είναι, δεν θα την πιστεύαμε ούτε αν γινόταν, όπως τώρα ο σκεπτικισμός μας και οι αμφιβολίες μας αξιώνουν να γινόταν.
(3)   Τα οποία θα μπορούσαν να πείσουν και αυτούς που δεν πιστεύουν σε λόγια (b). «Διότι οπωσδήποτε στα έργα υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στο να πείθουν από ότι στα λόγια» (Θφ). Για τη λέξη «τα έργα» χρησιμοποιούμενη για τα έργα του Χριστού, δες Ιω. ε 20. Μιλά και εδώ, όπως και στο ε 36, για την αξία των έργων του ότι μαρτυρούν για την αποστολή του. Τα έργα του μαρτυρούν ποιου είδους Μεσσίας ήταν ο Κύριος (β).
(4)   Με έμφαση.
(5)   Ή «σαν να αποδίδει στη θεία δόξα την δύναμη των τελουμένων, λέει, ότι κάνει τα έργα στο όνομα του Πατέρα… και μεταφέρει στον Πατέρα την τιμή» (Κ). Ή, με διαταγή και με εξουσία του Πατέρα μου (G). «Εδώ κάποιοι είπαν ότι όνομα σημαίνει την ισχύ, ενώ άλλοι την εξουσία» (Ζ).
(6)   Επαναλαμβάνεται με έμφαση. Αναφέρεται στα έργα του. Και πρώτον αναφέρεται στο παράδειγμα της απόλυτης αναμάρτητης και αγίας ζωής του, η οποία δεν υπήρξε μόνο τελείως αγνή και άμεμπτη, αλλά και εξόχως ευεργετική και σε όλα σύμφωνη με την υψηλή διδασκαλία του. Αλλά ειδικότερα αναφέρεται στα θαύματά του, τα οποία εργαζόταν για επιβεβαίωση της διδασκαλίας του. Ήταν βέβαιο ότι κανείς δεν θα μπορούσε να επιτελέσει τέτοια έργα παρά μόνο εάν ο Θεός ήταν μαζί του. Ασφαλώς λοιπόν ο Θεός δεν θα παρείχε τη δύναμή του και την μέσω των θαυμάτων μαρτυρία του σε έναν απατεώνα και ο οποίος δεν στάλθηκε από αυτόν.

26 ἀλλ'(1) ὑμεῖς(2) οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ(3) ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν(4), καθὼς εἶπον ὑμῖν(5).
26 εσείς όμως δε θέλετε να πιστέψετε, γιατί δεν είστε από τα δικά μου πρόβατα, όπως σας είπα.
(1)   Έντονα αντιθετικό. Αντιθέτει την απιστία τους με τις πλουσιοπάροχες αποδείξεις, τις οποίες τόσο τα λόγια όσο και τα έργα του παρείχαν (ο).
(2)   Μπαίνει μπροστά το «εσείς» με έμφαση=Από δικό σας σφάλμα (b)· η ευθύνη της απιστίας βαρύνει εξ’ ολοκλήρου εσάς. «Εγώ τα δικά μου όλα τα εκπλήρωσα, αυτά δηλαδή που έπρεπε να κάνει ο ποιμένας. Εάν όμως δεν με ακολουθείτε, δεν είναι επειδή εγώ δεν είμαι ποιμένας, αλλά επειδή εσείς δεν είστε πρόβατα δικά μου» (Χ).
(3)   Δηλώνει την αιτία της απιστίας. Η ηθική διάθεση, η οποία έλειπε από αυτούς, ήταν αναγκαία, για να αναγνωρίσουν τον ποιμένα (g). Το πρόβατο πιστεύει σ. 3. Το πρόβατο ακούει τη φωνή σ. 14, «γνωρίζομαι από τα δικά μου» σ. 16,27 (b). Δεν έχετε τη διάθεση να γίνετε ακόλουθοί μου. Δεν έχετε κλίση να δεχτείτε τη διδασκαλία του Μεσσία. Δεν θέλετε να συγκαταριθμηθείτε στα πρόβατά μου. Δεν θέλετε να έλθετε και να δείτε, να έλθετε και να ακούσετε τη φωνή μου. Για αυτό και δεν έχετε προοριστεί από τον Πατέρα μου για να ενταχθείτε στην ποίμνη μου. Δεν είστε από εκείνους τους οποίους μου έδωσε ο Πατέρας μου για να είναι πρόβατα δικά μου και για να οδηγηθούν από εμένα στη χάρη και στη δόξα. Δεν είστε από τον αριθμό των εκλεκτών.
(4)   Δεν ανήκετε στον αριθμό των πιστών (ο). «Εάν εσείς δεν ακολουθείτε, δεν είμαι εγώ ανάξιος να ονομάζομαι ποιμένας, αλλά εσείς είστε ανάξιοι να ονομάζεστε πρόβατα» (Θφ).
(5)   Κάποιοι από τους ερμηνευτές βρήκαν εδώ κάποια δυσκολία λόγω του ότι ο Κύριος δεν φέρεται ξεκάθαρα να είπε στους Ιουδαίους, ότι δεν ανήκαν στα πρόβατά του. Για αυτό άλλοι μεν βασιζόμενοι και στο ότι η φράση παραλείπεται από τα Αλεξανδρινά χειρόγραφα, θεώρησαν αυτήν ως μη αυθεντική, αλλά ότι μπήκε από κάποιον από τους αντιγραφείς· άλλοι πάλι συνέδεσαν αυτήν με τον ακόλουθο σ. («καθὼς εἶπον ὑμῖν, τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει…»)· άλλοι τέλος θεώρησαν, ότι ο Κύριος αναφέρεται στις διακηρύξεις του στο Ιω. η 45,46. Καμία από τις εκδοχές αυτές δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βάσιμη. Η μομφή του Κυρίου σε αυτόν τον σ. «δεν είστε από τα πρόβατα τα δικά μου» αποτελούσε πραγματικά το βάθος των αλληγοριών στους σ. 1-5 και 7-10 του κεφαλαίου αυτού, στους οποίους στίχους ο Ιησούς είχε διαχωρίσει σαφώς από τα πρόβατά του, τους Ιουδαίους με τους οποίους συνομιλούσε (ο,g).

27 Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ(1) τῆς φωνῆς μου ἀκούει(2), κἀγὼ(3) γινώσκω(4) αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι(5),
27 Τα δικά μου τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή μου, κι εγώ τα αναγνωρίζω και με ακολουθούν·
(1)   Η φράση μπαίνει μπροστά με εμφατική αντίθεση με τις προηγούμενες λέξεις «δεν είστε από τα πρόβατα τα δικά μου» (ο).
(2)   «Καταλαβαίνουν τις εντολές μου με τρόπο γνωστικό» (Κλ). «Απόδειξη των προβάτων του Χριστού είναι το ότι ακούνε καλά και η ετοιμότητά τους για υπακοή, όπως ακριβώς των ξένων απόδειξη είναι η ανυπακοή. Διότι το «ακούω» εδώ θα το εννοήσουμε ότι σημαίνει: πείθομαι στα λεγόμενα» (Κ). Πιο αυθεντική γραφή «ακούουσι», που συμφωνεί και με το ακόλουθο ἀκολουθοῦσί μοι. Ή, μπορεί όμως να εξηγηθεί η εδώ χρήση του ενικού (ἀκούει) ότι προτιμήθηκε για να τονίσει το ενιαίο της ποίμνης. Ακούνε τη φωνή του ποιμένα τους. Την ακούνε, διότι την γνωρίζουν, ότι είναι δική του. Την διακρίνουν με σαφήνεια, διότι είναι η φωνή του αγαπημένου τους (Άσμα β 8). Σκιρτούν όταν την ακούνε και βρίσκονται στο στοιχείο τους, όταν παρακαθήμενοι στα πόδια του ακούνε το λόγο του. Πράττουν και ενεργούν σύμφωνα με αυτόν και έχουν το λόγο αυτόν ως κανόνα της ζωής τους. Ο Χριστός δεν θεωρεί πρόβατά του εκείνους, οι οποίοι είναι κουφοί στην κλήση του.
(3)   Μπαίνει μπροστά εδώ και στον επόμενο σ. με έμφαση. Το «και» δηλώνει, ότι ως συνέπεια του ότι ακούνε τη φωνή μου, ακολουθεί το ότι και εγώ γνωρίζω αυτά.
(4)   «Το «γνωρίζομαι» σημαίνει έχω σχέση οικειότητας. Διότι γενικά κανείς δεν αγνοείται από το Θεό. Όταν λέει Γνωρίζω τα δικά μου, αυτό εννοεί, ότι θα δεχτώ αυτά και θα τα κάνω οικεία μου με τρόπο μυστικό και συνάπτοντας σχέση» (Κ).
Ο Κύριος Ιησούς γνωρίζει τα πρόβατά του. Διακρίνει πρωτίστως αυτά από τους άλλους, οι οποίοι δεν είναι δικοί του. «Γνωρίζει ο Κύριος αυτούς που είναι δικοί του» (Β Τιμ. β 19). Γνωρίζει τις ανάγκες τους και τους πόθους τους. Γνωρίζει τις θλίψεις τους και τις τυχόν παραπλανήσεις τους. Γνωρίζει που θα ξαναβρεί αυτά και τι πρέπει και είναι ανάγκη να πράξει για αυτά.
(5)   Η γνώση είναι αμοιβαία. Δες και σ. 14. Γνωρίζω αυτά και αυτά από την άλλη δείχνουν πρόθυμη υπακοή σε όλες τις εντολές μου (ο). «Από κάποια από το Θεό δοσμένη χάρη ακολουθούν στα ίχνη του Χριστού, τα οποία ο Χριστός διατάζει και ακολουθούν το λόγο του» (Κ). Ακούνε τη φωνή του ποιμένα τους και τον ακολουθούν. Υποτάσσουν την όλη διαγωγή τους στα προστάγματά του. Το παράγγελμα του ποιμένα μας υπήρξε πάντοτε: Να με ακολουθείτε. Πρέπει να βλέπουμε προς αυτόν σαν σε αρχηγό και οδηγό μας και να ακολουθούμε τα ίχνη του περπατώντας και συμπεριφερόμενοι, όπως αυτός περπάτησε και συμπεριφέρθηκε.

28 κἀγὼ(1) ζωὴν αἰώνιον(2) δίδωμι αὐτοῖς(3), καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις(4) αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου(5).
28 εγώ τους δίνω αιώνια ζωή και δε θα χαθούν ποτέ, γιατί κανείς δε θα μπορέσει να τ’ αρπάξει από την εξουσία μου.
(1)   Το «και» δηλώνει πάλι ότι η από τον Κύριο παροχή ζωής αιώνιας στα πρόβατα έρχεται ως συνέπεια του ότι αυτά ακολουθούν αυτόν. «Λέει ότι θα χαρίσει σε αυτούς που τον ακολουθούν ως αμοιβή και δόξα την αιώνια ζωή» (Κ). Έτσι οι σ. 27-28 αποτελούν ενιαίο σύνολο που διαιρείται σε 3 ζεύγη προτάσεων, των οποίων τα διάφορα μέρη εκφράζουν την πίστη του προβάτου ταυτόχρονα και την αγαθότητα του ποιμένα (b).
Το πρώτο ζευγάρι: την πίστη του πιστού στον κηρυττόμενο λόγο («τα πρόβατα ακούνε τη φωνή μου») και την οικειότητα του Χριστού με τον πιστό («και εγώ γνωρίζω αυτά»). Το δεύτερο ζευγάρι: Την στην πράξη πιστή εμμονή του πιστού που έτσι γνωρίστηκε και αγαπήθηκε («και με ακολουθούν») και εκ μέρους του Χριστού μετάδοση του ύψιστου αγαθού, της αιώνιας ζωής («και εγώ δίνω σε αυτά ζωή αιώνια»). Το τρίτο ζευγάρι· τον ανόλεθρο χαρακτήρα της σωτηρίας, την οποία έτσι κατέχει ο πιστός («δεν θα χαθούν στον αιώνα») και την εγγύηση την οποία παρέχει στα πρόβατά του ο Ιησούς, ότι θα διασώσει αυτά από κάθε εχθρό («δεν θα αρπάξει κάποιος…»). Το πρώτο ζευγάρι αναφέρεται μάλλον όπως και η στους σ. 1-6 αλληγορία, στο σχηματισμό του δεσμού μεταξύ προβάτου και ποιμένα. Το δεύτερο αναφέρεται όπως και η στους σ. 7-10 αλληγορία στη ζωή σε αυτήν τη σχέση και τον δεσμό. Το τρίτο όπως και η στους σ. 11-18 εικόνα στην ανόλεθρη φύση αυτής της σχέσης (g).
(2)   «Ζωή αιώνια εννοούμε όχι την μακροημέρευση, την οποία όλοι πρόκειται να απολαύσουν μετά την ανάσταση και καλοί και κακοί, αλλά και το να ζουν με χαρά» (Κ).
(3)   «Αφού δηλαδή ο Χριστός ανέβηκε στους ουρανούς, και εκείνοι θα τον ακολουθήσουν. Μέσω αυτών όμως που τους δίνει ζωή, δείχνει ότι αυτός είναι ζωή από τη φύση του· και ότι αυτός χορηγεί αυτήν από μόνος του και όχι παίρνοντάς την από άλλον» (Κ). Ο τρόπος της παροχής του αγαθού της αιώνιας ζωής είναι ηγεμονική ελευθερία. Δίνω σε αυτούς. Δεν πουλιέται αντί σημαντικού ποσού, αλλά δίνεται γενναιόδωρα από το Χριστό. Ο παρέχων δωρητής έχει την δύναμη να δίνει αυτήν. Αυτός είναι η πηγή της ζωής και ο αιώνιος Πατέρας έδωσε στο Χριστό το δικαίωμα και την εξουσία να δίνει ζωή αιώνια (Ιω. ιζ 2). Και δεν λέει θα δώσω, αλλά δίνω. Πρόκειται δηλαδή για δωρεά παρούσα. Πράγματι δίνει τον αρραβώνα της, τις απαρχές και την πρόγευση αυτής.
(4)   «Γιατί λοιπόν, θα πει κάποιος, δεν χάνονται; Διότι κανείς δεν μπορεί να αρπάξει αυτά από το χέρι μου» (Θφ). «Κανένα από τα πρόβατα αυτά δεν είναι δυνατόν ή ο λύκος να συλλάβει ή ο κλέφτης να κλέψει ή ο ληστής να σφάξει» (Αυ). Κανένας εχθρός με πανουργία ή με βία δεν θα μπορέσει να αποσπάσει κάποιο πρόβατο από την ποίμνη, αλλά όλα, και αυτά τα ασθενέστερα αρνάκια της ποίμνης, θα διατηρηθούν σε ασφάλεια (ο). Το ρήμα «αρπάζω» είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω για τον λύκο, που πέφτει πάνω στην ποίμνη. Εάν εμπιστευτούμε ειλικρινά τους εαυτούς μας στο Χριστό, καμιά επίθεση ή έφοδος δεν μπορεί να μας αποσπάσει από αυτόν (τ). Οι εκάστοτε ποιμένες, όταν μάλιστα έχουν μεγάλες ποίμνες, χάνουν συχνά πρόβατα. Αλλά ο Χριστός βεβαιώνει, ότι από τα πραγματικά πρόβατά του ούτε ένα δεν είναι ενδεχόμενο να χαθεί.
«Να αρπάξει αυτόν που δεν θέλει, κανείς εχθρός δεν μπορεί. Αλλά να αποπλανήσει αυτόν που απατάται και προδίδει τον εαυτό του, μπορεί. Και αυτό, όχι λόγω του ακατανίκητου δεξιού χεριού (=δύναμης) του Θεού, αλλά λόγω της αυτεξούσιας επιπολαιότητας αυτού που με τη θέλησή του απομακρύνθηκε» (Ζ). «Η απώλεια συμβαίνει όχι από την αδυναμία αυτού που φυλάει, αλλά από την επιπόλαιη συμπεριφορά αυτών που φυλάσσονται» (Ι).
«Δεν έχει γραφτεί όμως ότι όπως κανείς δεν αρπάζει, έτσι κανείς δεν πέφτει από τα χέρια του· διότι το αυτεξούσιο είναι ελεύθερο. «Και λέω»· κανείς μεν δεν θα αρπάξει από το χέρι του ποιμένα… μπορούμε όμως εμείς αν αμελήσουμε να πέσουμε από τα χέρια του» (Ω).
(5)   «Το χέρι στη θεία Γραφή σημαίνει την δύναμη» (Κ) «και την εξουσία του» (Ζ). Έχει και τις δύο έννοιες· και της ιδιοκτησίας και της δύναμης, δηλαδή της ακατανίκητης εξουσίας.
«Οι πιστοί έχουν και τη βοήθεια του Χριστού… Δεν είναι δυνατόν λοιπόν αυτοί που είναι στο χέρι του Χριστού να αρπαχτούν ώστε να κολαστούν, επειδή ο Χριστός έχει πολύ μεγάλη δύναμη» (Κ). Το «να αρπάξει από το χέρι μου» προϋποθέτει αγώνα που διεξάγεται για κάθε πρόσωπο. Ο Ποιμένας είναι τόσο προνοητικός για την καλή διατήρηση και κατάσταση των προβάτων του, ώστε κάθε ένα από αυτά δεν το έχει μόνο μέσα στη μάνδρα του και κάτω από τα μάτια του, αλλά και στα χέρια του, και αυτό απολαμβάνει ολόκληρη τη στοργή του και βρίσκεται υπό την ειδική προστασία του. «Και όλοι οι αγιασμένοι είναι κάτω από τα χέρια σου» (Δευτερ. λγ 3). «Των δικαίων οι ψυχές είναι στο χέρι του Θεού και δεν θα τις αγγίξει βάσανο» (Σοφ. Σολ. γ 1). Παρ’ όλα αυτά οι εχθροί είναι τόσο θρασείς, ώστε επιχειρούν και από το χέρι του Κυρίου να αποσπάσουν αυτά. Αλλά το χέρι του Κυρίου φυλάει αυτά με ασφάλεια.

29 Ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι(1), μείζων πάντων(2) ἐστί, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός μου(3).
29 Ο Πατέρας μου, που μου τα έχει δώσει όλα, είναι ισχυρότερος απ’ όλους. Κανείς δεν μπορεί ν’ αρπάξει ό,τι βρίσκεται στα χέρια του Πατέρα μου.
(1)   «Λέγεται ο Πατέρας ότι έχει δώσει στον Υιό, όχι επειδή ο Υιός δεν έχει πάντοτε την κτίση κάτω από το χέρι του, αλλά επειδή μιας και αυτός (ο Υιός) είναι από τη φύση του ζωή, προσφέρει (ο Πατέρας) εμάς που χρειαζόμαστε ζωή, έτσι ώστε να ζωοποιηθούμε μέσω του Υιού που είναι από τη φύση του ζωή και έχει αυτή τη ζωή μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του. Όμως και επειδή έγινε άνθρωπος, αρμόζει σε αυτόν το να ζητά και να παίρνει από τον Πατέρα, αυτά που είχε ως Θεός από τη φύση του» (Κ).
Το αντικείμενο του δέδωκέ μοι παραλείπεται επειδή εννοείται εύκολα=Μου έχει δώσει τα πρόβατα. Υπάρχει και η γραφή «ὃ δέδωκέ μοι μείζον» που μαρτυρείται και από τους κώδικες σιναϊτικό και βατικανό= «Γεννώντας τον Υιό, έδωσε σε αυτόν ο Πατέρας το να είναι Θεός· γεννώντας αυτόν έδωσε σε αυτόν το να είναι συναιώνιος μαζί του και το να είναι ίσος με αυτόν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο από όλα» (Αυ). Τα συμφραζόμενα όμως παρουσιάζουν ως ορθότερη τη συνηθισμένη γραφή. Όχι μόνο εδώ αλλά και στους σ. 1-18 η κύρια έννοια είναι η αδυναμία των προβάτων και η εξάρτησή τους από τη δύναμη του Ποιμένα (β). Για τη φράση «μου έχει δώσει ο Πατέρας» δες Ιω. γ 35, ιζ 12.
(2)   «Από όλους όσους επιβουλεύονται» (Ζ). Είναι μεγαλύτερος από όλους τους εχθρούς της εκκλησίας και από κάθε αντίδραση ή αντίθεση που αντιτίθενται στα συμφέροντά της, και είναι δυνατός να εξασφαλίσει αυτούς που ανήκουν σε αυτόν από κάθε προσβολή. Είναι μεγαλύτερος από όλες τις συνενωμένες δυνάμεις του άδη και της γης. Είναι μεγαλύτερος και από όλους τους άλλους φίλους της εκκλησίας, όλους τους ποιμένες, τους διακόνους, τους λειτουργούς της, και έχει τη δύναμη να ενεργήσει αντί για αυτούς ό,τι αυτοί δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας. Οι ποιμένες αυτοί νυστάζουν και κοιμούνται και για αυτό είναι δυνατόν να αρπάξει κάποιος από τα χέρια τους τα πρόβατα. Αλλά Αυτός φυλάει το ποίμνιό του άγρυπνος νύχτα και ημέρα. Είναι μεγαλύτερος κατά τη σύνεση και σοφία από το αρχαίο φίδι, οσοδήποτε και αν αυτό φημίζεται για την ευλυγισία και δεξιότητά του. Μεγαλύτερος σε δύναμη από όσο ο μέγας κόκκινος δράκος, παρόλο που το όνομα αυτού είναι λεγεών και ο τίτλος του κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου.
(3)   Ή «τον εαυτό του ονομάζει παντοδύναμο δεξί χέρι του Πατέρα, διότι μέσω αυτού τα ενεργεί όλα ο Πατέρας. Διότι σε πολλά μέρη της Γραφής ο Χριστός ονομάζεται χέρι και δεξιά (χειρ) του Πατέρα» (Κ).
Ή, πιο σωστά, «με το χέρι φανερώνει τη δύναμη. Και γενικώς χέρι Θεού ονομάζεται, η ενέργεια που κάνει τα πάντα και η ισχύς» (Κ). Έτσι λοιπόν «έδειξε ότι το δικό του χέρι και το χέρι του Πατέρα είναι ένα» (Χ). Η έννοια του όλου σ.: Ο Θεός, ο οποίος έδωσε στον Κύριο Ιησού τα πρόβατα, είναι ισχυρότερος από όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος. Για να αποσπάσει κάποιος κάποιο πρόβατο από το χέρι του Ιησού, θα έπρεπε πρώτα να αποσπάσει αυτό από τον Θεό (g).

30 (1)Ἐγὼ(2) καὶ ὁ πατὴρ(3) ἕν ἐσμεν(4).
30 Εγώ κι ο Πατέρας είμαστε ένα
(1)   Η σχέση του στίχου αυτού με τα προηγούμενα: Ή, ο στίχος 30 χρησιμεύει μάλλον στο να εξηγήσει γιατί ο Πατέρας φυλάει με ασφάλεια ό,τι ανήκει στον Υιό. Έχουν και οι δύο τα πάντα κοινά, διότι είναι ένα (g).
«Κανείς δεν μπορεί να αρπάζει αυτά από το χέρι μου, διότι ο Πατέρας μου ο οποίος μου έχει δώσει αυτά, είναι μεγαλύτερος από όλους και από το χέρι του κανείς δεν μπορεί να αρπάξει αυτά. Επομένως ούτε από το δικό μου χέρι. Διότι το χέρι το δικό μου και του Πατέρα είναι ένα. Διότι εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» (Θφ).
Ή, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ζήτημα, πώς συγχρόνως τα πρόβατα θα μπορούσαν να υπάρχουν στα χέρια δύο προσώπων ξεχωριστών μεταξύ τους; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι, ότι τα πρόσωπα αυτά είναι ένα και έχουν την ίδια ουσία (ο).
(2)   «Βάζοντας πρώτο το όνομα του Κυρίου η θεία Γραφή, αναφέρει δεύτερο τον παντοκράτορα Θεό, Εγώ και ο Πατέρας, λέει ο Κύριος, προτάσσοντας τον εαυτό του» (Γν).
(3)   «Μήτε ο Σαβέλλιος να έχει περιθώριο να οδηγεί σε σύγχυση τις χωριστές υποστάσεις, διότι φανερά ο Μονογενής διέκρινε τον εαυτό του από τον Πατέρα με το να πει· Εγώ και ο Πατέρας· μήτε ο Άρειος να μπορεί να κατασκευάζει τη διαφορά της φύσης τους, επειδή η ενότητα των δύο δεν δέχεται την διαίρεσή τους στη φύση. Γιατί στο λόγο αυτόν τίποτα άλλον δεν σημαίνει η ενότητα στην περίπτωση Πατέρα και Υιού παρά ότι σχετίζεται με την ίδια την ουσία» (Γν).
(4)   Είμαστε ένα. «Όχι θέλουμε τα ίδια, ούτε έχουμε την ίδια δύναμη, ούτε εργαζόμαστε στο ίδιο έργο. Αλλά εδώ τονίζεται η σχέση γιου-πατέρα. Όχι μόνο η ηθική σχέση της αγάπης και της ίδιας θέλησης, αλλά και η μεταφυσική σχέση, δηλαδή η ενότητα της φύσης και της ουσίας» (g,Reuss).
Για αυτό λιγότερο επιτυχής η ερμηνεία: «Δείχνει την ισότητα της δύναμης» (Χ). Μολονότι «το «ένα» στην περίπτωση των ασώματων όντων λέγεται όσον αφορά ή την ενέργεια ή τη θέληση ή την ουσία. Ο Σωτήρας λοιπόν λέγοντας «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα», το έχει πει σύμφωνα με κάποιο από αυτά που γράφτηκαν πριν. Επομένως αν μεν λένε ότι το ένα αναφέρεται στην ενέργεια, είναι αναγκαίο να λένε ότι αναφέρεται και στην ουσία· διότι αυτά που έχουν διαφορετική ουσία δεν θα μπορούσαν να έχουν όμοια ενέργεια» (Β).
Πιο σωστά: «Με το «ένα» από τη μία φανερώνει την ίδια ουσία· με το «είμαστε» από την άλλη χωρίζει σε δυάδα αυτό που αντιληφθήκαμε, και πάλι περισφίγγει σε μία θεότητα. Όμως πρέπει να σημειωθεί και εκείνο εναντίον των Αρειανών, ότι δηλαδή με το να πει «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» δεν φανερώνεται η ίδια θέληση, αλλά σημαίνεται η ενότητα της ουσίας. Διότι πράγματι και οι Ιουδαίοι κατάλαβαν ότι λέγοντας αυτό, λέει τον εαυτό του ότι είναι Θεός και ίσος με τον Πατέρα» (Κ).
«Με τη φράση «είμαστε ένα» φανερώνει την μονάδα της θεότητας, το ότι έχουν την ίδια ουσία και φύση και δύναμη» (Ζ).
«Είναι ένα λοιπόν, όχι όμως ως μονάδα που χωρίστηκε πάλι σε δύο μέρη, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα. Ούτε είναι ένα που παίρνει δύο ονόματα, ώστε ο ίδιος να γίνεται άλλοτε μεν Πατέρας και άλλοτε Υιός του εαυτού του… Αλλά είναι μεν δύο, διότι ο Πατέρας είναι Πατέρας και δεν είναι ο ίδιος και Υιός· και ο Υιός είναι Υιός, και δεν είναι ο ίδιος και Πατέρας… Ο Υιός και ο Πατέρας είναι ένα ως προς την ιδιότητα και συγγένεια της φύσης και την ταύτιση της μίας θεότητας» (Α). «Αφού λοιπόν ακούσαμε ότι «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» διδαχτήκαμε από τη δήλωση αυτή ότι ο Κύριος προήλθε από κάποια αιτία και ότι ο Υιός και ο Πατέρας έχουν απαράλλακτη φύση· δεν συγχωνεύουν την έννοια που έχουμε για αυτούς σε μία υπόσταση αλλά φυλάγουν χωρισμένη την υπόστασή τους, χωρίς όμως να διαιρούν με τα πρόσωπα την ενότητα της ουσίας, ώστε να μην νοούμε δύο ετερογενή πράγματα στην έννοια της αρχής» (Γν).
«Διότι είναι ένα στην ουσία, ένα στο αξίωμα, είναι ένα στη γνώμη, είναι ένα στη φρόνηση, αλλά όχι ένα στην υπόσταση» (Γν).
Διότι το «εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα, μαρτυρεί με εξαιρετικό τρόπο την αιώνια κοινωνία και την διαρκή τους συνάφεια (σύνδεση)» (Β).
«Ο Λόγος μεν λοιπόν έχει την πραγματική και αληθινή ταύτιση της φύσης με τον Πατέρα. Επομένως σε εμάς αρμόζει η μίμηση, όπως έχει λεχθεί» (Α).

31 Ἐβάστασαν(1) οὖν(2) πάλιν λίθους(3) οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν.
31 Οι Ιουδαίοι πήραν πάλι πέτρες για να τον λιθοβολήσουν.
(1)   Αντί για το «σήκωσαν» στο η 59, εδώ χρησιμοποιεί το εβάστασαν. Ίσως διότι δεν υπήρχαν στη στοά λίθοι πρόχειροι και χρειάστηκε να ζητήσουν αυτούς από αλλού και να μεταφέρουν αυτούς από κάποια απόσταση (g). Ή, διότι ήταν μεγάλες πέτρες (b). Πάντως η διάθεσή τους τώρα ήταν πιο φονική από αυτήν στο η 59.
(2)   Λόγω της βλασφημίας στο σ. 30. «Κατάλαβαν ότι με αυτά τα λόγια κάνει τον εαυτό του ομοούσιο με τον Θεό» (Θφ), «επειδή δεν τον ανέχονταν να λέει για τον εαυτό του ότι είναι ένα με τον Πατέρα, όρμησαν να τον φονεύσουν» (Κ). Και προηγουμένως προέβησαν σε παρόμοια απόπειρα. Μάταια όμως διότι ξέφυγε σώος από ανάμεσά τους (Ιω. η 59). Όμως και πάλι τώρα επιχειρούν. Θρασείς αμαρτωλοί θα ρίξουν λίθους εναντίον του ουρανού, μολονότι αυτοί πρόκειται τελικά να πέσουν στα κεφάλια τους και ολοένα θα γίνονται σκληρότεροι αντιστεκόμενοι εναντίον του Παντοδυνάμου, μολονότι θα έπρεπε να πείθονται από τα πράγματα, ότι «αυτός που κατοικεί στους ουρανούς θα γελάσει εις βάρος τους».
(3)   Παρόμοιες λεπτομέρειες αποκαλύπτουν τον αυτόπτη μάρτυρα, του οποίου το βλέμμα παρακολουθούσε με αγωνία την ένταση αυτή του μίσους (g).

32 Ἀπεκρίθη(1) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πολλὰ καλὰ ἔργα(2) ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός μου(3)· διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον(4) λιθάζετέ με;
32 Ο Ιησούς τους είπε: «Πολλά καλά έργα έκανα μπροστά σας με εντολή του Πατέρα μου· για ποιο απ’ αυτά θέλετε να με λιθοβολήσετε;»
Η απάντηση που δίνεται εδώ από τον Ιησού διαπραγματεύεται δύο θέματα. 1) Αυτό της βλασφημίας που του αποδόθηκε (σ. 32-36) και 2) αυτό της σχέσης του με το Θεό (σ. 37-39)(g).
(1)   Δεν αποχωρεί τώρα όπως στο η 59, αλλά προβαίνει σε συζήτηση. «Όμως με την ηπιότητα ο Χριστός ηρεμούσε την παράλογη ορμή εκείνων» (Κ). Την ώρα που μπορούσε να απαντήσει σε αυτούς ρίχνοντας φωτιά από τον ουρανό και κατακαίγοντάς τους, αποκρίνεται με ηπιότητα και αοργησία.
(2)   Μάλλον σημαίνει έργα ευγενικά· το «καλά» εκφράζει εδώ όχι μόνο τον ευεργετικό χαρακτήρα των έργων, αλλά και την ηθική καλλονή τους, την ωραιότητα της αγιότητας (β). Τα έργα αυτά δείχνουν την ύψιστη αγαθότητα του Θεού και δύναμη που χρησιμοποιείται για σκοπούς αγάπης (τ).
«Ο Κύριος λοιπόν ντροπιάζοντάς τους και δείχνοντας, ότι δεν έχουν καμία εύλογη αιτία για την εναντίον του μανία, αλλά μάταια λυσσούν, θυμίζει σε αυτούς τα θαύματα που έκανε» (Θφ).
Τα έργα, τα οποία είχε ενεργήσει ανάμεσά τους, δεν ήταν μόνο θαύματα, αλλά και ελέη και ευσπλαχνίες. Όχι μόνο έργα ικανά να προκαλέσουν την κατάπληξή τους, αλλά και έργα αγάπης, με τα οποία ευεργετούνταν αυτοί και προτρέπονταν στο να τον αγαπήσουν και αυτοί. Θεράπευσε ασθενείς, καθάρισε λεπρούς, έδιωξε δαιμόνια, έκανε κάθε είδους θεραπείες, και όλα αυτά ήταν ευεργεσίες, οι οποίες αναφέρονταν όχι μόνο στα πρόσωπα, τα οποία απολάμβαναν αυτές, αλλά και στην όλη κοινωνία.
(3)   Η φράση αυτή προσθέτει νέο χαρακτηριστικό στα έργα. Χαρακτηρίζει αυτά ως μεγαλοπρεπή δείγματα από όλα εκείνα, τα οποία ο Πατέρας κατέχει και ως αποδείξεις απτές και ένδοξες της εύνοιας, την οποία ο Υιός απολαμβάνει κοντά στον Πατέρα (g). «Έργα που πρέπουν σε Θεό» (Κ), «και με δείχνουν ίσο με τον Πατέρα» (Ζ). Η «εκ» δείχνει, ότι η θέληση και η δύναμη, με τις οποίες ο Ιησούς συντελούσε τα έργα αυτά, προέρχονται από τον Πατέρα. Δες ε 19,20 (g). Έχουν την αρχή από τον πατέρα μου, διότι σε όλα συνεργάζεται με μένα (δ).
(4)   Ο Ιησούς δείχνει, ότι η κρίση για αυτόν έπρεπε να σχηματιστεί από τα έργα του (b). Βεβαίως τώρα θέλουν να τον λιθοβολήσουν για αυτό που είπε. Με την ερώτηση όμως αυτή αποκαλύπτει την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Εξαιτίας της θεραπείας του παραλύτου δεν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το θανάσιμο μίσος τους; Δεν έγινε επίσης βιαιότερο αυτό από τη θεραπεία του τυφλού; Και η ανάσταση του Λαζάρου δεν θα ωθούσε αυτούς στο να τον σταυρώσουν; (g).
Είναι σαν να τους έλεγε: Δεν σας προξένησα καμία βλάβη ή ζημιά, ούτε σας έδωσα κάποια αφορμή πρόκλησης. Εάν λοιπόν εξοργίζεστε εναντίον μου, πρέπει η οργή σας να προκαλείται από κάποιο από τα ευεργετικά μου έργα, που ενήργησα ανάμεσά σας. Πείτε μου ποιο είναι το έργο αυτό; Η ερώτηση προδίδει γαλήνη και ηρεμία συνείδησης, η οποία δίνει παρρησία και θάρρος στον άνθρωπο σε ημέρες περιπετειών και θλίψεων, ώστε να απευθύνεται στους εχθρούς του αδίστακτα και να ζητά από αυτούς το λόγο της εναντίον του εχθρότητάς τους.

33 Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· περὶ καλοῦ ἔργου(1) οὐλιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας(2), καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν(3) ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν.
33 Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Δε θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για κάποιο καλό έργο, αλλά επειδή βλασφημείς· ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό».
(1)   «Για καλό έργο δεν σε λιθοβολούμε» (Ζ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία· «για λίγο λοιπόν ομολόγησαν ότι είναι καλά τα έργα του» (Ζ). Πιο σωστά· ειπώθηκε αυτό ως απλή υπόθεση· για καλό έργο, και εάν υποθέσουμε ότι έκανες κάποιο τέτοιο. Αυτό δείχνει γιατί αυτοί χρησιμοποίησαν ενικό αντί για τον πληθυντικό, τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κύριος (ο).
(2)   «Αλλά για βλασφημία» (Ζ). Ήταν έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν, επειδή ο θάνατος με λιθοβολισμό επιβαλλόταν ως ποινή για την βλασφημία. Δες Λευϊτ. κδ 16 (β). Οι χειρότερες πράξεις συγκαλύπτονται πολλές φορές κάτω από τα πιο επαινετά προσχήματα.
(3)   Εάν ο Σωτήρας θεωρούνταν μόνο άνθρωπος, η κατηγορία τους θα ήταν αληθινή. Η πλάνη τους συνίστατο στο ότι δεν διέκριναν τον υπεράνθρωπό του χαρακτήρα με τα καταπληκτικά του θαύματα και τις επανειλημμένες διακηρύξεις (ο). Θεώρησαν ως παράλογο και ασεβές αυτός που παρουσίαζε εξωτερική εικόνα τόσο φτωχού συνηθισμένου και άσημου ανθρώπου να αξιώνει ότι είναι ο Μεσσίας και να οικειοποιείται τιμές που ανήκουν στο Θεό. Όσοι επιμένουν να νομίζουν ότι ο Χριστός είναι μόνο άνθρωπος και όχι θεάνθρωπος, στην ουσία θεωρούν αυτόν και ως βλάσφημο. Τα πράγματα όμως πείθουν ότι ένοχοι βλασφημίας είναι αυτοί.

34 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ(2) ὑμῶν(3), ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε;
34 Ο Ιησούς τους είπε: «Μήπως δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας, εγώ είπα είστε θεοί;
(1)   Ο Κύριος «δεν αρνείται αυτό, ούτε λέει, ότι Δεν κάνω τον εαυτό μου Θεό, δεν είμαι ίσος με τον Πατέρα, αλλά μάλλον επιβεβαιώνει τη γνώμη εκείνων» (Θφ).
(2)   «Νόμο εδώ ονόμασε το βιβλίο των ψαλμών, διότι σε εκείνο έχει γραφτεί αυτό» (Ζ). Η παράθεση από το ψαλμ. πα 6. Για αυτήν την ευρεία εκδοχή του όρου δες και Ιω. ζ 49,ιβ 34 κλπ. Ονομάζονται εδώ νόμος και οι ψαλμοί όχι επειδή είναι επικρατέστεροι, αλλά διότι και αυτοί «είναι νόμος και λόγω των θεόπνευστων λόγων σε αυτούς και επειδή παιδαγωγούν και ρυθμίζουν τους ανθρώπους» (Ζ).
(3)   Δες και Ιω. η 17. Ή στο νόμο «που δόθηκε σε εσάς» (Αυ). Ή, στο νόμο, για τον οποίο καυχιέστε (F). Το επιχείρημα, το οποίο ο Κύριος προβάλλει είναι καθαρά Ιουδαϊκό (β). Κυρίως εδώ ο Κύριος ζητά να αποδείξει το αβάσιμο της κατηγορίας για βλασφημία. Χρησιμοποιεί λοιπόν επιχείρημα κατ’ άνθρωπον (ad hominem), το οποίο από το σ. 35 και 36 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως επιχείρημα από το ισχυρότερο (a fortiori).
«Αφού πρώτα χαλάρωσε και έκανε πιο μαλακό το λόγο και καταπράϋνε το θυμό τους, τότε προσθέτει με σαφήνεια την απόφασή του· διότι στην αρχή μεν, για να δεχτούν το λόγο, μίλησε με πιο ταπεινά λόγια, στη συνέχεια όμως ανύψωσε περισσότερο το λόγο του» (Χ).
Το κατ’ άνθρωπον επιχείρημα έχει ως εξής: Η Γραφή ονόμασε θεούς απλούς ανθρώπους επειδή ασκούν έργο, στο οποίο εμφανίζονται ως αντιπρόσωποι και όργανα Θεού πάνω στη γη. Και εάν λοιπόν υποτεθεί, ότι είμαι απλός άνθρωπος, που στάλθηκα για εκπλήρωση θείου έργου, δεν είμαι βλάσφημος, επειδή αποκάλεσα τον εαυτό μου υιό Θεού. Με τους ακόλουθους όμως σ. 35 και 36 το επιχείρημα συμπληρώνεται: Εάν η Γραφή δεν βλασφημεί αποκαλώντας θεούς πρόσωπα, στα οποία απευθύνθηκε η αποκάλυψη, πώς θα χαρακτηριστώ βλάσφημος εγώ, τον οποίο ο Θεός στέλνει στον κόσμο ως αυτήν την ίδια την αποκάλυψή του (g).
Ή «αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Αν αυτοί που πήραν αυτό από χάρη, δεν κατηγορούνται ονομάζοντας τους εαυτούς τους θεούς, αυτός που έχει αυτό από τη φύση του πώς θα ήταν δίκαιο να επιτιμάται;» (Χ).
Εξάλλου υπάρχει και μία βαθύτερη έννοια που κάνει και το κατ’ άνθρωπον επιχείρημα γεμάτο αλήθεια. Στις Γραφές υπάρχουν υπαινιγμοί και προτυπώσεις για τη δυνατότητα της θεότητας στον άνθρωπο. Δες ψαλμ. πα 6 και Ζαχ. ιβ 8 (β). Κάθε διακονία θεοκρατική, που ασκείται στο όνομα του Ιεχωβά, θέτει σε ζωντανή σχέση αυτόν που την ασκεί με τον Ύψιστο και τον κάνει ικανό να μετέχει στην έμπνευσή του και τον κάνει όργανό του. Έτσι ο άνθρωπος αυτός, βασιλιάς, δικαστής ή προφήτης γίνεται με τρόπο σχετικό μία φανέρωση του ίδιου του Θεού (Ζαχ. ιβ 8). Η Π.Δ. λοιπόν βαδίζει σταθερά με την βαθύτερη τάση της προς την ενανθρώπηση, η οποία αποτελεί το επιστέγασμα αυτής της προσέγγισης, της ολοένα αυξανόμενης μεταξύ Θεού και ανθρώπων (g). Η διδασκαλία της ενανθρώπησης έχει τις ρίζες της στην εκδοχή εκείνη της Γραφής, η οποία αντιλαμβάνεται το Θεό ότι εισέρχεται στην ανθρώπινη ζωή και καθαγιάζει τις ανθρώπινες ενέργειες για τους δικούς Του σκοπούς (β).

35 Εἰ ἐκείνους(1) εἶπε(2) θεούς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο(3), καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή(4),
35 Στη Γραφή ονομάζονται θεοί εκείνοι στους οποίους απευθύνθηκε ο λόγος του Θεού. Και ό,τι είναι γραμμένο στη Γραφή δεν μπορεί να καταλυθεί.
(1)   Που είναι ασθενή πλάσματα, και επιπλέον είναι και άξιοι της επίκρισης που εμπεριέχεται στον ίδιο ψαλμό (b).
(2)   Υποκείμενο είναι ο νόμος, δηλαδή η Γραφή (β).
(3)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο Λόγος του Θεού, με την έννοια που έχει και στην Εισαγωγή του Ευαγγελίου= «διότι εάν οι άνθρωποι, προς τους οποίους ήλθε ο Λόγος του Θεού, έχουν ονομαστεί θεοί… επειδή εγκατέστησαν μέσα τους τον Λόγο του Θεού και τον δέχτηκαν εσωτερικά στην ψυχή τους, πώς δεν θα ήταν από τη φύση του Θεός, αυτός εξ’ αιτίας του οποίου εκείνοι είναι θεοί» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η φράση εγένετο λόγος Θεού σε κάποιον έχει την ίδια έννοια με την φράση ήλθε παραγγελία Θεού σε κάποιον κατά τη στιγμή της ανάδειξής του σε υψηλό αξίωμα, και η οποία παραγγελία ήταν κλήση Θεού και στο αξίωμα αυτό. Έτσι η φράση ειπώθηκε για τον Ιερεμία (Ιερεμ. α 2) και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (Λουκ. γ 2) που με θεία κλήση ανέλαβαν τα της αποστολής τους. Υπονοείται εδώ, ότι οι ίδιοι λόγοι εφαρμόζονται και για τον δικαστή, που περιβλήθηκε με την εξουσία να ασκεί δικαιοσύνη στο όνομα του Θεού (β). Ή, (αρκετά πετυχημένα) κάποιοι ερμηνευτές αναφέρουν τη φράση ο λόγος του Θεού στο θείο φωτισμό αυτών των δικαστών με τον λόγο της αποκάλυψης. Η σύγκριση λοιπόν θα ήταν μεταξύ των δικαστών ως αυτών που δέχονται το λόγο του Θεού και του Ιησού Χριστού ως του Αποκαλυπτή ή ως προσώπου στο οποίο υπάρχει η αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο (ο).
(4)   Παρενθετική πρόταση που αποσκοπεί στο να ενισχύσει το επιχείρημα (ο). «Το «να λυθεί» σημαίνει να πέσει, να αθετηθεί» (Ζ), να στερηθεί το κύρος της (G). Αξίωμα αδιάσειστο. Η Γραφή δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί, ακόμα και στις ελάχιστες λεπτομέρειές της. Η ονομασία λοιπόν θεοί δεν μπορεί να χάσει το κύρος της από τη στιγμή που γράφτηκε από τη Γραφή (b).

36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε(1) καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον(2), ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς(3), ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι(4);
36 Πώς, λοιπόν, εσείς λέτε ότι βλασφημώ, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού, εγώ, που ο Πατέρας με ξεχώρισε και με έστειλε στον κόσμο;
(1)   Είναι αξιοσημείωτο «ότι ο αγιασμός αυτός αναφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι προγενέστερος σε χρόνο από την αποστολή στον κόσμο» (b). Αναφέρεται ή στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου= «Τον αγίασε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο και τον γέννησε. Διότι όταν γέννησε Αυτόν έδωσε σε Αυτόν την ιδιότητα της αγιότητας, διότι γέννησε Αυτόν με αγιότητα» (Αυ).
Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στη θεία οικονομία και το Μεσσιακό αξίωμα του Χριστού. «Το «αγίασε» έχει την έννοια του ξεχώρισε, διάλεξε» (Ζ). «Άγια λέγονται αυτά που έχουν ξεχωριστεί για το Θεό» (Θφ).
«Αγιάζεται δηλαδή πάλι αυτό που διορίστηκε από το Θεό ώστε να πράξει κάτι από αυτά που θέλει αυτός (δες Ησ. ιγ 3)… Επομένως λέει ο Υιός για τον εαυτό του ότι αγιάστηκε από τον Πατέρα, επειδή διορίστηκε από αυτόν ώστε να κατορθώσει την ζωή του κόσμου και να καταργήσει τους εχθρούς» (Κ).
Το αγιάζω στη Βίβλο εκφράζει πρωτίστως την ιδέα του θέτω κατά μέρος, ξεχωρίζω για σκοπό άγιο (Εξόδ. κ 11,Λευϊτ. ιστ 19). Λέγεται για ανθρώπους που ξεχωρίζονται για υψηλό έργο ή αξίωμα (Ιερεμ. α 5,Β΄ Παρ. κστ 18,Σοφ. Σειρ. με 4,Β΄Μακ. α 25). Εδώ ο αυτουργός της καθιέρωσης του Ιησού είναι ο Πατέρας. Με τη δύναμη αυτού του καθαγιασμού ο Ιησούς είναι ο άγιος του Θεού (Ιω. στ 69) δηλαδή ξεχωρίστηκε αφού εκλέχτηκε από τον πατέρα προορισμένος για την αποστολή που ανέλαβε (β). Τον οποίο ο πατέρας αγίασε, και έτσι τίμησε πολύ περισσότερο από τους σύμφωνα με τις Μωσαϊκές διατάξεις εκλεγομένους δικαστές από όμοιούς τους ανθρώπους (ο).
Οι δικαστές και άρχοντες ονομάστηκαν υιοί Θεού, παρόλο που μόνο ο λόγος του Θεού ήλθε σε αυτούς και το χάρισμα του να δικάζουν ή να διοικούν δόθηκε σε αυτούς με μέτρο, όπως στον Σαούλ. Αλλά στον Κύριο Ιησού, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο ενυπόστατος Λόγος, δόθηκε το Πνεύμα όχι με μέτρο, αλλά όλο το πλήρωμα της θεότητας κατοικούσε σε αυτόν σωματικά. Επιπλέον οι δικαστές ή άρχοντες εγκαταστάθηκαν σε ορισμένη χώρα ή έθνος ή πόλη, ενώ ο Κύριος στάλθηκε στον κόσμο ολόκληρο και περιβλήθηκε με κύρος και εξουσία καθολική ως Κύριος όλων.
(2)   Μαρτυρεί και αυτό με τη σειρά του την προΰπαρξη αυτού που στάλθηκε. Άρα η αποστολή αυτή προϋποθέτει την θεότητα του Υιού και έτσι επιβεβαιώνει αυτήν (b). Η φράση αναφέρεται στην αποστολή την οποία έλαβε, όταν ήλθε από τον ουρανό να φέρει σε πέρας το έργο του ως Λυτρωτή (g).
(3)   Την πλάγια πρόταση την κάνει ευθεία αναπαριστώντας την ζωηρότητα με την οποία αντηχούσε ακόμα, η από αυτόν επαναλαμβανόμενη και εναντίον του εκσφενδονισμένη κατηγορία (g).
(4)   Ο τίτλος Υιός του Θεού αποδίδει πλήρως την έννοια του λόγου στο σ. 30: Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα (g).

37 Εἰ οὐ ποιῶ(1) τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου(2), μὴ πιστεύετέ μοι·
37 Αν δεν κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε.
(1)   Επικαλείται και πάλι τα θαύματά του για απόδειξη των διεκδικήσεών του (ο). Υπάρχει πολλή γλυκύτητα στον τρόπο, με τον οποίο εκφράζεται και επιχειρηματολογεί εδώ ο Κύριος. Συμφωνεί να μην πιστέψουν στη μαρτυρία του στόματός του αλλά στην μαρτυρία των έργων του Πατέρα του (g).
«Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Επειδή το να πει κάποιος Πατέρα το Θεό είναι εύκολο· αλλά το να δείξει αυτό με έργα είναι δύσκολο και αδύνατο στην κτίση· με αυτά που κατορθώνω, λέει, με τρόπο που αρμόζει σε Θεό, φαίνομαι ίσος με το Θεό και Πατέρα· και δεν έχετε καμία απολογία για την απιστία σας, αφού εκ πείρας μάθατε ότι είμαι ίσος με τον Πατέρα με τα θεοπρεπή έργα που κάνω» (Κ). Δεν ζητά τυφλή πίστη, ούτε αξιώνει να δεχτούν ότι η αποστολή του είναι θεία, χωρίς να δώσει συγχρόνως και τις αποδείξεις που επιβεβαιώνουν τις αξιώσεις του. Ο Χριστός δεν είναι σκληρός κύριος και δεν αξιώνει όσοι θα τον ακολουθούν, να έλθουν προς αυτόν με μάτια κλειστά, χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν και σε ποιον έρχονται.
(2)   Ή, τα έργα που συντελούνται με διαταγή και βοήθεια του Θεού, τα έργα τα οποία μέσω εμού ενεργεί ο Πατέρας (G), Ή, τα έργα, τα οποία εργάζεται ο Πατέρας μου· «από την ισότητα και ταύτιση των έργων, δείχνει και την ισότητα και ταύτιση με τον πατέρα» (Ζ). Εκείνος ο οποίος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους νόμους της φύσης, να μεταβάλλει όπως του αρέσει τα αποτελέσματα των δυνάμεων της φύσης και να επεμβαίνει στη φυσική τάξη χωρίς να διαταράσσει αυτήν, δημιουργώντας όμως σε αυτήν νέες δημιουργικές εκδηλώσεις, αναμφίβολα είναι ο ύψιστος Κύριος και Κυβερνήτης, ο οποίος και όρισε τους νόμους αυτούς και δημιούργησε τις δυνάμεις αυτές. Θαυματουργώντας ο Ιησούς Χριστός, εργαζόταν τα έργα αυτού του Πατέρα και παντοδύναμου Κυρίου του παντός.

38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε(1), ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε(2) ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ(3).
38 Αν όμως αυτά κάνω, ακόμα κι αν δεν πιστεύετε σ’ εμένα, πιστέψτε τουλάχιστον στα έργα. Έτσι θα μάθετε και θα αναγνωρίσετε ότι ο Πατέρας ζει μέσα σ’ εμένα, κι εγώ ζω μέσα στον Πατέρα».
(1)   Υπάρχει και η γραφή: Πιστεύετε. Δηλαδή δώστε πίστη στη μαρτυρία, την οποία τα έργα δίνουν για απόδειξη της Μεσσιακής μου ιδιότητας. Το επιχείρημα στηρίζεται στο ότι η μαρτυρία των έργων του ήταν εντονότερη και πειστικότερη από τη μαρτυρία των λόγων του (ο).
«Διότι όπως ενώ είναι αόρατος, γίνεται αντιληπτός από τα έργα της κτίσης, έτσι και όταν έγινε άνθρωπος, ενώ δεν φαινόταν στο σώμα, ήταν δυνατόν από τα έργα να γίνει αντιληπτός, ότι δεν είναι ένας άνθρωπος αυτός που επιτελεί αυτά, αλλά δύναμη και Λόγος Θεού» (Α). Όπως οι αόρατες ιδιότητες και άπειρες τελειότητες του Δημιουργού βλέπονται μέσω των έργων της δημιουργίας και της πάνσοφης Πρόνοιας (Ρωμ. α 20), έτσι και οι αόρατες ιδιότητες του Λυτρωτή βλέπονται μέσω των θαυμάτων του, τα οποία είναι αποδείξεις τόσο της δύναμής του όσο και του ελέους του. Έτσι ώστε, όσοι δεν πείθονται από τα έργα αυτά είναι το ίδιο αδικαιολόγητοι με αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τον Δημιουργό στα έργα της ορατής δημιουργίας του.
(2)   Η πίστη με βάση τα έργα θα ήταν το πρώτο βήμα και η αρχή για πίστη. Η μαρτυρία των έργων θα έπειθε αυτούς για την αξιοπιστία του, και έτσι θα κατέληγαν να πιστέψουν στα λόγια του, από τα οποία θα οδηγούνταν στο να πιστέψουν στην μεγαλειότητα του προσώπου του (β).Υπάρχει και η εξίσου αυθεντική γραφή: ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκετε, με την οποία εκφράζεται ο μακρός και κοπιώδης κόπος της ανακάλυψης αυτής την οποία εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει (g).
Ο αόριστος (γνῶτε) αναφέρεται στην κατανόηση της αλήθειας στην αρχή, ο ενεστώτας (γινώσκητε) σε συνεχή εκτίμηση και κατανόηση (β) που προέρχεται και αυξάνεται διαρκώς από την πείρα. «Από την ουσία δεν μπορείτε να γνωρίσετε· διότι είναι αδύνατον να γνωρίσει κάποιος την ουσία του Θεού· από την ισότητα λοιπόν των έργων και από το ότι ταυτίζονται, πάρτε απόδειξη για το ότι ταυτίζεται και η δύναμη» (Θφ).
(3)   Τα λόγια αυτά υπενθυμίζουν τα του σ. 30 (Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα) με μόνη τη διαφορά, ότι τα τελευταία αυτά λόγια εκφράζουν με άμεσο τρόπο το περιεχόμενο της συνείδησης του ίδιου του Ιησού, ενώ τα λόγια στο σ. 38 εκφράζουν το ίδιο περιεχόμενο στο μέτρο όμως που μπορεί αυτό να αποβεί αντικείμενο ηθικής κατανόησης εκ μέρους των πιστών (g). Η έννοια των λόγων αυτών μπορεί να αναφέρεται:
Ή, στη θεία φύση του Κυρίου και στη σχέση του Θεού Λόγου με τον Πατέρα. «Δηλαδή όλος μέσα σε όλον (εγώ μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας μέσα σε εμένα) ώστε ούτε ο Πατέρας να περισσεύει μέσα στον Υιό ούτε ο Υιός να είναι σε έλλειψη μέσα στον Πατέρα» (Γ).
«Δηλαδή υπάρχει ο Υιός στον Πατέρα, όπως είναι δυνατόν λοιπόν να εννοήσουμε, επειδή όλο το είναι του Υιού, αυτό είναι ίδιον της ουσίας του Πατέρα, όπως η ακτινοβολία από το φως και ο ποταμός από την πηγή, ώστε αυτός που βλέπει τον Υιό, να βλέπει την ιδιότητα του Πατέρα και να εννοεί ότι το είναι του Υιού, όντας από τον Πατέρα, υπάρχει με αυτόν τον τρόπο μέσα στον Πατέρα. Υπάρχει όμως και ο Πατέρας μέσα στον Υιό, επειδή το ίδιον του Πατέρα, αυτό τυχαίνει να είναι ο Υιός, όπως ο ήλιος στην ακτινοβολία και ο νους στο λόγο και η πηγή στον ποταμό. Έτσι δηλαδή αυτός που βλέπει τον Υιό, βλέπει το ίδιον της ουσίας του Πατέρα και καταλαβαίνει ότι ο Πατέρας είναι μέσα στον Υιό» (Α).
«Αυτοί όμως που χωράνε ο ένας μέσα στον άλλον, θα πρέπει να είναι ίσοι μεταξύ τους ως προς το μέγεθος» (Γ).
«Τίποτα άλλο δεν είμαι εγώ παρά μόνο ό,τι ακριβώς ο Πατέρας, μένοντας όμως Υιός· τίποτα άλλο δεν είναι εκείνος παρά μόνο ό,τι ακριβώς εγώ, μένοντας Πατέρας. Και αν κάποιος γνωρίσει εμένα, γνώρισε τον Πατέρα, και έμαθε τον Υιό» (Χ).
«Διότι η ταύτιση της ουσίας κάνει να είναι και να βλέπεται ο Πατέρας μέσα στον Υιό και ο Υιός μέσα στον Πατέρα… Επειδή ο Υιός υπάρχει γνήσιο γέννημα της ουσίας του Πατρός, δείχνει από τη μία μέσα στον εαυτό του τον Πατέρα, φαίνεται από την άλλη και αυτός μέσα στον Πατέρα» (Κ).
«Αν και διαφέρουμε στις υποστάσεις, αλλά οι υποστάσεις δεν χωρίζονται ούτε έρχονται σε αντίθεση, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός είναι ο ένας μέσα στον άλλον χωρίς σύγχυση» (Θφ).
Τονίζεται δηλαδή η αμοιβαία ενοίκηση και περιχώρηση που προέρχεται από τέλεια ισότητα και ενδότερη και ουσιώδη ενότητα του Πατέρα και του Υιού (ο), που διαχωρίζεται άριστα από τον Αυγουστίνο από την ενοίκηση των πιστών στο Θεό και του Θεού σε αυτούς:
«Εάν σκεφτόμαστε καλά, είμαστε μέσα στο Θεό. Και εάν ζούμε καλά, ο Θεός είναι μέσα σε εμάς. Οι πιστοί κοινωνώντας τη χάρη του και φωτιζόμενοι από Αυτόν, υπάρχουμε μέσα σε Αυτόν και Αυτός μέσα σε εμάς. Δεν συμβαίνει όμως έτσι και με τον Μονογενή Υιό. Είναι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας μέσα σε αυτόν όπως υπάρχει κάποιος ίσος μέσα σε άλλον ίσο. Με λίγα λόγια, μπορούμε μερικές φορές να πούμε: Είμαστε μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σε εμάς. Δεν μπορούμε όμως να πούμε: Εγώ και ο Θεός είμαστε ένα. Είσαι μέσα στο Θεό, διότι ο Θεός σε περιέχει· ο Θεός είναι μέσα σου, διότι γίνεσαι ο ναός του Θεού. Δεν μπορείς όμως να πεις «αυτός που έχει δει εμένα έχει δει τον Πατέρα», όπως είπε αυτό ο Μονογενής. Το προνόμιο του Κυρίου είναι ισότητα με τον Πατέρα· το προνόμιο του δούλου είναι κοινωνία με τον Σωτήρα» (Αυ).
Για αυτό «στην αγία Τριάδα είναι ένας Θεός και όχι τρεις λόγω της ασύγχυτης περιχώρησης των υποστάσεων μεταξύ τους, πρόσθεσε επίσης το ότι έχουν και την ίδια βούληση και την ίδια θέληση» (Θφ).
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και στην ίδια την Τριάδα «με διαφορετική έννοια ο καθένας από τους δύο λέγεται ότι βρίσκεται μέσα στον άλλον. Ο μεν Υιός είναι μέσα στον Πατέρα όπως η ωραιότητα της εικόνας μέσα στο πρωτότυπο, ενώ ο Πατέρας μέσα στον Υιό όπως η πρωτότυπη ομορφιά μέσα στην απεικόνισή της· αλλά στις μεν χειροποίητες ζωγραφιές ο χρόνος που περνά κάνει οπωσδήποτε να διαφέρει από το πρωτότυπο η μορφή που απεικονίστηκε. Εκεί όμως (στην Τριάδα) δεν μπορείς να χωρίσεις το ένα από το άλλο» (Γν).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία και ελάχιστα επιτυχημένη, μπορεί να εφαρμοστεί και στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου= Η πλήρης κοινωνία του πλούτου της θεότητας, την οποία απολαμβάνει ως άνθρωπος ο Κύριος και ως όργανο του Θεού πάνω στη γη σημαίνεται με το «ο Πατέρας είναι μέσα σε μένα». Η πλήρης επίσης αυταπάρνηση, με την οποία ο Ιησούς απαρνούμενος τη ζωή του αντλεί το παν αποκλειστικά από την πληρότητα του Πατέρα και τις δωρεές του, εκφράζεται με το «και εγώ μέσα σε αυτόν» (g). Ο Πατέρας είναι μέσα στο Χριστό ως μοναδικό όργανο, με το οποίο εκφράζει τον εαυτό του. Και ο Χριστός είναι μέσα στον Πατέρα σαν μέσα στο στοιχείο στο οποίο ζει και από το οποίο αντλεί τη δύναμή του (μ).

39 Ἐζήτουν(1) οὖν(2) πάλιν(3) πιάσαι(4) αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν(5).
39 Τότε ζητούσαν πάλι να τον πιάσουν, ο Ιησούς όμως γλίτωσε από τα χέρια τους.
(1)   Παρατατικός της διάρκειας (F). Δηλώνει παρατεταμένη προσπάθεια.
(2)   Ίσως η μετριότερη μορφή, την οποία ο Χριστός προσέδωσε τώρα στην βεβαίωση για τη θεότητά του, καταπράυνε την οργή των ακροατών του (g). Αλλά πιθανότερο φαίνεται, ότι οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ότι το πλήθος δεν ήταν εξ’ ολοκλήρου σύμφωνο με την τακτική της βίας. Για αυτό εγκαταλείπουν το σχέδιό τους να λιθοβολήσουν αυτόν (β).
(3)   Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα και 10 άλλα χειρόγραφα αποσιωπούν το πάλιν. Περισσότερες από μία φορές κατά το παρελθόν ζήτησαν να τον συλλάβουν. Δες ζ 1,30,44, η 20 (β).
(4)   Πιάζω=συλλαμβάνω άνθρωπο, για να τον ρίξω στη φυλακή (G). Να τον συλλάβουν και να τον δικάσουν. «Ζητούν να πιάσουν τον Κύριο επειδή δεν τον άντεχαν που έκανε την υψηλή μαρτυρία για τον εαυτό του» (Θφ).
(5)   Διέφυγε από την εχθρική δύναμή τους· σώος ξέφυγε από αυτήν (G). Περικλείει την ιδέα του έσχατου κινδύνου (ο). Τίποτα στην αφήγηση δεν υπαινίσσεται θαύμα σε αυτήν την διαφυγή. «Αυτός όμως υποχωρεί, ενδίδοντας στο θυμό τους, και με την απουσία του φροντίζει να λήξει σε αυτούς το πάθος του θυμού, και χωρίς τη θέλησή τους υποχωρεί, δείχνοντας,… ότι ούτε στο σταυρό θα συλλαμβανόταν, αν δεν παρέδιδε θεληματικά τον εαυτό του» (Θφ). Εάν το πρόβατο του Ιησού δεν μπορεί κάποιος να αποσπάσει από το χέρι του, πόσο μάλλον είναι αδύνατον ο εχθρός να απλώσει χέρι στον Ποιμένα μέχρι τον καιρό κατά τον οποίο ο Ποιμένας εκούσια θα θυσιάσει τη ζωή του για τα πρόβατά του (χ).

40 Καὶ ἀπῆλθε(1) πάλιν(2) πέραν τοῦ Ἰορδάνου(3), εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης(4) τὸ πρῶτον(5) βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ(6).
40 Γύρισε πίσω πάλι, πέρα από τον Ιορδάνη, στον τόπο όπου αρχικά βάφτιζε ο Ιωάννης, κι έμεινε εκεί.
(1)   Προφανώς οι Ιουδαίοι δεν πείστηκαν για τις διεκδικήσεις του Ιησού, η εναντίον του οποίου εχθρική τους διάθεση ολοένα αύξανε. Για αυτό ο Ιησούς φεύγει στη χώρα, όπου σημειώθηκε για πρώτη φορά η δημόσια δράση του και όπου είχε συναντηθεί με τους πρώτους του μαθητές (β).
(2)   Δεν υπαινίσσεται κάποια διαμονή πρόσφατη του Ιησού στην περιοχή πέρα του Ιορδάνη, που έγινε κατά την υπόθεση κάποιων από τους νεώτερους ερμηνευτές στο διάστημα ανάμεσα στους στίχους 21 και 22, αλλά αναφέρεται στη διαμονή για την οποία ο Ιωάννης μίλησε στο α 28, όταν ο Ιησούς βρισκόταν μαζί με τον πρόδρομό του στη Βηθανία, κοντά στον Ιορδάνη (g).
(3)   Η Βηθανία ή Βηθαβαρά βρισκόταν πέρα από τον Ιορδάνη, στην περιφέρεια της Περαίας. Και η επίσκεψη αυτή πιθανότατα πρέπει να ταυτιστεί, όπως ήδη σημειώσαμε, με αυτήν που αναφέρεται στο Ματθ. ιθ 1 και Μάρκου ι 1 (β), ότι έγινε λίγο πριν το τελευταίο Πάσχα (g).
(4)   « Για ποιο λόγο ο ευαγγελιστής λέει τον τόπο; Για να μάθεις ότι για αυτό πήγε εκεί, θυμίζοντας σε αυτούς αυτά που έγιναν εκεί και ειπώθηκαν από τον Ιωάννη και την μαρτυρία εκείνου» (Χ). Ήλθε ο Κύριος πάλι στον τόπο, όπου βαπτίστηκε και διακηρύχτηκε μπροστά στο πλήθος ως ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Αυτό εξηγεί γιατί μνημονεύεται ιδιαιτέρως ο τόπος στον οποίο κατέφυγε τώρα ο Ιησούς (ο). Ήταν τόπος αξιομνημόνευτος. Και αισθάνεται κάποιος, από τον τόνο του ευαγγελιστή, ότι η διαμονή αυτή δεν υπήρξε χωρίς γλυκύτητα για τον Ιησού και τους πρώτους του μαθητές. Ήταν πολύ θελκτικό το να βρεθεί ο Ιησούς κατά το τέλος του σταδίου του στον τόπο, όπου άρχισε αυτό (g).
(5)   Τότε, όταν κάποιος για πρώτη φορά έκανε κάτι (G). Ο Ιωάννης με αυτό καθορίζει επακριβώς τον τόπο, όπου ο Ιωάννης βάπτιζε στην αρχή, με σαφή διάκριση από τον «Αινών κοντά στο Σαλείμ» όπου κατά τον μετέπειτα χρόνο (Ιω. γ 22) τον βρίσκουμε να βαπτίζει (β). Υπάρχει και η γραφή: το πρότερον.
(6) Το ρήμα δηλώνει, ότι η διαμονή του Ιησού στην Περαία παρατάθηκε για κάποιο χρόνο (F), πιθανώς μέχρις ότου ήλθε στη Βηθανία, για να αναστήσει το Λάζαρο (ια 7), δηλαδή ίσως γύρω στους 3 μήνες (β).

41 Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν(1) καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης(2) μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν(3), πάντα δὲ(4) ὅσα εἶπεν Ἰωάννης περὶ τούτου(5), ἀληθῆ ἦν(6).
41 Πολλοί άνθρωποι ήρθαν κοντά του κι έλεγαν: «Ο Ιωάννης δεν έκανε κανένα σημείο, όλα όμως όσα είπε για τον Ιησού ήταν αληθινά».
(1) Για τη συρροή αυτή του λαού στην Περαία κατά το χρόνο αυτόν μαρτυρούν και οι συνοπτικοί (Ματθ. ιθ 1 και εξής, Μάρκ. ι 1).
(2) Ο Ιωάννης μεγάλωνε στην εκτίμηση του πλήθους εξαιτίας του μεγαλείου εκείνου, για τον οποίο ο Ιωάννης μαρτύρησε. «Αποδεικνύουν αξιόπιστο όχι πλέον το Χριστό από τον Ιωάννη, αλλά τον Ιωάννη από όσα έκανε ο Χριστός» (Χ).
(3) Υπονοεί σύγκριση του Ιωάννη με τον Ιησού. «Ο Ιωάννης μεν δεν έκανε κανένα θαύμα, ενώ αυτός πολλά» (Ζ). Στη σύγκριση αυτή οδηγούνται από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται τώρα ο Ιησούς, και ο οποίος υπενθυμίζει σε αυτούς τη δράση και μαρτυρία του Ιωάννη (ο).
(4) Η αντίθεση είναι μάλλον ανάμεσα στη μη θαυματουργία του Ιωάννη και στην αξιοπιστία των λόγων του=Μολονότι δεν έκανε κανένα θαύμα, όπως θα ανέμενε κάποιος από τέτοιον προφήτη, όμως η μαρτυρία του αποδείχτηκε αληθινή.
(5) Για αυτόν τον άνθρωπο, που κάνει τόσα θαύματα (b). Για τη μαρτυρία του Βαπτιστή δες α 7,29-34,γ 27-30,ε 33.
(6)   «Φάνηκαν από τα αποτελέσματα» (Ζ). Όταν με την πείρα κάνουμε δικό μας το Χριστό, βρίσκουμε, ότι όλα όσα η Γραφή είπε για αυτόν, είναι αληθινά. Σημείωσε ακόμα, ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε προ πολλού πεθάνει και όμως τώρα οι ακροατές ωφελούνται από όσα είχαν ακούσει από αυτόν σε περασμένο χρόνο. Η επιτυχία λοιπόν και δραστικότητα του λόγου του Θεού δεν περιορίζεται μόνο στους χρόνους, κατά τους οποίους εξακολουθεί να ζει ο διάκονος που κηρύττει αυτόν, αλλά εκτείνεται και σε μελλοντικές γενιές.

42 Καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐκεῖ(1) εἰς αὐτόν.
42 Και πολλοί εκεί πίστεψαν σ’ αυτόν.
(1)   Τα Αλεξανδρινά χειρόγραφα τοποθετούν αυτό στο τέλος της φράσης. Πράγματι ο τόνος της όλης πρότασης πέφτει στο επίρρημα αυτό. «Βλέπεις πόσο τους ωφέλησε το ότι βρέθηκαν σε αυτόν τον τόπο και το ότι απαλλάχτηκαν από τους πονηρούς ανθρώπους;… Διότι πολλά ήταν αυτά που τους προσέλκυαν· διότι πράγματι θυμούνταν τα λόγια που έλεγε ο Ιωάννης… και μαζί με αυτά υπήρχε η απόδειξη από τα θαύματα… Διότι, λέει, εάν έπρεπε να πιστεύουμε στον Ιωάννη, πολύ περισσότερο πρέπει να πιστεύουμε σε αυτόν (τον Ιησού)· εάν σε εκείνον πιστεύαμε χωρίς θαύματα, πολύ περισσότερο σε αυτόν, ο οποίος μαζί με την μαρτυρία του Ιωάννη έχει και την απόδειξη από τα θαύματα» (Χ).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 362-396 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

custom image (2)

img025

Ο Ιερός Ναός

Σας καλωσορίζουμε στην ιστοσελίδα του ιερού μας Ναού. Η Ενορία μας, με τις πρεσβείες του αγίου Μάρτυρος Σώζωντος αλλά και με την ευλογία και την καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Συμεών, επί σειρά ετών προσπαθεί να επιτελέσει το ποιμαντικό της έργο προς δόξαν Θεού και οικοδομή των πιστών. Να ενώσει τους πιστούς με το Χριστό αλλά και μεταξύ τους, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο:

«Οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Οι πολλοί πιστοί είμαστε ένα σώμα λόγω της ένωσής μας με το Χριστό και ο καθένας μέλη ο ένας του άλλου» (Ρωμ. ιβ΄ 5). «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Εσείς είστε Χριστού και μέλη που ο καθένας αποτελεί ένα μέρος του συνόλου) (Α' Κορ. ιβ' 27). Είμαστε όλοι μας ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. μέλη του Χριστού, είμαστε και μέλη ο ένας του άλλου.

Αυτό είναι η Εκκλησία και ειδικότερα η Ενορία μας. Είναι η οικογένειά μας, το σπίτι μας, το σώμα μας. Δυστυχώς, όμως, στην εποχή μας χάσαμε αυτήν την ενότητα και με το Χριστό και μεταξύ μας. Απομονωθήκαμε. «Χαθήκαμε», όπως λέμε συχνά. Η Ενορία κατάντησε να είναι για πολλούς κάτι στο οποίο απευθύνομαι, όταν θέλω να βαπτίσω το παιδί μου ή να παντρευτώ. Δε νιώθουμε την Ενορία μας και το Ναό μας σπίτι μας, λιμάνι μας. Κάτι ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Η Ενορία, όμως, ο Χριστός, το Σώμα Του, μας καλεί όλους. Μας καλούν και οι άλλοι αδελφοί μας, τα μέλη μας, να ενωθούμε και πάλι, να γίνουμε ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Ενορία δεν είναι μόνο ο Ναός, αλλά και τα πρόσωπα. Είναι οι ιερείς, οι πνευματικοί μας πατέρες, οι αδελφοί μας. Η Ενορία δεν εξαντλείται μόνο σε ένα σκέτο εκκλησιασμό που, δυστυχώς, και αυτός χάθηκε για τους περισσότερους ενορίτες. Η Εκκλησίας μας, έχει και άλλες εκδηλώσεις και συνάξεις και δραστηριότητες που δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους μας. Αυτή η ιστοσελίδα, σκοπό έχει την πνευματική τροφοδοσία των Χριστιανών αλλά και την πολύπλευρη ενημέρωση των πιστών μας για όλες τις εκδηλώσεις της Ενορίας του Αγίου Σώστη.

Τελευταίες αναρτήσεις κειμένων (blog)