ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις. Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα. Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (τ. 19Α, σελ. 443-5).
«Διότι ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάγει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).
«[συμβουλή σε μοναχό]. Εάν διατάχτηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στο Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλο σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-323).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστι, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).
«Όταν όμως η ψυχή βγει και χωριστεί από το σώμα, αμέσως κι αυτά (τα σώματα) παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται με το παραμικρό. Μερικά όμως διαμένουν για πολλούς χρόνους ούτε εντελώς άφθαρτα, ούτε πάλι τελείως φθειρόμενα, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα της αφθαρσίας και της φθοράς, με σκοπό ν’ αφθαρτωθούν τελείως και ν’ ανακαινισθούν στην τελευταία ανάσταση» (τ. 19Β, σ. 131).
«Και τα σώματα όπως είπαμε επίσης, φθείρονται και σαπίζουνε και των αγίων αλλά τέτοια σηκώνονται που έχουν σπαρεί, σιτάρι καθαρό, σιτάρι αγιασμένο, του Πνεύματος του αγίου άγια σκεύη. Επειδή ολοκάθαρα είχαν ζήσει ξανά τώρα σηκώνονται γεμάτα δόξα και λάμπουνε κι αστράφτουν σαν το φως το θείο. Σ’ αυτά μέσα οι ψυχές των αγίων κατοικώντας θα λάμψουν τότε πέρα από ό,τι ο ήλιος κι όμοιοι θα γίνουνε με το Δεσπότη, εκείνου που φυλάξανε τους θείους τους νόμους. Σηκώνονται και των αμαρτωλών τα σώματα τέτοια κι αυτά που είχαν σπαρεί στη γη γεμάτα βόρβορο και δυσοσμία και σήψη, βέβηλα σκεύη ακάθαρτα, κακίας ζιζάνια, ζόφο γεμάτα, της κακίας καθώς τα έργα έχουνε πράξει κι όργανα όλων των κακών του πονηρού σπορέα έχουν χρηματίσει, και σηκώνονται αθάνατα και τούτα κι ενώ από πνεύμα είναι μοιάζουν με το σκότος. Με τούτα οι άθλιες ψυχές σαν ενωθούν, ζοφερές κι αυτές κι ακάθαρτες ως είναι θα γίνουν με το διάβολο όμοιες, αφού έχουν μιμηθεί τα έργα εκείνου» (τ. 19ΣΤ, σ. 321).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να ζητεί από το Θεό άφεση αμαρτιών δια της προσευχής είναι αναντίρρητο. Αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο μιας αληθινής προσευχής. Αυτό μας διέταξε και ο Κύριος, δίνοντάς μας το πρότυπο της αληθινής προσευχής: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ιερό μυστήριο της μετάνοιας, Αλλά να γίνεται παράλληλα με αυτό. Άραγε να μη γνώριζε καλά τα πράγματα ο Κύριος όταν ίδρυε το μυστήριο και το παρέδιδε στους μαθητές του με τη μορφή της εξαγορεύσεως; Αλλά και ψυχολογικά, όταν απευθύνουμε στο Θεό το αίτημα αφέσεως των αμαρτιών μας, μήπως έχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως της προσευχής μας; Είμαστε βέβαιοι για την άφεση των αμαρτημάτων μας; Βέβαια όχι. Η πλήρωση ή όχι του αιτήματός μας είναι κρυμμένη βαθιά στη βουλή του Θεού, την οποία αγνοούμε πιστεύοντας βέβαια ότι θα την πετύχουμε.
Αντίθετα, στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως, όταν προσερχόμαστε σ’ αυτό καθώς πρέπει, έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για την υπόσχεση του Θεού, ότι η χάρη Του θα μας ελευθερώσει από το βάρος της ενοχής και των ποινών των προσωπικών μας αμαρτημάτων. Η αίσθηση και η πληροφόρηση αυτή είναι υπέρτατο αγαθό, το οποίο γεμίζει ανακούφιση, χαρά και αγαλλίαση τις πονεμένες ψυχές που μαστιγώνονται αλύπητα από την αμαρτία, το φαρμάκι αυτό της ζωής και της υπάρξεώς μας. Να υποθέσουμε ότι οι αιτιάσεις κατά της εξομολογήσεως προέρχονται από ντροπή να φανερώσουμε στον ιερέα τ’ αμαρτήματα μας;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 265-266)
Είναι η ιδίως μετάνοια και η εξομολόγηση. Η πρώτη είναι η τροφοδοτούμενη από την πίστη και την αγάπη θλίψη και συντριβή της ψυχής για τη θλιβερή αμαρτωλή της κατάσταση, μη αποκλεισμένου και του φόβου εν όψει των ποινών της κολάσεως, μαζί με απόφαση ν’ απαρνηθεί ο αμαρτωλός το βεβαρημένο παρελθόν του και ν’ αλλάξει τρόπο ζωής. Η διαδικασία αυτή, σαφώς ηθικού χαρακτήρα, είναι απαραίτητη συνθήκη για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Όπου δηλαδή υπάρχει αληθής μετάνοια, εκεί η χάρη του Θεού θα δώσει συγχώρηση των αμαρτημάτων. Η δεύτερη δε, η εξομολόγηση, είναι η δια ζώσης εξαγόρευση αμαρτημάτων ενώπιον του πνευματικού πατέρα, δηλαδή του λειτουργού της Εκκλησίας. Η εξαγόρευση επιβάλλεται απο τη φύση του ιερού μυστηρίου. Εδώ έχουμε πνευματική ασθένεια ψυχής. Έχουμε φόρτιση συναισθηματική, αγωνία, άγχος, ανηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης, η οποία επιζητεί ηρεμία και γαλήνευση. Έχουμε και ιατρό πνευματικό, ο οποίος είναι ταγμένος από το Θεό να γιατρεύει τα ψυχικά νοσήματα. Πώς όμως ο ιερέας θα μπορέσει να εκπληρώσει το χρέος του αυτό, να κάνει καλά τον ψυχικώς ασθενούντα αμαρτωλό, αν ο τελευταίος δεν γνωστοποιήσει σ’ αυτόν τα αμαρτήματά του; Πώς θα θεραπεύσει τον αμαρτωλό ο πνευματικός πατέρας αν δεν διαγνώσει πρώτα τη φύση της πνευματικής ασθένειας, τον πόνο και την ταλαιπωρία της ψυχής, τα ελατήρια και την ειλικρίνεια της εξαγορεύσεως; Μήπως και ο φυσικός γιατρός μπορεί να κάνει καλά έναν άρρωστο, αν δεν τον εξετάσει προσεκτικά κι αν δεν διαγνώσει τη φύση της αρρώστιας, ώστε να επιβάλει τη δέουσα ιατρική και φαρμακευτική αγωγή;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 264-265)
Ναι όλες, όταν υπάρχουν φυσικά οι απαραίτητες συνθήκες, είτε μεγάλες είναι (οι αμαρτίες) είτε μκρές, είτε ελαφρές είτε βαριές, είτε συγγνωστές είτε θανάσιμες. Ότι συγχωρούνται και οι πιο μεγάλες αμαρτίες είναι μυριόλεκτο στην Αγία Γραφή. Του ληστή στο σταυρό συγχωρούνται όλα τα εγκλήματα, όπως και της μοιχαλίδας ο ακάθαρτος βίος, ενώ ο Παύλος συγχωρεί τον αιμομείκτη αφού τον καθυπέβαλε πρώτα σε μετάνοια.
Είναι δε γνωστό από την ιστορία, ότι η Εκκλησία πάντοτε απεδοκίμαζε όλους εκείνους τους αιρετικούς και σχισματικούς (Μοντανιστές, Νοβατιανούς, Δονατιστές, Λουκιφεριανούς), οι οποίοι, έχοντας αυστηρές αρχές, αμφισβητούσαν από την Εκκλησία το δικαίωμα να συγχωρεί βαριά αμαρτήματα, όπως ήταν ο φόνος, τα σαρκικά μολύσματα, η ειδωλολατρία και η έκπτωση από την πίστη κατά τους διωγμούς. Και λέγεται μεν στη Γραφή ότι η αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος δεν συγχωρείται ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε και στον μέλλοντα· όμως αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της μυστηριακής χάριτος να συγχωρήσει την αμαρτία αυτή, αλλά στις υποκειμενικές συνθήκες του βλασφημούντος, ο οποίος σε έσχατη πώρωση ψυχής περιελθών, διασύρει βάναυσα την αλήθεια του Θεού και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μετανοήσει και να συγχωρεθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 263-264)
Ιδρυτής του μυστηρίου είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τούτο στηρίζεται στην εξουσία του «αφιέναι επί της γης αμαρτίας», με την οποία εφοδίασε ο Σωτήρας την Εκκλησία του, όπως βλέπουμε στους λόγους του προς τον Πέτρο: «...και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ούρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης εσται λελυμένον εν τοις ούρανοίς», μάλιστα δε σε όσα είπε σε όλους τους μαθητές: «Αμήν λέγω υμίν, όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τοις ουρανοίς, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ». Τέλος και σε όσα τους είπε μετά την ανάσταση, αποστέλλοντάς τους να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλη τη γη: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίηνται αυτοίς· αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 263)
Είναι το μυστήριο που ιδρύθηκε από τον Κύριο για να καλύψει μια βαθιά ανάγκη του πληρώματος της Εκκλησίας. Επειδή ο άνθρωπος μετά το βάπτισμά του — στο οποίο έλαβε άφεση αμαρτιών και αναγεννήθηκε πνευματικά— δεν παύει να κάνει αμαρτίες υποκύπτοντας στην αμαρτητική ορμή της φύσεως, ο πανάγαθος Κύριος ίδρυσε ειδικό μυστήριο για ν’ αντιμετωπίζονται οι δύσκολες ώρες της ζωής των πιστών, να λαμβάνουν άφεση των αμαρτημάτων τους και ν’ απαλλάσονται από το βάρος της ένοχης που προέρχεται από τα παραπτώματά τους. θα λέγαμε λοιπόν, ότι η μετάνοια είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο αυτός που μετανιώνει ειλικρινά για τ’ αμαρτήματά του και τα εξομολογείται στον πνευματικό της Εκκλησίας λειτουργό λαμβάνει άφεση αμαρτιών, ανακτώντας τη δικαίωση που τυχόν έχασε δια της αμαρτίας, γινόμενος και πάλι φίλος και τέκνο αγαπητό του Θεού.
Η μετάνοια ορθώς χαρακτηρίζεται ως βάπτισμα δεύτερο, γιατί σ’ αυτή επαναλαμβάνονται στις ψυχές τα σωτήρια αγαθά του πρώτου βαπτίσματος, η άφεση δηλαδή των αμαρτιών και η εξάλειψη της ενοχής καθώς και των απορρεουσών από την αμαρτία ποινών. Οι ονομασίες του μυστηρίου, ανάλογα με την άποψη από την οποία εξετάζεται και τα αποτελέσματα που έχει, είναι: μετάνοια, εξομολόγηση, εξαγόρευση, confession, absolutio κ.α.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 262-263)
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η μεταβολή των τίμιων δώρων γίνεται δια της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος: «Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χρίστου σου κ.λπ.», μετά την εκφώνηση του ιερέα: «Τα σα εκ των σών...». Η στιγμή αυτή είναι η ιερότερη της θείας λειτουργίας, κατ’ αυτή δε γονατίζουν με ευλάβεια οι πιστοί. Αντίθετα κατά τη Δυτική Εκκλησία η μεταβολή γίνεται κατά την εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του μυστηρίου: «Λάβετε, φάγετε κ.λπ.».
Οτι πρόκειται κι εδώ περί καινοτομίας είναι φανερό. Σε όλες τις αρχαίες λειτουργίες υπάρχει η προς μεταβολήν επίκληση, πράγμα που τονίζει την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας. Είναι δε ενδεικτικοί και οι λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου: «Τα της επικλήσεως ρήματα επί τη αναδείξει του άρτου της ευχαριστίας και του ποτηριού της ευλογίας τις των Αγίων εγγράφως ημίν καταλέλοιπε;».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 262)
Βεβαίως πρέπει, γιατί και αυτά είναι κανονικά μέλη της Εκκλησίας και έχουν ανάγκη, όπως και οι ενήλικες, της θείας ευχαριστίας για να έχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».
Την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας την αναγόμενη στους αποστολικούς χρόνους, όπως και ο νηπιοβαπτισμός, αθέτησαν η Ρωμαϊκή Εκκλησία και μαζί μ αυτήν και οι Προτεστάντες, απαγορεύοντες τη θεία μετάληψη στα βαπτισθέντα νήπια, με το αιτιολογικό ότι αυτά επειδή δεν έχουν, λόγω της ηλικίας τους, ανεπτυγμένη τη συνείδησή τους δεν μπορούν, κατά τους λόγους του Παύλου, να διακρίνουν το σώμα του Κυρίου από τον κοινό άρτο. Οι λόγοι όμως αυτοί του Παύλου, αναφερόμενοι προφανώς στους ενήλικες, δεν έχουν σχέση με τα άωρα νήπια, τα οποία ακριβώς επειδή στερούνται κρίσεως και λόγου, δεν μπορούν να κοινωνήσουν αναξίως, πράγμα που αποτελεί το κέντρο της σκέψεως του Αποστόλου.
Δεν βλέπουμε άλλωστε το λόγο γιατί η έλλειψη κρίσεως και λόγου να εμποδίζει τα νήπια να δέχονται τη θεία ευχαριστία (όπως και το χρίσμα) και να μην τα εμποδίζει να δέχονται τη χάρη του ιερού βαπτίσματος.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 261-262)
Ο όρος σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται από τη σχολαστική θεολογία (από το θωμά τον Ακινάτη) και σκοπό Έχει να θεμελιώσει θεολογικά την πράξη της Λατινικής Εκκλησίας ν’ αρνείται να μεταδώσει το αίμα του Κυρίου στους λαϊκούς.
Κατά τη θεωρία αυτή όπου υπάρχει σώμα, εκεί πρέπει να υπάρχει και το αίμα το εμπεριεχόμενο θ΄ αυτό. Το οποίο σώμα χωρίς το αίμα του είναι αδιανόητο. Συνεπώς στον άρτο της θείας ευχαριστίας είναι παρών ολόκληρος ο Χριστός με το σώμα και το αίμα του. Άρα κοινωνώντας κανείς του άρτου, κοινωνεί και του συνημμένου αίματος, άσχετα αν εσθίοντας την όστια δεν έχει την αίσθηση ότι κοινωνεί και του αίματος του Κυρίου!
Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς, όταν προσπαθεί να συλλάβει και να εξηγήσει τις αλήθειες της πίστεως με βάση λογικά τεχνάσματα και ανθρώπινα φιλοσοφικά κατασκευάσματα. Άσχετα όμως με αυτό, να γνώριζε ο Θωμάς ο Ακινάτης περισσότερα από τον Κύριο, ο οποίος ιδρύοντας το θείο μυστήριο, καμιά δεν άφησε αμφιβολία περί της υπ΄ άμφότερα τα είδη (του άρτου και του οίνου) κοινωνίας αυτού υπό των πιστών; («Λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες»).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 260-261)