ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
167. Μπορεί άλλο πρόσωπο εκτός από τον ιερέα να τελέσει το βάπτισμα;
Ναι μπορεί, σε έκτακτες όμως περιπτώσεις. Το βάπτισμα αυτό είναι ομοίως βάπτισμα ανάγκης. Γίνεται δε συνήθως ενόψη επικείμενου θανάτου. Όταν, λόγου χάρη, ένα αβάπτιστο παιδί ασθενήσει ξαφνικά και κινδυνεύει να πεθάνει, τότε μπορεί να το βαπτίσει και λαϊκός, άνδρας ή γυναίκα, κατά κανόνα όμως ορθόδοξος. Το βάπτισμα μπορεί να το κάνει σε νερό απλό και φυσικό, κάνοντας τις τρεις καταδύσεις και λέγοντας τα καθιερωμένα λόγια: «Βαπτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του Θεού τάδε... εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν». Ελλείψει ύδατος το βάπτισμα μπορεί να γίνει
και στον αέρα (αεροβαπτίσμα). Και στις δυο περιπτώσεις (κυρίως όμως στην πρώτη) το βάπτισμα είναι έγκυρο και δεν μπορεί να επαναληφθεί, όταν παρέλθει ο κίνδυνος θανάτου.
Το έκτακτο αυτό βάπτισμα τελεί και η Ρωμαϊκή Εκκλησία, διευρύνουσα όμως τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να το επιτελέσουν. Σε αντίθεση με τη δική μας Εκκλησία που επιτρέπει την τέλεσή του μόνο σε ορθόδοξους λαϊκούς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το επιτρέπει και σε μη χριστιανούς, σε Ιουδαίους και σε εθνικούς. Ότι όμως μια τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τη «λογική» και τον φυσικό κύκλο των μυστηρίων, είναι άκρως μηχανική, είναι προφανές και αυτονόητο.
Και οι Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται την τέλεση του βαπτίσματος από πρόσωπα λαϊκά, εκτός από τους Καλβινιστές, οι οποίοι, αποδεχόμενοι ότι ο Θεός σώζει και χωρίς το βάπτισμα τους προορισμένους στην αιώνια ζωή, δεν δίνουν καμιά σημασία στο έκτακτο βάπτισμα της ανάγκης.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 237-238)
166. Είναι σωστό το δι’ επιχύσεως βάπτισμα των Παπικών;
Όχι, δεν είναι. Διότι, κατά την ορθόδοξη πίστη, το βάπτισμα για να είναι έγκυρο και κανονικό, πρέπει να γίνεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος και δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ «ειλικρινές», δηλαδή αμιγές και καθαρό. Αν λείπει ένας από τους όρους αυτούς το μυστήριο είναι άκυρο. ‘Ως προς τον δεύτερο όμως όρο, δηλαδή την τριπλή κατάδυση, δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών.
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά χτίσματα κείμενα παραπλέυρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι.
Ομοίως μαρτυρεί η πράξη των αποσχισθεισών Εκκλησιών των Αρμενίων, Κοπτών και Αβυσσηνίων, που τελούν το βάπτισμα δια καταδύσεως. Είναι ενδεικτικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας στα έργα τους δεν μνημονεύουν άλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε το έκτακτο και κατ’ οικονομία βάπτισμα κλινικών, δηλαδή των ασθενών που, καθηλωμένοι στο κρεβάτι, δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, το οποίο γινότον δι’ επιχύσεως και ραντισμού.
Στο έκτακτο αυτό βάπτισμα στηριζόμενοι οι Ρωμαιοκαθολικοί και προφασιζόμενοι λόγους αστήρικτους, την τρυφερή ηλικία των νηπίων, τα οποία αν είναι ασθενικά κινδυνεύουν κατά την κατάδυση, το γήρας των λειτουργών με τις αρνητικές επιπτώσεις του, το άτοπο της γυμνώσεως προσώπων του ετέρου φύλου και γενικά τις δυσκολίες από το ψυχρό κλίμα των βορείων χωρών, ήδη από τον 14ο αιώνα το εκτάκτως γινόμενο βάπτισμα δι’ επιχύσεως εισήγαγαν ως κανονικό της Εκκλησίας θεσμό. Ότι όμως πρόκειται περί επιζήμιας καινοτομίας στη σειρά πολλών άλλων καινοτομιών της Εκκλησίας αυτής, μετά τα όσα είπαμε δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 236-237)
165. Τί φρονούν περί της ουσίας του βαπτίσματος οι Διαμαρτυρόμενοι;
Τα περί της ουσίας του βαπτίσματος διδάγματα των Διαμαρτυρομένων είναι ανάλογα προς τις περί προπατορικού αμαρτήματος και δικαιώσεως ως ιδιαίτερες αντιλήψεις τους. Ενώ για μας το βάπτισμα καταργεί την αμαρτία από την ψυχή του βαπτιζομένου αναγεννώντας και αναπλάσσοντας αυτόν (το ίδιο παρατηρείται και στη δικαίωση), κατά τους Προτεστάντες, το μυστήριο δεν εξαλείφει την ουσία του προπατορικού αμαρτήματος αλλ΄ απλώς αίρει την ενοχή την οφειλόμενη τόσο σ’ αυτό όσο και στις προσωπικές αμαρτίες των βαπτιζομένων, χωρίς ωστόσο να καθιστά άγιο και δίκαιο τον άνθρωπο, ενισχύοντας απλώς την πίστη του κι εξασθενώντας την υφιστάμενη αμαρτία. Η αμαρτία στον άνθρωπο συγχωρείται όχι για να μην υπάρχει, αλλά για να μην καταλογίζεται.
Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι σωστές. Όχι μόνο διαστρεβλώνουν την αληθινή έννοια της δικαιώσεως (άρση της αμαρτίας και αναγέννηση), αλλ΄ έρχονται σε αντίθεση προς τη διδασκαλία της Γραφής κατά την οποία το βάπτισμα είναι «λουτρόν παλιγγενεσίας». Ο όρος αυτός εκφράζει θαυμάσια την ουσία του βαπτίσματος. Το βάπτισμα κάνει τον άνθρωπο νέα γένεση, του χαρίζει καινούργια πνευματική ύπαρξη, από την οποία έχει αφαιρεθεί το στοιχείο της αμαρτίας, το δηλητήριο της φθοράς και του πνευματικού θανάτου.
Το βάπτισμα κατά τους Διαμαρτυρομένους δεν επαναλαμβάνεται. Σ’ αυτό συμφωνούν με τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Όμως η μη επανάληψη αυτή δεν οφείλεται στη μοναδικότητα της πνευματικής γεννήσεως που μόνο μια φορά γίνεται (όπως και η φυσική γέννηση) ούτε στο ότι το μυστήριο φέρει χαρακτήρα ανεξάλειπτο (Δυτικοί), αλλά στην ειδική συνθήκη που δημιουργείται στο βάπτισμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, η οποία από μέρους του Θεού είναι αμετακίνητη και ανεπανάλειπτη.
Όσοι εκ των Διαμαρτυρομένων δέχονται το μυστηριακό χαρακτήρα του βαπτίσματος αποδέχονται και τον νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αυτό όμως δεν γίνεται χωρίς αντίφαση προς τη θεμελιώδη προτεσταντική αρχή περί πίστεως, ως της μόνης δυνάμεως που προσδιορίζει την ενέργεια του μυστηρίου. Πώς μπορεί να ενεργήσει το βάπτισμα στα νήπια, τα οποία στερούνται λόγου και πίστεως; Προς εξοικονόμηση του πράγματος διατυπώθηκαν αλλόκοτες θεωρίες· ότι τα νήπια που είναι ευάρεστα στο Θεό και προστατεύονται από τους Αγγέλους, πιστεύουν κι αυτά χωρίς να κατανοούν το Θεό, όπως ο Δαβίδ στην κοιλιά της μητέρας του εξεδήλωνε την αφοσίωση του στο Θεό και ο Βαπτιστής Ιωάννης σκιρτούσε ομοίως στην κοιλιά της Ελισάβετ, όταν αυτή άκουε το χαιρετισμό της Παρθένου Μαρίας. Άλλωστε η πίστη δεν έχει ανάγκη του λόγου, ο οποίος καμιά φορά την εμποδίζει, αλλ΄ είναι προϊόν του παναγίου Πνεύματος.
Τέλος όσοι εκ των Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, Αρμινιανοί, Μεννωνίτες, Αναβαπτιστές) απορρίπτουν τον μυστηριακό χαρακτήρα του βαπτίσματος, φρονούντες ότι είναι απλή τελετή ιδρυθείσα όχι από τον Κύριο αλλά από τους Αποστόλους για τους εξ Ιουδαίων και εθνικών επιστρέφοντας των οποίων εδήλωνε δημόσια την είσοδο στην Εκκλησία, ή είναι απλή εικόνα της εσωτερικής καθάρσεως του ανθρώπου και σφραγίδα της αφέσεως των αμαρτιών στους πιστεύοντες και μετανοούντες, συναπορρίπτουν όλοι τον νηπιοβαπτισμό, του οποίου δεν κατανοούν τη φύση και τους σκοπούς.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 234-236)
Ανακαίνισις
Τα σπίτια, όταν παλιώσουν, πάντοτε τα διορθώνουμε.
Αυτό να κάνεις και με τον εαυτό σου. Αμάρτησες σήμερα;
Πάλιωσες την ψυχή σου; Να μην απογοητευτείς,
ούτε να μη ξαναπέσεις, αλλά ξανακάνε καινούργιο
το πνευματικό σου σπίτι με τη μετάνοια,
με δάκρυα, με εξομολόγηση και με την επιτέλεση καλών έργων.
Κι αυτό να μη παύσεις ποτέ να το κάνεις.
Ε.Π.Ε. 17,442
πώς συντελείται;
Πώς ανακαινίζεται; Με την πίστη, με την ελπίδα, με την προθυμία.
Στο εξής, λοιπόν, πρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε με θάρρος τα κακά.
Διότι, όσο περισσότερο παθαίνει το σώμα,
τόσο και πιο αγαθές ελπίδες έχει η ψυχή.
Και γίνεται λαμπρότερη, όπως ακριβώς το χρυσάφι,
που παραμένει περισσότερο μέσα στη φωτιά.
Ε.Π.Ε. 19,258
αναγέννησις
Ανακαίνισις σημαίνει, όταν αυτό, που ‘χει γεράσει, ξανανιώνει.
Σαν να γίνεται από ένα πράγμα, κάτι άλλο.
Ε.Π.Ε. 21,38
ξανάνιωμα
Και μεις είμαστε νέοι, η καλύτερα γίναμε νέοι.
Αν θέλουμε, μπορούμε να εξαφανίσουμε αυτό το γήρας.
Ό,τι παλιό, ας το πετάξουμε.
Ας πλυθούμε και θα φύγει κάθε ρυτίδα και κηλίδα και βρωμιά.
Και θα γίνουμε ωραίοι, ώστε να επιθυμήσει την ομορφιά μας ο Βασιλιάς.
Είναι δυνατόν, έστω κι αν έχουμε φτάσει στην έσχατη ασχήμια,
ν’ ανακτήσουμε την ομορφιά.
Ε.Π.Ε. 24,554
πνευματική, η μετάνοια
Τα ετοιμόρροπα σπίτια τα επισκευάζουμε.
Αυτό να κάνουμε και στον εαυτό μας.
Αν σήμερα παλαιώθηκες από την αμαρτία,
ν’ ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια.
Ε.Π.Ε. 30,286
μετά την ανάσταση
Στα σώματα μετά τη νεότητα έρχεται το γήρας.
Εδώ μετά το γήρας έρχεται η νεότητα,
και νεότητα παντοτινή, αν φυσικά θέλουμε.
Ε.Π.Ε. 36,168
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 176-177)
"Η ιστορία της Μαρίας, του Δημήτρη και του Γιώργου"
Μία ιστορία από το στόμα του π.Πορφυρίου: Η Μαρία και ο Δημήτρης ήταν αδέλφια.
Ο Δημήτρης είχε φίλο τον Γιώργο, γιατρό. Ο Γιώργος επισκεπτόταν το Δημήτρη στο σπίτι του. Έπειτα από καιρό, η Μαρία φανέρωσε στον αδερφό της το μυστικό της. Είχε ερωτευτεί βαθιά το Γιώργο και υπέφερε, πονούσε η καρδιά της και χτυπούσε δυνατά τα χέρια και τα πόδια της, βρεχόταν στον ιδρώτα, κάθε φορά που τον έβλεπε. Γι'αυτό παρεκάλεσε τον αδελφό της, να μην φέρνει πλέον το Γιώργο στο σπίτι, για να μην υποφέρει άδικα, μια που η οικογένεια του Γιώργου ήταν πλούσια και ανώτερη κοινωνικά και δε θα δεχόταν ποτέ νύφη τη φτωχή και άσημη Μαρία.
Από τότε ο Δημήτρης απέφευγε να καλεί το Γιώργο στο σπίτι του, προφασιζόμενος διάφορους λόγους και τον συναντούσε έξω στον κήπο.
Μια μέρα η Μαρία με επισκέφθηκε. Μου άνοιξε την καρδιά της, μου είπε τον καημό της κι εγώ την συμβούλεψα να κάνει προσευχή θερμή, διαίτερα τα χαράματα, τη νύχτα, πριν ξημερώσει, υψώνοντας τα χέρια προς το Θεό και παρακαλώντας Τον να γίνει το θέλημά Του.
Η Μαρία ακολούθησε πιστά τη συμβουλή μου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Γιώργος παραπονέθηκε στο Δημήτρη, διότι ανεξήγητα άλλαξε στάση απέναντί του, τον αποφεύγει και δεν τον βάζει πλέον μέσα στο σπίτι του.
Ο Δημήτρης του φανέρωσε την αιτία, παρουσιάζοντας το πρόβλημα της αδελφής του.
Τότε ο Γιώργος ξέσπασε σε δάκρυα και του εξομολογήθηκε ότι κι εκείνος έχει το ίδιο πρόβλημα, ότι αγαπάει πολύ τη Μαρία και εδώ και καιρό κάθε πρωί, βαθιά χαράματα, ξυπνά με το όραμα της Μαρίας μπροστά στα μάτια του. Ήταν η ώρα που προσευχόταν η Μαρία, όπως την συμβούλεψα.
Έτσι, με τη θερμή προσευχή, αποκαλύφθηκε το κρυφό αίσθημα των δύο καλών νέων και τελικά παντρεύτηκαν, ενώ στην αρχή είχαν αντιρρήσεις οι γονείς του Γιώργου.
[Γ 60-2]
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σ.189-190)
Η υπομονή στους πόνους
Όταν μας βρίσκει μια αρρώστια, καλά είναι να αφηνόμαστε στον Χριστό εν λευκώ.
Να σκεφτόμαστε ότι η ψυχή μας έχει μεγαλύτερη ανάγκη από υπομονή και δοξολογία
στους πόνους παρά από ατσαλένιο σώμα με το οποίο μπορούμε να κάνουμε μεγάλους σωματικούς αγώνες,
οι οποίοι όμως ίσως μας κάνουν να καυχηθούμε, χωρίς να το καταλάβουμε,
γιατί θα νομίσουμε ότι με το σπαθί μας θα κερδίσουμε τον Παράδεισο.
Ξέρετε πόσα χρόνια έχω άλλοτε υποφερτό πόνο και άλλοτε ανυπόφορο;
Ο υποφερτός είναι μια μόνιμη κατάσταση.[...]
Στην συνέχεια μου παρουσιάστηκε κάτι σκληρό στην κοιλιά,
μου είπαν ότι ήταν κήλη. Όταν κουραζόμουν, πονούσε και πρηζόταν πολύ.
Μια μέρα, παραμονή του Αγίου Παντελεήμονος, ήταν πρησμένο και πονούσα.
Έπρεπε όμως να πάω στην Σκήτη, στην ολονυκτία. Είπα: «θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνη»,
γιατί έπρεπε να πάω. Στην διάρκεια της αγρυπνίας σκέφθηκα να καθήσω λίγο,
αλλά είπα «αν κατεβάσω εγώ το στασίδι, για να καθήσω, θα το κατεβάσουν όλοι»,
οπότε προτίμησα να μην καθήσω καθόλου. Μετά από δώδεκα ώρες που κράτησε η αγρυπνία
υπέθεσα ότι θα χειροτερέψει πολύ. Όταν επέστρεψα στο Κελλί μου,
δεν πρόλαβα καλά-καλά να μπώ μέσα, χτύπησε το καμπανάκι. «Έ, Πάτερ, άνοιξε!»,
ακούω κάποιον να φωνάζει. Έβαλα τα γέλια. «Εντάξει, είπα, τώρα θα πάμε συνέχεια».
Και πράγματι σε λίγο ήρθαν και άλλοι και άλλοι. Το βράδυ που τελείωσα με τον κόσμο,
είδα ότι είχε εξαφανισθή τελείως! Την άλλη ημέρα, ενώ είχα ξεκουραστεί, πάλι παρουσιάστηκε!
Έπειτα με εμπόδιζε και με πονούσε, αλλά και το καμάρωνα κιόλας.
Αφού ο Χριστός το ήξερε, ήξερε και ότι με βοηθάει, γι’ αυτό το άφηνε.
Πέντε χρόνια κράτησε αυτό. Ξέρεις τί δυσκολία;
-Και τότε, Γέροντα, που είχατε πρόβλημα με τα πόδια σας;
-Εκείνο ήταν άλλο. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Όταν ερχόταν κόσμος,
ζοριζόμουν. Πέρασε εκείνο, μετά άρχισε η αιμορραγία. «Ελκώδη κολίτιδα», μου είπαν.
Αλλη ιστορία... Πάνε επτά χρόνια με αιμορραγίες, με πόνους...
Αλλά μη στενοχωριέσθε, μόνο να εύχεσθε για την υγεία της ψυχής μου.
Εγώ χαίρομαι που με τίμησε ο Θεός και μου έδωσε αυτό το δώρο και δεν θέλω να μου το στερήσει.
Δόξα τω Θεώ, ο Θεός το επιτρέπει, για να βοηθηθώ κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Έτσι δίνουμε εξετάσεις στην υπομονή. Τώρα αυτό, ύστερα το άλλο... «Υπομονής χρείαν έχομεν».
Γιατί, αν εμείς που έχουμε λίγο φόβο Θεού, δεν κάνουμε υπομονή, τί θα κάνουν οι κοσμικοί;
Αν και βλέπω ότι πολλοί λαϊκοί μας ξεπερνούν στην αρετή. [...]
Ο Χριστός είπε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».
Βλέπετε, ο Θεός δεν ευχαριστήθηκε τόσο από τις ελεημοσύνες του Ιώβ,
όταν είχε όλα τα αγαθά, όσο από την υπομονή του τον καιρό της δοκιμασίας .
-Γέροντα, όταν λέτε ότι ένας άρρωστος κάνει υπομονή στους πόνους,
εννοείτε ότι δεν δείχνει καθόλου ότι πονάει;
-Στην εσχάτη ανάγκη μπορεί να αφήσει να γίνει στους άλλους λίγο αντιληπτό.
Μπορεί να πει ότι πονάει, αλλά όχι σε τί βαθμό. Γιατί, αν δεν το κάνει καθόλου
γνωστό στους άλλους, οι άλλοι μπορεί να σκανδαλίζωνται από κάποια συμπεριφορά του.
Αν λ.χ. ένας μοναχός υποφέρει από κάτι και δεν μπορεί να πάει στην Ακολουθία,
ίσως να βλαφτεί κάποιος που δεν έχει καλούς λογισμούς.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 213-215)
Δίψα Θεού… Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πώς να μη σε ζητώ; Εσύ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.
Τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στο Μοναστήρι, γνώρισε η ψυχή μου τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Πολύ μας αγαπά ο Κύριος αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο, και γράφω την αλήθεια για χάρη του λαού.
Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ. Πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό.
Η χάρη του Θεού δίνει δύναμη για να αγαπάς τον Αγαπημένο. Τότε η ψυχή μου έλκεται αδιάκοπα προς την προσευχή και δεν μπορεί να λησμονήσει τον Κύριο ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Τι να σου ανταποδώσω Κύριε ή ποιον ύμνο να Σου προσφέρω; Εσύ δίνεις τη χάρη Σου, για να φλέγεται αδιάλειπτα η ψυχή από αγάπη και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε ημέρα από τη θεϊκή αγάπη.
Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεό και προσεύχεται ημέρα και νύχτα, γιατί το όνομα του Κυρίου είναι γλυκό και πολυπόθητο για την ψυχή που προσεύχεται και την προσελκύει στην αγάπη του Θεού.
Έζησα πολύ καιρό στη γη και άκουσα και είδα πολλά. Η ψυχή ζει πολύ στη γη και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανό και τον ήλιο, αγαπά τους όμορφους κήπους, τη θάλασσα και τα ποτάμια, τα δάση και τα λιβάδια. Αγαπά ακόμη η ψυχή και τη μουσική και όλα αυτά τα επίγεια την ευφραίνουν.
Όταν, όμως, γνωρίσει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν θέλει πια να βλέπει τα επίγεια. Είδα επίγειους βασιλείς στη δόξα τους και πολύ το εκτιμούσα. Όταν, όμως, η ψυχή γνωρίσει τον Κύριο, λίγο θα ενδιαφέρεται για όλη τη δόξα των βασιλέων. Τότε η ψυχή διψά τον Κύριο και ποθεί αχόρταγα νύχτα και ημέρα να δει τον Αόρατο, να ψηλαφήσει τον Αψηλάφητο.
Γνωρίζω, Κύριε, πως αγαπάς το λαό Σου, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την αγάπη Σου και θορυβούνται όλοι οι λαοί της γης και οι σκέψεις τους είναι σαν τα σύννεφα που τα παρασύρει ο άνεμος σε όλα τα μέρη.
Οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει Εσένα, τον Δημιουργό τους, και ζητούν την ελευθερία τους, χωρίς να εννοούν ότι Εσύ είσαι Ελεήμων, αγαπάς, όσους μετανοούν, και τους δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Όταν η ψυχή γνωρίσει εν Αγίω Πνεύματι τον Κύριο, τότε από τη χαρά της λησμονεί τον ήλιο και όλη την κτίση και παύει να ενδιαφέρεται για την επίγεια γνώση. Ο Κύριος μας έδωσε το Άγιο Πνεύμα και μάθαμε το άσμα του Κυρίου και από τη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού λησμονούμε τα επίγεια. Η αγάπη του Θεού Κυρίου είναι φλογερή και σβήνει τη μνήμη της γης.
Όποιος την έζησε, αυτός την αναζητεί ακούραστα, ημέρα και νύχτα, και έλκεται από αυτήν. Απομακρυνόμαστε από την αγάπη με την υπερηφάνεια και την κενοδοξία, με την αντιπάθεια για τον αδελφό ή το φθόνο, με την κατάκριση του αδελφού. Μας εγκαταλείπει, όταν έχουμε εμπαθείς σκέψεις, όταν προσηλωνόμαστε στα γήινα. Για όλα αυτά απομακρύνεται η χάρη και έρημη η ψυχή πλήττει και ποθεί με πόνο τον Θεό, όπως έπληττε και ο Αδάμ ο πατέρας μας μετά την έξωσή του από τον παράδεισο και φώναζε με δάκρυα προς τον Θεό: «Σε νοσταλγεί η ψυχή μου, Κύριε, και με δάκρυα Σε ζητώ. Το ιλαρό και πράο βλέμμα Σου αιχμαλώτισε την ψυχή μου και το πνεύμα μου ευφραινόταν μέσα στον παράδεισο, όπου έβλεπα το πρόσωπό Σου».
Οι άνθρωποι αγνοούν τη δύναμη της θεϊκής ταπεινώσεως του Χριστού και γι’ αυτό ελκύονται από τα γήινα. Αλλά δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη αυτών των λόγων χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Και όποιος τη γνώρισε αυτός δεν θα εγκαταλείψει την επιστήμη αυτή, έστω και αν του χάριζαν όλα τα βασίλεια του κόσμου.
Η ψυχή μοιάζει με τη νύμφη και ο Κύριος με Νυμφίο. Και αγαπούν ο ένας τον άλλο και ποθούν ο ένας τον άλλο. Ο Κύριος με την αγάπη Του ποθεί την ψυχή και λυπάται, αν δεν αναπαύεται σε αυτή το Άγιο Πνεύμα. Και η ψυχή που γνώρισε τον Κύριο ποθεί Αυτόν, γιατί σε Αυτόν κρύβεται η ζωή και η χαρά της.
Πολλοί πρίγκιπες και άρχοντες, όταν γνώρισαν την αγάπη του Θεού εγκατέλειψαν τους θρόνους τους. Και αυτό είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη του Θεού είναι φλογερή.
Γλυκαίνει την ψυχή με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος ως το σημείο που να δακρύζει, και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.
Όποιος γνώρισε τον Θεό με το Άγιο Πνεύμα, εκείνος λησμονεί τη γη, σαν να μην υπάρχει, αλλά μετά την προσευχή ανοίγει τα μάτια του και πάλι την ξαναβλέπει.
Κύριε ελεήμον, φώτισέ μας με τη χάρη Σου και αυτή θα θερμάνει τις καρδιές μας, για να Σε αγαπούμε.
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
2,15. «απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ»
Γιατί αυτές, στο νεκρό σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, δεν βρήκαν αμαρτία και φθορά [17], αλλά αναμαρτησία και παν-αγιότητα.
Και αυτό σημαίνει ότι: το ανθρώπινο σώμα, ο άνθρωπος, δεν είναι πλέον δούλος της αμαρτίας, και όταν δεν είναι δούλος της αμαρτίας, δεν είναι και δούλος του θανάτου και γι’ αυτό δεν μπορεί να βρεθεί στην δουλεία του θανάτου, δεν μπορεί να κρατηθεί στο βασίλειο του θανάτου [18].
Το καύχημα του θανάτου ήταν η ανθρώπινη αμαρτία, σε όλες τις εκδηλώσεις της.
Η υπερηφάνεια του θανάτου ήταν η αμαρτία, γιατί αυτή έσπειρε το θάνατο σε όλο το ανθρώπινο γένος και σε αυτόν κρατούσε όλους τους ανθρώπους, τους οποίους είχε υποτάξει σε μια δουλεία ατέλειωτη και ανελέητη.
Και τώρα! Ιδού το Σώμα, στο οποίο δεν υπάρχει αμαρτία. Ο θάνατος δεν έχει αιτία ή έστω και αφορμή για να συλλάβει και πολύ περισσότερο να κρατήσει αυτό το Σώμα.
”Ω! Ποια ντροπή για τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους, τις παν-νικήτριες δυνάμεις, μέχρι την στιγμή αυτή. Λοιπόν, μέχρι τώρα δεν υπήρχε τέτοιο ανθρώπινο Σώμα στην γη! Και ιδού, ο θάνατος βρίσκεται μπροστά σε τέτοιο Σώμα! Πώς θα μπορούσε ο θάνατος να νικήσει τον Αναμάρτητο;
Όμως, με την βοήθεια της αμαρτίας προσπάθησε να νικήσει τον Αθάνατο. Αλλά σε Αυτόν δεν υπάρχει αμαρτία! ”Ω! Ποια ντροπή για τον θάνατο και για τους κυρίους του: τις αρχές και τις εξουσίες της αμαρτίας και του κακού, τους διαβόλους!
"Ω! Ποια η αδυναμία τους, ποιο το μέγεθος της!
Λοιπόν, ούτε ο ίδιος ο σατανάς, μαζί με όλες του τις δυνάμεις, δεν μπορεί να κρατήσει τον Αναμάρτητο Θεάνθρωπο στον θάνατο! Ιδού η ήττα τους, ιδού ο θάνατός τους! Είναι «εξευτελισμένες», ντροπιασμένες αιώνια. Τα όπλα τους θρυμματισμένα, συντριμμένα, ο θάνατος «νεκρός», οι δυνάμεις του όχι μόνο διεσπασμένες, αλλά ολοκληρωτικά κατεστραμμένες. Με τον Μοναδικό Αναμάρτητο!
Από τότε αρχίζει η αιώνια ήττα των πονηρών δυνάμεων, η αιώνια αδυναμία τους απέναντι στο ανθρώπινο όν. «Πρωτίστως» απέναντι στον Θεάνθρωπο και μετά, απέναντι σε όλους αυτούς που Τον ακολουθούν.
Γιατί η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν πλέον δύναμη και εξουσία στους ανθρώπους του Χριστού.
Και όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ακόλουθοι του Χριστού, γιατί ο Μοναδικός φιλάνθρωπος για όλους τις παντοειδείς ταπεινώσεις και τα μαρτύρια υπέφερε, για όλους τον θάνατο εκούσια δέχτηκε, για όλους αναστήθηκε, για όλους την Eκκλησία εγκαθίδρυσε, για όλους το άγιο μυστήριο του βαπτίσματος κατάρτισε, για όλους και τα λοιπά ιερά μυστήρια και τις άγιες αρετές και τις άγιες δυνάμεις, τις παν-νικούσες σε όλες τις μάχες, εναντίον της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, φιλάνθρωπα πρόσφερε.
Με τον σταυρικό θάνατο του Αναμάρτητου Κυρίου, έπαυσε να ισχύει η «υποδούλωσή» μας απέναντι στον θάνατο και στον διάβολο.
Γιατί σε μας όλες οι αμαρτίες, «χάριν» της φιλανθρωπίας του Κυρίου, είναι συχωρεμένες [19].
Είναι συχωρεμένες και «κατά συνέπειαν», πεθαμένες, γιατί δεν έχουν πλέον δύναμη εναντίον μας, γιατί τις νικήσαμε όλες «κατά κράτος», με την δύναμη του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Και «πρωτίστως» νικήσαμε τον πιο φοβερό εχθρό μας, τον θάνατο! Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος αναφωνεί: «που σου, θάνατε, το κέντρον, που σου, άδη, το νίκος;» (Α' Κορ. 15,55).
Ενώ οι άνθρωποι ήσαν καταδικασμένοι σε θάνατο, «κατέστησαν» αθάνατοι με την δύναμη του Μοναδικού Αναμάρτητου, και νικούν πλέον όλους τους θανάτους και όλες τις αμαρτίες, σε όλα τα «πεδία».
Σε αυτό ακριβώς «έγκειται» η δόξα μας και η «αισχύνη», η ντροπή των αντίπαλων δυνάμεων. Η δόξα του ανθρώπινου «όντος», που «πληρώθηκε» με «κάθε πλήρωμα του Θεού», του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Δόξα και «παν-ισχύς». Η αθάνατη δόξα και η αθάνατη «παν-ισχύς» των πιστών χριστιανών, των «Χριστοεπιθυμούντων αθανάτων», γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει θάνατος, ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κείνο τον κόσμο. Αλλά παντού υπάρχει Αυτός, υπάρχει «εν πάσι» Αυτός, ο Μοναδικός Αναμάρτητος και ο Μοναδικός Παντοδύναμος, ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός.
17. Το Σώμα του Κυρίου μας, σαν «τελείως» Αναμάρτητο και ενωμένο πάντοτε με την Θεότητα, ακόμη και στον τάφο, δεν το πλησίασε καθόλου η φθορά.
18. αν φυσικά το θελήσει και ο ίδιος ο άνθρωπος.
19. Με το άγιο μυστήριο του βατπίσματος και μετά, με το άγιο μυστήριο της εξομολογήσεως.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 92-95)
“Ανάσταση κι αγάπη λαμπερή,
κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει
και ξημερώνει μέρα και φορεί
στολή μ’ αστέρια κ’ άνθια κεντημένη…
και μέσα στην καρδιά μου μυστικά
νιώθω να ξημερώνει μια ημέρα,
με κάλλη πλέον μαγικά,
απ’ όσα είναι στη γη και στον αιθέρα.”
164. Ποια είναι η τύχη των νηπίων που πεθαίνουν αβάπτιστα;
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο και δεν μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτό από την οπτική γωνία της γης. Μόνο στην άλλη ζωή θα το εννοήσουμε, όπως γενικότερα θα εννοήσουμε και την τύχη του ανθρώπου αμέσως μετά το θάνατο. Το ζήτημα της τύχης των νηπίων που πεθαίνουν αβάπτιστα ανάγεται τελικά, στην ευσπλαχνία και την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος οικονομεί τη ζωή και το θάνατο όλων των λογικών πλασμάτων του.
Το ερώτημα που θέσαμε είναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται από δύο βασικές προτάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους· πρώτον, τα νήπια που πεθαίνουν αβάπτιστα επειδή φέρουν το προπατορικό αμάρτημα δεν μπορούν να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών και δεύτερον, τα αυτά νήπια επειδή δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες δεν μπορούν να εξακοντισθούν στην αιώνια κόλαση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει: «Τους δε (τα νήπια που πέθαναν αβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κριτού ως ασφραγίστους μεν απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον ή δράσαντας». Να υποθέσουμε ότι τα αβάπτιστα νήπια βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ παραδείσου και κολάσεως (υπάρχει μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση;) ή ότι υφίστανται ελαφρότατες βασάνους;
Εν πάση όμως περιπτώσει θεωρίες που διατυπώνονται από ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους προς εξοικονόμηση της δυσχέρειας, ότι οι προσευχές των γονέων μπορούν να σώσουν τα αβάπτιστα νήπια ή ότι αυτά, αποκτώντα συνείδηση, μπορούν να σωθούν δια του βαπτίσματος του πόθου προς το βάπτισμα, είναι θεωρίες αλλόκοτες και αστήρικτες που έρχονται σε αντίθεση προς την περί βαπτίσματος διδασκαλία της πίστεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 233-234)