140. «ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς» (Λουκ. β' 50).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ δεν κατάλαβαν την απάντησι του Ιησού περί του «πατρός του» (στ. 49). «Εις το μυστήριον της θείας υιότητος του Ιησού οι γονείς του εισέδυον βαθμηδόν, εξ όσων δε μεταγενεστέρως εμάνθανον περί του Ιησού, απεκόμιζον την πληροφορίαν ότι η προτέρα αυτών γνώσις περί της μεσσιακής ιδιότητος του Ιησού ήτο ανεπαρκής» (ΥΛ, 121).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ είχαν τον Ιησού κοντά τους. Όμως δεν τον γνώριζαν απόλυτα. Ο Ιησούς ήταν γι’ αυτούς μια καθημερινή πηγή νέων αποκαλύψεων. Τον Ιησού τον γνώριζαν συνεχώς από ώρα σε ώρα, από μέρα σε μέρα, από λόγο σε λόγο. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν γίνει οι πρώτοι μαθηταί του που μάθαιναν καθημερινά όλο και κάτι καινούργιο για την μορφή του και την αποστολή του. Η Θεοτόκος θα γνωρίση τον Ιησού ύστερα από πολλά χρόνια και κυρίως μετά την Ανάστασι και την Πεντηκοστή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Για να γνωρίσωμε και κατανοήσωμε τον Κύριο Ιησού χρειάζεται μακροχρόνια μαθητεία κοντά του, συνεχής αναστροφή μαζί του, καθημερινή μελέτη των λόγων του, διαρκής ανάμνησις των πράξεών του. Χωρίς την μαθητεία αυτή, ο Ιησούς θα παραμένη άγνωστος και ακατανόητος. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Επίσκοπος Αντιόχειας, λίγο πριν μαρτυρήση στο Αμφιθέατρο της Ρώμης δήλωνε κατηγορηματικά: «νύν άρχομαι μαθητής είναι» (ΒΕΠ, 2,275). Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια γνωριμίας του Ιησού είναι ισόβιος. Η γνώσις του Ιησού υπερβαίνει τον χρόνο, θα συνεχίζεται και σ’ αυτή ακόμη την άχρονη αιωνιότητα, όπως μας βεβαίωσε ο Ίδιος: «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησού Χριστόν» (Ιωαν. ιζ' 3).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)