164. Ποια είναι η τύχη των νηπίων που πεθαίνουν αβάπτιστα;
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο και δεν μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτό από την οπτική γωνία της γης. Μόνο στην άλλη ζωή θα το εννοήσουμε, όπως γενικότερα θα εννοήσουμε και την τύχη του ανθρώπου αμέσως μετά το θάνατο. Το ζήτημα της τύχης των νηπίων που πεθαίνουν αβάπτιστα ανάγεται τελικά, στην ευσπλαχνία και την αγαθότητα του Θεού, ο οποίος οικονομεί τη ζωή και το θάνατο όλων των λογικών πλασμάτων του.
Το ερώτημα που θέσαμε είναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται από δύο βασικές προτάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους· πρώτον, τα νήπια που πεθαίνουν αβάπτιστα επειδή φέρουν το προπατορικό αμάρτημα δεν μπορούν να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών και δεύτερον, τα αυτά νήπια επειδή δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες δεν μπορούν να εξακοντισθούν στην αιώνια κόλαση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει: «Τους δε (τα νήπια που πέθαναν αβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κριτού ως ασφραγίστους μεν απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον ή δράσαντας». Να υποθέσουμε ότι τα αβάπτιστα νήπια βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ παραδείσου και κολάσεως (υπάρχει μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση;) ή ότι υφίστανται ελαφρότατες βασάνους;
Εν πάση όμως περιπτώσει θεωρίες που διατυπώνονται από ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους προς εξοικονόμηση της δυσχέρειας, ότι οι προσευχές των γονέων μπορούν να σώσουν τα αβάπτιστα νήπια ή ότι αυτά, αποκτώντα συνείδηση, μπορούν να σωθούν δια του βαπτίσματος του πόθου προς το βάπτισμα, είναι θεωρίες αλλόκοτες και αστήρικτες που έρχονται σε αντίθεση προς την περί βαπτίσματος διδασκαλία της πίστεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 233-234)