Σύμφωνα με τις βασικές αντιλήψεις τους περί δικαιώσεως και εκκλησιαστικού ιερατείου, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν δέχονται την μετάνοια ως μυστήριο, της οποίας απορρίπτουν τα βασικά στοιχεία, την εσωτερική από αγάπη και πίστη συντριβή της ψυχής για τα αμαρτήματά της και την εξώτερη εξομολόγηση στο λειτουργό της Εκκλησίας. Κατ’ αυτούς στο μυστήριο του ιερού βαπτίσματος σφυρηλατείται ακατάλυτος δεσμός μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ώστε οποιαδήποτε αμαρτία μετά το βάπτισμα, μικρή ή μεγάλη, να μην μπορεί να διαλύσει το δεσμό αυτό και να τον αφανίσει. Βεβαίως οι μετά το βάπτισμα αμαρτάνοντες έχουν ανάγκη μετάνοιας· όμως η μετάνοιά τους αυτή, ως επάνοδος στη δια του βαπτίσματος χορηγηθείσα άφεση, δεν αποτελεί ιδιαίτερο μυστήριο, αλλά ζωογόνηση του μυστηρίου του βαπτίσματος.
Την εξομολόγηση απορρίπτουν οι Προτεστάντες σύμφωνα με τη βασική τους αντίληψη να λαμβάνουν άφεση αμαρτιών όχι μέσω της Εκκλησίας της οποίας αρνούνται τον ορατό χαρακτήρα, αλλ΄ απ’ ευθείας από το Θεό. Η εξομολόγηση, που δεν έχει διαταχθεί κατ’ αυτούς από τον Κύριο, είναι το πολύ ανεκτή περισσότερο για λόγους ψυχολογικούς. Ο ποιμένας αναγγέλλει στον εξομολογούμενο την υπόσχεση απλώς του Θεού περί αφέσεως των αμαρτιών, για να μην αποκάμει και απελπισθεί αμφιβάλλοντας αν οι αμαρτίες του είναι συγχωρημένες στον ουρανό. Ότι στο πνεύμα αυτό της εξομολογήσεως της στερούμενης του ιερατικού στοιχείου και κριτηρίου είναι δυνατό να χορηγήσει εν ανάγκη άφεση αμαρτιών και ένας λαϊκός, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272)