Η ίδρυση του μυστηρίου της ιερωσύνης από τον Κύριο απέβλεπε να καλύψει μια βαθιά ανάγκη της ζωής και της υπόστασης της Εκκλησίας. Ώς γνωρίζουμε, η Εκκλησία δεν είναι μόνο θείος οργανισμός αλλά και ανθρώπινος, δηλαδή θεανθρώπινος. Τη θεία της πλευρά απαρτίζει ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της, και το Πνεύμα το Άγιο αποτελεί τη ζωογόνο πνοή και την αγιαστική της αρχή. Από τη θεία της πλευρά εξεταζόμενη η Εκκλησία αποτελεί καθίδρυμα πνευματικό και αόρατο, προσιτό στον άνθρωπο μόνο δια της πίστεως, ενώ από την ανθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ως καθίδρυμα ιστορικό και καταστηματικό, του οποίου μέλη είναι άνθρωποι συγκεκριμένοι και ιστορικοί. Στην τελευταία της διάσταση, ως εξωτερικής κοινωνίας ανθρώπων, έχει ανάγκη, όπως και κάθε άλλη ιεραρχημένη κοινωνία ανθρώπων, μιας ειδικής τάξεως μελών της, του ιερατείου, το οποίο με τη δύναμη και την εξουσία που έχει από τον ιδρυτή της να κηρύσσει το λόγο του Θεού, να τελεί τα ιερά μυστήρια, να ποιμαίνει πνευματικά τα μέλη της και να διοικεί το σώμα της. Όλα αυτά επιτυγχάνονται δια του ιερού μυστηρίου της ιεροσύνης. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι το μυστήριο της ιεροσύνης είναι η θεοσύσταση εκείνη τελετή κατά την οποία δι’ ορισμένης ευχής και της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου στις κεφαλές των προχειριζομένων κατέρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία αναδεικνύει τον υποψήφιο σε ένα από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς, το διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο. Η χάρη του Κυρίου, αν και ενιαία, όμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τους υποψήφιους στον αντίστοιχο ιερατικό τους βαθμό. Άλλη είναι η χάρη του διακόνου, άλλη του πρεσβυτέρου και άλλη του επισκόπου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272-273)