165. Τί φρονούν περί της ουσίας του βαπτίσματος οι Διαμαρτυρόμενοι;
Τα περί της ουσίας του βαπτίσματος διδάγματα των Διαμαρτυρομένων είναι ανάλογα προς τις περί προπατορικού αμαρτήματος και δικαιώσεως ως ιδιαίτερες αντιλήψεις τους. Ενώ για μας το βάπτισμα καταργεί την αμαρτία από την ψυχή του βαπτιζομένου αναγεννώντας και αναπλάσσοντας αυτόν (το ίδιο παρατηρείται και στη δικαίωση), κατά τους Προτεστάντες, το μυστήριο δεν εξαλείφει την ουσία του προπατορικού αμαρτήματος αλλ΄ απλώς αίρει την ενοχή την οφειλόμενη τόσο σ’ αυτό όσο και στις προσωπικές αμαρτίες των βαπτιζομένων, χωρίς ωστόσο να καθιστά άγιο και δίκαιο τον άνθρωπο, ενισχύοντας απλώς την πίστη του κι εξασθενώντας την υφιστάμενη αμαρτία. Η αμαρτία στον άνθρωπο συγχωρείται όχι για να μην υπάρχει, αλλά για να μην καταλογίζεται.
Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι σωστές. Όχι μόνο διαστρεβλώνουν την αληθινή έννοια της δικαιώσεως (άρση της αμαρτίας και αναγέννηση), αλλ΄ έρχονται σε αντίθεση προς τη διδασκαλία της Γραφής κατά την οποία το βάπτισμα είναι «λουτρόν παλιγγενεσίας». Ο όρος αυτός εκφράζει θαυμάσια την ουσία του βαπτίσματος. Το βάπτισμα κάνει τον άνθρωπο νέα γένεση, του χαρίζει καινούργια πνευματική ύπαρξη, από την οποία έχει αφαιρεθεί το στοιχείο της αμαρτίας, το δηλητήριο της φθοράς και του πνευματικού θανάτου.
Το βάπτισμα κατά τους Διαμαρτυρομένους δεν επαναλαμβάνεται. Σ’ αυτό συμφωνούν με τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Όμως η μη επανάληψη αυτή δεν οφείλεται στη μοναδικότητα της πνευματικής γεννήσεως που μόνο μια φορά γίνεται (όπως και η φυσική γέννηση) ούτε στο ότι το μυστήριο φέρει χαρακτήρα ανεξάλειπτο (Δυτικοί), αλλά στην ειδική συνθήκη που δημιουργείται στο βάπτισμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, η οποία από μέρους του Θεού είναι αμετακίνητη και ανεπανάλειπτη.
Όσοι εκ των Διαμαρτυρομένων δέχονται το μυστηριακό χαρακτήρα του βαπτίσματος αποδέχονται και τον νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αυτό όμως δεν γίνεται χωρίς αντίφαση προς τη θεμελιώδη προτεσταντική αρχή περί πίστεως, ως της μόνης δυνάμεως που προσδιορίζει την ενέργεια του μυστηρίου. Πώς μπορεί να ενεργήσει το βάπτισμα στα νήπια, τα οποία στερούνται λόγου και πίστεως; Προς εξοικονόμηση του πράγματος διατυπώθηκαν αλλόκοτες θεωρίες· ότι τα νήπια που είναι ευάρεστα στο Θεό και προστατεύονται από τους Αγγέλους, πιστεύουν κι αυτά χωρίς να κατανοούν το Θεό, όπως ο Δαβίδ στην κοιλιά της μητέρας του εξεδήλωνε την αφοσίωση του στο Θεό και ο Βαπτιστής Ιωάννης σκιρτούσε ομοίως στην κοιλιά της Ελισάβετ, όταν αυτή άκουε το χαιρετισμό της Παρθένου Μαρίας. Άλλωστε η πίστη δεν έχει ανάγκη του λόγου, ο οποίος καμιά φορά την εμποδίζει, αλλ΄ είναι προϊόν του παναγίου Πνεύματος.
Τέλος όσοι εκ των Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, Αρμινιανοί, Μεννωνίτες, Αναβαπτιστές) απορρίπτουν τον μυστηριακό χαρακτήρα του βαπτίσματος, φρονούντες ότι είναι απλή τελετή ιδρυθείσα όχι από τον Κύριο αλλά από τους Αποστόλους για τους εξ Ιουδαίων και εθνικών επιστρέφοντας των οποίων εδήλωνε δημόσια την είσοδο στην Εκκλησία, ή είναι απλή εικόνα της εσωτερικής καθάρσεως του ανθρώπου και σφραγίδα της αφέσεως των αμαρτιών στους πιστεύοντες και μετανοούντες, συναπορρίπτουν όλοι τον νηπιοβαπτισμό, του οποίου δεν κατανοούν τη φύση και τους σκοπούς.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 234-236)