ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
1. Στην παραβολή του τελώνου και του φαρισαίου, που έτυχε να προσεύχωνται ταυτόχρονα στον Ναό, ο Κύριος με λόγια απλά, μα γεμάτα βάθος και νόημα, μας δείχνει πόσο άρρωστη, πόσο στείρα πόσο άγονη καταντάει η ψυχή, όταν προσβληθή από την νόσο του φαρισαϊσμού.
2. Ο φαρισαίος της παραβολής κυττάζει τον εαυτό του. Μα δεν του βρίσκει κάτι, που να τον σπρώχνει στην μετάνοια, στην ανάγκη συντριβής. Αντίθετα του βρίσκει πολλά, που τον κάνουν να αισθάνεται ευχαριστημένος και ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Του βρήκε να έχη νηστεία και ελεημοσύνη! Αλλά δεν βρήκε ελαττώματα, σαν εκείνα που έβλεπε (ή φανταζόταν πως εύρισκε) σε άλλους, και τον εσκανδάλιζαν! Και λέω «εφανταζόταν πως έβλεπε», γιατί για τα σκάνδαλα άνοιγαν τα μάτια του! Και έβλεπε ακόμη και αμαρτίες, που ποτέ δεν είχαν γίνει! Και απλούστατα η αρρωστημένη φαντασία του, τον έκανε να βλέπη τους κατά επήρεια του πονηρού λογισμούς του σαν πραγματικότητα! Και παρ’ όλα αυτά, ο φαρισαίος γεμάτος αυταρέσκεια δοξάζει τον Θεό για την ψυχική του κατάσταση! Μα τα λόγια του «ο Θεός, ευχαριστώ σοι», είναι απλώς ένα προσωπείο (μια μάσκα), με το οποίο κρύβει το αληθινό του πρόσωπο!
Με μια επιπόλαιη ματιά, που έρριχνε στον νόμο του Θεού, έβγαζε το συμπέρασμα πως τον τηρεί! Και πως θα έπρεπε να είναι ευάρεστος στον Θεό.
Ξεχνούσε.
Ότι η «εντολή Κυρίου πλατεία σφόδρα», κατά την έκφραση του ψαλμωδού.
Ότι «ενώπιον του Κυρίου ακόμη και ο Ουρανός δεν είναι καθαρός» (Ιωβ 15, 15).
Ότι ο Θεός δεν ευδοκεί ούτε σε θυσίες ούτε σε ολοκαυτώματα, όταν δεν συνοδεύωνται με «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένη» (Ψαλμ. 50, 19).
Ότι πρέπει στην καρδιά μας, για να βγάλη καρπούς αληθινής πνευματικής αρετής, να φυτεύσωμε τον νόμο του Θεού.
Γιατί η αρετή μόνο τότε αρχίζει να κάνη την εμφάνιση στην ψυχή. Όταν ο άνθρωπος αισθάνεται την πνευματική του φτώχεια και όταν παίρνη την απόφαση να τηρήση το θέλημα του Θεού (Ψαλμ 39, 9).
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 21-22)
429. Μην περιφρονείς κανέναν άνθρωπο, όσο φτωχός και αν είναι, αλλά να συμπεριφέρεσαι με σεβασμό και στοργή στον καθένα, ιδιαίτερα δε στον φτωχό, γιατί όλοι είναι μέλη του Χριστού. Τι εύκολο θα έπρεπε να ήταν το να ζούμε με ακακία και αγάπη! Και όμως, η αχρειωμένη καρδιά μας το κάνει τόσο δύσκολο. Σε κάθε βήμα μας, καραδοκεί και ένα πρόσχημα για να εμπνεύσει έχθρα προς τον αδελφό μας.
430. Κύριε, είμαι το σκεύος σου. Γέμισέ με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς εσένα, είμαι κενός από κάθε αρετή ή μάλλον, γεμάτος από κάθε κακία. Κύριε, είμαι η κιβωτός σου. Μη αφήσης μέσα μου τις επιθυμίες του κόσμου, αλλά την αγάπη προς εσένα και προς την εικόνα σου, τον άνθρωπο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 184)
427. Πόσοι χριστιανοί λένε ότι πιστεύουν στον Θεό, χωρίς πραγματικά να πιστεύουν! Πόσα στόματα μένουν σιωπηλά, όταν είναι ανάγκη να υπερασπισθούν τη δόξα του Θεού και των Αγίων του ενώπιον των «υἱων τοῦ αἰῶνος τούτου», που τη βλασφημούν! Πολλοί λένε ότι πιστεύουν στον Θεό, αλλά όταν έρχεται ο πειρασμός, η πίστις τους εξανεμίζεται! Η πίστις αυτή λοιπόν ήταν μόνο λόγια. Η ώρα του πειρασμού είναι ακριβώς η ώρα να δείξει κανείς την υπακοή του στις βουλές του Κυρίου και να του πη: «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ή να αναφωνήση: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον » (Ιωβ α’ 21). Αν δεν γίνεται έτσι, τότε πρόκειται για πίστι που ανθεί στον καιρό των ανέσεων, αλλά απαρνείται τον κύριο στον καιρό της δοκιμασίας.
428. Ο ουρανός και η γη, που κτίσθηκαν από τον Κύριο και συντηρούνται από την Πρόνοιά του, ας με διδάξουν να του έχω εμπιστοσύνη. Τι έχω να φοβηθώ, αφού είμαι ένα πνεύμα με τον Θεό; Ο ουρανός και η γη υπάρχουν επί εκατομμύρια χρόνια χάρις στον Κύριο, χάρις στη δύναμι και τους νόμους του, παρ’ όλο ότι είναι άψυχος, αδρανής και φθαρτή ύλη. Το ίδιο συμβαίνει με τη χλόη, τα κρίνα του αγρού, τα πουλιά, τα ψάρια και τον υπόλοιπο ζωϊκό και φυτικό κόσμο. Όλα αυτά διδάσκουν να έχω ακλόνητο εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 183-184)
136. «κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ» (Ματθ. β' 23).
Η Αγία Οικογένεια, μετά την επιστροφή της από την Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε και πάλι στη Ναζαρέτ. Πόσα μεγάλα και θαυμαστά είχαν συμβή εν τω μεταξύ! Η γέννησις του Ιησού, η προσκύνησις των ποιμένων, η επίσκεψις των Μάγων, η φυγή στην Αίγυπτο... Και τώρα πάλι στη Ναζαρέτ!
Η ζωή μας δεν μπορεί να είναι σε συνεχή έξαρσι. Δεν μπορούμε να ζούμε συνεχώς στις κορυφές. Η ζωή συνήθως είναι μια προσγείωσις ή καλύτερα, μια συνεχής εναλλαγή προσγειώσεων και απογειώσεων. Το θέμα είναι ότι και τις δυο αυτές φάσεις πρέπει να τις ζούμε εν Θεώ και όταν βρισκόμαστε στα ύψη της εξάρσεως, της εμπνεύσεως, της προσευχής και όταν είμαστε προσγειωμένοι στη ρουτίνα της καθημερινότητος. Να λατρεύωμε τον Θεό την Κυριακή, μέσα στον «οίκον του Κυρίου», αλλά και τη Δευτέρα το πρωί και όλη την εβδομάδα, μέσα στο σπίτι, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο σχολείο, στο νοσοκομείο... Όταν η Αγία Οικογένεια γύρισε στη Ναζαρέτ, εγκαταστάθηκε όχι μέσα σε Ναό ή σε Συναγωγή, αλλά σε ένα συνηθισμένο σπιτάκι, μιας κάποιας γειτονιάς... Όμως, το μικρό εκείνο σπίτι το μετέτρεψε σε ναό, σε ουρανό, σε χερουβικό παλάτι. Το σπίτι μας δεν είναι ένας διακεκριμένος τόπος. Μια γωνιά της γης είναι. Ένα ανώνυμο διαμέρισμα κάποιας πολυκατοικίας, ένα σπιτάκι μιας κάποιας ανθρώπινης συνοικίας και γειτονιάς. Κι’ όμως αυτή τη γωνιά της γης μπορούμε να την (μεταμορφώσωμε σε ουρανό, σε ναό του Θεού, σε «κατ’ οίκον Εκκλησία» (Ρωμ. ιστ' 5). Όταν μέσα στο σπίτι ζούμε με ανοχή, υποχωρητικότητα, με αγάπη δηλαδή, τότε ο χώρος αγιάζεται και μεταμορφώνεται σε ναό του Θεού. Πολύ ωραία διατυπώνει την έννοια αυτή ο Ωριγένης, λέγοντας ότι «πάς τόπος χρήζει Ιησού Χριστού» (ΡG 12,1021D).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
Έλεγε σε κάποιον παιδίατρο:
-Πώς εξετάζεις τα παιδιά; -Έτσι...-Άκουσε να σου πώ.
Την ώρα που εξετάζεις το κάθε παιδάκι, θα κάνεις μέσα σου
ένθερμη προσευχή με αγάπη: "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον δούλο σου"
(Και λέγοντας αυτά έπαιρνε βαθιά εισπνοή, άνοιγε τα χέρια του).
Να έτσι, με ανοιχτή καρδιά θα παρακαλείς για το κάθε παιδάκι.
Είναι μία ψυχούλα που έστειλε ο Θεός στα χέρια σου.
Και καθώς θ' ακουμπάς το χέρι σου στο κεφαλάκι του, και θα προσεύχεσαι
ένθερμα μέσα σου, η χάρη του Θεού θα μεταγγίζεται στην ψυχούλα του παιδιού.
Όλα αυτά μυστικά. Δε θα καταλαβαίνουν τίποτα οι άλλοι.
Θα τους δίνεις τα φάρμακα που λέει η επιστήμη σου,
αλλά τελικά ο Χριστός θα θεραπεύει το παιδί,
που παρακαλείς εσύ και οι γονείς του. Το πιστεύεις αυτό;
Άλλη φορά του έλεγε: -Δε σε βλέπω να εξετάζεις τα παιδιά όπως
σου είπα. Σε τρώει η ρουτίνα και ξεχνιέσαι.
Μωρέ, δώσου στο Χριστό και πρόσφερε στο Χριστό αυτά τα πλασματάκια
με την προσευχή σου, να τα αγιάζεις! Είδες, ο Χριστός θεράπευε
χρησιμοποιώντας αισθητό τρόπο: είτε έπιανε το χέρι,
ή άγγιζε τους οφθαλμούς, τη γλώσσα. Έτσι θα κάνεις κι εσύ.
Πιάνοντας στην αγκαλιά σου το μικρόπαιδί, ή πιάνοντας το χέρι του μεγάλου,
με την δοσμένη στο Χριστό έντονη και θερμή προσευχή σου,
μετάγγιζέ τους χάρη Θεού. Το ίδιο δεν κάνει και ο ιερέας σε κάθε Μυστήριο;
Για να έλθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, βάζει αισθητά το χέρι του
στο κεφάλι του εξομολογουμένου, του χειροτονουμένου, του νυμφευομένου,
του βαπτιζομένου κ.λ.π. Είναι μυστική δύναμη η προσευχή,
που μεταδίδεται μυστικά στην ψυχή του άλλου.
[Ά 109π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ.
Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.221-222)
Οι ετοιμοθάνατοι
-Γέροντα, μας ζήτησαν να ευχηθούμε για κάποιον που μέρες ψυχορραγούσε
και δεν έβγαινε η ψυχή του.
-Γιατί δεν έβγαινε η ψυχή του; Εξομολογήθηκε;
-Όχι, δεν θέλησε να εξομολογηθή. Δηλαδή, Γέροντα, η ταλαιπωρία του ανθρώπου,
όταν βγαίνη η ψυχή του, οφείλεται στην αμαρτωλότητά του;
-Δεν είναι απόλυτο αυτό. Ούτε όταν βγαίνη η ψυχή του ανθρώπου ήρεμα,
σημαίνει πώς είναι σε καλή κατάσταση, αλλά ούτε και όσοι ταλαιπωρούνται
στα τελευταία τους σημαίνει πώς έχουν πολλές αμαρτίες.
Είναι μερικοί που από μεγάλη ταπείνωση ζητούν επίμονα από τον Θεό
να έχουν άσχημο τέλος, για να μείνουν μετά τον θάνατό τους στην αφάνεια.
Ή μπορεί κάποιος να έχη άσχημο τέλος, για να ξεχρεώση λίγο χρέος.
Επειδή λ.χ. τον εγκωμίαζαν οι άνθρωποι περισσότερο από όσο άξιζε,
επιτρέπει ο Θεός να παρουσιάση παραξενιές την ώρα του θανάτου του,
για να ξεπέση στα μάτια των ανθρώπων. Αλλες φορές πάλι οικονομάει ο Θεός
να έχουν μερικοί δυσκολία, όταν ψυχορραγούν, για να καταλάβουν όσοι είναι
κοντά του πόσο δύσκολα είναι εκεί στην κόλαση, όταν δεν τακτοποιηθής εδώ.
Ενώ, εάν είναι τα χαρτιά καλά, είσαι δηλαδή τακτοποιημένος,
περνάς από την μια ζωή στην άλλη, χωρίς να σε πλησιάζουν καθόλου τα ταγκαλάκια.
-Γέροντα, σε έναν ετοιμοθάνατο ή σε κάποιον που έχει μια σοβαρή αρρώστια
είναι σωστό να μην πούμε την αλήθεια;
-Ανάλογα και με το τί άνθρωπος είναι. Καμμιά φορά με ρωτάει κανένας καρκινοπαθής:
«Τί λές, Γέροντα, θα ζήσω ή θα πεθάνω;». Αν του πω «θά πεθάνης»,
θα πεθάνη εκείνη την ώρα από την στενοχώρια του. Ενώ, αν δεν του το πώ,
παίρνει κουράγιο και αντιμετωπίζει με θάρρος την αρρώστια του. Όταν ωριμάση,
σηκώνει μόνος του τον σταυρό του και προχωράει. Έτσι μπορεί να ζήση μερικά χρόνια,
να συμπαρασταθή στην οικογένειά του και να ετοιμασθή και αυτός και οι δικοί του.
Δεν του λέω φυσικά ότι θα ζήση χίλια χρόνια ή ότι αυτό που έχει δεν είναι τίποτε,
αλλά του λέω: «Ανθρωπίνως είναι δύσκολο να βοηθηθής.
Φυσικά για τον Θεό δεν είναι τίποτε δύσκολο, αλλά εσύ κοίταξε να τακτοποιηθής».
-Μερικές φορές, Γέροντα, οι δικοί του διστάζουν να τον κοινωνήσουν,
για να μην τον βάλουν σε λογισμούς.
-Δηλαδή να πάη ακοινώνητος, για να μην καταλάβη ότι θα πεθάνη και στενοχωρεθή;
Ας του πούν οι δικοί του: «Η Θεία Κοινωνία είναι φάρμακο. Θα σε βοηθήση.
Καλά είναι να κοινωνήσης».
Οπότε κοινωνάει, βοηθιέται και συγχρόνως ετοιμάζεται για την άλλη ζωή.
-Γέροντα, στους ψυχορραγούντας πρέπει να κάνουν Ευχέλαιο;
-Σε όσους δυσκολεύονται να ξεψυχήσουν, διαβάζουν την «Ακολουθία εις ψνχορραγούντα».
Το Ευχέλαιο γίνεται για όλους τους αρρώστους, δεν γίνεται μόνο για όσους
βρίσκονται στα τελευταία τους.
-Αυτά που λέει, Γέροντα, κανείς, όταν ψυχορραγή, έχουν κάποια σχέση με την κατάστασή του;
-Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα. Μπορεί κάποιος την ώρα που ξεψυχάει να πονάη,
να ζορίζεται και το πρόσωπό του να έχη την έκφραση του πόνου,
οπότε οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι καλά ψυχικά. Διαφέρει όμως η πονεμένη έκφραση
από την άλλη που είναι άγρια και τρομαγμένη. Εκείνος υποφέρει, έχει τον πόνο του
ο καημένος, και οι άλλοι μπορεί να λένε ότι παλεύει με τα δαιμόνια
που ήρθαν να του πάρουν την ψυχή!
-Γέροντα, μια ψυχή που φεύγει από αυτήν την ζωή τακτοποιημένη θα περάση από τα τελώνια;
-Όταν μια ψυχή είναι τακτοποιημένη και ανεβαίνη στον Ουρανό,
δεν μπορούν τα ταγκαλάκια να την πειράξουν. Ενώ, αν δεν είναι τακτοποιημένη,
βασανίζεται από τα ταγκαλάκια. Μερικές φορές μάλιστα ο Θεός επιτρέπει να βλέπη
τα τελώνια η ψυχή του ανθρώπου που έχει χρέη, την ώρα που ψυχορραγεί,
για να βοηθήση εμάς που θα ζήσουμε ακόμη, ώστε να αγωνισθούμε να εξοφλήσουμε εδώ τα χρέη μας.
[...] Ο Θεός έχει πολλούς τρόπους που σώζει τον άνθρωπο.
Πότε βοηθάει με Αγγέλους, πότε με δοκιμασίες ή με διάφορα σημεία. [...]
-Και όταν, Γέροντα, ο ετοιμοθάνατος φωνάζη κεκοιμημένους συγγενείς του, τί σημαίνει;
-Πολλές φορές και αυτό γίνεται, για να παραδειγματίζωνται οι άλλοι που είναι κοντά
στον ετοιμοθάνατο.[...]
-Συγχωρούνται, Γέροντα, έτσι οι άνθρωποι, ακόμη και την τελευταία στιγμή της ζωής τους
με κάποιον που έχει ήδη πεθάνει;
-Επιτρέπει ο Θεός, έστω και έτσι να συγχωρεθούν, επειδή ο άνθρωπος, την ώρα που πεθαίνει,
μετανοιώνει και αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση συγγνώμη.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης
ο Θεολόγος", σελ. 258-262)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
13.21 ὁμοία ἐστὶν ζύμῃ(1), ἣν λαβοῦσα γυνὴ έκρυψεν(2)
εἰς ἀλεύρου σάτα τρία ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον.
21 Μοιάζει με προζύμι, που το πήρε κάποια γυναίκα και το ανακάτωσε
με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο».
(1) Περιμένετε η βασιλεία του Θεού να επιβληθεί με εξωτερικά
μέσα δύναμης επιβλητικής, που υποτάσσει βίαια τα έθνη
και συντρίβει στρατιές και με τα όπλα νικά όλους τους εχθρούς.
Αυτή όμως την επίδραση θα την ασκήσει σιωπηλά και ήρεμα,
σαν άλλη ζύμη που αφομοιώνει λίγο-λίγο αλλά με ασφάλεια το όλο
φύραμα των ανθρώπων. «Ο ίδιος λόγος θα μπορούσε να γίνει,
και σχετικά με την σύγκριση της βασιλείας του Θεού με ζύμη·
διότι είναι μεν μικρή η ζύμη, αλλά κατακτά χωρίς καθυστέρηση όλο το φύραμα
και το αναμειγνύει γρήγορα με την δική της ουσία» (Κ).
Οι αρχές της βασιλείας των ουρανών υπήρξαν σχεδόν αόρατες και η άγνοια του
ειδωλολατρικού κόσμου για τη φύση του ευαγγελίου υπήρξε απεριόριστη.
Αλλά η ζύμη πάντοτε κατακτά το φύραμα (p).
(2) Έκρυψε αυτήν, ώστε φάνηκε ότι εξαφανίστηκε τελείως εντός του φυράματος (b).
Οσοδήποτε όμως βαθιά και αν θάφτηκε, θα επιδράσει σε όλο το φύραμα
και θα αφομοιώσει αυτό (p). «Διότι όταν μπει μέσα μας ο λόγος,
μάς καθιστά αγίους και πεντακάθαρους· και αφού εισδύσει στο νου
και την καρδιά, μάς κάνει πνευματικούς» (Κ). Αξιόλογες και οι επόμενες
πρακτικές παρατηρήσεις: Και η καρδιά του ανθρώπου είναι όμοια με φύραμα
που ζυμώνεται από τη ζύμη. Πρέπει όμως και αυτή να είναι μαλακή
και εύπλαστη και μόνο στις μη αποσκληρυμένες καρδιές επιδρά η ζύμη του λόγου.
Η ζύμη, σε σιτάρι που δεν αλέστηκε και δεν πλάστηκε σε φύραμα, δεν ασκεί καμία ενέργεια.
Έτσι και το ευαγγέλιο, σε ψυχές που δεν ταπεινώθηκαν και είναι σκληροτράχηλες
δεν κάνει τίποτα. Η ζύμη αυτή πρέπει να κρυφτεί στην καρδιά.
(«Στην καδιά μου έκρυψα τα λόγια σου» Ψαλμ. ριη 11). Πρέπει να κρυφτεί
όχι διότι πρέπει να κρατηθεί μυστική, αλλά διότι πρέπει να φυλαχτεί με ασφάλεια.
Η εσωτερική και βαθιά σκέψη μας πρέπει να προσηλωθεί σε αυτόν.
Όταν η γυναίκα κρύβει την ζύμη στο φύραμα, την βάζει με το σκοπό
να μεταδώσει σε αυτό τις ιδιότητές της και να ζυμώσει αυτό αφομοιώνοντας αυτό.
Έτσι και εμείς πρέπει να αποθησαυρίζουμε στην καρδιά μας το λόγο
για να αγιαστούμε και αφομοιωθούμε από αυτόν. Όταν λοιπόν ο λόγος του ευαγγελίου
με τέτοιες διαθέσεις κρυφτεί στην καρδιά μας, τι μεταβολές εργάζεται!
Μεταδίδει νέες πνευματικές ιδιότητες σε αυτήν, νέα φρονήματα, νέους πόθους.
Σε άλλα πλέον αρέσκονται οι καρδιές μας, με άλλο τρόπο αισθάνονται
και από άλλα πράγματα ελκύονται και θέλγονται. Εργάζεται ο λόγος μεταβολή
ολοκληρωτική και βαθιά στην ψυχή. Διαχύνεται και εισχωρεί σε όλες τις δυνάμεις της,
μεταβάλλοντας και αυτά τα μέλη του σώματος από όπλα αδικίας σε όπλα δικαιοσύνης (Ρωμ. στ 13).
Και η ψυχή μετέχει στη φύση του λόγου που αποπνέει ευωδία Θεού και Χριστού
και μεταδίδει την γεύση της χάρης και των ουράνιων πραγμάτων.
Είναι λόγος πίστης και μετάνοιας, αγιότητας και αγάπης και αυτά μεταδίδονται στην ψυχή,
εισδύουν σε αυτήν και εμποτίζουν αυτήν, ώστε έπειτα και από μόνη της
η ίδια να αποπνέει ευωδία και να παρέχεται η ίδια γεύση.
«Επάλαισε (ο Συμεών) με πολλούς πειρασμούς για την δικαιοσύνη και διαφύλαξε έως το τέλος αήττητο το μαρτύριο της συνειδήσεώς του» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ.105)
«Η δε φύση του σώματος (του οσίου Συμεών) αλλοιωνόταν προς την αφθαρσία εξερχόμενη από την ταπείνωσή της με την επενέργεια μιας ανώτερης δύναμης, αρπαζόταν πάλι σε οπτασίες και αποκαλύψεις Κυρίου και προθεωρούσε την έκβαση των μελλόντων πραγμάτων» (19Α,151)
«Αλλά ζώντας (ο πιστός) σαν γίγας ανάμεσα σε πιθήκους ή λέων βρυχόμενος ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, έχει πεποίθηση στον Κύριο και τους καταπλήσσει με το σταθερό του φρόνημα και τους τρομοκρατεί κινώντας τον σοφό λόγο σαν σιδερένια ράβδο» (19Α, 433)
«Ο Κύριος που μας χαρίζει τα υπέρ αίσθηση, μάς δίδει δια του Πνεύματός του άλλη αίσθηση υπέρ αίσθηση, ώστε δι’ όλων των αισθήσεων να αισθανόμαστε τρανώς και καθαρώς κατά υπερφυή τρόπο τις υπέρ αίσθηση δωρεές και τα χαρίσματά του» (19Α,459)
«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, «εγώ και ο Πατήρ θα έλθουμε και θα κάνουμε σ’ αυτόν την διαμονή μας», γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιου είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλο, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως»(19Α,461)
«Οι άγιοι που έρχονται δια της τηρήσεως των εντολών μετά τους προηγουμένους αγίους από γενεά σε γενεά, προσκολλώμενοι σ’ αυτούς, ελλάμπονται παρομοίως μ’ εκείνους και παίρνουν κατά μέθεξη την χάρι του Θεού και γίνονται σαν χρυσή αλυσίδα· ο καθένας τους είναι κρίκος που συνδέεται προς τον προηγούμενο με την πίστη και τα έργα και την αγάπη, ώστε να γίνονται και όλοι μαζί να είναι μία σειρά στον ένα Θεό που δεν μπορεί να διαρραγή εύκολα» (19Α, 477)
«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (19Α, 515)
«Έτσι και οποίος έλαβε ευσυνειδήτως μέσα του τον Θεό, πέρασε όλη την άγια Γραφή κι’ εκαρπώθηκε όλη την από την ανάγνωση ωφέλεια· και δεν θα χρειαστεί λοιπόν πλέον ανάγνωση βιβλίων (για ποιόν λόγο άλλωστε θα χρειαζόταν αυτός που έχει σύντροφο τον εμπνευστή αυτών που έχουν γράψει τις θείες Γραφές και μυείται από εκείνον τα απόρρητα των αποκρύφων μυστηρίων, αλλά θα είναι αυτός βίβλος θεόπνευστος στους άλλους, που φέρει νέα και παλαιά μυστήρια, γραμμένα σ’ αυτήν με τον δάκτυλο του Θεού, αφού εξετέλεσε και κατέπαυσε από όλα τα έργα του στον Θεό, που είναι η υψίστη τελειότης» (19Α, 539)
«Όταν άκουγα να λένε ομόφωνα ότι δεν υπάρχει τώρα πλέον τέτοιος άγιος επί της γης, έπεφτα σε μεγαλύτερη λύπη. Πλην όμως αυτό δεν το πίστεψα, αλλά απαντούσα προς αυτούς, καθώς γνωρίζεις, Δέσποτα Χριστέ, και έλεγα· «Κύριέ μου, ελέησον. Τόσο λοιπόν δυνατότερος από τον Δεσπότη Θεό έγινε ο Διάβολος για να τους παρασύρει όλους με το μέρος του και να τους κάνει οπαδούς του, ώστε να μην απομείνει κανείς με το μέρος του Θεού;»»(19Α,553-555)
«Εάν λοιπόν οι άγιοι είναι όμοιοι του Θεού και τόσο θα γνωρίσουν τον Θεό, όσο ο Θεός γνώρισε αυτούς, και όπως γνωρίζει ο Πατήρ τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα, έτσι πρέπει και οι άγιοι να βλέπονται και να γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά κι εκείνοι που ποτέ δεν ειδώθηκαν μεταξύ τους σωματικώς σ’ αυτόν τον κόσμο, πρέπει τότε να γνωρίζονται μεταξύ τους» (19Β, 213)
«Η άγια πάλι αγάπη είναι το παντουργό και παντοδύναμο φως, πολύ και ασυγκρίτως λαμπρότερο από αυτό το ηλιακό φως· αυτή εγγίζει τις καρδιές αυτών, τις αυξάνει καθημερινά και τις πληροί τελείως διότι δεν παύει όπως το φως της σελήνης, αλλά συντηρείται πάντοτε ολόφωτη με τον ζήλο και την αγαθοεργία των άγιων». (19Β, 411)
«Αυτό λοιπόν το μακάριο πάθος [τη θέα-μέθεξη Θεού] (και θα μιμηθώ σ’ αυτό εκείνον που είπε, «παρουσιάσθηκε και σ’ εμένα σαν έκτρωμα», αξιωθήκαμε με πολλές δεήσεις να πάθουμε κι εμείς (μιλά ο Συμεών) οι απερριμμένοι, με την φιλανθρωπία και την χάρη του Θεού, και δι’ αυτού διδαχθήκαμε μυστικώς την πείρα όλων των λεχθέντων με αίσθηση, δράση και γνώση, και παίρνοντας αυτά, προς ωφέλεια μαζί και προτροπή εκείνων που επιθυμούν να αναζητήσουν και να εύρουν τον Θεό, τα παραδώσαμε εγγράφως» (19Β,419-421)
«Γι’ αυτό όλοι οι τελειωμένοι σε αγιωσύνη και αρετή σώθηκαν δωρεάν και όχι από τα δίκαια έργα τους, και όχι μόνο αυτοί αλλά και οι μετέπειτα τελειούμενοι όλοι έτσι θα σωθούν» (19Γ,71)
«Όταν φθάσει και στο μέτρο της τελειότητας της γνώσεως του Χριστού και αποκτήσει τον Χριστό και τον νου του Χριστού πραγματικά , τότε ευρίσκεται σαν να μη γνωρίζει ή να μη έχει τίποτε εντελώς και θεωρεί τον εαυτό του ως αχρείο και ευτελή δούλο· και το θαυμαστό και υπεράνω της φύσεως είναι ότι δεν πιστεύει ότι σε όλον τον κόσμο υπάρχει άνθρωπος κατώτερος και αμαρτωλότερος από αυτόν. Το πώς συμβαίνει αυτό, δεν μπορώ να το ειπώ· αυτό μόνο κατόρθωσα να καταλάβω σ’ αυτό το επαινετό πάθος· και είναι το εξής. Όταν η ψυχή αποκτήσει ποιότητα και η διάνοια της εμβαφεί δια του Πνεύματος στα βάθη της ταπεινοφροσύνης εν Χριστω τω Θεώ, όταν απ’ αυτή την ώρα αγνοήσει όλον τον κόσμο και τους ευρισκομένους στον κόσμο, και καθορά πάντοτε μόνο τον εαυτό της και μόνα τα δικά της, όταν χρονίσει σ’ αυτήν την μελέτη και φθάσει στην έξη της, τότε βλέπει μόνο τον εαυτό της αληθινά εξουθενωμένο και ευτελέστατο και δεν πείθεται ότι θα είναι κανείς τέτοιος ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Έτσι λοιπόν όσο θεωρεί κανείς τον εαυτό του με αίσθηση ψυχής ευτελέστερο και ταπεινότερο από όλους τους ανθρώπους, τόσο θα γίνει πρώτος από όλους τους άλλους»(19Γ,109-111)
"Εάν λοιπόν, τον τιμήσεις (το Χριστό) και τον αποδεχθείς, του δώσεις τόπο και του προσφέρεις ησυχία, γνώριζε καλά ότι θα ακούσεις από τους θησαυρούς του Πνεύματος τα απόρρητα· κι αυτό όχι πέφτοντας επάνω στο Δεσποτικό στήθος, όπως παλαιά ο αγαπημένος του Χριστού Ιωάννης, αλλά φέροντας στο στήθος σου όλον τον Λόγο του Θεού. Θα θεολογήσεις καινούργιες και παλαιές θεολογίες, θα κατανοήσεις καλώς όλες τις θεολογίες που ειπώθηκαν κι εγράφηκαν ήδη, και θα γίνεις εύηχο όργανο που θα ανακρούει και θα φθέγγει επάνω από κάθε μουσική» (19Γ,195)
«(Μιλά ο Κύριος) Εσείς δεν λέγατε, Αυτό είναι κατόρθωμα των αποστόλων, αυτό είναι των μεγάλων άγιων! Διότι ποιός άλλος μπορεί να το κάνει; Άθλιοι, γιατί και εσείς δεν γινόσασθαν άγιοι; Δεν με ακούγατε να λέγω, «γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος», και εσείς εξακολουθήσατε να μένετε στην ακαθαρσία των μολυσμών και των ανομιών σας’;» (19Γ,455)
«Έτσι λοιπόν, οι πατέρες από πατέρες, οι φίλοι και συγγενείς από φίλους και συγγενείς, οι αδελφοί από αδελφούς, οι δούλο και ελεύθεροι από δούλους και ελευθέρους, οι πλούσιοι και φτωχοί από πλουσίους και φτωχούς, οι έγγαμοι από όσους διέπρεψαν στον γάμο, οι ανύπανδροι από εκείνους που έζησαν άγαμοι, και γενικά κάθε αμαρτωλός άνθρωπος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως θα δει στην αιώνια ζωή και μέσα στο απερίγραπτο εκείνο φως τον όμοιό του απέναντί του και θα κριθεί απ’ αυτόν. Τι εννοώ μ’ αυτό που λέγω; Αφού ρίψει ο καθένας από τους αμαρτωλούς το βλέμμα του προς τον όμοιό του, βασιλεύς προς βασιλέα, άρχων προς άρχοντα, αμετανόητος πόρνος προς μετανοημένο πόρνο, φτωχός προς φτωχό και δούλος προς δούλο, και αφού αναλογισθεί ότι και εκείνος ήταν άνθρωπος, που είχε την ίδια ψυχή, τα ίδια χέρια, τα ίδια μάτια και γενικά ίδια όλα τα άλλα, και συνυπήρχε μ’ αυτόν στη ζωή και είχε το ίδιο αξίωμα, την τέχνη, το επάγγελμα, αλλά δεν θέλησε να τον μιμηθεί, αμέσως θα φράξει το στόμα του και θα μείνη αναπολόγητος, χωρίς να έχει απολύτως τίποτε να πει. Όταν λοιπόν θα δουν στα δεξιά του οι κοσμικοί κοσμικούς και οι αμαρτωλοί βασιλείς αγίους βασιλείς, και οι ύπανδροι πλουσίους και υπάνδρους αγίους, και όλοι όσοι είναι στα βάσανα όταν δουν όμοιούς τους στη βασιλεία των ουρανών, θα νοιώσουν τότε τέτοια ντροπή και θα ευρεθούν αναπολόγητοι, όπως ακριβώς ο πλούσιος εκείνος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ εκείνος τηγανιζόταν μέσα στη φωτιά» (19Γ,461-3)
«Να μην υστερήσομε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (19Δ,61)
«Όλος ο έπαινος και ο μακαρισμός των άγιων συνίσταται από τα εξής δύο, από την ορθόδοξη δηλαδή πίστη και τον επαινετό βίο, και από τη δωρεά του αγίου Πνεύματος και τα χαρίσματά του. Σ’ αυτά τα δύο ακολουθεί το τρίτο. Διότι όταν βιώσει κανείς καλώς και θεοφιλώς με ορθόδοξο φρόνημα και χαριτωθεί από τον Θεό και δοξασθεί με τη δωρεά του Πνεύματος, τον ακολουθεί ο έπαινος και ο μακαρισμός από όλη την Εκκλησία των πιστών» (19Δ,65)
«Ήλιος χωρίς φως, πώς θα μπορούσε να λεχθεί ήλιος; Και άνθρωπος χωρίς την κοινωνία του παναγίου Πνεύματος πώς θα μπορούσε να ονομασθεί άγιος;» (τ. 19Δ, σ. 67).
«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αίτιας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (19Δ,261)
«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα άρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, «οποίος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, «Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό»; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;»(19δ, 263-265)
«Δεν ανέχομαι να μη πω όσα είδα και όσα στην πράξη και με θεία εμπειρία θαυμάσια γνώρισα, αλλά τα διακηρύσσω και σ’ όλους τους υπόλοιπους σα να βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, λέγοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί με τον θάνατο η θύρα της μετάνοιας» (19Δ,481)
««Γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος». Εάν όμως δεν θέλεις και δεν γίνεσαι, γνώριζε ότι εσύ καταδίκασες τον εαυτό σου, επειδή ούτε θέλησες ούτε προτίμησες να γίνεις· διότι, εάν θέλεις να γίνεις, μπορείς» (19Δ, 491)
«(μΙλά ο Συμεών) Εγκαταλείποντας κάθε άλλη εργασία και πράξη της ζωής και αφού μου φανέρωσε ο αγαθός άνδρας (ο Πνευματικός του) τον τόπο όπου ήταν ο θησαυρός (η Αγία Γραφή), πηγαίνοντας εκεί δεν έπαυσα να σκάβω σε βάθος το όρυγμα, μέχρι που άρχισε να φαίνεται από επάνω ο θησαυρός μαζί με το χώμα. Αφού λοιπόν κόπιασα πολύ σκάβοντας και πετώντας το χώμα, και είδα από επάνω απλωμένον κάτω όλον τον θησαυρό, όπως νομίζω, της γης, αμιγή και απαλλαγμένο από κάθε βρωμιά, κράζω από τότε που τον είδα και φωνάζω προς εκείνους που δυσπιστούν και δεν θέλουν να κοπιάσουν και να σκάψουν, αυτά· ‘Ελάτε να δείτε όλοι εσείς που δυσπιστείτε για τις θείες Γραφές’» (19Δ,495)
«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δεν φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου… Τον ασύληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (19Ε,273, στίχ. 87-90,96-7 & 100-101)
«Ωστόσο δεν τη νιώσαμε τη χάρη σου όλοι, ούτε το φωτισμό κι ούτε τη μέθεξη, ούτε πώς έτσι γεννηθήκαμε και τούτο μόλις ένας στους χίλιους είτε ένας στους δέκα χιλιάδες ένιωσε στη μυστική θεωρία τη χάρη» (19ΣΤ,311,στίχ.157-161)
«Τρέξετε, όσοι απ’ του Θεού κι απ’ των αγίων του όσοι τον εαυτό σας νιώθετε έξω απ’ τα χέρια να ’ναι. Τρέξετε αναπόσπαστα μαζί τους να δεθείτε με πίστη κι αγάπη θερμή κι όλη την προαίρεσή σας, πετάξτε κάθε φρόνημα και θέλημα δικό σας και τις ψυχές αφήστε τις στα χέρια τα δικά τους σαν τα εργαλεία τα άψυχα που τίποτα δεν κάνουν έξω απ’ τα χέρια ούτε ενεργούν καθόλου ούτε κινούνται. Δικό σας κάντε φρόνημα όσα φρονούν εκείνοι, επίσης και το άγιο το θέλημα εκείνων, που θέλημα είναι του Θεού, πράξτε κι εσείς» (19ΣΤ,377-379 στίχ.146-155)
«Από όσους τώρα είμαστε ιερείς ποιος είναι που έκανε τάχα κάθαρση των ανομιών του κι έτσι ν’ αγγίξει τόλμησε την ιερωσύνη; Και ποιος με παρρησία θα ομολογούσε, πως καταφρόνησε την κάτω δόξα κι είναι ιερέας της άνω δόξης μόνο; Ποιος είναι που έχει το Χριστό μόνο αγαπήσει κι έχει περιφρονήσει χρήματα και πράγματα; Ποιος στ’ απαραίτητα μονάχα αρκέστηκε;» (19ΣΤ,411, στίχ. 157-164)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αίτια του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέηση προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχρής τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε «δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σού διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;». Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· «άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αίτια αυτής της ενοχλήσεως». Και ο άγιος· «αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σού την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει». Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όραση εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· «είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;». Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αίτια λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχληση των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωση και αγάπη του προς αυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ,ΤΟΜΟΣ 19Α, σελ. 319-321)
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (19Δ, 159-161)
«[Η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή] ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής «Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ήμερων μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου». Αυτά και αλλά περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, «μού είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο». Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19, σελ. 51-53)
«Αυτήν εκίνησε ο πολυμήχανος εχθρός να μεταβεί στην βασιλεύουσα των πόλεων από τον πόθο του υιού. Αφού λοιπόν εισήλθε σ’ αυτήν, μόλις έμαθε την μοναχική διαμονή του υιού, πηγαίνει εκεί επειγόντως και πίπτοντας κάτω κοντά στην πύλη ζητεί με θρήνους να δει τον υιό. Ο πυλωρός λοιπόν μη υποφέροντας την ζωηρότητα της γυναικός την αναγγέλει στον Αρσένιο, προσθέτοντας ότι δηλώνει, «δεν θα σηκωθώ από εδώ, εάν δεν δω τον ποθητό υιό μου». Τι πράττει λοιπόν ο αληθινός μαθητής του αληθινού ποιμένος και διδασκάλου; «Εγώ», λέγει, «αφού ενεκρώθηκα ήδη για τον κόσμο, πώς θα επιστρέψω, αδελφέ, πίσω και θα δω, όπως λέγεις εσύ, εκείνην που με εγέννησε σαρκικώς; Έχω αυτόν που μ’ εγέννησε κατά πνεύμα, από τον οποίο θηλάζω το άδολο γάλα της χάριτος του Θεού, δηλαδή τον κατά Θεό πατέρα μου, ο οποίος είναι και μητέρα μου που μ’ εγέννησε πνευματικώς, όπως είπα, και με περιθάλπει στην αγκαλιά του ως νεογέννητο νήπιο. Δεν θα δεχθώ ποτέ να τον εγκαταλείψω και ν’ αυτομολήσω προς εκείνην, ακόμη και αν ακούσω ότι πέθανε στον πυλώνα». Άκουσε ο θυρωρός και εμήνυσε τα λεχθέντα στην μητέρα του Αρσενίου. Αφού λοιπόν εκείνη παρέμεινε στον πυλώνα με δάκρυα επί τρεις ημέρες, επέστρεψε στην πατρίδα της, χωρίς καν να δει τον Υιό της που δεν νικήθηκε από την φυσική στοργή» (19Α,109)
«Eσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβεις ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεση, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (19Α,401)
«Να βλέπεις τα μικρά παιδιά σαν να είναι τέλειοι άντρες και σάμπως να ’ναι επίσημοι να τα υπηρετείς» (19ΣΤ,σελ.193 στιχ.122-123)