ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

(*) Μετά το συμπέρασμα κ 30-31 το τεμάχιο αυτό προκαλεί την έκπληξη του αναγνώστη. Η συγγραφή του τεμαχίου αυτού πρέπει να είναι μεταγενέστερη από αυτήν του όλου ευαγγελίου, πρέπει όμως να έγινε και αυτή νωρίτατα και να προστέθηκε στο υπόλοιπο ευαγγέλιο πριν ακόμη δημοσιευτεί και κυκλοφορήσει αυτό, διότι διαφορετικά θα είχαμε δύο οικογένειες χειρογράφων, τη μία χωρίς το Παράρτημα και την άλλη με αυτό. Πρέπει λοιπόν να τοποθετήσουμε το χρόνο της συγγραφής του Παραρτήματος ανάμεσα στο χρόνο της συγγραφής των είκοσι πρώτων κεφαλαίων του κατά Ιωάννην και στο χρόνο της δημοσίευσής του (g).
Για τη γνησιότητά του θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει μαζί με τον Stier, ότι ουδέποτε καμία δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση σε όλη την εκκλησία μέχρι τα χρόνια του Grotius, που πρώτος διατύπωσε μία τέτοια αμφιβολία όχι από κάποια άλλη αιτία, αλλά για το συμπέρασμα στο κ 30-31, με το οποίο φαίνεται να τελειώνει το όλο ευαγγέλιο. Ως προς τα εσωτερικά τεκμήρια θα σημείωνε κάποιος, ότι «σε κάθε μέρος του εμφανίζεται σαφώς και απαραγνώριστα το χέρι του Ιωάννου καθώς και ο χαρακτήρας του και το πνεύμα με τρόπο, ώστε και αυτοί οι περισσότερο προκατειλημμένοι να αναγνωρίζουν αυτά» (Alford). Ο Luthardt (Λούθηρος) θεωρεί μόνο τους δύο τελευταίους στίχους ότι προστέθηκαν από την εκκλησία της Εφέσου. Αλλά το επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής που αντλείται από το «οίδαμεν (γνωρίζουμε)» του στίχου 24, εξασθενεί από το ακόλουθο «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 (ο).
Ο λόγος, για τον οποίο σαν κάποιο υστερόγραφο προστέθηκε το κεφάλαιο αυτό, υπήρξε ώστε να ξεπεραστούν κάποιες παρεξηγήσεις των λόγων του Κυρίου. Μαράν αθά ήταν το σύνθημα της πρώτης χριστιανικής γενεάς (Α΄ Κορ. ιστ 22) και κατ’ αρχάς πάρα πολλοί χριστιανοί πίστευαν, ότι η Παρουσία ήταν κοντά (Ιω. ιδ 8 και Α΄ Ιω. β 28). Κατά το χρόνο όμως της συγγραφής του τετάρτου ευαγγελίου η ελπίδα της γρήγορης έλευσης του Χριστού σβηνόταν, αλλά υπήρχαν ακόμη αυτοί που πίστευαν, ότι ο Κύριος υποσχέθηκε είτε με τα λόγια στο Ιω. κα 22 είτε με λόγια όμοια με αυτά στο Μάρκ. θ 1, ότι θα επέστρεφε πριν ακόμη πεθάνουν όλοι οι απόστολοι. Συνεπώς, όταν ο τελευταίος επιζών απόστολος προσέγγιζε προφανώς στο τέλος της ζωής του, πρέπει να υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι βρίσκονταν σε κάποιο σκανδαλισμό και απορία (β). Ο Ιωάννης λοιπόν ήθελε να βάλει τέρμα στις πλανημένες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κύριος είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι δεν θα πέθαινε (F).

Ιω. 21,1 Μετὰ ταῦτα(1) ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν(2) πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος(3)· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως(4).
1Αργότερα ο Ιησούς εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές στην όχθη της λίμνης της Τιβεριάδας. Και να πώς εμφανίστηκε:
(1) Μετάβαση οικεία στον Ιωάννη (ε 1,στ 1, ζ 1 κλπ.). Χρησιμεύει, για να συνδέσει το παράρτημα με το ευαγγέλιο και ειδικά με την αφήγηση της δεύτερης εμφάνισης στους έντεκα (g).
(2) «Διότι δεν συναναστρεφόταν συνεχώς με αυτούς όπως πριν, αλλά με διαλείμματα. Τα ρήματα εφανέρωσε και εφάνη και ώφθη και τα σχετικά υποδηλώνουν, ότι σύμφωνα με τη φύση της αφθαρσίας του σώματος ήταν αόρατος σε φθαρτά μάτια, αλλά από συγκατάβαση και για να εκπληρώσει το θείο σχέδιο φανερωνόταν» (Ζ).
Προτίμησε το ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν αντί για το φανερώθηκε, για να δείξει την εκούσια αποκάλυψη αυτού που έχει πνευματικό μεν και άφθαρτο και αμόλυντο σώμα, όχι όμως ακόμη θεωμένο και δοξασμένο, όπως όταν αποκαλύφθηκε στον Παύλο (δ), για να δηλωθεί η ελεύθερη και ενσυνείδητη θέληση, («ότι αν δεν ήθελε… δεν γινόταν ορατός» Θφ), με την οποία ο Ιησούς έβγαινε από τη σφαίρα της αορασίας, για να φανερώνει τον εαυτό του. Και η φράση αυτή συνηθισμένη στον Ιωάννη. Δες ζ 4 καθώς και η παράλληλη φράση ετάραξεν εαυτόν στο ια 33 (g).
(3) Στην Κ.Δ. είναι ονομασία καθαρά Ιωάννεια (στ 1). Οι συνοπτικοί λένε θάλασσα της Γαλιλαίας (Ματθ. δ 18) ή λίμνη της Γεννησαρέτ (Λουκ. ε 1). Η Π.Δ. καμμία από τις δύο ονομασίες δεν γνωρίζει, ενώ ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί και τις δύο. Η εμφάνιση λοιπόν έγινε στη Γαλιλαία. Έτσι η αφήγηση του Ιωάννη συνδέει την αφήγηση του Ματθαίου, ο οποίος εκτός από την εμφάνιση στις Μυροφόρες στην Ιερουσαλήμ και στον τάφο, δεν αφηγείται παρά μία στη Γαλιλαία εμφάνιση του Ιησού, με αυτήν του Λουκά, η οποία αναφέρει μόνο τις εμφανίσεις στην Ιερουσαλήμ και Ιουδαία. Η αφήγηση του Ιωάννη αποδεικνύει, ότι εμφανίσεις του Ιησού έγιναν και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία. Οι απόστολοι μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεψαν στη Γαλιλαία και ξαναέπιασαν εκεί προσωρινά το βιοτικό επάγγελμά τους. Γύρω στο τέλος όμως των σαράντα ημερών, αναμφίβολα με εντολή του Ιησού, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ (g).
(4) «Όπως θα πει» (Ζ). Ο Λούθηρος σημειώνει ότι η φράση αυτή τονίζει τη σημασία της διήγησης που ακολουθεί (ο). Το σώμα του Κυρίου, αν και ήταν αληθινό και πραγματικό σώμα ήταν συγχρόνως και πνευματικό σώμα, όπως θα είναι μετά την καθολική ανάσταση και το δικό μας σώμα. Και ως πνευματικό σώμα ήταν ορατό μόνο όταν ο Κύριος ήθελε να εμφανίσει τον εαυτό του, ή και ερχόταν και απομακρυνόταν τόσο γρήγορα ώστε μπορούσε να είναι σε μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, και εδώ και εκεί.

Ιω. 21,2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(1), καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας(2), καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου(3), καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο(4_.
2Ήταν μαζί ο Σίμων Πέτρος, ο Θωμάς που λεγόταν Δίδυμος, ο Ναθαναήλ, που καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου κι άλλοι δύο από τους μαθητές του.
(1) Ο Θωμάς ήταν ένας από τους επτά αυτούς μαθητές και ονομάζεται αμέσως μετά τον Πέτρο, σαν να ήταν παρών τώρα στις συναντήσεις των αποστόλων πυκνότερα από ό,τι άλλοτε. Είναι καλό και αξιέπαινο, εάν οι ζημιές, τις οποίες υποστήκαμε λόγω της αμέλειάς μας, μάς κάνουν προσεκτικούς και επιμελείς, ώστε στο εξής να μην χάνουμε τις ευκαιρίες, όπως συμβαίνει τώρα και με το Θωμά. Απουσίαζε κατά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου στους δώδεκα, αλλά τώρα είναι παρών.
(2) Η εξήγηση αυτή για τον Ναθαναήλ δεν δόθηκε στο κεφάλαιο α. Ο συγγραφέας λοιπόν επανορθώνει την αποσιώπηση (g).
(3) Για πρώτη φορά στο ευαγγέλιο αναφέρονται οι υιοί Ζεβεδαίου (μ). Αναφέρονται όμως τελευταίοι ανάμεσα σε αυτούς που ονομάζονται. Είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι σε όλους τους αποστολικούς καταλόγους συνδέονται με τον Πέτρο στην πρώτη γραμμή. Η μόνη εξήγηση είναι, ότι ο συγγραφέας είναι ένας από τους γιους Ζεβεδαίου. Και όπως παντού αποφεύγει να ονομάσει τον εαυτό του, έτσι και εδώ υποδηλώνει απλώς, ότι ήταν παρών, χωρίς και να σημειώνει ξεκάθαρα το όνομα του εαυτού του ή του αδελφού του (g).
(4) Η φράση υποδηλώνει, ότι και οι επτά ήταν από τους δώδεκα, διότι με τη φράση «οι μαθητές του» γενικώς δηλώνονται οι Δώδεκα (β). Εάν τώρα ο ευαγγελιστής δεν κατονομάζει τους δύο τελευταίους, οφείλεται αυτό στο ότι δεν δόθηκε σε αυτόν αφορμή να μιλήσει για αυτούς στα προηγούμενα είκοσι κεφάλαια του ευαγγελίου (F).
Σοβαρή όμως και η γνώμη του g, σύμφωνα με την οποία οι δύο τελευταίοι ανήκαν στον αριθμό των μαθητών με την ευρεία έννοια της λέξης, με την οποία συναντιέται και στο τέταρτο ευαγγέλιο (στ 60,66,ζ 3,η 31 κλπ.), διότι διαφορετικά γιατί δεν κατονομάζονται ξεκάθαρα; Έτσι λοιπόν οι υιοί Ζεβεδαίου τοποθετούνται εδώ τελευταίοι ανάμεσα στους κυρίως αποστόλους. Είναι λοιπόν συνολικά μαζί επτά. Είναι καλό για τους μαθητές του Χριστού να είναι πολλοί μαζί. Όχι μόνο στις επίσημες και για λατρεία συνάξεις, αλλά και κατά τις άλλες ώρες και ευκαιρίες, καθώς και κατά τη διεξαγωγή κοινών έργων. Οι καλοί χριστιανοί με το μέσο αυτό εκδηλώνουν και επαυξάνουν την μεταξύ τους αγάπη, απολαμβάνουν την αγαλλίαση από τη μεταξύ τους επικοινωνία και οικοδομούν ο ένας τον άλλον και με τα λόγια τους και με το παράδειγμά τους. Ο Χριστός διάλεξε να εμφανίσει τον εαυτό του σε αυτούς, όταν ήταν και οι επτά μαζί, όχι μόνο επιδοκιμάζοντας και ευλογώντας την μεταξύ τους επικοινωνία των μαθητών και γενικά των Χριστιανών, αλλά και διότι εδώ ήθελε να συνυπάρχουν πολλές και σύμφωνες μαρτυρίες για τα σχετικά με την εμφάνιση αυτή.

Ιω. 21,3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος(1)· ὑπάγω ἁλιεύειν(2). λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί(3). ἐξῆλθον(4) καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον(5) εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ(6) ἐπίασαν(7) οὐδέν.
3Τους λέει ο Σίμων Πέτρος: «Πηγαίνω να ψαρέψω». «Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου», του λένε εκείνοι. Βγήκαν έξω κι αμέσως ανέβηκαν στο πλοίο, αλλά όλη εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα.
(1) Χαρακτηριστικά αναλαμβάνει την αρχηγία και πρωτοβουλία λέγοντας Πάω να ψαρέψω (β).
(2) «Επειδή ούτε ο Σωτήρας ήταν συνεχώς μαζί τους, ούτε ο άλλος παράκλητος είχε έλθει, ούτε το κήρυγμα τους ανατέθηκε εντελώς, αφού δεν είχαν τίποτα να πράττουν, ψάρευαν λοιπόν, ασχολούμενοι με την προηγούμενη τέχνη τους, αν και όχι για το κέρδος όπως πριν» (Ζ). Αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτενέργειας, εργασίας με τα ίδια τα χέρια χωρίς θυσία του αποστολικού αξιώματος (b).
«Δεν απαγορευόταν να ζητούν τα αναγκαία για συντήρηση με το ιδιόχειρο επάγγελμά τους, εφ’ όσον αυτό ήταν νόμιμο και ασκούνταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παρεμποδίζεται το αποστολικό τους έργο, και εφ’ όσον για κάποιο χρόνο δεν είχαν άλλο μέσο να κερδίσουν τα προς το ζην» (Αυ).
Οι μαθητές πιθανώς βρέθηκαν στην ανάγκη να μεριμνήσουν μερικώς ή πλήρως για την συντήρησή τους· ή πιθανότερο δεν ήθελαν να επιβαρύνουν εκείνους στους οποίους έμεναν ήδη. Το ίδιο έκανε και ο Παύλος εργαζόμενος με τα δικά του χέρια, για να μην επιβαρύνει κάποιον με την συντήρησή του (ο).
Ο Πέτρος και αυτοί που τον ακολούθησαν στο ψάρεμα χρησιμοποιούσαν το χρόνο τους, αποφεύγοντας την τεμπελιά. Δεν είχαν λάβει ακόμη εντολή, να βγουν στο κήρυγμα. Εν τω μεταξύ λοιπόν αντί να είναι σε αργία, μη εργαζόμενοι τίποτα, απασχολούνται με το ψάρεμα. Για όσο χρόνο αναμένουν την εντολή για εκπλήρωση της αποστολής τους, δεν θα ήθελαν ποτέ να παραμείνουν αργοί. Επί πλέον δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε κανέναν και πιθανώς επιζητούν με το έργο τους να προμηθευτούν τα προς συντήρησή τους. Και όπως έπειτα ο Παύλος έχει τα χέρια του να τον υπηρετούν στις ανάγκες του και σε αυτούς που ήταν μαζί του, έτσι και αυτοί τώρα ζητούν με τον προσωπικό τους κόπο να κερδίσουν το ψωμί τους.
(3) «Οι άλλοι μαθητές ακολουθούσαν επειδή είχαν πλέον συνδεθεί μεταξύ τους και συγχρόνως για να παρακολουθήσουν την αλιεία και να διαθέσουν καλά τον ελεύθερο χρόνο τους» (Χ).
Όσο περνούσε ο χρόνος δεν φοβόντουσαν πλέον τόσο πολύ (b).
«Τρέχουν μαζί με τον Πέτρο, και ίσως και με αυτά σχεδιάζει κάτι χρήσιμο ο Σωτήρας μας Χριστός. Διότι είπε μεν κάπου σε αυτούς… Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Για να τους πληροφορήσει λοιπόν πάλι σαν με τύπο παχυλό, ότι οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που ειπώθηκε και ότι η υπόσχεση θα καταλήξει στη δύναμη της αλήθειας, τους πείθει με σαφήνεια από αυτό το ίδιο τους το χειρονακτικό επάγγελμα» (Κ).
(4) Τα ασύνδετα Λέγει αὐτοῖς… λέγουσιν αὐτῷ… ἐξῆλθον καὶ… είναι σύμφωνα με το ύφος του Ιωάννη (g).
(5) Υπάρχει και η γραφή ενέβησαν. Για την φράση δες στ 17. Στο πλοίο «του Πέτρου ή σε αυτό των γιων Ζεβεδαίου ή σε κάποιου από τους γνωστούς» (Ζ). Πιθανώς το πλοίο, το οποίο συνήθιζαν να χρησιμοποιούν, όταν έρχονταν με τον Ιησού στη λίμνη. Δες στ 1 (β). Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το ευθύς.
(6) «Κατά θεία συγκατάβαση» (Ζ). Η Πρόνοια επέτρεψε αυτό, ώστε το θαύμα του επόμενου πρωινού να εμφανιστεί λαμπρότερο και τόσο πιο πολύ όσο κατά τη νύχτα η αλιεία σημειώνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες (F). Ο άκαρπος για όλη τη νύχτα μόχθος επανέφερε αναμφίβολα στη μνήμη των αποστόλων τον άλλον εκείνον, αυτόν που προηγήθηκε της ημέρας, κατά την οποία κλήθηκαν από τον Ιησού στο αποστολικό αξίωμα (g).
Δες και εδώ την ματαιότητα αυτού του κόσμου. Τα χέρια αυτών που αγαπούν την εργασία επιστρέφουν συχνά κενά. Και αγαθοί άνδρες είναι δυνατόν να μην έχουν τις επιθυμητές επιτυχίες στις έντιμες επιχειρήσεις τους. Είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στην οδό του καθήκοντος, και όμως να μην ευτυχούμε και ευδαιμονούμε. Ο Θεός εδώ οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε οι προς αλιεία κόποι της νύχτας να αποβούν άκαρποι, ώστε το θαύμα της επιτυχίας που ακολούθησε το πρωί να παρουσιαστεί θαυμαστότερο και πιο ευπρόσδεκτο. Σε εκείνες τις αποτυχίες, οι οποίες είναι πολύ θλιβερές σε εμάς, ο Θεός συχνά υποκρύπτει ανέλπιστες και πλούσιες χάριτες. Ο άνθρωπος πλάστηκε αναμφίβολα για να έχει κυριαρχία και πάνω στα ψάρια της θάλασσας. Αλλά τα ψάρια δεν υπακούουν πάντοτε στα νεύματά του. Ο Θεός μόνος γνωρίζει «τους δρόμους της θάλασσας» και διατάζει ό,τι περνά από αυτούς.
(7) Το πιάζω συναντιέται έξι φορές ακόμη στο τέταρτο ευαγγέλιο, χωρίς να συναντιέται πουθενά στους συνοπτικούς (Hengstenberg).

Ιω. 21,4 πρωΐας(1) δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν(2)· οὐ μέντοι(3) ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(4).
4Όταν πια ξημέρωσε, στάθηκε ο Ιησούς στο γιαλό· οι μαθητές όμως δεν ήξεραν ότι ήταν ο Ιησούς.
(1) Ο Ιωάννης ουδέποτε στο ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τον τύπο πρωΐα (Ματθ. κζ 1), αλλά πρωΐ, δες ιη 28, κ 1 (β). Δηλώνεται ο χρόνος του λυκαυγούς ανάμεσα στην αυγή και την ανατολή του ήλιου (ο). «Άρχισε ήδη να απλώνεται το φως και οι ακτίνες του ήλιου» (Κ). Και η γραφή· Πρωΐας… γινομένης. Όταν έγινε πρωί, μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης νύχτας, ο Ιησούς στεκόταν στην ακτή. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στο λαό του, είναι όταν αυτός βρίσκεται σε αμηχανία. Όταν νομίζουν ότι χάθηκαν κοπιάζοντας, τότε θα γνωρίσει σε αυτούς, ότι δεν έχασαν αυτόν. Τα κλάματα είναι δυνατόν να διαρκέσουν για ολόκληρη νύχτα, αλλά επακολουθεί χαρά, εάν ο Χριστός έλθει το πρωί.
(2) Η θαλάσσια ακτή (Ματθ. ιγ 2, 48, Πράξ. κα 5, κζ 39,40). Παράγουν τη λέξη οι περισσότεροι από το άγνυμι και το αλς δηλαδή η ακτή, όπου τα κύματα σπάνε, άλλοι από το αιγες και αλς, και άλλοι από το αΐσκω και αλς (G). Και η γραφή: επί τον αιγιαλόν.
(3) Ιωάννεια λέξη· δες ιβ 42 (β). Και η γραφή: Ου μέντοι έγνωσαν.
(4) «Ίσως επειδή η μορφή του φαινόταν λαμπρότερη λόγω της αφθαρσίας ή κατά θεία συγκατάβαση αγνοούνταν από αυτούς» (Ζ). Δεν τον αναγνώρισαν ακόμη και όταν απηύθυνε σε αυτούς τα λόγια στους στίχους 5-6. Αυτό ίσως οφειλόταν στην απόσταση από τη μία η οποία χώριζε τους μαθητές από την ακτή και στο αμυδρό του φωτός του πρωινού από την άλλη. Αλλά το ότι και οι προς Εμμαούς οδοιπορήσαντες μαθητές δεν αναγνώρισαν αυτόν αμέσως (Λουκ. κδ 31), αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή δεν αντιλήφθηκε αυτόν (Ιω. κ 14) μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη, ότι ο αναστημένος Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί, εφ’ όσον ο ίδιος δεν φανέρωνε τον εαυτό του (β). Ο Χριστός είναι πολλές φορές πιο κοντά σε εμάς από όσο φανταζόμαστε και έτσι θα βρούμε αυτόν μετά από λίγο για παρηγοριά και ανακούφισή μας.

Ιω. 21,5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· παιδία(1), μή τι(2) προσφάγιον(3) ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ.
5Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Παιδιά, μήπως έχετε κάτι για προσφάγι;» «Όχι», του αποκρίθηκαν.
(1) «Επειδή ήθελε να πιάσουν κουβέντα» (Σχ).
«Τους αποκάλεσε παιδιά χρησιμοποιώντας τη συνήθεια. Διότι συνηθίζεται σε αυτούς που εργάζονται έτσι να τους ονομάζουν επειδή είναι ακμαίοι και νεανικοί στους κόπους» (Ζ).
Ονομασία οικειότητας, την οποία κάποιος ξένος μπορούσε να χρησιμοποιήσει απευθυνόμενος προς ταπεινούς ψαράδες (F). Η λέξη δεν είναι τελείως ξένη με τη γλώσσα του Ιωάννη (δες Α΄ Ιω. β 13,18). Εάν τώρα ο Ιησούς δεν χρησιμοποιεί εδώ τον τρυφερότερο όρο τεκνία (όπως στο ιγ 33), αυτό οφείλεται διότι θέλει να αποφύγει κάθετί που θα συντελούσε στο να αναγνωριστεί από τους μαθητές (g).
(2) Η αρνητική έννοια της ερωτηματικής μορφής «μή τι» μπορεί όπως στο στ 67 να αποδοθεί έτσι: Δεν έχετε λοιπόν τίποτα…; (g). Αναμένεται απάντηση αρνητική.
(3) Λέγεται μία φορά = Ό,τι μαζί με το ψωμί παίρνεται για φαγητό. Και στην περίπτωση αυτή ψάρι (G). Ή, ο Ιησούς δεν αποβλέπει σε αλιεία όπως στο Λουκά ε, αλλά σε κάποιο πρωινό γεύμα (g).=Παιδιά, μήπως έχετε τίποτα να φάμε; Ή, «κατ’ αρχήν συνομιλεί μαζί τους με πιο ανθρώπινο τρόπο, σαν να επρόκειτο να αγοράσει κάτι από αυτούς» (Χ). Εμφανίζεται σαν να θέλει να αγοράσει κάποιο ψάρι (F).

Ιω. 21,6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε(1) εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου(2) τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε(3). ἔβαλον οὖν(4), καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι(5) ἴσχυσαν(6) ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων(7).
6Εκείνος τότε τους λέει: «Ρίξτε το δίχτυ στη δεξιά μεριά του πλοίου και θα βρείτε ψάρια». Πραγματικά, έριξαν το δίχτυ, και τα ψάρια ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να τραβήξουν το δίχτυ.
(1) Μιλά προς αυτούς σαν φίλος δίνοντας σε αυτούς συμβουλή (F).
(2) «Τους διέταξε ξεκάθαρα να ρίξουν στα δεξιά για να μην νομιστεί η αλιεία ότι έγινε κατά τύχη» (Ζ). Εκείνος, από τον οποίο τίποτα δεν είναι κρυμμένο, ούτε αυτά που κατοικούν κάτω από τα νερά (Ιώβ κστ 5), γνώριζε σε ποια πλευρά του πλοίου υπήρχε το πλήθος των ψαριών και προς την πλευρά αυτή κατευθύνει τους μαθητές. Η Θεία Πρόνοια εκτείνεται και στα ελάχιστα. Και είναι ευτυχείς εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να διακρίνουν τις νύξεις της, για να οδηγούνται από αυτές στη διεξαγωγή των υποθέσεών τους, και οι οποίοι αναγνωρίζουν αυτήν σε όλους τους δρόμους τους.
(3) Ο πειστικός τόνος, με τον οποίο υπόσχεται σε αυτούς την επιτυχία, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει σε αυτούς εντύπωση (F). Οι απόστολοι υποθέτουν κατ’ αρχάς, ότι ο ξένος αυτός έχει κάποια πείρα της αλιείας και ότι διέκρινε κάποιο σημάδι στα δεξιά του πλοίου που δικαιολογούσε τη συμβουλή που έδωσε (g).
(4) «Απλώς τον υπάκουσαν ή και υποπτεύθηκαν ότι από κάποιο τεκμήριο ήξερε ότι εκεί κολυμπούσαν κάποια ψάρια ή ότι και τα είδε που πήδηξαν από το νερό» (Ζ). Οι μαθητές δεν θεώρησαν τον νομιζόμενο ξένο ότι ακαίρως αναμιγνύεται στο έργο τους και δεν παραθεώρησαν τη συμβουλή του ως ασύστατη και μάταιη, αφού για νύχτα ολόκληρη κοπιάζοντας «δεν έπιασαν τίποτα». Υπακούοντας σε αυτήν πέτυχαν. Όσοι είναι ταπεινοί, επιμελείς και καρτερικοί, στο τέλος θα επιστεφθούν με επιτυχία. Μετά πολλούς αγώνες και άκαρπες απόπειρες επιζούν κάποιες φορές, για να δουν τις υποθέσεις τους να λαμβάνουν αίσιο πέρας. Όταν μάλιστα υπακούει κάποιος με υπομονή στο Χριστό, δεν χάνει ποτέ.
(5) Στο πλοίο (ο). Ο,τι γίνεται με υπακοή στο παράγγελμα του Κυρίου, ακόμη και όταν αυτός που δίνει το παράγγελμα δεν έχει αναγνωριστεί, καταλήγει σε καταπληκτική επιτυχία (τ).
(6) Υπάρχει και η γραφή ίσχυον, που μαρτυρείται αρκετά.
(7) «Όταν απουσίαζε μεν ο Σωτήρας δεν έπιασαν τίποτα· όταν όμως ήταν παρών μάζεψαν πλήθος, για να μάθουμε, ότι χωρίς μεν αυτόν, τίποτα ωφέλιμο δεν κατορθώνουμε· μαζί με αυτόν όμως, πολλά» (Ζ). Η θαυμάσια αυτή αλιεία συμβόλιζε, όπως και η πρώτη (στο Λουκ ε) τους άφθονους καρπούς της μελλοντικής διακονίας των αποστόλων (F).
«Οι μαθητές ψαρεύουν όχι με άλλο τρόπο, αλλά με τα λόγια του Σωτήρα μας και τα ευαγγελικά προστάγματα… Και είναι αναρίθμητοι αυτοί που ψαρεύτηκαν και πίστεψαν και το θαύμα σχετικά με αυτό, φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερο και ανώτερο όντως από την δύναμη των αγίων αποστόλων. Διότι είναι του Χριστού η ενέργεια, ο οποίος συγκεντρώνει με τη δική του δύναμη το πλήθος αυτών που σώζονται σαν ακριβώς σε κάποιο δίχτυ αποστολικό την επι γης Εκκλησία» (Κ).
Ας μην αποθαρρύνονται οι λειτουργοί και διάκονοι του Χριστού. Είναι δυνατόν για πολύ να κοπιάζουν και να μην βλέπουν κανένα καρπό ως ανταμοιβή των κόπων τους. Ας εξακολουθούν με επιμέλεια το έργο τους. Μία τελικά επιτυχής ψαριά είναι αρκετή να αποδώσει στο ευαγγελικό δίχτυ πολλών ετών κόπους.

Ιω. 21,7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(1), τῷ Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι(2). Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην(3) διεζώσατο(4)· ἦν γὰρ γυμνός(5)· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν(6)·
7Λέει τότε στον Πέτρο ο μαθητής εκείνος που ο Ιησούς τον αγαπούσε: «Ο Κύριος είναι!» Μόλις άκουσε ο Σίμων Πέτρος πως είναι ο Κύριος, ζώστηκε το ιμάτιό του, επειδή ήταν γυμνός, και ρίχτηκε στο νερό.
(1) Έχουμε εδώ οπωσδήποτε σαφή ένδειξη, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης, εφ’ όσον μεταξύ των παρόντων στην αλιεία αυτή σύμφωνα με το στίχο 2 ήταν και οι γιοι Ζεβεδαίου.
(2) «Μόλις τον αναγνώρισαν πάλι οι μαθητές Πέτρος και Ιωάννης δείχνουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους» (Χ).
«Είναι πιο διορατικός μεν ο Ιωάννης λόγω της πολλής του καθαρότητας· ενώ πιο θερμός ο Πέτρος, από τη σφοδρότητα της αγάπης του» (Ζ).
«Για αυτό ο μεν Ιωάννης πρώτος αναγνώρισε τον Ιησού» (Χ), «επειδή είχε όπως φαίνεται μεγαλύτερη ετοιμότητα πνεύματος και καθαρότητα νου και οξύτητα των ματιών της καρδιάς» (Κ).
Η θερμή αγάπη έχει το πρώτο και βεβαιότατο ένστικτο του αντικειμένου που αγαπιέται (Stier). «Ο Πέτρος όμως πρώτος ήλθε σε αυτόν» (Χ), «και τρέχει πριν από τους άλλους… επειδή κατάλαβε ότι θα αργήσει κάπως η άφιξη με το σκάφος· διότι ήταν πάντα θερμός σε προθυμία και δραστήριος στην ευτολμία» (Κ).
(3) Λέγεται μία φορά. «Λένε ότι είναι ένας μικρός χιτώνας χωρίς χέρια, που καλύπτει το σώμα μέχρι τα γόνατα. Είναι συνηθισμένο αυτό σε αυτούς που είναι στη θάλασσα, αφού τους εξασφαλίζει ταυτόχρονα ευκινησία και σεμνότητα στο νερό» (Ζ). Ο επενδύτης ήταν ένα ένδυμα ανάμεσα στο χιτώνα, το εσωτερικό ένδυμα, και το ιμάτιο, το εξωτερικό αντίστοιχο ή μανδύα (g).
(4) «Μόλις λοιπόν τον αναγνώρισε, όλα τα έριξε, και τα ψάρια και τα δίχτυα και ζώστηκε ο Πέτρος. Βλέπεις και την ντροπή και τον πόθο του;»(Χ).
«Με το ότι ζώστηκε μεν, απέδειξε την ντροπή· ενώ με το ότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, φανέρωσε τον πόθο» (Θφ).
Το διεζώσατο σημαίνει ή «ήταν γυμνός μεν από την άλλη στολή του· αλλά φορούσε στο σώμα του μόνο αυτόν [τον επενδύτη] άζωστο… Ζώστηκε όμως αυτόν, από ντροπή προς τον Κύριο» (Ζ), ή, πιο σωστά, σημαίνοντας κατά γράμμα ζώστηκε, εμπερικλείει και τις δύο ιδέες και αυτήν του φόρεσε τον επενδύτη και αυτήν του έζωσε τον εαυτό του (g). Έσφιξε το ένδυμα γύρω του και το έδεσε με ζώνη, για να μην τον εμποδίζει την ώρα που θα διέσχιζε το νερό της θάλασσας (ο).
(5) Πρέπει να εκλάβουμε αυτό με σχετική έννοια. «Διότι είναι ανάρμοστο να είναι αυτός τελείως γυμνός, λόγω της ασχημοσύνης» (Ζ). Χωρίς τον επενδύτη ο Πέτρος ήταν πράγματι γυμνός, εκτός από κάποια ποδιά ή εσώρουχο που επιβάλλει η ευσχημοσύνη. Μπορούμε όμως να δεχτούμε, ότι ο Πέτρος φορούσε πριν από αυτό και τον χιτώνα, διότι η χρήση της ελληνικής λέξης γυμνός επιτρέπει την έννοια αυτή (g). Και στην καθομιλουμένη η λέξη χρησιμοποιείται και με ευρύτερη έννοια. Ο Πέτρος αισθάνθηκε ντροπή στην παρουσία του Διδασκάλου, ενώ πριν ασχολούνταν με τους συμμαθητές με οικειότερο τρόπο (b).
(6) «Αν και βρίσκονταν μακριά από την όχθη διακόσιους πήχεις, αλλά ούτε έτσι περίμενε να έλθει προς αυτόν με το πλοίο, αλλά έφθασε κολυμπώντας» (Χ). Η αγάπη του Ιησού τραβά μέσα από φωτιά και κύματα (b). Η Συριακή μετάφραση του Σινά προσθέτει «καί ἦλθε νηχόμενος (=κολυμπώντας)». Πρόκειται για γλώσσα (παρέμβλητο κείμενο). Και η παράφραση του Νόννου μιλά για τον Πέτρο να κολυμπά. Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι τα νερά ήταν μάλλον αβαθή και ο Πέτρος θα μπορούσε να βαδίζει πάνω στο βυθό. Αυτό συμβιβάζεται και με το «τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο». Αλλιώς θα εμποδιζόταν από τον επενδύτη, εάν επρόκειτο να κολυμπά.

Ιω. 21,8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ(1) ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν(2) ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ(3) πηχῶν διακοσίων(4)· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων.
8Οι άλλοι μαθητές ήρθαν με το πλοιάριο, σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια, γιατί δεν απείχαν από τη στεριά παρά εκατό περίπου μέτρα.
(1) Δοτική του οργάνου. Πιθανώς δεν είναι αυτό το ίδιο με το πλοίο στο στίχο 3. Πρόκειται ίσως για βάρκα βοηθητικής που ακολουθούσε το πλοίο. Εφ’ όσον το πλοίο δεν μπορούσε να προχωρήσει στα αβαθή νερά, οι μαθητές χρησιμοποίησαν το πλοιάριο (β). Μεγάλη διαφορά μπορεί να σημειωθεί ανάμεσα σε αυτούς και εκείνους τους ευσεβείς στις εκδηλώσεις της τιμής τους και του σεβασμού τους προς τον Κύριο, οι οποίες όμως όλες είναι ευπρόσδεκτες σε αυτόν. Μερικοί υπηρετούν τον Κύριο με πράξεις αφοσίωσης και με έκτακτες εκφράσεις θρησκευτικού ζήλου. Ο Πέτρος δεν πρέπει να επικριθεί, διότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, αλλά αντίθετα πρέπει να επαινεθεί για τον ζήλο του και την δύναμη της αγάπης του. Αξιέπαινοι λοιπόν είναι και εκείνοι, οι οποίοι για την αγάπη του Χριστού εγκαταλείπουν τον κόσμο μαζί με τη Μαρία, για να κάτσουν δίπλα στα πόδια του. Άλλοι πάλι υπηρετούν τον Κύριο ανάμεσα στις εγκόσμιες υποθέσεις. Εξακολουθούν να παραμένουν στο πλοίο, να σύρουν το δίχτυ και να το φέρνουν στην ακτή, όπως εδώ οι άλλοι μαθητές. Αλλά και αυτοί δεν πρέπει να επικριθούν ως κοσμικοί, διότι υπηρετούν και αυτοί τον Κύριο «διακονώντας σε τραπέζια». Εάν και οι άλλοι μαθητές έκαναν ό,τι και ο Πέτρος, τι θα γίνονταν τα ψάρια που πιάστηκαν και το δίχτυ τους; Πολλοί δρόμοι οδηγούν τους μαθητές από τη θάλασσα του κόσμου αυτού κοντά στον Κύριο, που στέκεται στην ακτή. Άλλοι οδηγούνται προς αυτόν με βίαιο θάνατο, όπως οι μάρτυρες, οι οποίοι ρίχνονται στη θάλασσα από ζήλο προς τον Χριστό. Άλλοι οδηγούνται προς τον Ιησού με φυσικό θάνατο σέρνοντας το δίχτυ. Και αυτοί όμως και εκείνοι καταφθάνουν στην ήσυχη και ασφαλή ακτή, όπου αναμένει αυτούς ο Χριστός.
(2) Αιτιολογεί ή το γιατί χρησιμοποίησαν πλοιάριο (=τα νερά ήταν αβαθή, διότι η ακτή ήταν κοντά) (β). Ή (εάν το πλοιάριο το πάρουμε ως ταυτόσημο με το πλοίο) δικαιολογεί γιατί έσυραν το δίχτυ προς την ακτή και όχι πάνω στο πλοίο (ο).
(3) Σύμφωνα με μεταγενέστερη στους Ελληνες χρήση μπαίνει μπροστά από τα ονόματα που δηλώνουν τοπική απόσταση. Έτσι και στο ια 18 «ἦν ἐγγὺς ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε» = απείχε δεκαπέντε στάδια (G).
(4) Δηλαδή 105 μέτρα, αφού ο πήχυς ισοδυναμεί με 0,525 του μέτρου (F).


Ιω. 21,9 ὡς οὖν ἀπέβησαν(1) εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν(2) ἀνθρακιὰν(3) κειμένην καὶ ὀψάριον(4) ἐπικείμενον καὶ ἄρτον(5).
9Όταν αποβιβάστηκαν στη στεριά, βλέπουν εκεί αναμμένη μια ανθρακιά κι ένα ψάρι πάνω στη φωτιά, και ψωμί.
(1) Εδώ μόνο συναντιέται στον Ιωάννη· με την ίδια έννοια όμως και στο Λουκ. ε 2, κατά την αφήγηση του ομοίου θαύματος που έγινε κατά το χρόνο της κλήσης των τεσσάρων μαθητών.
(2) Ανέλπιστα (b). Ο ενεστώτας εκφράζει την έκπληξη των μαθητών (F). Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά μουσκεμένοι και παγωμένοι, κατάκοποι και πεινασμένοι βρήκαν εκεί ανθρακιά, η οποία θα τους θέρμαινε και θα στέγνωνε τα ρούχα τους, και ψάρι και ψωμί, τα οποία ήταν αρκετή προμήθεια για ένα καλό πρωινό φαγητό. Από την περίπτωση αυτή, στην οποία καταφαίνεται η ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία ο Χριστός λαμβάνει για τους μαθητές του ενισχυόμαστε και γεμίζουμε από ελπίδα και εμείς. Θα προνοήσει και για μας ο Κύριος στις ανάγκες μας, διότι γνωρίζει ποιά πράγματα έχουμε ανάγκη.
(3) Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Κ.Δ. και μόνο στον Ιωάννη εδώ και στο ιη 18. Ο Μάρκος και ο Λουκάς χρησιμοποιούν τις λέξεις πυρ και φως (g).
(4) Στο στίχο 10 τα ψάρια που μόλις πιάστηκαν τα αποκαλεί οψάριον. Η λέξη δηλώνει τα νωπά ή και αποξηραμένα ψάρια όπως πιθανότατα στο Ιω. στ 9 (β).
(5) «Που ήταν παραδίπλα σε ιδιαίτερο μέρος» (Ζ).
Από πού βρέθηκαν αυτά; Η μόνη λογική εξήγηση «Κατά τρόπο παράδοξο ο Χριστός και φωτιά άναψε και ψάρι έβαλε το οποίο έπιασε εννοείται με δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, «διότι δεν τα έκανε αυτά πλέον από ύλη που προϋπήρχε, όπως ακριβώς πριν στην έρημο από τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια» (Θφ), αλλά κατά τρόπο θαυμαστό και αυτό» (Κ)·
«τα έφτιαξε οπωσδήποτε όλα όχι από προϋπάρχοντα στοιχεία, ώστε και από εδώ να δείξει την δύναμή του, και επειδή ήταν κουρασμένοι να τους δυναμώσει με πολλή στοργή με τροφή» (Ζ).
Τι συμβόλιζε αυτό το πρωινό; Εάν αυτή εδώ η αλιεία είναι για τους μαθητές το σύμβολο και η εγγύηση της επιτυχίας του κηρύγματός τους, το πρωινό είναι αναμφίβολα το έμβλημα της πνευματικής επιστασίας και βοήθειας, πάνω στην οποία μπορούν αυτοί να υπολογίζουν εκ μέρους του δοξασμένου Κυρίου τους σε όλη τη διάρκεια αυτού του έργου τους (g). Η φωτιά και το ψάρι και ο άρτος δηλώνουν την από την Πρόνοια προμήθεια σε κάθετί που θα τους χρειαζόταν. Και η μεγάλη αλήθεια, που συμβολίζεται εδώ, επαναλήφθηκε και στην περιληπτική ευλογία: «Να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες έως τη συντέλεια του αιώνος» (Ματθ. κη 20) (ο).
Ή, λιγότερο πιθανώς. «Τους διδάσκει δηλαδή, ότι μετά από τους κόπους και τους ιδρώτες χάριν αυτών που καλέστηκαν και σώθηκαν, θα καθίσουν πάλι μαζί με αυτόν… και θα είναι για πάντα μαζί του, και θα είναι δίπλα τους η ανέκφραστη απόλαυση, η οποία είναι εννοείται πνευματική και θεία και πάνω από το νου μας» (Κ).

Ιω. 21,10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν(1).
10Τους λέει ο Ιησούς: «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα».
(1) «Σαν να ξέρει ότι έπιασαν, λέει… και για να μην φανεί το πράγμα ότι είναι φαντασία, και ώστε, αφού δουν και το πλήθος και το μέγεθος των ψαριών, και το πώς δεν σχίστηκε το δίχτυ, να θαυμάσουν περισσότερο» (Ζ).
Έτσι οι μαθητές θα μπορούσαν να καταλάβουν και ότι το ψάρι εκείνο ήταν πραγματικό όπως και τα άλλα ψάρια που έπιασαν (b). Επιπλέον τα από τον Ιησού προσφερόμενα τρόφιμα έπρεπε να συμπληρωθούν και από τα προϊόντα της αλιείας τους. Η λεπτομέρεια αυτή θα ήταν απολύτως ακατανόητη, εάν όλη αυτή η σκηνή δεν είχε συμβολικό χαρακτήρα. Ο Ιησούς θέλει να διδάξει αυτούς, ότι θα ασχολείται με τις ανάγκες τους, αλλά μαζί με την ευλογία και επιστασία του πρέπει να συντρέχει και η δική τους πιστή εργασία (g).
«Σχεδόν θέλει να σημάνει ο Χριστός αυτό που λέγεται στους Ψαλμούς (ρκζ 2), ότι· Τους καρπούς των κόπων σου θα φας» (Κ).
Το πρωινό λοιπόν, το οποίο τώρα προσφέρεται στους επτά μαθητές, αποτελείται μέρος μεν από εκείνο, το οποίο ο ίδιος ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο παρουσίασε έτοιμο, και μέρος από τον καρπό του προσωπικού τους κόπου. Αυτό συμβολίζει, ότι ο Κύριος παρέχει σε μας αναψυχή για την διακονία, την οποία του προσφέρουμε, με δωρεές, οι οποίες προέρχονται μέρος μεν άμεσα από αυτόν, μέρος δε από τον δικό μας κόπο, που καταβάλλεται κάτω από την καθοδήγησή του. Όλα όμως είναι δικά του. Διότι και όλος ο καρπός του κόπου μας δεν είναι δικός μας, αλλά προέρχεται από την ευλογία του. Τότε λοιπόν θα απολαμβάνουμε αυτά δίκαια και σωστά, όταν δεχόμαστε αυτά με ευγνωμοσύνη σαν να παρέχονται από το χέρι του (τ).

Ιω. 21,11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος(1) καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς(2), μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν(3)· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον(4).
11Ανέβηκε τότε στο πλοίο ο Σίμων Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη στεριά, γεμάτο μεγάλα ψάρια, για την ακρίβεια εκατόν πενήντα τρία. Κι ενώ ήταν τόσα πολλά ψάρια, το δίχτυ δεν είχε σκιστεί.
(1) «Ανέβηκε στο πλοίο ως εμπειρότερος και τον ακολούθησαν εννοείται και οι άλλοι» (Ζ). Με τη βοήθεια μεν των συμμαθητών τράβηξε το δίχτυ, αυτός όμως διηύθυνε το έργο (g). Ο σιναϊτικός και ένας άλλος από τους μεγαλογράμματους κώδικες γράφουν Ενέβη.
(2) Αρκετά μαρτυρημένη γραφή: Εἰς τήν γῆν.
(3) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά με διάφορους τρόπους: «Το μεν εκατό… σημαίνει το σύνολο των εθνών· διότι ο αριθμός εκατό είναι πληρέστατος αφού αποτελείται από δέκα δεκάδες· διότι και ο ίδιος ο Κύριος… άλλοτε μεν λέει ότι είναι εκατό τα πρόβατα που έχει, δηλώνοντας με αυτό ότι τα λογικά κτίσματα είναι τέλεια στον αριθμό, άλλοτε πάλι λέει ότι η άριστη γη θα καρποφορήσει εκατό φορές… Τον αριθμό πενήντα πάλι τον βάζει για να εννοήσουμε κατά κάποιο τρόπο το εκλεγμένο υπόλειμμα της χάριτος από τους Ισραηλίτες, διότι είναι το μισό του εκατό τα πενήντα, και υπολείπεται του τέλειου στον αριθμό. Τα τρία επίσης μπορούν να δηλώνουν την αγία… Τριάδα, στη δόξα της οποίας αφιερώνεται και θεωρείται συνδεδεμένη η ζωή αυτών που με την πίστη ψαρεύτηκαν» (Κ).
Ή, το ίδιο απίθανη: «Εάν ζητήσουμε αριθμό που δείχνει το νόμο, ποιόν άλλον θα καθορίζαμε παρά τον δέκα; Διότι έχουμε απόλυτη βεβαιότητα, ότι ο Δεκάλογος δηλαδή οι γνωστές σε όλους δέκα εντολές, γράφτηκαν πρώτα με το δάχτυλο του Θεού στις δύο πλάκες… Αλλά όταν η χάρη προστέθηκε στο νόμο, δηλαδή το πνεύμα στο γράμμα, κατά κάποιο τρόπο προστέθηκε στον αριθμό δέκα ο επτά. Διότι ο επτά διαπιστώνεται από τεκμήρια… σημαίνει το άγιο Πνεύμα… Ο Θεός αγίασε την έβδομη ημέρα, στην οποία κατέπαυσε από τα έργα του… Και ο προφήτης Ησαΐας… εφιστά την προσοχή μας στο επταδικό έργο ή τα επτά χαρίσματα του Πνεύματος [Ησ. Ια 2,3]… Και τι λέει η Αποκάλυψη; Δεν ονομάζονται και εκεί αυτά επτά Πνεύματα του Θεού [Αποκ. γ 1], ενώ είναι ένα μόνο και το αυτό Πνεύμα που διαιρεί στον καθένα διάφορα χαρίσματα, όπως θέλει… Συνεπώς, όταν στον αριθμό δέκα, που παριστάνει το νόμο, προσθέσουμε το άγιο Πνεύμα, που παριστάνεται από το επτά, έχουμε δέκα επτά. Και όταν χρησιμοποιήσουμε τον αριθμό αυτόν για να προσθέσουμε κάθε έναν από τους διάφορους αριθμούς, τους οποίους περιλαμβάνει, από τι 1 μέχρι το 17 [δηλαδή 1+2+3+4+5+6… +16=136] το άθροισμα θα είναι 136. Αν προσθέσουμε στο άθροισμα αυτό και τον 17 θα έχουμε τον αριθμό των ψαριών… Έτσι με το ζωοποιό Πνεύμα το γράμμα δεν σκοτώνει πλέον, αλλά ό,τι παραγγέλεται από το νόμο, εκπληρώνεται με τη βοήθεια του Πνεύματος και αν υπάρξει κάποια έλλειψη συγχωρείται. Όλοι λοιπόν όσοι συμμετέχουν σε τέτοια χάρη συμβολίζονται από τον αριθμό αυτόν. Ο αριθμός αυτός επιπλέον έχει 3 φορές τον αριθμό 50 και επιπροσθέτως τον αριθμό 3 σε αναφορά με το μυστήριο της Τριάδας· την ώρα που ο αριθμός 50 γίνεται με πολλαπλασιασμό του 7 επί 7 με προσθήκη του ένα… Και το ένα προστίθεται για να δηλώσει, ότι ένα είναι αυτό που εκφράζεται με την επταπλή ενέργειά του» δηλαδή το Πνεύμα (Αυ).
Ή και κάπως πιθανώς ο Ιερώνυμος σημειώνει: Εκείνοι οι οποίοι έγραψαν για τη φύση και ιδιότητα των ζώων, αυτοί που έμαθαν αλιευτικά… από τους οποίους ο Οππιανός… είναι ποιητής πολυμαθέστατος, βεβαιώνουν, ότι υπάρχουν συνολικά 153 είδη ψαριών, τα οποία όλα συνελήφθησαν από τους αποστόλους και κανένα δεν παρέμεινε ασύλληπτο. Έτσι όλοι τόσο οι ευγενείς και οι ταπεινοί στην καταγωγή, οι πλούσιοι και οι φτωχοί και κάθε τάξης άνθρωποι ανελκύονται από τη θάλασσα του κόσμου στη σωτηρία (b).
Ή, πιο σωστά, η απλούστερη εξήγηση του αριθμού 153 είναι ότι, όπως οι ψαράδες αναγκάζονται να κάνουν, επειδή τα πιασμένα ψάρια πρέπει να διαιρεθούν σε μερίδια, τα ψάρια μετρήθηκαν και ο αριθμός τους αναφέρθηκε ως αξιοσημείωτος (β). Έτσι σημειώνεται η αφθονία αυτής της αλιείας και το ζωηρό ενδιαφέρον, με το οποίο οι απόστολοι λογάριασαν τη λεία που έπιασαν (g). Η αρίθμηση έγινε από την επιθυμία τους να διατηρήσουν ακριβή ανάμνηση του μεγάλου θαύματος (ο).
(4) «Όχι επειδή ήταν ισχυρό, αλλά επειδή ο Κύριος δυνάμωσε αυτό» (Ζ). Η διατήρηση του διχτύου αναφέρθηκε ίσως σαν σύμβολο της ειδικής προστασίας του Κυρίου στη εκκλησία και σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι κλεισμένοι μέσα της (g).

Ιω. 21,12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε(1). οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι(2) αὐτὸν σὺ τίς εἶ(3), εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν(4).
12«Ελάτε να φάτε», τους λέει ο Ιησούς. Και κανείς από τους μαθητές δεν τολμούσε να τον ρωτήσει, «εσύ ποιος είσαι;» γιατί ήξεραν πως είναι ο Κύριος.
(1) Αριστάω= παίρνω πρωινό, στους Αττικούς, έτσι και εδώ (G). Αν και κάποιος χρόνος πρέπει να καταναλώθηκε στο έργο της ανέλκυσης των ψαριών, όμως η πρωινή ώρα δεν είχε ακόμη περάσει (ο). «Ήδη είχε φτάσει η ώρα του πρωινού. Διότι επρόκειτο τους κόπους τους να τους διαδεχτεί η ανάπαυση» (Ζ).
(2) «Διότι δεν είχαν πλέον την ίδια παρρησία, ούτε το ίδιο θάρρος, ούτε τον πλησίαζαν πλέον μιλώντας προς αυτόν, αλλά με σιωπή και πολύ φόβο καθόντουσαν και τον πρόσεχαν» (Χ).
Δεν υπάρχουν πλέον οι προηγούμενες οικείες σχέσεις (g). Ο Θεάνθρωπος στεκόταν πλήρως αποκαλυμμένος μπροστά τους· και ενώ οι καρδιές τους υπερπληρούνταν από αγάπη και χαρά, προσέβλεπαν όμως προς αυτόν με φόβο και σεβασμό (ο). Το τολμώ και εξετάζω δεν συναντιούνται αλλού στο τέταρτο ευαγγέλιο (β). Εξετάζω= πληροφορούμαι από κάποιον με άμεση ερώτηση (G).
(3) «Επειδή έβλεπαν τη μορφή του αλλοιωμένη και να προξενεί μεγάλη έκπληξη, είχαν εκπλαγεί πάρα πολύ, και ήθελαν να τον ρωτήσουν για αυτήν, αλλά ο φόβος και το ότι γνώριζαν ότι δεν είναι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος, τους έκανε να αποφεύγουν την ερώτηση» (Χ).
(4) Δεν συνέβη εδώ όπως στην Εμμαούς, όπου δεν αναγνωρίστηκε έως ότου ευλόγησε και έκοψε τον άρτο (Λουκ. κδ 30). Εδώ αναγνωρίστηκε πριν ακόμη αρχίσει το φαγητό (β).

Ιω. 21,13 ἔρχεται(1) οὖν(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει(3) τὸν ἄρτον(4) καὶ δίδωσιν αὐτοῖς(5) καὶ τὸ ὀψάριον(4) ὁμοίως.
13Έρχεται ο Ιησούς, παίρνει το ψωμί και τους το μοιράζει. Το ίδιο έκανε και με το ψάρι.
(1) Από τη θέση που στεκόταν, όταν κάλεσε τους μαθητές (ο).
(2) Κατόπιν της πρόσκλησης, την οποία απηύθυνε στους μαθητές και της προσέλευσής τους.
(3) Αφού πλησίασε τον τόπο, όπου βρισκόταν η τροφή ετοιμασμένη, ως διδάσκαλος και οικοδεσπότης διανέμει αυτήν στους μαθητές. Κανείς υπαινιγμός δεν υπάρχει εδώ ότι έλαβε χώρα κλάση του άρτου με ευχαριστία. «Εδώ δεν στρέφει πλέον το βλέμμα του στον ουρανό, ούτε κάνει εκείνα τα ανθρώπινα, δείχνοντας ότι και εκείνα έγιναν από συγκατάβαση» (Χ). Ο Θεάνθρωπος εμφανίζεται μάλλον με τη θεία του εξουσία.
(4) Φαίνεται πιθανόν ότι «λογικά έψησαν και κάποια από τα ψάρια που έπιασαν για να φάνε όλοι οι μαθητές» (Ζ).
Αξιόλογη η αλληγορία: «Ο Κύριος ετοίμασε το πρωινό για τους επτά αυτούς μαθητές του από το ψάρι, το οποίο είδαν πάνω στην ανθρακιά, αφού προστέθηκαν και κάποια από τα ψάρια που αυτοί έπιασαν, και από τον άρτο…, τον οποίο είδαν. Το ψάρι το ψημένο είναι ο Χριστός που πάσχει· και ο ίδιος επίσης είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό. Μαζί με αυτόν ενσωματώθηκε η εκκλησία, για να μετάσχει και της αιώνιας μακαριότητας» (Αυ).
(5) «Εδώ μεν δεν λέει ότι έφαγε μαζί τους, ενώ ο Λουκάς αλλού λέει ότι συναναστρεφόταν και συνέτρωγε μαζί τους (Πράξ. α 4). Το πώς γινόταν αυτό όμως εμείς δεν μπορούμε να το πούμε. Διότι αυτά γινόντουσαν με κάποιο παραδοξότερο τρόπο, όχι επειδή είχε η φύση του πλέον ανάγκη από τροφή, αλλά το έκανε από συγκατάβαση για απόδειξη της ανάστασης» (Χ). Το ότι ο Ιησούς πήρε και έδωσε σε αυτούς τον άρτο και το ψάρι όπως παλιά (δες Μάρκ. στ 41, η 6, Ματθ. ιδ 19, ιε 36, Λουκ. θ 16) σημαίνει μόνο, ότι προεξήρχε του φαγητού κατά την ανέκαθεν συνήθειά του.

Ιω. 21,14 Τοῦτο ἤδη τρίτον(1) ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
14Αυτή ήταν η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές μετά την ανάστασή του.
(1) Δες τις σχετικές φράσεις «ταύτην τὴν ἀρχὴν» (β 11)· «τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν» (δ 54). Όπως και εκείνες, έτσι και η παρούσα αποβλέπει στο να συμπληρώσει σιωπηλά την διήγηση των συνοπτικών. Κατά τον Ματθαίο η πρώτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές θα φαινόταν, ότι έγινε στη Γαλιλαία και όχι στην Ιουδαία. Καθόλου, λέει ο ευαγγελιστής. Όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε στη Γαλιλαία ήταν η τρίτη ήδη φορά, κατά την οποία φανερωνόταν στους μαθητές του (g).
«Πρώτη μεν φορά λοιπόν το απόγευμα της ημέρας εκείνης, κατά την οποία αναστήθηκε· δεύτερη μετά από οχτώ ημέρες· και τρίτη τώρα. Φαίνεται λοιπόν, ότι μετά από αυτό ανέβηκαν οι μαθητές στο όρος που τους παρήγγειλε... Φανερώθηκε μεν λοιπόν και στις μαθήτριες και… στον Πέτρο και στον Κλεόπα και σε αυτόν που ήταν μαζί του. Αλλά στους μαθητές μαζί, αυτή ήταν η τρίτη φορά που φανερώθηκε» (Ζ).
Μιλά για τις επισημότερες εμφανίσεις, δηλαδή για εκείνες οι οποίες έγιναν στους μαθητές συναθροισμένους (b). Και δεν ήταν μεν εδώ όλοι οι μαθητές παρόντες, ήταν όμως επτά κάτω από την ηγεσία του Πέτρου, άλλωστε και στο Ιω. κ 19 και εξής, δεν ήταν πάλι όλοι παρόντες (g).
Ή, λιγότερο πιθανώς «αριθμούνται οι εμφανίσεις σύμφωνα με τις ημέρες· διότι ως πρώτη πρέπει να αριθμηθούν όλες όσες έγιναν σε μία ημέρα, επειδή περικλείονται σε μία ημέρα οσοδήποτε πολλές φορές και αν εμφανίστηκε κατά την ημέρα της ανάστασής του· ως δεύτερη αυτή που έγινε μετά από οκτώ ημέρες, και αυτή εδώ ως τρίτη» (Αυ).

Ιω. 21,15 Ὅτε οὖν ἠρίστησαν(1), λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς(2)· Σίμων Ἰωνᾶ(3), ἀγαπᾷς με(4) πλεῖον τούτων(5); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε(6). λέγει αὐτῷ· βόσκε(7) τὰ ἀρνία μου(8).
15Όταν, λοιπόν, έφαγαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ όσο αυτοί εδώ;» «Ναι, Κύριε», του απαντάει ο Πέτρος, «εσύ ξέρεις πως σ’ αγαπώ». Του λέει τότε: «Βόσκε τ’ αρνιά μου».
(1) Όταν το πρωινό φαγητό τελείωσε. Είναι χαρακτηριστικά του Ιωάννη οι σημειώσεις και οι καθορισμοί αυτοί του χρόνου (β). Κατά τη διάρκεια του φαγητού τους επικρατούσε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη σιωπή. Η σιγή στην αρχή κάποιου γεύματος δεν είναι μόνο σημάδι ευγένειας, αλλά και κοσμιότητας και αυτοκυριαρχίας (b).
Η αποστολική ευθύνη δεν εξαντλείται με την αποστολή σε αυτούς που δεν επέστρεψαν ακόμη. Καθήκον του αποστόλου είναι να λάβει και πρόνοια για αυτούς που επέστρεψαν. Η σκηνή για αυτό, στην οποία εξιστορείται η σύλληψη των ψαριών, συμπληρώνεται με περιγραφή της αποστολικής διακονίας με την εικόνα του ποιμένα και της ποίμνης των αρνιών και των προβάτων. Το αρνί παίρνει τη θέση του ψαριού, διότι, από τη στιγμή που το ψάρι πιαστεί, πεθαίνει και δεν παρέχει συνεπώς ανάλογο και επαρκές παράδειγμα της ζωής του χριστιανού μετά την επιστροφή του. Ο Πέτρος λοιπόν είναι συγχρόνως ψαράς και ποιμένας. Αλλά έχει ήδη αρνηθεί τρεις φορές τον Κύριο (χ).
Ο ακόλουθος διάλογος λοιπόν συμπληρώνει την προηγούμενη σκηνή (g). Αφού έφαγαν, τότε ο Κύριος απευθύνεται στον Πέτρο. Αποφεύγει να μιλήσει προηγουμένως στον Πέτρο, για να μην ταράξει τον όμιλο των επτά μαθητών κατά τη διάρκεια του φαγητού. Αλλά και στον Πέτρο τον ίδιο θα προκαλούσε δυσαρέσκεια και λύπη ό,τι ο Κύριος θα έλεγε προς αυτόν. Δεν θέλει λοιπόν να αναγκάσει αυτόν να διακόψει το φαγητό του.
(2) Δεν μέμφεται ο Ιησούς τον Πέτρο για την άρνηση, για την οποία είχε ήδη ο Πέτρος συγχωρεθεί· αλλά η ερώτησή του για την αγάπη του ήταν ευγενέστατος και στοργικότατος έλεγχος (Stier). «Επομένως με την τριπλή μεν ομολογία του μακάριου Πέτρου καταργήθηκε το αμάρτημα που έγινε με την τριπλή άρνηση. Και με το να πει ο Κύριος Βόσκε τα αρνία μου, εννοείται ότι έγινε μία ανανέωση κατά κάποιο τρόπο της αποστολής που ήδη δόθηκε σε αυτόν, η οποία σταματούσε την ντροπή για τα αμαρτήματα που συνέβη στο μεταξύ και η οποία εξαφάνιζε την μικροψυχία λόγω της ανθρώπινης ασθένειας» (Κ).
Όπως υπάρχει σχέση όχι τυχαία ανάμεσα στην εξωτερική τοποθεσία, στην οποία ο Πέτρος είχε κληθεί την πρώτη φορά στο να γίνει απόστολος και σε αυτήν, στην οποία σημειώθηκε η εμφάνιση του Ιησού, έτσι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον τόπο στον οποίο ο Πέτρος εξέπεσε (δίπλα στην ανθρακιά της αυλής του αρχιερέα) με την άρνησή του, και στην ανθρακιά αυτή δίπλα στην οποία ξαναπαίρνει το αξίωμά του (g).
Στην τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο κρύβεται γλυκός και στοργικός έλεγχος, ικανός όχι να πληγώσει και να πικράνει, αλλά να μαλάξει την καρδιά. Επιπλέον με αυτήν ο Πέτρος υποβάλλεται σε δοκιμή και εξέταση. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί καθαρά, εάν ο Πέτρος κατέχεται ακόμη από το πνεύμα εκείνο της καυχησιολογίας και αλαζονείας, το οποίο εκδήλωσε, όταν στο δείπνο διακήρυττε ότι «αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ουδέποτε θα σκανδαλιστώ». Και πράγματι, στις απαντήσεις του Πέτρου βλέπουμε, πόσο από την άρνησή του διδάχτηκε αυτός και πόσο άλλαξε και μεταβλήθηκε.
(3) Υπάρχει και η γραφή Σίμων Ιωάννου. Η ονομασία αυτή, με την οποία υπενθυμίζεται στον Πέτρο η φυσική του καταγωγή δεν αντιτίθεται άσκοπα με αυτήν που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής («λέει στον Σίμωνα Πέτρο») (g). Υπενθυμίζει σε αυτόν ολόκληρο το παρελθόν του, από τη φυσική γέννησή του, και ειδικότερα την αξιοθρήνητη πτώση, η οποία γεννήθηκε στον Σίμωνα και όχι στον Πέτρο (Stier). Υπενθυμίζεται η ασθένεια η οποία μεταδίδεται σε όλους μας με τη φυσική καταγωγή ή την επίγεια συγγένεια (ο).
(4) Σύμφωνα με κάποιους μεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο αγαπώ και το φιλώ. Το αγαπώ λέγεται εδώ με την ανώτερη και πνευματική έννοια της λέξης –αγαπώ από σεβασμό· ενώ το φιλώ με την έννοια της προσωπικής αφοσίωσης (g). Για αυτό για τους ανθρώπους λέγεται ότι αγαπούν και όχι φιλούν το Θεό. Το αγαπώ επίσης ουδέποτε χρησιμοποιείται για την αγάπη από σαρκικό έρωτα. Το φιλώ χρησιμοποιείται για τους λάτρεις του Χριστού στο Ιω. ιστ 27 (G). Το φιλώ λέγεται για φυσική τρυφερότητα, το αγαπώ για αγάπη περισσότερο εξυψωμένη (F).
Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή ο Πέτρος ερωτώμενος από τον Ιησού εάν αγαπά αυτόν, δεν απαντά με μεγαλύτερη έμφαση (b), αλλά χρησιμοποιεί, αποφεύγοντας την προηγούμενη αλαζονεία, το ρήμα φιλώ με πιο μέτρια διάθεση (g). Ο Ιησούς ρωτά: Με αγαπάς με την υψηλή και άγια αγάπη, η οποία οφείλεται σε μένα ως Υιό του Θεού και Σωτήρα των ανθρώπων; Και ο Πέτρος συναισθανόμενος ήδη την ασθένειά του απαντά· Ξέρεις, ότι σε αγαπώ όπως ένας φτωχός ασθενής θνητός μπορεί να αγαπά τους αρίστους του φίλους, αν και η αγάπη αυτή είναι πολύ πιο κάτω από την αγία αγάπη, που οφείλεται σε Σένα (ο). Σύμφωνα με άλλους όμως (β, Αυ), καμμία διάκριση δεν πρέπει να γίνεται ανάμεσα στα δύο ρήματα και από την τρίτη ερώτηση του Χριστού «έχουμε αποδεδειγμένο ότι αγαπώ και φιλώ είναι ένα και το αυτό. Διότι ο Κύριος στην τελευταία ερώτησή του δεν είπε με αγαπάς, αλλά φιλεις με» (Αυ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5) Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι το «τούτων» αναφέρεται στους μαθητές, διότι το να αναφέρουμε αυτό στα ψάρια ή στα σκεύη και όργανα της αλιείας (δες β) είναι πολύ ταπεινό και χονδροειδές σε σχέση με τα συμφραζόμενα (ο). «Με αγαπάς περισσότερο από όσο αυτοί;» (Ζ), δηλαδή οι συμμαθητές σου. Πριν ο Πέτρος είχε πει ότι θα δειχνόταν περισσότερο πιστός από αυτούς (Ματθ. κστ 33) (b). Και ο Ιησούς υπενθυμίζει σε αυτόν την υπεροχή την οποία αλαζονικά ο Πέτρος διεκδίκησε όταν είπε τα λόγια στο Ματθ. κστ 33 (g).
«Και ζητά να πει, εάν και περισσότερο από τους άλλους αγαπά… επειδή θα πάρει και περισσότερη από τους άλλους την άφεση… Διότι σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρα, αυτός στον οποίο πολύ συγχωρείται, πολύ και θα αγαπήσει» (Κ).
(6) «Συμφωνεί ο Πέτρος, και ομολογεί ότι αγαπά, λέγοντας ότι αυτός ο ίδιος (ο Ιησούς) είναι μάρτυρας της διάθεσης που υπάρχει μέσα του» (Κ), «αυτός που ξέρει τα απόρρητα της καρδιάς» (Χ). Ο Πέτρος είχε δώσει απόδειξη του αντίθετου με την τελευταία άρνησή του· τώρα αντί για απόδειξη κάνει επίκληση της παντογνωσίας του Ιησού. Τώρα όμως λέει απλώς: σε αγαπώ. Δεν προσθέτει: περισσότερο από αυτούς (b). Από ταπεινοφροσύνη που υπαγορεύεται σε αυτόν από την πτώση του παραλείπει τις λέξεις αυτές στην απάντησή του (g).
Ο Πέτρος παρέλειψε το «περισσότερο από αυτούς», αποφεύγοντας να συγκρίνει τον εαυτό του με τους αδελφούς του, και πολύ περισσότερο να υπερτιμήσει τον εαυτό του από αυτούς. Μπορούμε και εμείς να πούμε, ότι Αγαπάμε το Χριστό, δεν επιτρέπεται όμως σε μας να λέμε, ότι αγαπάμε αυτόν περισσότερο από κάθε άλλον. Οφείλουμε μεν να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι από τους άλλους, συγχρόνως όμως έχουμε καθήκον, ώστε «με την ταπεινοφροσύνη να θεωρούμε τους άλλους ότι υπερέχουν από εμάς». Διότι γνωρίζουμε όλες τις δικές μας ελλείψεις και παραβάσεις, ενώ των αδελφών μας μόνο από τις εξωτερικές εκείνες, οι οποίες πέφτουν στην αντίληψή μας.
(7) Το ρήμα βόσκω σημαίνει την φροντίδα για ένα ποίμνιο από την άποψη της διατροφής. «Ζητά απόδειξη της αγάπης σε αυτόν, την φροντίδα αυτών» (Ζ). Εμπιστεύεται αυτούς που αγαπά σε αυτόν που τον αγαπά (Λούθηρος).
«Χειροτονήθηκε μεν ήδη για τη θεία αποστολή μαζί με τους άλλους μαθητές ο θεσπέσιος Πέτρος· διότι ο ίδιος ο Κύριος τους ονόμασε αποστόλους σύμφωνα με αυτό που έχει γραφτεί. Επειδή όμως… κυριευμένος από ασυγκράτητο φόβο ο θεσπέσιος Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές τον Κύριο, θεραπεύει αυτό που έπαθε και απαιτεί και αυτός με τη σειρά του την τριπλή ομολογία, θέτοντας αυτό σαν αντιστάθμισμα για εκείνο και ετοιμάζοντας την επανόρθωση ισοδύναμη με τα αμαρτήματα» (Κ). Ξεχώρισε κάτι στον Πέτρο ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές, αλλά τίποτα από το οποίο οι άλλοι επρόκειτο να αποκλειστούν· διότι αληθινά και εκείνοι αγαπούσαν τον Ιησού. Δες ιστ 27. Ας παύσει ο Πάπας, στο όνομα της αλήθειας, με την πρόφαση της διαδοχής του Πέτρου να διεκδικεί αυτό το προνόμιο για τον εαυτό του… Η Ρώμη δεν μπορεί να αξιώνει τον Πέτρο ως δικό της περισσότερο από όσο η Ιερουσαλήμ ή η Αντιόχεια ή οποιοσδήποτε άλλος τόπος, όπου ο Πέτρος ενήργησε ως απόστολος. Τι λέω; Η Ρώμη ως πρωτεύουσα των Εθνών, μπορεί λιγότερο από όλους να αξιώσει αυτόν. Διότι ο Πέτρος υπήρξε ένας από τους αποστόλους της περιτομής (b).
Ο Χριστός τόσο στοργικά αγαπά την ποίμνη του, ώστε δεν εμπιστεύεται αυτήν παρά μόνο σε εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν και για αυτό θα αγαπούν για αυτόν και κάθετί που είναι δικό του. Εκείνοι οι οποίοι δεν αγαπούν το Χριστό, ούτε τις ψυχές των ανθρώπων αγαπούν, και κατά φυσικό λόγο ούτε για την κατάσταση των ψυχών αυτών θα ενδιαφερθούν. Τίποτα άλλο παρά η αγάπη προς τον Χριστό δεν ενισχύει τους λειτουργούς και διακόνους του να βαδίζουν ακούραστοι δια μέσου των δυσκολιών και αποθαρρύνσεων, τις οποίες συναντούν συχνά στο έργο τους. Η αγάπη αυτή κάνει το έργο τους εύκολο και γεμίζει αυτούς με προθυμία σε αυτό. Πράγματι· η αγάπη αυτή κάνει υπομονετικό και μακρόθυμο τον διδάσκαλο του ευαγγελίου απέναντι στη δυστροπία, την απροσεξία, την αχαριστία, την βραδύνοια και τις ιδιοτροπίες αυτών τους οποίους διδάσκει. Και η αγάπη αυτή κατέστησε τον Παύλο τόσο προνοητικό, για να μην σκανδαλιστούν τα ασθενή πρόβατα του Χριστού, ώστε να υφίσταται για χάρη τους τόσες θυσίες, αναλαμβάνοντας τόσους σωματικούς κόπους και αγρυπνίες, ώστε να μην επιβαρύνει κάποιον από αυτούς με τη διατροφή του. Πόσα υπέμεινε από τους ψευδαδέλφους! Και πόσο στοργική δειχνόταν η καρδιά του, όταν έγραφε: Παιδάκια μου, τους οποίους πάλι κοιλοπονώ!
(8) Σημαίνουν σύμφωνα με τους περισσότερους από τους ερμηνευτές ειδική τάξη μελών της εκκλησίας δηλαδή τους αρχάριους. «Με το να πει Βόσκε τα αρνία μου, ονόμασε έτσι τους νεογέννητους στην πίστη» (Β). Στη δεύτερη ερώτηση σύμφωνα με τους κώδικες βατικανού και του Εφραίμ χρησιμοποιήθηκε η λέξη προβάτια και στην τρίτη πρόβατα. Οι διαφορές αυτές δείχνουν, όπως φαίνεται, ότι δύο ή τρεις Αραμαϊκές λέξεις υπάρχουν πίσω από τις αντίστοιχες λέξεις του ελληνικού πρωτοτύπου (β). Στις τρεις αυτές παραγγελίες, το ποίμνιο που εμπιστεύεται στον Πέτρο κατανέμεται σε τρεις ηλικίες· και το ποίμνιο της πρώτης ηλικίας δηλώνεται με την ονομασία αρνία, ενώ αυτό της τρίτης ηλικίας με την ονομασία πρόβατα· αυτό της δεύτερης λοιπόν περιλαμβάνεται στα πιο τρυφερά από τα πρόβατα (b).
«Αρνία μεν είναι οι πιο ατελείς, ενώ πρόβατα οι τελειότεροι» (Ζ).
«Εκείνοι οι οποίοι με το να βόσκουν το ποίμνιο του Χριστού αποβλέπουν στο να έχουν αυτό ως δικό τους και όχι ως ποίμνιο του Χριστού, ας είναι πεπεισμένοι ότι αγαπούν όχι το Χριστό, αλλά τους εαυτούς τους, από επιθυμία είτε να καυχηθούν, είτε να αποκτήσουν δύναμη ή κέρδη υλικά και όχι από αγάπη να υπακούσουν, να υπηρετήσουν και να αρέσουν στο Θεό. Διότι τι άλλο σημαίνουν τα λόγια Με αγαπάς; Βόσκε τα αρνία μου, παρά ότι και αν έλεγε Εάν με αγαπάς, μη σκέφτεσαι να βοσκήσεις τον εαυτό σου αλλά τα αρνία μου σαν δικά μου και όχι σαν δικά σου· να ζητάς τη δόξα μου σε αυτά και όχι τη δική σου· την κυριότητά μου και όχι τη δική σου» (Αυ).
Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή τρέφε αυτά, δίδασκε αυτά, διότι η διδασκαλία του ευαγγελίου είναι πνευματική τροφή. Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή να οδηγείς αυτά σε παχειά βοσκοτόπια, πρωτοστατώντας στις θρησκευτικές τους συναθροίσεις και διακονώντας αυτά σύμφωνα με όλα τα διατεταγμένα. Βόσκε αυτά με προσωπική προσαρμογή της διδασκαλίας στην κατάσταση και τις ανάγκες καθενός από αυτά. Όχι απλώς παράθετε σε αυτά την τροφή, αλλά βόσκε εσύ με αυτήν φροντίζοντας για τα ασθενή και αυτά που δεν έχουν όρεξη να δίνεις τροφή προσαρμοσμένη στην κατάστασή τους.

Ιω. 21,16 λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με(2); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε(3) τὰ πρόβατά μου(4).
16Τον ρωτάει πάλι για δεύτερη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς;» «Ναι, Κύριε», του αποκρίνεται εκείνος, «εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». Του λέει τότε: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου».
(1) Η επανάληψη αποσκοπεί να προσδώσει έμφαση στην εξέταση και να προκαλέσει βαθειά εντύπωση στον Πέτρο (ο). Ο Ιησούς ζητά να ωθήσει τον Πέτρο σε αυστηρότερη έρευνα του εαυτού του (Weiss).
(2) Εφ’ όσον με τη φράση «περισσότερο από αυτούς» επιτεύχθηκε ο σκοπός, για τον οποίο χρησιμοποίησε αυτήν ο Κύριος, δεν επαναλαμβάνεται τώρα αυτή. Αλλά επιμένει στη χρήση του ρήματος αγαπώ. Ο Πέτρος όμως δεν παίρνει θάρρος να εφαρμόσει στον εαυτό του ένα τέτοιο ρήμα και εξακολουθεί να διαβεβαιώνει με τη μετριότερη έννοια του ρήματος φιλώ την προς τον διδάσκαλο αγάπη του (g).
(3) Το ρήμα ποιμαίνω έχει ευρύτερη έννοια από το ρήμα βόσκω, διότι δεν εκφράζει μόνο την έννοια της φροντίδας για διατροφή του ποιμνίου, την οποία εκφράζει το βόσκω, αλλά και γενικώς όλα τα έργα του ποιμένα (F). Αντικαθιστά λοιπόν το βόσκω, το οποίο αναφερόταν προ παντός στην διδασκαλία με το λόγο, με το ποιμαίνω, το οποίο σημαίνει μάλλον την διοίκηση της εκκλησίας στο σύνολό της (g).
«Διότι τον μεν ποιμαίνω που λέει τώρα φανερώνει πιο σκληρή φροντίδα, ενώ το βόσκω την ηπιότερη» (Θφ).
Η προμήθεια της κατάλληλης και πρόσφορης τροφής στα πρόβατα δεν καλύπτει ολόκληρο το ποιμαντικό έργο. Μέρος του ποιμαντικού έργου είναι ο ποιμένας να βγάζει το ποίμνιό του και να προπορεύεται από αυτό. Όχι μόνο με το λόγο να διδάσκει και να τρέφει αυτό πνευματικά, αλλά να δίνει αυτός πρώτος το παράδειγμα της εφαρμογής και καρποφορίας των διδασκομένων αληθειών. Εκείνος είναι καλός ποιμένας στη διδασκαλία, ο οποίος δεν δείχνει μόνο στα πρόβατα την ευθεία οδό, αλλά βαδίζει πρώτος σε αυτήν, για να ακολουθεί η ποίμνη στα ίχνη του. Αυτό είναι το βόσκε τα αρνία μου. Αλλά ο καλός ποιμένας είναι και γεμάτος συμπάθεια και στοργή για το καθένα από τα πρόβατά του. Υποστηρίζει το συντετριμμένο, δένει τις πληγές του, ενισχύει το ασθενές και αισθάνεται ως ίδιο προσωπικό του πόνο την αστάθεια και παραπλάνηση οποιουδήποτε πιστού φωνάζοντας με καρδιά που πονά μαζί με τον Παύλο: Ποιός ασθενεί και δεν ασθενώ, ποιος σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ; Ο καλός ποιμένας, όταν αντιληφθεί, ότι κάποιο πρόβατο απομακρύνθηκε από την ποίμνη, αφήνει τα πρόβατα που τρέφονται με ασφάλεια στη βοσκή, και αναζητά το χαμένο, το οποίο στοργικά αγκαλιάζει, όταν το ξαναβρεί, και χωρίς να κακομεταχειριστεί αυτό, το παίρνει πάνω στους ώμους του. Αυτό είναι το Ποίμαινε τα πρόβατά μου.
(4) Ο βατικανός κώδικας και ο του Βέζα γράφουν προβάτιά μου=προβατάκια μου. Η γραφή αυτή ίσως είναι η πιο σωστή. Διότι το υποκοριστικό αυτής εκφράζει κάποιο υπαινιγμό ασθένειας, όπως και η λέξη αρνία και συνεπώς δηλώνει κατάσταση προχωρημένη μεν από αυτήν των αρνίων, που υπολείπεται όμως από αυτήν των προβάτων και τάξη ενδιάμεση μεταξύ αυτών και εκείνων (g).

Ιω. 21,17 λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με(2); ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον(3), φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας(4), σὺ γινώσκεις(5) ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε(6) τὰ πρόβατά μου(7).
17Τον ρωτάει για τρίτη φορά: «Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς;» Στενοχωρήθηκε ο Πέτρος που τον ρώτησε για τρίτη φορά «μ’ αγαπάς;» και του απαντάει: «Κύριε, εσύ τα ξέρεις όλα· εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Βόσκε τα πρόβατά μου.
(1) «Η τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο για την αγάπη δεν υπονοεί άγνοια του Δεσπότου… αλλά ο αγαθός ιατρός απομάκρυνε το τριπλό της άρνησης με το τριπλό της συμφωνίας» (Ι).
(2) Χρησιμοποιεί τώρα το ρήμα, το οποίο και ο Πέτρος, εκφράζοντας έτσι αμφιβολία και για το αν όντως εφίλει αυτόν ο μαθητής. Είναι σαν να έλεγε σε αυτόν: Είσαι βέβαιος ότι με αγαπάς έστω και με την προσωπική, με την ανθρώπινη εκείνη αγάπη, την οποία υποδηλώνεις με την λέξη, με την οποία απαντάς; Δεν ρωτώ πλέον τώρα, εάν έχεις τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, στον οποίο αναφέρονταν οι προηγούμενες δύο ερωτήσεις μου. Είσαι όμως βέβαιος για το αν όντως με φιλείς; (ο).
(3) «Ο Πέτρος επειδή φοβήθηκε με την τριπλή ερώτηση και υποπτεύτηκε μήπως νομίζει μεν ότι αγαπά, αλλά δεν αγαπά· διότι και προηγουμένως, νόμιζε μεν ότι ουδέποτε θα τον απαρνηθεί, αλλά τον απαρνήθηκε· και το πάθημα εκείνο τον έκανε πιο σώφρονα και καλύτερο· για αυτό λυπήθηκε, ταράχτηκε, θορυβήθηκε» (Ζ). Το τριπλό της ερώτησης του Ιησού φαινόταν όντως να εκφράζει δυσπιστία (F).
(4) «Επειδή πάλι φοβάται τα προηγούμενα (διότι και τότε επιμένοντας στη γνώμη του, αποδεικνυόταν στη συνέχεια ανίκανος να την πραγματοποιήσει) για αυτό πάλι καταφύγει σε αυτόν· διότι το να πει Εσύ τα ξέρεις όλα, σημαίνει τα παρόντα και τα μέλλοντα. Βλέπεις πώς έγινε καλύτερος και σωφρονέστερος, χωρίς πλέον να αυθαδιάζει και να αντιλέγει;» (Χ).
Βάζει τον εαυτό του κάτω από το μάτι της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού λέγοντας κατά κάποιο τρόπο: Δες λοιπόν μόνος σου, εάν σε αγαπώ. Η επίκληση αυτή της ανώτερης γνώσης του Ιησού προέρχεται από το θλιβερό συναίσθημα των μεγάλων πλανών για τον εαυτό του, στις οποίες ο Πέτρος είχε παρασυρθεί (Weiss).
(5) Το γινώσκεις είναι πιο έντονο εδώ από το οἶδας, σημαίνοντας γνώση άμεση για κάποιο πράγμα ή πρόσωπο. Δείχνει με την απάντησή του ο Πέτρος σε κάποιο μέτρο την φυσική του ορμητικότητα. Διότι η χρήση των δύο ρημάτων Σὺ… οἶδας, Σὺ γινώσκεις… προσδίδουν ιδιαίτερο τόνο στη διαμαρτυρία της αγάπης του (ο).
(6) «Τρίτη φορά ρωτά και τρίτη φορά διατάζει τα ίδια, δείχνοντας πόση σημασια δίνει στην προστασία των προβάτων του και ότι αυτό είναι κατ’ εξοχήν δείγμα της αγάπης προς αυτόν» (Χ). «Αφού πρώτα μεν λοιπόν ξέπλυνε ο Πέτρος με τα πικρά εκείνα δάκρυα την κηλίδα της άρνησης, και αφού τώρα πάλι πρόσφερε αντί για την τριπλή άρνηση τριπλή ομολογία, και τότε μεν με έργο, ενώ τώρα με λόγο θεραπεύει το σφάλμα που έγινε με λόγο, τού αναθέτει την ποιμαντική φροντίδα της οικουμένης» (Ζ).
(7) Οι δύο προαναφερθέντες κώδικες μαζί με τον Αλεξανδρινό γράφουν πάλι προβάτια. Ίσως πρόκειται για λάθος των αντιγραφέων που δεν κατάλαβαν τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στις λέξεις προβάτια και πρόβατα. Με το πρόβατα ο Κύριος δηλώνει πάλι το ποίμνιο πλήρες, θεωρούμενο όμως στην κανονική του κατάσταση. Ο Ιησούς ξαναπαίρνει το ρήμα βόσκω, με το οποίο δίνει στον Πέτρο να καταλάβει, ότι η γενική κυβέρνηση της εκκλησίας δεν πρέπει να εμποδίζει τον ποιμένα από το να ασχολείται και με τη διδασκαλία των προβάτων, και την κατ’ ιδίαν στο καθένα από αυτά και την ομαδική. Δες Πράξ. κ 31, όπου δείχνεται ότι οι απόστολοι είχαν κατανοήσει την έννοια του παραγγέλματος. Το χωρίο επίσης Α΄ Πέτρ. ε 1-4 φαίνεται ως ηχώ των λόγων αυτών του Κυρίου (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Στο τέλος ζητείται από τον Πέτρο να βόσκει όχι τα αρνία, όπως στην πρώτη περίπτωση, ούτε τα προβάτια όπως στη δεύτερη, αλλά τα πρόβατα· δηλαδη να γίνει αυτός τελειότερος από τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να κυβερνά τους τελειότερους (b).
Εάν ρωτήσεις τους υπερασπιστές του πρωτείου του Πάπα, θα σού πουν, ότι με την τριπλή αυτή ερώτηση ο Κύριος αποσκοπούσε να δώσει στον Πέτρο και μέσω αυτού στους διαδόχους του στη Ρώμη απόλυτη κυριαρχία και αρχηγία πάνω στην όλη χριστιανική εκκλησία. Λες και το καθήκον του να υπηρετεί τα πρόβατα, έδωσε δικαίωμα τού να κυριαρχεί πάνω σε όλους τους άλλους ποιμένες, ενώ είναι σαφές, ότι ούτε ο Πέτρος ο ίδιος αξίωσε ποτέ τέτοιο δικαίωμα, ούτε οι υπόλοιποι απόστολοι τού αναγνώρισαν αυτό. Η τριπλή αυτή ερώτηση του Κυρίου έγινε ολοφάνερα, για να αποκατασταθεί ο Πέτρος στο αποστολικό αξίωμα, το οποίο απαρνήθηκε με την τριπλή άρνηση και για να ανανεώσει σε αυτόν την αποστολή παρόντων και των υπόλοιπων συμμαθητών του. Εμείς για εκείνους, οι οποίοι μάς εξαπάτησαν και διέψευσαν τις ελπίδες μας που στηρίξαμε πάνω τους, λέμε: «Παρόλο που τους συγχωρούμε, δεν τους εμπιστευόμαστε πλέον». Ο Χριστός όμως, όταν συγχώρησε τον Πέτρο, εμπιστεύτηκε σε αυτόν τον πολυτιμότερο θησαυρό, τον οποίο είχε πάνω στη γη. Και με τον έλεγχό του αυτόν, με τον οποίο αποκαθιστούσε τον μαθητή στο αποστολικό αξίωμα, δείχνεται ο Κύριος, όπως ήδη είπαμε, γεμάτος συμπάθεια.
Από αυτό διδασκόμαστε, ότι και σε εμάς ο Ιησούς δεν υπάρχει φόβος να συμπεριφερθεί με λιγότερη συμπάθεια, εάν αμαρτάνοντας με οποιοδήποτε τρόπο προς αυτόν επιστρέψουμε με μετάνοια και ζητήσουμε το έλεός του. Ο όμοιός μας άνθρωπος είναι δυνατόν να μας μεμφθεί, να μας επικρίνει με λόγους πικρούς και να ευχαριστηθεί από την αγωνία μας. Αλλά ο Ιησούς ουδέποτε μέμφεται· και αν κάποτε τα λόγια του εμφανίζουν κάποια μομφή, είναι όμως πάντοτε γεμάτα αγάπη, όπως και οι τιμωρίες του είναι τιμωρίες στοργικής παιδαγωγίας. Ο όμοιός μας είναι δυνατόν να μας χτυπήσει άγρια και όταν μάλιστα πέσουμε κάτω από τα χτυπήματά του είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να μάς χτυπά. Ο Κύριος Ιησούς όμως χτυπά ως ιατρός πάνσοφος αποβλέποντας στο να μάς θεραπεύσει.

Ιω. 21,18 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ὅτε ἦς νεώτερος(2), ἐζώννυες σεαυτὸν(3) καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς(2), ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει(4), καὶ οἴσει(5) ὅπου οὐ θέλεις(6).
18Όταν ήσουν νεότερος, έδενες τη ζώνη στη μέση σου και πήγαινες όπου ήθελες εσύ· όταν όμως γεράσεις, σε βεβαιώνω πως θ’ απλώσεις τα χέρια σου, και κάποιος άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει εκεί που δε θέλεις».
(1) Ιωάννεια φράση που συναντιέται 25 φορές στο δ΄ευαγγέλιο (F). Με αυτήν τραβά με έμφαση την προσοχή του Πέτρου σε αυτά που θα ειπωθούν (ο). Όταν ο Ιησούς προανήγγειλε στον Πέτρο τα σχετικά με την άρνησή του με την ίδια φράση άρχισε να τού μιλά (β). Προλέγεται τώρα το μαρτύριο του Πέτρου. Η σχέση με τα προηγούμενα:
«Πολύ χρήσιμα… προανήγγειλε το τέλος του Πέτρου, έτσι ώστε με αυτά τα οποία επρόκειτο να πάθει να επισφραγίσει κατά κάποιο τρόπο και να αποδείξει αληθινό αυτό που του είπε: Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Κ). «Η αγάπη στο να βόσκουμε τα πρόβατα του Κυρίου πρέπει να αυξάνει σε τόσο μεγάλη πνευματική θερμότητα ώστε να υπερνικά και το φυσικό φόβο του θανάτου, ο οποίος μάς κάνει να μην θέλουμε να πεθάνουμε και όταν ακόμη επιθυμούμε να ζήσουμε μαζί με το Χριστό» (Αυ).
(2) Σε αυτό ανταποκρίνεται το «όταν όμως γεράσεις» που ακολουθεί· όπως και στο «έζωνες τον εαυτό σου» ανταποκρίνεται το «και άλλος θα σε ζώσει»· όπως και στο «όπου ήθελες» το «θα σε φέρει όπου δεν θέλεις» (g). Νεώτερος… γηράσῃς. «Αυτό δείχνει ότι δεν ήταν τότε νέος, (διότι πράγματι δεν ήταν) αλλά ούτε και γέρος, αλλά άνδρας τέλειος» (Χ). Ο Πέτρος έπρεπε να διάγει την μέση ηλικία. Αυτό συμφωνεί με το μαρτυρούμενο από τους συνοπτικούς γεγονός ότι ήταν ήδη έγγαμος (Λουκ. δ 38).
(3) Υπαινίσσεται την ζώνη, με την οποία οι κάτοικοι της Ανατολής περισφίγγουν και ανασηκώνουν τον μακρύ τους χιτώνα, όταν βαδίζουν ή εργάζονται (F). Αυτόματη, ελεύθερη, ανεμπόδιστη κίνηση δηλώνεται εδώ σε αντίθεση με τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας που σημαίνεται με την ακόλουθη φράση «και άλλος θα σε ζώσει» (ο).
«Για ποιό λόγο λοιπόν υπενθύμισε σε αυτόν την προηγούμενη ζωή του; Για να δείξει ότι έτσι έχουν τα πράγματα σε αυτόν (το Χριστό). Διότι στα μεν βιοτικά πράγματα ο μεν νέος είναι χρήσιμος, ενώ ο γέρος άχρηστος· ενώ στα πράγματα που έχουν σχέση με μένα, λέει, δεν είναι έτσι, αλλά όταν έλθουν τα γηρατειά, τότε η ανδρεία είναι λαμπρότερη, τότε η ανδραγαθία πιο περιφανής, χωρίς να εμποδίζεται σε τίποτα από την ηλικία» (Χ).
(4) Σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία η έννοια είναι: «θα απλώσεις τα χέρια σου στο σταυρό, και άλλος θα σε σφίξει με τα καρφιά [ή θα σε έχει δέσμιο με τις αλυσίδες] και θα σε οδηγήσει σε θάνατο τον οποίο… δεν θέλεις από τη φύση σου» (Ζ).
Θα απλώσεις τα χέρια σου όπως αυτοί που σταυρώνονται, ώστε να στερεωθούν αυτά στο οριζόντιο ξύλο του σταυρού (b). Το ἐκτενεῖς δηλώνει θεληματική ενέργεια, κατά διαταγή όμως των εκτελεστών. Εκφράζεται η ιδέα, ότι ο Πέτρος δεν θα έδειχνε κάποιο δισταγμό να πεθάνει για τον Κύριο. Θα άπλωνε θεληματικά τα χέρια του, κατανικώντας την φυσική του αποστροφή προς το θάνατο (ο). Το άπλωμα των χεριών του Μωϋσή (Εξοδ. ιζ 12) θεωρήθηκε από παλιά τύπος του σταυρού (Επιστολή Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Διάλογος προς Τρύφωνα 90,91, Ειρηναίου κατά Αιρέσεων V,17,4)· ομοίως και η φράση στο Ησαΐου ξε «άπλωσα τα χέρια μου όλη την ημέρα σε λαό ανυπάκουο» (Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Α΄ Απολογία 35).
Αξιολογότατη και η ερμηνεία: Το άπλωμα των χεριών δεν αναφέρεται στη σταύρωση. Διότι πώς το χαρακτηριστικό αυτό θα έμπαινε μπροστά από τα ακόλουθα («και άλλος θα σε ζώσει και θα σε οδηγήσει όπου δεν θέλεις»), τα οποία παρουσιάζουν τον απόστολο να οδηγείται στον τόπο της ποινής; Το άπλωμα των χεριών είναι μάλλον η χειρονομία της παθητικότητας απέναντι στη βία. Η ζώνη αυτή (δες Πράξ. κα 11) θα είναι η αλυσίδα του κακοποιού. Ο λόγος αυτός δηλώνει την εξουδετέρωση της προσωπικής θέλησης, η οποία αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του φυσικού χαρακτήρα του Πέτρου (g). Υπάρχει και η γραφή: ἄλλοι ζώσουσι.
(5) Από το ρήμα φέρω, το οποίο είναι εδώ πιο έντονο και ενεργητικό από το άγω. Ο σιναϊτικός αντί για το «οἴσει ὅπου» γράφει «Ποιήσουσί σοι όσα»
(6) «Σε θάνατο τον οποίο, αν και θέλεις με την προαίρεσή σου, δεν τον θέλεις με τη φύση σου» (Ζ). «Διότι κανείς από τους αγίους δεν πάσχει επειδή το θέλει. Αλλά αν και είναι πικρός ο θάνατος, και τους έρχεται παρόλο που καθόλου δεν τον θέλουν αυτοί, αλλά βεβαίως επειδή ποθούν πάρα πολύ τη δόξα που δίνει ο Θεός, καταφρονούν την επίγεια ζωή» (Κ).
«Διότι κανείς δεν εγκαταλείπει το σώμα με απάθεια, διότι ο Θεός το ρύθμισε αυτό σύμφωνα με το συμφέρον μας, ώστε να μην συμβαίνουν πολλοί βίαιοι θάνατοι. Διότι αν ο διάβολος κατόρθωσε να το πετύχει αυτό, αν και τα πράγματα έχουν έτσι, και οδήγησε άπειρους σε γκρεμούς και βάραθρα, εάν δεν ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του σώματος για την ψυχή, τότε από την τυχαία λύπη οι περισσότεροι θα ορμούσαν στο να πράξουν αυτό (=την αυτοκτονία). Το «όπου δεν θέλεις» λοιπόν φανερώνει τη φυσική συμπάθεια» (Χ).
Και ο Πέτρος «ακούσια μεν ήλθε στο θάνατο, αλλά εθελούσια κατέκτησε αυτόν και άφησε πίσω το αίσθημα αυτό της ασθένειας, το οποίο κάνει τον καθένα να μην θέλει να πεθάνει· αίσθημα τόσο επίμονα φυσικό, ώστε και αυτή η προχωρημένη ηλικία δεν μπόρεσε να ελευθερώσει από την επίδρασή της τον μακάριο Πέτρο… Αλλά οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι η θλίψη του θανάτου, υπερνικάται από τη δύναμη της αγάπης εκείνης, την οποία αισθάνεται κάποιος προς αυτόν, ο οποίος ενώ είναι η ζωή μας, θέλησε να υποστεί τον θάνατο για χάρη μας» (Αυ).

Ιω. 21,19 τοῦτο δὲ εἶπε(1) σημαίνων ποίῳ θανάτῳ(2) δοξάσει τὸν Θεόν(3). καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(4).
19Αυτό το είπε για να δείξει με ποιον θάνατο θα δόξαζε το Θεό. Κι αφού το είπε αυτό, του λέει: «Ακολούθησέ με».
(1) Ιωάννεια φράση που εισάγει επεξήγηση. Δες ζ 39, ια 51, ιβ 6, 33, κλπ. (F).
(2) Με ποιο είδος θανάτου (ο). Αναφέρεται γενικώς στο μαρτύριο και όχι στο είδος του μαρτυρίου (g).
(3) «Δεν είπε θα πεθάνει, αλλά θα δοξάσει το Θεό, για να μάθεις ότι το να πάθει κάποιος για τον Χριστό είναι δόξα» (Χ), «όχι μόνο του μαθητή που πεθαίνει, αλλά και του Θεού… αυτού που πεθαίνει μεν, διότι πεθαίνει για το Θεό, ενώ του Θεού, διότι έχει τέτοιο μαθητή» (Ζ).
Και επιπλέον «αν δεν είχε πληροφορία η ψυχή, ότι είναι Θεός αληθινός, δεν θα πέθαινε για αυτόν. Επομένως ο θάνατος των αγίων είναι βεβαίωση της δόξας του Θεού» (Θφ). Η φράση που συναντιέται και στο Α΄ Πέτρου δ 16 έγινε συνηθισμένη στα μαρτυρολόγια (β). Από την όλη φράση έπεται, ότι ο Πέτρος είχε υποστεί ήδη το μαρτύριο (F), αλλά ο συγγραφέας δεν σταματά να πει ξεκάθαρα ότι ο Πέτρος πέθανε, διότι ο θάνατός του ήταν γνωστός σε όλη την εκκλησία (β).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς «ακολούθησέ με, με το να σταυρωθείς και συ ο ίδιος δηλαδή και να υποστείς τον ίσο θάνατο» (Ζ).
«Ελα στα χνάρια των δικών μου κινδύνων και βαδίζοντας τον ίδιο κατά κάποιο τρόπο δρόμο, αφού ωφελήσεις με έργα και λόγια τις ψυχές των καλεσμένων, μην διστάσεις καθόλου να προχωρήσεις και σε αυτόν τον θάνατο πάνω στο ξύλο» (Κ).
Ή, πιο σωστά, όπως φαίνεται από το στίχο 20 («αφού γύρισε πίσω ο Πέτρος βλέπει τον μαθητή… να ακολουθεί») το ακολούθησέ με πρέπει να το πάρουμε κατά γράμμα. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε από τον όμιλο των μαθητών, και ο Πέτρος και μετά από αυτόν και ο Ιωάννης τον ακολουθούν. Αλλά οι λέξεις θα θύμισαν στον Πέτρο την πρόσκληση, που απηύθυνε την πρώτη φορά προς αυτόν ο Ιησούς («ελάτε πίσω μου…» (Ματθ. δ 19, Μάρκ. α 17), καθώς και την πρόσφατα εκδηλωμένη ένθερμα από τον ίδιο τον Πέτρο προσφορά να ακολουθήσει αυτόν όπου πάει (Ιω. ιγ 36), την οποία ο διδάσκαλος ανέβαλε να δεχτεί (β). Το ακολούθησέ με λοιπόν πρώτα μεν πρέπει να εννοηθεί κυριολεκτικά, και έπειτα και συμβολικά (F).
Στην ίδια λίμνη άκουσε ο Πέτρος τον ίδιο λόγο «Ακολούθησέ με», όταν την πρώτη φορά τον καλούσε ο Ιησούς να γίνει μαθητής του. Τα δίχτυα σύρονταν και τώρα γεμάτα ψάρια πάνω στην άμμο, όπως και τότε παρόμοια θαυμάσια αλιεία μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης της νύχτας, όπως και τώρα, γέμισε τα πλοιάρια με ψάρια, ώστε να βυθίζονται αυτά. Οι ίδιοι συνέταιροι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης είναι και τώρα, όπως και τότε στο πλευρό του Πέτρου. Κατά την πρώτη εκείνη συνάντηση μετά από εξομολόγηση που έγινε στον Κύριο («βγες από μένα, διότι είμαι αμαρτωλός άνδρας») δείχνει την προς αυτόν αγάπη του ο Πέτρος αφήνοντας τα πάντα και ακολουθώντας τον. Παρόμοια λύπη συντριβής δοκιμάζει και τώρα ο Πέτρος («λυπήθηκε ο Πέτρος…») εκδηλώνει και τώρα στερεωμένη για πάντα την προς τον Κύριο αγάπη του, την οποία θα επισφράγιζε όχι με άρνηση πλέον, αλλά με αυτόν τον μαρτυρικό θάνατό του.

Ιω. 21,20 ἐπιστραφεὶς(1) δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(2) ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν(2) ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε(3);
20Γυρίζει τότε ο Πέτρος και βλέπει να ακολουθεί κι ο μαθητής που ο Ιησούς τον αγαπούσε, εκείνος που στο δείπνο είχε γείρει στο στήθος του και του είχε πει: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε παραδώσει;»
(1) Υπενθυμίζει το κ 14 και 16. Μορφή λόγου Ιωάννεια (g).
(2) «Ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, φανερώνει πάλι τον εαυτό του, αφανέστερα μεν, αλλά τον φανερώνει πάντως» (Κ).
Με αυτά δηλώνεται η οικειότητα του Ιωάννη και με τον Ιησού και με τον Πέτρο, με προτροπή του οποίου έπεσε ο Ιωάννης στο δείπνο στο στήθος του Ιησού. Αυτά δικαιολογούν το θάρρος του Ιωάννη να ακολουθεί τώρα τον Ιησού και τον Πέτρο αν και δεν προσκλήθηκε. Η στενή σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο Διδάσκαλο και σε αυτόν, κάνει ηθικά αδύνατον, ώστε ο ένας να αναχωρήσει και ο άλλος να μην τον ακολουθήσει (ο).
Ή, λιγότερο πιθανώς «Για ποιό λόγο μας υπενθύμισε τότε που έπεσε στο στήθος του; Όχι απλώς και ως έτυχε, αλλά για να δείξει πόση παρρησία είχε ο Πέτρος μετά την άρνηση. Διότι αυτός που τότε δεν τολμούσε να ρωτήσει αλλά ανέθετε αυτό σε άλλον, αυτός αναλάμβανε και την προστασία των αδελφών» (Χ), «αλλά και για τον αγαπημένο μαθητή θαρραλέα ρωτά» (Ζ).
(3) Η υπενθύμιση του ότι αυτός που ακολουθεί τώρα απρόσκλητος τον Ιησού είναι ο αγαπημένος μαθητής, που έπεσε στο στήθος του Διδασκάλου στο δείπνο, δικαιολογεί την πράξη αυτή του αγαπημένου. Δεν μπορεί κάποιος να μεμφθεί αυτόν, διότι δείχνει απληστία στο να ακούει τα γεμάτα χάρη λόγια του αγαπημένου Διδασκάλου κατά τις λίγες εκείνες και πολύτιμες στιγμές, κατά τις οποίες φανέρωσε τον εαυτό του στους μαθητές. Και στο δείπνο μεν ο Ιωάννης είχε την εξέχουσα και τιμητική θέση δίπλα στο Διδάσκαλο και άρπαξε την ευκαιρία να υποχρεώσει με την αγάπη του τον Πέτρο. Τώρα ο Πέτρος κατέχει την θέση αυτή και από αγάπη και αυτός θέτει στον Κύριο το ακόλουθο ερώτημα για τον Ιωάννη. Εφόσον έχουμε παρρησία στο θρόνο της χάριτος, ας χρησιμοποιούμε αυτήν για ωφέλεια μεταξύ μας. Εκείνοι οι οποίοι μάς βοηθούν με τις προσευχές τους αυτή την ώρα, πρέπει να βοηθιούνται και από τις δικές μας προσευχές την άλλη ώρα. Αυτή είναι η κοινωνία των αγίων.

Ιω. 21,21 τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τι(1);
21Όταν λοιπόν τον είδε ο Πέτρος, λέει στον Ιησού: «Κύριε, και μ’ αυτόν τι θα γίνει;»
(1) Τι θα τού συμβεί; (ο). Ποιά τύχη επιφυλάσσεται σε αυτόν; (F). Τι θα συμβεί μετά σε αυτόν; (g). Τι θα πάθει (δ). «Δεν θα σε ακολουθήσει; Δεν θα βαδίσει τον ίδιο με μας δρόμο του θανάτου; Δεν θα πεθάνει ομοίως;» (Ζ). Γεννήθηκε ζήτημα για το ελατήριο που ώθησε τον Πέτρο στην ερώτηση αυτή. Κάποιοι (Olshausen, Meyer κλπ.) απέδωσαν αυτήν σε ένα είδος ζήλειας του Πέτρου προς τον Ιωάννη. Είναι όμως δυνατόν να αποδώσουμε χαρακτήρα τόσο ελάχιστα ευγενικό σε άνθρωπο, στον οποίο ο Ιησούς εμπιστεύθηκε τα πρόβατά του; Ο Πέτρος μαζί με την ανδρική του φύση δοκίμαζε για τον Ιωάννη δειλότερα και πιο ευαίσθητα ό,τι και ένας μεγαλύτερος αδελφός αισθάνεται για τον τρυφερότερο και λεπτότερο νεώτερό του αδελφό. Η συμπάθεια λοιπόν εμπνέει στον Πέτρο το ερώτημα αυτό (g).
Ο Πέτρος «δείχνει και εδώ την αγάπη που είχε προς αυτόν· διότι πράγματι αγαπούσε πάρα πολύ τον Ιωάννη ο Πέτρος· και αυτό είναι φανερό και από αυτά που έγιναν μετά. Αλλά και σε όλο το ευαγγέλιο δείχνεται ο στενός δεσμός αυτών, και στις Πράξεις» (Χ).
Παρόλ’ αυτά δύσκολα θα δίσταζε κάποιος να αποδώσει τουλάχιστον εν μέρει την ερώτηση αυτή και σε περιέργεια (ο), της οποίας κάποιο ιδιαίτερο είδος βρίσκουμε σε ανθρώπους πολύ δραστήριας διάνοιας (Latham). Για αυτό και «η ερώτηση φαινόταν ότι ήταν έξω από τον πρέποντα λόγο, και ήταν έργο περιέργειας μάλλον παρά διάθεσης να μάθει κάτι ωφέλιμο, ενώ έμαθε αυτά που τον αφορούσαν, να ζητά αυτά που θα γίνουν στους άλλους. Για αυτήν λοιπόν την αιτία, νομίζω, ο Κύριος απάντησε μεν κάτι σε αυτό που ερωτήθηκε όχι όμως με ευθεία απάντηση» (Κ), «διδάσκοντας να μην πολυεξετάζει τίποτα παραπάνω» (Ζ).

Ιω. 21,22 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐὰν αὐτὸν θέλω(2) μένειν(3) ἕως ἔρχομαι(4), τί πρὸς σε(5); σὺ ἀκολούθει μοι(6).
22Ο Ιησούς του λέει: «Κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα; Εσύ ακολούθησέ με».
(1) «Επειδή πάντα ο Πέτρος ήταν θερμός σε τέτοιου είδους ερωτήσεις και βιαζόταν να τις κάνει, κόβοντάς του πάλι την θερμότητα και διδάσκοντας αυτόν να μην ασχολείται με τίποτα παραπάνω… λέει» (Χ).
(2) Το θέλω εδώ είναι το θέλω της κυρίαρχης εξουσίας. Δες ιζ 24. Η έμφαση είναι στο ε ά ν θ έ λ ω. Ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται να λέει, ότι η θέλησή του είναι να μένει ο αγαπημένος του μαθητής «έως ότου έρχομαι», αλλά ότι εάν αυτή ήταν η θέλησή του, αυτό δεν ήταν μέλημα του Πέτρου (β).
(3) «Ζωντανό» (Ζ)· «και αν θέλω αυτόν να μένει εδώ» (Χ)· «αν θα ήθελα να ζήσει μέχρις ότου έλθω» (Κ).
(4) Όσον αφορά στην έλευση αυτή του Χριστού, υπάρχουν τρεις τρόποι ερμηνείας ο καθένας από τους οποίους παρουσιάζεται να υποστηρίζεται από σοβαρούς ερμηνευτές. Οι τρόποι αυτοί της ερμηνείας στηρίζονται στις τρεις ελεύσεις του Κυρίου, δηλαδή στην έλευση του Κυρίου για τον καθένα κατά την ώρα του θανάτου του· στην έλευσή του κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και στην τρίτη κατά την έσχατη ημέρα, όταν θα έλθει να κρίνει τον κόσμο. Ο Αυγουστίνος, Βέδας, Γρότιος και άλλοι αναφέρουν το «έρχομαι» αυτό στην έλευση του Κυρίου κατά την ώρα του θανάτου. Αλλά με την έννοια αυτή δεν θα ερχόταν ο Χριστός και για τον Πέτρο και για τους υπόλοιπους αποστόλους; (ο). Ή, ο Κύριος θα ήθελε να πει, ότι δεν έρχεται παρά μόνο για εκείνους από τους δικούς του, οι οποίοι πεθαίνουν θάνατο φυσικό, και όχι και για εκείνους οι οποίοι πεθαίνουν μαρτυρικά; Αυτό θα ήταν ιδέα παράδοξη και παράλογη, με την οποία αντιτίθεται η αφήγηση για το θάνατο του Στεφάνου (g), η οποία παρουσιάζει τον Κύριο ότι εμφανίστηκε στον Στέφανο.
Δεύτερη ερμηνεία: «Κάποιοι έτσι εννόησαν το στίχο, έως ότου, λέει, έρχομαι εναντίον των Ιουδαίων που με σταύρωσαν, όταν πρόκειται να χτυπήσω αυτούς με την ράβδο των Ρωμαίων και να καταστρέψω την πόλη τους» (Θφ).
Ο Ιησούς με τα λόγια αυτά προανήγγειλε ότι ο Ιωάννης θα ζούσε μέχρι τη μεγάλη κρίση της καταστροφής των Ιεροσολύμων, η οποία μπορεί να ονομαστεί σαν η πρώτη πράξη της έλευσης του Χριστού. Δες Ματθ. ι 23, κστ 64. Ο Πέτρος δεν είδε την μεγάλη αυτή φανέρωση του δοξασμένου Χριστού. Ο Ιωάννης όμως επέζησε αυτής. Εάν όμως επέζησε μακρό χρόνο, δεν έχει κάποια σημασία το πόσο χρόνο έζησε μετά το γεγονός αυτό (g).
Εφ’ όσον παρόλ’ αυτά πολλοί πιστοί, που ήλθαν σε προσωπική γνωριμία με τον Ιησού, επέζησαν να δουν το γεγονός αυτό, και εφ’ όσον φαίνεται εδώ ότι ο Ιησούς υπονοούσε, ότι κάποια ιδιαίτερη εύνοια δόθηκε στον Ιωάννη, μπορεί κάποιος να δεχτεί μαζί με τον Stier, ότι οι αποκαλύψεις στην Πάτμο, το «ναι, έρχομαι γρήγορα» (Αποκ. κβ 20), οι οποίες βρίσκουν την πρώτη εκπλήρωσή τους στην έλευση του Χριστού για να πάρει εκδίκηση κατά των Ιουδαίων εχθρών του, περιλαμβάνονται στη φράση αυτή («έως έρχομαι» ) (ο). Την έλευση αυτή, [για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ] ο Ιωάννης έλαβε το προνόμιο να περιγράψει στην Αποκάλυψη… Και ο μεν Πέτρος ακολουθεί τον Ιησού κατά την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτόν, ο Ιωάννης όμως μένει στον κόσμο έως ότου ο Ιησούς έρχεται. Αληθινά η διακονία του Ιωάννη που έγραψε και έστειλε την Αποκάλυψη είναι ίση [από άποψη παθημάτων με υπομονή] με τον σταυρό, τον οποίο υπέμεινε ο Πέτρος, λόγω των σκληρών βασανιστικών δοκιμασιών, τις οποίες ο Ιωάννης επρόκειτο να υποστεί στο μεταξύ (b).
Τρίτη ερμηνεία: «έως ότου έρχομαι, κατά την δευτέρα μου παρουσία» (Ζ). «Να ζει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου» (Θφ). Ο λόγος υποθετικός, όπου η έμφαση, όπως είπαμε, είναι στο «εάν θέλω» = «Διότι και αν ακόμη δεν πέθαινε καθόλου, άραγε αυτό σε τι θα παρηγορήσει την δική σου φροντίδα;» (Κ). Οι δύο τελευταίες εκδοχές σοβαρές.
(5) «Τι σχέση έχει με σένα;» (Ζ). «Δηλαδή άκουσες, Πέτρε, τα σχετικά με τον εαυτό σου, για ποιό λόγο αρέσκεσαι στο να ρωτάς τα των άλλων και ξεσκάβεις την γνώση των θείων κριμάτων όχι στον κατάλληλο καιρό;» (Κ).
(6) Εσύ συμμορφώσου σε ό,τι σου παρήγγειλα και άφησε στο Θεό τις μυστικές βουλές του (g). «Εσύ δες προσεχτικά και φρόντισε τα δικά σου» (Χ), «χωρίς να περιεργάζεσαι καθόλου το θάνατο εκείνου» (Ζ)

Ιω. 21,23 ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος(1) εἰς τοὺς ἀδελφοὺς(2) ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει(3)· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει(4), ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σε(5);
23Διαδόθηκε, λοιπόν, αυτός ο λόγος στους αδερφούς, ότι δηλαδή ο μαθητής εκείνος δε θα πεθάνει. Ενώ ο Ιησούς δεν του είπε πως δε θα πεθάνει, αλλά «κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα;»
(1) «Διαφημίστηκε ο λόγος αυτός» (Ζ).
(2) Οι αδελφοί είναι οι Χριστιανοί, που αποτελούν τη χριστιανική κοινότητα οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ τους αδελφοί. Η λέξη πρώτη και μόνη φορά χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή στα ευαγγέλια, διότι η έννοια της χριστιανικής αδελφότητας πραγματοποιήθηκε μετά την ανάσταση. Χρησιμοποιείται όμως συχνά στις Πράξεις (α 16, θ 30, ι 23 κλπ.) και στις επιστολές (Εφεσ. στ 23, Α΄ Ιω. γ 14, 16, Γ΄ Ιω. 3,5) (β).
(3) Λείψανα της εσφαλμένης αυτής αντίληψης από την παρερμηνεία των λόγων του Κυρίου, υπήρξαν οι παραδόσεις που κυκλοφόρησαν και κατά τους μετέπειτα αιώνες ότι «ο Ιωάννης ζει ακόμη και κοιμάται μάλλον παρά είναι νεκρός στον τάφο του στην Εφεσο… Έχουμε επίσης την παράδοση, η οποία βρίσκεται σε κάποιες απόκρυφες γραφές, ότι ήταν παρών σε καλή υγεία όταν διέταξε να κατασκευαστεί για αυτόν ένας τάφος. Και όταν αυτός σκάφτηκε και ετοιμάστηκε με κάθε δυνατή φροντίδα, έριξε τον εαυτό του κάτω ο Ιωάννης σαν σε κρεβάτι και πέθανε αμέσως. Παρόλ’ αυτά, όπως νομίζουν αυτοί που παρανόησαν τα λόγια του Κυρίου, δεν πέθανε πράγματι, αλλά μοιάζει με πεθαμένο. Και ενώ νομίζεται νεκρός, μπήκε στον τάφο κοιμώμενος και θα μείνει έτσι εκεί μέχρι την έλευση του Χριστού. Στο μεταξύ γνωστοποιεί το γεγονός της ζωής του με παλμικές κινήσεις του χώματος του τάφου, που προκαλούνται από την αναπνοή αυτού που κοιμάται, η οποία ανεβαίνει από το βάθος στην επιφάνεια του τάφου. Νομίζω, ότι είναι τελείως περιττό να ασχοληθεί κανείς με μία τέτοια γνώμη» (Αυ).
(4) «Εσύ όμως, να σκεφτείς, σε παρακαλώ, και εδώ την έλλειψη υπερηφάνειας του ευαγγελιστή. Διότι αφού είπε την γνώμη των μαθητών, διορθώνει αυτήν» (Χ), «ότι πλανήθηκαν και δεν κατάλαβαν τον σκοπό του λόγου» (Ζ).
(5) Εδώ τελειώνουν και τα σχετικά με τον διάλογο του Κυρίου με τον Πέτρο, του οποίου η απόδοση γίνεται με τρόπο αξιοσημείωτα λεπτό, το οποίο συνηγορεί για το ότι αυτός που αφηγείται είναι αυτόπτης και αυτήκοος.

Ιω. 21,24 Οὗτός(1) ἐστιν ὁ μαθητὴς(2) ὁ μαρτυρῶν(3) περὶ τούτων(4) καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν(5) ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
24Αυτός είναι ο μαθητής που επιβεβαιώνει αυτά τα γεγονότα και που τα έγραψε. Κι εμείς ξέρουμε πως λέει την αλήθεια.
(1) Για την προέλευση των δύο αυτών στίχων διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες. Άλλοι (Hengstenberg, Weitzel, Hoelemann κλπ.) απέδωσαν αυτούς στον ίδιο συγγραφέα του όλου ευαγγελίου. Άλλοι (Lange, Scaff) αποδίδουν μόνο την φράση «ξέρουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του» ότι προέρχεται από άλλο χέρι. Άλλοι (Meyer, Tischendorf κλπ.) αποδίδουν τον στίχο 24 στον συγγραφέα του όλου ευαγγελίου, ενώ θεωρούν τον στίχο 25 ως παρεμβολή μεταγενέστερη.
Άλλοι (Tholuck, Luthardt, Keil) θεωρούν και τους δύο στίχους ότι προέρχονται από άλλο χέρι. Και άλλοι (De Wette,Lucke, Weiss) αποδίδουν αυτούς στον συγγραφέα του κεφαλαίου κα, τον οποίον δεν θεωρούν τον Ιωάννη (g). Κατά τον Δαμαλά αποτελούν αυτοί επίσημη μαρτυρία των μαθητών της Εφέσου και της εκκλησίας της Εφέσου για τη γνησιότητα του ευαγγελίου εδώ και στον επόμενο στίχο.
(2) Ο στίχος 24 αποτελεί επεξηγηματικό σχόλιο αυτών που προηγήθηκαν, και είναι ταιριαστό εξ’ ολοκλήρου στο Ιωάννειο ύφος. Ο Ιωάννης δηλαδή εξηγεί, ότι οι αναφερόμενες στο βιβλίο αυτό αφηγήσεις προέρχονται από τη μαρτυρία του αγαπημένου μαθητή (β).
(3) Ως επιζών ακόμη (b). Δεν αναφέρεται αυτό στην μαρτυρία που μένει στο σύγγραμμα αυτό, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε το γράψας να προηγηθεί: «αυτός που έγραψε αυτά και μαρτυρεί για αυτά». Το ότι μπαίνει πρώτα το μαρτυρῶν και μάλιστα σε ενεστώτα, ενώ η ακόλουθη μετοχή είναι σε αόριστο (γράψας) δεν επιτρέπουν άλλη έννοια από την: ο οποίος μαρτυρεί ήδη, ακόμη και κατά την ώρα αυτή. Η υποσημείωση λοιπόν αυτή (δηλαδή οι στίχοι 24-25) προστέθηκαν στο ευαγγέλιο ενώ ζούσε ο Ιωάννης (g). Αυτοί που συνέγραψαν τον βίο του Κυρίου έγραψαν από άμεση γνώση και αντίληψη αυτού, όχι από ακρόαση από άλλους και από μαρτυρία τρίτων, αλλά ό,τι αυτοί με τα δικά τους μάτια είδαν και ό,τι με τα ίδια τους τα αυτιά άκουσαν. Ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου υπήρξε αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, που έπεσε στο στήθος του, ο οποίος άκουσε από το στόμα του όσα δίδαξε και παρέστη μάρτυρας αυτόπτης των θαυμάτων του και των αποδείξεων της αναστάσεώς του. Αυτός είναι που μαρτυρεί για αυτά, ο οποίος και σχημάτισε απόλυτη βεβαιότητα για αυτά, για τα οποία παρέχει τη μαρτυρία του.
(4) Αναφέρεται στο όλο περιεχόμενο του ευαγγελίου.
(5) Ανήκει και αυτό στο ύφος του Ιωάννη. Δες Α΄ Ιω ε 18,19,20 και δ 14,16. Εφ’ όσον ακολουθείται από το «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 καμμία απόδειξη δεν παρέχει, ότι το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται είναι πολλά πρόσωπα και όχι ένα (ο). Ο Ιωάννης μπορούσε να χρησιμοποιήσει πληθυντικό. Μπορούσε ο ίδιος ο Ιωάννης να παραγγείλει την πρόταση αυτή στην εκκλησία, η οποία θα διαβαζόταν, όχι χωρίς τη θέλησή του, δημόσια και θα αναγνωριζόταν ότι υποχρεωτικά θα έπρεπε να πιστευθεί (b). Αξιόλογη και η γνώμη: «Γνωρίζουμε, αυτοί που γνωρίζουμε αυτά, ότι αληθινά μαρτυρεί. Φαίνεται δηλαδή ότι και άλλοι γνώριζαν αυτά» (Ζ).
Δεδομένου, ότι σύμφωνα με το απόσπασμα του Muratori ο Ιωάννης προτράπηκε σε συγγραφή του ευαγγελίου του από τους συναποστόλους του, και μάλιστα από τον Ανδρέα, που ήταν παρόντες τότε στην Ασία, και από τους επισκόπους του δηλαδή τους επισκόπους που εγκαταστάθηκαν από αυτόν κατά την Ασία, το «γνωρίζουμε» μπορεί να λέγεται και εξ’ ονόματος αυτών και να σημαίνει, εφ’ όσον μεν πρόκειται για τους συναποστόλους του Ιωάννη = γνωρίζουμε και εμείς οι ίδιοι τα γεγονότα που εξιστορήθηκαν και μαρτυρούμε για την ακρίβειά τους· εφ’ όσον πάλι πρόκειται για τους χριστιανούς της Εφέσου = ζήσαμε προσωπικά μαζί με τον Ιωάννη και γνωρίζουμε την ειλικρίνεια και φιλαλήθειά του (g).
Και αν λοιπόν υποθέσουμε, ότι «η εκκλησία πρόσθεσε αυτό» ζώντος ακόμη του Ιωάννου, «δεν αφαιρεί κάτι από το κύρος του έργου, όπως ούτε ο στίχος (Ρωμαίους ιστ 22) τον οποίο ο Τέρτιος συνύφανε στην προς Ρωμαίους επιστολή (b). Η αλήθεια του ευαγγελίου επιβεβαιώνεται από όλα τα τεκμήρια, τα οποία θα ζητούσε καθένας που κρίνει λογικά και απροκατάληπτα. Το ότι ο Ιησούς κήρυξε τέτοιες διδασκαλίες και έκανε τέτοια θαύματα και αναστήθηκε τελικά από τους νεκρούς αποδεικνύεται αναντίλεκτα από τέτοιες αποδείξεις, οι οποίες ικανοποιούν κάθε ειλικρινή και αμερόληπτο αναζητητή της αλήθειας. Ο ευαγγελιστής που έγραψε για αυτά ήταν πλήρως πεπεισμένος για την αλήθειά τους και ήταν εξ’ ολοκλήρου ικανοποιημένος από την αλήθεια αυτή, την οποία με τη συγγραφή του μεταβίβαζε σε εμάς. Δεν ζητά να πιστέψουμε κάτι, το οποίο αυτός δεν πίστευε. Γνώριζε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή, διότι διακινδύνευε κάθε ημέρα την ίδια τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή.

Ιω. 21,25 ἔστι δὲ(1) καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς(2), ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν(3), οὐδὲ αὐτὸν(4) οἶμαι(5) τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία(6). ἀμήν(7).
25Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν. Αμήν.
(1) Ο στίχος αυτός επειδή δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο του Σιναϊτικού κώδικα, θεωρήθηκε από τον Tischendorf ως μη αυθεντικός, αλλά ό Tregelles και ο Gwynn απέδειξαν τη γνησιότητά του. Όλοι οι κώδικες περιλαμβάνουν τον στίχο αυτόν και μόνο στον 63 μικρογράμματο δεν συναντιέται, διότι του κώδικα αυτού έχει χαθεί το τελευταίο φύλλο (β).
Ο g θεωρεί αυτόν ότι γράφτηκε από εκείνον, ο οποίος αποτελώντας μέλος του ομίλου, στον οποίο αναφέρεται το «γνωρίζουμε» του προηγούμενου στίχου, έγραψε σε συμφωνία με αυτόν τον στίχο εκείνο. Ακολούθως αυτός πρόσθεσε από μόνος του και τον στίχο αυτόν, οπότε και η μεταβολή του πρώτου πληθυντικού προσώπου (γνωρίζουμε) σε πρώτο ενικό (νομίζω), το οποίο ακριβώς αποδεικνύει την καλή του πίστη. Για υποστήριξη της γνώμης του αυτής επικαλείται ο g και το ότι η γραμματική και συντακτική μορφή του στίχου πιο πολύπλοκη από αυτήν του στίχου 24 και ότι η μη απαλλαγμένη έμφασης υπερβολή, που χαρακτηρίζει τον στίχο αυτόν, αντιτίθεται με την απλή σοβαρότητα του στίχου 24. Πάντως δέχεται ο g ότι και ο στίχος προστέθηκε κατά τη στιγμή της δημοσίευσης του ευαγγελίου. Σύμφωνα με την παρατήρηση όμως του β δεν είναι αναγκαίο για εξήγηση του ενικού οἶμαι (νομίζω) να προσφύγουμε στην υπόθεση αυτή. Ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου στη μαρτυρία του στίχου 24 βάζει μαζί με τον εαυτό του και άλλους, αλλά στη συγγραφική σκέψη του στίχου 25 μιλά μόνο από τον εαυτό του. Ο ενικός λοιπόν δείχνει ότι και τον στίχο αυτόν συνέγραψε ο Ιωάννης (b).
Στον όλο στίχο εκφράζεται η έννοια, ότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο ολόκληρο είναι αλήθεια (σ. 24), δεν περιέχει «όλη» την αλήθεια. Διότι πλήρης ευαγγελική εξιστόρηση αποτελεί έργο μη πραγματοποιήσιμο, λόγω του ότι το υλικό είναι εκτάκτως ευρύ (g).
(2) «Είναι πάρα πολύ μεγάλο μεν το πλήθος των θεϊκών θαυμάτων και θα φανεί εντελώς αναρίθμητος ο κατάλογος των κατορθωμάτων… Έγραψαν τουλάχιστον όμως οι κήρυκες των ευαγγελίων τα λαμπρότερα από τα γεγονότα… και αυτά με τα οποία κατεξοχήν θα μπορούσαν οι ακροατές να βεβαιωθούν στην αδιάφθορη πίστη και να έχουν διδασκαλία και ηθική και δογματική» (Κ).
Κάθετί που ο Κύριος είπε και έπραξε, ήταν άξιο να καταγραφεί. Ουδέποτε είπε κάποιο αργό λόγο, ούτε έπραξε κάτι μη σοβαρό και περιττό. Ουδέποτε είπε κάτι μικρό, το οποίο να μην είναι ανώτερο από ό,τι κάθε σοφός της γης θα μπορούσε να πει. Τα θαύματά του υπήρξαν αναρίθμητα, ποικίλα και επαναλήφθηκαν πολλές φορές τα ίδια, όπως οι περιστάσεις των διαφόρων ασθενών και αναπήρων ζητούσαν αυτά. Παρόλο που και ένα μόνο θαύμα θα επαρκούσε να αποδείξει την θεία του αποστολή, η επανάληψη των θαυμάτων σε διάφορα πρόσωπα, σε διάφορες περιστάσεις και μπροστά στα μάτια διάφορων μαρτύρων αποδείκνυαν την αλήθειά τους. Κάθε νέο θαύμα του έκανε περισσότερο αξιόπιστο κάθε προηγούμενο θαύμα του και το πλήθος αυτών έκανε την όλη για αυτά αφήγηση αδιαμφισβήτητη. Οι ευαγγελιστές σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν γενική μαρτυρία για τη διδασκαλία και τις υπερφυσικές θεραπείες του Κυρίου, χωρίς να αφηγούνται αυτά λεπτομερώς, όπως π.χ. ο Ματθαίος στα δ 23, 24, θ 35, ια 1, ιδ 36, ιε 30, ιθ 2. Κάποια ελάχιστα από εκείνα, τα οποία είπε και ενήργησε, περισώθηκαν σε εμάς. Ο θείος Παύλος παραθέτει στο Πράξ. κ 35 κάποιο λόγο του Κυρίου, που δεν αναφέρεται από τους ευαγγελιστές. Και αναμφίβολα υπήρξαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι δεν γράφτηκαν. Παρόλ’ αυτά όσα γράφτηκαν είναι αρκετά να μας αποκαλύψουν τη διδασκαλία του Χριστού και περισώθηκε σε μας ό,τι απαραίτητο για τη σωτηρία μας είπε και ενήργησε ο Κύριος.
(3) Όσον αφορά στα γεγονότα και τα διάφορα περιστατικά τους (b).
(4) «Είναι υπερβολικός ο λόγος και φανερώνει την υπερβολή του πλήθους αυτών που έπραξε ο Κύριος. Και χρησιμοποιούν το λόγο της υπερβολής και αυτοί που γράφουν και αυτοί που μιλούν, όταν θελήσουν να παραστήσουν την υπερβολή κάποιου πράγματος» (Ζ).
«Διότι συνηθίζει η Γραφή να χρησιμοποιεί υπερβολές· όπως ακριβώς το Είδαμε πόλεις που έφθαναν μέχρι τον ουρανό (Δανιήλ δ 17)· και το Είδαμε άνδρες και ήμασταν μπροστά τους σαν ακρίδες (Ησαΐου μ 22), και όσα τέτοια παρόμοια» (Θφ).
(5) «Προσθέτοντας το «νομίζω» μετρίασε την υπερβολή και περιόρισε αυτό που φαινόταν απίθανο, υποδηλώνοντας, ότι λόγω του μεγάλου πλήθους τους μίλησε έτσι» (Ζ).
(6) «Διότι πράγματι, αν γραφόταν το κάθε ένα από αυτά που έγιναν χωρίς να παραληφθεί τίποτα, θα γέμιζε την οικουμένη το αχώρητο πλήθος των βιβλίων… Διότι μύρια όντως θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί θαύματα που συντελέστηκαν με τη δύναμη του Σωτήρα μας» (Κ).
«Διότι είναι πιο εύκολο σε αυτόν [τον Κύριο] το να πράττει από ότι σε μας το να λέμε» (Ζ).
Εάν γράφονταν όλα λεπτομερώς, θα απαρτιζόταν αφήγηση τόσο μεγάλη και εκτεταμένη, που ουδέποτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Πόσοι τόμοι θα συγγράφονταν από τις προσευχές του Χριστού, ο οποίος νύχτες ολόκληρες αφιέρωνε επικοινωνώντας με τον Πατέρα του και προσευχόμενος χωρίς κάποια βαττολογία (πολυλογία) ή άκαιρες επαναλήψεις. Πάλι πόσο πολυπληθέστεροι τόμοι θα μαζεύονταν από τους λόγους του, τους οποίους είτε σε συνέχεια κήρυξε μπροστά στο πλήθος, είτε κατ’ ιδίαν είπε σε διάφορα πρόσωπα είτε στο δρόμο είτε σε πλοίο είτε σε σπίτια είτε κατά την ώρα του φαγητού.
Ή, «δεν χωρά αυτά… ο κόσμος… όχι λόγω του πλήθους των συγγραμμάτων, αλλά λόγω του μεγέθους των πραγμάτων· ούτε τοπικά, αλλά τροπικά» (Ζ).
Ο κόσμος θα περιερχόταν σε σύγχυση (b), διότι τα βιβλία αυτά «δεν θα ήταν δυνατόν να κατανοηθούν από την ικανότητα των αναγνωστών» (Αυ).
Ο Χριστός, όπως είπε στους μαθητές, είχε πολλά να πει σε αυτούς «αλλά δεν μπορούσαν να τα βαστάξουν τώρα». Για τον ίδιο λόγο και οι ευαγγελιστές έγραψαν μόνο μέρος από εκείνα, τα οποία ο Χριστός είπε και ενήργησε. Πόσα από αυτά τα λίγα, τα οποία έγραψαν οι ευαγγελιστές, λησμονούνται από εμάς! Πόσα παραβλέπονται και αγνοούνται! Πόσα γίνονται αντικείμενο αμφισβητήσεων και άκαιρων συζητήσεων! Αλλά και πόσα διαστρέφονται και συσκοτίζονται από το κοσμικό πνεύμα και τις παχυλές διάνοιες!
(7) Δεν είναι αυθεντικό. Το Αμήν πρόσθεσε κάποιος από τους μαθητές (ότι είναι αρχαίο και αυτό φαίνεται από το ότι υπάρχει ήδη στη συριακή Πεσιττώ) για βεβαίωση του περιεχομένου του στίχου, ότι εδώ = βεβαίως (δ)

Ιω. 20,1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων(1) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ(2) ἔρχεται(3) πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(4) εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
1Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος.
(1) Η φράση «μιᾷ τῶν σαββάτων» μπορεί να εμηνευτεί η πρώτη ημέρα μετά από το σάββατο (σαββάτων= η ημέρα του Σαββάτου). Αλλά το Λουκά ιη 12 αποδεικνύει, ότι σάββατο ή σάββατα σημαίνει επίσης και ολόκληρη την εβδομάδα, επειδή αποτελεί το μεταξύ δύο σαββάτων διάστημα. Προτιμότερο λοιπόν να ερμηνεύσουμε μία=η πρώτη της εβδομάδας (g).
«Είναι η ημέρα, την οποία η χριστιανική πράξη ονομάζει τώρα ημέρα του Κυρίου (Κυριακή) λόγω της ανάστασης του Κυρίου» (Αυ). «Αυτήν που εμείς τώρα λέμε Κυριακή ονομάζει… Μία λοιπόν είναι η πρώτη ημέρα… Την πρώτη των Σαββάτων το οποίο σημαίνει την πρώτη από τις ημέρες του Σαββάτου και της εβδομάδας» (Θφ).
(2) Μαγδαληνή από την κωμόπολη Μάγδαλα δηλαδή πιθανώς την σημερινή Ελ Μεγντζίλ, η οποία απέχει δύο λεύγες βορείως της Τιβεριάδας, και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης. Όσο μεγαλύτερη υπήρξε η θεραπεία, την οποία η Μαρία ώφειλε στον Ιησού (Λουκ. η 2, Μάρκ. ιστ 9), τόσο θερμότερη ήταν και η ευγνωμοσύνη της, τόσο ζωηρότερη ήταν και η προς το πρόσωπό του αφοσίωσή της. Ο Ιωάννης δεν μιλά για τον σκοπό, για τον οποίο η Μαρία ήλθε στον τάφο, δηλώνεται όμως αυτός από τους συνοπτικούς. Και ήταν αυτός να αλειφθεί με αρώματα το σώμα του Ιησού (g).
(3) Ο Ιωάννης δεν αποκλείει τις άλλες μυροφόρες. Περιορίζεται να αναφέρει εδώ εκείνην, η οποία πρόκειται να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο (F). Ο πληθυντικός οἴδαμεν (ξέρουμε) του στίχου 2 υπαινίσσεται, ότι δεν ήταν μόνη η Μαρία και ότι την απορία της για το τι έγινε το σώμα του Ιησού συμμερίζονταν και άλλοι. Είναι άλλωστε απίθανο, ότι διακινδύνευσε μία γυναίκα να βγει μόνη από τα τείχη της πόλης ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι (β).
(4) «Επειδή αγαπούσε με πολύ μεγάλη στοργή τον διδάσκαλο, αφού πέρασε το σάββατο έτρεξε επειδή ήθελε να βρει κάποια παρηγοριά από τον τόπο» (Σχ). Όσοι αγαπούν τον Ιησού, αρπάζουν την πρώτη ευκαιρία, για να εκδηλώσουν τον προς αυτόν σεβασμό τους. Ήλθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι. Όσοι θα ήθελαν να βρουν τον Ιησού, πρέπει από τη νύχτα ορθρίζοντας να ζητούν αυτόν. Να τον ζητούν με πόθο, ικανό και τον ύπνο τους ακόμη να διακόψει. Υπάρχει μία ελαφρά χρονολογική διαφορά ανάμεσα στον Ιωάννη, Ματθαίο και Λουκά που λένε «όρθρου βαθέος», «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων», και στον Μάρκο που λέει «λίαν πρωΐ… ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι «ο μεν Μάρκος διηγείται από το τέλος (της νύχτας), ενώ ο Ματθαίος από την αρχή και φτάνει σε αυτό το μέσο της νύχτας» (αμ). «Διότι είναι διάφορες οι ελεύσεις προς το μνημείο, και άλλοτε μεν έρχεται η Μαρία μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, άλλοτε πάλι μόνη αυτή. Για αυτό οι ευαγγελιστές επειδή λένε άλλος άλλη από τις διάφορες ελεύσεις, δίνουν την εντύπωση ότι διαφωνούν» (Θφ)

Ιω. 20,2 τρέχει(1) οὖν(2) καὶ ἔρχεται πρὸς(3) Σίμωνα Πέτρον(4) καὶ πρὸς(3) τὸν ἄλλον μαθητὴν(4) ὃν ἐφίλει(5) ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς(6)· ἦραν(7) τὸν Κύριον(8) ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν(7) αὐτόν(9).
2Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν».
(1) «Όταν είδε… την πέτρα σηκωμένη δεν μπήκε ούτε έσκυψε να δει, αλλά έτρεξε στους μαθητές από πολύ πόθο· διότι αυτό την ενδιέφερε, να μάθει δηλαδή πολύ γρήγορα τι έγινε το σώμα» (Χ).
(2) «Είδε την πέτρα αποκυλισμένη από το στόμιο του μνημείου» (Κ).
(3) Από την επανάληψη της πρόθεσης μπροστά από κάθε όνομα μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι οι δύο μαθητές δεν έμεναν μαζί. Βγήκαν όμως μαζί. Μετά την έξοδο ο ένας αναζήτησε τον άλλον. Δεν λέγεται ότι η Μαγδαληνή ανήγγειλε την είδηση και στη μητέρα του Ιησού. Η τελευταία ήταν περιορισμένη στο σπίτι (b), και αποφεύχθηκε άλλωστε να γνωστοποιηθεί γεγονός, το οποίο εφόσον εξηγήθηκε αρχικά ως κλοπή του σώματος, θα συγκινούσε την Θεοτόκο βαθύτατα.
(4) «Με τον Πέτρο και τον Ιωάννη συζητά η Μαγδαληνή· με τον μεν Πέτρο ως κορυφαίο, ενώ με τον Ιωάννη ως αγαπημένο και επειδή οι δυο τους αγαπούσαν τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους· διότι μόνοι αυτοί τον ακολούθησαν, όταν οδηγούνταν δέσμιος στον Αννα και τον Καϊάφα» (Ζ).
(5) Το ρήμα έχει μέσα του κάτι το πιο οικείο από το αγαπούσε (g).
(6) «Παρασύρεται σε εύλογες υποψίες και επειδή κατάλαβε τον ασταμάτητο φθόνο των Ιουδαίων, νομίζει ότι μεταφέρθηκε ο Ιησούς, αποδίδοντας μαζί με τα άλλα και αυτή τη δυσσέβεια στην εξαχρείωση εκείνων» (Κ).
(7) Το υποκείμενο είναι αόριστο. Η Μαρία και οι σύντροφοί της αγνοούσαν ποιοί έπραξαν αυτό. Το άγγελμα της Μαρίας είναι όχι ό,τι είχε δει, αλλά ό,τι είχε συμπεράνει μόνη από όσα είδε (τ).
(8) «Επειδή είχε στερεωμένη και κατά κάποιο τρόπο απόρθητη την πίστη δεν οδηγήθηκε σε καταφρόνηση εξαιτίας των παθών πάνω στο σταυρό, αλλά συνήθως τον αποκαλεί Κύριο αν και είναι πεθαμένος ο Χριστός· διότι τέτοια είναι όντως η φιλόθεη συνήθεια» (Κ). Με την αγάπη της ταυτίζει τον Κύριο και το σώμα του (τ).
(9) «Βλέπεις πώς δεν γνώριζε ακόμη τίποτα σαφές για ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι έγινε μεταφορά του σώματος και με ειλικρίνεια τα αναγγέλλει όλα στους μαθητές;» (Χ). Δεν έρχεται καν στο νου της ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Παρόλ’ αυτά ο Κύριος είχε προείπει ότι θα θανατωνόταν και η προφητεία του επαληθεύτηκε. Αλλά στην προφητεία του αυτή πρόσθεσε και την προφητεία ότι θα ανασταινόταν την τρίτη ημέρα. Όταν λοιπόν η Μαρία βρήκε τον τάφο κενό, θα ανέμενε κάποιος, ότι θα θυμούνταν αυτή την προφητεία του Διδασκάλου. Αυτή όμως ταράσσεται από την ιδέα, ότι «πήραν τον Κύριο από το μνημείο». Όσοι έχουν ασθενή την πίστη, συχνά λαμβάνουν αφορμή να θλίβονται και να παραπονούνται από εκείνο ακριβώς το οποίο είναι θεμέλιο ελπίδας και υπόθεση χαράς.

Ιω. 20,3 ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο(3) εἰς τὸ μνημεῖον.
3Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής κι έρχονταν στο μνήμα.
(1) Το βγήκε (αντίθετα με το έρχονταν που ακολουθεί) είναι σε ενικό και αναφέρεται στον Πέτρο μόνο, επειδή ήταν μεγαλύτερος και επειδή ανέλαβε την αρχηγία. Το ίδιο ρήμα πρέπει να υπονοηθεί και ως προς το υποκείμενο που ακολουθεί. Η σύνταξη δηλώνει τη βιασύνη, με την οποία ο Πέτρος σηκώθηκε και βγήκε, ακολουθούμενος μετά την έξοδο και από τον Ιωάννη (ο). «Δεν είπαν τίποτα σε κανέναν μεν από τους άλλους, και περιφρόνησαν και τους Ιουδαίους και τους φύλακες εξ αιτίας της θερμότητάς τους» (Ζ).
(2) Ως συνέπεια του παράδοξου αυτού μηνύματος. Ο Πέτρος παρά την άρνησή του σπεύδει. Αυτό δηλώνει, πόσο ειλικρινής υπήρξε η μετάνοιά του.
(3) Ο παρατατικός αυτός της διαρκείας απηχεί το αίσθημα της ανείπωτης προσδοκίας, από την οποία έπαλλαν οι καρδιές των μαθητών κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής (g).

Ιω. 20,4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ(1)· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου(2) καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,
4Έτρεχαν κι οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα.
(1) «Συναγωνίζονταν μεταξύ τους με την ίδια θερμότητα» (Ζ).
(2) «Επειδή ήταν πιο ακμαίος στη δύναμη του σώματος» (Ζ). Εδώ μπορούν με πολύ ευχάριστο τρόπο να παρατηρηθούν τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τους δύο· η πίστη στον Πέτρο, η αγάπη στον Ιωάννη. Μεγαλύτερη ταχύτητα ταιριάζει στον Ιωάννη ως νεώτερο· μεγαλύτερη αταραξία ταιριάζει στον Πέτρο ως μεγαλύτερο (b). Δες την επαινετή άμιλλα μεταξύ των δύο μαθητών σε εκείνο, το οποίο ήταν καλό. Δεν παραβίαζε τους τρόπους της καλής συμπεριφοράς ο Ιωάννης προτρέχοντας του Πέτρου και προλαβαίνοντάς τον στην άφιξη στο μνημείο. Οφείλουμε να πράττουμε το καλύτερο που μπορούμε, χωρίς να φθονούμε εκείνους, οι οποίοι στη διάπραξη του καλού υπερτερούν από μας και χωρίς να περιφρονούμε εκείνους, οι οποίοι υπολείπονται από εμάς, αν και έρχονται μαζί μας. Ο Ιωάννης, ως αγαπημένος από τον Ιησού, αγαπά και αυτός αυτόν θερμά. Και από την αγάπη ωθούμενος επιταχύνει ανυπόμονα τα βήματά του. Η αίσθηση ότι ο Χριστός μάς αγαπά, πρέπει να ανάβει αγάπη προς αυτόν και στα δικά μας στήθη και να μας ωθεί ώστε να εξέχουμε στην αρετή. Η αγάπη του Χριστού μάς κυριεύει και πάνω από κάθετί άλλο μάς αναγκάζει να πλεονάζουμε στην επιτέλεση των προς αυτόν καθηκόντων μας.

Ιω. 20,5 καὶ παρακύψας(1) βλέπει κείμενα(2) τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν(3).
5Σκύβει μέσα για να δει και βλέπει τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα.
(1) Παρακύπτω= σκύβω προς κάτι, το οποίο εξετάζω· παρατηρώ με γυρμένο μπροστά το κεφάλι· βλέπω μέσα με σκυμμένο σώμα· Λουκ. κδ 12, Ιω. κ 5, 11 (G).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εξέπληξε τον μαθητή ότι είδε τους επιδέσμους να είναι στο έδαφος. «Διότι, αν κάποιος τον μετέφερε, δεν θα τον γύμνωνε… αλλά έτσι θα μετέφερε το σώμα, όπως ακριβώς ήταν» (Ζ).
«Διότι για αυτό προλαβαίνοντας ο Ιωάννης λέει ότι ενταφιάστηκε με σμύρνα πολλή, η οποία κολλάει τους επιδέσμους στο σώμα όχι λιγότερο από μόλυβδο, έτσι ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια ήταν τοποθετημένα σε ιδιαίτερο τόπο, να μην ανεχτείς αυτούς που λένε ότι κλάπηκε. Διότι δεν θα ήταν ανόητος ο κλέφτης, ώστε να καταναλώσει τόση φροντίδα σε πράγμα περιττό. Διότι για ποιό λόγο θα άφηνε τα σουδάρια; Και πώς θα διεύφευγε την προσοχή κάνοντας αυτό; Διότι εύλογα θα κατανάλωνε πολύ χρόνο, και θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω, αφού θα καθυστερούσε και θα αργούσε» (Χ).
«Διότι πώς δεν θα ήταν δύσκολο στους κλέφτες το να λύσουν τους επιδέσμους και να απογυμνώσουν το σώμα από τα οθόνια, αφού ήταν κολλημένα και δύσκολο να αποσπαστούν και σχισμένα πριν το ξεντύσουν; Διότι κόλλησαν με το μίγμα της αλόης και της σμύρνας, το οποίο έφερε ο Νικόδημος» (Γν).
(3) «Επειδή ένιωσε φρίκη, ή επειδή τού ήταν αρκετά αυτά που είδε» (Ζ). Η συγκίνησή του είναι τόσο ισχυρή, ώστε σταματά δειλά στην είσοδο του τάφου (g).
Ή, και από σεβασμό και από λεπτότητα αισθημάτων, και λιγότερο πιθανώς και από φόβο μήπως τελετουργικά μολυνθεί από την άμεση επαφή με τον τάφο (μ). Ιερός φόβος προς τον τόπο της ταφής του Κυρίου κρατά αυτόν έξω από το μνήμα (τ). Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει τον αυτόπτη. Και γενικώς και για όλο το κεφάλαιο και ριζοσπαστικοί κριτικοί βρήκαν σε αυτό πολλά, τα οποία προϋποθέτουν αναμνήσεις αυτόπτου. Η αφήγηση εκτίθεται τόσο απλά και τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι προέρχεται από την αυθεντία ενός από τους αποστόλους (μ).

Ιω. 20,6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν(1) εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ(2) τὰ ὀθόνια(3) κείμενα(4),
6Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω,
(1) «Χωρίς να δειλιάσει… Και οι δύο λοιπόν νίκησαν ο ένας τον άλλον, ο Ιωάννης μεν με το να τρέξει πιο γρήγορα, ενώ ο Πέτρος με το να μπει στο μνημείο» (Ζ).
«Πρόσεξε, σε παρακαλώ, την έλλειψη υπερηφάνειας του Ευαγγελιστού, πώς την ακρίβεια της έρευνας την απονέμει στον Πέτρο» (Θφ).
Όσοι με πόθο ζητούν τον Κύριο, δεν πρέπει να αφήνουν την καρδιά τους να ταράζεται από φαντάσματα της διάνοιάς τους. Οι καλοί χριστιανοί δεν πρέπει να τρομάζουν μπροστά στον τάφο, αφού και ο Χριστός μπήκε σε τάφο και έκανε αυτόν πηγή ζωής. Ο τάφος έπαυσε πλέον να είναι τόπος καταστροφής και τα σκουλήκια του δεν είναι πλέον αθάνατα και δεν τρώνε για πάντα. Ας μην κυριευόμαστε λοιπόν από φόβο μπροστά στη θέα νεκρού σώματος, αλλά ας νικούμε αυτόν, με απάθεια περπατώντας ανάμεσα στους τάφους, αφού για λίγο, σαν σε κοιμητήριο, πρόκειται να μείνουμε σε αυτούς.
(2) Σε χρόνο ενεστώτα αντίθετα με το εἰσῆλθεν (αόριστος) που προηγήθηκε. Η διαφορά αυτή προέρχεται από την αντίθεση ανάμεσα στην είσοδο που απαίτησε κάποιες λίγες στιγμές και την διαρκέστερη εξέταση η οποία επακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα «ήλθε» του στίχου 4 και «βλέπει» του στίχου 5 (g). Ο Πέτρος «που ήταν θερμός, μπαίνοντας στο εσωτερικό του μνημείου τα εξέτασε όλα με ακρίβεια» (Χ). Όχι απλώς είδε, αλλά με επιμέλεια παρατήρησε αυτά (τ).
(3) Η λέξη μπαίνει μπροστά στο χωρίο αυτό σε αντίθεση με το σουδάριο (b).
(4) Η ίδια μετοχή χρησιμοποιούμενη τρεις φορές δηλώνει, ότι αυτά δεν ήταν αποσπασμένα με τρόπο άτακτο και εσπευσμένο. Οι άγγελοι αναμφίβολα διακόνησαν Αυτόν κατά την ανάστασή του· και ένας από αυτούς τακτοποίησε τους επιδέσμους, ενώ άλλος το σουδάριο. Δες τον στίχο 12 «ένα στο μέρος του κεφαλιού και ένα στο μέρος των ποδιών». Διότι είναι απίθανο, ότι οι άγγελοι ήταν ήδη εκεί, παρόλο που ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν είδαν αυτούς (b). Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το τέλος του στίχου 5 (οὐ μέντοι εἰσῆλθεν) και ολόκληρο το στίχο 6 από σύγχυση των δύο «τὰ ὀθόνια κείμενα».

Ιω. 20,7 καὶ τὸ σουδάριον(1), ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον(2), ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον(3) εἰς ἕνα τόπον.
7και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά.
(1) «Ήταν ένα μικρό φακιόλιο (κεφαλόδεσμος), τέτοιο σαν αυτό με το οποίο ήταν δεμένο το πρόσωπο και του πεθαμένου Λαζάρου» (Ζ).
(2) Τα οθόνια ήταν εμποτισμένα με τα αρώματα και για αυτό το σουδάριο δεμένο γύρω από το κεφάλι και σχετικά καθαρό, είχε τοποθετηθεί με επιμέλεια χωριστά, ώστε να διατηρήσει την καθαρότητά του (ο). Αξιόλογη και η παρατήρηση. Ο Κύριος αφού αναστήθηκε φαίνεται, ότι διαπέρασε μέσα από τα οθόνια, τα οποία τον περιέβαλλαν, ώστε αυτά έμειναν επί τόπου, ενώ το σουδάριο που κάλυπτε το κεφάλι έπεσε όπου βρισκόταν το κεφάλι του και έμεινε και αυτό εκεί χωριστά διότι και κατά την ταφή χωριζόταν με τον τράχηλο από τα οθόνια, τα οποία κάλυπταν το σώμα (τ).
(3) «Για ποιό λόγο τέλος πάντων είναι τοποθετημένα χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο; Για να μάθεις ότι αυτό το πράγμα δεν έγινε από κάποιους που βιάζονταν ούτε που ήταν ταραγμένοι, το ότι δηλαδή τοποθέτησαν και τύλιξαν χωριστά μεν εκείνα και χωριστά αυτά» (Χ).
Προ παντός το σουδάριο με φροντίδα τυλιγμένο και τοποθετημένο κατά μέρος μαρτυρούσε όχι βιαστικό σήκωμα του σώματος, αλλά ήρεμο ξύπνημα (g).
«Διότι από πού θα είχαν άνεση χρόνου οι κλέφτες και τέτοια αφοβία, ώστε και το κάλυμμα του κεφαλιού να το τυλίξουν με τάξη και να το τοποθετήσουν χωριστά; Επομένως και αυτό δείχνει σαφώς την αλήθεια της ανάστασης» (Γν).
Το αναστημένο σώμα χωρίς να τοποθετήσει σε αταξία τα εντάφια σπάργανα άφησε αυτά κάτω στη γη στην αρχική τους θέση. Ο Ιωάννης επιμένει στις λεπτομέρειες αυτές, επειδή αποδεικνύουν το αβίαστο και αυτόματο της ανάστασης. Η όλη γλώσσα της αφήγησης φαίνεται ότι με φροντίδα διαλέχτηκε, για να υποδηλώσει ότι το φυσικό σώμα του Ιησού άλλαξε σε πνευματικό και δοξασμένο σώμα (μ).

Ιω. 20,8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς(1) ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν(2)·
8Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε.
(1) «Ίσως θα πουν κάποιοι, πώς ενώ η κουστωδία φύλασσε τον τάφο έρχονται τρέχοντας ο Πέτρος και ο Ιωάννης και μπήκαν στο μνημείο; Θα πούμε ότι όταν έγινε ο σεισμός της ανάστασης, αναχώρησαν οι στρατιώτες να αναγγείλουν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν» (Ε).
Ενθαρρύνθηκε ο Ιωάννης από το παράδειγμα του Πέτρου. Ο δισταγμός της δυσκολίας και του κινδύνου αποβάλλεται όταν βλέπουμε την απόφαση και το θάρρος των άλλων. Ίσως του Ιωάννη η βιασύνη έκανε τον Πέτρο να επιταχύνει τα βήματά του, όπως και η ορμή του Πέτρου ώθησε τον Ιωάννη να μπει και αυτός στο μνημείο. «Αδελφός που βοηθιέται από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή».
(2) «Αφού είδε σημάδια της ανάστασης αναμφίβολα» (Ζ). Ο ενικός είδε και πίστεψε είναι αξιοσημείωτοι. Μέχρι τώρα μιλούσε σε πληθυντικό για τους δύο μαθητές. Ομοίως και στον επόμενο στίχο («δεν γνώριζαν ακόμη»). Ο ενικός λοιπόν εδώ δεν μπορεί να μπήκε άσκοπα. Ο συγγραφέας θέλει προφανώς να μιλήσει για προσωπική του πείρα. Δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον άλλο μαθητή, μαρτυρεί όμως για τον εαυτό του. Πράγματι η στιγμή αυτή υπήρξε μία από τις πλέον ανεξάλειπτες της ζωής του. Μας μυεί σε ασύγκριτη προσωπική ανάμνηση, που αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο οδηγήθηκε να πιστέψει στο γεγονός της ανάστασης (g).
Ίσως ο μαθητής ο οποίος με την καρδιά του βρισκόταν πολύ κοντά στον Κύριο, είχε κάποιο ένστικτο κατανόησης, το οποίο τον έκανε ικανό να εξηγήσει σωστά ό,τι είδε και να συλλάβει την αλήθεια. Οπωσδήποτε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, πρώτος πίστεψε στην ανάστασή του (τ). Διάνοια κατάλληλη για ενόραση και πνευματική θεωρία (όπως αυτή του Ιωάννη) μπορεί ίσως ταχύτερα να προσλαμβάνει την αντίληψη της αλήθειας παρά διάνοια κατάλληλη για ενέργεια και πράξη (όπως αυτή του Πέτρου).
Κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες και η Συριακή του Σινά έχουν την γραφή: επίστευσαν. = «Οι σοφότατοι μαθητές αφού μάζεψαν επαρκέστατη πλέον την πληροφορία για την ανάσταση του Σωτήρα μας, αφού γεννήθηκε μεσα τους στερεωμένη λοιπόν και ασάλευτη πίστη… γύρισαν πάλι σπίτι και βιάζονταν να αναγγείλουν το θαύμα στους δικούς τους συλλειτουργούς (συμμαθητές)» (Κ). Η γραφή αυτή αποτελεί λανθασμένη διόρθωση που οφείλεται σε επιθυμία, να περιληφθεί και ο Πέτρος στο «επίστευσε». Αλλά ο Πέτρος φαίνεται μάλλον, ότι πίστεψε μετά την εμφάνιση του Ιησού σε αυτόν (Λουκ. κδ 34, Α΄ Κορ. ιε 5) και όχι μετά την επίσκεψη του τάφου, μετά την οποία σύμφωνα με το Λουκά κδ 12 «έφυγε θαυμάζοντας μέσα του το γεγονός» (β).
Ή, λιγότερο πιθανώς «Τι ακριβώς δηλαδή είδε; Τι πίστεψε; Τι άλλο παρά είδε τον τάφο κενό και πίστεψε ό,τι η γυναίκα είχε πει, ότι δηλαδή πήραν τον Κύριο από το μνημείο» (Αυ). Αλλά το γεγονός αυτό ήταν αντικείμενο θέας και όχι πίστης (g).


Ιω. 20,9 οὐδέπω γὰρ(1) ᾔδεισαν(2) τὴν γραφὴν(3) ὅτι δεῖ(4) αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
9Γιατί, ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς.
(1) Η πρόταση αυτή εξηγεί το γιατί δεν πίστεψαν στην ανάσταση μέχρις ότου έλαβαν απόδειξη του γεγονότος με αυτοψία (ο). «Απολογείται πώς δεν πίστεψαν πιο πριν» (Ζ). Τόσο ο Ιωάννης (ιστ 16) όσο και οι Συνοπτικοί (Μάρκ. η 31,θ 9, 31, ι 34 και τα παράλληλα χωρία) συμφωνούν στο ότι ο Ιησούς σε διάφορες περιστάσεις είχε βεβαιώσει τους μαθητές του, ότι θα ανασταινόταν από τον τάφο και θα τον ξανάβλεπαν. Αλλά αυτοί δεν είχαν καταλάβει τα λόγια αυτά (β). Η πίστη του αγαπημένου μαθητή δεν προήλθε από τα παλαιά προφητικά κείμενα. Ο κενός τάφος διαφώτισε αυτόν για την αληθινή έννοια της Γραφής (Ψαλμ. ιε 10, δες και Λουκά κδ 25-27, και Πράξεις β 24-27,ιγ 35) και των προφητειών του Κυρίου (χ). Δεν ήξεραν έως τότε να εφαρμόσουν στον Κύριό τους την μεγάλη διακήρυξη του ψαλμωδού «δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη ούτε ο όσιός σου θα δει διαφθορά» (Ψαλμός ιε 10, Πράξεις β 27) (τ). Αναγνωρίζει ως σφάλμα του ο ευαγγελιστής, ότι δεν γνώριζε ακόμη την έννοια της Γραφής, με βάση τις προφητείες της οποίας έπρεπε να είχε ήδη πιστέψει πριν ακόμη δει τον τάφο κενό. Δεν λέει: Δεν φανέρωσε ακόμη ο Ιησούς τον εαυτό του για να δείξει σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του. Αλλά δεν διάνοιξε ακόμη το νου τους να καταλάβουν τις Γραφές ( Λουκά κδ 44, 45). Ο λόγος των προφητειών είναι ο κατεξοχήν βέβαιος και πειστικός.
(2) «Δεν καταλάβαιναν ακόμη» (Ζ), όπως στο Μάρκ. ιβ 24.
Ή, «Και όμως γνώριζαν, αφού πολλές φορές ο Σωτήρας τους είχε προείπει ότι θα αναστηθεί. Αλλά δεν είχαν πειστεί από την Γραφή και από τις εκεί λεγόμενες προφητείες (οι οποίες ήταν αδύνατον να μην εκπληρωθούν), αλλά ακόμη κάμπτονται οσον αφορά την πίστη» (Γν).
(3) «Την Γραφή που δίδασκε για την ανάστασή του· και είναι σε διάφορα σημεία αυτή, κατασπαρμένη σε διάφορους ψαλμούς του Δαβίδ και σε λόγια προφητικά» (Ζ). Τέτοια χωρία ίναι τα Ψαλμός ιε 10, Ησαΐου νγ 10 κλπ. Δες και Λουκά κδ 25-27 και 45 (g).
(4) Πρέπει, είναι αναγκαίο. Η ανάγκη βασιζόταν στον αμετάθετο λόγο και την υπόσχεση του Θεού, τα οποία καθόριζαν την πορεία της δημόσιας δράσης του Χριστού, το πάθος και την ανάσταση. Και ότι η γραφή πρέπει να εκπληρωθεί είναι θεμελιώδες στη σκέψη του Ιωάννη (β). Από τις λεπτομέρειες αυτές εμφανίζεται πόσο λίγο ήταν διατεθειμένοι οι μαθητές στο να πιστέψουν στην ανάσταση. Δεν ήταν εύπιστοι, ώστε ανεξέταστα να δεχτούν κάθε είδηση. Δεν ήταν μόνο τίμιοι και ειλικρινείς άνδρες, υποκείμενοι όμως σε πλάνη, αλλά και επιφυλακτικοί και σοβαροί μέχρις ότου βεβαιωθούν πλήρως για αυτά που τους μήνυαν.

Ιω. 20,10 ἀπῆλθον οὖν(1) πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς(2) οἱ μαθηταί.
10Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους.
(1) Εφ όσον ολοκλήρωσαν την εξέταση του τάφου (χ) και πείστηκαν, ότι περίττευε πλέον κάθε έρευνα για το σώμα (μ).
(2) «Στο σπίτι τους» (Ζ). Στο κατάλυμά του ο καθένας, «όπου έμεναν και από όπου έτρεξαν προς το μνημείο» (Αυ). Ο Ιωάννης είχε οδηγήσει την Παρθένο Μητέρα στο σπίτι του και τίποτα πιο πιθανό από το ότι θα έσπευσε να μεταφέρει σε αυτήν χωρίς καθυστέρηση την χαρμόσυνη είδηση (β).

Ιω. 20,11 Μαρία δὲ(1) εἱστήκει(2) πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα(3) ἔξω. ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον(4),
11Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. 12Εκεί που έκλαιγε, σκύβει να δει μέσα στο μνήμα,
(1) Το «δε» είναι ελαφρώς αντιθετικό. = «Αυτοί μεν έφυγαν, εκείνη όμως στεκόταν στο μέρος αυτό» (Χ).
(2) «Παραμένει κοντά στον τάφο πιο τολμηρά» (Κ), στεκόταν με μεγαλύτερη επιμονή (b).
«Την ώρα που οι άνδρες επέστρεφαν, το ασθενέστερο φύλο προσηλωνόταν στον τόπο από ισχυρότερη αγάπη» (Αυ). Παρουσιάζεται σαν σε ορισμένη και ακίνητη στάση όπως αυτός που τον βαραίνει πάρα πολύ η θλίψη (ο).
(3) «Διότι το γυναικείο γένος είναι πολύ συναισθηματικό και αγαπά τα δάκρυα» (Θφ), «και είναι πιο επιρρεπές στον οίκτο» (Χ).
«Τα μάτια, τα οποία ζήτησαν τον Κύριο και δεν τον βρήκαν, τίποτα άλλο δεν είχαν να πράξουν παρά να κλαίνε» (Αυ).
«Αχόρταγα βγάζει το δάκρυ από τα μάτια της, θρηνώντας όχι μόνο επειδή πέθανε, αλλά επειδή νόμισε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος από το μνήμα» (Κ).
Έκλαιγε ενθυμούμενη το πάθημά του· έκλαιγε για το θάνατό του και για την μεγάλη απώλεια, την οποία υπέστησαν αυτή και οι μαθητές από τον θάνατο αυτόν· έκλαιγε και γιατί τώρα δεν βρήκε το σώμα του Διδασκάλου.
(4) Και αυτή φοβόταν να μπει σε αυτό. «Ήταν μεγάλη παρηγοριά το να φαίνεται το μνήμα. Βλέπεις λοιπόν αυτήν, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί πιο πολύ;» (Χ). Όπως πράττουν αυτοί που αναζητούν ανώφελα κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, παρατηρεί πάντοτε ξανά εκεί, όπου νομίζει, ότι πρέπει να είναι το σώμα του Ιησού (g).

Ιω. 20,12 καὶ θεωρεῖ(1) δύο ἀγγέλους(2) ἐν λευκοῖς(3) καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν(4), ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
12 και βλέπει δυο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών.
(1) Ή , λιγότερο πιθανώς «επειδή δεν ήταν υψηλή η διάνοια της γυναίκας, ώστε από τα σουδάρια να συμπεράνει την ανάσταση, γίνεται κάτι περισσότερο, ώστε κατ’ αρχήν να ανακουφιστεί από τη λύπη της με αυτό και να παρηγορηθεί» (Χ).
«Δεν φάνηκαν όμως αυτοί οι άγγελοι στον Πέτρο και τον Ιωάννη, επειδή σε εκείνους επρόκειτο να αρκούν για πίστη, αυτά που είδαν, επειδή ήταν πιο συνετοί» (Ζ).
Ή, πιο σωστά «να, επειδή παραμένει κοντά στο μνήμα η Μαρία και με πόθο μεν φιλόθεο λιώνει τα σπλάχνα της, και διατηρεί γνήσιο το φρόνημά της για το Δεσπότη, ο Σωτήρας της χαρίζει την γνώση του μυστηρίου σχετικά με το πρόσωπό του, με φωνή αγίων αγγέλων» (Κ).
(2) Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το «δύο». Η εμφάνιση των δύο αγγέλων δεν αντιλέγει προς την προηγούμενη εμφάνιση ενός αγγέλου στις γυναίκες, οι οποίες είχαν επισκεφτεί προηγουμένως τον τάφο. Οι άγγελοι δεν είναι ακίνητοι και ορατοί σαν λίθινα αγάλματα (g). Η εμφάνιση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν στα Ματθ. κη 2-4, Μάρκ. ιστ 5-7. Λουκ. κδ 4, αλλά μία που έγινε πιο μετά από αυτήν και είναι ξεχωριστή από εκείνην (ο).
«Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος εξιστορούν έναν άγγελο, ο Λουκάς όμως και ο Ιωάννης δύο, τα οποία δεν ήταν αντίθετα. Διότι οι μεν που έγραψαν τον ένα, εννοούν αυτόν που αποκύλισε το λίθο από το μνημείο, ενώ οι άλλοι που έγραψαν τους δύο, εννοούν αυτούς που εμφανίστηκαν με στολή αστραφτερή στις γυναίκες που πήγαν στον τάφο ή αυτούς που είδαν μέσα στον τάφο να κάθονται με λευκά» (Ω).
Άγγελοι από τον ουρανό στάλθηκαν στη μεγάλη αυτή περίπτωση μηνύοντας το μεγάλο γεγονός, για να τιμήσουν τον Υιό και να προσδώσουν ιδιαίτερη επισημότητα στην ανάστασή του, ακόμη επίσης και να παρηγορήσουν τους αγίους, λέγοντας προς αυτούς λόγους παρηγοριάς στη θλίψη τους. Ήταν δύο και όχι στρατιά ολόκληρη που υμνούσε το γεγονός, διότι στάλθηκαν, για να μαρτυρήσουν για το υπερφυσικό συμβάν. «Στο στόμα δύο μαρτύρων θα σταθεί κάθε λόγος».
(3) Υπονοείται η λέξη ρούχα, «η στολή των ρούχων φανέρωνε την ατόφια ομορφιά της αγγελικής καθαρότητας» (Κ).
Ή, λιγότερο πιθανώς, περιβάλλονταν από το λευκό χρώμα του θριάμβου και της χαράς (F). Οι άριστοι των ανθρώπων, στεκόμενοι μπροστά στους αγγέλους και συγκρινόμενοι με αυτούς, παρουσιάζονται ντυμένοι με ρούχα βρώμικα (Ζαχαριου γ 3). Αλλά οι άγγελοι είναι ακηλίδωτοι. Και οι δοξασμένοι άγιοι, όταν θα γίνουν όπως οι άγγελοι, θα περπατάνε μαζί με το Χριστό στα λευκά. Αυτός θα κάνει λευκή τη στολή τους. Επιπλέον η λευκότητα των ρούχων των αγγέλων, που δήλωνε και τη δόξα τους, παρίστανε τη λαμπρότητα της κατάστασης, στην οποία είχε ήδη μπει ο Χριστός.
(4) «Σχεδόν και με αυτό φανερώνουν στη γυναίκα, που νόμιζε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να βλάψει κάποιος το άγιο σώμα, τη στιγμή που παράστεκαν άγγελοι» (Κ).
Ή, «ο τρόπος που κάθονταν την οδηγούσε στο να ρωτήσει· διότι έδειχναν ότι γνώριζαν το γεγονός» (Χ). Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Αυτή η στάση τους μπορούσε να υπενθυμίσει και τα δύο χερουβίμ δόξης που ήταν τοποθετημένα πάνω στο ιλαστήριο αντικριστά το ένα με το άλλο σύμφωνα με το Εξόδ. κε 18. Ο Χριστός αφού σταυρώθηκε έγινε το μέγα εξιλαστήριο, και στο κεφάλι και στα πόδια του ήταν τα δύο αυτά χερουβείμ όχι με σπαθιά φλογερά, για να απομακρύνουν εμάς από αυτόν, αλλά σαν καλωσυνάτοι αγγελειοφόροι, που μας οδηγούν στην οδό της ζωής.

Ιω. 20,13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις(1); λέγει αὐτοῖς(2)· ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου(3), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν(4).
13Της λένε τότε εκείνοι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριό μου», τους λέει αυτή, «και δεν ξέρω πού τον έβαλαν».
(1) Ή, λιγότερο πιθανώς «Σταματώντας την από το θρήνο, λένε: Γυναίκα, γιατί κλαις; Διότι δεν έχουν την αξίωση βεβαίως να μάθουν την αιτία του χυσίματος των δακρύων· διότι ήξεραν και αν ακόμη δεν τους έλεγε τυχόν η γυναίκα… αλλά μάλλον την συμβουλεύουν να περιορίσει τα δάκρυα» (Κ).
«Σαν να της έλεγαν· Αυτά τα δάκρυα είναι γυναικεία και δεν δείχνουν συνετό νου» (Γν). «Σαν να της έλεγαν· Μην κλαις» (Αυ).
Ή, πιο σωστά «Με όλα αυτά, σαν ακριβώς να άνοιγε μια πόρτα, οδηγούνταν σιγα σιγά στο λόγο για την ανάσταση… Και με την ερώτηση και με τον τρόπο που κάθονταν οδηγούν αυτήν στη συζήτηση» (Χ).
«Και το να πουν όμως, Γιατί κλαις, είναι γεμάτο με πολλή συμπάθεια» (Θφ).
Δείχνεται με αυτό και πόσο οι άγγελοι ενδιαφέρονται για τις λύπες των αγίων, έχοντας ως διακονία να ενισχύουν αυτούς στις θλίψεις τους και να τους παρηγορούν. Και οι χριστιανοί λοιπόν οφείλουν να συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Με την ερώτησή τους αυτή οι άγγελοι παίρνουν αφορμή να την πληροφορήσουν, ότι θα έπρεπε να αλλάξει τον θρήνο της σε χαρά.
(2) Η Μαρία απαντά στο ερώτημα των ουράνιων απεσταλμένων τόσο απλά, σαν να μιλούσε με ανθρώπους. Τόσο είναι προκατειλημμένη από μία και μόνη ιδέα, του να ξαναβρεί τον διδάσκαλό της (g). Αλλά η Μαρία πάσχει τώρα εξαιτίας της ολιγοπιστίας της. Εάν είχε πίστη σαν κόκκο σιναπιού το βουνό, το οποίο τώρα πιέζει την καρδιά της, θα έφευγε αμέσως. Και εμείς συχνά μπλεκόμαστε σε φανταστικές δυσκολίες, τις οποίες η πίστη θα φανέρωνε σε εμάς σαν πραγματικά πλεονεκτήματα. Παραπονιόμαστε για τα νέφη και το σκοτάδι, τα οποία μας καλύπτουν και τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι απαραίτητες μέθοδοι της χάριτος, με τις οποίες ταπεινώνονται οι ψυχές μας, νεκρώνονται οι αμαρτίες τους και γίνονται αγαπητές στο Χριστό.
(3) Απαντά «με θέρμη και συγχρόνως με φιλοστοργία» (Χ). Οι λέξεις τον Κύριόν μου είναι γεμάτες άγια τρυφερότητα (F).
(4) Αυτό ισοδυναμεί με το: Εάν ξέρετε εσείς, πείτε μου (F). Δεν «ξέρω» όχι δεν ξέρουμε όπως στο στίχο 2, διότι τώρα η Μαρία είναι μόνη.

Ιω. 20,14 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(1), καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα(2), καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(3).
14Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται όρθιος, δεν κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς.
(1) Η Μαρία σκυμμένη όντας προς τον τάφο, σηκώνεται και γυρνά, σαν να προσπαθούσε να βρει εκείνον, τον οποίο ζητούσε. Ίσως άκουσε κάποιο θόρυβο πίσω της (g). Αξιολογότατη η ερμηνεία: «Και πώς συνέβη αυτό που ακολούθησε, ενώ συνομιλούσε δηλαδή με τους αγγέλους και ακόμη δεν άκουσε τίποτα από αυτούς, να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω; Εγώ νομίζω, ενώ έλεγε αυτή αυτά, ξαφνικά αφού εμφανίστηκε ο Χριστός πίσω της, εξέπληξε τους αγγέλους, και εκείνοι μόλις είδαν τον Δεσπότη, και με τη μορφή τους και με το βλέμμα τους και με τις κινήσεις τους έδειξαν αμέσως ότι είδαν τον Κύριο· και αυτό το πρόσεξε η γυναίκα και την έκανε να στρέψει προς τα πίσω το βλέμμα της» (Χ).
(2) Είχε πλησιάσει ο Ιησούς και στεκόταν ήδη έτοιμος να μιλήσει σε αυτήν, όταν αυτή θα τον πρόσεχε (ο). Ο Κύριος είναι «κοντά σε αυτούς που έχει συντριβεί η καρδιά τους» (Ψαλμ. λγ 18), πιο κοντά από ό,τι αυτοί θα φαντάζονταν. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν τον Κύριο, αν και δεν βλέπουν αυτόν, μπορούν όμως να είναι βέβαιοι, ότι δεν είναι μακριά τους.
(3) Διάφορες προτάθηκαν εξηγήσεις της μη αναγνώρισης του Ιησού από τη Μαρία.
Ή, «επειδή ήταν ακόμη σκοτάδι και δεν είχε περάσει τελείως η νύχτα, βλέπει τον Ιησού που μόλις ήλθε, και ποιος μεν είναι το αγνοεί, μη μπορώντας να διακρίνει την εικόνα του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου» (Κ). Εναντίον της εκδοχής αυτής θα μπορούσε να προβληθεί, ότι η από τον τάφο αναχώρηση της Μαρίας, η από αυτήν συνάντηση των αποστόλων για μετάδοση της είδησης και η επιστροφή της σε αυτό, απαίτησαν χρόνο, ώστε ήδη να είχε λάμψει το φως της ημέρας. Ή, «στη γυναίκα… για να μην την εκπλήξει με την πρώτη εμφάνιση (φάνηκε)… με πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία» (Χ).
Ή, η δυσκολία της αναγνώρισης προερχόταν από δύο αιτίες· παρά το ότι το σώμα του Ιησού ήταν και τώρα το ίδιο, είχε όμως συντελεστεί κάποια μεταβολή σε όλο το πρόσωπό του με την είσοδό του σε ζωή νέα. Εμφανιζόταν με άλλη μορφή (Μάρκ. ιστ 12). Οι δικοί του ξαναβλέποντάς τον δοκίμαζαν κάτι παρόμοιο με ό,τι μάς συμβαίνει, όταν μετά μακρό χωρισμό συναντούμε κάποιο φίλο. Μας χρειάζεται κάποιος χρόνος, περισσότερο ή λιγότερο μακρός, για να αναγνωρίσουμε αυτόν· έπειτα ξαφνικά αρκεί η απλούστερη φανέρωση, για να ρίξει το κάλυμμα των ματιών μας. Υπήρχε όμως και μια εσωτερική αιτία εδώ. Η ανεπαρκής πίστη της Μαρίας στις υποσχέσεις του Ιησού καθιστούσε την ιδέα της επιστροφής του στη ζωή τελείως ξένη στη σκέψη της Μαρίας (g). Κατά τη στιγμή αυτή η Μαρία δεν ανέμενε να δει τον Ιησού (ο).

Ιω. 20,15 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι(1), λέγει αὐτῷ· κύριε(2), εἰ σὺ ἐβάστασας(3) αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ(4) αὐτὸν(5) ἀρῶ(6).
15Της λέει τότε εκείνος: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ’κει».
(1) Βλέποντας τόσο νωρίς κάποιον άνθρωπο στον κήπο υπέθεσε, πάντοτε ταραγμένη και ανήσυχη, ότι ήταν ο κηπουρός (F). Με άρθρο. Το άρθρο, ότι ο κήπος ήταν μεγάλος, τέτοιος ώστε δεν μπορούσε να φυλαχτεί χωρίς κηπουρό (b). Η λέξη κηπουρός δεν συναντιέται πάλι στην Ελληνική Βίβλο, είναι όμως λέξη συνηθισμένη στους παπύρους (β). Αυτό δείχνει ότι η ενδυμασία του Ιησού υπήρξε αυτή των προσώπων της κοινής τάξης. Θα ήταν ανόητη και ανωφελής η έρευνα πού ή πώς προμηθεύτηκε τα ρούχα αυτά. Το καταπληκτικό θαύμα της ανάστασής του περιέλαβε και όλες τις μικρότερες λεπτομέρειες και επεισόδια, τα συνδεδεμένα με αυτό (ο).
Αξιοσημείωτη και η αλληγορία: «Και ίσως όχι έξω του πρέποντος θεώρησε ότι ο Ιησους είναι κηπουρός. Διότι πράγματι, αυτός ήταν ο γεωργός του παραδείσου, ο αληθινός και αθάνατος, ο οποίος στον κήπο του τάφου, όπως ακριβώς στον παράδεισο, διόρθωσε την γυναίκα και αυτήν (την Εύα) που απάτησε τον πρώτο κηπουρό, τον Αδάμ, εξαιτίας της απληστίας του» (Γν).
Ο άνθρωπος άρχισε την επίγεια ζωή του στον κήπο της Εδέμ και ο Ιησούς, ο Λόγος από τον οποίο έγιναν τα πάντα, ήταν και ο δημιουργός του πρόσκαιρου και επίγειου αυτού παραδείσου. Και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί κηπουρός. Αλλά και κατά την ένδοξή του ανάσταση από τους νεκρούς θα μπορούσε να αποκληθεί κηπουρός, διότι με τη δύναμη της ανάστασής του αυτής θα αναστήσει και τα νεκρά μας σώματα. Θα μεταβάλλει όλους τους τάφους μας σε πεδίο κήπου. Ο Ιησούς τέλος ως κηπουρός ποτίζει και καλλιεργεί την άμπελο την οποία φύτεψε το δεξί του χέρι παρέχοντας τις ουράνιες χάρες σε απάντηση των προσευχών των κλημάτων του (Norton).
(2) Τον ρωτά με πολλή ευγένεια (F). «Αλλά τού μιλά, σαν να ξέρει αυτός το πρόσωπο για το οποίο ρωτά» (Σχ). Η διάνοιά της έχει γεμίσει τόσο από εκείνο, το οποίο ζητά, ώστε δεν απαντά στην ερώτηση Ποιόν ζητάς; Νομίζει, ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, ποιός είναι ο από αυτήν ζητούμενος (β).
(3) «Δηλαδή, Εάν εσύ έκλεψες. Και δεν λέει τον Ιησού, αλλά αυτόν, σαν να μιλά σε κάποιον που ξέρει» (Θφ). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Ει συ ει ο βαστάσας.
(4) Δεν σκέφτεται, εάν θα είχε τη δύναμη μόνη της να μεταφέρει το σώμα σε κατάλληλο τόπο (β). Η αγάπη της πείθει αυτήν, ότι θα είναι ικανή για όλα, αρκεί μόνο να ξαναβρισκόταν το σώμα του Κυρίου της (F). Ούτε θα περίμενε να συμβουλευτεί τους αποστόλους ή τις φίλες της για το τι έπρεπε να γίνει για το σώμα. Αναλαμβάνει όλη την ευθύνη πάνω της (ο).
(5) Η τριπλή επανάληψη της αντωνυμίας στην απάντηση της Μαρίας, χωρίς να αναφερθεί το όνομα του Ιησού από αυτήν, προσδίδει μεγάλη τρυφερότητα στη συγκινητική επίκλησή της (ο).
(6) Από τον κήπο. Ήταν έτοιμη να αναζητήσει νέο τάφο (b). «Θα τον μεταφέρω σε άλλο τόπο… Διότι ίσως φοβόταν μήπως οι Ιουδαίοι και το νεκρό σώμα το εξυβρίσουν και για αυτό ήθελε να μεταφέρει αυτό σε άλλο τόπο άγνωστο» (Θφ).

Ιω. 20,16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία(1). στραφεῖσα ἐκείνη(2) λέγει αὐτῷ· ῥαββουνί(3), ὃ λέγεται, διδάσκαλε.
16Της λέει ο Ιησούς: «Μαρία!» Γυρίζει εκείνη και του λέει: «Ραββουνί!» –που σημαίνει «Διδάσκαλε».
(1) «Με τη φωνή έκανε τον εαυτό του φανερό· διότι όταν την ονόμασε Μαρία, τότε τον αναγνώρισε. Έτσι η αναγνώριση δεν έγινε από την όψη του, αλλά από τη φωνή του» (Χ). Ο ήχος της φωνής είναι μία από τις προσωπικότερες εκδηλώσεις του ανθρώπου. Και με το μέσο αυτό ο Ιησούς φανερώνει τον εαυτό του στη Μαρία. Ο τόνος τον οποίο παίρνει το όνομα Μαρία στο στόμα του εκφράζει κάθετί που αυτή είναι για αυτόν, κάθετί που αυτός είναι για εκείνην (g).
(2) «Εμένα μου φαίνεται ότι αφού είπε αυτή» τα όσα είπε στον νομιζόμενο κηπουρό «στράφηκε προς τους αγγέλους… έπειτα όταν ο Χριστός την κάλεσε ξαναγύρισε σε αυτόν από εκείνους» (Χ). Την ώρα που έδινε την απάντηση στον προηγούμενο στίχο στράφηκε προς το μέρος του τάφου. Για αυτό τώρα είναι αναγκασμένη να στραφεί πάλι. Εφ’ όσον τον νόμιζε κηπουρό, στράφηκε προς τους αγγέλους. Αλλά όταν τον αναγνώρισε, στρέφεται πάλι αμέσως προς αυτόν. Είναι πρέπον να αποσύρουμε τα βλέμματά μας από τα δημιουργήματα, οσοδήποτε υπέροχα και ένδοξα και αν είναι αυτά, για να στηρίξουμε αυτά προσηλωμένα προς τον Χριστό, από τον οποίο τίποτα δεν πρέπει να μας ελκύει ούτε πρέπει κάτι άλλο οτιδήποτε να προτιμούμε από αυτόν. Τον αναγνωρίζει από τη φωνή. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός γίνεται γνωστός στο λαό του, είναι ο λόγος του, που εισχωρεί στις καρδιές τους και μιλά στα βάθη τους. Τα πρόβατα του Χριστού «ακούνε τη φωνή του». Ο ένας και μόνος αυτός λόγος του Κυρίου έμοιαζε με το λόγο, τον οποίο απηύθυνε κατά την τρικυμία προς τους φοβισμένους μαθητές, προς τους οποίους είπε: Εγώ είμαι.
(3) Δες και Μάρκ. ι 51. Είναι αραμαϊκό μάλλον παρά εβραϊκό. Εκφράζει μεγαλύτερο σεβασμό από το απλό Ραββί (μ). Είναι επαυξημένη μορφή της λέξης ραββί (rabban) και σημαίνει διδάσκαλέ μου (F). Κατά τη Γαλιλαϊκή όπως φαίνεται προφορά (G).
«Είναι φανερό από το ότι είπε ο Ιησούς, Μη με αγγίζεις» ότι η Μαρία ταυτόχρονα με την προσφώνηση Ραββουνί «τον άγγιξε και έπεσε μπροστά του» (Χ).
Για αυτό σαν ερμηνευτική γλώσσα παρεμβλήθηκε σε κάποια κείμενα και η φράση «και προσέδραμε άψασθαι αυτου (και έτρεξε να τον αγγίξει). Η γραφή αυτή δεν μαρτυρείται επαρκώς.

Ιω. 20,17 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου(1)· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου(2) καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω(3) πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(4).
17«Μη μ’ αγγίζεις», της λέει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός”».
(1) Προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές το χωρίο αυτό. Η δυσκολία συνίσταται στην αιτιολογία της απαγόρευσης: «διότι δεν ανέβηκα ακόμη…».
«Διότι βεβαίως, πριν ακόμη αναληφθεί, παρουσίασε τον εαυτό του για ψηλάφηση των μαθητών, όταν είπε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά: «ψηλαφήστε με και δείτε, ότι ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω» (Λουκά κδ 39) ή όταν είπε στο Θωμά «φέρε το δάχτυλό σου εδώ…». Διαβάζουμε επίσης ότι και οι γυναίκες, μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του… όπως αναφέρει ο Ματθαίος… «κράτησαν τα πόδια του»» (Αυ).
Διάφορες ερμηνείες προτάθηκαν. Οι σοβαρότερες:
Ή, αρκετά επιτυχημένα, το άπτομαι (=αγγίζω) ερμηνεύεται με την έννοια του κρατώ. Ο Ιησούς απαντά εδώ στα ενδόμυχα αισθήματα της καρδιάς, η οποία φαινόταν να θέλει, να κρατήσει τον Ιησού για πάντα πάνω στη γη, για να κατέχει αυτόν. Αλλά τον Χριστό μπορούμε να τον κατέχουμε και να τον καταστήσουμε κτήμα μας, μόνο όταν θα ανέβαινε στον ουρανό. Τής λέει λοιπόν· Μη με κρατάς, διότι ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου (F).
Ή, λιγότερο πιθανώς, το άπτομαι με την έννοια του λατρεύω, ικετεύω («ακουμπώ τα γόνατα»). Δεν δοξάστηκα ακόμη με την ανάληψη· δεν είναι λοιπόν ακόμη καιρός να με λατρεύσεις (Lucke).
Ή, πιο σωστά, μην αγκαλιάζεις τα πόδια μου· δεν ήλθα για να ανανεώσω τις παλιές επίγειες σχέσεις. Η αληθινή καινούργια συνάντηση, την οποία σας υποσχέθηκα, δεν είναι αυτή. Για να επανέλθω κατά τρόπο μόνιμο και πραγματικό πρέπει πρώτα να ανέβω στον Πατέρα μου. Η στιγμή αυτή δεν ήλθε ακόμη (g).
Σχετική με αυτήν ερμηνεία και η: «Νομίζω ότι αυτή ακόμη θέλει την συναναστροφή με αυτόν, όπως ακριβώς τότε, και από τη χαρά της δεν σκέφτηκε τίποτα το ανώτερο πνευματικά, αν και ο Κύριος έγινε ως προς τη σάρκα πολύ πιο ανώτερος. Απομακρύνοντας λοιπόν από αυτήν αυτή τη σκέψη και το να συνομιλεί μαζί του με πολύ αφοβία (διότι ούτε με τους μαθητές του φαίνεται πλέον να έχει τέτοια συναναστροφή), υψώνει τη σκέψη της, ώστε να τον προσέχει με μεγαλύτερη ευλάβεια. Το να πει μεν δηλαδή, «Μη με πλησιάζεις, όπως ακριβώς και προηγουμένως, διότι τα πράγματα δεν είναι όπως πρώτα, ούτε πρόκειται να σας συναναστρέφομαι πλέον με όμοιο τρόπο», θα δημιουργούσε κάποια δυσαρέσκεια και θα περιείχε κομπασμό, ενώ το να πει, «Δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου», αν και δεν ήταν δυσάρεστο, δήλωνε όμως το ίδιο. Διότι με τα λόγια του «δεν ανέβηκα ακόμη», δείχνει ότι εκεί σπεύδει και βιάζεται να φθάσει. Εκείνον όμως που πρόκειται να πάει εκεί… δεν έπρεπε να τον βλέπουν με την ίδια σκέψη, με την οποία τον έβλεπαν και πρώτα» (Χ).
«Δεν θα είναι πλέον τέτοιο το σώμα μου, σαν να είναι δηλαδή οικείο με το γήινο τρόπο ζωής, αλλά θα είναι οικείο με τον ουρανό και τα υψηλά» (Θφ).
Επιτυχέστερα το «δεν ανέβηκα ακόμη…» το ερμηνεύει ο Λέων ο μέγας: «Σε ανεβάζω σε κάτι υψηλότερο· σου ετοιμάζω κάτι μεγαλύτερο. Όταν θα έχω ανεβεί στον Πατέρα μου, εκεί θα ακουμπάς εμένα με αληθέστερο και τελειότερο τρόπο, όταν θα κρατήσεις ό,τι δεν αγγίζεις και θα πιστεύεις ό,τι δεν βλέπεις» (Serm. 72,4). Στα κεφάλαια ιγ-ιζ ο Κύριος κατέστησε γνωστό στους μαθητές του, ότι η νέα τάξη του Πνεύματος, η οποία θα εγκαινίαζε ανανεωμένη και στενότερη σχέση με αυτόν, θα επακολουθούσε στην επάνοδο προς τον Πατέρα του (Ιω. ιδ 12-18, ιστ 5 και εξής). Διακηρύττει τώρα στη Μαρία και μέσω αυτής στους μαθητές, ότι έφτασε ο καιρός για αυτόν να ανεβεί προς τον Πατέρα του και συνεπώς να εγκαινιαστεί η νέα τάξη. Η παραγγελία να μην τον αγγίξει η Μαρία αναφέρεται στην περίοδο μεταξύ της ανάστασης και της ανάληψης. Τόσο στενή και ενδοξότερη θα είναι η νέα σχέση με τον Ιησού, ώστε και αυτή και οι μαθητές θα ενωθούν σε ένα σώμα με αυτόν (χ).
Η Μαρία υποθέτοντας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε όπως ο Λάζαρος, για να ζει μαζί τους σωματικά και να συναναστρέφεται με αυτούς όπως πριν, σπεύδει να αγκαλιάσει ευλαβικά τα πόδια του. Την πλάνη της αυτή επανορθώνει ο Διδάσκαλος λέγοντας: Μη με αγγίζεις. Δηλαδή· παύσε να νομίζεις, ότι μπορείς να με πιάσεις και να με κρατήσεις σε αυτόν τον κόσμο. Μην περιμένεις να εξακολουθήσει η μεταξύ σας σωματική μου παρουσία. Νέα πνευματική σχέση και κοινωνία θα μας συνδέει στο εξής, η οποία θα αρχίσει, όταν με την ανάληψή μου ανέβω προς τον Πατέρα μου.
Είναι άξιο να σημειωθεί εδώ, ότι αν και ο Κύριος δεν επέτρεψε στη Μαγδαληνή να τον αγγίξει, παρόλ’ αυτά κάποιες μέρες ύστερα προσκάλεσε το Θωμά να ψηλαφήσει αυτόν. Η διαφορετική αυτή ενέργεια του Κυρίου εξηγείται από τις διαφορετικές προθέσεις και διαθέσεις, από τις οποίες κυριαρχούνταν η Μαγδαληνή από τη μία και ο Θωμάς από την άλλη. Η Μαρία δεν αμφέβαλλε για το ότι αυτός που της μιλούσε είναι ο Κύριος που από τον τάφο επανήλθε στη ζωή. Αλλά πλανιόταν νομίζοντας, ότι ο Κύριος θα εξακολουθούσε να συζεί μαζί με τους μαθητές κάτω από τους ίδιους όρους της ταπείνωσης και της εξομοίωσης με εμάς, με τους οποίους ζούσε και πριν το θάνατό του και την ανάστασή του.
Ο Θωμάς από την άλλη απιστούσε στο ότι ο Κύριος αναστήθηκε και ζητούσε να πειστεί για το ότι η εμφάνιση του Κυρίου ήταν απτή πραγματικότητα και όχι πλάνη της φαντασίας. Το σφάλμα του Θωμά τελείωνε εκεί όπου άρχιζε το σφάλμα της Μαρίας. Για αυτό ο Κύριος ως προς μεν τη Μαρία ζητά να ανυψώσει αυτήν από ταπεινότερη σε υψηλότερη αγάπη· από σωματική σε πνευματική επαφή και κοινωνία· της παραγγέλλει να μην απλώσει τα χέρια της, αλλά να ανυψωσει την καρδιά της ψηλά· να μην ζητά να κρατήσει τον Διδάσκαλο στη γη, αλλά να ανυψώσει τον εαυτό της στον ουρανό. Ως προς το Θωμά όμως που δεν πειθόταν, ότι ο Κύριος αναστήθηκε και αξίωνε να ψηλαφήσει αυτόν, συγκαταβαίνει στην ασθένειά του, για να ανορθώσει τον μαθητή από την απιστία στην πίστη.
(2) Η παραγγελία, την οποία ο Ιησούς αναθέτει στη Μαρία, για τους δικούς του σημαίνει: Δεν μπήκα ακόμη στην κατάσταση της δόξας· αλλά όταν μπω, τότε θα με συντροφεύουν σε αυτήν και δεν θα παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσα σε μένα και σε σας. Για αυτό και οι φράσεις «αδελφούς μου», «Πατέρα μου και Πατέρα σας». Υπάρχει σε αυτές κατά κάποιο τρόπο μία πρόγευση της μελλοντικής κοινωνίας. Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν την αδιάλυτη αλληλεγγύη, η οποία θα ενώσει τους μαθητές με αυτόν στην ένδοξη κατάσταση, στην οποία μπαίνει ήδη. Δεν τους είχε ονομάσει ακόμη αδελφούς του. Τους ονομάζει τώρα επειδή μετέχουν στη θεία υιοθεσία την οποία τους πρόσφερε (g). Με την ονομασία αδελφούς μου υπαινίσσεται τα προς αυτούς ευνοϊκά του συναισθήματα, παρόλο που με τη φυγή και άρνησή τους είχαν γίνει ανάξιοι όλης της προηγούμενής τους θέσης, και προσφέρει σε αυτούς όλους τους καρπούς της ανάστασής του (b).
Αν και ήδη εισήλθε στην κατάσταση της δόξας, αναγνωρίζει τους μαθητές του ως αδελφούς του και εκδηλώνει μεγαλύτερη αγάπη και οικειότητα με αυτούς παρά προηγουμένως. Τους είχε ονομάσει φίλους, αλλά ουδέποτε έως τώρα αδελφούς. Αν και ο Χριστός έχει ήδη ανυψωθεί, δεν έγινε αλαζόνας και υπερήφανος. Παρά την ένδοξη ανύψωσή του δεν λησμονεί τους άσημους φίλους του, τους οποίους «δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς».
(3) «Το ανεβαίνω δηλώνει και το Θέλω να ανέβω, και μπορούμε να το επεκτείνουμε σε περισσότερο καιρό» (Ζ).
«Διότι δεν επρόκειτο να το κάνει αυτό αμέσως, αλλά μετά σαράντα ημέρες. Πώς λοιπόν λέει αυτό; Επειδή ήθελε να εξυψώσει τη διάνοιά της και να την πείσει ότι πηγαίνει στους ουρανούς» (Χ).
Με άλλα λόγια. Είμαι ζωντανός. Αλλά δεν θα μένω πάντοτε μαζί σας όπως κατά το παρελθόν, αλλά προσεχώς αναλαμβάνομαι (F). Ανεβαίνω ως Παράκλητος και μεσίτης σας προς τον Πατέρα. Ανεβαίνω, για να λάβω τις τιμές και εξουσίες εκείνες, οι οποίες θα είναι η ανταμοιβή της ταπείνωσής μου. Και πρέπει να χαρούν οι μαθητές μου για αυτό. Διότι αυτό θα είναι και δικός τους θρίαμβος. Ανεβαίνω ως νικητής και κατακτητής, ο οποίος, «αιχμαλώτισε αιχμαλωσία» για να δώσει «δωρήματα στους ανθρώπους». Ανεβαίνω ως πρόδρομος αυτών, για να «ετοιμάσω τόπο» στους ουρανούς και για αυτούς. Ο Πατέρας μου θα γίνει Πατέρας και αυτών που πιστεύουν σε μένα. Και θα γίνουν και αυτοί «κοινωνοί θείας φύσεως», όπως και ο Κύριος έγινε κοινωνός ανθρώπινης φύσης, για αυτό και ο Πατέρας του έγινε και Θεός του. Μη με περιμένουν λοιπόν να συνεχίσω πάνω στη γη τη σωματική μου παρουσία, ούτε να ιδρύσω πάνω στη γη την πρόσκαιρη και εγκόσμια βασιλεία σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων για τον Μεσσία. Θα αναστηθούν και αυτοί σε νέα πνευματική ζωή, ζωοποιούμενοι μαζί με εμένα, για να καθίσουν μαζί μου στα επουράνια (Εφεσίους β 5, 6). Ας μη θεωρούν πλέον τη γη ως πατρίδα τους και ως τόπο της δόξας και ανάπαυσής τους. Θα αναγεννηθούν από ψηλά από τον ουρανό, και θα συνδεθούν με τον ουρανό. Ο Πατέρας μου θα γίνει και Πατέρας τους. Τα βλέμματά τους λοιπόν πρέπει να είναι στραμμένα ατενώς προς τον ουρανό και οι καρδιές τους πρέπει να πάλλουν προς τα εκεί, όπου μετά από λίγο θα ανέβω. «Τα άνω να φρονείτε· τα άνω να ζητάτε· όχι τα γήινα».
(4) «Δεν λέει προς τον πατέρα μας. Με άλλη έννοια λοιπόν είναι Πατέρας μου και με άλλη πατέρας σας· πατέρας δικός μου εκ φύσεως, πατέρας δικός σας εκ χάριτος. Ούτε λέει Θεό μας. Είναι λοιπόν με άλλη έννοια Θεός μου και με άλλη Θεός σας. Είναι Θεός μου, κάτω από τον οποίο είμαι και εγώ ως άνθρωπος· είναι Θεός σας ανάμεσα στον οποίο και σε σας είμαι μεσίτης» (Αυ).
«Επειδή δηλαδή είπε: Πες στους αδελφούς, για να μην φανταστούν από αυτό κάποια ισότητα, δείχνει την διαφορά που έχουν» (Χ).
«Με άλλο τρόπο είπε τον πατέρα πατέρα δικό του και με άλλο των μαθητών· δικός του μεν είναι από τη φύση του μιας και είναι ομοούσιος» (Ζ),
«δικός μας όμως Πατέρας δεν είναι από τη φύση του, αλλά (από τη φύση του) είναι μάλλον Θεός μας ως δημιουργός και Κύριος. Αλλά επειδή ανέμιξε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του με εμάς ο Υιός, το μεν αξίωμα που υπάρχει κατά τρόπο κύριο και προσωπικό σε αυτόν, το χαρίζει στη δική μας φύση, ονομάζοντας Πατέρα κοινό αυτόν που τον γέννησε» (Κ).
«Ονομάζει και Θεό και του εαυτού του και των μαθητών μιας και είναι άνθρωποι» (Ζ),
«κάνοντας δικά του τα ανθρώπινα λόγω της ομοίωσής του με εμάς… Διότι, όπως ακριβώς εμείς ανεβαίνουμε στο πάνω από τη φύση μας αξίωμα με την ομοίωσή μας με αυτόν… έτσι και αυτός επειδή ακριβώς δέχτηκε τη δική μας μορφή… έχει το Θεό Θεό του, παρόλο που αυτός είναι Θεός από Θεό κατά φύση και αληθινός» (Κ).
«Και πώς δεν είπε απλώς Και Θεό μας, αλλά και εδώ διαχώρισε τον εαυτό του; Διότι, αν και έγινε άνθρωπος και αδελφός τους όσον αφορά τη φύση την ανθρώπινη, αλλά διέφερε πολύ από αυτούς ως προς την τιμή, και επειδή ήταν ενωμένος με τη θεότητα και επειδή ήταν αναμάρτητος» (Ζ).
«Με αυτά που είπε, ανακεφαλαιώνει όλο το σκοπό του θείου σχεδίου για τον άνθρωπο… Θα πορευτώ να κάνω μέσω του εαυτού μου Πατέρα σας τον αληθινό Πατέρα από τον οποίο χωριστήκατε· και να κάνω μέσω του εαυτού μου Θεό σας τον αληθινό Θεό από τον οποίο απομακρυνθήκατε· διότι με την ανθρώπινη φύση την οποία σαν πρώτο καρπό και αρχή δική σας πήρα θα προσφέρω στο Θεό και Πατέρα μέσω του εαυτού μου, όλο το ανθρώπινο γένος» (Γν).
Ο σύνδεσμος, ο οποίος θα υφίσταται για πάντα ανάμεσα σε μένα, τον αναστημένο σωτήρα και σε σας, τους πιστούς μου, θα είναι ότι ο Πατέρας στον οποίο ανεβαίνω είναι Πατέρας σας, διότι είναι Πατέρας μου, και Θεός μου διότι είναι Θεός σας (ο).


Ιω. 20,18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα(1) τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον(2), καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
18Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: «Είδα τον Κύριο!» Και διηγήθηκε αυτά που της είχε πει.
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλλουσα.
(2) Υπάρχει και η γραφή Εώρακα τον Κύριον. Αυτές υπήρξαν οι πρώτες λέξεις τις οποίες γεμάτη χαρά ανήγγειλε η Μαρία. «Ανήγγειλε και την εμφάνιση και τα λόγια του, τα οποία ήταν ικανά να τους παρηγορήσουν» (Χ). Όταν ο Θεός μας παρηγορεί, κάνει αυτό με σκοπό και εμείς να παρηγορούμε και τους άλλους.

Ιω. 20,19 Οὔσης οὖν(1) ὀψίας(2) τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων(3), καὶ τῶν θυρῶν(4) κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ(5) συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(6), ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς(7) καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον(8), καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(9).
19Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς».
(1) = σε συμφωνία με το γεγονός που εξιστορήθηκε της ανάστασης και εμφάνισης στη Μαγδαληνή (ο). «Επειδή ήταν λογικό οι μαθητές, ακούγοντας αυτά, ή να μην πιστέψουν στη γυναίκα, ή εάν πίστευαν να λυπούνται που δεν καταξίωσε αυτούς της εμφάνισής του… δεν άφησε ούτε μία ημέρα να περάσει, αλλά αφού έβαλε σε αυτούς την επιθυμία και με το ότι γνώριζαν πλέον ότι αναστήθηκε και με το ότι άκουσαν αυτό από τη γυναίκα να διψούν να τον δουν» (Χ),
«εμφανίζεται την ίδια ημέρα και σε αυτούς. Διότι πρώτα μεν γύμνασε τον πόθο τους και έπειτα παρέδωσε πιο ποθητό τον εαυτό του σε αυτούς» (Ζ).
«Θα μπορούσε όμως κάποιος εύλογα να έχει την εξής απορία, πώς δηλαδή ο Σωτήρας ενώ υποσχέθηκε στους μαθητές, από τη μία μέσω των αγγέλων, από την άλλη και με τη δική του φωνή, ότι φθάνοντας στη Γαλιλαία θα φανερωθεί, προλαβαίνει την υπόσχεση και στην Ιερουσαλήμ… την ίδια την ημέρα της ανάστασης… Αλλά αυτό φανερώνει τον πλούτο της φιλάνθρωπης διάθεσής του, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύδος. Διότι δεν είπε ότι μόνο στη Γαλιλαία θα τον δουν, ούτε πάλι βεβαίως εμφανιζόμενος στην Ιερουσαλήμ δεν εμφανίστηκε και στη Γαλιλαία όπως υποσχέθηκε» (Σβ).
Άλλη απορία: «Πώς ενώ, σύμφωνα με το Λουκά και τον Ιωάννη, τόσες φορές φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές στην ίδια την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το Μάρκο και το Ματθαίο διατάζονται οι ίδιοι μέσω των γυναικών να πάνε στη Γαλιλαία, διότι εκεί θα τον δουν, αλλά δεν επρόκειτο να τον δουν στην Ιερουσαλήμ; Και λέμε, ότι οι μεν άλλοι δύο ευαγγελιστές συμπλήρωναν την ομάδα των δώδεκα και είπαν ότι φανερώθηκε σε αυτούς στην Ιερουσαλήμ ενώ ήταν κρυμμένοι, ενώ οι άλλοι δύο, ο Ματθαίος και ο Μάρκος λένε ότι φάνηκε στη Γαλιλαία όχι στους δώδεκα μόνο, αλλά στους εβδομήντα… Ηταν λοιπόν πολλές και διαφορετικές οι οπτασίες που έγιναν στους μαθητές μετά την ανάσταση, και οι μεν γράφουν αυτές, οι άλλοι τις άλλες» (Ε).
«Εμένα όμως μου φαίνεται ότι έχει πολλή έμφαση αυτό που ειπώθηκε από τον Ματθαίο για τους μαθητές, το «να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν». Διότι αν και επρόκειτο να συμβούν σε αυτούς πολλές εμφανίσεις, αποβλέπει όμως σε μία πιο εξαιρετική από τις άλλες, αυτήν της υπόσχεσης, κατά την οποία επρόκειτο να φανεί σε αυτούς στο βουνό. Διότι τότε αφού τον πλησίασαν και τον προσκύνησαν αυτοί που αμφέβαλλαν, με εξουσία είπε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό: Μου δόθηκε όλη η εξουσία και τα υπόλοιπα» (Σβ).
(2) Η εμφάνιση αυτή εξιστορείται και στο Λουκά κδ 36 ότι έγινε μετά από την από Εμμαούς επιστροφή των δύο μαθητών, στους οποίους φανερώθηκε ο Ιησούς κατά το δείπνο, το οποίο έγινε όταν «πέρασε η ημέρα». Οψία λοιπόν εδώ πρέπει να ορίσουμε ώρα προχωρημένη του απογεύματος, ίσως στις 8 μ.μ. (β,ο). «Δεν παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να συγκεντρωθούν όλοι μαζί» (Χ).
(3) Τονίζεται με έμφαση η χρονολογία, διότι η ημέρα αυτή είναι η πρώτη χριστιανική Κυριακή (μ). Είναι αυτή το χριστιανικό Σάββατο, που θα τηρείται από δω και στο εξής από τους μαθητές. Αν και αναφέρθηκε ξεκάθαρα εδώ (στο στίχο 1) ότι ο Κύριος αναστήθηκε τη μία των σαββάτων δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, και μπορούσε εδώ ο ευαγγελιστής να πει: «την ίδια ημέρα όταν βράδυασε» παρόλ’ αυτά, για να τιμηθεί ιδιαιτέρως η ημέρα, επαναλαμβάνει και πάλι «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων». Η επανάληψη αυτή γίνεται, όχι διότι οι απόστολοι αποσκοπούσαν να τιμήσουν την ημέρα, (διότι αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάσταση), αλλά διότι ο Θεός ήθελε να τιμήσει την ημέρα οικονομώντας τα πράγματα έτσι, ώστε να είναι οι μαθητές μαζεμένοι, για να δεχτούν την πρώτη επίσκεψη του αναστημένου Κυρίου. Έτσι ο Θεός ευλόγησε και αγίασε την ημέρα αυτή, διότι σε αυτήν ο Λυτρωτής αναστήθηκε.
(4) Ο πληθυντικός δηλώνει πόρτα που αποτελείται από δύο φύλλα (g).
(5) Αν και στο Ιω. β 2 ο όρος μαθητές έχει και γενικότερη έννοια, στα τελευταία όμως κεφάλαια του ευαγγελίου χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους ένδεκα και η εμφάνιση σε αυτούς ως ιδιαιτέρως σοβαρή αναφέρεται και στο Α΄ Κορ. ιε 5. Αυτό όμως δεν αποκλείει να ήταν και άλλοι παρόντες, πιθανώς μάλιστα ήταν όπως φαίνεται από το Λουκά κδ 33 (β). Αρκετοί μεγαλογράμματοι αποσιωπούν το συνηγμένοι.
(6) Η φήμη, ότι ο τάφος βρέθηκε κενός είχε διασπαρεί, όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 11 και οι άρχοντες των Ιουδαίων υποπτεύονταν αναμφίβολα κάθε συνάθροιση των μαθητών του Ιησού (β). Από την άλλη οι απόστολοι φοβισμένοι εξ’ αιτίας των συμβάντων των τελευταίων ημερών φοβόντουσαν, μήπως αναζητηθούν και διωχθούν ως μαθητές του Ιησού (F). Μολονότι φοβόντουσαν, ήταν μαζεμένοι. Οι μαθητές του Χριστού και σε δύσκολους καιρούς δεν πρέπει να «εγκαταλείπουν τη σύναξή τους» (Εβρ. ι 25). Τα πρόβατα της ποίμνης του Χριστού διασκορπίστηκαν, όταν χτυπήθηκε ο ποιμένας. Συγκεντρώνονται όμως πάλι στο ίδιο μέρος για να ενισχυθούν μεταξύ τους.
(7) «Μπήκε μέσα ανεμπόδιστα, παρόλο που οι πόρτες ήταν κλεισμένες» (Κ).
Ως προς την εξήγηση αυτής της εισόδου· ή, λιγότερο πιθανώς «στάθηκε στο μέσο ο Χριστός απροσδόκητα, ενώ ήταν κλειστές οι πόρτες, χάρις σε κάποια ανείπωτη και θεϊκή δύναμη… Διότι έπρεπε, έπρεπε αφού ήταν Θεός από τη φύση του και αληθινός να μην είναι υποταγμένος στις φυσικές συνέπειες των πραγμάτων» (Κ).
«Αλλά το κλείσιμο των πορτών κανένα εμπόδιο δεν προξένησε στην ύλη του σώματός Του, στο οποίο κατοικούσε η θεότητα. Μπορούσε πράγματι να μπει χωρίς να ανοίξουν οι πόρτες, όπως και από τη γέννησή του παρέμεινε απαραβίαστη η παρθενία της μητέρας του» (Αυ).
Ή, πιο σωστά, η αιφνίδια εμφάνιση του Ιησού ανάμεσα στους μαθητές δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από το γεγονός, ότι το σώμα του Ιησού υποτασσόταν ήδη στη δύναμη του πνεύματος. Αληθινά το σώμα αυτό ήταν ακόμη εκείνο, το οποίο είχε χρησιμεύσει σε αυτόν ως όργανο κατά τη ζωή του. Αλλά εφόσον ήδη πριν το θάνατό του το σώμα αυτό υποτασσόταν στη δύναμη της θέλησης (Ιω. στ 16-21), τώρα με τη μεταμόρφωση της ανάστασης είχε προσεγγίσει ακόμη περισσότερο προς την κατάσταση του δοξασμένου και πνευματικού σώματος, δες Α΄ Κορ. ιε 44 (g), του αναστημένου σώματος, του λεπτού και ανάλαφρου και αμόλυντου, όπως ο Ζ ονομάζει αυτό, του όχι πλέον σαρκικού, αλλά πνευματικού και μέσω του σαρκικού και αυτού που κατά την ημέρα της ανάληψης έγινε ορατό (δ).
(8) «Για να είναι ορατός σε όλους» (Ζ). Ο Ιουστίνος (Διάλογος προς Τρύφωνα 106) βρίσκει στη στάση αυτή του Ιησού ανάμεσα στους αδελφούς του εκπλήρωση του Ψαλμού κα 23 (β).
(9) Ο ίδιος χαιρετισμός και στο Λουκά κδ 36. «ήταν πολλή η έκπληξη. Διότι ούτε την πόρτα χτύπησε, αλλά στάθηκε στο μέσο τελείως αθόρυβα… Συγχρόνως όμως και με τη φωνή του καθησύχασε την ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: Ειρήνη σε σας, δηλαδή μη θορυβείστε. Και τους υπενθύμισε τον λόγο εκείνο που τους είπε πριν το σταυρό, «σας αφήνω τη δική μου ειρήνη»» (Χ).
«Στις μεν μαθήτριες έδωσε τη χαρά πριν από κάθε λόγο. Διότι το γένος εκείνο είχε καταδικαστεί στη λύπη» (Ζ).
«Διότι καταράστηκαν να γεννούν με λύπες. Στους άνδρες όμως έδωσε το να ειρηνεύουν λόγω των πολέμων που θα είχαν εξ’ αιτίας του κηρύγματος. Ταυτόχρονα όμως φανερώνει και τα κατορθώματα του σταυρού· και αυτά ήταν η ειρήνη» (Θφ).
Το Ειρήνη σε σας είναι συνηθισμένος ανατολικός χαιρετισμός κατά την είσοδο στο σπίτι και ως τέτοιος χρησιμοποιείται εδώ. Αλλά στο στίχο 21 επαναλαμβάνεται επίσημα πριν ακόμη οι απόστολοι λάβουν την εντολή τους, και μπορεί να αποτελεί υπαινιγμό στην αποχαιρετιστήρια δωρεά της ειρήνης στο Ιω. ιδ 27 (β).
Ο χαιρετισμός, μολονότι συνηθισμένος, κρύβει πάντως εδώ και ιδιαίτερη έννοια. Προσφέρονται με αυτόν οι ευλογημένοι καρποί και τα σωτήρια αποτελέσματα του θανάτου και της ανάστασής του. Ειρήνη σε σας. Ειρήνη με το Θεό, ειρήνη στις δικές σας συνειδήσεις, ειρήνη μεταξύ σας. Όλη η ειρήνη αυτή ας είναι μαζί σας. Όχι ειρήνη με τον κόσμο, αλλά ειρήνη εν Χριστώ. Η αιφνίδια εμφάνισή του ανάμεσά τους, όταν αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάστασή του, αλλά και ήταν φοβισμένοι για τους εαυτούς τους, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει κάποιο θόρυβο και ταραχή σε αυτούς. Και κατασιγάζει αυτόν με τις λέξεις Ειρήνη σε σας. Σε οποιοδήποτε σπίτι μπαίνει ο Κύριος, οι πρώτοι λόγοι, τους οποίους απευθύνει σε αυτούς που είναι σε αυτό είναι Ειρήνη σε σας. Σε οποιαδήποτε καρδιά εμφανίζει τον εαυτό του, με αυτόν τον σωτήριο χαιρετισμό ζητά να κερδίσει αυτήν, για να μένει μέσα σε αυτήν σκορπίζοντας στα βάθη της την ανάπαυση και τη χαρά. Ο Κύριος έρχεται τώρα ανάμεσα στο λαό του, για να ευλογήσει αυτούς και για να τους μεταδώσει ειρήνη. Δεν έρχεται για να ελέγξει τα σφάλματά τους και για να καλέσει αυτούς σε κρίση. Έρχεται να τους χαροποιήσει. Ειρήνη σε σας, είπε στους μαθητές, χωρίς ούτε καν να υπενθυμίσει σε αυτούς τον διασκορπισμό τους στο πάθος του, τον φόβο, τον οποίο τώρα δοκίμαζαν για την ολιγοπιστία τους, ούτε ακόμη στον Πέτρο την τριπλή άρνησή του.


Ιω. 20,20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(1). ἐχάρησαν(2) οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον(3).
20Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο.
(1) Το γεγονός ότι δεν έδειξε σε αυτούς και τα πόδια του δεν μπορεί να αποδείξει κάτι υπέρ της υπόθεσης, ότι πάνω στο σταυρό τα πόδια δεν είχαν καρφωθεί. Τα χέρια και η πλευρά αρκούσαν, για να αποδείξουν την ταυτότητά του. Άλλωστε στο Λουκά κδ 40 αναφέρονται και τα πόδια (g).
«Με το να γυμνώσει τελείως και την ίδια την πλευρά του σώματος και με το να δείξει τα σημάδια από τα καρφιά, τους πληροφόρησε ολοφάνερα, ότι ανέστησε το ναό (σώμα του) που πάνω στο σταυρό κρεμάστηκε και αυτό ακριβώς το σώμα που φόρεσε, αυτό πάλι ανέστησε… Τώρα όμως σε τέτοιο βαθμό γίνεται ορατό… ώστε, αν και ο καιρός τον καλεί τώρα να μεταμορφώνει το σώμα του σε κάποια δόξα ανείπωτη και υπερφυσική, επέτρεψε από συγκατάβαση να φαίνεται πάλι όπως ακριβώς ήταν (πριν την ανάσταση), για να μην νομίζεται ότι έχει άλλο σώμα από εκείνο με το οποίο και έπαθε το σταυρικό θάνατο. Διότι το ότι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεχτή στα δικά μας μάτια η δόξα του αγίου σώματος, εάν βεβαίως ήθελε ο Χριστός να την αφήσει να απλωθεί και πριν ανέβει προς τον Πατέρα, θα το καταλάβεις εύκολα, αν θυμηθείς τον μετασχηματισμό του σώματος που δείχτηκε κάποτε στους αγίους μαθητές στο όρος της Μεταμόρφωσης… Με πολλή συγκατάβαση λοιπόν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, χωρίς να μεταμορφώσει ακόμη τον ναό του στη δόξα που χρωστούνταν σε αυτόν και του έπρεπε, φαινόταν με τα πρώτα ακόμη χαρακτηριστικά» (Κ).
«Διότι για να βεβαιωθούν δείχνονται αυτά, και όχι από ανάγκη και νόμο του σώματος» και «αυτά που φαγώθηκαν» μετά την ανάσταση από τον Κύριο «επειδή τα πήρε μόνο για βεβαίωση της ανάστασης, καταναλώνονταν με κάποια θεία και αόρατη δύναμη» (Θφ).
(2) «Βλέπεις που τα λόγια γίνονται έργα; Διότι αυτό που έλεγε πριν το Σταυρό, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανείς δεν θα την πάρει από εσάς (Ιω. ιστ 22)», αυτό τώρα το πραγματοποίησε» (Χ).
(3) Είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Ιωάννης στην άμεση εξιστόρηση χρησιμοποιεί την ονομασία ο Κύριος, αντί για τη συνηθισμένη ο Ιησούς. Ο ευαγγελιστής σκέφτεται ήδη για το Διδάσκαλό του όχι όπως κινούνταν κατά τη διάρκεια της επίγειας δημόσιας δράσης του, αλλά σαν για κάποιον που αναστήθηκε και θα αναληφθεί μετά από λίγο στη δόξα του (β).

Ιω. 20,21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν(1). καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(2).
21Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς».
(1) «Και χαιρετά πάλι λέγοντας εκείνο το συνηθισμένο, δηλαδή Ειρήνη σε σας, θεσπίζοντας και με αυτό κάποιο νόμο κατά κάποιο τρόπο στα παιδιά της εκκλησίας… Διότι το να ειρηνεύουμε και μεταξύ μας και με το Θεό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι πηγή κατά κάποιο τρόπο και αρχή κάθε καλού» (Κ).
Παρόλ’ αυτά τη φορά αυτή το Ειρήνη σε σας, χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς ήθελε να εμπιστευτεί στους αποστόλους του (F). Θέλει να δώσει σε αυτούς την ειρήνη του όχι πλέον σαν σε πιστούς απλώς, αλλά εν όψει της μελλοντικής κλήσης τους. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο του αποστολικού έργου. Το μήνυμα αυτό της συμφιλίωσης, το οποίο ο Ιησούς φέρνει σε αυτούς, θα έχουν ως έργο να κηρύττουν αυτό στον κόσμο. Δες Β΄ Κορ. ε 20 (g).
Ο πρώτος χαιρετισμός της ειρήνης απέβλεπε στο να κατασιγάσει την ταραχή τους, ώστε ήρεμοι να προσέξουν στις αποδείξεις της ανάστασης. Ο δεύτερος χαιρετισμός απέβλεπε στο να ενθαρρύνει αυτούς να αναλάβουν την ανατιθέμενη αποστολή, της οποίας τα βάρη και οι ευθύνες και οι άλλες δυσκολίες της διεξαγωγής επόμενο ήταν ξανά να θορυβήσουν αυτούς. Ο Γεδεών έλαβε την εντολή της αποστολής με το Ειρήνη… (Κριτών στ 22,23). Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Και αν ο Χριστός είναι μαζί μας, είναι η ειρήνη μαζί μας. Ο Χριστός τώρα στέλνει τους αποστόλους να μεταφέρουν την ειρήνη στον κόσμο (Ησαΐου νβ 7). Και ο Χριστός τώρα παρέχει σε αυτούς την ειρήνη, όχι μόνο για δική τους ικανοποίηση, αλλά και για να μπορούν να μεταδίδουν αυτήν σε όλους «τους υιούς της ειρήνης» (Λουκά ι 5,6).
(2) «Ο Χριστός είναι ο απόστολος του Πατέρα (Εβρ. γ 1), ο Πέτρος και οι άλλοι είναι οι απόστολοι του Χριστού (b). Είχε σταλεί και ο ίδιος, για να δοξάσει το Θεό και να σώσει τους ανθρώπους. Για τον ίδιο σκοπό στέλνει τώρα και τους αποστόλους του στον κόσμο (F).
«Εξύψωσε λοιπόν τις ψυχές τους αναθέτοντας σε αυτούς το δικό του έργο και κάνοντάς τους διαδόχους του» (Ζ).
«Τους οποίους λοιπόν λέει, ότι θα τους στείλει, όπως ακριβώς έστειλε αυτόν ο Πατέρας, δείχνοντας ταυτόχρονα μεν το αξίωμα της αποστολής και την ασύγκριτη δόξα της εξουσίας που τους δόθηκε· την ίδια ώρα όμως, όπως είναι λογικό, υποδηλώνει και τον δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούσαν το έργο τους οι απόστολοι. Διότι εάν θεωρούσε αυτός ότι έτσι έπρεπε να στέλνει τους μαθητές του, όπως ακριβώς τον έστειλε ο Πατέρας, πώς δεν θα ήταν αναγκαίο να δουν αυτοί, οι οποίοι βεβαίως επρόκειτο να γίνουν μιμητές των ίσων, τι λοιπόν έστειλε ο Πατέρας τον Υιό να πράξει;» (Κ).
«Διότι, λέει, το δικό μου έργο αναλαμβάνετε» (Θφ).
Ο Ιησούς μιλώντας για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το πιο εμφαντικό ρήμα «ἀπέσταλκεν» = είναι πρέσβυς· ενώ για τους μαθητές χρησιμοποιεί το απλό «πέμπω» = είναι απεσταλμένοι (g).
«Και δες την αυθεντία· δεν είπε θα Παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα σας στείλει, αλλά Εγώ στέλνω εσάς» (Θφ).
Ως προς την αποστολή αυτή κανείς δεν μπορεί να εξισωθεί με το Χριστό. Διότι η αποστολή του Χριστού είναι από τον Πατέρα άμεσα χωρίς άλλον ενδιάμεσο· η αποστολή των αποστόλων και των υπόλοιπων λειτουργών της εκκλησίας είναι από τον Πατέρα, διαμέσου του Χριστού όμως (τ). Με την εξουσία με την οποία ο Πατέρας με έστειλε, σας στέλνω και εγώ. Και την ίδια εξουσία δίνω και εγώ σε εσάς. Αυτό αποδεικνύει τη θεότητα του Χριστού. Τα δικαιώματα, τα οποία δίνει στους μαθητές του είναι της ίδιας εξουσίας με εκείνα, τα οποία ο Πατέρας έδωσε σε αυτόν και αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό και εξυπηρετούν το ίδιο έργο. Με τη δύναμη της εξουσίας που του δόθηκε ως Μεσίτη και Λυτρωτή, έδωσε εξουσία σε αυτούς ως λειτουργούς του να ενεργούν για αυτόν και εξ’ ονόματός του, έτσι ώστε αυτοί που δέχονται ή δεν δέχονται αυτούς, δέχονται ή διώχνουν αυτόν τον ίδιο και εκείνον, ο οποίος τον έστειλε (Ιω. ιγ 20).
Κατά δεύτερο λόγο τα λόγια αυτά απευθύνθηκαν και σε όλους του πιστούς, οι οποίοι αισθάνονται χαρά για την σε αυτούς πνευματική παρουσία και εμφάνιση του Κυρίου. Όλοι οι πιστοί αυτοί στέλνονται να εργαστούν το έργο του στη γη. Όπως αυτός ήλθε να εργαστεί το έργο του Πατέρα του έτσι και όλοι, οι οποίοι έγιναν μέτοχοι της σωτηρίας του και της κατά χάριν υιοθεσίας, στέλνονται από αυτόν να εργαστούν το ίδιο έργο, ο καθένας αναλόγως της κλήσης του, του επαγγέλματός του, της θέσης του και των χαρισμάτων τα οποία έχει λάβει. Σε όλους αυτούς ο Χριστός δίνει την ίδια παραγγελία και εντολή. Στέλνει αυτούς να εργαστούν το έργο του Θεού, ως τέκνα του Θεού, με το ειρηνικό συναίσθημα ότι έχουν ήδη συμφιλιωθεί με το Θεό και έχουν συμπεριληφθεί στην οικογένειά του. Στέλνει αυτούς να δρέψουν την μεγάλη και υπέροχη ευχαρίστηση, την οποία παρέχει η εργασία σε αυτό το έργο, στην οποία κανείς άλλος καταναγκασμός δεν παρακινεί αυτούς εκτός από τον καταναγκασμό της αγάπης.

Ιω. 20,22 καὶ τοῦτο εἰπὼν(1) ἐνεφύσησε(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε(3) Πνεῦμα Ἅγιον(4)·
22Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο.
(1) Οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για να συνδέσουν αμέσως την ακόλουθη πράξη της εμφυσήσεως με τα προηγούμενα λόγια για την αποστολή (g).
«Αφού τους κατέστησε λαμπρούς με το μεγάλο αξίωμα της αποστολής… και αφού τους ανέδειξε οικονόμους και ιερουργούς, τούς αγιάζει αμέσως δίνοντας σε αυτούς με φανερό εμφύσημα το δικό του Πνεύμα… Έδειξε λοιπόν ότι σε αυτούς που αυτός εκλέγει για θεια αποστολή, αναγκαστικά ακολουθεί το δόσιμο του Πνεύματος» (Κ).
Εκείνους, τους οποίους ο Χριστός στέλνει, τους ντύνει με το Πνεύμα του και χορηγεί σε αυτούς όλες τις αναγκαίες δυνάμεις.
(2) Χύνοντας μέσα σε αυτούς νέα δύναμη ζωής (b).
«Ανακαινίζοντας τον άνθρωπο ο Κύριος και την χάρη που έχασε από το φύσημα του Θεού (κατά τη δημιουργία του Αδάμ), αυτήν πάλι την δίνει πίσω, φυσώντας στο πρόσωπο των μαθητών» (Β).
Το εμφυσώ λέγεται μία φορά· αλλά είναι το ρήμα που χρησιμοποιείται στο Γένεση β 7 (δες Σοφία Σολομ. ιε 11) για το Θεό που φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής (β).
«Φύσηξε μεν λοιπόν επειδή αυτός είναι η πηγή των χαρισμάτων, και για να μάθουμε και από εδώ, ότι αυτός είναι ο οποίος φύσηξε και το πρώτο και ζωτικό φύσημα στον Αδάμ» (Ζ)·
«ώστε και εμείς όπως αρμόζει να πιστεύουμε, ότι το Αγιο Πνεύμα δεν είναι ξένο με τον Υιό, αλλά είναι ομοούσιο με αυτόν και μέσω αυτού (δι’ αὐτοῦ) του Υιού έρχεται προς τον κόσμο αυτό που προέρχεται (ἐκ) από τον Πατέρα» (Κ)·
«για να μάθεις ότι του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία η δωρεά και η εξουσία· διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατέρα, αυτά φαίνονται ότι είναι και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Χ).
Ο Θεός φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ «πνοή ζωής» και μετέδωσε σε αυτόν όχι μόνο την κοινή με τα άλλα ζώα ζωή, αλλά και τα θεία χαρίσματα, με τα οποία ο άνθρωπος διακρίνεται από τα κτήνη. Έτσι και ο Χριστός τώρα μεταδίδει ως δημιουργός της καινούργιας κτίσης το δικό του θείο ζωοποιό πνεύμα (μ).
(3) Η δωρεά προσφέρεται πλουσιοπάροχα, αλλά πρέπει να ληφθεί και αυτό απαιτεί να ανταποκριθεί με προσπάθεια αυτός στον οποίο αυτή προσφέρεται (β). Και λέει· όπως παίρνετε το φύσημα από το στόμα μου, έτσι πάρτε και το Αγιο Πνεύμα από το πλήρωμά μου (b). Το πάρτε υπονοεί, ότι αυτοί που παίρνουν δεν είναι απλά παθητικά όργανα, αλλά πρέπει να γίνουν μέτοχοι της νέας ζωής και με προσωπική τους ενέργεια πίστης (μ).
(4) Η απουσία του άρθρου δείχνει ότι δεν πρόκειται ακόμη για την αποστολή του Παρακλήτου, την οποία υποσχέθηκε στα κεφ. ιδ-ιστ (g). Αυτό υπήρξε αρραβώνας της Πεντηκοστής (b). Υπήρξε πρόδρομος και εγγύηση εκείνου, το οποίο γρήγορα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με όλη την άφθονη πληρότητα και τον πλούτο του (ο).
«Σαν ακριβώς κάποιους αρραβώνες του γενικού πράγματος που προσδοκιόταν να γίνει σε όλους, έπραττε τα μερικά και πριν τον καιρό που έπρεπε, ώστε να πιστεύεται χωρίς ενδοιασμούς… Επομένως, δέχονται μεν την μέθεξη (=μετέχουν, κοινωνούν) του Αγίου Πνεύματος όταν φύσηξε σε αυτούς λέγοντας: Πάρτε Πνεύμα Άγιο· διότι ούτε ήταν δυνατόν να διαψευστεί ο Χριστός σε ό,τι έλεγε, ούτε θα έλεγε Πάρτε, χωρίς να δώσει· στις μέρες όμως της αγίας Πεντηκοστής, όταν έκανε ο Θεός εμφανέστερη την ανακήρυξη της χάρης και την φανέρωση του αγίου Πνεύματος που κατοίκησε μέσα τους, φάνηκαν οι γλώσσες με φωτιά, χωρίς να φανερώνουν ότι τότε άρχισε η δωρεά σε αυτούς» (Κ). «Είναι λοιπόν αυτή όχι αρραβώνας μόνο ούτε κάποια ενδιάμεση δωρεά Αγίου Πνεύματος μεταξύ της πλήρης χάρης της Πεντηκοστής και της προηγούμενης απλής υπόσχεσης… αλλά χάρη και δύναμη για εκπλήρωση των τακτικών ποιμαντικών έργων της αποστολικής διακονίας και μάλιστα της εξουσίας του να δένουν και να λύνουν, η οποία είναι ο πυρήνας και το κέντρο της ποιμαντικής εξουσίας (δ).
Ή, λιγότερο πιθανώς «κάποιοι όμως λένε, ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά με το φύσημα τους έκανε κατάλληλους στο να το υποδεχτούν» (Χ).
«Λέει λοιπον Πάρτε Πνεύμα Άγιο όχι τότε, αλλά όταν θα κατέβει» (Ζ).
«Δεν θα έσφαλλε κάποιος αν έλεγε ότι και τότε πήραν αυτοί κάποια εξουσία και χάρη πνευματική… ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Διότι είναι διάφορα τα χαρίσματα του Πνεύματος» (Χ).
Ως προς το ζήτημα: «θα βρούμε λοιπόν στα επόμενα να γράφεται ότι ο Θωμάς… δεν ήταν με τους μαθητές όταν ήλθε ο Ιησούς. Πώς λοιπόν… αναδείχτηκε αληθινά μέτοχος του Αγίου Πνεύματος…; Λέμε λοιπόν ότι η δύναμη του Πνεύματος ερχόταν στον καθένα που πήρε τη χάρη και εκπλήρωνε το σκοπό αυτού που έδινε. Και έδωσε ο Χριστός όχι σε κάποιους σε κάποιο μέρος, αλλά σε όλους τους μαθητές… Επομένως, αν και απουσίασε ο Θωμάς δεν εξέπεσε από το να λάβει, αφού το Πνεύμα έτρεχε στον καθένα που όφειλε να το λάβει και ήταν ενταγμένος στον αριθμό των τιμημένων μαθητών» (Κ).
Δες και το Αρ. ια 17,26 προηγούμενο, όπου ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, αν και όχι παρόντες, έλαβαν το ίδιο χάρισμα. «Κάποιοι πάλι λένε, ότι ύστερα αφού είδε τα χέρια και την πλευρά του Σωτήρα και πίστεψε για την ανάσταση, πήρε και αυτός αυτήν τη χάρη» (Ζ).

Ιω. 20,23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας(1), ἀφίενται(2) αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(2).
23Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι».
(1) «Τα πρόσθεσε αυτά δείχνοντας ποιό είδος ενέργειας δίνει» (Χ).
«Αυτοί που έχουν το Πνεύμα συγχωρούν ή κρατούν αμαρτίες με δύο τρόπους, κατά τη δική μου τουλάχιστον σκέψη. Ή δηλαδή καλούν στο βάπτισμα αυτούς που τυχόν ήδη τους οφείλεται να τύχουν αυτού λόγω της σεμνότητας της ζωής τους και το δοκιμασμένο της πίστης τους, ή εμποδίζουν κάποιους και τους αποκλείουν από τη θεία χάρη, επειδή δεν έγιναν ακόμη άξιοι. Ή, και με άλλο τρόπο συγχωρούν και κρατούν αμαρτίες, όταν επιτιμούν μεν όταν αμαρτάνουν τα τέκνα της εκκλησίας, και όταν συγχωρούν από την άλλη όταν μετανοούν, όπως έκανε όντως και ο Παύλος με αυτόν που πόρνευσε στην Κόρινθο» (Κ).
Η εξουσία αυτή, την οποία άσκησε πρωτίστως ο Υιός του ανθρώπου συγχωρώντας τις αμαρτίες (Ματθ. θ 6) ή κρατώντας αυτές (Ιω. θ 41, ιε 22,24), από δω και στο εξής, χάρις στο Πνεύμα που τους συνοδεύει, μεταβιβάζεται στους μαθητές. Οι εκφράσεις τις οποίες μεταχειρίζεται ο Ιησούς, δείχνουν κάτι περισσότερο από την απλή προσφορά συγγνώμης ή την απειλή καταδίκης· ακόμη και κάτι περισσότερο από την διακήρυξη της σωτηρίας ή της απώλειας δια μέσου του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Ιησούς μιλά για λόγο που συνοδεύεται από αποτελεσματικότητα είτε για άρση της ενοχής από τον ένοχο είτε για δέσμευση αυτής αιώνια. Εκείνος, ο οποίος είναι αληθινά το όργανο του Πνεύματος δεν λέει μόνο Σώθηκες, αλλά σώζει με το λόγο του· ούτε λέει απλώς χάθηκες, αλλά καταδικάζει πράγματι. Και αυτό διότι, τη στιγμή που απαγγέλει τον λόγο αυτόν μέσω του Πνεύματος, ο Θεός επικυρώνει αυτόν (g).
Σύμφωνα με αυτά η εξουσία αυτή του να δένουν και να λύνουν δεν αναφέρεται ειδικώς και μόνο στη συγχώρηση ή μη των αμαρτιών στο μυστήριο της εξομολόγησης, την οποία μπορεί να εξαγγείλει ο ιερέας που εξομολογεί, χωρίς να επικυρωθεί από το Θεό, εφ’ όσον ο ένοχος δεν μετάνιωσε ειλικρινά. Αυτοί που θεώρησαν το χωρίο ότι αναφέρεται αποκλειστικά στην άφεση ή μη άφεση που παρέχεται στο μυστήριο της εξομολόγησης, αναγκάστηκαν να αναφερθούν στο ότι «μεταξύ των χαρισμάτων του Πνεύματος υπήρξε και το χάρισμα της διάκρισης πνευμάτων (Α΄ Κορ. ιβ 10 και Ιω. ιστ 8)» (β) «και στην ιδιότητα αυτή του να διακρίνουν τις καρδιές των ανθρώπων, την οποία κατέχουν όλοι οι ευλαβείς λειτουργοί της εκκλησίας… κατά το μέτρο, με το οποίο θα είναι ο καθένας γεμάτος από το Πνεύμα της σοφίας αναφέρονται τα λόγια αυτά» (Alford).
«Επομένως και οι απόστολοι και αυτοί που είναι όμοιοι στους αποστόλους, επειδή είναι ιερείς σύμφωνα με τον μέγα αρχιερέα, επειδή πήραν την επιστήμη της θεραπείας του Θεού, γνωρίζουν διδασκόμενοι από το πνεύμα, για ποιους πρέπει να προσφέρουν θυσίες αμαρτημάτων, και πότε και με ποιο τρόπο και ξέρουν για ποιους πρέπει να κάνουν αυτό» (Ω).
Ως προς το ζήτημα, εάν οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε ειδική εξουσία, που χορηγήθηκε σε μόνους τους αποστόλους προσωποπαγώς και όχι στην όλη εκκλησία, πρέπει να έχουμε υπ όψη, ότι όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 19,20 η εντολή που δίνεται ήδη από τον Ιησού θα ίσχυε «μέχρι τη συντέλεια του αιώνος». Σύμφωνα με τον Κλήμεντα Ρώμης οι απόστολοι «όταν κήρυτταν κατά πόλεις και χώρες εγκαθιστούσαν τις απαρχές τους… σε επισκόπους και διακόνους αυτών που επρόκειτο να πιστεύουν» (κεφ. 42). Ήδη μάλιστα και επί των ημερών του Ωριγένη, (Υπόμνημα στο Ματθ. ΧΙΙ 14) οι επίσκοποι θεωρούνταν ότι διαδέχτηκαν τους αποστόλους στην εξουσία του να δένουν και να λύνουν (β).
Τίποτα άλλωστε δεν παρέχει εδώ το δικαίωμα, να νομιστεί, ότι πρόκειται για ειδική εξουσία που δόθηκε σε μόνους τους αποστόλους, ως τέτοιους. Δεν πρόκειται για δικαίωμα, αλλά για δύναμη, της οποίας η αρχή είναι το Πνεύμα. Οι μαθητές των στίχων 18 και 19 είναι βεβαίως όλοι οι μαζεμένοι πιστοί. Οι δύο μαθητές των Εμμαούς ήταν παρόντες και πολλοί άλλοι εκτός των αποστόλων σύμφωνα με το Λουκά κδ 33. Βεβαίως οι απόστολοι είχαν και ειδική εξουσία. Αλλά οι δυνάμεις του Πνεύματος δόθηκαν σε όλους τους τότε παρόντες (g), σε όλη την εκκλησία. Τη στιγμή άλλωστε που ο Κύριος παρείχε την εξουσία αυτή η χριστιανική κοινότητα ήταν κοινότητα αποστόλων (χ).
Η όλη εκκλησία ως κοινωνία οργανωμένη για διδασκαλία, αδελφική επικοινωνία και διοίκηση, έλαβε εξουσία, που ξεπήγασε άμεσα από τον Ιδρυτή της, να εξαγγείλει την υπόσχεση και τους όρους της συγχώρεσης (μ), και ως ταμιούχος της χάρης να παρέχει ή να παίρνει αυτήν.
(2) Το πρώτο είναι ενεστώτας, το δεύτερο παρακείμενος. Ο κόσμος είναι στην αμαρτία (b). Η μετάβαση από την αμαρτία στην κατάσταση της χάρης γίνεται σε μία στιγμή και είναι γεγονός παρόν. Για αυτό ο ενεστώτας. Ενώ το κεκράτηνται αναφέρεται σε κατάσταση, η οποία μένει πάγια για πάντα (g). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν αφέωνται. Ο σιναϊτικός γράφει αφεθήσεται.

Ιω. 20,24 Θωμᾶς δὲ(1) εἷς ἐκ τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος Δίδυμος(3), οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν(4) ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
24Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος αλλά και με κάποια αντιθετική έννοια, όπου η αντίθεση είναι ανάμεσα στην απαλλαγμένη από κάθε αμφιβολία πεποίθηση των συμμαθητών και στην από το Θωμά εκδηλούμενη απιστία (ο).
(2) Ο αποστολικός κύκλος σημαίνεται με το «οι δώδεκα», παρόλο που ο Ιούδας ήδη εξέπεσε και χωρίστηκε από αυτούς. Οι δώδεκα παρέμεινε πρόσφορος τίτλος για να δηλώσει το στενότερο κύκλο των μαθητών. Δες Α΄ Κορ. ιε 5 (β).
(3) Δες για αυτό ια 16. Μεταξύ των Ελλήνων ο Θωμάς ήταν γνωστότερος με το Ελληνικό του όνομα Δίδυμος (b).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς, διότι ίσως η κατοικία του βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση και άκουσε αργά το μήνυμα της ανάστασης (b).
Ή, πιο πιθανό, «είναι εύλογο ότι αυτός, αφού διασκορπίστηκαν οι μαθητές και άφησαν τον διδάσκαλο και έφυγαν, δεν ήλθε πλέον μαζί τους» (Ζ). Για το χαρακτήρα του Θωμά πληροφορηθήκαμε ήδη από τα Ιω. ια 16 και ιδ 5. Η εντύπωση που παράχθηκε σε αυτόν από το θάνατο του διδασκάλου του πρέπει να ήταν αυτή της βαθύτατης αποθάρρυνσης: «Του το είχα πει», θα επαναλάμβανε αναμφίβολα μέσα του. Η απουσία του κατά την πρώτη αυτή ημέρα μπορούσε να μην είναι άσχετη με το πικρό αυτό συναίσθημα (g).

Ιω. 20,25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ(2) ἴδω(3) ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων(4), καὶ βάλω(3) τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(5), οὐ μὴ πιστεύσω.
25Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω».
(1) Αναμφίβολα μίλησαν σε αυτόν και για τα σημάδια στα χέρια και την πλευρά του Κυρίου (b). Δες εδώ, ότι οι μαθητές του Χριστού προνοούσαν να οικοδομούν ο ένας τον άλλον στην πίστη, τόσο επαναλαμβάνοντας στον απόντα συμμαθητή όσα είχαν ακούσει, όσο και καθιστώντας αυτόν κοινωνό της πείρας τους. Όλοι όσοι έχουν δει τον Κύριο μέσω της πίστης και γεύτηκαν, ότι «είναι αγαθός ο Κύριος» οφείλουν να αφηγούνται και στους άλλους ό,τι ο Θεός έκανε για αυτούς. Μόνο κάθε καύχηση αλαζονική πρέπει να αποφεύγεται.
(2) Κηρυγμένη και ομολογημένη απιστία (b). Κρύβεται ισχυρογνωμοσύνη και σε αυτή τη μορφή των λόγων του και προπαντός στην επανάληψη των ίδιων λέξεων (g).
«Για αυτό ο Θωμάς κατηγορείται. Διότι στους συμμαθητές που είναι αξιόπιστοι και δίνουν διαβεβαιώσεις, δεν πίστεψε» (Ζ). Είχαν και οι υπόλοιποι απόστολοι απιστήσει στις μυροφόρες, αλλά η απιστία του Θωμά ήταν λιγότερο δικαιολογημένη, εφόσον είχε και την πρόσθετη μαρτυρία των δέκα αποστόλων (ο).
«Νομίζω όμως… ότι η ολιγοπιστία για λίγο καιρό του μαθητή έγινε πάρα πολύ κατάλληλα κατά το θείο σχέδιο, έτσι ώστε μέσω της δικής του πληροφορίας και εμείς οι μετά από αυτόν, να πιστεύουμε χωρίς ενδοιασμούς, ότι την σάρκα που κρεμάστηκε στο ξύλο και έπαθε τον θάνατο, την ζωοποίησε ο Πατέρας μέσω του Υιού» (Κ).
«Και πρόσεξε, σε παρακαλώ, την φιλαλήθεια των αποστόλων, πώς δεν κρύβουν τα ελαττώματα, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα γράφουν με πολλή την αλήθεια» (Χ).
(3) «Ζητά ο ίδιος να τον δει· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το σημάδι των καρφιών· και δεν σταματά την περιέργεια μέχρι αυτά, αλλά και να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι των καρφιών και το χέρι στην πλευρά του» (Ζ).
«Ζητούσε να πιστέψει με την πιο χονδροειδή αίσθηση, και ούτε με τα μάτια δεν πίστευε. Διότι δεν είπε Αν δεν δω, αλλά εάν δεν ψηλαφήσω… μήπως ήταν φαντασία αυτό που έβλεπε» (Χ).
Ο Θωμάς ζητά να πληροφορηθεί με τις δικές του αισθήσεις. Δεν θυμάται τις προφητείες του Χριστού, που αναφέρονταν στο πάθος του, αλλά και στην ανάστασή του. Ούτε προσέχει στις βεβαιώσεις των συμμαθητών του. Λησμονεί ακόμη ο Θωμάς, ότι ο Κύριος είχε αναστήσει μπροστά του τον μονογενή γιο της χήρας στη Ναΐν και τον τετραήμερο Λάζαρο. Όταν λοιπόν οι συμμαθητές του μαρτυρούσαν, ότι είδαν αναστημένο τον Κύριο, έπρεπε με βάση και τα προηγούμενα αυτά να πειστεί. Αλλά αυτός ζητά να δει με τα ίδια του τα μάτια και με το χέρι να ψηλαφήσει τις ουλές των πληγών του πανάχραντου σώματος.
Αυτού του είδους όμως η αξίωσή του, δεν το καταλαβαίνει ο Θωμάς, υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Εάν ο καθένας είχε την αξίωση με τις δικές του αισθήσεις πρώτα να πληροφορηθεί και έπειτα να πιστέψει, τότε η από τα θαύματα απόδειξη έπρεπε συνεχώς δια μέσου των αιτίων, αλλά και ατομικά μπροστά στα μάτια του καθενός να επαναλαμβάνεται. Αλλά το θαύμα τότε θα έχανε την αξία και την ισχύ του, διότι θα καταντούσε συνηθισμένο και κοινό γεγονός, εντασσόμενο στην τάξη αυτών των φυσικών φαινομένων. Αλλά και η πίστη θα έπαυε πλέον να είναι αξιόμισθη. Εάν ήταν δυνατόν με τα μάτια μου να δω και με τα χέρια μου να ψηλαφήσω, ότι ο Υιός του Θεού πέθανε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς ως αιώνιος αρχιερέας, και δεν απέμενε τίποτα ώστε να δείξω την ταπεινή υποταγή του λογικού μου στην μέσω τω Γραφών μαρτυρία του Θεού, πού θα συνίστατο πλέον η ηθική αξία της πίστης και πώς μετά τη γνώση αυτή και πληροφορία των αισθήσεων η πίστη θα παρέμενε πίστη;
(4) «Δηλαδή τα τραύματα που έγιναν στη σάρκα» (Κ). «Έμαθε ο Θωμάς, όπως φαίνεται, από τους συμμαθητές, ότι έδειξε σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του» (Ζ).
(5) «Από πού όμως γνώριζε ότι και η πλευρά άνοιξε; Το άκουσε από τους μαθητές. Πώς λοιπόν το μεν το πίστεψε, ενώ το άλλο όχι; Επειδή ήταν πολύ παράδοξο και θαυμαστό» (Χ)

Ιω. 20,26 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ(1) πάλιν ἦσαν ἔσω(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς(3) τῶν θυρῶν κεκλεισμένων(4), καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν(5)· εἰρήνη ὑμῖν(6).
26Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς».
(1) Δεν έγινε λοιπόν άλλη εμφάνιση κατά τις ενδιάμεσες ημέρες (b).
«Εμφανίζεται… την όγδοη ημέρα… δηλαδή την Κυριακή… Διότι δεν τα είπε αυτά για να θεωρήσουμε ότι επειδή είπε μετά από οχτώ ημέρες ότι εννοούσε αυτός την ένατη, αλλά συμπεριέλαβε στον αριθμό και τη ίδια την όγδοη, κατά την οποία εμφανίστηκε» (Κ).
Ο Κύριός μας τίμησε και πάλι κατά την ίδια ημέρα της εβδομάδας με την προσωπική του παρουσία την συνάθροιση αυτή και έτσι έθεσε το θεμέλιο για την τιμή και τον αγιασμό της πρώτης ημέρας της εβδομάδας (ο).
«Και για ποιό λόγο δεν του εμφανίζεται αμέσως, αλλά μετά από οχτώ ημέρες; Για να κυριευτεί από μεγαλύτερο πόθο και να γίνει μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος από τους μαθητές στο μεταξύ και ακούγοντας τα ίδια λόγια από αυτούς» (Χ).
Αξιόλογη και η επόμενη: Ανέβαλε τη νέα εμφάνισή του για κάποιες ημέρες, για να δείξει στους μαθητές του, ότι δεν αναστήθηκε για να ζει τέτοια ζωή, όπως είχε ζήσει μέχρι τώρα, αλλά ανήκε ήδη σε άλλο κόσμο και επισκεπτόταν αυτούς, όπως οι άγγελοι όταν τύχει ευκαιρία επισκέπτονται τους ανθρώπους.
(2) «Μέσα στο σπίτι τους, όπου μαζεύονταν» (Ζ). Ο Ιησούς είχε παραγγείλει στους μαθητές, να πάνε στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7. Μάρκ. ιστ 7). Πώς παραμένουν στην Ιουδαία ακόμη και κατά την όγδοη από την ανάσταση ημέρα; Λιγότερο πιθανώς: Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους συγκράτησε ο φόβος μήπως αφήνοντας μόνο το Θωμά στην ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, τον χάσουν (g).
Ή, πιο σωστά, οι μαθητές φαίνεται να περίμεναν να περάσει ολόκληρο το οκταήμερο του Πάσχα είτε διότι έτσι είχαν αποφασίσει πριν την έναρξη της γιορτής είτε διότι είχαν κάποιο λόγο να πιστέψουν, ότι ο Ιησούς θα εμφανιζόταν και πάλι σε αυτούς (β). Αφού συμπληρώθηκε το οκταήμερο το Σάββατο απέφυγαν να ταξιδέψουν για την Γαλιλαία την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία ήταν το χριστιανικό Σάββατο.
(3) Το ασύνδετο σχήμα προσδίδει ζωηρότητα στην αφήγηση (ο).
«Εσύ όμως, όταν δεις τον μαθητή να απιστεί, κατάλαβε τη φιλανθρωπία του Δεσπότου, πώς και για μία ψυχή δείχνει τον εαυτό του να έχει τραύματα, και έρχεται για να διασώσει και τον ένα» (Χ). Ερχεται ο Ιησούς παρόντων ήδη όλων των μαθητών, ώστε όλοι οι μαθητές να είναι μάρτυρες των προς τον Θωμά επιτιμήσεων του Κυρίου και της στοργικής φροντίδας την οποία έλαβε για αυτόν.
(4) «Μπήκε μέσα από τις πόρτες και εμφανίζεται απροσδόκητα στη μέση του σπιτιού, δίνοντας, όπως φαίνεται, τον ίδιο τρόπο του θαύματος και στον μακάριο Θωμά. Διότι χρειαζόταν, χρειαζόταν φάρμακο για αυτόν που κατεξοχήν έπασχε και είχε πιο μικρή την πίστη» (Κ).
(5) «Όπως ακριβώς και πριν. Διότι κάνει όλα, όσα έκανε και όταν ήταν απών» (Ζ). Δες την συγκατάβαση του Κυρίου. Οι πύλες του ουρανού ήταν ανοιχτές σε αυτόν και μπορούσε να στέκεται ανάμεσα στους αγγέλους λατρευόμενος από το πλήθος αυτών. Για ευεργεσία όμως της εκκλησίας του χρονοτριβεί πάνω στη γη και αναβάλλει την ένδοξη ανάληψή του στους ουρανούς, και επισκέπτεται την μικρή ιδιωτική συνάθροιση των φτωχών μαθητών του και βρίσκεται ήδη και πάλι ανάμεσά τους.
(6) Στο χαιρετισμό του περιλαμβάνει και το Θωμά· ειδικά μάλιστα σε αυτόν απευθύνεται· διότι είναι ο μόνος, ο οποίος δεν απολαμβάνει ακόμη την ειρήνη, την οποία δίνει η πίστη (g).

Ιω. 20,27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ(1)· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε(2) καὶ ἴδε(3) τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου(4), καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός(5).
27Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε».
(1) «Εμφανίζεται πάλι ο Ιησούς και δεν περιμένει να του θέσει εκείνος την αξίωση, ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά χωρίς να πει τίποτα ο Θωμάς, προλαβαίνοντας αυτός, εκπληρώνει όσα ακριβώς επιθυμούσε» (Χ).
Ο Κύριος συγκαταβαίνοντας εκπληρώνει τους όρους που υπαγορεύτηκαν από την απιστία του Θωμά, για να μην παραμείνει αυτός σε αυτήν. Σαν καλός ποιμένας ζητά το χαμένο και το επαναφέρει στην ποίμνη, από την οποία κινδυνεύει να αποπλανηθεί. Η συγκατάβαση και ανοχή του Κυρίου, αλλά και η τρυφερότητα αυτού προς τον μαθητή που απίστησε είναι μοναδική και ασύγκριτη. Ο θριαμβευτής κατά του θανάτου Κύριος απευθύνεται σε αυτόν που υπαγόρευσε αλαζονικά τους όρους, με τους οποίους θα παραχωρούσε την πίστη του, με συμπάθεια και αγάπη. Έλα λοιπόν να δεις· έλα και να ψηλαφήσεις. Τι παράδειγμα και για μας, που μας πείθει, ώστε με πραότητα και συμπάθεια να ελέγχουμε αυτούς που αντιτίθενται σε εμάς. Χωρίς φανατισμό, χωρίς οργή και χωρίς ξεσπάσματα, με ανοχή και μακροθυμία, με υπομονή απέναντι στις ειρωνείες τους και τους χλευασμούς τους, ακόμη δε και στις αδικίες και στους διωγμούς τους. Γνωρίζεις εάν την πεισματική τώρα απιστία τους, μαλάξει με το φωτισμό του ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, και σημειωθεί και ως προς αυτούς το θαύμα της επιστροφής;
(2) Δείχνει «ότι και όταν έλεγε αυτά ο Θωμάς προς τους μαθητές, ήταν παρών» (Χ), «και άκουγε ως Θεός. Διότι χρησιμοποίησε και τα ίδια λόγια» (Ζ). Δείχνει στο Θωμά, ότι γνωρίζει αυτά που είναι στη διάνοιά του και πώς εξέφρασε αυτά. Και με τα λόγια του αποκαλύπτοντας, ότι αυτός είναι που εξετάζει καρδιές (Ιω. β 25) παρείχε αποδείξεις ικανές να εξαλείψουν κάθε αμφιβολία από τη διάνοια του άπιστου μαθητή του (β). Επιπλέον η σχεδόν κατά λέξη επανάληψη και από τον Κύριο των αγέρωχων λόγων του Θωμά αποσκοπούν στο να προκαλέσουν σε αυτόν το κοκκίνισμα της ντροπής για το χονδροειδές αυτής της αξίωσης (g). Δεν υπάρχει λόγος απιστίας στις γλώσσες μας ούτε σκέψη δισταγμού στις διάνοιές μας, τα οποία να παραμένουν καλυμμένα και άγνωστα στον Κύριό μας Ιησού.
(3) Με άλλα λόγια: Εξέτασε τα χέρια μου τόσο με την αφή όσο και με την όραση (ο).
(4) Σαν η πρόσκληση να ήταν να βάλει το χέρι του κάτω από τα ρούχα του Ιησού και να βεβαιωθεί εξετάζοντας με την αφή την ουλή στην πλευρά (β, g).
«Είναι όμως άξιο απορίας, πώς σώμα άφθαρτο έδειχνε τα αποτυπώματα των καρφιών και μπορούσε να το αγγίξει θνητό χέρι; Αλλά μη θορυβηθείς· διότι αυτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Διότι το τόσο λεπτό και ελαφρό σώμα, που μπήκε ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ήταν απαλλαγμένο από κάθε παχύτητα. Αλλά δείχνεται αυτό για να πιστευτεί η ανάσταση και για να μάθουν ότι αυτός ήταν που σταυρώθηκε, και δεν αναστήθηκε άλλος αντί για αυτόν… Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντάς τον πριν το σταυρό να περπατά πάνω στα κύματα, δεν λέμε ότι το σώμα εκείνο ήταν άλλης φύσης, αλλά της δικής μας, έτσι, βλέποντας αυτόν μετά την ανάσταση να έχει τα αποτυπώματα του σταυρού, δεν θα πούμε πλέον ότι αυτός είναι φθαρτός· διότι αυτά τα έδειχνε για το μαθητή» (Χ).
«Επειδή και αυτό που έφαγε, δεν το έφαγε από ανάγκη σωματική, αλλά για να βεβαιώσει την ανάσταση… και με κάποια δύναμη αόρατη και θεία καταναλώνονταν αυτά που φαγώθηκαν διότι τα πήρε μόνο για απόδειξη της ανάστασης» (Θφ).
(5) «Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια και κατά τρόπο πάρα πολύ επιτιμητικό και στη συνέχεια με τρόπο διδακτικό. Διότι αφού είπε φέρε το δάχτυλό σου… πρόσθεσε. Και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός» (Χ).
«Από όπου είναι φανερό, ότι από απιστία ήταν η αμφιβολία. Διότι να, ο Κύριος τον αποκαλεί άπιστο» (Θφ).
Μη γίνεσαι. Ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος αλλά βρισκόταν σε κατάσταση διάνοιας τέτοια, η οποία τον οδηγούσε στην απιστία (β). Δεν ήταν άπιστος με την έννοια, ότι δυσπιστούσε στο Διδάσκαλό του, αλλά βρισκόταν στην οδό της απιστίας, όταν αρνούνταν να δεχτεί τη νέα αποκάλυψη, την οποία έκανε στους μαθητές του ο Κύριος (τ). Με το ρήμα «μη γίνου» ζητά ο Ιησούς να αισθανθεί ο Θωμάς σε ποια κρίσιμη θέση βρίσκεται ήδη. Βρίσκεται στο σημείο όπου χωρίζονται οι δύο δρόμοι: αυτός της τέλειας πίστης και αυτός της τέλειας απιστίας. Ένα μόνο σημείο της αλήθειας, ένα μόνο γεγονός της ιστορίας το οποίο θα αρνούνταν κάποιος πεισματικά να δεχτεί, μπορεί να αποβεί για αυτόν σημείο αφετηρίας για πλήρη απιστία (g).

Ιω. 20,28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου(3).
28Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
(1) Η γλώσσα (την οποία χρησιμοποιεί ο Θωμάς) είναι απότομη λόγω του αιφνιδίου του αισθήματος, το οποίο διεγέρθηκε σε αυτόν (b). Βαθειά εντύπωση προκλήθηκε σε αυτόν όχι μόνο από την πραγματικότητα της ανάστασης, για την οποία τον πληροφορούν οι αισθήσεις του, αλλά και από την παντογνωσία του Κυρίου, η οποία αποδεικνυόταν από την επανάληψη των λόγων, τους οποίους είχε πει ο Θωμάς. Η σκηνή αυτή υπενθυμίζει αυτήν του Ναθαναήλ (g). Είναι πιθανότατο, ότι ο Θωμάς δεν άπλωσε το χέρι του να αγγίξει με το δάχτυλό του το σώμα του Κυρίου. Η θέα του Κυρίου και τα λόγια του παρήγαγαν σε αυτόν στιγμιαία ακράδαντη πεποίθηση, ότι ο Κύριος αναστήθηκε (ο). «Αφού είδε… αμέσως πίστεψε, χωρίς να περιμένει να ψηλαφήσει» (Ζ).
(2) Οι Σωκινιανοί και κάποιοι άλλοι επεχείρησαν να εφαρμόσουν τα ακόλουθα λόγια στο Θεό και όχι στον Ιησού, θεωρώντας αυτά ως κραυγή λατρείας του Θωμά και δεχόμενοι αυτά είτε σαν λόγο δοξολογίας είτε σαν αναφώνηση τιμής προς τον Θεό (g). Αλλά εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Θωμά ο ευαγγελιστής δεν θα προσέθετε «Είπε σε αυτόν». Τον Ιησού λοιπόν ονόμασε Κύριο και Θεό· το οποίο είναι σύμφωνο και με αυτά που αναφέρονται στο στίχο 17· ούτε αποτελούν τα λόγια αυτά («ο Κύριός μου και ο Θεός μου») μορφή απλής αναφώνησης. Οι μαθητές ήδη είχαν δει τον Κύριο (στίχος 25). Τώρα ο Θωμάς επιστρέφοντας στην πίστη δεν αναγνωρίζει απλώς τον Ιησού ως Κύριο… αλλά ομολογεί και την θεότητά του με υψηλότερη έννοια, όπως κανείς μέχρι τώρα δεν είχε ομολογήσει αυτήν (b).
(3) Πιστεύω και αναγνωρίζω, ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου (b).
«Ο μακάριος Θωμάς έκανε σωστότατη την ομολογία για αυτόν λέγοντας: ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Κύριος και εξουσιάζει τα πάντα, αληθινά θα συνεπαγόταν και το ότι είναι Θεός, όπως ακριβώς βεβαίως και σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός, θα φαινόταν να συνυπάρχει πλήρως και το να μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα και το να κατέχει την δόξα της κυριότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι κατά τρόπο μοναδικό και με άρθρο λέει Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι δεν είπε απλώς Κύριός μου και Θεός μου, για να μην νομίσει κάποιος ότι τον είπε κύριο και Θεό με τρόπο που μοιάζει με τον δικό μας ή των αγίων αγγέλων… αλλά έναν Κύριο κατά τρόπο ειδικό και Θεό επειδή γεννήθηκε από τον κατά φύση Κύριο και Θεό Πατέρα» (Κ).
Η ομολογία του Θωμά υπερβαίνει την ομολογία του Ναθαναήλ (α 49) και εκφράζει την πιο βαθειά από τις χριστιανικές αλήθειες, την οποία ο Ιωάννης έβαλε ως προμετωπίδα του ευαγγελίου του «και ήταν Θεός ο Λόγος» (β). Η απιστία του Θωμά που νικήθηκε τελείως με τη νέα αυτή εμφάνιση του Κυρίου, μας υποβοηθεί στο να στηριχτούμε στην προς αυτόν πίστη μας. Διότι δείχνει, ότι η μαρτυρία για την ανάστασή του δεν προέρχεται από χείλη ευπίστων ανθρώπων, αλλά από μάρτυρες, οι οποίοι παρέμεναν δύσπιστοι μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία παρασχέθηκαν σε αυτούς όλες οι αποδείξεις, τις οποίες αξίωναν. Ο Θωμάς πίστεψε στο Χριστό ως τον Κύριο και Θεό του. Και εμείς λοιπόν οφείλουμε να πιστεύουμε στο Χριστό όχι σαν σε άνθρωπο που έγινε Θεός, αλλά σαν σε Θεό που έγινε άνθρωπος, όπως και ο ευαγγελιστής λέει: «Και ο Λόγος έγινε σάρκα».

Ιω. 20,29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ὅτι ἑώρακάς με(2), πεπίστευκας(3)· μακάριοι(4) οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(5).
29Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!»
(1) «Άκουσε ο Σωτήρας αυτό που είπε ο μαθητής του, ο οποίος είναι διατεθειμένος και πίστεψε ότι αληθινά είναι αυτός ο Κύριος και ο Θεός, αλλά δεν θεωρούσε ότι πρέπει να τον μαλώσει. Για αυτό λοιπόν τον επαινούσε που πίστεψε και πολύ σωστά» (Κ). Ο Κύριος δεν απαντά όπως ο άγγελος της Αποκάλυψης «το Θεό προσκύνησε» (Αποκ. κβ 9), αλλά απαντά αντίθετα «πίστεψες» και δέχεται έτσι την ομολογία του Θωμά (g).
(2) Με τη θέα και όχι με το άγγιγμα πίστεψε ο Θωμάς. Για αυτό και ο Ιησούς δεν λέει σε αυτόν Πίστεψες διότι με ψηλάφησες (β).
(3) Ο παρακείμενος σημαίνει ότι στο εξής θα κατέχεις την πίστη (g). Δεν είναι άστοχη και η στίξη με ερωτηματικό. Διότι κρύβεται κάποια σκιά μομφής στη όλη φράση. Όχι διότι ο Θωμάς υποχώρησε τόσο γρήγορα στην απόδειξη της ανάστασης του διδασκάλου του -για αυτό ήταν αξιέπαινος μάλλον- αλλά διότι με επιμονή αρνήθηκε να δεχτεί την μαρτυρία των συμμαθητών του (ο).
(4) «Διακηρύττει ότι είναι μακάριοι αυτοί που πιστεύουν και χωρίς να δουν· διότι είναι όντως θαυμάσιοι. Και για ποιά αιτία; Διότι σε αυτά μεν που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας δεν οφείλεται καθόλου αμφιλεγόμενη πίστη. Διότι τίποτα δεν πείθει καθόλου στο να έχει κάποιος ενδοιασμούς. Αυτό όμως που δεν το έχει δει κάποιος, αν το παραδεχτεί, τίμησε με αξιολογότατη πίστη αυτόν που το κήρυξε. Θα ακολουθήσει λοιπόν ο μακαρισμός καθέναν που πιστεύει μέσω της φωνής των αγίων αποστόλων» (Κ).
«Δεν είπε αυτό, αποστερώντας το Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει αυτούς που δεν είδαν» (Θφ).
Ο Κύριος σημειώνει και αντιθέτει δύο βαθμούς πίστης· τον ένα κατώτερο, που βασίζεται στην πείρα των αισθήσεων και των υλικών αποδείξεων («επειδή με είδες»)· τον άλλον ανώτερο, που στηρίζεται στη μαρτυρία («αυτοί που δεν είδαν») (F). To «μακάριος» λοιπόν με την αντίθεση παίρνει την έννοια του μακαριότεροι (ο). Η μακαριότητα και του Θωμά δεν αποκλείεται, αλλά ο πλούσια ευνοημένος κλήρος αυτών που πιστεύουν χωρίς να δουν τονίζεται ειδικά (b).
«Αυτό είναι περισσότερο μακάριο, το να πιστέψει κάποιος χωρίς να δει» (Θφ).
(5) «Διότι αυτό είναι γνώρισμα πίστης, το να δεχτεί δηλαδή κανείς αυτά που δεν βλέπει. Διότι είναι η πίστη… έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται» (Χ).
«Και συμπεριλαμβάνει ο μακαρισμός αυτούς που πιστεύουν μέσω του κηρύγματος» (Ζ).
Ο αόριστος «ἰδόντες» αναφέρεται σε πράξη προηγούμενη σε σχέση με την πίστη (g). Θα αποδιδόταν με επιτυχία ως εξής: παρόλο που δεν είδαν (ο). Ο αόριστος «πιστεύσαντες» λέγεται από τη άποψη της ανάπτυξης της Εκκλησίας που θεωρείται ως ολοκληρωμένη (g). Πρόκειται για γεγονός που προληπτικά λέγεται για όλους τους πιστούς σε όλες τις γενεές που θα ακολουθήσουν (ο).

Ιω. 20,30 Πολλὰ(1) μὲν(2) οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(4), ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ(5)·
30Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο.
(1) «Ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο την συγγραφή του, και κάνει φανερό στους ακροατές τον σκοπό των ευαγγελικών κηρυγμάτων» (Κ). Οι στίχοι αυτοί σχηματίζουν το συμπέρασμα (clausula σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό adv. Prax. 25) του ευαγγελίου, όπως αρχικώς σχεδιαζόταν, αφού το ακόλουθο κεφάλαιο κα είναι συμπλήρωμα που προστέθηκε πριν ακόμη το Ευαγγέλιο μπει σε κυκλοφορία (β). Εάν ο συγγραφέας αποσκοπούσε στο ευαγγέλιό του να αφηγηθεί την ανάπτυξη της πίστης των μαθητών, τότε η γέννηση της πίστης αυτής έπρεπε να είναι η αφετηρία της αφήγησης -και πράγματι είναι όπως φαίνεται από το Ιω. α 19 και εξής- το τελείωμά της έπρεπε να είναι το τέρμα. Και πράγματι το τελείωμα αυτό το βρίσκουμε στην ομολογία του Θωμά (g).
(2) Προετοιμάζει την ακόλουθη αντίθεση. Ο απόστολος ζητά να κάνει σαφές, ότι η σκέψη του δεν υπήρξε να διαγράψει πλήρη την εικόνα για κάθετί που είδε και άκουσε, αλλά ότι από το πλήθος των γεγονότων της ιστορίας του Ιησού έκανε εκλογή κατάλληλη για τον σκοπό τον οποίο είχε σαν πρόθεση (g).
(3) Ή, λιγότερο πιθανώς, «εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί τα θαύματα που έκανε μετά την ανάσταση. Για αυτό λέει Μπροστά στους μαθητές του. Διότι όπως ακριβώς πριν την ανάσταση έπρεπε να γίνουν πολλά για να πιστέψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την ανάσταση, για να δεχτούν ότι αναστήθηκε. Για αυτό και πρόσθεσε Μπροστά στους μαθητές του, επειδή μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν μετά την ανάσταση» (Χ).
Ή, πιο σωστά «είναι κοινός ο λόγος και για τα πριν και για τα μετά την ανάσταση» (Ζ). Έκανε πριν το Πάθος του και μετά την ανάστασή του. Διότι προστίθεται Μπροστά στους μαθητές του. Οι μαθητές είδαν τα θαύματά του περισσότερο από ό,τι οι άλλοι πριν το Πάθος του, αλλά μόνοι αυτοί είδαν αυτά μετά την ανάστασή του (b).
(4) Με τις λέξεις αυτές δηλώνει ο Ιωάννης τον ρόλο των μαθητών στην ίδρυση της εκκλησίας. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των έργων του Ιησού, αυτοί που εκλέχτηκαν για να τον συνοδεύσουν με σκοπό όχι μόνο αυτοί να στηριχτούν στην πίστη, αλλά να εγκαθιδρυθεί μέσω αυτών και σε όλο τον κόσμο η πίστη (g). To «αὐτοῦ» αποσιωπάται από πολλούς μεγαλογράμματους και 13 άλλα χειρόγραφα.
(5) Κρύβεται στην αντωνυμία «τούτῳ» μία σιωπηρή αντίθεση με άλλα βιβλία, που αφηγούνται γεγονότα που αποσιωπούνται στο βιβλίο αυτό (g). Δεν έχουν γραφτεί τα άλλα θαύματα, όπως οι θεραπείες λεπρών και δαιμονισμένων, στο βιβλίο αυτό, αν και κάποια από αυτά έχουν γραφτεί σε άλλα βιβλία (β). Ο Ιωάννης προλαβαίνει την εντύπωση, την οποία θα προκαλούσε στον αναγνώστη του ευαγγελίου του η σύγκρισή του με τους Συνοπτικούς ευαγγελιστές (μ).

Ιω. 20,31 ταῦτα δὲ(1) γέγραπται ἵνα(2) πιστεύσητε(3) ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4), καὶ ἵνα(2) πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε(5) ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(6).
31Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή.
(1) Το «δε» ανταποκρίνεται στο «μεν» του προηγούμενου στίχου.
(2) Ο σκοπός του ευαγγελίου (b). Δεν αποβλέπει ο ευαγγελιστής στη γνώση, αλλά στην πίστη και μέσω της πίστης στη ζωή. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά μάρτυρας. Και το έργο του ως ιστορικού αποτελεί μέρος της αποστολικής του διακονίας (g). Ο σκοπός αυτός είναι θεωρητικός συγχρόνως (πιστέψετε) και πρακτικός (ζωήν έχετε) (F).
«Δεν τα είπαν από φιλοδοξία, αυτά που έγραψαν, αλλά μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους. Διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πώς θα ήταν δυνατόν να τα έγραψαν αυτά από φιλοδοξία; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξαιτίας του πλήθους τους, έπειτα πάλι σκέφτονταν και εκείνο, ότι δηλαδή εκείνος που δεν θα πιστέψει στα όσα λέχθηκαν, ούτε τα περισσότερα θα προσέξει, ενώ αυτός που θα δεχτεί αυτά, τίποτα άλλο δεν θα χρειαστεί για να πιστέψει» (Χ).
(3) Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν πιστεύητε. Ο Ιωάννης διάλεξε στο βίο του διδασκάλου του τα γεγονότα και τις μαρτυρίες, τα οποία συντέλεσαν και σε αυτόν στο να σχηματιστεί και να ενισχυθεί η πίστη του. Από την εκλογή αυτή προήλθε το κατά Ιωάννην. Λέγοντας λοιπόν «πιστεύσητε» απευθύνεται ο απόστολος σε ορισμένους χριστιανούς, αλλά οι οποίοι αντιπροσωπεύουν για αυτόν την εκκλησία ολόκληρη. Αυτοί αναμφίβολα και ήδη πιστεύουν. Αλλά η πίστη πρέπει πάντοτε να προοδεύει, και σε κάθε πρόοδο η προηγούμενη πίστη φαίνεται τόσο ανεπαρκής, ώστε να μην αξίζει το όνομα της πίστης (g). Δες και Α΄ Ιω. ε 13, όπου καθορίζεται σχετικός και ο σκοπός της συγγραφής της Α΄ Καθολικής επιστολής. Άλλοι γράφουν βιβλία για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους και δημοσιεύουν αυτά είτε για να εξασφαλίσουν κέρδη υλικά είτε για να πετύχουν τον έπαινο και την επιδοκιμασία. Άλλοι συγγράφουν για να διδάξουν τους άλλους τέχνες και επιστήμες για πρόσκαιρα οφέλη και πλεονεκτήματα. Αλλά ο ευαγγελιστής δεν απέβλεψε σε επίγεια οφέλη αλλά στο να φέρει τους ανθρώπους στο Χριστό και στον ουρανό πείθοντας αυτούς να πιστέψουν. Και για αυτό χρησιμοποίησε τις πιο κατάλληλες μεθόδους δηλαδή παρέχοντας στον κόσμο θεία αποκάλυψη που υποστηρίζεται από τις αρμόζουσες σε αυτήν αποδείξεις.
(4) Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τον Ιησού με τρόπο που υποδηλώνει τις δύο φάσεις, από τις οποίες πέρασε η προς αυτόν πίστη του ιδίου (του Ιωάννη) κατά την ανάπτυξή της. Κατ’ αρχάς πίστεψε στον Ιησού τον Χριστό, στον οποίο εκπληρώνονταν οι προφητείες και η θεοκρατική ελπίδα, και ακολούθως τον Υιό του Θεού. Ο όρος Χριστός αναφέρεται στο έργο του Ιησού, η ονομασία ο Υιός του Θεού αναφέρεται στο ίδιο το πρόσωπό του. Η ονομασία Χριστός αναφέρεται στη σχέση του Ιησού με τον Ισραήλ και τους ανθρώπους γενικά, η δεύτερη ονομασία στην προσωπική σχέση του με το Θεό (g). «Είναι όχι απλώς υιός, αλλά ο Υιός του Θεού, κατά τρόπο μοναδικό και προσωπικό» (Κ).
Πρώτον ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο με τον τίτλο του Μεσσία ήταν υποσχημένο στην Παλαιά Διαθήκη και αναμενόταν σύμφωνα με τις προφητείες, και το οποίο σύμφωνα και με τη σημασία του ονόματός του είχε χρισθεί από το Θεό ως ο βασιλιάς, ο προφήτης και ο μεσίτης και ο σωτήρας. Δεύτερον ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Όχι μόνο ο μεσίτης, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μεγαλύτερος από τον Μωϋσή, ο οποίος υπήρξε προφήτης, μεσίτης και νομοθέτης. Προϋπήρξε της ιδιότητάς του ως μεσίτη και λυτρωτή. Διότι υπήρξε αιωνίως θείο πρόσωπο, έχοντας τη δύναμη και τη δόξα του Θεού, διότι αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να φέρει σε αίσιο πέρας το έργο του ως Λυτρωτής και Σωτήρας.
Και από εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός ο Υιός του Θεού είναι το κέντρο της Γραφής. Και το Βιβλίο αυτό το αιώνιο ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή και από ποιόν συγγραφέα γράφτηκαν τα διάφορα τμήματα ή βιβλία από τα οποία αποτελείται, είναι ενιαίο. Χρειάστηκαν αιώνες ολόκληροι για να συντελεστεί. Από την εποχή, κατά την οποία γράφτηκε η Πεντάτευχος μέχρι την εποχή της Αποκάλυψης πέρασαν χιλιετηρίδες. Και όχι ένας αλλά πολλοί κινήθηκαν από το Πνεύμα συγγραφείς στο να απαρτιστεί ο αιώνιος και ουράνιος κώδικας της Βίβλου. Σε όλα όμως τα βιβλία αυτά, που αποτελούν τη Βίβλο, συνυφαίνεται συνεχώς σαν κάποιο χρυσό νήμα που συγκρατεί την όλη υφή είτε με τη μορφή προφητειών είτε με την αφήγηση γεγονότων ιστορικών το όνομα το πάνω από κάθε όνομα, το όνομα του Χριστού του Υιού του Θεού. Και μολονότι διάφοροι και σε διάφορες εποχές μιλούν σε αυτήν απηχούν όλοι μία και την ίδια αρμονική μαρτυρία, όπως το Πνεύμα έδινε στον καθένα να μιλά.
(5) «Ζωή αιώνια» (Ζ), ζωή υπερφυσική και ουράνια (F). Υπάρχει και γραφή ζωήν αιώνιον. Εάν ο Ιωάννης έχει σαν πρόθεση να προσελκύσει τους αναγνώστες του στην πίστη του, αυτό οφείλεται στο ότι από προσωπική του πείρα γνώριζε, ότι η πίστη αυτή παράγει τη ζωή (g). Το κεντρικό λοιπόν μήνυμα του τέταρτου ευαγγελίου είναι ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό αποτελεί την οδό προς ζωή. Δες γ 15,16,36, Α΄ Ιω. ε 13. «Σε αυτόν υπήρχε ζωή» διακηρύσσεται στον Πρόλογο του ευαγγελίου και ο σκοπός της έλευσής του στον κόσμο υπήρξε, οι άνθρωποι να έχουν ζωή. Δες ε 40, στ 53, ι 10 (β).
(6) «Δηλαδή μέσω αυτού· διότι αυτός είναι η ζωή» (Χ). Η φράση εξαρτάται από το ἔχητε και όχι από το πιστεύοντες. Με το όνομα του Χριστού επιτυγχάνεται η ζωή· δηλαδή τόσο η πνευματική και καινούργια ζωή, που παρέχεται με την κοινωνία με το Χριστό όσο και η αιώνια ζωή. Η μία είναι συνέχεια της άλλης και οι δύο επιτυγχάνονται με την αξιομισθία και δύναμη του Χριστού και οι δύο εξασφαλίζονται αναπαλλοτρίωτα σε όλους του πιστούς.

Ιω. 19,1 Τότε οὖν(1) ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος(2) τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε(3).
1Τότε διέταξε ο Πιλάτος και πήραν τον Ιησού και τον μαστίγωσαν.
(1) Ο Πιλάτος επανήλθε ήδη στο βήμα του, για να απαγγείλει την απόλυση του Βαραββά. Τότε όμως έλαβε και το μήνυμα από τη γυναίκα του για το οποίο δες το Ματθ. κζ 19. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κζ 26 και Μάρκ. ιε 15) η φραγγέλωση και ο εμπαιγμός συνδέεται με την απόφαση του θανάτου. Και κατά τον Ρωμαϊκό ποινικό κώδικα η φραγγέλωση προηγούνταν αναγκαστικά από την τιμωρία της σταύρωσης. Αυτό επίσης μαρτυρείται και από πλήθος χωρίων του Ιωσήπου και των παλαιών ιστορικών.
Αλλά εδώ τώρα γίνεται κάτι το παράδοξο. Ο Πιλάτος διατάσσει την φραγγέλωση, χωρίς να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση. «Τον μαστίγωσε ο Πιλάτος, θέλοντας ίσως να χαλαρώσει και να καταπραΰνει τον ιουδαϊκό ζήλο· επειδή δηλαδή με όλα τα προηγούμενα δεν κατόρθωσε να τον ελευθερώσει από αυτούς, θέλοντας να σταματήσει το κακό μέχρι εδώ, και τον μαστίγωσε και επέτρεψε να συμβούν τα όσα συνέβησαν… ώστε να καταπραΰνει την οργή τους. Για αυτό και οδήγησε αυτόν προς αυτούς φορώντας το στεφάνι, ώστε, βλέποντας την προσβολή που συνέβη σε αυτόν, να συνέλθουν λίγο από το πάθος τους και να αποβάλουν το δηλητήριο» (Χ).
Ελπίζει ο Πιλάτος με την ικανοποίηση αυτή, την οποία παρέχει στους εχθρούς του Ιησού, να κινήσει τον οίκτο των μετριότερων από αυτούς καθώς και τη συμπάθεια του όχλου ώστε να προλάβει την εσχάτη των ποινών (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή λαβών… εμαστίγωσε. «Και αυτά τα αναφέρει με συντομία ο Ιωάννης επειδή εξιστορήθηκαν από τους άλλους, σπεύδοντας να αναγγείλει και εδώ αυτά που έχουν παραληφθεί» (Ζ). Παρόλο που συντομεύει αυτά που αναφέρουν οι άλλοι ευαγγελιστές, όμως συνδέει όλα τα ουσιώδη συμβάντα (ο).
(3) Πρόκειται για τη φραγγέλωση, η οποία, όπως γινόταν στους Ρωμαίους, ήταν ποινή τόσο σκληρή, ώστε συχνά ο κατάδικος πέθαινε σε αυτήν. Το μαστίγιο γινόταν από λεπτές ράβδους ή από δερμάτινα λουριά, στα άκρα των οποίων ήταν δεμένα τεμάχια οστού ή μολύβδου. Ο κατάδικος δεχόταν τα πλήγματα δεμένος σε μικρό πάσσαλο έτσι, ώστε να έχει σκυμμένο τον κορμό και τεντωμένο το δέρμα. Με τα πρώτα χτυπήματα το αίμα άρχιζε να ρέει, και μερικές φορές ακολουθούσε αμέσως και ο θάνατος (g).
Έτσι οι προφητείες των Γραφών εκπληρώθηκαν, που έλεγαν: «Παιδευτική τιμωρία έπεσε πάνω του για τη δική μας ειρήνη» (Ησ. νγ 5)· και έδωσε «την πλάτη του σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6) και «στην πλάτη μου σφοροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3) και όσα αυτός ο ίδιος προείπε για το ότι επρόκειτο να παραδοθεί «στα έθνη για να τον εμπαίξουν και τον μαστιγώσουν» (Ματθ. κ 19,Μάρκ. ι 34,Λουκ. ιη 33). Μαστιγώθηκε σκληρά και «με την πληγή του θεραπευτήκαμε» (Α΄ Πέτρ. β 24).
Έτσι οι για το καθήκον μαστιγώσεις καθαγιάστηκαν και έγιναν με χαρά ευπρόσδεκτες στους ακόλουθους και μαθητές του, έτσι ώστε αυτοί χαίρονταν για αυτές. Δες Πράξ. ε 41 και ιστ 22,25. Έτσι και ο Παύλος χαιρόταν «με τις πληγές υπερβολικά» και «όταν μαστιγώθηκε πέντε φορές από τους Ιουδαίους με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις» και «όταν ραβδίστηκε τρεις φορές» (Β΄ Κορ. ια 32-34).

Ιω. 19,2 καὶ οἱ στρατιῶται(1) πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν(3) περιέβαλον αὐτὸν(4)
2Οι στρατιώτες έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι του, τον τύλιξαν μ’ έναν κατακόκκινο μανδύα
(1) «Επειδή είπε ο Πιλάτος· Τον βασιλιά των Ιουδαίων, τον ντύνουν στη συνέχεια με ενδυμασία χλευασμού» (Χ). «Και τον εμπαίζουν λοιπόν ως βασιλιά» (Θφ). Οι στρατιώτες γελοιοποιούν τις Ιουδαϊκές μεσσιανικές αξιώσεις στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος παρουσιάζεται, ότι θέλησε να πραγματοποιήσει αυτές (g). Παίζουν με την ιδέα ότι ο ταλαίπωρος εκείνος δέσμιος αξίωνε ότι είναι βασιλιάς και οι σκληρές τους αστειότητες διευθύνονται μάλλον εναντίον των Ιουδαίων παρά εναντίον του Ιησού προσωπικά (β).
(2) Το ακανθώδες φυτό είναι πιθανώς το Lycium spinosum, το οποίο αυξάνει άφθονα γύρω από τα Ιεροσόλυμα και του οποίου το ευλύγιστο στέλεχος μπορεί εύκολα να πλεχθεί (g).
(3) Το εξωτερικό ένδυμα, το οποίο ρίχνεται πάνω στο χιτώνα· δες Ματθ. θ 20,Μάρκ. ε 27 Λουκ. η 44 (G). Ήταν ένας κοινός στρατιωτικός μανδύας, τον οποίο πήραν για να εξεικονίσει τώρα την βασιλική πορφύρα. Το αγκάθινο στεφάνι, το πορφυρό ιμάτιο, ο χαιρετισμός, όλη γενικά η διαπόμπευση αποτελούσαν παρωδία της Ιουδαϊκής βασιλείας (g).
(4) Αρκετοί μεγαλογράμματοι ανάμεσα στους οποίους και οι σιναϊτικός και βατικανός και 20 μικρογράμματοι κώδικες προσθέτουν εδώ τη φράση «Και ήρχοντο προς αυτόν»= Τον πλησίαζαν.

Ιω. 19,3 καὶ ἔλεγον(1)· χαῖρε(2) ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.
3και του έλεγαν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο.
(1) Αυθεντική γραφή: και ήρχοντο προς αυτόν και έλεγον. Περιγράφεται με αυτήν το προς τον Ιησού πλησίασμα των στρατιωτών με χλευαστικό σχήμα σεβασμού.
(2) Οι στρατιώτες έλεγαν Χαίρε, όπως θα έλεγαν και στον Καίσαρα (β). Ο Κύριος όμως «αν και γίνονταν τόσα πολλά και τέτοια στεκόταν σιωπώντας. Εσύ όμως όχι μόνο να ακούς αυτά, αλλά να τα έχεις συνεχώς και στη διάνοια και βλέποντας τον βασιλιά της οικουμένης και των αγγέλων όλων να χλευάζεται από τους στρατιώτες με λόγια, με πράξεις, και όλα να τα υπομένει με σιγή, να μιμείσαι αυτόν με τα έργα σου» (Χ).
Ο Κύριος σιωπά παρέχοντας σε μας παράδειγμα αήττητης υπομονής και θάρρους ανάμεσα στις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, τις οποίες θα συναντήσουμε στη ζωή μας, αλλά και παράδειγμα αγάπης Σωτήρα, ο οποίος όχι μόνο αποφασιστικά υφίσταται όλα αυτά, αλλά και εκούσια αναδέχεται αυτά χάριν της σωτηρίας μας.
Εκείνοι οι οποίοι υφίστανται ονειδισμούς και μάστιγες για την εμμονή τους στην πίστη και για την αγάπη τους προς το Χριστό, ας μην ντρέπονται και ας μην στενοχωρούνται, αλλά μάλλον ας δοξάζουν το Θεό, διότι έκανε αυτούς συμμέτοχους και κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού. Ο Κύριος περιφρονώντας την ντροπή δοξάστηκε από τον Πατέρα του παίρνοντας όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα. Έτσι και εμείς, εάν υφιστάμεθα ντροπή και ονειδισμούς για αυτόν.

Ιω. 19,4 ἐξῆλθεν(1) οὖν πάλιν(2) ἔξω(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω(3).
4Ο Πιλάτος βγήκε πάλι έξω προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Κοιτάξτε, σας τον φέρνω εδώ έξω για να δείτε κι εσείς πως δεν μπόρεσα να του βρω καμία αιτία για να τον καταδικάσω».
(1) «Βγήκε από το πραιτώριο» (Ζ). Η φραγγέλωση είχε γίνει στην αυλή του πραιτωρίου. Πριν από αυτήν λοιπόν ο Πιλάτος είχε μπει στο πραιτώριο, για να διατάξει αυτήν. Όταν η φραγγέλωση τελείωσε, ο Πιλάτος βγαίνει με τον Ιησού, για να κάνει έκκληση στον οίκτο των Ιουδαίων.
(2) Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης βγήκε για να συζητήσει με τους Ιουδαίους υπέρ του Ιησού. Δες Ιω. ιη 29,38,Λουκά κγ 13 (ο).
(3) «Είπε ότι τον μαστίγωσε άσκοπα, και υπόσχεται ότι θα τον παρουσιάσει και σε αυτούς, εικάζοντας ότι θα χορτάσει τελείως κατά κάποιο τρόπο την ατίθαση οργή τους με αυτό το τόσο ελεεινό θέαμα» (Κ). Ο Πιλάτος με αυτά θέλει να πει: Ε λοιπόν, πρέπει να το καταλάβετε· αρκετά τον τιμωρήσαμε. Συμφώνησα σε αυτό από συγκατάβαση προς εσάς. Δεν θα προβώ παραπέρα (g). Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: ίνα γνώτε, ότι αιτίαν ουχ ευρίσκω.

Ιω. 19,5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον(1), καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος(2)
5Έφεραν, λοιπόν, έξω τον Ιησού, που φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και τον κατακόκκινο μανδύα. Τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος!»
(1) «Έβγαλε αυτόν ντυμένο με τη στολή του χλευασμού, έτσι ώστε, αφού τον δουν μέσα σε τόση ατιμία, να χορτάσουν και να ντραπούν» (Ζ). «Παρουσίασε σε αυτούς τον Κύριο των πάντων καταβασανισμένο με ασέβεια και αφόρητα εξυβρισμένο από τους εμπαιγμούς των στρατιωτών, πιστεύοντας ότι θα χορταστεί κάπως και θα σταματήσει πλέον ο ασυγκράτητος θυμός των Ιουδαίων και από μόνο το τόσο οικτρότατο και ατιμότατο θέαμα» (Κ).
Ο Ιησούς βγήκε έξω αναμφίβολα ασθενής και ωχρός μετά τη φραγγέλωση, φορώντας τα εμπαικτικά εμβλήματα του βασιλιά, τα οποία εξακολουθούσε πιθανώς να φέρει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Πιλάτος τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Δες σ. 15 και Μάτθ. κζ 31 (β).
(2) «Ο άνθρωπος, είπε, από συμπάθεια, ώστε και αυτοί να δείξουν συμπάθεια» (Ζ). Στην έκφραση: Ίδε ο άνθρωπος κρύβεται ένα μίγμα σεβασμού και οίκτου για τον Ιησού και κάποιος πικρός σαρκασμός για τον παράλογο ρόλο, τον οποίο οι Ιουδαίοι τού απέδωσαν: Ιδού το άθλιο ον εναντίον του οποίου πέσατε με μανία (g).
Δες πώς το σώμα του καταπληγώθηκε από τη φραγγέλωση και τα πλήγματα των στρατιωτών. Δεν είναι αρκετή τιμωρία αυτή; Φοβάστε ακόμη την επιρροή του στο λαό μετά τον τέτοιο δημόσιο εξευτελισμό του; (ο).
Ίδε ο άνθρωπος. Στα χείλη του Πιλάτου οι λέξεις σημαίνουν: Δες το πτωχό πλάσμα. Και έτσι οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν την έννοιά τους. Αλλά για μας ακούγοντας αυτές διαμέσου των αιώνων, παίρνουν άλλη σημασία. Δείτε στη ζωή του την τέλεια υπακοή και αγάπη που έχει μέσα του, δείτε το θάρρος με το οποίο υπομένει ό,τι χείριστο το μίσος μπορεί να διαπράξει εναντίον ασθενούς και ανυπεράσπιστου ανθρώπου. Δείτε με ποια αναμαρτησία δείχνεται ήρεμος. Σε αυτόν δείτε την αγάπη την αμείωτη από την εγκατάλειψη των φίλων και από την περιφρόνηση και τους κολαφισμούς των εχθρών. Δείτε τον άνθρωπο που εκπληρώνει τον αληθινό προορισμό του και που δείχνεται αήττητος ανάμεσα σε όλες τις δυσμενείς περιστάσεις, οι οποίες τον περικυκλώνουν.
Δείτε τον Ιησού που είναι λίγο κατώτερος από τους αγγέλους λόγω του παθήματος του θανάτου, να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή. Όπως άλλοτε τα ζώα που οδηγούνταν προς τη θυσία στεφανώνονταν, έτσι και ο Ιησούς οδηγούμενος στο Σταυρό έχει στεφανωθεί με τα αγκάθια της δόξας και της τιμής (τ).

Ιω. 19,6 ὅτε οὖν εἶδον(1) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται(2), ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(3)· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(4) καὶ σταυρώσατε(5)· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν(6).
Όταν όμως τον είδαν έτσι οι αρχιερείς και οι φρουροί του ναού, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον· εγώ δεν του βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης».
(1) «Σαν ανήμερα σκυλιά και μόνο που τον είδαν με μανία γαύγισαν εναντίον του· σαν άγρια θηρία σαρκοφάγα, όταν αισθάνθηκαν το θήραμα, έτρεξαν αμέσως πάνω του» (Ζ).
Ο Πιλάτος επιθυμούσε να κινήσει τη συμπάθειά τους, αλλά αντί για αυτό αυξάνει τη σκληρότητά τους (b).
(2) Δεν αναφέρεται εδώ ο λαός, αλλά της κατακραυγής είναι αρχηγοί οι αρχιερείς και οι υπηρέτες.
«Όταν το πλήθος που έμοιαζε με αγέλη έστω λοιπόν και μέτρια κοκκίνισε από ντροπή για αυτά που έγιναν εναντίον του Χριστού… αυτοί (οι αρχιερείς) και πρώτοι αρχίζουν την κατηγορία με φωνές και διεγείρουν ξανά το θυμό του λαού που διοικούσαν σε ασυνήθιστες αγριότητες» (Κ).
Με βιαιότητα και μανία κράζουν αυτοί Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Δεν οφείλουμε άραγε αντίθετα και εμείς με ζήλο και αφοσίωση στο όνομά του ακολουθώντας σταθερά αυτόν να φωνάζουμε Στεφάνωσον, στεφάνωσον αυτόν; Αύξησαν εκείνοι αδιάλλακτο το μίσος τους εναντίον του. Δεν πρέπει και εμείς να θερμαίνουμε ολοένα την αγάπη μας προς αυτόν και προς την βασιλεία του;
(3) Μετά την ειδοποίηση της γυναίκας του στο Μάτθ. κζ 19, και μετά τις άλλες παρατηρήσεις, στις οποίες οδήγησε αυτόν η διεξαγωγή της δίκης, ο Πιλάτος επιθυμούσε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ή συμμετοχή στην υπόθεση αυτή (ο).
(4) «Εσείς, λέει, οι άδικοι» (Ζ). Η έννοια των λόγων αυτών: Σταυρώστε τον, αφού το θέλετε. Σας αφήνω ελεύθερους. Εγώ όμως δεν μπορώ να συμμετέχω σε μία τέτοια θανατική εκτέλεση (g). Παραπάνω (ιη 31) λέγοντας σχεδόν τα ίδια αντέταξε ο Πιλάτος άρνηση αρκετά έντονη να επικυρώσει την απόφαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου. Τώρα τα λόγια του έχουν μέσα τους μία ασθενή διαμαρτυρία. Πάντως δεν παραλείπει να μαρτυρήσει για την αθωότητα του Ιησού (F).
«Είναι μεν μαλθακός ο Πιλάτος, όχι όμως κακοήθης όπως οι Ιουδαίοι» (Θφ).
(5) «Παραχωρεί σε αυτούς την εξουσία, δυσανασχετώντας για τη βία και αναισχυντία τους» (Ζ). Παρόλο όμως που ο Πιλάτος τους άφησε ελεύθερους να τον σταυρώσουν, οι Ιουδαίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να σκεφτούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ελευθερία. Διότι αν ο λαός απαλλασσόταν από το φόβο τον οποίο ενέπνεε σε αυτόν η Ρωμαϊκή εξουσία, ήταν επόμενο αιφνίδια να κινηθεί σε αντίδραση και οι οπαδοί του Ιησού να στραφούν βίαια εναντίον τους συμπαρασύροντας και τις μάζες του λαού (g).
(6) Η ίδια φράση και στο ιη 38 όπως και στο ιθ 4 με ελαφρές διαφορές. Ο Ιωάννης, όπως και ο Λουκάς (κγ 4,14,22) ιδιαιτέρως προσέχει, να αναφέρει, ότι ο Πιλάτος τρεις φορές διακήρυξε την πεποίθησή του για την αθωότητα του Ιησού (β).
«Δες όμως και τη θεία οικονομία, πώς εκείνοι μεν σε περισσότερα δικαστήρια παρέδιδαν τον Κύριο, ώστε να σπιλώσουν αυτόν και να καταστρέψουν τη δόξα του, η ύβρη όμως επιστρέφει στα κεφάλια τους. Διότι από εδώ αποδεικνύεται περισσότερο ακατηγόρητος, αφού εξεταζόταν το πράγμα ακριβέστερα. Πόσες φορές λοιπόν ο Πιλάτος ομολόγησε ότι δεν βρίσκει σε αυτόν τίποτα άξιο θανάτου!» (Θφ).
Ο Πιλάτος όμως όφειλε να προστατεύσει τον δέσμιο από τις ύβρεις και επιθέσεις τους. Για ποιον άλλο λόγο περιστοιχιζόταν από οπλισμένους στρατιώτες παρά για να προστατεύσει τον αδικούμενο; Οι φύλακες και φρουροί των κυβερνητών πρέπει να είναι φρουροί και φύλακες της δικαιοσύνης. Αλλά ο Πιλάτος δεν είχε το θάρρος να ενεργήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του. Και η ανανδρία του τον έμπλεξε σε παγίδα.

Ιω. 19,7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι(1)· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν(2), καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν(3), ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ(4) υἱὸν ἐποίησεν(5).
7Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρίστηκε πως είναι Υιός Θεού».
(1) Παίρνοντας θάρρος από την υποχωρητικότητα του Πιλάτου αντιτάσσουν στο δικό του «Εγώ» το «εμείς» (F).
«Επειδή αποδείχτηκε μη ισχύουσα η συκοφαντία που έφτιαξαν αυτοί στην αρχή και… αφού δεν αποδείχτηκε ουδεμία ανταρσία εναντίον της εξουσίας του Καίσαρα… και επειδή ο Πιλάτος ως προς αυτά δίκαζε με τρόπο κατάλληλο και αδέκαστο και έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκει καμία αιτία κατηγορίας σε αυτόν, μετακινούνται τελείως σε κάτι άλλο αυτοί που τα τολμούν όλα» (Κ), και «πήδηξαν σε άλλη κατηγορία από αδιέξοδο» (Ζ).
(2) Οι κατήγοροι του Ιησού υπενθυμίζουν στον Πιλάτο την πράξη της Ρώμης του να σέβεται τους νόμους και τις συνήθειες των λαών που κατακτά.
(3) «Και ποιός είναι ο νόμος; Αυτός που απείλησε τιμωρία σε αυτούς που βλασφημούν… όπου λέει ο Θεός καθαρά [στο Λευϊτ. κδ 15,16]. Άνθρωπος… που ονομάζει το όνομα του Κυρίου θα θανατώνεται» (Κ).
Η πρώτη κατηγορία είχε προσλάβει μορφή πολιτική, η δεύτερη αυτή έχει παρθεί από το θρησκευτικό πεδίο (F).
«Πιο πάνω τον κατηγορούσαν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· τώρα επειδή εκείνο ελέγχθηκε ως ψευδές, τον κατηγορούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού» (Θφ).
Πάντως όμως σύμφωνα με το νόμο οι μάρτυρες όφειλαν να ρίξουν την πρώτη πέτρα (Δευτερ. ιζ 7), αυτοί όμως που μαρτύρησαν για τη βλασφημία του Ιησού δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους (Μάρκ. ιδ 56). Γι αυτό το Συνέδριο στην εδώ ειδική περίπτωση επιζητούσε να έχει συνυπεύθυνο και τον Πιλάτο (β).
Επιμένουν ότι πρέπει να θανατωθεί με θάνατο σταυρικό και όχι με λιθοβολισμό, ο οποίος ήταν η από το νόμο επιβαλλόμενη ποινή κατά της βλασφημίας. Εφόσον όμως δεν επιτρεπόταν από το νόμο τους να επαγάγουν ως ποινή τη σταύρωση και εφόσον ο Πιλάτος δεν επέτρεπε να επιβάλουν την από το νόμο οριζόμενη ποινή, επιμένουν στην αίτησή τους, ο Πιλάτος να διατάξει και να εκτελέσει τον θάνατο του κατηγορουμένου (χ).
(4) «Υιό Θεού γνήσιο» (Ζ). Ο τίτλος αυτός πρέπει να θεωρηθεί με την κύρια έννοιά του. Δες Ιω. ε 18,ι 33,36 (F).
(5) Έδωσε αυτός στον εαυτό του τον τίτλο αυτόν· αξίωσε ότι είναι Υιός του Θεού (ο). Ήταν ψευδές ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διότι πραγματικά και αληθινά ήταν Υιός του Θεού. Όφειλαν λοιπόν αυτοί να εξετάσουν τις αποδείξεις που έφερνε ο Ιησούς και να καταλήξουν σε αμερόληπτο συμπέρασμα. Εάν έλεγε, ότι είναι Υιός του Θεού και αποσκοπούσε να μην απομακρύνει το λαό από τον αληθινό Θεό, αλλά να οδηγήσει αυτόν σε αυτόν· και εάν βεβαίωνε την αποστολή του και τη διδασκαλία του με θαύματα αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα, ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο τους να υπακούσουν σε αυτόν κατά την ξεκάθαρη παραγγελία του Μωϋσή (Δευτερ. ιη 18,19).
Ό,τι θα ήταν για αυτούς τιμή και καύχημα και μπορούσε να συντελέσει στην ευτυχία τους, εάν αυτοί δεν ενέμεναν στο σκοτισμό τους, το θεωρούν ως έγκλημα, για το οποίο πρέπει να επιβληθεί θάνατος. Παρόλ’ αυτά εάν όφειλε να πεθάνει κατά το νόμο, δεν έπρεπε να σταυρωθεί, διότι ο σταυρικός θάνατος δεν επιβαλλόταν από το νόμο τους.

Ιω. 19,8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον(1), μᾶλλον(2) ἐφοβήθη(3),
8Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν το λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο.
(1) Δηλαδή ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού.
«Επειδή δεν του φάνηκε απίστευτο… ότι ενώ είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι γιος Θεού, δέχεται… την σχετικά με αυτό αντίληψη και πίστη όχι από τα ιερά γράμματα, αλλά από πλάνη Ελληνική. Διότι οι μύθοι των Ελλήνων αποκαλούν ημίθεους και παιδιά θεών πολλούς. Αλλά και οι Ρωμαίοι πάλι δείχνοντας πάντα μεγαλύτερη δεισιδαιμονία ως προς αυτά, χάριζαν την ονομασία του θεού στους πιο ένδοξους από τους βασιλιάδες τους» (Κ).
Ο Πιλάτος λίγο ή καθόλου σεβόταν τον Ιουδαϊκό νόμο, τον οποίο αναμφίβολα θεωρούσε, ως βάρβαρο κώδικα αξιοκαταφρόνητου έθνους. Αλλά όπως οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες είχε δεισιδαίμονα φόβο του υπερφυσικού. Ο δέσμιος αυτός με την αδιατάρακτη γαλήνη του και τους λόγους του για βασιλεία της αλήθειας δεν μπορεί να είναι κάποιος φανατικός. Είναι όμως δυνατόν κάτι το υπερφυσικό και μυστηριώδες να τον περιβάλλει. Είναι δυνατόν να είναι υιός κάποιου θεού. Και ο Πιλάτος δεν είχε ανάγκη να κινήσει εναντίον του την εχθρότητα κάποιου τοπικού θεού (τ).
Οι εθνικοί είχαν κάποιες μυθικές παραδόσεις για ενσαρκώσεις θεοτήτων που εμφανίζονταν κάποιες φορές σε κοινά και συνηθισμένα περιστατικά, και έφερναν συμφορές σε μερικούς, οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτές τον οφειλόμενο σεβασμό. Ο Πιλάτος λοιπόν φοβάται, μήπως βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποια τέτοια περίπτωση.
(2) Περισσότερο από όσο είχε φοβηθεί πριν (β). Ο Πιλάτος είχε ακούσει να γίνεται λόγος για τα θαύματα του Ιησού, για τον ανώτερο και μυστηριώδη χαρακτήρα του, για τη διδασκαλία του και τη διαγωγή του. Πριν λίγο είχε πάρει και το παράδοξο μήνυμα της συζύγου του. Αλλά και ο Ιησούς ο ίδιος προκαλούσε σε αυτόν εντύπωση, την οποία ουδέποτε άλλοτε από κάποιον άλλον είχε αποκομίσει ο Πιλάτος. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διερωτάται μήπως όλα αυτά εξηγούνται από τον τίτλο αυτόν (g).
«Φοβάται ακούγοντας ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού και φοβάται μήπως είναι αλήθεια το λεγόμενο» (Χ), «μήπως αληθινά είναι Θεός και τον εξολοθρεύσει αφού υβρίζεται έτσι από αυτόν» (Ζ). «Ο Πιλάτος ακούγοντας έναν απλό λόγο μόνο, ότι είναι Υιός του Θεού, φοβάται. Αυτοί όμως αν και είδαν θεία έργα» (Θφ), «δεν έφριξαν, αλλά τον φονεύουν, για αυτά για τα οποία έπρεπε να τον προσκυνούν» (Χ).

Ιω. 19,9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ(1); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ(2).
9Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του ’δωσε απόκριση.
(1) «Ρωτά αυτόν, όχι έτσι, όπως πριν· Τι έκανες, αλλά Ποιος είσαι εσύ; Διότι τότε μεν, επειδή κατηγορούνταν ότι κυνηγά τη βασιλεία, εύλογα ρωτά· Τι έκανες; Τώρα όμως επειδή τον συκοφαντούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού, ρωτά από πού είσαι εσύ;» (Θφ). «Ταρασσόμενος από το φόβο, κάνει την εξέταση» (Χ).
Η ερώτηση δεν μπορεί να αναφέρεται στην επίγεια καταγωγή του Ιησού. Ο Πιλάτος γνωρίζει καλά ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος (Λουκ. κγ 6,7). Η έννοια είναι βεβαίως: Είσαι από τη γη ή από τον ουρανό; (g).
(2) «Διότι, αυτό που ζητούσε να μάθει, το έμαθε, όταν άκουσε ότι η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο. Και όπως ακριβώς τότε αφού έδειξε την εξουσία του με μαλακό τρόπο, τίποτα δεν ωφέλησε, έτσι ούτε τώρα επρόκειτο να ωφελήσει, αφού ήταν άνανδρος και φοβητσιάρης» (Ζ).
«Διότι αυτός που άκουσε ότι για αυτό γεννήθηκα και για αυτό ήλθα και ότι η βασιλεία μου δεν είναι από εδώ, και ενώ όφειλε να αντισταθεί και να τον ελευθερώσει, αυτό μεν δεν το έκανε, αλλά ακολούθησε την Ιουδαϊκή ορμή» (Χ).
«Φαίνεται τελείως ο Πιλάτος ότι δεν είναι κάποιος σταθερός, αλλά και πάρα πολύ ταράσσεται από τα τυχόντα φόβητρα. Διότι πράγματι και τους Ιουδαίους φοβόταν, και τον Ιησού ως Υιό του Θεού έφριττε» (Θφ).
Ο Πιλάτος γνώριζε ήδη αρκετά για τον Ιησού ώστε να απολύσει αυτόν. Τον είχε κηρύξει επανειλημμένως αθώο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για τον Πιλάτο. Ό,τι περισσότερο ήθελε να μάθει δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Εάν δεν τον απελευθέρωνε ως άνθρωπο αθώο, άξιζε να τον σταυρώσει ως Υιό του Θεού. Άλλωστε η σιωπή του Ιησού ήταν απάντηση. Εάν η αξίωση, για την οποία οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν τον Ιησού δεν ήταν βάσιμη, δεν θα παρέλειπε να διαψεύσει αυτήν (g).
«Συγκρίνοντας τις αφηγήσεις όλων των ευαγγελιστών βρίσκουμε, ότι η σιωπή αυτή εκ μέρους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σημειώθηκε περισσότερες από μία φορές τόσο ενώπιον των αρχιερέων, όσο και ενώπιον του Ηρώδη, στον οποίο κατά τον Λουκά ο Πιλάτος έστειλε αυτόν, όσο και ενώπιον του ίδιου του Πιλάτου [Ματθ. κστ 63,κζ 14,Μάρκ. ιδ 61,ιε 5, Λουκ. κγ 7-9,Ιω. ιθ 9]. Έτσι όχι μάταια προηγήθηκε από αυτόν η προφητεία: Σαν αμνός άφωνος εναντίον αυτού που τον κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του [Ησ. νγ 7]… Δεν άνοιγε το στόμα του σαν αμνός… δηλαδή όχι σαν κάποιος που έχει συνείδηση που τον κατηγορεί, πεπεισμένος για τις αμαρτίες του, αλλά σαν κάποιος, ο οποίος μέσα στην πραότητά του θυσιάστηκε για τις αμαρτίες των άλλων» (Αυ).
Η σιωπή του Κυρίου δεν ήταν σιωπή περιφρόνησης προς το δικαστήριό του ούτε ήταν σιωπή από ανάγκη, επειδή ο Κύριος δεν είχε τι να πει. Ήταν σιωπή υπομονής, ώστε η Γραφή να εκπληρωθεί, που έλεγε «σαν αμνός ακηλίδωτος απέναντι σε αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του» (Ησ. νγ 7). Η σιωπή μιλούσε μεγαλόφωνα για την υποταγή του Κυρίου στον Πατέρα του, του οποίου η θέληση ήταν να υποστεί τον θάνατο που ερχόταν σε αυτόν.
Σιωπά διότι δεν ήθελε να αποτρέψει το πάθημά του. Εάν τώρα ομολογούσε ότι είναι Θεός, όπως ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά, ήταν πιθανόν ο Πιλάτος να αποτρέψει την καταδίκη του. Διότι οι Ρωμαίοι, παρόλο που έσυραν στους θριάμβους τους τούς βασιλιάδες των εθνών που κατακτούσαν, στέκονταν έντρομοι μπροστά στους θεούς τους. Όπως λέει και ο θείος Παύλος: «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Και τότε πώς θα σωζόταν η ανθρωπότητα;
Αλλά ήταν και σιωπή φρόνησης και σύνεσης. Όταν ο αρχιερέας τον ρώτησε: Είσαι γιος του Ευλογητού; Απάντησε: Εσύ το είπες, διότι αυτός και το συνέδριο κατείχαν τις Γραφές, οι οποίες μιλούσαν για τον Μεσσία. Αλλά όταν ο Πιλάτος απηύθυνε προς αυτόν το ίδιο ερώτημα, επειδή αυτός δεν είχε καμία ιδέα περί Μεσσίου και για το ποια θα ήταν η αληθινή έννοια της απάντησης στο ερώτημα, αποφεύγει να απαντήσει, αφού το κεφάλι του Πιλάτου ήταν γεμάτο από την ειδωλολατρική θεογονία και από τους μύθους για θεούς που παντρεύονται με γυναίκες. Πώς θα μπορούσε αυτός να καταλάβει τη σχέση του Ιησού με τον ουράνιο Πατέρα του;

Ιω. 19,10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς(1); οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω(2) σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω(2) ἀπολῦσαί σε(3);
10Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω και εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;»
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση. Αυτό ειπώθηκε με αυστηρότητα (b). «Νόμισε ο Πιλάτος ότι η σιωπή ήταν έργο αναίδειας… Τον κατηγορεί λοιπόν ως προσβεβλημένος με σιωπή ακατάλληλη» (Κ).
(2) Με έμφαση και η επανάληψη της φράσης. «Επειδή θύμωσε διότι ούτε σε αυτόν… απάντησε, απείλησε λοιπόν με την εξουσία του» (Ζ) και «σαν ακριβώς ένα ραβδί, σηκώνει απειλητικά εναντίον του την εξουσία από το αξίωμα» (Κ).
Το ότι ο Πιλάτος μιλά για εξουσία και όχι για δικαιοσύνη, υπονοεί, ότι θεωρούσε τον Ιησού αθώο (μ). Ο Πιλάτος ξεχωρίζει τον εαυτό του και καυχιέται για την εξουσία του. Αυτοί που διαχειρίζονται εξουσία υπόκεινται σε υπερηφάνεια και αλαζονεία, τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη μπορεί να είναι η χρήση της.
Ο Πιλάτος εδώ παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια του αυτή καταντά σε παράλογη αδικία φρονώντας, ότι είχε εξουσία να σταυρώσει εκείνον, τον οποίο είχε κηρύξει δημόσια αθώο. Κανείς ηγεμόνας ή άρχοντας δεν έχει εξουσία να διαπράττει αδικίες χρησιμοποιώντας την δύναμη, την οποία το αξίωμά του παρέχει σε αυτόν. Εκείνο μόνο δικαιούμαστε να πράττουμε, το οποίο με δικαιοσύνη μπορούμε να πράττουμε.
(3) «Βλέπεις πώς προκαταδίκασε τον εαυτό του; Διότι, εάν από σένα [Πιλάτε] εξαρτάται το παν, για ποιο λόγο δεν τον ελευθερώνεις αφού δεν βρήκες καμία κατηγορία;» (Χ).
Αρκετοί κώδικες γράφουν πρώτα το ἀπολῦσαί σε και έπειτα το σταυρῶσαί σε.

Ιω. 19,11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν(2) οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν(3)· διὰ τοῦτο(4) ὁ παραδιδούς μέ σοι(5) μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει(6).
11Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δε θα είχες καμία εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό· γι’ αυτό, εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερο κρίμα από το δικό σου».
(1) «Εδώ, βλέπετε, απάντησε. Αλλά και οπουδήποτε δεν απάντησε, έπραξε αυτό όχι ως ένοχος, αλλά ως αμνός δηλαδή με απλότητα και αθωότητα δεν άνοιγε το στόμα του. Όπου λοιπόν δεν έδινε απόκριση, ήταν σιωπηλός σαν πρόβατο· όπου όμως απαντούσε, δίδασκε ως Ποιμένας» (Αυ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Ουκ έχεις. «Χαμηλώνοντας το φρόνημά του και την αλαζονεία, λέει· Δεν θα είχες εξουσία…» (Χ). Ορθώνει ήδη το ανάστημά του και ο Ιησούς και βάζει τον εαυτό του κριτή του κριτή του ή μάλλον όλων των κριτών του και σαν να καθόταν ήδη και αυτός πάνω στο δικαστικό του βήμα ζυγίζει στην αλάνθαστη ζυγαριά του και τον Πιλάτο και το συνέδριο (g).
(3) Ή λέγεται γενικά και εκφράζεται και εδώ ή ίδια αλήθεια, η οποία με άλλες λέξεις ειπώθηκε και από τον Παύλο στο Ρωμ. ιγ 1-2 (β)· η μετοχή (δεδομένον) εκφέρεται σε ουδέτερο γένος για να δηλώσει γενικώς κάθε είδος δύναμης και εξουσίας (ο). Ήταν δοσμένο στον Πιλάτο να έχει εξουσία (b).
Ή, λέγεται ειδικά για την περίπτωση της καταδίκης και σταύρωσης του Κυρίου και δηλώνει ότι «πάσχει σύμφωνα με κάποιο πιο θεϊκό σχέδιο» (Ζ), «διότι το «δεδομένον» εδώ σημαίνει ότι έχει επιτραπεί» (Χ).
«Λέει ότι η εξουσία δόθηκε στον Πιλάτο από τον ουρανό, εννοώντας όχι ότι ο Θεός και Πατέρας προξένησε το σταυρικό πάθος στον υιό του χωρίς αυτός να το θέλει, αλλά εννοεί ότι ο ίδιος ο Μονογενής από τη μία παρέδωσε τον εαυτό του στο να πάθει για χάρη μας, ο Πατέρας από την άλλη άφησε να εκπληρωθεί το μυστήριο σχετικά με αυτόν. Επομένως λοιπόν δόσιμο σε αυτά τα λόγια σαφώς εννοείται και λέγεται η συμφωνία από τον Πατέρα και ότι αυτός το επέτρεψε, αλλά και η ίδια η θέληση του Υιού» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Όταν ο Πιλάτος χρησιμοποιούσε την εξουσία του, ο Κύριος σιωπηλά υποτασσόταν σε αυτήν. Αλλά όταν ορθώθηκε υπερήφανος πάνω σε αυτήν, ο Κύριος τον ανακαλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας σε αυτόν, ότι η εξουσία του έχει δοθεί σε αυτόν από ψηλά. Είναι λοιπόν και αυτού και κάθε άρχοντα η εξουσία περιορισμένη, διότι δεν μπορεί αυτός να χρησιμοποιεί αυτήν παρά μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Δεν μπορεί αυτός που έχει την εξουσία να προχωρεί πέρα από εκείνο, το οποίο ορίζεται από το νόμο του Θεού. Οι τύραννοι και οι εξουσιαστές ας μη λησμονούν, ότι υπάρχει άλλος υψηλότερος και δυνατότερος από αυτούς, προς τον οποίο πρόκειται να λογοδοτήσουν. Και οι καταπιεζόμενοι ας κατασιγάζουν τους γογγυσμούς τους μη λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός· και ας παρηγορούνται σκεπτόμενοι, ότι οι διώκτες τους δεν μπορούν να πράξουν εναντίον τους παρά μόνο ό,τι η θεία Πρόνοια τούς επιτρέψει.
(4) Δηλαδή, επειδή η εξουσία σου πάνω μου είναι δοσμένη σε σένα από ψηλά, για αυτό…
(5) Δηλαδή τα μέλη του συνεδρίου (ιη 30,35, δες Ματθ. κζ 2, Πράξ. γ 13) μαζί με τον Καϊάφα ως αρχηγό τους (β). Υπάρχει και η γραφή παραδούς αντί για παραδιδούς.
(6) «Για να μη νομίσει, ακούγοντας, «Εάν δεν ήταν δοσμένο σε σένα», ότι απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία, για αυτό είπε· Μεγαλύτερη αμαρτία έχει αυτός που με παρέδωσε σε σένα» (Χ). «Δεν είσαι ελεύθερος από αμαρτία, αν και είναι μικρότερη η δική σου από αυτήν εκείνων που με παρέδωσαν σε σένα» (Ζ). Γιατί;
Ή «για αυτό» δηλαδή αυτός που με παρέδωσε σε σένα είναι περισσότερο ένοχος από τους δύο, διότι μεταχειρίζεται εγκληματικά και εκβιάζει την νόμιμή σου εξουσία (Καλβίνος).
Επειδή λοιπόν ο Πιλάτος έχει την εξουσία και δεν μπορεί να αποφύγει το να τον δικάσει, αυτό ακριβώς το οποίο τελείως επιθυμούσε να απομακρύνει από τον εαυτό του, ο όχλος των αρχιερέων και λοιπών Ιουδαίων που παρέδωσε τον Σωτήρα σε αυτόν για να τον θανατώσει… έχει μεγαλύτερη αμαρτία από αυτήν του Πιλάτου… Διότι η αμαρτία των κακούργων που διαστρέφουν και εκβιάζουν τους άρχοντες αυξάνει ανάλογα με την αδύναμή τους γνώμη και θέληση, ή μάλλον στη διανομή της κοινής αμαρτίας το μεγαλύτερο μερίδιο έχει ο ισχυρότερος στο νου και τη θέληση (δ).
Σχετική και η:
Η εξουσία δόθηκε σε σένα από το Θεό· «για αυτό» ο Καϊάφας είναι περισσότερο ένοχος από ό,τι θα ήταν εάν ήταν ανεύθυνος εκτελεστής, επειδή ήδη καταχράται την από το Θεό δοσμένη σε σένα εξουσία για τα πονηρά σχέδιά του (Wetstein). Οι ερμηνείες αυτές επειδή λαμβάνουν υπ’ όψη το «διὰ τοῦτο» που προηγήθηκε είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Ή είναι μεγαλύτερη η αμαρτία αυτού που παραδίδει τον Κύριο, «διότι αυτός μεν (ο Καϊάφας) έγινε κατά κάποιο τρόπο αρχή και θύρα της ασέβειας προς αυτόν, ενώ ο δικαστής αναδεικνυόταν από άκαιρη δειλία υπηρέτης ξένων τολμημάτων και μοιράστηκε την ανοσιότητα των Ιουδαίων» (Κ).
«Αυτός πράγματι με παρέδωσε στην εξουσία σου από φθόνο, ενώ εσύ ασκείς την εξουσία σου πάνω μου υπό το κράτος του φόβου. Και παρόλο που δεν πρέπει κάποιος να φονεύει τον άλλον, και μάλιστα τον αθώο, υπό το κράτος του φόβου, όχι λιγότερο το να πράττει κάποιος αυτό με ολοφάνερο φθόνο είναι πολύ βαρύτερο παρά εάν το πράττει υπό το κράτος του φόβου» (Αυ).
Ο Πιλάτος όταν άκουσε να γίνεται οπωσδήποτε αναφορά περί Υιού του Θεού φοβήθηκε· ο Καϊάφας όταν άκουσε από τον ίδιο τον Κύριο, ότι ήταν Υιός του Θεού, αποκάλεσε αυτόν βλάσφημο και δικαστικά κήρυξε αυτόν ένοχο θανάτου (b).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Πιλάτος είχε εξουσία από το Θεό πάνω στους Ιουδαίους και πάνω στον Ιησού ως Ιουδαίο. Διαχειρίζεται αυτήν, για να αποδίδει δικαιοσύνη. Εάν χρησιμοποιεί αυτήν για αδικία, γίνεται ένοχος αμαρτίας. Η αμαρτία όμως του Καϊάφα είναι μεγαλύτερη διότι η εξουσία του Πιλάτου είναι από το Θεό. Και ήταν καθήκον του Καϊάφα να γνωρίζει και να διδάσκει αλλά και να πράττει το θέλημα του Θεού.
Αλλά ο Καϊάφας, ο επίσημος αντιπρόσωπος του λαού του Θεού, προσέφυγε σε έναν εθνικό, που έχει την εξουσία από Θεού, έτσι ώστε η εξουσία αυτή η οποία δόθηκε στον Πιλάτο για υποστήριξη και απόδοση της δικαιοσύνης, χρησιμοποιηθεί για διάπραξη της αδικίας. Είναι σαν να έλεγε ο Καϊάφας: Παρόλο που βρίσκεις αθώο τον κατηγορούμενο, πρέπει να τον καταδικάσεις σε θάνατο. Η πράξη αυτή του Καϊάφα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν του ειδωλολάτρη Πιλάτου, ο οποίος για να αποφύγει στάση του λαού αποφάσιζε να παραδώσει σε θάνατο έναν φανατικό πλανεμένο (τ).
Είχε λοιπόν και ο Πιλάτος ενοχή και διέπραττε αμαρτία, και μεγάλη αμαρτία, παραδίνοντας τον Ιησού, και η πίεση που ασκούνταν σε αυτόν από τους Ιουδαίους δεν τον δικαιολογούσε. Ο Χριστός με τα όσα είπε προς αυτόν ζήτησε να αφυπνίσει τη συνείδησή του. Αλλά ο Πιλάτος μάλλον από φόβο ήταν κυριευμένος και όχι από τον πόθο της δικαιοσύνης. Κατά την ημέρα της κρίσης η ενοχή των άλλων δεν θα αμνηστεύσει εμάς, ούτε εάν οι άλλοι είναι χειρότεροί μας θα χρησιμεύσει αυτό σε δικαιολογία μας. «Διότι ο καθένας θα βαστάσει το δικό του φορτίο».

Ιω. 19,12 ἐκ τούτου(1) ἐζήτει(2) ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι(3) αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες(4)· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος(5). πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν(6) ἀντιλέγει(7) τῷ Καίσαρι.
12Ο Πιλάτος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τρόπο να τον αφήσει ελεύθερο· οι Ιουδαίοι όμως κραύγαζαν κι έλεγαν: «Αν ελευθερώσεις αυτόν, δεν μπορείς να είσαι φίλος του αυτοκράτορα· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, είναι εχθρός του αυτοκράτορα».
(1) Ή, από τη στιγμή αυτή (έτσι λέει η Βουλγάτα (=λατινική μετάφραση)).
Ή, εξαιτίας αυτού «επειδή ένιωσε κατάπληξη από τα λόγια του» (Ζ). «Εάν διαβάσουμε τα προηγούμενα θα βρούμε, ότι είχε ζητήσει και προηγουμένως να απολύσει αυτόν. Με τη φράση λοιπόν που είναι στο πρωτότυπο κείμενο πρέπει να εννοήσουμε «λόγω αυτού» δηλαδή για τον λόγο αυτόν, για να μην διαπράξει μία τέτοια αμαρτία» (Αυ).
«Τον κατέπληξε με τα λόγια, και έδωσε σαφή την απολογία· γι αυτό και ζητούσε να τον ελευθερώσει εκείνος» (Χ).
Πιθανώς διότι αναφερόμενος ο Ιησούς σε πνευματικά («αν δεν σου ήταν δοσμένο από ψηλά») ενίσχυσε την πεποίθηση του Πιλάτου, ότι ήταν όχι κάποιος επαναστάτης, αλλά ακίνδυνος οπτασιαστής (μ). Άνθρωπος, ο οποίος αναγνώριζε ότι η ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε την εξουσία από ψηλά, δεν ήταν δυνατόν να αναμιχθεί σε επανάσταση εναντίον της.
(2) Ο παρατατικός σημαίνει σειρά προσπαθειών και νέων αποπειρών στους Ιουδαίους (g). Το ζητούσε εκφράζει επιμονότερη προσπάθεια του ηγεμόνα από αυτήν που έως τώρα επέδειξε αυτός. Πώς εκδηλώθηκε η προσπάθεια αυτή αποσιωπά ο ιερός ευαγγελιστής και δεν μπορεί με κάποια πιθανότητα να προσδιοριστεί. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αντιλήφθηκαν αυτήν σαφώς οι αρχιερείς μπροστά στο πραιτώριο και επειδή φοβήθηκαν… άρχισαν να κραυγάζουν (κ).
Προσπαθούσε να απολύσει τον Ιησού, χωρίς όμως και να προσκρούσει στους αρχιερείς. Αλλά όταν οι αποφάσεις μας να πράξουμε το καθήκον μας συνδυάζονται με σχέδια που τείνουν να επιτελέσουμε αυτό ακίνδυνα και με επιδοκιμασίες από όλους, είναι αδύνατο να ενεργήσουμε καλά και να μην αθετήσουμε αυτό.
(3) Απολύω= απαλλάσσω κάποιον από το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται και τον αφήνω ελεύθερο (G).
(4) «Επειδή δηλαδή δεν ωφελήθηκαν καθόλου με τις κατηγορίες που επινόησαν από το νόμο, με κακούργο τρόπο προσφεύγουν στους εκτός αυτών νόμους λέγοντας· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά…» (Χ).
(5) Φίλος του Καίσαρα= αυτός που ανήκει στη μερίδα του Καίσαρα και φροντίζει για τη σωτηρία του (G). Συγκεκαλυμμένη απειλή. Εάν ο Πιλάτος καταγγελλόταν στη Ρώμη, ότι είχε απολύσει άνθρωπο που διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων, ήταν επόμενο να εμπλακεί σε μεγάλο κίνδυνο (β).
Ο αυτοκράτορας του θρόνου Τιβέριος ήταν ο πιο καχύποπτος από τους δεσπότες. Η κατηγορία για εσχάτη προδοσία γινόταν πάντοτε με ευκολία δεκτή από τον τύραννο, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουετώνιο atrocissime exercebat leges majestatis(=με σκληρότητα απεργαζόταν νόμους για εγκλήματα προδοσίας (καθοσιώσεως)) (g).
«Μόλις είδαν τον Πιλάτο να προσέχει μην αμαρτήσει καταδικάζοντας τον Ιησού ενώ ήταν Υιός Θεού, τον απειλούν με το φόβο του Καίσαρα και συκοφαντώντας τον Κύριο για τυραννία φοβίζουν τον Πιλάτο ότι πρόκειται να προσκρούσει στον Καίσαρα» (Θφ).
(6) «Πάλι μεταπηδούν στην κατηγορία της τυραννίας μιας και δεν θα την παρέβλεπε ο Πιλάτος αυτήν λόγω του φόβου από τον Καίσαρα» (Ζ).
Ο ύποπτης έννοιας τίτλος βασιλιάς των Ιουδαίων μαζί με τον πολιτικό χρωματισμό, τον οποίο θα έπαιρνε μπροστά στα μάτια του Τιβερίου, θα παρουσίαζε τον Πιλάτο ως μη πιστό επίτροπο, που επιχείρησε να γλυτώσει από την τιμωρία κατηγορούμενο που σφετερίστηκε την αυτοκρατορική εξουσία. Είναι αλήθεια, ότι καταφεύγοντας στο επιχείρημα αυτό οι Ιουδαίοι, αρνούνταν την ίδια ώρα τα εθνικά ιδανικά τους και αυτήν ακόμη την ιδέα και ελπίδα για το Μεσσία και ενσωματώνονταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μία τέτοια νίκη ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακριβώς για αυτό κατέφυγαν στο επιχείρημα αυτό, φυλάγοντάς το τελευταίο ως χτύπημα απόγνωσης (g).
Πάντοτε υπήρχε τέχνασμα των εχθρών της θρησκείας να παρουσιάζουν αυτήν ως επιβλαβή στις επίγειες βασιλείες και αρχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι τα μέγιστα ευεργετική και εξυπηρετική σε αυτές.
(7) «Δηλαδή αντιστέκεται» (Ζ). Αντιτίθεται (β). Επαναστατεί κατά του Καίσαρα και εκστομίζει λόγια προδοτικά εναντίον του (ο).
«Και πού φάνηκε αυτός ως τύραννος; Από πού μπορείτε να το αποδείξετε αυτό; Από την αλουργίδα (=πορφυρό ένδυμα βασιλικό); Από το στέμμα; Από την περιβολή; Από τους στρατιώτες; Δεν βάδισε μόνος πάντα μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, χρησιμοποιώντας όλα με λιτότητα, και τροφή και στολή και κατοικία;» (Χ).

Ιω. 19,13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον(1) ἤγαγεν(2) ἔξω(3) τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος(4) εἰς τόπον(5) λεγόμενον Λιθόστρωτον(6), ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ(7)·
13Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο –στα εβραϊκά «Γαββαθά».
(1) Δηλαδή το «δεν είσαι φίλος του Καίσαρα».
«Ω, πόση ανανδρία και άκαιρη δειλία! Διότι ο Πιλάτος, νομίζοντας ότι κινδυνεύει πλέον, εάν παραβλέψει αυτά τα λόγια, βγαίνει για να εξετάσει το πράγμα» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή «τούτων των λόγων» που μαρτυρείται σοβαρά= ο μεν πληθυντικός δηλώνει ότι ο στίχος 12 μόνο σε περίληψη αναφέρει αυτά που ειπώθηκαν από τους Ιουδαίους (g), ενώ η γενική πτώση σημαίνει, ότι ο Πιλάτος όχι μόνο άκουσε, αλλά και κατανόησε τη σημασία και δύναμη των λεχθέντων (β).
(2) Χωρίς πλέον να πει κάτι άλλο, «χωρίς να κάνει επίσης καμία εξέταση» (Χ) υποχωρεί στην απειλή. Πάντως όσοι εξαρτούν την ευτυχία τους από τις εύνοιες των ανθρώπων, κάνουν τους εαυτούς τους εύκολη λεία στους πειρασμούς του σατανά.
(3) Έξω δηλαδή από το Πραιτώριο, όπου ήταν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Δες στον στίχο 9 (β). Μέχρι τη στιγμή αυτή τα πάντα ήταν προκαταρκτικά. Τώρα ο Πιλάτος ανεβαίνει στο δικαστικό βήμα (τ).
(4) «Ανεβαίνει στο συνηθισμένο βήμα, έτσι ώστε να βγάλει φονική πλέον την απόφαση εναντίον του Χριστού» (Κ). Πήρε τη θέση του ως δικαστής που πρόκειται να εκφέρει τελική απόφαση (ο). Αυτό συμφωνεί και με το Ματθ. κζ 19 («καθημένου δε αυτού επί του βήματος»). Υποκείμενο λοιπόν του εκάθισεν είναι ο Πιλάτος, αν και το ρήμα καθίζω έχει μάλλον μεταβατική έννοια (δες Α΄ Κορ. στ 4,Εφεσ. α 20). Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον β΄ αιώνα, υπήρξε παράδοση, κατά την οποία οι Ιουδαίοι κάθισαν τον Ιησού σε βήμα (Ευαγγέλιο του Πέτρου 3, Ιουστίνου Απολογία Α 35). Ίσως προήλθε αυτή από παρανόηση αυτού εδώ του χωρίου (β).
(5) Πρόχειρα πιθανότατα τοποθετήθηκε εκεί το βήμα, αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτώριο και η δίκη έπρεπε να γίνει δημόσια.
(6) Η λέξη λιθόστρωτο λέγεται μοναδική φορά= έδαφος στρωμένο με λίθινες πλάκες· έτσι λεγόταν κάποιος τόπος δίπλα στο πραιτώριο στα Ιεροσόλυμα (G). Μπροστά από το πραιτώριο υπήρχε ένας χώρος από εκείνους, οι οποίοι ήταν στρωμένοι με μωσαϊκά και πάνω στα οποία οι Ρωμαίοι άρχοντες συνήθιζαν να τοποθετούν τις δικαστικές τους έδρες (g).
(7) Λέξη Αραμαϊκή. Δεν είναι μετάφραση της λέξης λιθόστρωτο. Σημαίνει: ύψωμα, λόφος (g). Αναμφίβολα η μεν Αραμαϊκή ονομασία δόθηκε στον τόπο από το σχήμα του, ενώ η ελληνική από τη φύση του δαπέδου (G).

Ιω. 19,14 ἦν δὲ(1) παρασκευὴ τοῦ πάσχα(2), ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη(3)· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν(4).
14Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας!»
(1) Ο Ιωάννης παρεμβάλλει ένδειξη για την ημέρα και ώρα, κατά την οποία η απόφαση εκφωνήθηκε. Ή, λόγω της σπουδαιότητας την οποία η κρίσιμη αυτή στιγμή είχε για την τύχη της ανθρωπότητας ή διότι θέλει να εξηγήσει τη βιασύνη των Ιουδαίων που ανυπομονούσαν για το τέλος της δίκης και την εκτέλεση της ποινής πριν το τέλος της ημέρας (g).
(2) Ή, ημέρα Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα (β, F), όπως ερμηνεύουν αυτοί που ισχυρίζονται, ότι το Πάσχα ήδη είχε εορταστεί και ο Κύριος κατά το απόγευμα της Πέμπτης έφαγε αυτό με τους μαθητές του,
ή, πιο σωστά, όπως στο σ. 31, όπου ολοφάνερα βρίσκεται με την έννοια της προετοιμασίας. Εάν επρόκειτο με τη λέξη αυτή να δηλωθεί όχι η παραμονή του Πάσχα, αλλά απλώς και μόνο η ημέρα Παρασκευή, γιατί να προστεθεί η λέξη του Πάσχα (με την έννοια της εβδομάδας του Πάσχα), αφού σύμφωνα με το Ιω. ιγ 1 ιη 28 κλπ. κανείς δεν αγνοούσε ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν ήταν στη βδομάδα του Πάσχα; (g).
Το ότι η ημέρα ήταν αυτή της προετοιμασίας του Πάσχα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ενοχή των Ιουδαίων. Σε αυτήν όφειλαν να εξαγνιστούν, να απομακρύνουν την παλαιά ζύμη και να ετοιμαστούν για το Πάσχα. Αλλά αντί για αυτό κατά την ημέρα αυτή διέπραξαν αυτοί την χειρότερη πράξη.
(3) Υπάρχουν και οι γραφές: Ώρα δε ην ωσεί έκτη· ώρα ην ωσεί έκτη· ώρα δε ως έκτη. Επιπλέον για συμβιβασμό με το Μάρκου ιε 25, όπου ως ώρα της σταύρωσης καθορίζεται η τρίτη «ο Ευσέβιος Καισαρείας… λέει ότι αυτό είναι αντιγραφικό σφάλμα… αφού το μεν γράμμα γάμμα (το κεφαλαίο Γ) σημαίνει την τρίτη ώρα» (Σβ). «Ο καλλιγράφος αντί για το γράμμα Γάμμα… έγραψε το επίσημο, αυτό που ονομάζουν οι Αλεξανδρινοί Γαβέξ, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (αμ), και έτσι το «γράμμα που δηλώνει την τρίτη ώρα, επειδή κυρτώθηκε η απλωμένη σε μήκος ευθεία, μεταβλήθηκε στη σημασία του επισήμου, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (Σβ).
Με άλλα λόγια ο αντιγραφέας εξέλαβε το Γ΄(=τρίτη ώρα) που υπήρχε αρχικά αντί για ς΄ (= έκτη ώρα). Αλλά η γραφή έκτη μαρτυρείται αυθεντικότατα.
Κάποιοι από τους νεώτερους (ανάμεσα στους οποίους και οι Tholuck, Wieseler, Keil, Westcott) υπέθεσαν ότι ο ευαγγελιστής αριθμεί εδώ από τα μεσάνυχτα και συνεπώς πρόκειται για τη δική μας έκτη πρωινή. Είναι απίθανο όμως η διαδικασία ενώπιον του Πιλάτου, η παραπομπή του Ιησού στον Ηρώδη η φραγγέλωση και η έκδοση της απόφασης να σημειώθηκαν σε όρθρο βαθύ και σε τόσο σύντομο χρόνο ώστε πριν την ανατολή του ηλίου να έχουν συντελεστεί τα πάντα.
Πιο σωστό είναι ότι διαιρούσαν χονδρικά την ημέρα και τη νύχτα, σε 4 τμήματα, από τρεις ώρες το καθένα, το οποίο εξηγεί, γιατί σχεδόν πάντοτε στην Κ.Δ. γίνεται αναφορά των ωρών τρίτης, έκτης και ενάτης, (Δες Ματθ. κ 1-5) και γιατί οι λέξεις «ωσεί (=περίπου)», «περί» συναντιούνται συχνά στον καθορισμό των ωρών (Ματθ. κζ 46,Λουκ. κγ 44,Ιω. δ 6,Πράξ. ι 3,9). Και εδώ ο Ιωάννης προσθέτει το «ωσεί».
Ενδείκνυται λοιπόν να πάρουμε κάποιο μέσο όρο τόσο για την αφήγηση του Μάρκου, όσο και για αυτήν του Ιωάννου, και τόσο περισσότερο όσο οι απόστολοι δεν είχαν το ρολόι στα χέρια. Και όπως η τρίτη ώρα του Μάρκου, η δική μας ενάτη πρωινή, μπορεί να συμπεριλάβει όλο το χρόνο από την ογδόη μέχρι τη δεκάτη πρωινή, έτσι και η έκτη του Ιωάννη μπορεί να συμπεριλάβει τον χρόνο από την ενδεκάτη μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και μια σπουδαία λεπτομέρεια, δηλαδή ότι ο Μάρκος, και κατά δεύτερο λόγο και ο Ματθαίος, προσέδωσαν στη φραγγέλωση την έννοια, την οποία σε παρόμοια περίπτωση είχε, θεωρώντας αυτήν ως την έναρξη της τιμωρίας (g).
Σχετική και η:
«Ο μεν Μάρκος εκθέτει σαφώς και αναμφίβολα την ώρα της απόφασης τού να σταυρωθεί ο Κύριος… Ενώ ο Ιωάννης μιας και είπε ο Μάρκος τον καιρό της απόφασης, αυτός λέει την ώρα, στην οποία σταύρωσε τον Κύριο· διότι πρόσεξε, πόσα έγιναν στο μεταξύ μέχρι αυτήν την ώρα, κατά την οποία ανέβηκε ο Κύριος στο σταυρό. Αφού ελευθέρωσε τον Βαραββά φραγγέλωσε τον Ιησού και τον παρέδωσε οπωσδήποτε στο να σταυρωθεί… όλα αυτά ήταν ικανά να καταναλώσουν το χρόνο από την τρίτη ώρα μέχρι την έκτη… Μαζί όμως με όλα αυτά, πρόσεξε και τον Ιωάννη πώς είπε Ήταν ώρα περίπου έκτη… σαν να διστάζει και να αμφιταλαντεύεται» (Θφ).
(4) Ή, δεν λέει πλέον Ίδε ο άνθρωπος, όπως όταν ήθελε να διεγείρει τη συμπάθειά τους και να επιτύχει την απόλυσή του. Κάθε τρυφερή συγκίνηση, κάθε αρχή έντιμη και δίκαιη υποχώρησε μπροστά στον πόθο τού να δηλωθεί η νομιμοφροσύνη στον Καίσαρα. Ιδού ο βασιλιάς σας. Να η άθλια τύχη κάθε σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας από τη διοίκηση της Ρώμης. Έτσι αποδεικνύω την πίστη μου προς τον Καίσαρα (ο).
Ο σαρκασμός του Πιλάτου απευθύνεται προς τους Ιουδαίους, όχι προς τον Ιησού (β). Ο Πιλάτος έχει ήδη λάβει απόφαση να επικυρώσει τη θανατική απόφαση και θέλει να εκδικηθεί του Ιουδαίους σαρκάζοντας αυτούς.
Ή, λιγότερο σωστά. «Πάλι άλλαξε με σκοπό να τους κάνει να ντραπούν» (Ζ). Επιχειρεί για τελευταία φορά να κινήσει αυτούς σε οίκτο.

Ιω. 19,15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω(2); ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(3)· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα(4).
15Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα».
(1) «Ω, τι αξεπέραστη μανία» (Ζ). Οι τρεις προστακτικές σε αόριστο εκφράζουν την ανυπομονησία τους (g). «Λαός άτακτος, διεφθαρμένος από τους άρχοντες» (Χ). Πάρε τον, δεν είναι δικός μας. Αποκηρύττουμε αυτόν ως πολίτη μας, πολύ περισσότερο ως βασιλιά μας. Δεν τρέφουμε κανένα σεβασμό αλλά ούτε και συμπάθεια προς αυτόν. Υπάρχουν και οι γραφές: Οι δε εκραύγαζον· οι δε έλεγον· εκραύγασαν ουν εκείνοι.
(2) Ο Πιλάτος έχει ήδη την απόφαση να ενδώσει. Αλλά πρώτα θέλει να δώσει στον εαυτό του την ευχαρίστηση τού να μπήξει και πάλι το μαχαίρι στην πληγή: Τον βασιλιά σας να σταυρώσω; Εκδικείται έτσι για την πράξη της μικρότητας και δειλίας, στην οποία τον εξαναγκάζουν (g).
«Συγκεκαλυμμένα τους ειρωνεύεται και λέει· Δείτε ποιον άνθρωπο λέτε, ότι επιχειρούσε να βασιλεύσει σε σας, ασήμαντο δηλαδή και που δεν θα επιχειρούσε τέτοια πράγματα. Διότι ποιό γνώρισμα τυράννου έχει αυτός; Στρατιώτες; Πλούτο; Ευγένεια; Να ο βασιλιάς σας. Τι κέρδος θα έχετε εάν σκοτώσετε αυτόν, άνθρωπο που δεν μπορεί ούτε τα ελάχιστα να βλάψει;» (Θφ).
(3) «Δεν λέει ότι ο λαός άρχισε αυτόν τον τόσο δυσσεβέστατο λόγο, αλλά πάλι αυτοί που τους έλαχε να είναι αρχηγοί. Διότι κραύγασαν, λέει, οι αρχιερείς… Ευθύνονται λοιπόν οι αρχιερείς, επειδή καταστρέφουν όχι μόνο τις δικές τους ψυχές, αλλά έγιναν αυτοί αρχηγοί και στρατηγοί αυτού του καταστροφικού φόνου και στους λαούς που είχαν κάτω από την εξουσία τους» (Κ).
Οι αρχιερείς υπήρξαν οι πρώτοι υποκινητές της σύλληψης και καταδίκης του Ιησού δες σ. 6,21 και ιβ 10 (β).
(4) Και όμως θα παραμέριζαν τον Καίσαρα, εάν μπορούσαν. Αρνούνται τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνηθούν εξ’ ολοκλήρου και το Χριστό (b). «Αποσκίρτησε ο Ισραήλ, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην εξουσία του Καίσαρα και απέβαλλε την βασιλεία του Θεού» (Κ).
«Διότι αρνούμενοι τη βασιλεία του Χριστού, καλούσαν πάνω τους τη βασιλεία του Καίσαρα» (Χ). «Αφού λοιπόν απογυμνώθηκαν από τη θεία επίβλεψη, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους για πανωλεθρία» (Ζ). Οι Ιουδαίοι με την ερώτηση του Πιλάτου εξωθούνται στην αξιομνημόνευτη διακήρυξη, με την οποία αυτοί οι ίδιοι διακήρυξαν την κατάργηση της θεοκρατίας και την απορρόφηση του Ισραήλ στον κόσμο των εθνών. Ενώ αυτοί τρέφονται με τη σκέψη του να ανατρέψουν το θρόνο του Καίσαρα με τον Μεσσία, αφήνουν τους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το προς τον Ιησού μίσος μέχρι τού να κραυγάσουν μπροστά στον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα: Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα (g).
Αρνούνται έτσι την πρώτη αρχή της Ιουδαϊκής θεοκρατίας ότι ο Ιεχωβά ήταν βασιλιάς τους (Α΄ Βασ. ιβ 12) και εμμέσως αρνούνται το ιδανικό του Μεσσία βασιλιά και εγκαταλείπουν ό,τι υπήρξε κατεξοχήν το χαρακτηριστικό της Ιουδαϊκής θρησκείας (β).
Από το να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως Μεσσία τους προτιμούν να αρνηθούν την ιστορία τους και όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του Ιεχωβά με το έθνος τους (F).
Αυτός, τον οποίο αναγνωρίζουν ήδη ως Καίσαρά τους, πρόκειται μετά από κάποια έτη να τους εξολοθρεύσει. Με δικαιοσύνη ο Θεός χρησιμοποιεί τιμωρό και εξολοθρευτή για αυτούς, αλλά και για εμάς εκείνον, τον οποίο προτιμούμε από το Χριστό. Και στο εξής οι Ιουδαίοι δεν θα έχουν πλέον δικό τους βασιλιά, αλλά οι βασιλιάδες των εθνών θα κυριαρχούν σε αυτούς. Αφού δεν θέλουν να έχουν βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, αυτό και θα επιβληθεί σε αυτούς από τη θεία Πρόνοια. Μόνοι τους αποφάσισαν αυτό.

Ιω. 19,16 τότε οὖν(1) παρέδωκεν(2) αὐτὸν αὐτοῖς(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
16Τότε κι ο Πιλάτος τούς τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
(1) Όταν δόθηκε η απάντηση αυτή από τους αρχιερείς ο Πιλάτος αισθάνθηκε ότι αφ’ ενός η ταπείνωση των Ιουδαίων, με την οποία ήθελε να τους εκδικηθεί, ήταν ήδη πλήρης, και αφ’ ετέρου ότι καμία δικαιολογία δεν έμεινε σε αυτόν, για να απολύσει τον Ιησού εκτός εάν εμφανιζόταν λιγότερο ζηλωτής υπέρ του αυτοκράτορα από όσο οι Ιουδαίοι (ο), για αυτό λοιπόν τότε παρέδωσε αυτόν σε αυτούς. Όταν λέχθηκαν αυτά, λέχθηκε το παν. Αρνούμενος την προσδοκία του Μεσσία ο Ισραήλ αρνήθηκε τον εαυτό του. Με το τίμημα αυτό πέτυχε, ώστε ο Ιησούς να παραδοθεί σε αυτόν (g).
Επιπλέον «θα παρείχε ο Πιλάτος όλα τα φαινόμενα ότι ενεργούσε εναντίον του Καίσαρα, εάν στη διακήρυξή τους, ότι δεν είχαν άλλο βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, επιθυμούσε αυτός να επιβάλλει σε αυτούς άλλο βασιλιά απολύοντας χωρίς ποινή έναν, τον οποίον για κάποιες τέτοιες απόπειρες παρέδωσαν σε αυτόν για να θανατωθεί» (Αυ).
(2) «Αυτός όμως αφού παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα παρόντα πράγματα, δεν θέλησε να φιλοσοφήσει τίποτα το ανώτερο· αν και βέβαια το όνειρο της γυναίκας του ήταν ικανό να τον εκπλήξει. Αλλά με τίποτα από αυτά δεν έγινε καλύτερος, ούτε είδε προς τον ουρανό, αλλά τον παρέδωσε» (Χ), «χρησιμοποιώντας την κρίση άτολμα και άνανδρα» (Θφ).
Στην ασημαντότητα των Ιουδαίων ανταποκρίνεται η ασημαντότητα του Πιλάτου. Υποχώρησε από δειλία όπως και εκείνοι άφησαν τους εαυτούς τους να σέρνονται από το άγριο μίσος τους (F).
(3) «Νομίζω ότι εύλογα και σωστά θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει λοιπόν στους Ιουδαίους το σύνολο του τολμήματος και να τους αφιερώσει την κατηγορία της αρχικής ενέργειας. Διότι αυτοί έγιναν η αρχή της ασέβειας εναντίον του Χριστού» (Κ).
Οι στρατιώτες θα εκτελούσαν τη σταύρωση, αλλά αυτοί δεν ήταν παρά τυφλά όργανα εκτέλεσης θανάτου, για τον οποίο κύριοι υπεύθυνοι ήταν οι Ιουδαίοι. Τον παρέδωσε σε αυτούς, όχι στους αξιωματικούς του, όπως γινόταν συνήθως. Έτσι δικαιολογούσε κακώς στη συνείδησή του την συντελούμενη αδικία, μην παίρνοντας αυτός την πρωτοβουλία της σταύρωσης, αλλά παραχωρώντας τον Ιησού σε αυτούς, οι οποίοι επέμεναν να τον σταυρώσουν.
Αλλά εκείνοι, οι οποίοι ωθούν και μας αναγκάζουν στο να αμαρτήσουμε και αποκλείουν από εμάς να πράξουμε ό,τι η συνείδησή μας μαρτυρεί ως δίκαιο, είναι οι χειρότεροι εχθροί των ψυχών μας. Και στα δίκτυα τέτοιων εχθρών έμπλεξε ο Πιλάτος.
(4) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές της σταύρωσης προηγήθηκε αμέσως η φραγγέλωση. Από αυτό υπέθεσαν κάποιοι από τους νεώτερους (Alford), ότι και για δεύτερη φορά ο Κύριος φραγγελώθηκε.
Αλλά όπως φαίνεται και από κάποια φράση του Λουκά («παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» Λουκ. κγ 22) ο Πιλάτος αναβάλλοντας για κάποιες στιγμές την έκδοση της απόφασης διέταξε να φραγγελωθεί, ελπίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιούσε τους Ιουδαίους και θα πετύχαινε την απόλυση του Ιησού. Έτσι ο Κύριος φραγγελώθηκε μία φορά και ο Ιωάννης καθορίζει το χρόνο της φραγγέλωσης ακριβέστερα (ο,β).

Η σταύρωση και ο τίτλος του σταυρού
Ιω. 19,17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον(1)· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(2) ἐξῆλθεν(3) εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον(4), ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ(5) Γολγοθᾶ,
Οι στρατιώτες, λοιπόν, παρέλαβαν τον Ιησού και ξεκίνησαν. Και βγήκε αυτός από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του το σταυρό, μέχρι τον λεγόμενο «Τόπο του Κρανίου» –στα εβραϊκά λέγεται «Γολγοθά».
(1) Υπάρχει και η γραφή· απήγαγον.
«Οι λέξεις αυτές μπορούν να αναφέρονται στους στρατιώτες, τους παραστάτες του Ρωμαίου επιτρόπου. Διότι παρακάτω σαφέστερα αναφέρεται «οι στρατιώτες λοιπόν όταν σταύρωσαν τον Ιησού», αν και ο ευαγγελιστής σωστά αποδίδει το παν στους Ιουδαίους, διότι αυτοί είχαν ήδη ό,τι ζήτησαν επίμονα και αυτοί έπραξαν το παν εξαναγκάζοντας να γίνει αυτό» (Αυ).
Υποκείμενο του παρέλαβον είναι οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί εκτελούσαν την απόφαση με τα χέρια των στρατιωτών. Εάν όμως το ήγαγον θεωρηθεί ως αυθεντικό, τότε το υποκείμενο είναι οι στρατιώτες (g).
(2) Σύμφωνα με την επικρατούσα στους Ρωμαίους συνήθεια, κατά την οποία «Ο καθένας από τους κακούργους μεταφέρει τον δικό του σταυρό» (Πλούταρχος Περί των βραδέως υπό του θείου τιμωρουμένων 9) και «αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε σταυρό, προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος, Όνειρο. ΙΙ 56).
Δεν αντιλέγουν σε αυτό οι συνοπτικοί, οι οποίοι αφηγούνται, ότι αγγαρεύτηκε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος για να επιτελέσει το έργο αυτό. Διότι η μετοχή βαστάζων συνδέεται στενά με το ρήμα εξήλθε (=βγήκε). Κατά τη στιγμή της αναχώρησης ο Ιησούς υποβλήθηκε στην επικρατούσα συνήθεια. Αργότερα φοβήθηκαν βλέποντάς τον να υποκύπτει και επωφελήθηκαν από τη συνάντηση με το Σίμωνα, για να απαλλάξουν αυτόν από το φορτίο (g).
Ο Κύριος κουβαλά μόνος τον σταυρό και αυτό αποτελεί μέρος του παθήματός του. Ο σταυρός ήταν αρκετά βαρύς και το σώμα του Κυρίου ήταν λεπτό και τρυφερό, ασυνήθιστο σε τέτοια φορτία και βάρη. Επιπλέον πριν από λίγο είχε μαστιγωθεί. Οι ώμοι του πονούσαν ακόμη λόγω των πληγών της φραγγέλωσης και κάθε κίνηση του σταυρού διεύρυνε τις πληγές και έκανε οξύτερο τον πόνο. Και ο Κύριος κατέβαλλε μέχρι εξάντλησης όλες του τις δυνάμεις μεταφέροντας με υπομονή πολλή το όργανο του μαρτυρίου του στον τόπο της εκτέλεσης.
Άφησε έτσι παράδειγμα διδακτικό στους μαθητές και οπαδούς του να σηκώνουν και αυτοί το σταυρό τους και να ακολουθούν αυτόν. Οποιονδήποτε σταυρό και να μας καλεί κάθε φορά να σηκώσουμε, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι πρώτος αυτός σήκωσε στον ώμο βαρύτατο σταυρό όχι για τον εαυτό του αλλά για μας. Και η ανάμνηση αυτή θα καθιστά σε εμάς ελαφρό τον σταυρό μας.
Ο Χριστός βαστάζει τον σταυρό του!
«Μέγα θέαμα! Αλλά εάν η ασέβεια βλέπει αυτό, μέγας περίγελως· εάν η ευσέβεια, μέγα μυστήριο. Εάν η ασέβεια είναι θεατής αυτού, μεγάλη επίδειξη ατιμίας· εάν η ευσέβεια ογκώδες έργο πίστεως. Η ασέβεια περιγελά τον βασιλιά που κουβαλά αντί για το βασιλικό του σκήπτρο το ξύλο της τιμωρίας του· η ευσέβεια βλέπει τον βασιλιά να κουβαλά το ξύλο για την σταύρωσή του, το οποίο όμως πρόκειται να τοποθετηθεί στα μέτωπα των βασιλιάδων· βλέπει αυτόν εκτεθειμένο στα βλέμματα των ασεβών μαζί με το ξύλο για το οποίο οι καρδιές των αγίων πρόκειται έπειτα να τον δοξάσουν» (Αυ).
«Πρόσεξε όμως που αυτό τελείται και σύμφωνα με την παλαιά προτύπωση. Διότι και εκεί ο Ισαάκ βαστάζοντας τα ξύλα πήγαινε να σφαχτεί· έτσι και εδώ ο Κύριος έχοντας το σταυρό πορεύεται, και σαν ακριβώς κάποιος στρατιώτης, κουβαλά το όπλο, με το οποίο νικά τον αντίπαλο» (Θφ).
«Αλλά τότε μεν (στον Ισαάκ) το πράγμα έφτασε μέχρι την απόφαση του πατέρα του. Διότι ήταν προτύπωση. Τώρα όμως προχώρησε το πράγμα και στην πράξη· διότι ήταν αλήθεια» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή τον σταυρόν ἑαυτοῦ.
(3) Βγήκε δηλαδή έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μωϋσής είχε απαγορεύσει τις θανατικές εκτελέσεις μέσα στο στρατόπεδο (Λευϊτικ. κδ 14,Αριθμ. ιε 35), για αυτό και οι κατάδικοι εκτελούνταν έξω από τις πόλεις (Γ΄ Βασ. κ (κα) 13,Πράξ. ζ 58), και πάνω σε αυτό στηρίζεται και η προτροπή του χωρίου Εβρ. ιγ 12. Ο άγιος Τάφος βρίσκεται σήμερα σε αρκετή απόσταση στο εσωτερικό της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα τείχη του περιβόλου είναι δυνατόν αργότερα να μετατέθηκαν. Ο γυμνός βράχος στο μέρος αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ακόμη και σήμερα, ότι το μέρος αυτό της πόλης δεν κατοικούνταν άλλοτε (g).
(4) Η ονομασία αυτή δεν προέρχεται από τις εκτελέσεις, οι οποίες γίνονταν στο μέρος αυτό. Θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να είναι πληθυντικός: κρανίων τόπος. Άλλωστε στους Ιουδαίους τέτοια λείψανα δεν έμεναν ακάλυπτα. Η ονομασία προέρχεται από το στρογγυλό σχήμα και την αποψιλωμένη μορφή του λόφου (g). Εναντίον αυτού αντιλέγει το ότι δεν υπάρχει κάποια οποιαδήποτε παράδοση που να ευνοεί αυτήν την εκδοχή, ούτε υπάρχει στα ευαγγέλια κάποια ένδειξη για το ότι ο Γολγοθάς ήταν λόφος ή ύψωμα.
Για αυτό ο β βρίσκει πιθανή και την εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, η παράδοση που για πρώτη φορά συναντιέται στον Ωριγένη (Υπόμνημα Ματθ. κζ 33), κατά την οποία «κάποιοι λένε ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και ο Ιησούς, στον τόπο, όπου ο θάνατος βασίλεψε, εκεί έστησε και το τρόπαιο. Διότι πράγματι έβγαινε βαστάζοντας ως τρόπαιο τον σταυρό κατά της τυραννίας του θανάτου» (Χ), ενδέχεται να είναι προχριστιανική και από αυτήν να προήλθε η ονομασία.
(5) Η λέξη αυτή, η οποία συναντιέται 4 φορές στο κατά Ιωάννην, βρίσκεται και δύο φορές στην Αποκάλυψη, πουθενά όμως αλλού στην Κ.Δ. (g).

Ιω. 19,18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν(1), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο(2) ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν(3), μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν(4).
18Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού. Μαζί του σταύρωσαν άλλους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού.
(1) Ο σταυρός είχε το σχήμα Τ. Ήταν λίγο υψωμένος (δες στιχ. 29). Μερικές φορές τον έριχναν κατά γης και αφού κάρφωναν πάνω του τον κατάδικο τον ανύψωναν πάλι. Συχνότερα όμως ήταν στηριγμένος στη γη και ο κατάδικος ανεβαζόταν σε αυτόν με σχοινιά, και μετά από αυτό τα χέρια του καρφώνονταν στο οριζόντιο ξύλο. Για να μην κατασχίζονται όμως αυτά από το βάρος του σώματος, στήριζαν αυτό σε χοντρό ξύλινο στέλεχος στηριγμένο στο κάθετο ξύλο του σταυρού και πάνω στο οποίο ο κατάδικος βρισκόταν σαν πάνω σε άλογο. Οι σταυρούμενοι ζούσαν συνήθως πάνω στο σταυρό γύρω στις δώδεκα ώρες, μερικές φορές όμως παρατεινόταν η ζωή τους και μέχρι την τρίτη ημέρα. Το είδος του θανάτου συνένωνε στον ύψιστο βαθμό τις οδύνες και την ατιμία όλων των άλλων τιμωριών.
Η αυξανόμενη φλόγωση των πληγών, η αφύσικη τοποθέτηση του σώματος, η από αυτό αναγκαστική ακινησία και ακαμψία των μελών, οι τοπικές συμφορήσεις, προ παντός μάλιστα στο κεφάλι, η ανείπωτη αγωνία, που προερχόταν από την διαταραχή της κυκλοφορίας, φλογερός πυρετός και δίψα βασάνιζαν τον κατάδικο χωρίς να τον φονεύουν (g).
(2) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος ονομάζουν αυτούς ληστές, ο Λουκάς κακούργους. Οι Ιουδαίοι ζήτησαν την εκτέλεση των άλλων δύο καταδίκων, για να καταστήσουν πληρέστερο τον εξευτελισμό του Ιησού ή ο Πιλάτος για να επιρρίψει ύβρη κατά του ιουδαϊκού λαού με τους δύο αυτούς συντρόφους του βασιλιά τους; Είναι δύσκολο να πούμε (g).
Τρεις σταυροί στήθηκαν εκείνη την ημέρα, και μεταξύ δύο από αυτούς πρέπει και εμείς να διαλέξουμε τον δικό μας. Ο ένας είναι ο σταυρός του αναμάρτητου Λυτρωτή, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι δικός μας. Οι άλλοι δύο σταυροί είναι της αμετανοησίας και της μετάνοιας. Μεταξύ αυτών των δύο μπορούμε και πρέπει αναγκαστικά να κάνουμε την εκλογή μας (τ).
Ο Κύριος δεν πεθαίνει πάνω στο θυσιαστήριο μεταξύ των θυμάτων, ούτε αναμιγνύεται το αίμα του με το αίμα ταύρων και τράγων· αλλά πέθανε μεταξύ των εγκληματιών και ανέμιξε το αίμα του μαζί με το αίμα εκείνων, οι οποίοι σφαγιάζονταν για ικανοποίηση της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
(3) «Ένα από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του» σύμφωνα με τους συνοπτικούς.
«Και σταυρώνουν αυτόν μαζί με ληστές, εκπληρώνοντας και με τον τρόπο αυτόν χωρίς να το θέλουν την προφητεία. Διότι εκείνα που αυτοί έπρατταν υβρίζοντας, αυτά απέβαιναν υπέρ της αλήθειας, για να μάθεις πόση είναι η δύναμη αυτής· διότι και αυτό το προείπε αφού φωτίστηκε από τον ουρανό και ο προφήτης, ότι «ελογίσθη μετά των ανόμων» (Ησαΐου νγ 12). Ήθελε βέβαια ο δαίμονας να επισκιάσει αυτό που γινόταν, αλλά δεν μπόρεσε. Διότι σταυρώθηκαν μεν οι τρεις, έλαμψε όμως μόνος ο Ιησούς» (Χ).
«Δες όμως τη σοφία του Θεού, πώς και αυτό, το οποίο αυτοί έκαναν για να υβρίσουν τον Κύριο, απέβη σε δόξα του. Διότι και σε αυτόν τον ίδιο το σταυρό έσωσε τον ληστή, το οποίο είναι θαύμα από κανένα άλλο θαύμα μικρότερο» (Θφ).
(4) Για κοροϊδία μπήκε ο Ιησούς στη θέση της τιμής λόγω των βασιλικών του αξιώσεων (F). Υπήρξε καταφρόνηση και θλίψη άλλη όμοια με αυτήν του Ιησού; Αυτός, του οποίου ένδυμα υπήρξε η δόξα, αποστερήθηκε αυτήν ολοτελώς και ντύθηκε την αισχύνη. Αυτός ο οποίος υπήρξε ο αίνος των αγγέλων, κατέστη όνειδος και χλεύη των ανθρώπων. Αυτός ο οποίος υπήρξε η αιώνια χαρά και μακαριότητα στον κόλπο του Πατέρα του, ήδη βρίσκεται στον έσχατο βαθμό του πόνου και της αγωνίας. Δείτε αυτόν ματωμένο· δείτε τον να αγωνίζεται, δείτε τον να πεθαίνει και αγαπήστε τον και ζήστε για αυτόν και φροντίστε, τι θα ανταποδώσετε σε αυτόν.

Ιω. 19,19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ(2)· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
19Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: «Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων».
(1) = Επιγραφή με την οποία δηλωνόταν το έγκλημα και η αιτία της ποινής (G). «Δηλαδή αιτία και επιγραφή και δήλωση» (Θφ). Όρος τεχνικός titulus, τίτλος, επιγραφή, σανίδα, αιτία. Κατά τη Ρωμαϊκή συνήθεια ο οδηγούμενος να σταυρωθεί κουβαλούσε αυτός ο ίδιος ή άλλοι κουβαλούσαν μπροστά από αυτόν επιγραφή, στην οποία παρέχονταν ενδείξεις για το έγκλημά του, και η οποία αναρτιόταν πάνω στο σταυρό. Ο Πιλάτος επωφελήθηκε από αυτήν τη συνήθεια για να στιγματίσει τους Ιουδαίους εξαγγέλλοντας ακόμη μία φορά ότι ο εγκληματίας αυτός ήταν βασιλιάς τους (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή· επέθηκεν επί του σταυρού. Στο Ματθ. κζ 37 αναγράφεται: Τοποθέτησαν πάνω από το κεφάλι του, το οποίο υπαινίσσεται, ότι ο σταυρός είχε σχήμα που ονομαζόταν Crux immissa με ένα δεύτερο οριζόντιο ξύλο πάνω στο οποίο στήριζαν τους βραχίονες και το οποίο ήταν παράλληλο προς το άλλο στο οποίο καρφώνονταν τα χέρια (β).
(3) Περιλαμβάνει μέσα του ο τίτλος το όνομα (Ιησούς ο Ναζωραίος) και ένδειξη του εγκλήματος με λέξεις σαρκασμού (ο βασιλιάς των Ιουδαίων) (β).
Η προσθήκη της λέξης ο Ναζωραίος στη φράση ο βασιλιάς των Ιουδαίων κάνουν τον σαρκασμό οξύτερο και υβριστικότερο, εφ’ όσον στην ατίμωση του σταυρού προσθέτονταν και η ταπεινή καταγωγή του βασιλιά αυτού των Ιουδαίων (ο).
«Επειδή δηλαδή τον παρέδωσαν ως φαύλο και την απόφαση αυτή επιχειρούσαν να την επιβεβαιώσουν με την σταύρωσή του μαζί με τους ληστές, για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να διατυπώσει πονηρές κατηγορίες και να τον κατηγορεί σαν κάποιο φαύλο και πονηρό, φράσσοντας ο Πιλάτος τα στόματα αυτών… και για να δείξει ότι επαναστάτησαν κατά του δικού τους βασιλιά, σαν ακριβώς σε κάποιο τρόπαιο, έτσι έθεσε την επιγραφή, που άφηνε περίλαμπρη φωνή και δήλωνε την νίκη και διακήρυττε την βασιλεία, αν και όχι ολόκληρη» (Χ).
Διότι η επιγραφή αυτή επιβεβαίωνε την αθωότητα του Κυρίου, διότι ανέγραφε κατηγορία, η οποία όπως ήταν διατυπωμένη, δεν εξέφραζε κάποιο έγκλημα. Εάν η όλη κατηγορία, την οποία του απέδιδαν ήταν αυτή, ασφαλώς δεν είχε πράξει τίποτα άξιο θανάτου ή φυλάκισης. Ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο ευλογημένος Ναζωραίος, ο αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Μεσσίας, το άστρο και το σκήπτρο, το οποίο επρόκειτο να ανατείλει από το Ισραήλ, όπως ο Βαλαάμ είχε προείπε. Και πέθαινε για το καλό του λαού, όπως ο Καϊάφας είχε προφητεύσει. Έτσι και οι τρεις αυτοί πονηροί άνδρες ο Βαλαάμ, ο Καϊάφας, ο Πιλάτος, μαρτυρούσαν υπέρ του Χριστού, παρόλο που η πρόθεσή τους δεν ήταν τέτοια.

Ιω. 19,20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον(1) πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι(2) ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος(3) ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί(4).
20Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη, και η επιγραφή ήταν γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά.
(1) «Ήταν δηλαδή τοποθετημένη μπροστά σε όλους, ομολογώντας ολοφάνερα τη βασιλεία του Σωτήρα μας με τρεις γλώσσες που ήταν οι πιο διάσημες από όλες έως τότε και προσφέροντας στον σταυρωμένο την έναρξη κατά κάποιο τρόπο της προφητείας που ειπώθηκε για αυτόν. Διότι είπε σε κάποιο σημείο ο Δανιήλ ο σοφότατος, ότι σε Αυτόν δόθηκε η τιμή και η βασιλεία και σε αυτόν θα δουλεύσουν όλες οι φυλές και οι γλώσσες» (Κ).
Έτσι ο Κύριος υψώθηκε (Ιω. ιβ 32) και άρχισε να ελκύει τα έθνη προς τον εαυτό του. Η βασιλεία του εγκαθιδρύθηκε. Ανεβάστηκε στο θρόνο του, θρόνο αισχύνης αλλά και δύναμης· το στέμμα της δόξας και των αγκαθιών είναι στο μέτωπό του. Και πάνω από το κεφάλι του είναι ο τίτλος του: ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού. Διότι έτσι ήταν αναγκαίο να ιδρυθεί και πάνω στη γη η βασιλεία του Θεού, αφού αυτή πρέπει να κυριαρχεί στις καρδιές και τις θελήσεις των ανθρώπων. Ο υιός του ανθρώπου έπρεπε να πάθει. Και βασιλεύει από το Ξύλο (τ).
Διάβασαν τον τίτλο αυτόν πολλοί από τους Ιουδαίους, όχι μόνο από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, αλλά και από την υπόλοιπη χώρα της Παλαιστίνης, ξένοι και προσήλυτοι οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του Πάσχα. Πλήθη πολλά τη διάβασαν και έδωσε η επιγραφή αφορμή σε ποικίλες σκέψεις και θεωρίες, αναλόγως των διαθέσεων αυτών που την διάβαζαν.
(2) Ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους Ιουδαίους διάβασαν τον τίτλο.
(3) Το «τῆς» να το συντάξεις με το ἐγγὺς (b). Όχι ο τόπος της πόλης ήταν κοντά, αλλά ο τόπος, όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη. Η πρώτη σύνταξη προϋποθέτει ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε σε τόπο που βρισκόταν μέσα στην πόλη. Αλλά ο Ιησούς έπαθε έξω από την πύλη σύμφωνα με το Εβρ. ιγ 12, δες Ματθ. κζ 32, Πράξ. ζ 58 (β).
(4) «Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πολύ έξυπνα βεβαίως και με ένα θεϊκό και ανέκφραστο σχέδιο τοποθετήθηκε ο τίτλος να έχει τριπλή την γραφή, στα Εβραϊκά, τα Ρωμαϊκά, τα Ελληνικά» (Κ). Με τις τρεις γλώσσες της επιγραφής δόθηκε στο περιεχόμενό της η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Ο Ιησούς στην κατώτατη βαθμίδα της ταπείνωσής του διακηρύχτηκε Βασιλιάς-Μεσσίας στις τρεις κυριότερες γλώσσες του τότε κόσμου (g).
«Διότι οι τρεις αυτές γλώσσες ήταν διαδεδομένες περισσότερο από τις άλλες στον τόπο εκείνο· η Εβραϊκή εξαιτίας των Ιουδαίων, οι οποίοι καυχιόντουσαν για το νόμο του Θεού· η Ελληνική εξαιτίας των σοφών μεταξύ των εθνών και η Λατινική εξαιτίας των Ρωμαίων, οι οποίοι τότε ασκούσαν κυριαρχική εξουσία σε πολλές και σχεδόν σε όλες τις χώρες» (Αυ).
Η Εβραϊκή ήταν η εθνική γλώσσα, η Ελληνική κατανοούνταν καθολικά σαν ένα είδος διεθνούς γλώσσας και η Ρωμαϊκή ήταν η επίσημη γλώσσα. Σε κάθε μία από τις γλώσσες αυτές ο Χριστός διακηρύχτηκε βασιλιάς, στον οποίο όλοι οι θησαυροί της αποκάλυψης, της σοφίας και της δύναμης είναι απόκρυφοι. Και με την αναγραφή της επιγραφής στις τρεις γλώσσες υποδηλωνόταν ότι ο Ιησούς Χριστός θα ήταν ο Σωτήρας όλων των εθνών και όχι μόνο των Ιουδαίων και ότι όλα τα έθνη θα άκουγαν στη δική τους διάλεκτο τα μεγαλεία του Λυτρωτή.

Ιω. 19,21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων(1)· μὴ γράφε(2), ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος(3) εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων(4).
21Διαμαρτύρονταν, λοιπόν, οι αρχιερείς των Ιουδαίων στον Πιλάτο: «Μη γράφεις “Βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι “εκείνος είπε, Είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων”».
(1) Η φράση αυτή που δεν συναντιέται κάπου αλλού είναι αξιοσημείωτη. Σημαίνει, ότι αυτοί ενεργούσαν εδώ ως υπερασπιστές των συμφερόντων του θεοκρατικού λαού (g).
(2) «Δεν αντέχουν τα γραφόμενα στην επιγραφή οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων και εισέβαλλε μέσα τους δριμύς φθόνος και αρνούνται πάλι την βασιλεία του Χριστού και λένε ότι αυτός μεν δεν εξουσίασε αληθινά, ούτε βεβαίως τον παραδέχτηκαν ποτέ ως τώρα ως βασιλιά, αλλά λένε ότι αυτός χρησιμοποίησε έναν τέτοιο λόγο» (Κ).
Όπως ήταν η επιγραφή, δήλωνε, ότι «είναι απόφαση και κοινή γνώμη» των Ιουδαίων που τον ανακήρυξε βασιλιά, «αν όμως προστεθεί ότι «εκείνος είπε», αποδεικνύεται ότι η κατηγορία ήταν αποτέλεσμα της δικής του αυθάδειας και αλαζονείας» (Χ).
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τους στίχους 20 και 21 μέχρι το «ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος» που δεν συμπεριλαμβάνεται.
(3) Χρησιμοποιούν ήδη ονομασία για αυτόν τέτοια, σαν για έναν, τον οποίον απομάκρυναν από αυτούς (b). Εκείνος είπε. Ελέγχονται και πάλι να είναι γεμάτοι από πείσμα και κακία εναντίον του Χριστού. Δεν ήταν αρκετό ότι είχαν σταυρώσει αυτόν, αλλά ήθελαν να συσταυρώσουν και το όνομά του. Ζητούν να αποδώσουν σε αυτόν κακό χαρακτηρισμό και να τον παρουσιάσουν ως σφετεριστή τιμών και εξουσιών, οι οποίες δεν του ανήκαν.
Αλλά ο Χριστός ούτε διεκδίκησε ποτέ βασιλικό στέμμα επίγειο, ούτε είχε πει ότι είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων, με την έννοια που το εννοούσαν αυτό οι αρχιερείς. Λένε, ότι εκείνος είπε Είμαι Βασιλιάς των Ιουδαίων, χωρίς να αποδεικνύουν εάν και πού και πότε είπε αυτό.
(4) Αγνοούν «και αυτό, ότι δηλαδή δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέματα η φύση της αλήθειας· και αλήθεια είναι ο Χριστός. Επομένως λοιπόν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, αφού αποδεικνύεται ότι έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, όπως και αυτοί οι ίδιοι το ενισχύουν αυτό με τα δικά τους λόγια» (Κ).
«Ο Χριστός λοιπόν είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, αλλά εκείνων οι οποίοι είναι Ιουδαίοι με περιτομή καρδιάς, στο πνεύμα και όχι στο γράμμα· των οποίων ο έπαινος είναι όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό· οι οποίοι ανήκουν στην ελεύθερη Ιερουσαλήμ, την στους ουρανούς αιώνια μητέρα μας, την πνευματική Σάρρα, η οποία έβγαλε την δούλη και τα τέκνα της από το σπίτι της ελευθερίας» (Αυ).

Ιω. 19,22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος(1)· ὃ γέγραφα, γέγραφα(2).
22Τότε ο Πιλάτος αποκρίθηκε: «Ό,τι έγραψα, έγραψα».
(1) Η απάντηση του Πιλάτου είναι απάντηση εξοργισμένου άντρα, που έχει την απόφαση να μην υποχωρήσει πλέον σε κάτι στους πανούργους και μοχθηρούς εχθρούς του Ιησού (ο).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει το συντελεσμένο ήδη γεγονός. Βρίσκουμε εδώ τον Πιλάτο, τέτοιον όπως ο Φίλων τον χαρακτηρίζει, δηλαδή με πεισματικό και άκαμπτο χαρακτήρα (g).
«Τους ξεφορτώνεται ο Πιλάτος που θέλουν να ζητήσουν να αλλάξει η επιγραφή και δεν επιτρέπει να αδικήσουν μέχρι τέλους την δόξα του Σωτήρα μας, και αυτό το έκανε εννοείται με ένα θείο και ανέκφραστο νεύμα (παρακίνηση). Διότι είναι μπηγμένη και ασυκοφάντητη η βασιλεία του Χριστού, έστω και αν δεν το θέλουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επιχειρούν να παραχαράξουν την ομολογία της δόξας σε αυτόν» (Κ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όταν οι Ιουδαίοι απορρίπτουν το Χριστό, και δεν θέλουν να έχουν αυτόν βασιλιά, ο Πιλάτος μολονότι εθνικός, επιμένει να μην διαγραφεί, ότι είναι βασιλιάς. Αυτό αποτελεί ένα προοίμιο εκείνου, το οποίο επρόκειτο να συμβεί μετά από λίγο, όταν τα έθνη θα υποτάσσονταν στη βασιλεία του Μεσσία, εναντίον της οποίας οι Ιουδαίοι που απίστησαν είχαν αποστατήσει.

Η διανομή των ιματίων
Ιω. 19,23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν(1), ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(2) καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη(3), ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα(4)· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος(5), ἐκ τῶν ἄνωθεν(6) ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου(7).
23Όταν, λοιπόν, οι στρατιώτες σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα ρούχα του και τα μοίρασαν σε τέσσερα μερίδια, ένα μερίδιο για κάθε στρατιώτη. Πήραν επίσης και το χιτώνα, που ήταν χωρίς καμιά ραφή, υφαντός ολόκληρος από πάνω μέχρι κάτω.
(1) Δηλαδή κάρφωσαν αυτόν πάνω στο ξύλο και έστησαν το σταυρό στη θέση του (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Οἱ οὖν στρατιῶται οι σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν.
(2) Ο Ρωμαϊκός νόμος De bonis damnatorum (=περί των αγαθών ή της περιουσίας των καταδίκων) απέδιδε στους εκτελεστές τα ενδύματα των εκτελουμένων (g).
«Παρόλο που και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρον αυτό, οι άλλοι όμως κάνουν αυτό συντομότερα από τον Ιωάννη και η σημείωσή τους για αυτό είναι ασαφής, ενώ του Ιωάννη γίνεται με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο» (Αυ).
Ο Ιησούς λοιπόν πάνω στο σταυρό γυμνός. Τι ντροπή! Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε μαζί με την αμαρτία. Εκείνος λοιπόν ο οποίος έγινε αμαρτία για μας, υπέστη και την αισχύνη αυτή, για να απαλλάξει εμάς από αυτήν. Γυμνώθηκε, για να ντυθούμε εμείς με ενδύματα λευκά (Αποκ. γ 18) και έτσι ώστε αφού γδυθούμε να μην βρεθούμε γυμνοί.
(3) «Ο Ιωάννης αφηγείται και πόσα μέρη έκαναν από τα ιμάτιά του, δηλαδή τέσσερα, για να μπορεί κάθε στρατιώτης να πάρει από ένα. Από αυτό φαίνεται, ότι ήταν τέσσερεις στρατιώτες, οι οποίοι εκτέλεσαν τις σχετικά με την σταύρωση διαταγές του επιτρόπου της Ρώμης» (Αυ).
Σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 4 τα στρατιωτικά αποσπάσματα αποτελούνταν από τετράδες στρατιωτών.
(4) Το εσωτερικό ένδυμα, που κάλυπτε συνήθως το γυμνό σώμα (G) και αντιστοιχεί με το δικό μας πουκάμισο.
(5) Χωρίς κάποια ραφή, όπως ήταν το εφώδ ή ο ποδήρης (μέχρι τα πόδια) υποδύτης (ένδυμα κάτω από το θώρακα) του αρχιερέα των Ιουδαίων (Εξοδ. κη 27 και εξής, Ιωσήπου Ιουδ. Αρχαιολ. ΙΙΙ,VII 4), τον οποίο ο Ιώσηπος ονομάζει χιτώνα, μολονότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον καθ’ αυτό χιτώνα, ο οποίος ήταν εσωτερικό ένδυμα (β). Ο χιτώνας αποτελούνταν συνήθως από δύο τεμάχια, τα οποία συρράπτονταν μεταξύ τους στους ώμους και στις πλευρές (ο).
(6) Με έννοια τοπική όπως στο Ματθ. κζ 51, Μάρκ. ιε 38 (C).
(7) Ήταν υφασμένος σε όλη την έκτασή του (g). Το ένδυμα άρχιζε από το ανώτερο μέρος και ήταν υφασμένο έως κάτω. Η λεπτομέρεια αυτή για την κατασκευή του δείχνει, ότι είχε υφανθεί με πολλή δεξιότητα. Ήταν πιθανώς αυτός δώρο κάποιου ή κάποιων από τις γυναίκες που τον ακολουθούσαν από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν σύμφωνα με το Λουκά η 3 (ο).
Λιγότερο πιθανώς: «Κάποιοι λένε ότι με αυτό δηλώνεται μία αλληγορία, ότι δεν ήταν απλώς άνθρωπος ο σταυρωμένος, αλλά και από πάνω (από τον ουρανό) είχε τη θεότητα» (Χ).
Ή «Αν κάποιος βεβαίως θα προτιμούσε, τον χιτώνα τον υφαντό από πάνω έως κάτω να του αλλάξει το νόημα, ώστε να δηλώνει το άγιο σώμα του Χριστού, επειδή έγινε αυτό χωρίς σαρκική μείξη και κάποια κατά κάποιο τρόπο ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά υφάνθηκε στη μορφή που του έπρεπε με την ενέργεια του Πνεύματος και την δύναμη από ψηλά, και αυτή η άποψη είναι αποδεχτή» (Κ).
Ο Κυπριανός χρησιμοποιεί τον χιτώνα ως σύμβολο της αδιαίρετης εκκλησίας. Άλλη αλληγορία· το εφώδ του αρχιερέα των Ιουδαίων ήταν υφαντό. Ο Χριστός λοιπόν πάνω στο Σταυρό είναι ο αρχιερέας του κόσμου (Εβρ. γ 1 και εξής) (μ).
Αξιόλογη και η επόμενη παρατήρηση: Όπως ο χιτώνας, τον οποίο ο Χριστός φορούσε κατευθείαν στο σώμα του ήταν άρραφος υφασμένος ολόκληρος από το επάνω μέρος, έτσι και ό,τι ο Ιησούς άφησε είναι μοναδικό, ενιαίο και αρμονικό.
Είτε κρίνουμε αυτόν κατά το θρησκευτικό σύστημα, το οποίο μας κληροδότησε· είτε τον κρίνουμε κατά τον κώδικα της ηθικής, τον οποίο μας παρέδωσε· είτε τον κρίνουμε κατά τον άσπιλο και απολύτως αναμάρτητο χαρακτήρα, τον οποίο μας άφησε ως ύψιστο πρότυπο και ιδεώδες, θα τον βρούμε μοναδικό, εκπληκτικό, ένα στην ιστορία του κόσμου όμοιο του οποίου σε όλα δεν παρουσίασαν αλλά ούτε θα παρουσιάσουν οι αιώνες.

Ιω. 19,24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν(1), ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ(2) τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ(3) πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον(4).
24Είπαν τότε μεταξύ τους: «Ας μην τον σκίσουμε, αλλά να ρίξουμε κλήρο για να δούμε ποιος θα τον πάρει». Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή, που έλεγε: Τα ρούχα μου μοιράσαν μεταξύ τους και το ιμάτιό μου το ’βαλαν στον κλήρο.
(1) «Μιλά έτσι, για να αντιληφθούμε, ότι δεν μπήκε λαχνός για τα άλλα ρούχα του· αλλά ο χιτώνας του, τον οποίον πήραν μαζί με τα άλλα ρούχα, δεν διαμοιράστηκε όπως εκείνα… Δεν μπορούσαν οι στρατιώτες να πάρουν μέρος από αυτόν χωρίς να τον σχίσουν, οπότε θα αποκτούσε ο καθένας από αυτούς άχρηστα τεμάχια αυτού. Για να προλάβουν λοιπόν αυτό προτίμησαν να πάει αυτός σε έναν με κλήρο» (Αυ).
(2) Ο Field επιμένει, ότι το ρήμα λαγχάνω με την έννοια του ρίχνω κλήρους είναι χωρίς προηγούμενο, αφού η συνηθισμένη του έννοια είναι επιτυγχάνω με κλήρο ή λαχνό. Ο Σύμμαχος όμως μεταφράζει το Ψαλμ. κα 19 με το ελάγχανον (β).
Υπάρχει και αλληγορική ερμηνεία: «Αφού μοίρασαν σε τέσσερα μέρη τα ρούχα του Σωτήρα, φυλάνε τον ένα αχώριστο… Διότι τα τέσσερα μέρη της οικουμένης μοιράστηκαν κατά κάποιο τρόπο αλλά έχουν και αχώριστο το άγιο όντως ένδυμα του Λόγου, δηλαδή το σώμα του. Διότι αν και κατακόβεται σε κομμάτια στον καθένα και αγιάζει την ψυχή του καθενός μαζί με το σώμα του, με τη δική του σάρκα ο Μονογενής, είναι ολόκληρος και αχώριστος σε όλους και είναι ένας παντού» (Κ).
Ή «τα ιμάτια του Κυρίου Ιησού Χριστού διανεμήθηκαν σε τέσσερα μέρη, που συμβολίζουν την τετραμερή του Εκκλησία, που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα μέρη… Αλλά ο χιτώνας, για τον οποίο ρίχτηκαν λαχνοί, σημαίνει την ενότητα των μερών αυτών που επιτυγχάνεται με τους δεσμούς της αγάπης» (Αυ).
(3) Στον Ψαλμό κα 19. Η παράθεση σύμφωνα με τους Ο΄.
(4) «Με αυτά με τα οποία ο διάβολος ενεργεί με πονηρία, με αυτά οι προφητείες εκπληρώνονται. Και δες την αλήθεια: Τρεις ήταν οι σταυρωμένοι. Και όμως, σε αυτόν μόνο εκπληρώνονται τα λόγια των προφητών. Και πρόσεξε την ακρίβεια της προφητείας» (Θφ).
«Ο προφήτης δεν λέει έβαλαν κλήρο αλλά διαμοίρασαν τα ιμάτιά μου. Ούτε λέει αφού έβαλαν κλήρο διαμοίρασαν, αλλά ενώ καμία αναφορά δεν κάνει για κλήρο ως προς τα υπόλοιπα ιμάτια, έπειτα λέει: και για τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο, αναφερόμενος μόνο στο χιτώνα» (Αυ).
«Διότι όχι μόνο ό,τι μοιράστηκαν, αλλά και ό,τι δεν μοιράστηκαν είπε ο προφήτης· διότι τα μεν τα μοίρασαν, τον χιτώνα όμως δεν τον μοίρασαν, αλλά το πράγμα το τακτοποίησαν με κλήρο» (Χ).
Η αχαλίνωτη κριτική ισχυρίζεται, ότι τα δύο μέλη του στίχου που παρατίθεται από τον ευαγγελιστή είναι εξ’ ολοκλήρου ταυτόσημα και ότι ο Ιωάννης παρασύρεται από τη φαντασία του, όταν θέλει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «διεμερίσαντο» και του «έβαλαν κλήρο» ή και μεταξύ των λέξεων «ιμάτια» και «ιματισμός».
Αλλά βαθύτερη μελέτη του παραλληλισμού στην εβραϊκή ποίηση δείχνει, ότι το δεύτερο μέλος προσθέτει πάντοτε υπαινιγμό ή ιδέα νέα στην ιδέα του πρώτου. Αλλιώς το δεύτερο μέλος θα ήταν ταυτολογία ανόητη. Δεν είναι επανάληψη, αλλά πρόοδος. Η πρώτη λέξη «ιμάτια» σημαίνει τα διάφορα τεμάχια της ενδυμασίας της εσωτερικής, η δεύτερη «ιματισμός», το καθ’ αυτό ένδυμα, το οποίο αφαιρούμενο αφήνει γυμνό το σώμα (g).

Ο Ιησούς αναθέτει τη μητέρα του στον αγαπημένο μαθητή
Ιω. 19,25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται(1) ταῦτα ἐποίησαν(2). εἱστήκεισαν(3) δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ(4) τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ(5), Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ(6) καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
25Αυτά έκαναν οι στρατιώτες.Κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του, η αδερφή της η Μαρία, γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή.
(1) Το «μεν» αντιτίθεται στο ακόλουθο «δε». Η άσπλαχνη και ιδιοτελής συμπεριφορά των στρατιωτών αντιτίθεται με την παρουσία των γυναικών από βαθειά συμπάθεια κοντά στο σταυρό (ο). Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές συνενώνουν την πρόταση αυτή με τον προηγούμενο στίχο (Webster και Wilkinson, Owen, Fillion, Godet, Bernard, Nestle).
(2) Οι Ρωμαίοι στρατιώτες χωρίς να το καταλαβαίνουν συντέλεσαν στην εκπλήρωση της προφητείας και κάνοντας αυτά σήμαναν την αληθινή έννοια των λόγων του Δαβίδ (g).
(3) «Και το ασθενέστερο φύλο, φάνηκε ανδρειότερο τότε· τόσο πολύ πλέον άλλαζαν τα πάντα» (Χ). «Τι ήταν λοιπόν αυτό που έπεισε τον μακάριο ευαγγελιστή να λεπτολογήσει εδώ ώστε να αναφέρει και την παραμονή των γυναικών στο σταυρό;» (Κ).
Ή, πιο σωστά, διότι ο ευαγγελιστής θέλει να εξιστορήσει επεισόδιο, στο οποίο ο Ιησούς «σταυρωμένος αναθέτει την μητέρα του στον μαθητή, διδάσκοντάς μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή να δείχνουμε κάθε φροντίδα για τους γονείς» (Χ) και στο οποίο η μητέρα του Ιησού θλιμμένη αλλά καρτερική και ανδρεία συμμετέχει στις οδύνες του Υιού της (F).
Ή, ελάχιστα πιθανώς «σκοπός του ευαγγελιστή ήταν να διδάξει και εκείνο, ότι δηλαδή και αυτήν… την μητέρα του Κυρίου την σκανδάλισε αυτό που έγινε τόσο απροσδόκητα… Αφού λοιπόν η μητέρα του έπεσε σε σκάνδαλο και αναμίχτηκε σε αταξία λογισμών, πώς δεν έπρεπε να προνοήσει ο Κύριος;… Γνωρίζοντας λοιπόν τους διαλογισμούς που είχε μέσα της, την παρέδωσε στο μαθητή σαν σε άριστο μυσταγωγό (=αυτός που μυεί και οδηγεί στα μυστήρια), ο οποίος μπορούσε καλά και με ικανότητα να διηγηθεί λεπτομερώς το βάθος του μυστηρίου» (Κ).
Δίκαια θαυμάζει κανείς την δύναμη της θείας χάρης, που ενισχύει τις γυναίκες αυτές και ιδιαίτερα την Παρθένο Μαρία κατά την δεινή αυτή δοκιμασία. Δεν βλέπουμε την μητέρα του Μονογενούς να χτυπά το στήθος της ή να ξεριζώνει τις τρίχες του κεφαλιού της ή να ξεσχίζει τα ρούχα της ή να βγάζει κραυγές γοερές. Αλλά την βλέπουμε με καρτερία να στέκεται κοντά στο σταυρό και τις φίλες της μαζί της. Ασφαλώς και αυτή και εκείνες ενδυναμώνονταν από θεία δύναμη για να δείχνουν τέτοια υπομονή.
(4) Η πρόθεση «παρά» δεν σημαίνει στα πόδια του σταυρού αλλά κοντά σε αυτόν (g).
(5) Διχάστηκαν εδώ οι γνώμες των ερμηνευτών.
Οι μεν υποστήριξαν, ότι πρόκειται εδώ για τρεις μόνο γυναίκες όπου ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη δεν αναφέρει την μητέρα του Σαλώμη, η οποία επίσης στεκόταν κοντά στο σταυρό (b).
Συνεπώς εδώ αδελφή της μητέρας του Κυρίου είναι η Μαρία η του Κλωπά. «Και όμως η Θεοτόκος ήταν μονογενής· αλλά επειδή ο Ιωσήφ και ο Κλωπάς ήταν αδελφοί, και είναι συνήθεια στους Εβραίους να ονομάζονται αδελφές και οι γυναίκες των αδελφών… έτσι λοιπόν τη συννυφάδα της, τήν ονόμασε αδελφή. Αλλά ο Ιωσήφ μεν και ο Κλωπάς, οι άνδρες τους, ήταν φυσικοί αδελφοί· αυτές όμως, οι γυναίκες τους, εξ’ αγχιστείας αδελφές» (Ζ).
Άλλοι όμως από τους νεώτερους (Wieseler, Meyer, Luthardt, Weiss, Westcott, Owen, Bernard κλπ.), ενισχυόμενοι και από την διαφορετική γραφή της Πεσσιτώ και της Περσικής και Αιθιοπικής μετάφρασης, ( της μητρός αυτού «και» Μαρία η του Κλωπά) υποστήριξαν, ότι πρόκειται για τέσσερεις γυναίκες και ότι η αδελφή της Θεοτόκου ήταν η Σαλώμη, η μητέρα του ευαγγελιστή.
Έτσι απέφυγαν μεν τη δυσκολία, κατά την οποία δύο αδελφές είχαν το ίδιο όνομα Μαρία, (η οποία όμως και πάλι αποφεύγεται όταν δεχτούμε ότι η σύζυγος του Κλωπά ήταν συννυφάδα της Θεοτόκου), και βρήκαν περισσότερο καλή εξήγηση, το ότι ο Ιησούς εμπιστεύτηκε τη μητέρα του στον Ιωάννη, τον πρώτο ξάδερφό του, και όχι στους λεγόμενους αδελφούς του.
Αλλά εάν τόσο στενή συγγένεια συνέδεε τους γιους του Ζεβεδαίου με τον Ιησού, ρωτά ο g, πώς δεν βρίσκουμε κάποιο ίχνος αυτής στην ευαγγελική ιστορία;
(6) Ο Ηγήσιππος αναφέρει πρώτος, ότι ο αδελφός του μνήστορος Ιωσήφ τον οποίο και αποκαλεί θείο του Ιησού (ή του Ιακώβου) ονομαζόταν Κλωπάς (g).
Σύζυγος αυτού ήταν η Μαρία, η οποία είναι το ίδιο πρόσωπο με την Μαρία την μητέρα του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή (Ματθ. κζ 56,Μάρκ. ιε 40,47,ιστ 1,Λουκ. κδ 10). Το όνομα Κλωπάς επίσης είναι Εβραϊκό και δεν πρέπει να συγχέεται με το όνομα Κλεόπας το οποίο προήλθε από συγκοπή από το ελληνικό Κλεόπατρος. Αυτοί που ταυτίζουν τον απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου με τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο διακρίνουν τον Κλωπά από τον Αλφαίο (Δες και Plummer στο δικό μας Υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 515).
Ότι όμως ο Ιάκωβος του Αλφαίου πρέπει να διακρίνεται από τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο δες στο δικό μας Υπόμνημα στον Μάρκο σελ. 62 και Υπόμνημα στην προς Εβραίους και τις επτά Καθολικές σελ. 171-172.

Ιω. 19,26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν(1) τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα(2), λέγει(1) τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι(3), ἴδε ὁ υἱός σου(4).
26Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα είναι ο γιος σου».
(1) «Προνόησε για τη μητέρα του αδιαφορώντας κατά κάποιο τρόπο για την κορύφωση του δικού του παθήματος. Διότι ήταν χωρίς πάθος ακόμη και την ώρα που έπασχε» (Κ).
«Πρόσεχε σε παρακαλώ πώς, και ενώ ήταν σταυρωμένος, όλα τα έκανε ατάραχος, συνομιλώντας με τον μαθητή για την μητέρα του, εκπληρώνοντας προφητείες, και δίνοντας καλές ελπίδες στο ληστή· αν και βέβαια πριν σταυρωθεί φαίνεται να ιδρώνει, να αγωνιά, να φοβάται… Ας μην τρέμουμε λοιπόν τον θάνατο· βέβαια η ψυχή αγαπά μεν εκ φύσεως την ζωή, αλλά από εμάς εξαρτάται πλέον ή να απαλλαγούμε από τους δεσμούς της και να κάνουμε ανίσχυρη την επιθυμία, ή να δεθούμε στενότερα με αυτούς τους δεσμούς και να κάνουμε πιο τυραννική την επιθυμία.
Διότι όπως ακριβώς έχουμε την επιθυμία της σαρκικής μίξης, όταν όμως φιλοσοφούμε, κάνουμε ανίσχυρη αυτήν την τυραννία, έτσι συμβαίνει και με τη ζωή· όπως δηλαδή έβαλε μέσα μας την σαρκική επιθυμία χάριν της τεκνοποιίας, εξασφαλίζοντας έτσι ο Θεός την διαδοχή μας με τα τέκνα, χωρίς να εμποδίζει να βαδίζουμε την ανώτερη οδό της εγκράτειας, έτσι και έσπειρε μέσα μας τον πόθο της ζωής, εμποδίζοντάς μας να αφαιρούμε τη ζωή μας, μη εμποδίζοντας όμως να περιφρονούμε την παρούσα ζωή.
Και πρέπει γνωρίζοντας αυτά, να διατηρούμε το μέτρο, και ούτε ποτέ με τη θέλησή μας να καταφεύγουμε στο θάνατο, και αν ακόμη υποφέρουμε από αμέτρητα δεινά, ούτε συρόμενοι (στο μαρτύριο) χάριν εκείνων που αρέσουν στο Θεό να φοβόμαστε και να διστάζουμε, αλλά να αναλαμβάνουμε με θάρρος τον αγώνα, προτιμώντας την μέλλουσα ζωή από την παρούσα» (Χ).
Η θλίψη και ο πόνος του Κυρίου ήταν τόσο βαθύς και δριμύς, αλλά και τόσο καθαγιασμένος, ώστε οι ασθενείς μας καρδιές δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Οι εχθροί του τον περιγελούσαν και τον εξευτέλιζαν. Μερικοί μόνο από τους φίλους του στέκονταν κάτω από το Σταυρό του ανίκανοι να προσφέρουν σε αυτόν κάτι περισσότερο από τον φόρο της σιωπηλής τους συμπάθειας. Και ο Πατέρας φαινόταν να τον εγκαταλείπει.
Ήταν πάνω στο σταυρό μόνος, χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται τι αισθανόταν, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει. Στη μόνωση του παθήματός του εκείνου λησμονεί και αυτός τον εαυτό του και στρέφει τις σκέψεις του υπέρ των άλλων, όχι υπέρ του εαυτού του. Όταν τον σταύρωσαν, μεσίτευε υπέρ των σταυρωτών· όταν τον περιγελούσαν, έδινε υπόσχεση στον ευγνώμονα ληστή· και ήδη όταν πρόκειται να παραδώσει το πνεύμα, λαμβάνει πρόνοια για τη μητέρα του. Λησμόνησε τη δική του οδύνη η οποία υπήρξε μεγαλύτερη από όσες ποτέ έθιξαν ανθρώπινες καρδιές, για να μπορέσει να ανακουφίσει την οδύνη των άλλων.
(2) «Πάλι κρύβει τον εαυτό του ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη· διότι αν ήθελε να καυχηθεί, θα ανέφερε και την αιτία για την οποία αγαπιόταν· διότι φυσικό ήταν να είναι αυτή κάποια μεγάλη και θαυμαστή αιτία» (Χ).
(3) Δεν αποκαλεί αυτήν μητέρα και όταν ακόμη δείχνει τρυφερή μέριμνα για το μέλλον της. Το μητέρα ως τίτλος προσφώνησης από τον Ιησού είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και αντί για αυτόν υποκαταστάθηκε ως συνήθης τίτλος σεβασμού το Γυναίκα (β).
Ίσως απέφυγε το Μητέρα ο Ιησούς και για να μην τυχόν κατά τις σκληρές αυτές στιγμές με την τρυφερή προσφώνηση πληγώσει βαθύτερα την καρδιά της μητέρας, όπως άλλοτε ο Ισαάκ πλήγωσε την καρδιά του Αβραάμ με το Πατέρα μου. Μιλά σαν ένας, ο οποίος δεν θα υπήρχε πλέον σωματικά στον κόσμο αυτόν, όπως μέχρι τώρα, αλλά θα ήταν μετά από λίγο νεκρός για τους αγαπημένους του. Ασήμι και χρυσάφι, ούτε άλλα υπάρχοντα είχε για να αφήσει στη μητέρα του.
Και αυτά τα ρούχα του, τα οποία φορούσε μέχρι πριν λίγο, τα μοιράστηκαν οι σταυρωτές του. Δεν είχε λοιπόν κάποιον άλλον, για να προνοήσει για τη μητέρα του, παρά μόνο τον αγαπημένο του μαθητή, στον οποίο την εμπιστεύεται. Και μας παρέχει έτσι παράδειγμα στοργής γιου προς μάνα. Δίδαξε κατά τις τελευταίες του στιγμές τα παιδιά να προνοούν για τη συντήρηση και υποστήριξη των ηλικιωμένων γονέων τους.
(4) «Δηλαδή αυτός θα είναι για σένα αντί για εμένα» (Ζ).
«Πω, πω, μέγεθος τιμής! Με πόση τιμή τίμησε τον μαθητή! Επειδή δηλαδή αυτός έφευγε πλέον από αυτόν τον κόσμο, παρέδωσε τη φροντίδα της στο μαθητή του διότι, επειδή ήταν φυσικό, σαν μητέρα του που ήταν, να λυπάται και να ζητά την προστασία, πολύ εύλογα εμπιστεύεται αυτήν σε εκείνον που αγαπούσε» (Χ)· «την μητέρα στον μαθητή, την αγαπημένη στον αγαπημένο, την παρθένα στον παρθένο» (Ζ).

Ιω. 19,27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου(1). καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας(2) ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(3).
27Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του.
(1) «Δηλαδή εσύ θα είσαι για αυτήν αντί για εμένα· οφείλεις να την φροντίζεις ως μητέρα σου» (Ζ).
«Αυτά τα έλεγε με σκοπό να τους ενώσει με την αγάπη» (Χ).
Ο Χριστός στο σταυρό του με την παραγγελία αυτή προς την μητέρα του και τον μαθητή του εγκαθιδρύει νέους δεσμούς, νέες συγγενικές σχέσεις. Δεσμοί οι οποίοι πριν δεν υπήρχαν, σφυρηλατούνται τώρα στο θάνατό του και όπου πριν υπήρχαν δεσμοί απλής συμπάθειας γίνονται στο σταυρό θερμότεροι και ισχυρότεροι.
Αυτοί που ελκύονται από το Χριστό που υψώθηκε στο σταυρό, άγνωστοι έως τώρα οι περισσότεροι από αυτούς, απλώς γνώριμοι μεταξύ τους μερικοί από αυτούς, συνδέονται στο σταυρό και μέσω του σταυρού με δεσμούς οικειότητας και αδελφοσύνης τόσο στενούς και αδιάσπαστους, όσο δεν είναι ούτε αυτοί οι δεσμοί του αίματος και οι δεσμοί από τη συμβίωση και γνωριμία από τη νηπιακή ηλικία.
(2) Μεγάλη ήταν η πίστη της Μαρίας για να στέκεται κοντά στο σταυρό του γιου της (b).
Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι αμέσως από τη στιγμή εκείνη ο Ιωάννης απέσυρε την μητέρα του Ιησού από τη σκηνή του πάθους, για να μην παραστεί μάρτυρας και της έσχατής του αγωνίας. Αλλά το κείμενο δεν υπονοεί αυτό αναγκαστικά (ο).
Παρόλ’ αυτά ο g (ομοίως και ο τ) παρατηρεί ότι η Μαρία μη μπορώντας να υποφέρει πλέον το θέαμα αυτό, άφησε αναμφίβολα κατά τη στιγμή εκείνη τον τόπο αυτόν της θλίψης, και το ότι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ανάμεσα στις γυναίκες που ήταν κοντά στο Σταυρό και την μητέρα του Κυρίου οφείλεται πιθανότατα στο ότι αυτή έφυγε ήδη, και οι συνοπτικοί αναφέρουν τους παρόντες κοντά στο Σταυρό στο τέλος της όλης αφήγησης. Αντιθέτως ο χ., το «από εκείνη την ώρα» το ερμηνεύει από την ώρα, κατά την οποία η θυσία του Χριστού συντελέστηκε. Από αρκετό αριθμό χειρογράφων υποστηρίζεται και η γραφή: απ’ εκείνης της ημέρας.
(3) Αυτό δεν προϋποθέτει ότι ο Ιωάννης είχε και στα Ιεροσόλυμα κάποιο σπίτι, αλλά μόνο κάποιο κατάλυμα. Από τη στιγμή αυτή η Μαρία έμεινε μαζί με τη Σαλώμη.
Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο (+1350) έζησε η Μαρία κοντά στον Ιωάννη στα Ιεροσόλυμα μέχρι το θάνατό της που συνέβη στο 59ο έτος της ηλικίας της. Δείχνεται ο τάφος της σε κάποιο σπήλαιο, που απέχει κάποια βήματα από τον κήπο της Γεθσημανή (g).
Ο Ιωάννης πρόθυμα παρέλαβε υπό τη φροντίδα του την μητέρα του Ιησού. Όσοι αληθινά αγαπούν το Χριστό και αγαπιούνται από αυτόν, θα σκιρτούν σε κάθε ευκαιρία, η οποία θα τους παρέχεται για να υπηρετήσουν αυτόν ή τους δικούς του.

Ο θάνατος του Ιησού
Ιω. 19,28 Μετὰ τοῦτο(1) εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς(2) ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται(3), ἵνα(4) τελειωθῇ(5) ἡ γραφή, λέγει(6)· διψῶ(7).
28Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: «Διψώ».
(1) Η φράση αυτή δεν δηλώνει ότι το γεγονός στο στίχο 28-30 ακολούθησε αμέσως μετά από αυτό που εξιστορείται στους στίχους 25-27. Διότι στο μεταξύ παρεμβλήθηκε το σκοτάδι και το τρίωρο χρονικό διάστημα για το οποίο μιλούν οι Συνοπτικοί (Ματθ. κζ 45,Μάρκ. ιε 33,Λουκ. κγ 44). Αλλά σημαίνει, ότι το δεύτερο γεγονός συνέβη μετά το πρώτο.
(2) Υπάρχει και η γραφή: ιδών ο Ιησούς. Ο Ιωάννης δεν αφήνει ποτέ τους αναγνώστες του να λησμονήσουν ότι τα γεγονότα τα οποία αφηγείται, υπήρξαν αιωνίως προκαθορισμένα και ότι ο Ιησούς είχε συνείδηση αυτού (β).
(3) «Δηλαδή ότι τίποτα δεν λείπει από το σχέδιο της θείας οικονομίας… Γνωρίζοντας λοιπόν ότι όλα είχαν εκπληρωθεί» (Χ). Ήλθε σε πέρας ό,τι από απόφαση του πατέρα δηλωνόταν σαφώς στα ιερά βιβλία, ότι έπρεπε να γίνει και να υποφέρει αυτό ο Κύριος (G). Το τετέλεσται λοιπόν, όντας εντονότερη λέξη από τη λέξη εκπληρωθεί, που συνήθως χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια (ο) αναφέρεται στο έργο του Λυτρωτή, το οποίο μπορούσε αυτός να εκπληρώσει αυτό κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, ταυτόχρονα όμως και στην προφητική εικόνα, στην οποία το έργο αυτό είχε από πριν γραφτεί (g).
Οπότε σημαίνει και την τέλεια εκπλήρωση από τον Ιησού όλων των προφητειών, οι οποίες αναφέρονταν στη ζωή και στο πάθημά του (F). Σημαίνει την ολοκλήρωση του έργου εκείνου με το οποίο η Γραφή εκπληρώθηκε (C).
«Πάντα ήδη τετέλεσται». Όπως η αναμάρτητη ζωή του Κυρίου υπήρξε εξ’ ολοκλήρου ανόμοια με αυτήν των άλλων αμαρτωλών ανθρώπων, έτσι και ο θάνατός του. Δεν έζησε ο Κύριος για τον εαυτό του, όπως οποιοσδήποτε από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά ούτε και πέθανε, όπως πεθαίνουμε εμείς. Πέθανε, όπως και έζησε, εξ’ ολοκλήρου για την ανθρωπότητα, σύμφωνα με προκαθορισμένη βουλή του Πατέρα του. Εμείς πεθαίνουμε από φυσική ανάγκη. Αλλά ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του εκούσια για χάρη μας και δέχτηκε τον θάνατο, ο οποίος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω του, για να ζήσουμε εμείς. Όταν λοιπόν λέει Τετέλεσται, αναφέρεται στο υπέρ της ανθρωπότητας έργο, το οποίο από αυτόν και μέσω αυτού έπρεπε να φθάσει σε αίσιο πέρας.
Ο μέγας αγώνας, τον οποίο ήλθε να διεξαγάγει υπέρ της ανθρωπότητας, συντελέστηκε· η αμαρτία του κόσμου συγχωρέθηκε ή τουλάχιστον η πύλη της άφεσης ανοίχτηκε ελεύθερη σε όλους που με πίστη μετανοούν. Και όπως η ανάπαυση του Θεού από τα έργα της δημιουργίας, ήταν κατάπαυση στην οποία ο Θεός δεν έπαυσε να εργάζεται αλλά εξακολουθεί να προνοεί και να κυβερνά τον κόσμο, έτσι τώρα και ο Χριστός θέτοντας τη ζωή του και τον εαυτό του θεμέλιο της καινής κτίσης και γενόμενος ακρογωνιαίος λίθος της εκκλησίας του από τον ουρανό πλέον θα εξακολουθεί να κυβερνά και να κατευθύνει στον ουρανό την επί γης στρατευομένη εκκλησία του.
(4) Το ἵνα εξαρτάται όχι από το τετέλεσται, όπως φρονεί ο b, και κάποιοι άλλοι από τους νεώτερους, αλλά από το λέγει. «Πάλι εδώ εκπληρώνοντας προφητεία, λέει Διψώ» (Χ).
Τι σεβασμό έδειχνε ο Χριστός στην Γραφή! Όταν τον μαστίγωναν και του έβαζαν αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι δεν φώναξε: Ω! το κεφάλι μου! Ω! η πλάτη μου! Αλλά τώρα λησμονώντας τους πόνους του και ενθυμούμενος, ότι και κατά το σημείο αυτό έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή, φωνάζει: Διψώ.
Έτσι αποδεικνύεται μία ακόμη φορά ως ο αληθινός Μεσσίας, στον οποίο αφ’ ενός εκπληρωνόταν επακριβώς η Γραφή και επαληθεύονταν στο πρόσωπό του οι προφητείες· αφ’ ετέρου απέβλεπε αυτός με πολλή ακρίβεια στην εκπλήρωση της Γραφής. Πράγματι. Δεν ήρθε για να καταργήσει το νόμο ή τους προφήτες, αλλά για να συμπληρώσει.
(5) Σημαίνει ολόκληρη και τέλεια εκπλήρωση (ο). Δεν πρόκειται για την εκπλήρωση της ειδικής αυτής προφητείας μόνο, αλλά για εκπλήρωση λεπτομέρειας, με την οποία θα παρουσιάζονταν όλες οι προφητείες της Γραφής να εκπληρώνονται σε όλες τις λεπτομέρειές τους. Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού και πολλών χειρογράφων πληρωθῇ αντί για τελειωθῇ.
(6) Λέγοντας ο Ιησούς Διψώ ήθελε πράγματι να προκαλέσει την εκπλήρωση της προφητείας στο Ψαλμ. ξη 22 «και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος». Ο Ιησούς από πολλή ώρα βασανιζόταν από τη δίψα και θα μπορούσε μέχρι τέλους να αντισταθεί στο αίσθημα αυτό το βασανιστικό, όπως είχε πράξει μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν πράττει όμως αυτό, διότι γνώριζε, ότι απέμενε ακόμη για εκπλήρωση και η προφητεία αυτή, για την οποία ήθελε να εκπληρωθεί χωρίς κάποια αργοπορία (g).
Το πρώτο λοιπόν ελατήριο, που τον παρακίνησε στο να κράξει το Διψώ, ήταν η δίψα, από την οποία υπέφερε· το δεύτερο ήταν η υπακοή στις Γραφές και η επιθυμία του να εκπληρωθούν αυτές σε όλες τις λεπτομέρειές τους (ο).
(7) «Στις τελευταίες στιγμές παθαίνει πάλι η σάρκα κάτι δικό της και φυσικό. Δέχεται δηλαδή μέσα της το αίσθημα της δίψας επειδή είχε ξηραθεί από τις πολλών ειδών κακώσεις. Διότι ήταν φοβεροί οι πόνοι, ώστε να τον αναγκάσουν να διψάσει, πόνοι οι οποίοι με μία εσωτερική και ανέκφραστη θερμότητα δαπανούσαν την φυσική υγρασία που υπάρχει στο βάθος του σώματος και οι οποίοι με κάποιες καυτερές προσβολές έκαιγαν τελείως τα σπλάχνα αυτού που έπασχε. Δεν ήταν βεβαίως δύσκολο στον Θεό Λόγο που μπορεί τα πάντα, να απομακρύνει και αυτό (=τη δίψα) από τη σάρκα του. Αλλά όπως ακριβώς εκούσια (=με τη θέλησή του) άφησε να πάθει και τα άλλα, πάσχει και αυτό με εκούσια βούληση. Για αυτό λοιπόν ζητούσε να πιει» (Κ).
Αισθάνεται στο σταυρό την μέγιστη και φλογερότερη δίψα μετά τον ιδρώτα του, τις μεταβάσεις και επανόδους του μεταξύ Καϊάφα, Ηρώδου, Πιλάτου, τα λόγια του, την φραγγέλωσή του και τα καρφιά (b).
Η δίψα ήταν ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια των σταυρωμένων, οι οποίοι κατακαίγονταν από σφοδρό πυρετό, που προξενούνταν από τα τραύματα σε χέρια και πόδια και από το αναγκαστικό τέντωμα του σώματος για ώρες ολόκληρες (F).
Οι τιμωρίες του Άδη παριστάνονται ως ανυπόφορη δίψα στο παράπονο του πλουσίου, ο οποίο ζητούσε σταγόνα ύδατος, για να δροσίσει τη γλώσσα του. Για απαλλαγή μας από την αιώνια αυτή δίψα, στην οποία είχαμε καταδικαστεί, υποφέρει τώρα ο Χριστός από δίψα, από την οποία φλογίζονται τα χείλη του.

Ιω. 19,29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν(1)· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες(2) προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.
29Εκεί κοντά, βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξίδι. Οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στήριξαν στην άκρη ενός κλαδιού από ύσσωπο και το ’φεραν στο στόμα του Ιησού.
(1) Το ποτό που προσφέρθηκε ήδη στον Ιησού δεν είναι το ναρκωτικό, το οποίο αρνήθηκε αυτός να πιει κατά τη στιγμή της σταύρωσης και το οποίο ήταν κρασί εσμυρνισμένο (Μάρκ. ιε 23) ή κρασί αναμιγμένο με χολή (Ματθ. κζ 34). Ο Ιησούς το απέκρουσε, διότι ήθελε να διατηρήσει την τέλεια διαύγεια του πνεύματός του μέχρι τέλους (g).
Το ξύδι αυτό ή ήταν το ποτό posca, μίγμα νερού και ξυδιού, το οποίο συνήθιζαν να πίνουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες (F,G), ή ήταν ξύδι ετοιμασμένο ειδικά για τους καταδίκους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι εκτός από το σκεύος, το οποίο περιείχε αυτό, υπήρχε εκεί και σπόγγος και στέλεχος υσσώπου (g).
(2) Ο ύσσωπος είναι θαμνοειδές φυτό, που χρησιμοποιούνταν στους Εβραίους σε λειτουργικούς ραντισμούς (όπως σε μας ο βασιλικός) και ταυτίζεται σήμερα από κάποιους μεν με το origanum Maru, από άλλους πάλι λιγότερο πιθανώς με την copparis pinosa ή με την thymbra spicata (κ).
Ο θάμνος αυτός είναι ύψους ενός μέχρι ενάμιση πόδι. Οπότε πρέπει να δεχτούμε ή ότι ο σταυρός δεν ήταν τόσο ψηλός όσο συνήθως παρουσιάζουν αυτόν αλλά ήταν δυνατόν με τη βοήθεια στελέχους υσσώπου να πλησιάσουν αυτοί που στέκονταν στο έδαφος στα χείλη αυτού που ήταν καρφωμένος σε αυτόν (g) ή ότι, αφού άλλωστε η δέσμη από ύσσωπο χρησιμοποιούνταν για ραντισμό (Εξόδου ιβ 22,Εβρ. θ 19), ο σπόγγος προσαρμόστηκε σε δέσμη από ύσσωπο, και χρειάστηκε και κάποιο ραβδί ή καλάμι για να ανεβαστεί αυτός μέχρι το ύψος του σταυρού. Οι συνοπτικοί δεν μιλούν για ύσσωπο αλλά και στους δύο (Ματθ. κζ 48 και Μάρκ. ιε 36) διαβάζουμε «σπόγγον όξους περιθείς καλάμω» (β).
Την περίπτωση όμως αυτήν ο g διακρίνει ως διαφορετική από αυτήν που αναφέρει ο Ιωάννης. Στα δύο πρώτα ευαγγέλια η κραυγή του Ιησού Ηλεί Ηλεί λιμά σαβαχθανεί προκάλεσε εκ μέρους κάποιου στρατιώτη πράξη ανάλογη, αλλά από αυτήν πέρασαν τρεις ολόκληρες ώρες (g).
Υπάρχει και η γραφή υσσώ περιθέντες= το στήριξαν σε ακόντιο, αλλά αυτή μαρτυρείται μόνο από έναν μικρογράμματο κώδικα του ια αιώνα. Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποια άλλα χειρόγραφα γράφουν: Σπόγγον ουν μεστόν όξους υσσώπω περιθέντες. Ο ύσσωπος χρησιμοποιούνταν για ραντισμό κατά τις εβραϊκές τελετουργικές καθάρσεις (Λευϊτ. ιδ 4,6, Αριθμ. ιθ 18, Ψαλμ. ν 7). Σπουδαιότερη ήταν η χρήση του υσσώπου για τον ραντισμό των θυρών των σπιτιών των Ιουδαίων κατά την περίοδο του Πάσχα σε ανάμνηση του Εξόδου ιβ 22.
Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς κατά το τέταρτο ευαγγέλιο είναι ο αμνός του Θεού και η θύρα (Ιω. ι 7) η ενέργεια των στρατιωτών είναι ιδιαίτερα σημαντική υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι το ιουδαϊκό Πάσχα εκπληρώθηκε με τη θυσία του αληθινού πασχάλιου αμνού (χ).

Ιω. 19,30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται(1), καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν(2) παρέδωκε τὸ πνεῦμα(3).
30Εκείνος όταν γεύτηκε το ξίδι είπε: «Τετέλεσται».Έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα.
(1) Ο λόγος αυτός ήταν στην καρδιά του Ιησού σύμφωνα με τον στίχο 28 και τώρα βγήκε με λόγο από το στόμα του (b). «Τελείωσαν, ολοκληρώθηκαν, δεν λείπει τίποτα» (Ζ). Αυτό αποτελεί κραυγή νίκης. Η αποστολή του Λυτρωτή έχει ήδη συντελεστεί. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ο Ιησούς λίγο πριν το τέλος του έκραξε με φωνή μεγάλη. Η λέξη αυτή εκφωνήθηκε με κραυγή μεγάλη (β). Το διψώ υπήρξε ο πέμπτος λόγος του Κυρίου πάνω στο σταυρό και το Τετέλεσται ο έκτος.
Οι τρεις πρώτοι μεταξύ των επτά αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις· ήταν η προσευχή υπέρ των δημίων του («ἄφες αὐτοῖς…» Λουκάς), η υπόσχεση που δόθηκε στο ληστή («σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» Λουκάς), οι λόγοι προς την μητέρα και τον μαθητή (Ιωάννης).
Οι τρεις επόμενοι αναφέρονται στο σωτηριώδες έργο του· η κραυγή «Θεέ μου, Θεέ μου…» (Ματθ. Μάρκος) στις ηθικές θλίψεις της εξιλαστήριας θυσίας· ο στεναγμός Διψώ (Ιωάννης) στα φυσικά του παθήματα· ο θριαμβευτικός λόγος Τετέλεσται στην ολοκλήρωση αυτών και εκείνων.
Και ο έβδομος και τελευταίος λόγος, που ξεκάθαρα μεν αναφέρεται από τον Λουκά· Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, υποδηλώνεται όμως από τον Ιωάννη με τη φράση «παρέδωσε το πνεύμα» αναφέρεται στον εαυτό του, στο τέλος της επίγειας ζωής του (g).
Τετέλεσται· καθετί που οι προφήτες προείπαν· καθετί που ο Πατέρας ανέθεσε σε αυτόν να φέρει σε πέρας· η δύναμη της αμαρτίας συντρίφτηκε, ο κόσμος νικήθηκε τελείως (τ).
Τετέλεσται. Η κακία και η εχθρότητα των διωκτών του ολοκλήρωσε ό,τι χειρότερο είχε να πράξει εναντίον του. Το ξύδι ήταν το τελευταίο. Η βουλή και η εντολή του Πατέρα του σχετικά με το πάθος του συντελέστηκε. Είχε πει στην αρχή του παθήματός του· Πατέρα, ας γίνει το θέλημά σου. Και τώρα λέει με ικανοποίηση· Έγινε. Τροφή δική του ήταν να τελειώσει το έργο του Πατέρα (Ιω. δ 34).
Και όταν έδωσαν σε αυτόν το ξύδι, η τροφή αυτή χόρτασε αυτόν. Όλοι οι τύποι και οι προφητείες της Π.Δ., οι οποίες αναφέρονταν στο πάθημα του Μεσσία επαληθεύτηκαν και πραγματοποιήθηκαν. Τετέλεσται. Ο τελετουργικός νόμος καταργήθηκε και οι σκιές έφυγαν. Η αλήθεια των πραγμάτων ήλθε ήδη. Την μωσαϊκή οικονομία διαδέχτηκε η χάρη και καλύτερη ελπίδα. Τελείωσε και το πάθημά του, τόσο το της ψυχής του, όσο και το του σώματός του. Όλες οι αγωνίες του και όλοι οι πόνοι του πέρασαν.
Και η ζωή του τελείωσε, διότι ήδη ήλθε η στιγμή να παραδώσει το πνεύμα. Τελείωσε και το έργο της λύτρωσης του ανθρώπου και της σωτηρίας του. Πλήρης ικανοποίηση δόθηκε στη θεία δικαιοσύνη και θανάσιμο χτύπημα στο κράτος του σατανά, και άνοιξε πηγή χάρης, η οποία διαρκώς και ανεξάντλητα θα ρέει, πηγή ειρήνης και μακαριότητας.
(2) Αυτό υποδηλώνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε το κεφάλι όρθιο (g). «Αλλά τώρα, επειδή τίποτα πλέον δεν απέμενε να επιτελέσει προτού πεθάνει» (Αυ), «όταν όλα συντελέστηκαν, τότε παρέδωσε το πνεύμα» (Ζ).
(3) «Αν και βέβαια η τελευταία εκπνοή δεν συμβαίνει μετά την κλίση του κεφαλιού, εδώ όμως συνέβη το αντίθετο· διότι δεν έγυρε το κεφάλι επειδή εξέπνευσε, πράγμα που συμβαίνει με εμάς. Αλλά εξέπνευσε όταν έγυρε το κεφάλι» (Χ), «για να μάθουμε, ότι, όταν θέλησε, τότε πέθανε» (Ζ).
Το παραδίνω σημαίνει πράξη που έγινε εκούσια και το ρήμα διαλέχτηκε επίτηδες για να τονίσει τον μοναδικό τρόπο του θανάτου του Κυρίου που έγινε σύμφωνα με το Ιω. ι 18 «εξουσία έχω να θυσιάσω αυτήν και εξουσία έχω πάλι να πάρω αυτήν» (β).
Δεν ήταν μόνο το θύμα, αλλά και ο θύτης. Και οι διανοητικές του δυνάμεις ως θύτη ήταν όλες σε αυτόν σε όλη τη θυσία. Η ζωή του δεν πάρθηκε από αυτόν βίαια, αλλά δόθηκε αυτοπροαίρετα. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι την τελευταία τους πνοή το κεφάλι για να πάρουν αναπνοή. Αλλά ο Χριστός δείχνοντας, ότι όταν θέλησε, τότε και πέθανε, έγυρε το κεφάλι πρώτα, ετοιμάζοντας τον εαυτό του σαν σε ύπνο. Έγυρε το κεφάλι με υπακοή προς το θέλημα του Πατέρα του.

Η σύντριψη των σκελών και η νύξη της πλευράς
Ιω. 19,31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1), ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ(2), ἐπεὶ παρασκευὴ(3) ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη(4) ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν(5) τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη(6), καὶ ἀρθῶσιν(7).
31Ήταν παραμονή του Πάσχα, και οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μείνουν τα σώματα των σταυρωμένων πάνω στο σταυρό την ημέρα του Σαββάτου, γιατί η μέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλη γιορτή. Γι’ αυτό παρακάλεσαν τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα σκέλη τους και να τους πάρουν από ’κει.
(1) «Οι Ιουδαίοι πάλι, που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ διέπραξαν τόσο μεγάλο τόλμημα, εξετάζουν με λεπτομέρεια την ημέρα» (Χ).
«Διότι να, να! ενώ φόνευσαν το Χριστό φροντίζουν πολύ για το σεβασμό του σαββάτου, και ενώ εξύβρισαν το νομοθέτη με τα τολμήματα που ξεπερνούν κάθε λόγο, προσποιούνται την ευλάβεια προς τον νόμο» (Κ).
(2) Το Δευτερονόμιο (κα 23) θέσπιζε για τον σταυρωμένο ότι δεν θα μείνει νεκρό το σώμα του πάνω στο ξύλο, αλλά με ταφή θα θάψετε αυτόν εκείνη την ημέρα» (Ζ).
Δες και Ιησού Ναυή η 29,ι 26,Ιωσήπου Περί Ιουδ. Πολ. ΙV,5,2. Οι Ρωμαίοι συνήθως άφηναν τα σώματα των καταδίκων πάνω στο σταυρό και γίνονταν λεία των σαρκοφάγων πετεινών ή θηρίων ή και αποσυντίθενταν εκεί (g).
Δεν υπήρχε όμως και νόμος που να απαγορεύει την ταφή. Δες Quintiliani, Declam VI και Φίλωνος προς Φλάκκ. 10, όπου μαρτυρείται η παράδοση στους συγγενείς πτωμάτων που κατεβάστηκαν από το σταυρό και θάφτηκαν.
Για αυτό παρόλο που ο Πιλάτος μπορούσε σε συνηθισμένες περιστάσεις να αρνηθεί στα μέλη του συνεδρίου ό,τι ζητούσαν από αυτόν, δεν εμποδιζόταν όμως και από κάποιο νόμο να ενδώσει στην επιθυμία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η Ιερουσαλήμ πλημμυριζόταν από πλήθος προσκυνητών που ήλθαν για το Πάσχα, ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση μεταξύ Ιουδαίων και της Ρωμαϊκής εξουσίας (β).
(3) Αυτοί που υποστηρίζουν ότι και κατά τον Ιωάννη ο ιουδαϊκός λαός είχε ήδη γιορτάσει το Πάσχα κατά το προηγούμενο απόγευμα, δίνουν στη λέξη παρασκευή την σημασία που και σε μας επικρατεί, κατά την οποία δηλώνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, και εξηγούν την ιδιαίτερη ιερότητα του Σαββάτου που ακολουθούσε με το γεγονός ότι το Σάββατο αυτό ανήκε στην πασχάλια εβδομάδα. Υπενθυμίζουν επίσης ότι στις 16 Νισάν γιορταζόταν η προσφορά του ιερού δράγματος, πράξη λατρείας γνωστότατη, με την οποία κάθε έτος άρχιζε ο θερισμός.
Αλλά η 16 του Νισάν ήταν τόσο λίγο ημέρα αργίας, ώστε το απόγευμα της 15 προς την 16 μετά την δύση του ηλίου γινόταν η κοπή των στάχυων. Επιπλέον η 16 του Νισάν στο Λευϊτικό κγ 11-14 ονομάζεται επαύριον της πρώτης και επαύριον των σαββάτων. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν αυτή να είναι επισημότερη από την 15 Νισάν; Όσον αφορά τώρα στη σημερινή έννοια της λέξης παρασκευή (=έκτη της εβδομάδας) αποκλείεται αυτή και από την έλλειψη του άρθρου.
Τέλος το «γαρ» που ακολουθεί («ἦν γὰρ μεγάλη…») θέτει σαφώς την ιδέα της προπαρασκευής σε λογική σχέση με αυτήν της έκτακτης αγιότητας του Σαββάτου, το οποίο επρόκειτο να αρχίσει από την 6η εσπερινή ώρα. Από αυτό έπεται ότι η στιγμή του θανάτου του Ιησού ήταν η εσπέρα της 14 και όχι αυτή της 15 Νισάν, διότι η ημέρα της αργίας επρόκειτο να αρχίσει και όχι να λήξει. Οι λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» σημαίνουν συγχρόνως προπαρασκευή του Σαββάτου (ως Παρασκευή) και προπαρασκευή της μεγάλης ημέρας του Πάσχα (ως παραμονή της 15 Νισάν).
Υπήρχε λοιπόν διπλή προπαρασκευή κατά την ημέρα εκείνη, διότι η επομένη ήταν συγχρόνως σάββατο εβδομάδας και μέγα Σάββατο δηλαδή η πρώτη ημέρα της γιορτής. Με τις λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» ο ευαγγελιστής υπενθυμίζει, ότι η ουσιώδης πράξη της προπαρασκευής δηλαδή ο σφαγιασμός του αμνού είχε γίνει στο ναό κατά τη στιγμή εκείνη και μετά από κάποιες ώρες άρχισε το πασχάλιο δείπνο (g).
(4) «Λέει μεγάλη την ημέρα εκείνου του σαββάτου, διότι δεν είχε την ιερότητα μόνο ως σάββατο, αλλά επειδή σε αυτό έλαχε και η γιορτή των αζύμων· ήταν δηλαδή διπλή γιορτή. Αυτού του είδους τα σάββατα λοιπόν τα ονόμαζαν σάββατα σαββάτων, σαν να λέμε τίμια τιμίων, γιορτές γιορτών, για το διπλό της γιορτής» (Ζ).
(5) «Παρακάλεσαν, ζήτησαν» (Ζ).
(6) «Να συντριβούν τα σκέλη τους για να πεθάνουν γρηγορότερα» (Ζ). Υπήρχε στους Ρωμαίους η συνήθεια της σκελοκοπίας (crucifragium), με την οποία «προκαλούσαν, μέσω της αφόρητης πλέον κάκωσης, θερμότερη την έφοδο του θανάτου σε αυτούς που ήταν ήδη κουρασμένοι» (Κ).
Το μοιραίο ερχόταν πιθανώς με την αιφνίδια ένταση και υπερβολή του πόνου, τη στιγμή που ο πάσχων ήταν ήδη σε κατάσταση έσχατης εξάντλησης (ο). Οσοδήποτε όμως σκληρά και αν ήταν τα πλήγματα όταν δίνονταν σε υγιή και ισχυρό άνδρα, ήταν παρόλ’ αυτά ευεργετικά εάν συντελούσαν στο να επέλθει γρήγορα το τέλος του μαρτυρίου, το οποίο υφίστατο αυτός που αργά πέθαινε στο σταυρό (β).
(7) Ίσως δεν σημαίνει μόνο την απόσπαση από το σταυρό, αλλά και τον εξαφανισμό. Για τον τελευταίο αυτόν ενδιαφέρονταν κυρίως οι Ιουδαίοι (g).

Ιω. 19,32 ἦλθον(1) οὖν(2) οἱ στρατιῶται(1), καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου(3) τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ(4)·
32Έτσι, οι στρατιώτες ήρθαν κι έσπασαν τα σκέλη του πρώτου, έπειτα του άλλου, που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Ιησού·
(1) «Οι στρατιώτες που διατάχτηκαν αυτό από τον Πιλάτο» (Ζ). Η λέξη «ήλθαν» ερμηνεύεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε ότι ανατέθηκε σε άλλους στρατιώτες το έργο της συντριβής των σκελών και όχι στους ίδιους, οι οποίοι είχαν διενεργήσει τη σταύρωση (g).
(2) Ως συνέπεια των διαταγών του Πιλάτου που εκδόθηκαν από την προς αυτόν παράκληση των Ιουδαίων (ο)· «εκπληρώνοντας το αίτημα των Ιουδαίων» (Κ).
(3) Άρα και του μετανοημένου ληστή. Πόνους συχνά δοκιμάζουν και αυτοί που επέστρεψαν και ίσο ποσό εξωτερικών σωματικών δεινών με τους κακούς (b).
Ο ένας από αυτούς τους ληστές είχε μετανοήσει και είχε λάβει από τον Χριστό βεβαίωση ότι μετά από λίγο θα ήταν μαζί του στον Παράδεισο. Και όμως πέθανε με τους ίδιους πόνους και με τον ίδιο οικτρό τρόπο, με τον οποίο και ο μη μετανοημένος ληστής. Πολλοί πηγαίνουν στον ουρανό, μολονότι έχουν αλυσίδες στα χέρια και πεθαίνουν με πίκρα και θλίψη. Οι σκληρές αγωνίες του θανάτου δεν εμποδίζουν τις ανείπωτες ανέσεις, οι οποίες αναμένουν τις άγιες ψυχές μετά θάνατον.
(4) «Με τον Χριστό δηλαδή» (Ζ)

Ιω. 19,33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες(1) ὡς εἶδον αὐτὸν(2) ἤδη τεθνηκότα(3), οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη(4),
33όταν όμως ήρθαν στον Ιησού, δεν του έσπασαν τα σκέλη, γιατί τον βρήκαν ήδη νεκρό.
(1) «Ήλθαν σε αυτόν τελευταίο, θέλοντας να τον εξευτελίσουν περισσότερο, για χαρά των Ιουδαίων» (Ζ)· για να προξενήσουν σε αυτόν περισσότερο παρατεταμένους πόνους (b). Ήλθαν με τέτοιες προθέσεις, αλλά η απόφαση του Θεού ήταν άλλη. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι αποφάσεις των ανθρώπινων καρδιών, η απόφαση του Κυρίου θα κυριαρχήσει.
(2) Άλλη απόδειξη του πραγματικού θανάτου του Ιησού είναι ότι τα πεπειραμένα μάτια των στρατιωτών αυτών δεν ανακάλυψαν κάποιο σημάδι ζωής (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: εύρον αυτόν ήδη τεθνηκότα αντί για το ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα.
(3) Σύμφωνα με το Μάρκου ιε 44 ο Πιλάτος δοκίμασε έκπληξη διότι ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα· διότι στους σταυρωμένους υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος αργούσε να έλθει για δύο ή και τρεις μέρες. Η εξαιρετικά λεπτή φύση μπορεί να αντέξει στη φυσική αγωνία λιγότερο από όσο η πιο βάναυση· ο Ιησούς όμως ήταν ο τέλειος άνθρωπος (β). Αλλά επιπλέον δειχνόταν ότι ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του εκούσια και πέθανε όταν αυτός θέλησε.
(4) «Επειδή βρήκαν τον Ιησού να έχει γύρει το κεφάλι, και επειδή τον έπιασαν να έχει ήδη εκπνεύσει, νομίζουν μάταιο πλέον το να του συντρίψουν τα πόδια» (Κ).

Ιω. 19,34 ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν(1) λόγχῃ(2) αὐτοῦ τὴν πλευρὰν(3) ἔνυξε(4), καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ(5).
34Ένας από τους στρατιώτες τού τρύπησε την πλευρά με τη λόγχη, κι αμέσως βγήκε από την πληγή αίμα και νερό.
(1) «Επειδή λοιπόν για λίγο έδειξαν δυσπιστία για το αν είχε ήδη πεθάνει, τον χτυπούν με λόγχη στην πλευρά» (Κ). Η γλώσσα του κειμένου υπονοεί ότι ο στρατιώτης επιζητούσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός (β). Αν και τα πεπειραμένα τους μάτια είδαν, ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν προσπέρασαν, αλλά κατέστησαν το γεγονός του θανάτου του απολύτως βέβαιο με τον αναφερόμενο τρόπο (ο).
Ο Ωριγένης στο Ματθ. κζ 54 φαίνεται να λέει, ότι το τρύπημα με τη λόγχη δινόταν μερικές φορές αντί για τη δική μας χαριστική βολή, για να επισπεύσει το θάνατο των εσταυρωμένων.
(2) Λέγεται μία φορά. Δόρυ με σίδερο οπλισμένο (G). Μακρύ ελαφρύ ακόντιο όχι τόσο βαρύ όσο ο ύσσος (pilum), ο οποίος ήταν το συνηθισμένο όπλο των Ρωμαίων στρατιωτών (β). Τρύπησε με την αιχμή του όπλου δηλαδή με το τριγωνικό σιδερένιο κεφάλι της λόγχης (ο), η οποία δεν θα έθιγε τα οστά του Ιησού (b).
(3) Πιθανώς είχε σκοπό να πλήξει την καρδιά, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η θέση του τραύματος προήλθε από τυχαίο πλήγμα ή ότι τρύπησε την αριστερή πλευρά του Ιησού, διότι πλησίασε το σώμα από εκείνο το μέρος (ο). Η Αιθιοπική όμως μετάφραση (ΣΤ΄ αιώνας) λέει ότι τρυπήθηκε η δεξιά πλευρά, και αυτό ήταν ευρύτατα δεκτό κατά τους αρχαίους χρόνους (δες και Acta Pilati B XI).
Και στη λειτουργία του Χρυσοστόμου (στην Προσκομιδή) συναντιέται η διάταξη: νύττει αυτόν στο «δεξιό» μέρος με λόγχη (β). Μολονότι το δεξί του λειτουργού που νύττει αντιστοιχεί προς το αριστερό του νυττομένου αμνού. Τίποτα παρόλ’ αυτά δεν είναι βέβαιο ως προς το ποια πλευρά τρυπήθηκε.
(4) Λέγεται μία φορά. Συχνά λέγεται στον Όμηρο για βαρύτερα καθώς και για θανάσιμα τραύματα, τα οποία επιφέρονται εναντίον κάποιου (G). Γενικώς όμως χρησιμοποιείται για ελαφρά αγγίγματα. Δες Σοφία Σειράχ κβ 19 και Γ΄ Μακαβ. ε 14. Από το Ιω. κ 25 φαίνεται ότι το τραύμα υπήρξε ευρύ (β). Λιγότερο μαρτυρημένη γραφή, που συναντιέται και στη Βουλγάτα aperuit (=άνοιξε)=
«με την έννοια ότι η οδός της ζωής άνοιξε, από την οποία απέρρευσαν τα μυστήρια της εκκλησίας, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει κάποια είσοδος στη ζωή, η οποία είναι η αληθινή ζωή» (Αυ).
Η γραφή προήλθε από παραφθορά (ήνυξε, ένοιξε) της αυθεντικής.
(5) «Είναι υπερφυσικό το πράγμα, και ξεκάθαρα διδάσκει, ότι αυτός που τρυπήθηκε είναι κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Διότι από νεκρό άνθρωπο, και αν ακόμη μύριες φορές τρυπήσει κάποιος δεν θα βγει αίμα» (Ζ).
«Μυστήριο απόρρητο τελούνταν· διότι βγήκε νερό και αίμα» (Χ). «Των μεν άλλων λοιπόν νεκρών το αίμα πήζει και δεν τρέχει νερό καθαρό. Το παράδοξο όμως με το νεκρό σώμα του Ιησού ήταν ότι χύθηκε από τις πλευρές αίμα και νερό» (Ω).
Το αίμα εκείνο που έρευσε ήταν παράδοξο· αλλά και το νερό που βγήκε ακόμη περισσότερο παράδοξο. Ότι όμως και τα δύο βγήκαν κατά τον ίδιο χρόνο και όμως χωρισμένα μεταξύ τους υπήρξε το πιο καταπληκτικό από όλα. Από ποιό μέρος του σώματος το αίμα και το νερό βγήκε, από το στήθος ή από την καρδιά ή από κάποιο άλλο; Ποιός μπορεί να καθορίσει; Το νερό υπήρξε διαυγές και πραγματικό· όπως και το αίμα υπήρξε καθαρό και πραγματικό… Η διαβεβαίωση του ευαγγελιστή, ο οποίος υπήρξε συγχρόνως θεατής και μάρτυρας, δείχνει τόσο την αλήθεια, όσο και το μεγαλείο του θαύματος και του μυστηρίου (b).
Ότι το να εκρεύσει αίμα από νεκρό σώμα είναι αφύσικο αναγνωρίστηκε γενικά. Για αυτό το φαινόμενο προτάθηκαν διάφορες φυσικές εξηγήσεις από κάποιους από τους νεώτερους ερμηνευτές. Έτσι η λόγχη ίσως έπληξε διάφορα αιμοφόρα αγγεία, και ενδέχεται να ήλθε σε επαφή με σημεία, στα οποία από εσωτερική αιμορραγία είχε συσσωρευτεί αίμα, και όπου ο ορρός και ο πλακούντας ήταν σε κατάσταση χωρισμού· και κατ’ αρχάς μεν έρρευσε ο ορός μόνος, όταν όμως η λόγχη μπήκε βαθύτερα ίσως έθιξε και σημεία, όπου το αίμα ήταν ρευστό (Ebrard).
Αλλά όταν πληγεί ένα μεγάλο αιμοφόρο αγγείο κάποιου νεκρού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκρεύσει από το τραύμα αίμα μελανωπό καλυμμένο από στρώμα ορρού. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν από τον Ιωάννη ως αίμα και νερό (g).
Ο W. Stroud εισηγήθηκε ότι ο θάνατος του Ιησού προήλθε από διάρρηξη της καρδιάς, το οποίο εξηγεί γιατί επήλθε ο θάνατος τόσο σύντομα, και ότι το αίμα και νερό ήταν τα χωρισμένα μεταξύ τους θρόμβος και ορρός της ποσότητας του αίματος που διέφυγε στον περικάρδιο σάκκο, τον οποίο η λόγχη τρύπησε. Αλλά αυτό προϋποθέτει, ότι το τραύμα δόθηκε στην αριστερή πλευρά, για το οποίο όμως δεν έχουμε καμία βέβαιη ένδειξη, αλλά τελείως αντίθετα η παράδοση μιλά για τη δεξιά πλευρά.
Επιπλέον ο C. Creighton παρατήρησε, ότι το αίμα που διέφυγε σε κάποια κοιλότητα εσωτερική από ρήγμα ενός μεγάλου οργάνου δεν εκδηλώνει τάση χωρισμού σε θρόμβο και ορρό αλλά μένει παχύ σκοτεινό κόκκινο αίμα (β). Οι εξηγήσεις αυτές παραμένουν αρκετά απίθανες.
Η φράση αίμα και νερό δηλώνει με τρόπο φυσικό δύο ουσίες που έρρευσαν συγχρόνως, αλλά χωριστές, για τα μάτια του θεατή. Δεν απομένει μπροστά μας παρά μία εξήγηση· να δεχτούμε, ότι το γεγονός αυτό το μυστηριώδες συνέβη παρά τους νόμους της κοινής φυσιολογίας και ότι σχετίζεται με την εξαιρετική φύση σώματος, το οποίο η αμαρτία δεν αλλοίωσε ποτέ, και το οποίο βάδιζε προς την ανάσταση, χωρίς να πρόκειται να διέλθει πρώτα από την αποσύνθεση.
Από τη στιγμή του θανάτου αρχίζει γενικώς η πρόοδος της αποσύνθεσης. Το σώμα του Ιησού έπρεπε από τη στιγμή αυτή να πάρει διαφορετικό δρόμο. Μπήκε στην οδό της δόξας. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο άγιος του Θεού, με την απόλυτη έννοια της λέξης, εξαιρέθηκε επίσης από την διαφθορά (Ψαλμ. ιε 10). Αυτή είναι η έννοια την οποία ο ευαγγελιστής θέλησε να προσδώσει στο μοναδικό αυτό και χωρίς κάποιο προηγούμενο φαινόμενο (g).
Έτσι νέα διαθήκη επικυρώθηκε. Η προς Εβραίους επιστολή υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, ότι η πρώτη διαθήκη βεβαιώθηκε με αίμα και νερό και ύσσωπο (Εβρ. θ 19) (χ).
Ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε τελείως διαφορετικός από το θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων και φανέρωσε την καλυπτόμενη από την ανθρώπινη φύση θεία προσωπικότητά του με το γεγονός, ότι η διαφθορά και η σήψη, η οποία για μας αρχίζει αμέσως από την πρώτη στιγμή του θανάτου μας, υπήρξε ξένη με το άχραντο σώμα του. Υπήρχε θεία ζωή στο ανθρώπινο σώμα του Ιησού Χριστού, πάνω στην οποία ο θάνατος δεν είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Η νίκη του θανάτου πάνω του υπήρξε προσωρινή και σύντομη, όμοια με τις καλοκαιρινές νύχτες των βορείων περιοχών της γης, στις οποίες το λυκόφως δεν παύει να φωτίζει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το λυκαυγές διαδέχεται αυτό.
Εκτός από την εξήγηση αυτή υπάρχουν στους Πατέρες και συμβολικές εξηγήσεις του μυστηριώδους φαινομένου. Η επικρατούσα, την οποία κάποιοι από τους νεώτερους (χ,τ) θεωρούν ότι επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ευαγγελιστή (Α΄ Ιωάννου ε 16) είναι: «Αυτές οι πηγές δεν βγήκαν από το σώμα του απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή από αυτά τα δύο συστάθηκε η Εκκλησία. Και το γνωρίζουν αυτοί που μυούνται στα μυστήρια, που αναγεννιούνται μεν με νερό, τρέφονται δε με αίμα και σάρκα. Από εδώ λαμβάνουν αρχή τα μυστήρια, ώστε, όταν προσέρχεσαι στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι έτσι, σαν να πίνεις από αυτήν την πλευρά» (Χ).
«Διότι το άγιο βάπτισμα είναι όντως του Χριστού και από το Χριστό και η δύναμη της μυστικής ευλογίας (=της Θείας Ευχαριστίας) γεννήθηκε ξανά σε εμάς από την αγία του σάρκα» (Κ).
«Εκείνο το αίμα χύθηκε για την άφεση των αμαρτιών· το νερό εκείνο… χορηγεί μία και μόνη φορά το λουτρό του βαπτίσματος» (Αυ).
Άλλη αλληγορία λιγότερο διαδεδομένη: «Αναβλύζει αίμα και νερό εγκαινιάζοντας δύο βαπτίσματα, αυτό του αίματος, του μαρτυρίου, και αυτό του νερού, της αναγέννησης» (Ζ).
Ερμηνεύεται αλληγορικά επίσης και το τρύπημα της πλευράς: «Τρυπιέται με τη λόγχη στην πλευρά ο Σωτήρας λόγω της τρυπημένης από την αμαρτία πλευρά του Αδάμ, δηλαδή την Εύα, θεραπεύοντας με την πληγή της πλευράς την πληγή της πλευράς» (Ζ).
«Ο δεύτερος αυτός Αδάμ έγυρε το κεφάλι και κοιμήθηκε πάνω στο σταυρό, έτσι ώστε μία σύζυγος [η εκκλησία] να φτιαχτεί για Αυτόν από εκείνο, το οποίο έρρευσε από την πλευρά αυτού που κοιμόταν. Ω θάνατε, μέσω του οποίου οι νεκροί αναστήθηκαν ξανά στη ζωή! Τι μπορεί να είναι καθαρότερο από το αίμα αυτό; Τι ιαματικότερο από το τραύμα αυτό;» (Αυ).

Ιω. 19,35 καὶ ὁ ἑωρακὼς(1) μεμαρτύρηκε(2), καὶ ἀληθινὴ(3) αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν(4) ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς(5) πιστεύσητε(6).
35Αυτός που αναφέρει το γεγονός, το είδε με τα μάτια του, κι αυτό που αναφέρει είναι αληθινό. Ξέρει κι ο ίδιος πως λέει την αλήθεια, ώστε κι εσείς να το πιστέψετε.
(1) «Και αυτός που το είδε»… Αυτοί που αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του δ΄ ευαγγελίου παρατήρησαν εδώ ότι ο συγγραφέας του ευαγγελίου διακρίνεται ξεκάθαρα από τον απόστολο και παρουσιάζεται ως αυτός που διερμηνεύει την προφορική μαρτυρία του αποστόλου. Προβλήθηκε λοιπόν ως επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής, ότι το «και εκείνος» δηλώνει εδώ τον πραγματικό συγγραφέα, που είναι διαφορετικός από τον Ιωάννη.
Αλλά το εκείνος χρησιμοποιείται στο Ιω. θ 37 από αυτόν που μιλά για τον εαυτό του. Παράλληλο επίσης ομοιότατο βρίσκεται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ, 7,16) όπου χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Ιώσηπο που γράφει για τον εαυτό του η αντωνυμία εκείνος. Γραμματικά εδώ το εκείνος χρησιμοποιείται για έμφαση σε επανάληψη του «αὐτοῦ» που αμέσως προηγήθηκε (αληθινή «αὐτοῦ» εστίν η μαρτυρία) όπως και στο Ιω. ζ 29 (Εγώ γνωρίζω αυτόν διότι από αυτόν είμαι, και εκείνος με…». Δες και ι 1,6 (β).
Άλλωστε εάν ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου ήταν άλλος από τον Ιωάννη, με ποιο δικαίωμα θα μαρτυρούσε για τη συνείδηση, την οποία έχει ο Ιωάννης («εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια») για το ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή; (g).
Ο ε ω ρ α κ ώ ς «αυτός που είδε αυτά… δεν τα άκουσε από άλλον» (Ζ). «Δεν άκουσα από άλλους, αλλά ο ίδιος ήμουν παρών και είδα» (Χ).
(2) Ό,τι είδε με την ιδιότητά του ως αποστόλου, το μαρτύρησε με την ιδιότητά του ως ευαγγελιστή (b). Ο παρακείμενος δηλώνει αυτό που σώζεται στο αποτέλεσμα. Αυτή η μαρτυρία του Ιωάννη βρίσκεται μπροστά μας πάντοτε παρούσα (κ).
(3) Ο σιναϊτικός κώδικας μόνο γράφει αληθής. Το αληθινή όμως δεν σημαίνει, όπως αλλού, αληθής, αλλά μαρτυρία πραγματική, που εκφράζει γεγονός, το οποίο πράγματι συνέβη μπροστά στα μάτια του μάρτυρα (g). Αξιόλογη και η επόμενη: Η λέξη σημαίνει όχι μόνο, ότι το συμβάν είναι ιστορικά αληθινό, αλλά και ότι η παρεχόμενη έκθεση αυτού εκπροσωπεί την πνευματική σημασία και πραγματικότητα των εξωτερικών γεγονότων (μ).
Ο αγαπημένος μαθητής μαρτυρεί ιδιαίτερα και για τη σημασία του συμβάντος. Θεώρησε δηλαδή ότι η κάθαρση (νερό) και η νέα ζωή (αίμα) έρρευσαν από τη συντελεσμένη ήδη θυσία του αμνού του Θεού (χ).
(4) «Με ακρίβεια ξέρει αυτό» (Ζ). Ο ευαγγελιστής εδώ επικαλείται τη συνείδησή του για την αλήθεια της μαρτυρίας του (ο).
«Λέει ότι ο μαθητής που έδωσε μαρτυρία για αυτά, αυτός ο ίδιος έγινε μάρτυρας και θεατής του πράγματος, και γνωρίζει αληθινά, ότι έδωσε μαρτυρία για αληθινά πράγματα, φανερώνοντας με αυτό που είπε τον εαυτό του και όχι βεβαίως κάποιον άλλον. Διότι αρνήθηκε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα για τον εαυτό του, αποκρούοντας την εντύπωση της φιλοδοξίας ως ένα πράγμα ασεβές και ως τη χειρότερη ασθένεια» (Κ).
(5) Έτσι ώστε από το αναφερθέν γεγονός και από αυτά που θα αναφερθούν στη συνέχεια να στηριχτείτε στην πίστη, διότι τα γεγονότα αυτά άλλοτε είχαν στηρίξει την πίστη και του ίδιου του συγγραφέα (g).
(6) Με έννοια απόλυτη= όχι απλώς, ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός (b).
«Διαβεβαιώνει λοιπόν ο σοφότατος ευαγγελιστής από τα συμβάντα τους ακροατές, ότι ακριβώς αυτός είναι ο Χριστός, που από παλιά προφητευόταν από την Αγία Γραφή. Διότι η έκβαση των πραγμάτων έγινε σύμφωνα ακριβώς με αυτά που είχαν γραφτεί για αυτόν» (Κ). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν· πιστεύητε αντί για το πιστεύσητε.

Ιω. 19,36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ(1) πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ(2).
36Μ’ αυτά που έγιναν εκπληρώθηκε ο λόγος της Γραφής: Κανένα κόκαλό του δεν θα συντριφθεί.
(1) Εδώ σημαίνει μέρος ή κάποια περικοπή της γραφής. Δες και Μάρκ. ιβ 10,Λουκά δ 21,Πράξ. α 16 (G).
(2) Γύρω στα 60 χειρόγραφα γράφουν απ’ αὐτοῦ αντί για «αὐτοῦ». Η προφητεία αυτή έχει παρθεί από το Εξόδου ιβ 46 και Αριθμοί θ 12, και όχι από το Ψαλμ. λγ 21, διότι το τελευταίο αυτό χωρίο αναφέρεται σε διατήρηση της ζωής του δικαίου, όχι όμως στη διατήρηση της ακεραιότητας του σώματός του (g).
«Διότι αν και αυτό ειπώθηκε για τον αμνό [τον πασχάλιο] των Ιουδαίων, αλλά χάριν της αλήθειας ο τύπος προηγήθηκε και βρήκε εφαρμογή περισσότερο σε αυτό το γεγονός» (Χ).
«Διότι εκείνος ο αμνός ήταν τύπος αυτού» (Θφ).
Ο πασχάλιος αμνός της Π.Δ. δεν σφαζόταν μόνο για ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο, αλλά ήταν και προσφορά (Αριθμ. θ 12) και δεν ήταν σωστό να ακρωτηριάζεται. Η προσφορά πρέπει να είναι τέλεια. Αυτό κατά τον Ιωάννη υπήρξε προφητική διάταξη και αναφερόταν στον τρόπο του θανάτου Εκείνου, ο οποίος ήταν ο αληθινός πασχάλιος αμνός, και σε αυτό συμφωνεί και ο Παύλος με όσα λέει στο Α΄Κορ. ε 7 (β).
Ο πασχάλιος αμνός ανήκε στο Θεό και εικόνιζε τον αμνό του Θεού. Να γιατί ο νόμος απαγόρευε ρητά κάθε βίαιη και σκληρή μεταχείρισή του. Για αυτό και τα υπολείμματα των σαρκών έπρεπε να κατακαούν αμέσως μετά το δείπνο (g).
Πολύ αξιόλογες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Η εβραϊκή λέξη που αντιστοιχεί στη λέξη οστά σημαίνει και την δύναμη. Δεν έπρεπε λοιπόν κανένα οστό του Χριστού να συντριβεί, για να δειχτεί, ότι αν και ο Κύριος πέθανε με ασθένεια, η δύναμή του στο να σώζει παρέμεινε άθραυστη και ακέραιη. Η αμαρτία συντρίβει τα οστά μας, όπως συνέτριψε και του Δαβίδ τα οστά (Ψαλμ. ν 10 «θα αγαλλιάσουν οστά ταπεινωμένα»). Δεν συνέτριψε όμως και τα οστά του Χριστού, ο οποίος στάθηκε άθραυστος κάτω από το βάρος των αμαρτιών μας ώστε να μας σώζει για πάντα.

Ιω. 19,37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει(1)· ὄψονται(2) εἰς ὃν ἐξεκέντησαν(3).
37Κι ένας άλλος λόγος της Γραφής λέει: Θα στρέψουν τα μάτια τους σ’ εκείνον που τον κέντησαν με τη λόγχη.
(1) Πρόκειται για το Ζαχαρίου ιβ 10. Εάν ο προφητικός τύπος του πασχαλινού αμνού εκπληρώθηκε «αρνητικά», διότι τα σκέλη του Ιησού «δεν» συντρίφτηκαν όπως συνηθιζόταν σε όσους εκτελούνταν με σταυρό, η προφητεία του Ζαχαρία εκπληρώθηκε «θετικά» με το λογχισμό της πλευράς (β).
(2) Η αντίστοιχη λέξη του εβραϊκού πρωτοτύπου έχει την έννοια της έντονης προσοχής και συνδέεται με μεσσιανική προφητεία, σύμφωνα με την οποία οι Ιουδαίοι υπό την επίδραση της χάρης θα στρέψουν τα βλέμματά τους προς τον Ιησού αναγνωρίζοντας αυτόν Μεσσία τους (ο). Οι Ο΄ μεταφράζουν: Επιβλέψονται πρός με. Πρόκειται για βλέμμα μετάνοιας, ικεσίας, πίστης, το οποίο θα ρίξουν οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν σε εκείνον, τον οποίον τρύπησαν. Σκηνή συναρπαστική που περιγράφεται μεγαλοπρεπώς από τον Ζαχαρία στο ιβ 8-14 (g).
Ο Ζαχαρίας μιλά για μετάνοια της Ιερουσαλήμ. Έτσι το παρόν επεισόδιο αναφέρεται στο χρόνο, κατά τον οποίο ο Κύριος θα ελκύσει προς τον εαυτό του όλους, και αυτούς τους σταυρωτές του (τ).
Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε εν μέρει κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν πολλοί από αυτούς που άκουσαν το κήρυγμα του Πέτρου «κατανύχτηκαν στην καρδιά». Θα εκπληρωθεί εξ’ ολοκλήρου όταν «όλος ο Ισραήλ θα σωθεί», αλλά και με οργή, όταν αυτοί που εμμένουν στην απιστία «θα δουν αυτόν αυτοί που τον τρύπησαν και θα θρηνήσουν για αυτόν» (Αποκ. α 7).
«Όταν δηλαδή θα έλθει να κρίνει, τότε θα δουν αυτόν με σώμα καλύτερο και πιο θεϊκό και θα γνωρίσουν αυτοί που τρύπησαν και θα κλάψουν» (Θφ).
(3) Οι Ο΄ βρίσκοντας ίσως ως πολύ έντονο και ανάρμοστο για τον Ιεχωβά το ρήμα που υπάρχει στο πρωτότυπο εβραϊκό, μεταφράζουν «ανθ’ ων κατωρχήσαντο»= ύβρισαν το Θεό με την ειδωλολατρεία (g). Η φυσική όμως μετάφραση της αντίστοιχης Εβραϊκής λέξης είναι εξεκέντησαν, η οποία ακολουθείται και από τους Θεοδοτίωνα και Ακύλα, ενώ ο Σύμμαχος μεταφράζει επεξεκέντησαν (β).
Για να καταλάβουμε καλά, τι ο Ιωάννης αισθάνθηκε κατά τη στιγμή, την οποία περιγράφει εδώ, ας φανταστούμε έναν πιστό Ιουδαίο, που γνωρίζει καλά την Π.Δ. και βλέπει να πλησιάζουν οι στρατιώτες, για να συντρίψουν τα σκέλη των τριών καταδίκων. Τι πρόκειται να συμβεί ως προς το σώμα του Μεσσία, το οποίο είναι ιερότερο από το σώμα του πασχάλιου αμνού; Και να που με συρροή περιστατικών ανέλπιστη το σώμα αυτό διαφεύγει κάθε σκληρή ενέργεια!
Το ίδιο πλήγμα της λόγχης, το οποίο προλαβαίνει την σύντριψη των οστών, εκπληρώνει κατά γράμμα αυτό που προφητεύτηκε από τον προφήτη! Τέτοια θαύματα δεν ήταν ικανά για να ενισχύσουν την πίστη του και την πίστη της Εκκλησίας; (g).

Η ταφή του Ιησού
Ιω. 19,38 Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ(2) ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(4), ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος(5). ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε(6) τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
38Αφού έγιναν αυτά, ο Ιωσήφ από την πόλη Αριμαθαία παρακάλεσε τον Πιλάτο να του επιτρέψει να πάρει από το σταυρό το σώμα του Ιησού. Ο Ιωσήφ ήταν μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ο Πιλάτος έδωσε την άδεια. Ήρθε, λοιπόν, ο Ιωσήφ και κατέβασε το σώμα του Ιησού.
(1) Είναι η φράση, με την οποία ο Ιωάννης εισάγει νέα τμήματα της αφήγησής του (β). Πρέπει λοιπόν να το πάρουμε αυτό γενικά και ότι αναφέρεται κυρίως στο γεγονός της άρσης και ταφής του σώματος του Ιησού. Και αυτό διότι κατά την αφήγηση του Μάρκου ο Πιλάτος με την αίτηση του Ιωσήφ εξέφρασε έκπληξη για τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Η αίτηση λοιπόν του Ιωσήφ έγινε πιθανότατα λίγο πριν εκδοθεί η διαταγή για συντριβή των σκελών (ο). Παρόλο που η συντριβή των σκελών δεν έφερνε αμέσως το θάνατο (g).
(2) Ήταν μέλος του συνεδρίου (ευσχήμων βουλευτής Μάρκ. ιε 43) και πλούσιος (Ματθ. κζ 57), και κατά την δίκη του Ιησού δεν είχε συμφωνήσει στην καταδίκη του (Λουκά κγ 51).
(3) Δηλώνει πιθανώς όχι την πόλη Ραμά, που βρίσκεται δύο λεύγες μακριά και βόρεια της Ιερουσαλήμ, ούτε την άλλη Ραμά που σήμερα ονομάζεται Ραμλέχ, που βρίσκεται κοντά στη Λύδδα και δέκα λεύγες βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, αλλά την Ραμαθαΐμ στη γη του Εφραίμ, την πατρίδα του Σαμουήλ (Α΄Βασ. α 1).
Πάντως ο Ιωσήφ ήταν ήδη εγκαταστημένος στα Ιεροσόλυμα μαζί με την οικογένειά του, διότι κατείχε εκεί οικογενειακό τάφο. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι ο τάφος δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί, η μετοίκηση του Ιωσήφ από Αριμαθαία στα Ιεροσόλυμα δεν είχε γίνει προ πολλού χρόνου (g).
(4) Αντιτίθεται η τωρινή τόλμη αυτού και του Νικοδήμου με την λόγω φόβου προηγούμενη επιφυλακτικότητά τους. Ό,τι φαινόταν ότι θα ολοκλήρωνε πλήρως τον φόβο τους, ο επονείδιστος θάνατος του Ιησού, γίνεται αιτία να λάμψει η πίστη των μελών αυτών της Ιουδαϊκής αριστοκρατίας και απελευθερώνει αυτούς από κάθε ανθρώπινο φόβο (g).
«Αυτοί που φοβούνταν να πλησιάσουν φανερά τον Ιησού, τώρα, ενώ βλέπουν οι Ιουδαίοι, ζητούν το σώμα» (αμ). Υπήρξε δειλός μαθητής, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει, το να ατιμαστεί το σώμα του Κυρίου. Όπως συμβαίνει σε πολλές δειλές φύσεις, ισχυρό και βαθύ συναίσθημα υπερίσχυσε, όπου η κλήση της αλήθειας ήταν ανίσχυρη (τ).
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό έχει δύναμη μεγαλύτερη από ότι ο Ιησούς ο Ραββί (Διδάσκαλος), να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του (Ιω. ιβ 32) (μ).
Μερικοί, οι οποίοι σε ασθενέστερες δοκιμασίες φαίνονται ανίσχυροι, σε μεγαλύτερες αποδεικνύονται θαρραλέοι. Πράγματι συμβαίνει ενίοτε κάποιο σπέρμα θαμμένο στα βάθη της γης να απαλλάσσεται από το χώμα που το καλύπτει, που εμποδίζει την καρποφορία του, από κάποια βίαιη θύελλα και κοντύτερα προς την επιφάνεια βρισκόμενο να αναφύεται και να καρποφορεί. Και ο χριστιανός ενίοτε είναι δυνατόν να μοιάζει με τέτοιο σπέρμα και να έχει ανάγκη από το τίναγμα, το οποίο η καταιγίδα της δοκιμασίας προκαλεί, για να αφυπνίσει την αγαθή πρόθεσή του και να παρακινήσει αυτόν σε πράξεις ηρωϊκές. Ο ηρωϊσμός του Ιωσήφ και του Νικοδήμου άρχισε, την ώρα που το σκοτάδι κάλυπτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης που ήταν καρφωμένος πάνω στο σταυρό.
(5) «Πώς όμως κανείς από τους δώδεκα δεν προσήλθε;… Διότι αν θα ήθελε κάποιος να αναφέρει τον φόβο εκ μέρους των Ιουδαίων, και αυτοί [ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος] κατέχονταν από τον ίδιο φόβο…Για ποιά αιτία λοιπόν; Εγώ νομίζω επειδή ήταν από τους πάρα πολύ επισήμους (και αυτό γίνεται φανερό και από τα εντάφια), και επειδή ήταν και γνωστός του Πιλάτου· για αυτό λοιπόν πήρε και την χάρη» (Χ).
Εάν κανείς δεν παρουσιαζόταν, να ζητήσει το σώμα του Ιησού, οι Ιουδαίοι θα έθαβαν αυτό μαζί με τα σώματα των ληστών. Αλλά ο Θεός διεγείρει τον ευγενή Ιωσήφ. Όταν ο Θεός εργάζεται την βουλή του, μπορεί να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα ως όργανά του. Παρατήρησε όμως ως παράδειγμα ταπείνωσης του Ιησού, ότι το τίμιο σώμα του βρίσκεται στην εξουσία ειδωλολάτρη ηγεμόνα και προτού ταφεί πρέπει να ζητηθεί αυτό από αυτόν τον ηγεμόνα. Αλλά και ο Ιωσήφ δεν θα έπαιρνε το σώμα του Χριστού, εάν δεν το ζητούσε από τον Πιλάτο.
Σε αυτά που αφορούν την εξουσία των αρχόντων της γης, οφείλουμε πάντοτε να αποδίδουμε σεβασμό στην εξουσία αυτή και ειρηνικά να υποτασσόμαστε σε αυτήν.
(6) Πριν, σύμφωνα με το στίχο 31, σηκωθούν τα σώματα των σταυρωμένων από τους στρατιώτες ή τους Ιουδαίους. Ο σιναϊτικός γράφει: ήλθαν και ήραν. Ο βατικανός και κάποιοι μεγαλογράμματοι γράφουν το σώμα αυτού, αντί το σώμα του Ιησού.

Ιω. 19,39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος(1) ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς(2) τὸ πρῶτον(3), φέρων μῖγμα σμύρνης(4) καὶ ἀλόης(5) ὡς λίτρας ἑκατόν(6).
39Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος, αυτός που την πρώτη φορά είχε πάει νύχτα να συναντήσει τον Ιησού· αυτός έφερε ένα μίγμα από σμύρνα κι αλόη, εκατό περίπου λίτρες.
(1) Παρουσιάζεται πιθανότατο, ότι είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ώστε ο ένας να ενεργήσει, για να πετύχει από τον επίτροπο την άδεια να λάβει το σώμα, την ώρα που ο άλλος θα ετοίμαζε τα μύρα και γενικά τα σχετικά με την ταφή (ο).
(2) Αντίθεση μεταξύ της τωρινής θαρραλέας πράξης του Νικοδήμου με την λόγω δειλίας μυστικότητα, με την οποία για πρώτη φορά ήλθε στον Ιησού σύμφωνα με το Ιω. γ 1 (ο). Αναμφίβολα βλέποντας ήδη τον Κύριο κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό, θα θυμήθηκε τον τύπο του χάλκινου φιδιού, στον οποίο ο Κύριος από πριν είχε επιστήσει την προσοχή του Νικοδήμου (g).
(3) Ή σημαίνει εδώ όπως και στο ι 40 την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου (g).
Ή, πιο σωστά, σημαίνει τον χρόνο, στον οποίο για πρώτη φορά πράττει κάποιος κάτι (G).
«Με την διήγηση λοιπόν αυτή δίνεται σε μας να καταλάβουμε, ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού όχι τότε μόνο, αλλά τότε για πρώτη φορά· και ότι ήταν τακτικός επισκέπτης στη συνέχεια, ώστε μέσω της ακρόασης να αποβεί μαθητής» (Αυ).
(4) Πικρός χυμός, πολυτιμότατο άρωμα, το οποίο αποστάζει από κάποιο δέντρο ή θάμνο στην Αραβία και Αιθιοπία ή και λαμβάνεται με τομές στο φλοιό που γίνονται τεχνικά (G). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν: έλιγμα σμύρνης, αντί μίγμα σμύρνης.
(5) Όνομα δέντρου αρωματικού, το οποίο φυτρώνει στις ανατολικές Ινδίες και Κοκιγκίνα, του οποίου το απαλό και πικρό ξύλο οι κάτοικοι της ανατολής το χρησιμοποιούσαν για θυμιάματα και για συντήρηση των πτωμάτων (G). Αφού έτριβαν τα αρώματα αυτά κατασκεύαζαν από αυτά ένα μίγμα, με το οποίο άλειφαν ολόκληρο τον επίδεσμο, μέσα στον οποίο θα περιτύλιγαν το σώμα (g). Η σμύρνα και αλόη αναφέρονται μαζί ως ευωδιαστό μίγμα σε πολλά σημεία στην Π.Δ. (Ψαλμ. μδ 8,Άσμα δ 14)(β).
(6) Η Ρωμαϊκή λίτρα αποτελούνταν από δώδεκα ουγκιές. Το βάρος λοιπόν του μίγματος ήταν περίπου 75 λίτρα σημερινά (ο), δηλαδή λίγο παραπάνω από 32 κιλά (F). Ο ευαγγελιστής αναφέρει το βάρος των αρωμάτων, σαν απόδειξη του πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους προς τον Ιησού (Luthardt=Λούθηρος). Οι εκατό λίτρες υπενθυμίζουν την αφθονία με την οποία η Μαρία έχυσε το μύρο στα πόδια του Ιησού. Σεβασμός πράγματι, βασιλικός (g).
«Διότι δεν τον ενταφιάζουν ως κατάδικο, αλλά με πολυτέλεια» (Θφ). «Σαν κάποιον μεγάλο και θαυμαστό» (Χ). Επέδειξαν όχι μόνο τον από αγάπη σεβασμό, που δείχνουμε σε αγαπημένα ή αξιοσυμπάθητα θύματα, αλλά και τον από εκτίμηση σεβασμό ο οποίος οφείλεται σε μεγάλους άνδρες.

Ιω. 19,40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν(1) αὐτὸ ἐν ὀθονίοις(2) μετὰ τῶν ἀρωμάτων(3), καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις(4) ἐνταφιάζειν(5).
40Πήραν το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με πάνινες λουρίδες, βάζοντας και τα αρώματα, όπως συνηθίζουν οι Ιουδαίοι να ετοιμάζουν το σώμα για την ταφή.
(1) Πιθανώς έκοβαν το νεκρικό σεντόνι σε λωρίδες, ώστε με αυτές να τυλίξουν τα μέλη του νεκρού το καθένα χωριστά (g). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και γνώμη, ότι εκτός από το περιτύλιγμα με τους επιδέσμους τύλιγαν τον νεκρό και με σεντόνι.
(2) Έδησαν εν οθονίοις=Περιτύλιξαν με οθόνια (G), Οθόνια είναι υποκοριστικό του οθόνη= μικρή οθόνη. Ο πληθυντικός σχετικά με τους εντάφιους επιδέσμους Λουκ. κδ 12,Ιω. ιθ 40, κ 5-7 (G).
(3) Οι συνοπτικοί μάς πληροφορούν, ότι οι άγιες γυναίκες είχαν πρόθεση να συμπληρώσουν τον προσωρινό αυτόν αρωματισμό, αλλά μετά το Σάββατο (g).
(4) Αντιτίθεται ο τρόπος αυτός του αρωματισμού με αυτόν των Αιγυπτίων, οι οποίοι αφαιρούσαν τα σπλάχνα και πετύχαιναν με μεθόδους μακρότερες και δυσκολότερες την διατήρηση του σώματος (g).
(5) Ενταφιάζω= επιμελούμαι και προετοιμάζω τα εντάφια, δηλαδή το πτώμα για ταφή με κάθε ετοιμασία και κοσμιότητα, δηλαδή ετοιμάζω για κηδεία με πλύσεις, ρούχα, άνθη, στεφάνια, χρίσεις και σπονδές (G).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος «κάνουν μεν πολυτελή την ταφή, τίποτα όμως θεϊκό δεν φαντάζονται για αυτόν, αλλά συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για απλό άνθρωπο, αφού φέρνουν και τέτοιου είδους αρώματα, τα οποία κατεξοχήν είναι φτιαγμένα από τη φύση τους να διατηρούν για πολύ το σώμα και δεν του επιτρέπουν γρήγορα να παραδοθεί στη φθορά. Το οποίο ακριβώς φανέρωνε για αυτούς, ότι τίποτα το μεγάλο δεν φαντάζονταν» (Θφ).

Ιω. 19,41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη(1) κῆπος(2), καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον(3) καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη(4)·
41Στο μέρος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν ένας κήπος, και μέσα στον κήπο ένα καινούριο μνήμα, όπου κανένας δεν είχε ακόμη ταφεί.
(1) Ο Κύριος ετάφη έξω από την πόλη, διότι τέτοια συνήθεια επικρατούσε στους Ιουδαίους, αφού άλλωστε υπήρχε και ειδικός λόγος για αυτό, διότι όταν άγγιζε κάποιος τάφο γινόταν τελετουργικά ακάθαρτος. Αλλά η ανάσταση του Χριστού μετέβαλε την ιδιότητα αυτή του τάφου και απομάκρυνε από τους πιστούς τον μολυσμό του έτσι ώστε αυτοί δεν αναγκάζονται τώρα να τηρούν τους εαυτούς τους σε απόσταση από αυτόν. Είναι τώρα ωφέλιμο να προσερχόμαστε στους τάφους των αγαπημένων μας και να κάνουμε λιγότερο τρομερό σε μας και τον δικό μας τάφο.
(2) Λεπτομέρεια που είναι χαρακτηριστική στον Ιωάννη. Κανείς από τους συνοπτικούς δεν αναφέρει, ότι κοντά στον τόπο της σταύρωσης ήταν κήπος. Στον κήπο της Εδέμ ο θάνατος και ο τάφος πήραν για πρώτη φορά τη δύναμή τους. Και τώρα σε κήπο κατανικιούνται και αφοπλίζονται. Σε κήπο άρχισε το πάθημα του Χριστού και από κήπο θα ανασταινόταν και θα άρχιζε η ανύψωσή του. Ο Χριστός έπεσε σαν κόκκος σταριού πάνω στο έδαφος (Ιω. ιβ 24) και από αυτόν παρήγαγε καρπό σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος.
(3) Λαξευμένο μέσα σε βράχο σύμφωνα με τον Λουκά (κγ 53).
(4) Ο σιναϊτικός και βατικανός αντί για το ετέθη γράφουν ην τεθειμένος. Δες και Λουκ. κγ 53. Για τη λεπτομέρεια αυτή συμφωνούν ο Λουκάς και ο Ιωάννης.
«Όπως στην κοιλιά της Παρθένου Μαρίας κανείς πριν από Αυτόν δεν είχε συλληφθεί και κανείς μετά από αυτόν, έτσι και σε αυτόν τον τάφο, κανείς δεν είχε ταφεί πριν από αυτόν και κανείς μετά από αυτόν» (Αυ).
Τόσο στο μνημείο όσο και στο πουλάρι «πάνω στο οποίο κανείς από τους ανθρώπους έως τότε δεν κάθισε» (Λουκ. ιθ 30) και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα έχουμε γεγονότα της θείας πρόνοιας, που ανήκουν στη βασιλική δόξα του Ιησού. Όταν υποδέχονται κάποιον βασιλιά, θέτουν σε υπηρεσία του αντικείμενα, τα οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται (g).
Ακόμη «ρυθμίζεται από τη θεία οικονομία να τοποθετηθεί σε καινούργιο μνημείο, στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί κανείς, ώστε να μην νομιστεί ότι αναστήθηκε κάποιος άλλος νεκρός, που ήταν θαμμένος μαζί με τον Ιησού» (Χ).
Ούτε να θεωρηθεί, ότι όχι από δική του δύναμη αλλά από δύναμη κάποιου άλλου αναστήθηκε, όπως άλλοτε με την επαφή με τα οστά του Ελισαίου.

Ιω. 19,42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων(1), ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον(2), ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.
42Επειδή, λοιπόν, ήταν παραμονή της γιορτής των Ιουδαίων και το μνήμα ήταν κοντά, ενταφίασαν τον Ιησού εκεί.
(1) «Εξαιτίας της προπαρασκευής, την οποία οι Ιουδαίοι που βρίσκονται στον τόπο μας συνηθέστερα ονομάζουν στα Λατινικά coena pura(=δείπνο καθαρό)» (Αυ). Η φράση αυτή σύμφωνα με αυτούς που δέχονται ότι ο θάνατος του Ιησού έγινε όχι στις 14, αλλά στις 15 του Νισάν σημαίνει για την ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και δηλώνεται με αυτήν ότι και η επομένη ημέρα ήταν ημέρα αργίας και για αυτό η πριν από αυτήν ημέρα, μολονότι ήταν ημέρα αργίας και αυτή, γινόταν για την επομένη, ημέρα προπαρασκευής. Αλλά εάν η πρώτη των δύο αυτών ημερών ήταν ημέρα αργίας, όπως και η επομένη, η μεταφορά νεκρού, την οποία ήθελαν να προλάβουν για να μην γίνει την επομένη, δεν επιτρεπόταν να γίνει ούτε σε αυτήν την πρώτη ημέρα.
Η έννοια λοιπόν της φράσης απλούστατα είναι, ότι ήταν η ώρα, κατά την οποία οι Ιουδαίοι ετοίμαζαν το μεγάλο τους εθνικό και θρησκευτικό δείπνο θυσιάζοντας τον αμνό (g). Εφ’ όσον στο χωρίο αυτό προστίθενται οι λέξεις «των Ιουδαίων», προσθήκη την οποία ο Ιωάννης κάνει πάντοτε, όταν μιλά για τις γιορτές του Πάσχα (δες β 13,στ 4,ια 55) ίσως πρέπει να εννοήσουμε, ότι λέει εδώ η προπαρασκευή του Πάσχα (β).
(2) «Επειδή πιέζονταν από το χρόνο (διότι, αφού πέθανε γύρω στην ενάτη ώρα (=3 μ.μ.) και στη συνέχεια προσήλθαν στον Πιλάτο και κατέβασαν το σώμα από το σταυρό, φυσικό ήταν να τους βρει το απόγευμα, κατά το οποίο δεν επιτρεπόταν να εργάζεται κανείς), τοποθετούν αυτόν στο κοντινό μνημείο» (Χ).
«Ήθελαν μεν να τον βάλουν σε άλλο πιο αξιόλογο μνημείο, πιο μακριά από την πόλη· λόγω όμως της παρασκευής των Ιουδαίων… και πιο πολύ επειδή έπεσε και το πάσχα τότε, τον έβαλαν στο πιο κοντινό» (Ζ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιήθηκε το μνημείο αυτό, μάλλον διότι ανήκε στον Ιωσήφ. Σύμφωνα με τον Ιωάννη προτιμήθηκε λόγω της εγγύτητάς του με τον Γολγοθά, επειδή το Πάσχα επρόκειτο να αρχίσει. Οι δύο αυτοί λόγοι μακριά από το να αντιφάσκουν, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Σε τι θα χρησίμευε η εγγύτητα του τάφου εάν αυτός δεν ανήκε σε έναν από τους φίλους του Κυρίου; (g).
Μπαίνει στο μνημείο αυτό πρόχειρα, σαν σε κάποιο πανδοχείο όπου διαβαίνοντας κάποιος και για λίγο διάστημα πρόκειται να παραμείνει. Έτσι και ο Χριστός δεν θα έμενε για πολύ στον τάφο εκείνο. Μάθε από το γεγονός αυτό να μην πολυπραγμονείς για τον τόπο της ταφής σου. Ο Χριστός θάφτηκε στον τάφο, ο οποίος ήταν κοντά και πρόχειρος για ταφή. Εάν οι πατριάρχες επιθυμούσαν να μεταφερθούν τα οστά τους στη γη της επαγγελίας, μη λησμονείς ότι καλύτερες υποσχέσεις δόθηκαν σε μας και συνεπώς τέτοιες επιθυμίες για τους Χριστιανούς δεν έχουν τον τόπο τους. «Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά την μελλοντική επιζητούμε» (Εβρ. ιγ 14).

ΚΑΦΑΛΑΙΟ 18

Ιω. 18,1 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε(2) σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάῤῥου(3) τῶν Κέδρων(4), ὅπου ἦν κῆπος(5), εἰς ὃν εἰσῆλθεν(6) αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
1Όταν τέλειωσε την προσευχή του ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του.
(1) «Τι λες; Και βέβαια με τον Πατέρα συνομιλούσε· και βέβαια προσευχόταν. Γιατί λοιπόν δε λες, ότι όταν σταμάτησε την προσευχή, ήλθε εκεί; Διότι δεν ήταν προσευχή, αλλά ομιλία που έγινε για τους μαθητές» (Χ).
Όταν είπε τα λόγια αυτά δηλαδή αφού κήρυξε τον λόγο και απηύθυνε την προσευχή του, δεν αφήνει να χαθεί καιρός, αλλά βγήκε αμέσως από την οικία και την πόλη και έρχεται στον κήπο της Γεθσημανή. Έρχεται ήδη ως μέγας αρχιερέας να προσφέρει και την εξιλαστήρια θυσία του. Είχε πει ό,τι έπρεπε να πει ως ο μέγας προφήτης και ήδη προχωρά να επιτελέσει το έργο του και ως μέγας αρχιερέας προσφέροντας τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών. Και όταν πλέον θα συντελούσε και τη θυσία αυτή, θα ξαναέπαιρνε και το βασιλικό του αξίωμα.
(2) Ή, από την αίθουσα του δείπνου, «άφησε το σπίτι στο οποίο μυσταγώγησε (εισήγαγε στα θεία μυστήρια) τους μαθητές του» (Κ), όπως θεωρούν αυτοί που δέχονται, ότι όλα όσα περιλαμβάνονται στα κεφάλαια ιγ 31-ιζ λέχθηκαν μέσα στο σπίτι.
Ή, βγήκε από την πόλη, πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων. Πάντως είχε πει στην πόλη τα λόγια, που είναι γραμμένα στα προηγούμενα κεφάλαια (b). «Βγαίνει ήδη με προθυμία, χωρίς να τινάζει μακριά του τον καιρό του πάθους, ούτε βεβαιως να φοβάται τον θάνατο για χάρη όλων» (Κ).
«Μέσα στα μεσάνυχτα οδοιπορεί και περνά ποταμό και βιάζεται να έλθει στον τόπο που ήταν γνωστός στον προδότη, λιγοστεύοντας τον κόπο εκείνων που τον επιβουλεύονταν και απαλλάσσοντας αυτούς από κάθε ταλαιπωρία, και δείχνει στους μαθητές του ότι με τη θέλησή του έρχεται προς αυτό που πρόκειται να συμβεί» (Χ). Μας δίδαξε με το παράδειγμά του, ότι πρέπει να αφήνουμε πίσω μας τους θορύβους και τις μέριμνες και τις ανέσεις των πόλεων, ακόμη και αυτών των αγίων πόλεων, εάν θα θέλαμε πρόθυμα να σηκώσουμε το σταυρό μας και να διατηρήσουμε την επικοινωνία μας με το Θεό στενότερη και περισσότερο θερμή.
(3) Η κοίτη αυτού του χειμάρρου που υπήρχε μεταξύ της πόλης (του λόφου του ναού) και του όρους των Ελαιών αρχίζει σε κάποια μικρή απόσταση βορειοδυτικά των Ιεροσολύμων και μέσω της κοιλάδας Ιωσαφάτ καταλήγει στη Νεκρά θάλασσα. Ο χείμαρρος σχεδόν πάντοτε είναι ξηρός και μόνο μετά από βαρύτατη πολυβροχία παρουσιάζεται να έχει νερό. Ονομάζεται χείμαρρος τόσο από τον Ιώσηπο όσο και από τους Ο΄ (Νεεμ. β 15,Α΄Μακ. ιβ 37).
(4) Υπάρχει και η γραφή των Κεδρών, η οποία μολονότι δεν μαρτυρείται ισχυρά φαίνεται πιο σωστή. Διότι το Κεδρών είναι όνομα κύριο (χείμαρρος Κεδρώνος στον Ιώσηπο), στα Εβραϊκά Kidron= μαύρος θολωμένος, νερό σκούρο και δεν προέρχεται από την ελληνική λέξη κέδρος, σαν να υπήρχαν στο χείμαρρο κέδροι. Δεν υπάρχουν όμως κέδροι εκεί. Είναι δυνατόν όμως η ονομασία αυτή να υιοθετήθηκε και από τους Ιουδαίους σαν περισσότερο κατάλληλη στην προφορά στην ελληνική (μ).
Στην από τρίτο χέρι διόρθωση του σιναϊτικού κώδικα, στον βατικανό, στον Ωριγένη και στον Χρυσόστομο χρησιμοποιείται ως γενική πληθυντικού, στην πρώτη γραφή του σιναϊτικού και στον κώδικα του Βέζα ως γενική ενικού (χ).
(5) Δεν ονομάζει αυτόν, όπως οι Ματθ. (κστ 36) και Μάρκ. (ιδ 32) «του οποίου το όνομα ήταν Γεθσημανή». Ούτε μιλά για την αγωνία στη Γεθσημανή, γνωστή από την αφήγηση των συνοπτικών (Ματθ. κστ 36,Μάρκ. ιδ 32,Λουκ. κβ 39). Η φράση όμως στο στίχο 11 «το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατέρας» υπαινίσσεται αυτήν και υποδηλώνει ότι η αποσιώπησή της δεν οφειλόταν σε άγνοια (β).
Κάποιοι υπέθεσαν ότι η σκηνή στο Ιω. ιβ 27 ταυτίζεται με την αγωνία στη Γεθσημανή και ότι ο Ιωάννης προληπτικά αφηγείται αυτήν και όχι κατά τη χρονολογική της σειρά. Αλλά οι δύο αυτές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος δοκίμασε αγωνία, παρουσιάζουν και πολλά σημεία ανομοιότητας, που μας εμποδίζουν να δεχτούμε, ότι αναφέρονται και οι δύο στο ίδιο επεισόδιο (ο).
«Σε παράδεισο (=κήπο) συνέβη η αρχή των λυπηρών για μας, σε κήπο επίσης αρχίζει και το πάθος του Χριστού, και φέρνει την επανόρθωση όλων όσων μάς συνέβησαν παλιά» (Σχ).
Κρίνει άξιο σημείωσης, ότι το μέρος ήταν κήπος, όχι μόνο διότι εκεί έλαβε χώρα η σύλληψη, αλλά και διότι σε κήπο έγινε η ανάσταση, και εκεί έγινε και η σταύρωση. Οι Πατέρες ίσως διευκρίνισαν σωστά τον συμβολισμό. Το Πάθος και η ανάσταση, τα οποία συντέλεσαν τη σωτηρία του κόσμου, αντιτίθενται στην πτώση στον κήπο της Εδέμ (χ). Όταν περπατάμε στους κήπους μας, ας παίρνουμε αφορμή να μελετάμε το πάθος του Κυρίου, στο οποίο οφείλουμε όλες τις τέρψεις, που απολαμβάνουμε στους κήπους μας, διότι με αυτό απομακρύνθηκε και φυγαδεύτηκε η κατάρα πάνω στο έδαφος της γης, που ήλθε εξαιτίας της παράβασης του ανθρώπου.
(6) Το ρήμα δείχνει ότι επρόκειτο για χώρο περιφραγμένο. Αναμφίβολα ανήκε σε κάποιο φιλικό πρόσωπο.

Ιω. 18,2 ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας(1) ὁ παραδιδοὺς(2) αὐτὸν τὸν τόπον(1), ὅτι(3) πολλάκις συνήχθη(4) καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(5).
2Αυτόν τον τόπο τον ήξερε κι ο Ιούδας, αυτός που τον πρόδωσε, γιατί πολλές φορές πήγαινε εκεί ο Ιησούς με τους μαθητές του.
(1) Αφού είπε στον Ιούδα, αυτό που κάνεις κάντο γρήγορα (ιγ 27) μεταβαίνει την ίδια νύχτα, σε τόπο, όπου γνώριζε ο Ιούδας ότι συνήθιζε να βγαίνει «κάνοντας στον προδότη την εύρεση του μέρους χωρίς ταλαιπωρία» (Κ).
(2) Ο ενεστώτας δηλώνει, ότι ο Ιούδας κατά την ώρα εκείνη ενεργούσε το έργο της προδοσίας (β).
(3) «Έπειτα λέει και από πού ήξερε αυτόν» (Ζ) ο Ιούδας.
(4) Μπορεί να αναφέρεται στις αμέσως προηγούμενες ημέρες (δες Λουκ. κα 37) «τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν·(=κατά δε τις νύκτες έβγαινεν από την Ιερουσαλήμ και έμενε στο όρος, που εκαλείτο “όρος των Ελαιών”).
Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι ο ευαγγελιστής έχει υπόψη και τις προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (g,β). Εφόσον λοιπόν και άλλοτε είχαν διανυκτερεύσει στον κήπο εκείνο οι μαθητές, παρουσιάζεται φυσικό το ότι κοιμούνται κατά τη διάρκεια της αγωνίας του κυρίου και πριν τη σύλληψη αυτού.
(5) «Διότι πολλές φορές μετέβαινε μαζί τους σε ιδιαίτερο μέρος, συνομιλώντας για αναγκαία πράγματα… επιζητώντας πάντα τόπο απαλλαγμένο από θορύβους, ώστε να μην αποσπάται ο νους τους από την ακρόαση» (Χ)

Ιω. 18,3 ὁ οὖν(1) Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν(2) καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας(3) ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν(4) καὶ λαμπάδων(5) καὶ ὅπλων(6).
3Έρχεται, λοιπόν, εκεί ο Ιούδας με Ρωμαίους στρατιώτες και φρουρούς του ναού, που του έδωσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι. Ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν δαυλούς και λυχνάρια στα χέρια τους.
(1) Εφόσον γνώριζε τον τόπο, λοιπόν…
(2) «Αυτό ονομάζεται σύνταγμα των πεζών και στους Ρωμαίους κοόρτις» (Πολ. 11,23,Ι). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (G) ή κατά τον Πολύβιο που ταυτίζει την σπείρα με την manipulus, το 1/3 της κοόρτιος. Εδώ και αλλού στην Κ.Δ. (δες ιδιαίτερα Πράξ. κα 31) πρόκειται για σώμα που αριθμεί 1000 άνδρες (240 ιππείς και 760 πεζούς), που βρίσκονται κάτω από διαταγές χιλιάρχου. Δεν πρέπει παρόλ’ αυτά να υποτεθεί, ότι ο Ιωάννης εννοεί εδώ, ότι ολόκληρη η δύναμη αυτή διατέθηκε για σύλληψη του Ιησού. Μόνο ένα απόσπασμα της σπείρας αυτής διατέθηκε για τον σκοπό αυτόν. Η σπείρα ολόκληρη, κατά τις γιορτές, όταν η πόλη κατακλυζόταν από πλήθος πολύ, ήταν στρατοπεδευμένη στην ακρόπολη Αντωνία, που βρισκόταν στην βορειοδυτική γωνία του ναού, έτοιμη να αποκαταστήσει την τάξη σε περίπτωση διασάλευσής της (β).
Οι συνοπτικοί δεν μιλάνε για την σπείρα αυτή. Παρόλ’ αυτά το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου σχετικά με το όνειρο, για το οποίο μιλά ο Ματθαίος αποδεικνύει, ότι από την προηγούμενη ημέρα ο Πιλάτος είχε ασχοληθεί με την υπόθεση αυτή. Η λεπτομέρεια λοιπόν αυτή επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του Ρωμαϊκού στρατού στη σύλληψη (g).
(3) Αυτοί ήταν οι κλητήρες του συνεδρίου, οι εντεταλμένοι και για την τήρηση της τάξης στο εσωτερικό του ναού υπό την επίβλεψη του συνεδρίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ονομαστούν και η αστυνομία του ναού. Δες Ματθ. κστ 55 (β,g,F). Αυτοί κυρίως θα συλλάμβαναν τον Ιησού, ενώ η σπείρα θα επενέβαινε για ενίσχυσή τους σε περίπτωση αντίστασης (g).
Δες ποιους εχθρούς είχε και έχει ο Χριστός και το ευαγγέλιό του· πόσο πολυπληθείς και πόσο ισχυρούς, οπότε και πόσο τρομερούς. Εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές συνδυάστηκαν εναντίον του. «στάθηκαν σε παράταξη οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν στον ίδιο τόπο εναντίον του Χριστού» (Ψαλμ. β 2).
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς με την έννοια όπως και σε μας σήμερα. Δηλαδή με φανάρια. Σύμφωνα με τον β φανός=η δάδα από ξύλινες λωρίδες δεμένες μαζί. Δηλαδή ό,τι εμείς ονομάζουμε λαμπάδα.
(5) =πυρσοί από ρυτίνη (g), ή λύχνος, του οποίου η φλόγα τροφοδοτείται με λάδι (G). Ό,τι εμείς ονομάζουμε λυχνάρι. Δηλώνουν οι λαμπάδες τα λυχνάρια, τα φανάρια (δ). Ήταν ο καιρός της πασχάλιας πανσέληνου, έφεραν όμως τα φώτα, ώστε με αυτά να ερευνήσουν τα σκοτεινά καταφύγια του κήπου, στην περίπτωση που ο Ιησούς θα επιχειρούσε να κρυφτεί (ο).
«Φέρνουν λαμπάδες και φανάρια, για να μην τους ξεφύγει κρυβόμενος στο σκοτάδι» (Θφ).
Αλλά ο δεύτερος Αδάμ δεν κρύφτηκε όπως ο πρώτος είτε λόγω φόβου είτε από ντροπή μέσα στα δέντρα του κήπου. Ήταν ανόητο να ανάβουν φανούς και λαμπάδες για να αναζητήσουν και να βρουν με αυτά τον ήλιο της δικαιοσύνης.
(6) «Έφερναν τα όπλα, φοβούμενοι τους ακόλουθους του Ιησού» (Ζ)· «είτε για να εκφοβίσουν είτε για να επιτεθούν σε οποιονδήποτε, ο οποίος θα τολμούσε να αντιταχτεί υπερασπίζοντας τον Χριστό» (Αυ).
Αλλά το στράτευμα του Κυρίου χρησιμοποιεί όπλα πνευματικά στη διεξαγωγή του αγώνα του. Και τα όπλα αυτά, ενώ φαίνονται προς στιγμήν ότι υποκύπτουν στη βία των όπλων του κόσμου, τελικά υπερισχύουν πάντοτε θριαμβευτικά.

Ιω. 18,4 Ἰησοῦς οὖν(1) εἰδὼς(2) πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ᾿ αὐτόν(3), ἐξελθὼν(4) εἶπεν αὐτοῖς(5)· τίνα ζητεῖτε;
4Ο Ιησούς τα ήξερε όλα όσα τον περίμεναν· προχώρησε λοιπόν προς το μέρος τους και τους ρωτάει: «Ποιον γυρεύετε;»
(1) Το διάβημα του Ιησού επέρχεται ως αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής αυτών που ήταν οπλισμένοι και είχαν εχθρικές διαθέσεις προς αυτόν (ο).
(2) «(Γνώριζε) Ως Θεός» (Ζ). Ο Ιωάννης επωφελείται κάθε ευκαιρίας, για να τονίσει ότι ο Ιησούς προγνώριζε τα συμβάντα της δημόσιας δράσης του (β).
«Δεν περίμενε να τα μάθει αυτά από την παρουσία εκείνων, αλλά ατάραχα, μιας και τα ήξερε όλα αυτά, έτσι και έλεγε και έκανε» (Χ).
Βγαίνει όχι έκπληκτος ή ταραγμένος και φοβισμένος, αλλά θαυμαστά άτρομος και με ψυχραιμία, ατάραχος και γενναίος, για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα και ρωτά ήρεμα και με πραότητα, «ποιον ζητάτε;». Όταν ο λαός προσέφερε σε αυτόν στέμμα βασιλικό και έσπευδε να ανακηρύξει αυτόν βασιλιά (Ιω. στ 15) αποσύρεται και φεύγει. Αλλά όταν έρχονται για να τον οδηγήσουν στο σταυρό, προχωρεί και παραδίνεται. Διότι ήλθε στον κόσμο για να πάθει και να προσφέρει τη ζωή λύτρο για χάρη του κόσμου, και επρόκειτο μετά το σκληρό θάνατό του να βασιλεύσει αιώνια.
Το παράδειγμα αυτό του Χριστού δεν μας διδάσκει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας απρομελέτητα στους κινδύνους, διότι δεν γνωρίζουμε, όπως γνώριζε αυτός, εάν ήλθε και η δική μας ώρα, όπως είχε έλθει η δική του. Αλλά όταν καλούμαστε από τις περιστάσεις να υποστούμε θλίψεις και μαρτύριο, και δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε αυτά παρά μόνο αμαρτάνοντας, τότε οφείλουμε όπως και ο Χριστός να αναδεχόμαστε το σταυρό, στον οποίο ο Πατέρας μας καλεί.
(3) Δηλαδή όλες τις ταπεινώσεις και όλα τα φυσικά ή ηθικά βάσανα, τα οποία τον ανέμεναν (F). Μόλις είχε σηκωθεί από το έδαφος όπου είχε πέσει μπρούμυτα στην αγωνία του και γνώριζε καλά πόσο πικρό ήταν το ποτήρι εκείνο, το οποίο είχε παρακαλέσει τον Πατέρα του να απομακρύνει από αυτόν. Αλλά όμως, με υποταγή στο θέλημα του Πατέρα και με πλήρη γνώση του σταυρικού παθήματος προχωρεί προς αυτούς που έρχονται να τον συλλάβουν (ο). Είναι βέβαιος για το τι ήθελε ο Πατέρας του και δέχεται το θέλημα αυτό του Πατέρα ολόψυχα και την σύλληψή του την κάνει προσφορά εκούσια (τ).
(4) Βγήκε είτε από ανάμεσα από τους μαθητές, οι οποίοι τον κύκλωναν είτε πιο φυσικά από τον κήπο (g), στον οποίο είχε μπει (β). Από τις σκιές του κήπου, από τις οποίες καλυπτόταν μαζί με τους μαθητές (μ).
«Βγαίνει λοιπόν και πολύ πρόθυμα για να τους συναντήσει, και δείχνει με αυτό ότι ούτε αγνοούσε αυτό που τολμούσαν και ότι αν και προγνώριζε ότι ήταν ευκολότερο να κρυφτεί και να διαφύγει, με δική του πρωτοβουλία προχωρά στο πάθος, χωρίς να πέφτει σε κίνδυνο που δεν ήθελε, τον οποίο προκάλεσε η υπεροχή κάποιων» (Κ).
(5) Δεν απευθύνεται προς τον Ιούδα αλλά στους ενόπλους, που ήλθαν να τον συλλάβουν. Το φίλημα που μνημονεύουν οι συνοπτικοί (Ματθ. κστ 49,Μάρκ. ιδ 45,Λουκ. κβ 47), το οποίο κατά τον β, δόθηκε από τον Ιούδα όχι στο μάγουλο αλλά στο χέρι του Ιησού, τοποθετείται από τον Τατιανό αμέσως πριν από την έξοδο του Ιησού από τον κήπο και πριν το ερώτημα αυτό. Συμφωνούν στην τοποθέτηση αυτή και οι F,g,β. Ο ο, τοποθετεί αυτό μετά την ερώτηση και απάντηση του Ιησού που λέγονται στους στίχους 7-8.

Ιω. 18,5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι(2). εἱστήκει δὲ(3) καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν.
5«Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», του αποκρίνονται. Τους λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι». Ο Ιούδας που τον είχε προδώσει στεκόταν κι αυτός εκεί ανάμεσά τους.
(1) Όπως φαίνεται από τα Λουκά δ 34,ιη 37,κδ 19,Μάρκ. ι 47,ιδ 67,ιστ 6,Ματθ. κστ 71,Πράξ. β 22 με την ονομασία αυτή ήταν γενικώς γνωστός ο Κύριος. Και η εντολή λοιπόν που δόθηκε από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους στους ενόπλους ήταν να συλλάβουν τον Ιησού τον Ναζωραίο (β). Η ονομασία ήταν εν μέρει καθοριστική, εν μέρει όμως και έκφραση περιφρόνησης (τ).
(2) Έχουμε στο Εγώ είμαι φράση, η οποία μπορεί να σημαίνει όχι περισσότερο από το Εγώ είμαι ο άνθρωπος τον οποίο ζητάτε. Μπορεί όμως να σημαίνει και το ιερό όνομα του Θεού «Εγώ είμαι». Για τους στρατιώτες είχε η φράση την πρώτη σημασία. Για εμάς τους πιστούς έχει την δεύτερη (τ).
(3) Παρενθετική πρόταση. Είχε επιτελέσει ο Ιούδας το έργο του, εφόσον είχε αναλάβει την υποχρέωση να οδηγήσει τους απεσταλμένους του συνεδρίου στον τόπο, όπου θα έβρισκαν τον Ιησού (β). Η εντύπωση λοιπόν που προκλήθηκε από την απάντηση του Ιησού, έγινε αισθητή εντονότερα από κάθε άλλον στον άπιστο μαθητή, και από αυτόν αναμφίβολα μεταδόθηκε η συγκίνηση και στους άλλους (g).
Η φωνή του Ιησού είναι τρομερότερη για τους αποστάτες παρά για τους κοινούς και συνηθισμένους αμαρτωλούς. «Δες πώς δεν εκφράζει δυσαρέσκεια ο ευαγγελιστής, πώς δεν βρίζει τον προδότη, αλλά διηγείται το γεγονός, με σκοπό να δείξει ένα μόνο, ότι το παν συνέβη επειδή το επέτρεψε ο Ιησούς» (Χ).

Ιω. 18,6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι(1), ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω(2) καὶ ἔπεσον χαμαί(3).
6Μόλις, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς «εγώ είμαι», πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής.
(1) «Και μόνη η φωνή του, που απάγγειλε τα λόγια Εγώ είμαι, χωρίς κάποιο όπλο χτύπησε, απώθησε και έριξε κάτω το πλήθος εκείνο, μαζί με όλη την αγριότητα του μίσους τους και τον τρόμο των όπλων τους. Εγώ είμαι, λέει, και ρίχνει χάμω τους πονηρούς. Τι θα κάνει όταν θα έλθει ως κριτής αυτός, ο οποίος έκανε αυτό όταν παρέδιδε τον εαυτό του για να κριθεί; Ποια θα είναι η δύναμή Αυτού, όταν θα έλθει να βασιλεύσει, αυτός ο οποίος τέτοια δύναμη είχε, όταν ήλθε να πεθάνει;» (Αυ).
Φανερώνοντας «ότι η δύναμη κάθε ανθρώπου δεν είναι τίποτα εντελώς, μπροστά στην ανείπωτη και θεία ισχύ, μιλώντας με πράο και ήμερο λόγο, ξαπλώνει χάμω στη γη τον όχλο που τον ζητούσαν, για να μάθουμε αυτό, ότι δηλαδή η φύση αυτών που πλάστηκαν ενώ δεν αντέχει και ένα μόνο λόγο του Θεού, και αυτόν φιλάνθρωπο, πώς θα υποφέρει την απειλή σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους ψαλμούς «Εσύ είσαι φοβερός και ποιος θα σου αντισταθεί από την οργή σου;» (Κ).
Το αποτέλεσμα από τα λόγια αυτά δεν υπήρξε απλό φυσικό γεγονός, που προκλήθηκε από κάποιο στιγμιαίο συναίσθημα φρίκης μπροστά στη θαρραλέα στάση του Ιησού· υπήρξε αποτέλεσμα αληθινά υπερφυσικό, επειδή ο Ιησούς θέλησε να φανερώσει την δύναμή του την ίδια ώρα κατά την οποία δεχόταν την ταπείνωση (F).
Δεν πρόκειται για ενέργεια άμεση της παντοδυναμίας του Θεού, που ανατρέπει τους ανθρώπους αυτούς, αλλά θα ήταν πλάνη να δει κάποιος εδώ ένα τυχαίο συμβάν. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν σύμφωνο με τη θέληση Εκείνου ο Οποίος το παρήγαγε. Κάνοντας ο Ιησούς αισθητή τη δύναμή του ήθελε να δείξει σε αυτούς, ότι διέτρεχαν κίνδυνο εάν επιχειρούσαν να συλλάβουν μαζί με αυτόν και τους μαθητές (g).
(2) Δεν σημαίνει αυτό, ότι στράφηκαν και έφυγαν, αλλά ότι οπισθοδρόμησαν έμφοβοι και μπροστά στη μεγαλειότητα του προσώπου του έπεσαν στο έδαφος (ο).
Μπορούσε να ρίξει αυτούς στο έδαφος νεκρούς. Μπορούσε να διατάξει τη γη και να καταπιεί αυτούς, όπως άλλοτε τον Κορέ. Αλλά δεν ήθελε να γίνει αυτό. Πρώτον μεν διότι είχε έλθει η ώρα του, και δεύτερον διότι ήθελε να μας δώσει παράδειγμα υπομονής και μακροθυμίας απέναντι στους χειρότερους ανθρώπους, αλλά και συμπάθειας και αγάπης προς αυτούς τους άσπονδους εχθρούς του. Ρίχνοντας αυτούς στο έδαφος, παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να μετανοήσουν, αλλά η καρδιά τους ήταν σκληρή και η πρόσκληση αυτή για μετάνοια απέβη μάταιη.
(3) «Ο λόγος του τούς έριξε κατά γης» (Χ).
«Έδειξε λοιπόν ότι αν δεν το ήθελε αυτός, όχι μόνο να τον πιάσουν δεν μπορούσαν, αλλά ούτε καν να τον δουν» (Ζ).

Ιω. 18,7 πάλιν οὖν(1) αὐτοὺς ἐπηρώτησε(2)· τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(3).
7Τότε τους ρώτησε πάλι: «Ποιον γυρεύετε;» Κι αυτοί είπαν: «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ».
(1) Παρεμβλήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα, αρκετό να συνέλθουν εκείνοι από το φόβο τους και να σηκωθούν από το έδαφος… Ενώ λοιπόν στέκονταν αναποφάσιστοι και αδρανείς, ο Κύριος απευθύνει σε αυτούς και πάλι το ερώτημα «ποιόν ζητάτε;» (ο).
(2) Σε τόνο τώρα γλυκύτερο από τον οποίο ενθαρρύνθηκαν οι υπηρέτες των αρχιερέων να πλησιάσουν ξανά ο Ιησούς τους ρωτά (g).
«Αφού είχε δείξει τη δύναμή του σε εκείνους, οι οποίοι ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, καλεί τώρα αυτούς να τον συλλάβουν, για να εργαστεί το θέλημά του μέσω εκείνων οι οποίοι αγνοούσαν αυτό» (Αυ).
«Τους έριξε μεν κάτω μπρούμυτα, δηλώνοντας και την δύναμή του και ότι θεληματικά έρχεται προς το πάθος… Επειδή όμως επέμεναν στην κακία και μετά το θαύμα αυτό, τότε λοιπόν παραδίδει τον εαυτό του» (Θφ).
(3) Γνώριζαν ήδη αυτοί σε ποιον μιλούσαν, αλλά εξαιτίας του φόβου εμποδίζονται να πουν: ζητάμε εσένα. Και επαναλαμβάνουν ό,τι είπαν και πριν (ο,β).

Ιω. 18,8 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· εἶπον ὑμῖν(2) ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους(3) ὑπάγειν(4)·
8«Σας είπα ότι εγώ είμαι», τους αποκρίθηκε ο Ιησούς· «αν, λοιπόν, γυρεύετε εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν».
(1) «Ο ίδιος φανερώνει τον εαυτό του, διδάσκοντας και τους μαθητές να μην ψεύδονται ούτε στους κινδύνους, και πληροφορώντας ότι εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στους φονιάδες» (Ζ).
(2) Η απάντηση είναι αυστηρή και εξουσιαστική (β). Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Γιατί λοιπόν δεν προβαίνετε στη σύλληψή μου; (ο).
(3) Λόγος στοργικής φροντίδας (F). «Και πρόσεξε πώς ούτε μέχρι την τελευταία ώρα δεν μειώνει την αγάπη προς τους μαθητές» (Θφ). Η μέριμνά του για τους πιστούς του μαθητές είναι χαρακτηριστικό του καλού Ποιμένα (β).
(4) Να φύγουν ή να πάνε στο σπίτι τους (β). Μιλά σε αυτούς με εξουσία. Είναι σαν να τους έλεγε: Αφήστε τους να φύγουν, διότι αλλιώς διατρέχετε κίνδυνο, εάν αγγίξετε αυτούς. Δείχνει έτσι στοργή προς τους μαθητές του, οι οποίοι ήταν ακόμη ανώριμοι να αντιμετωπίσουν τέτοιο πειρασμό. Η πίστη τους ήταν ακόμη ασθενής και επιπλέον είχαν έργο να επιτελέσουν. Πρέπει να φύγουν τώρα, διότι μετά από λίγο θα κληθούν να διατρέξουν τον κόσμο ολόκληρο, για να κηρύξουν το ευαγγέλιο.
Έτσι ο Κύριος παρέχει και σε μας μεγάλη ενθάρρυνση να τον ακολουθούμε. Διότι αν και η οδός στην οποία μας καλεί να βαδίσουμε, είναι οδός θλίψεων, παρόλ’ αυτά ο σταυρός, τον οποίο θα μας καλεί να βαστάξουμε, πάντοτε θα είναι ανάλογος με τις δυνάμεις μας. Και όπως τώρα προφυλάσσει τους μαθητές του, έτσι θα προφυλάξει και εμάς. Μας δίνει επίσης ο Κύριος παράδειγμα, να μη φροντίζουμε σε ώρα κινδύνου μόνο για την ασφάλεια του εαυτού μας, αλλά και για την ασφάλεια των πλησίον μας και μάλιστα περισσότερο για την ασφάλεια αυτών παρά για τη δική μας.

Ιω. 18,9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν(1), ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα(2).
9Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει: «Δεν άφησα να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς που μου εμπιστεύτηκες».
(1) Ο Ιησούς λοιπόν ήταν προφήτης. Έτσι και στο στίχο 32 (b). Προκειμένου να παραθέσει λόγο του Ιησού Χριστού χρησιμοποιεί την ίδια φράση, την οποία και σε παράθεση χωρίου από την Π.Δ. Για τον Ιωάννη οι λόγοι του Ιησού είχαν κύρος και έμπνευση όπως και αυτοί της Π.Δ. για την πρόγνωση των μελλόντων. Ο λόγος στον οποίο εδώ αναφέρεται εδώ ο Ιωάννης είναι αυτός στο ιζ 12 (β).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών, την οποία αδύνατον ήταν να μην γνώριζε ο Ιωάννης, αφορούν στη σωτηρία και προστασία από το πνευματικό κακό και την πνευματική απώλεια.
«Απώλεια εδώ λέει όχι αυτήν του θανάτου, αλλά εκείνη την αιώνια. Ο ευαγγελιστής λοιπόν το πήρε αυτό και για τη στιγμή εκείνη» (Χ).
Ο Ιωάννης εφαρμόζει τα λόγια αυτά και στην προκειμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για απελευθέρωση και προστασία των μαθητών από σωματικό κίνδυνο ή εφαρμόζοντας πιο ελεύθερα τον λόγο του Χριστού= δεν έχασα, ακόμη και σε αυτήν την μέγιστη περίπτωση του κινδύνου (b).
Ή, η εκπλήρωση σε αυτήν εδώ την περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβολίζει την μεγαλύτερη απολύτρωση των μαθητών από τον πονηρό κόσμο (ο).
Ή, πιο σωστά, εάν οι μαθητές συλλαμβανόμενοι από τους Ιουδαίους «πέθαιναν τώρα, ο Ιησούς θα έχανε αυτούς», διότι θα πέθαιναν χωρίς «να πιστέψουν σε αυτόν, όπως πιστεύει κάθε πιστός που δεν χάνεται» (Αυ).
Το παράδειγμα του Πέτρου, του θαρραλεότερου από όλους τους μαθητές, αποδεικνύει, ότι εάν πραγματοποιούνταν κατά την παρούσα στιγμή η σύλληψη των μαθητών, θα αποτελούσε αυτή σύνθημα πτώσης τους βαθιάς, ίσως άρνησης ανεπανόρθωτης (g). Διότι αν συλλαμβάνονταν, μπορούσαν να τον απαρνηθούν από ασθένεια, όπως ο Πέτρος μετά από αυτά (δ). Η διαφυγή λοιπόν από την σύλληψη οφειλόταν όντως σε θεία προστασία.
Διότι «θα μπορούσε κάποιος να θαυμάσει πώς και αυτούς δεν τους συνέλαβαν μαζί του και δεν τους κατέσφαξαν, και μάλιστα τη στιγμή που ο Πέτρος παρόργισε αυτούς με εκείνα που έκανε στον δούλο. Ποιος λοιπόν τους συγκρατούσε; Κανείς μεν άλλος, παρά η δύναμη αυτή που τους έριξε κατά γης. Πράγμα λοιπόν που και ο ευαγγελιστής δήλωσε, ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των Ιουδαίων, να μην πάθουν τίποτα, αλλά της δύναμης και απόφασης αυτού που συλλήφθηκε» (Χ).
«Η φράση «για να εκπληρωθεί ο λόγος τον οποίο είπε, ότι Δεν έχασα από αυτούς κανέναν», αυτό σημαίνει, λέει, το ότι δεν κατασφάχτηκαν οι μαθητές». Διότι λόγω της αδυναμίας τους, τούς βγάζει έξω από πειρασμούς» (Θφ). Σημείωσε εδώ, ότι και θαυματουργικά ακόμη επεμβαίνει ο Κύριος, για να προστατεύσει τους μαθητές του και τους δούλους του από τους εχθρούς τους και να μην αντιμετωπίσουν πειρασμό που να υπερβαίνει τις δυνάμεις τους. Οι μαθητές δεν είχαν λάβει επαρκή χάρη, για να αντέξουν στην επαπειλούμενη δοκιμασία. Για αυτό και επενέβη ο Κύριος από τη μία με την υπερφυσική θεραπεία του Μάλχου, από την άλλη με τη θεία του δύναμη η οποία έριξε φοβισμένους στο έδαφος αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν.
Θα ρωτούσε ίσως κάποιος γιατί τώρα δεν παρέχει σε αυτούς την αναγκαία χάρη, για να αντέξουν και στον πειρασμό που απειλεί με μαρτύριο. Μη λησμονούμε όμως, ότι η λήψη της χάρης γίνεται σύμφωνα και με την βαθμιαία αύξηση αυτού που την δέχεται. Όταν κάποιος είναι ακόμη νήπιος εν Χριστώ, δεν είναι δυνατόν να μεταδοθεί σε αυτόν η χάρη, η οποία παρέχεται σε αυτόν που γιγαντώθηκε στην κατά Χριστόν ζωή.
Ο πνευματικός ναός χτίζεται με διαδοχική τοποθέτηση και οικοδομή των αναγκαίων λίθων, και δεν ανυψώνεται με τη μία σε πλήρες πνευματικό οικοδόμημα σαν με κάποιο μαγικό ραβδί. Πάντως από την περίπτωση αυτή διδασκόμαστε, ότι ο Κύριος παρουσιάζεται ασπίδα μας απέναντι σε κάθε εχθρική δύναμη. Και η εδώ λύτρωση των μαθητών από τον σωματικό κίνδυνο αποτελεί βέβαιη εγγύηση, ότι το ίδιο δεξί χέρι του Κυρίου θα τους οδηγούσε με ασφάλεια στην ουράνια βασιλεία.

Ιω. 18,10 Σίμων οὖν Πέτρος(1) ἔχων μάχαιραν(2) εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον(3) καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον(4) τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος(5).
10Ο Σίμων Πέτρος είχε ένα μαχαίρι· το τραβάει, χτυπάει το δούλο του αρχιερέα και του κόβει το δεξί αυτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος.
(1) Το επεισόδιο της επίθεσης εναντίον του δούλου του αρχιερέα αναφέρεται και από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 51,Μάρκ. ιδ 47, Λουκ. κβ 50). Αλλά ο Ιωάννης μόνος αναφέρει, ότι ο Σίμων έπραξε αυτό· οι άλλοι ευαγγελιστές αποσιωπούν το όνομα του Πέτρου (b).
«Πρόσθεσε ο Ιωάννης και το όνομα αυτού που χτυπήθηκε και το μέρος που χτυπήθηκε διότι ήταν πολύ σπουδαίο το γεγονός» (Ζ), «όπως και ο Λουκάς είναι ο μόνος ο οποίος αναφέρει, ότι ο Κύριος άγγιξε το αυτί του και τον θεράπευσε» (Αυ).
(2) Το ότι δεν έχει άρθρο υποδηλώνει, ότι ο Πέτρος συνέβη τη στιγμή εκείνη να κουβαλά μαχαίρι. Δεν κουβαλούσε αυτό πάντοτε. Ίσως να ήταν ένα από αυτά που αναφέρονται στο Λουκ. κβ 38. Δεν επιτρεπόταν από το νόμο να κουβαλούν όπλα σε ημέρες γιορτών. Το ότι στο δείπνο υπήρχαν δύο μαχαίρια και από αυτά το ένα πήρε μαζί του ο Πέτρος, τείνει να αποδείξει ότι το δείπνο αυτό δεν ήταν αυτό του Πάσχα (β)(το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι αδιαμφισβήτητο).
Ο Πέτρος ενθαρρύνθηκε φαίνεται από το ότι είδε τους στρατιώτες να πέφτουν χάμω. Η δύναμη του διδασκάλου κατέστησε αυτόν τολμηρό. Το διάβημά του, οσοδήποτε και αν προήλθε από αγάπη προς τον Διδάσκαλο, δεν μαρτυρεί πίστη ακλόνητη και σταθερή. Και αυτό φαίνεται καθαρά μετά από λίγο, όταν στην αυλή του αρχιερέα αρνείται τον Διδάσκαλο τρεις φορές. Οι αληθινοί και γνήσιοι Χριστιανοί ήρωες υπερασπίζουν την υπόθεση του ευαγγελίου όχι μόνο όταν βλέπουν τον Κύριο να υπερισχύει και να έχει δύναμη, αλλά όταν και προς στιγμήν φαίνεται να νικιέται και να είναι σε αδυναμία.
(3) Με άρθρο. Αυτό δηλώνει ότι ο Μάλχος ήταν ένας από τους προεξάρχοντες δούλους και ακόλουθους του αρχιερέα (ο). Για αυτό και ο Χρυσόστομος ταυτίζει αυτόν με αυτόν που «ύστερα από λίγο πρόκειται να χαστουκίσει» τον Ιησού.
(4) Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν ωτάριον αντί για ωτίον. «Δεν αναφέρει τυχαία το δεξί αυτί, αλλά, κατά τη γνώμη μου, επειδή θέλει να δείξει την ορμή του αποστόλου, ότι δηλαδή σχεδόν όρμησε εναντίον του ίδιου του κεφαλιού του» (Χ). Το χτύπημα δόθηκε εναντίον του κεφαλιού του δούλου, κόπηκε όμως μόνο το αυτί του διότι αυτός προφυλασσόμενος έγειρε προς τα αριστερά (β).
«Εάν τώρα πεις, πώς αυτός που διατάχτηκε ούτε να ραπίζει, γίνεται ανθρωποκτόνος; Βεβαιότατα έλαβε εντολή μεν να μην αμύνεται, εδώ όμως δεν αμύνθηκε για τον εαυτό του, αλλά για τον διδάσκαλο. Έπειτα δεν ήταν ακόμη τέλειοι και πνευματικά ολοκληρωμένοι» (Χ).
Ο Πέτρος εδώ παρουσιάζεται να τηρεί τον λόγο, τον οποίο είπε στον Διδάσκαλο βεβαιώνοντας αυτόν, ότι ήταν έτοιμος να βαδίσει μαζί του και στη φωτιά και στο θάνατο. Ο ζήλος του όμως υπέρ του Διδασκάλου προφανώς είναι ζήλος όχι με επίγνωση. Διότι, εάν η πρόθεσή του να χτυπήσει το Μάλχο στο κεφάλι πραγματοποιούνταν, ασφαλώς οι στρατιώτες θα ορμούσαν εναντίον ολόκληρου του ομίλου των μαθητών για να κατασπαράξουν αυτούς, ενώ ο διδάσκαλος θα εμφανιζόταν στα μάτια της ρωμαϊκής εξουσίας σαν όχι καλύτερος του Βαραββά.
(5) «Η έννοια του ονόματος Μάλχος είναι ο προορισμένος να βασιλεύσει» (Αυ). Μάλχος από το εβραϊκό μέλεκ= βασιλιάς. Το «ότι θεράπευσε αυτόν ο Ιησούς αμέσως, όπως μάθαμε από τον Λουκά» (Ζ), εξηγεί το γιατί ο Πέτρος δεν συνελήφθη αμέσως ως ένοχος στάσης κατά της εξουσίας.
«Θα μάθουμε λοιπόν από αυτό που έγινε, μέχρι ποίου σημείου φτάνει, χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί, ο ζήλος της ευσέβειας προς το Χριστό… Διότι το υπόδειγμα αυτής της πράξης δεν μας επιτρέπει να αγωνιζόμαστε για την ευσέβεια στο Χριστό με το να υψώνουμε σιδερένια όπλα ή να σηκώνουμε πέτρες εναντίον κάποιων ή βεβαίως να χτυπούμε με ξύλο αυτούς που μας αντιτίθενται· διότι τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, αλλά να συμπεριφερόμαστε με ηπιότητα μάλλον ακόμη και στους φονιάδες» (Κ).

Ιω. 18,11 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην(1)· τὸ ποτήριον(2) ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ(3), οὐ μὴ πίω αὐτό(4);
11Τότε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Βάλε το μαχαίρι στη θήκη. Θέλεις να μην πιω το ποτήρι που όρισε ο Πατέρας για μένα;»
(1) «Το παράγγελμα του Χριστού γεννά θεσμό ευαγγελικού τρόπου ζωής και δύναμη εντολής, όχι αυτής που ειπώθηκε στους αρχαιότερους σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, αλλά αυτής που ο Χριστός έβαλε, η οποία τόσο πολύ εμποδίζει να χρησιμοποιούμε μαχαίρια, ή μάλλον λέει ότι δεν πρέπει καν να αμυνόμαστε και μεις με τη σειρά μας, ώστε, αν κάποιος θα ήθελε να μας χαστουκίσει στο ένα σαγόνι, να απαιτήσουμε επιπλέον και στο δεύτερο αν τύχει, στρέφοντάς του και το άλλο, και με αυτό κόβει από τη ρίζα της κατά κάποιο τρόπο από την ψυχή την ανθρώπινη δειλία» (Κ).
Ο Πέτρος έπρεπε να βάλει το μαχαίρι στη θήκη του, διότι επρόκειτο να δοθεί σε αυτόν το μαχαίρι του Πνεύματος. Τα όπλα της στρατείας μας δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά. Είναι παρόλ’ αυτά ισχυρά και ακατανίκητα. Όταν ο Κύριος με έναν μόνο λόγο ανάγκασε αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν, να οπισθοχωρήσουν και να πέσουν χάμω, έδειξε στον Πέτρο με ποιο όπλο έπρεπε να οπλιστεί. Το όπλο αυτό ήταν ο κοφτερότερος από μαχαίρι λόγος του Θεού, ο ζωντανός και ενεργής. Με αυτόν και ο Πέτρος όχι πολύ χρόνο ύστερα θα έριχνε νεκρούς στο έδαφος τον Ανανία και τη Σαπφείρα, που είπαν ψέματα στο Πνεύμα του Θεού.
(2) «Το ποτήρι του θανάτου δηλαδή» (Ζ).
Είναι ποτήριο. Δεν είναι θάλασσα, δεν είναι θάλασσα ερυθρά, ούτε νεκρά θάλασσα, διότι δεν είναι άδης, αλλά φως, και η δοκιμασία του είναι στιγμιαία. Είναι ποτήριο που δίνεται από τον Πατέρα. Και όταν δίνεται και σε εμάς, από τον Πατέρα μάς παρέχεται. Δίνεται ως δωρεά και ως χάρις, αφού «αυτόν που αγαπά ο Κύριος τον εκπαιδεύει». Εκπαιδεύει ως Πατέρας έχοντας εξουσία πάνω μας, αλλά και αγάπη πατρική προς εμάς. Και όταν παρέχει σε μας το ποτήριο δεν μας το δίνει, για να μας βλάψει, αλλά για να μας ωφελήσει, και ως πάνσοφος και πανάγαθος γνωρίζει αλάνθαστα τι ωφελεί και τι βλάπτει τα παιδιά του.
(3) «Το οποίο παραχώρησε να έλθει σε μένα ο Πατέρας· διότι αυτό σημαίνει το έδωσε» (Ζ).
«Δείχνει ότι αυτό που γίνεται δεν οφείλεται στην δύναμη εκείνων, αλλά στο ότι αυτός το επιτρέπει και δηλώνει ότι δεν είναι κάποιος αντίθεος, αλλά υπάκουος μέχρι θανάτου στον Πατέρα» (Χ).
Η όλη φράση υπενθυμίζει την προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή, όπως αυτή αναφέρεται από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 39,Μάρκ. ιδ 36,Λουκ. κβ 42).
(4) Σε αυτό, δηλαδή στο να μην πιει το ποτήρι, αποσκοπούσε ο αγώνας του Πέτρου (b). Η προσθήκη της αντωνυμίας «αυτό» δεν είναι πλεονασμός αλλά εμφατική επανάληψη της λέξης ποτήρι, στην οποία αναφέρεται (ο). Η όλη πρόταση είναι ερωτηματική. Ο Abbott προτιμά να θεωρήσει αυτήν ως αναφώνηση με θαυμαστικό (β).

Ιω. 18,12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων(1) συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν(2) καὶ ἔδησαν αὐτόν(3),
12Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν
(1) Η σύλληψη του Ιησού έγινε από τους Ρωμαίους στρατιώτες που ενεργούσαν σε συνεργασία με τους υπηρέτες των Ιουδαίων, που αποτελούσαν την αστυνομία του ναού των Ιουδαίων (β). Επειδή λοιπόν οι υπηρέτες των Ιουδαίων εκτελούσαν διαταγές του συνεδρίου, προφανώς η σύλληψη του Ιησού έγινε με διαταγή του ανώτατου δικαστηρίου των Ιουδαίων (ο).
(2) Σύμφωνα με τα Ματθ. κστ 50,51 και Μάρκ. ιδ 46,47 η σύλληψη του Ιησού έγινε πριν ακόμη ο Πέτρος σύρει το μαχαίρι του εναντίον του Μάλχου. Στον Ιωάννη το επεισόδιο τοποθετείται λίγο πριν τη σύλληψη. Τέτοιες ελαφρές διαφορές δεν θίγουν ούτε στο ελάχιστο την αξιοπιστία των ιερών συγγραφέων, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνουν αυτήν αφού με αυτές διαπιστώνεται ότι καμία συνεννόηση δεν υπήρχε μεταξύ τους (ο).
(3) Πιθανώς έδεσαν τα χέρια του πίσω του (β). Η λεπτομέρεια αυτή δεν αναφέρεται από τους άλλους συνοπτικούς (μ). Τον έδεσαν για να τον εξευτελίσουν. Οι δούλοι δένονταν έτσι. Δένεται ήδη και ο Ιησούς, μολονότι είναι ο πρωτότοκος. Τον έδεσαν για να μην τους διαφύγει, αφού και ο Ιούδας τούς είχε πει «κρατήστε τον». Αλλά ο Χριστός δέχεται πρόθυμα να δεθεί, για να λυθούμε εμείς από τα δεσμά της αμαρτίας. Στα δεσμά του αυτά οφείλουμε εμείς την ελευθερία μας από τις αλυσίδες του σκότους.
Οι τύποι της Π.Δ. και οι προφητείες εκπληρώνονται και στο σημείο αυτό. Ο Ισαάκ δέθηκε, για να προσφερθεί ως θυσία· ο Ιωσήφ δέθηκε και «ταπείνωσαν με αλυσίδες τα πόδια του· μέσα από σίδερο πέρασε η ψυχή του» (Ψαλμ. ρδ 18). Και ο Σαμψών δέθηκε από τους Φιλισταίους. Αλλά και για τον Μεσσία είχε προφητευτεί ότι θα δενόταν. Δες Ησ. νγ 8. Και δέθηκε ώστε και οι προς αυτόν δεσμοί της αγάπης μας να γίνουν αδιάσπαστοι. Του Παύλου οι χαιρετισμοί προς τους Χριστιανούς είναι και χαιρετισμοί του Χριστού προς όλους μας: «Να θυμάστε τα δεσμά μου» (Κολ. δ 18). Να θυμάστε αυτά, για να δεθείτε μαζί με αυτόν μακριά από κάθε αμαρτία, αιχμάλωτοι σε κάθε καθήκον. «Είναι ήδη κυριευμένοι από ανήμερο θυμό και φλέγονται από ακαταμάχητο θράσος… και αφού συνέλαβαν τον Κύριο να υποχωρεί ήδη σε αυτούς στο οτιδήποτε, τον δένουν με δεσμά» (Κ), «σαν ακριβώς να διαφήμιζαν το συμβάν και καυχιόντουσαν, ότι έστησαν μεγάλο τρόπαιο» (Θφ).
Καθένας θα περίμενε, ότι το θαύμα της θεραπείας του αυτιού του Μάλχου θα τους έκανε ευλαβείς απέναντι στον Ιησού. Λύσσα καταραμένη και ασυγκράτητη, την οποία το μέγεθος του θαύματος που έγινε δεν μπόρεσε να την καταπραΰνει, ούτε η τρυφερότητα που έδειξε ο Κύριος να την μαλακώσει.

Ιω. 18,13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς Ἄνναν(1) πρῶτον(2)· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα(3), ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου.
13και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα.
(1) Ο Άννας είχε διατελέσει αρχιερέας κατά τα έτη 6-15 μ.Χ. Όπως φαίνεται από ενδείξεις από τον Ιώσηπο (Αρχαιολογία 18,2,1), ήταν πρόσωπο μεγάλης επιρροής, και επανειλημμένα ονομάζεται και στην Κ.Δ. αρχιερέας (δες Λουκ. γ 2,Πράξ. δ 6) σε χρόνο, κατά τον οποίο το αξίωμα του αρχιερέα κατεχόταν από τον Καϊάφα (G). Υπήρξε αρχηγός αρχιερατικής οικογένειας και διηύθυνε εκ του αφανούς τους διάφορους γιους και γαμπρούς του, οι οποίοι διαδοχικά κατέλαβαν το αρχιερατικό αξίωμα. Είναι πιθανόν και ο Άννας και κάποια μερίδα του Ιουδαϊκού λαού να θεωρούσαν ως επέμβαση παράνομη της ρωμαϊκής εξουσίας την αντικατάσταση των αρχιερέων και συνεπώς είναι ενδεχόμενο να νομιζόταν, ότι η συγκατάθεση του Άννα ήταν απαραίτητη για το πνευματικό κύρος των πράξεων του συνεδρίου παρά το ότι ο Καϊάφας ήταν ο πρόεδρος αυτού (τ).
Αφότου ο Άννας καθαιρέθηκε από τον Gratus διαδέχτηκαν αυτόν οι 5 γιοι του, ο Ελεάζαρ από το 16-17, ο Ιωνάθαν από το 36-37, ο Θεόφιλος από το 37-41, ο Ματθίας από το 41-44. Κατά το ενδιάμεσο διάστημα από το 18-36 το αρχιερατικό αξίωμα κατεχόταν από τον Καϊάφα (χ).
Φυσικό ήταν μετά την σύλληψη να οδηγήσουν τον Κύριο στις φυλακές έως ότου συγκληθεί το δικαστήριο. Αλλά έσπευδαν να καταδικάσουν αυτόν οδηγώντας αυτόν όχι σε δικαστές ειρήνης και δικαιοσύνης, αλλά σε δικαστές μαινομένους και από πριν αποφασισμένους να τον θανατώσουν.
(2) Με αυτό σιωπηλά συμπληρώνει την αφήγηση των συνοπτικών, κατά την οποία ο Ιησούς οδηγήθηκε κατ’ ευθείαν στον Καϊάφα. Όπως φαίνεται λοιπόν από τον στίχο 24 το «πρώτον» αυτό υπαινίσσεται την ακόλουθη προσαγωγή του Ιησού στον Καϊάφα, και μετά από αυτό σύμφωνα με τον στίχο 28 στον Πιλάτο. Κατά τον g, και άλλους από τους νεώτερους ερμηνευτές, ενώ διαρκούσε η νύχτα, κατά την οποία συνελήφθη ο Ιησούς, έγιναν δύο ξεχωριστές συνεδριάσεις, η μία στον Άννα και η άλλη στον Καϊάφα.
Οι συνοπτικοί αναφέρουν τη δεύτερη, η οποία ήταν και η επίσημη, κατά την οποία και απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ο Ιωάννης συμπληρώνοντας αυτούς ασχολείται περισσότερο με την πρώτη, χωρίς να αποκλείει και την δεύτερη, αφού ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα (Ιω. ιη 24) και αφού μετά τη προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Καϊάφα, ζητείται και σύμφωνα με τον Ιωάννη από τον Πιλάτο η επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης κατά του Ιησού.
Δεδομένου επίσης ότι σύμφωνα με τους νόμους των Ιουδαίων δεν επιτρεπόταν να απαγγελθεί από το συνέδριο καταδικαστική απόφαση θανάτου παρά την επόμενη ημέρα από αυτήν της εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο (Sanhedrin IV,1,V 5) παρουσιαζόταν αναγκαίο για τήρηση των προσχημάτων μετά την προκληθείσα προκαταρκτική συνεδρίαση της νύχτας να επακολουθήσει το πρωί και η κανονική επίσημη συνεδρίαση, κατά την οποία θα απαγγελλόταν η καταδικαστική απόφαση.
(3) Ο λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε ο Ιησούς στον Άννα πρώτα, υπήρξε μάλλον η συγγένειά του με τον Καϊάφα, για την οποία τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα (g).

Ιω. 18,14 (1) ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις(2) ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι(3) ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.
14Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού.
(1) Ανάμεσα στους στίχους 13 και 14, παρεμβάλλουν η Συριακή μετάφραση του Σινά και η φιλοξενιακή της Συρίας, την φράση: ο Άννας απέστειλε τον Ιησού προς Καϊάφαν. Παρομοίως και ο μικρογράμματος κώδικας 225 προσθέτει μετά το «πρώτον» του προηγούμενου στίχου τη φράση «απέστειλεν ουν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα». Φαίνεται επίσης η γραφή να μαρτυρείται και από τον Κύριλλο. Οι προσθήκες αυτές οφείλονται πιθανώς στην από τους αντιγραφείς προσπάθεια συμβιβασμού της αφήγησης του Ιωάννη με αυτήν των συνοπτικών (β).
(2) Διαπιστώνοντας ο Ιωάννης ότι το πρόσωπο αυτό είναι το ίδιο με αυτό στο κεφάλαιο ια (ια 50-51), θέλει να υποδηλώσει, ότι καμία δίκαιη κρίση δεν ήταν δυνατόν να αναμένει κάποιος από αυτόν για τον Ιησού, αφού «σαν ακριβώς από τη δική του συμβουλή και από τις ανίερες σκέψεις του ο άθλιος έπραξε το ανιερότερο από όλα τα κακά δράμα» (Κ).
(3) Ο σιναϊτικός, βατικανός, τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι και πολλές μεταφράσεις, αντί για το απολέσθαι γράφουν αποθανεῖν.

Ιω. 18,15 Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος(1) καὶ ὁ ἄλλος μαθητής(2). ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(3), καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν(4) τοῦ ἀρχιερέως(5)·
15Ο Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολουθούσαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα.
(1) Ο Πέτρος αφού απομακρύνθηκε καταρχάς, όταν διασκορπίστηκαν οι μαθητές κατά την σύλληψη του Ιησού, αναθάρρησε εντός ολίγου και ενθυμούμενος τις υποσχέσεις, τις οποίες έδωσε στον Ιησού, ακολούθησε αυτόν από μακριά, όπως αναφέρει άλλος ευαγγελιστής. Όσοι ακολούθησαν τον Ιησού μέσα στις τιμές και στη δόξα του και συμμετείχαν στις τιμές αυτές, όταν ο λαός έκραζε το Ωσαννά, όφειλαν να ακολουθήσουν αυτόν και τώρα μέσα στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς και να συμμετάσχουν και σε αυτά. Όσοι αληθινά αγαπούν τον Ιησού, τον ακολουθούν πάντοτε παρ’ όλους τους ανέμους και παρά κάθε δυσκολία των δρόμων, από τους οποίους ο Διδάσκαλος περνά.
(2) «Αυτός που έγραψε αυτά» (Χ).
«Ο Ιωάννης ήταν αυτός, ο θεοφιλής όντως δημιουργός αυτού του συγγράμματος. Δεν ονομάζει όμως ξεκάθαρα τον εαυτό του, αρνούμενος να δώσει την εντύπωση ότι του αρέσει να καυχιέται» (Κ).
«Διότι και εδώ διηγείται μεγάλο κατόρθωμα, ότι δηλαδή, ενώ όλοι απομακρύνθηκαν, αυτός ακολουθούσε αυτόν. Για αυτό, κρύβει τον εαυτό του και αναφέρει πριν από αυτόν τον Πέτρο· και τώρα όμως αναγκάστηκε να αναφέρει τον εαυτό του, για να μάθεις ότι με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους άλλους ευαγγελιστές διηγείται τα όσα συνέβησαν στην αυλή, επειδή βρισκόταν μέσα» (Χ).
Εφόσον δεχόμαστε την γραφή «ο άλλος μαθητής», το έναρθρο αποκλείει να είναι κάποιος άλλος από τον μαθητή εκείνον, του οποίου ο Ιωάννης συστηματικά αποσιωπά το όνομα. Το άρθρο όμως παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Για αυτό σε κάποιους ερμηνευτές προκλήθηκε αμφιβολία για το αν ο άλλος μαθητής είναι ο Ιωάννης.
Ο Abbott ως άλλο μαθητή θεώρησε τον Ιούδα, ο οποίος από τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της προδοσίας επόμενο ήταν να γίνει γνωστός στον αρχιερέα. Το ότι όμως ο Ιούδας παρενέβη για να μπει και ο Πέτρος και μάλιστα το ότι δέχτηκε ο Πέτρος τέτοια εξυπηρέτηση από τον Ιούδα παρουσιάζεται εξόχως απίθανο. Άλλοι παρατήρησαν, ότι μπορούσε άλλος μαθητής να είναι κάποιος από τους μυστικούς μαθητές του Ιησού, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας, που μετείχε στο συνέδριο ως μέλος του και για αυτό ήταν γνωστός στον αρχιερέα. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται ότι πρόκειται για τον Ιωάννη.
(3) «Πρόσεξε λοιπόν πως κόβει το εγκώμιο του εαυτού του. Για να μην σκεφτείς δηλαδή κάτι μεγάλο για αυτόν, ακούγοντας ότι μπήκε ο Ιωάννης μαζί με τον Ιησού, λέει, ότι ήταν γνωστός του αρχιερέα. Δεν μπήκα δηλαδή, λέει, επειδή ήμουν πιο γενναίος από τους άλλους, αλλά ως γνώριμος του αρχιερέα» (Θφ).
Ο Νόννος στην παράφρασή του εισηγείται την ιδέα, ότι η γνωριμία του Ιωάννη με τον αρχιερέα οφειλόταν στο επάγγελμά του ως «ιχθυοβόλου (=ψαρά)», που προμήθευε στον αρχιερέα ψάρια. Την εκδοχή αυτή θεώρησαν πιθανή και πολλοί από τους νεώτερους.
Ο Bernard αναφέρεται στη συγγένεια της Θεοτόκου και της αδελφής της Σαλώμης με την Ελισάβετ, η οποία ήταν από τις θυγατέρες Ααρών (Λουκ. α 5). Για αυτό και ο Ιωάννης συνδεόταν από τη μητέρα του συγγενικά με κάποια ιερατική οικογένεια, οπότε πιθανότατα ήταν γνωστός και στον αρχιερέα. Το ότι όμως η Σαλώμη ήταν αδελφή της Θεοτόκου αμφισβητείται σοβαρά και από πολλούς.
(4) Πρόκειται εδώ για την εσωτερική αυλή του αρχιερατικού ανακτόρου, στο οποίο πιθανότατα έμεναν και οι δύο, και ο Άννας και ο Καϊάφας. Είναι ο τετράγωνος χώρος που σχηματιζόταν από τα κτίσματα που ήταν γύρω του χτισμένα, στα οποία διέμεναν οι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας (μ).
(5) Αν και ο τίτλος αποδιδόταν ευρύτερα σε όλα τα μέλη των οικογενειών, από τις οποίες προνομιακά λαμβάνονταν κάθε φορά οι αρχιερείς (Schurer), παρόλ’ αυτά από τους στίχους 13 και 14 συμπεραίνουμε, ότι ο Ιωάννης αποδίδει τον τίτλο στον εν ενεργεία αρχιερέα, τον αρχιερέα του χρόνου εκείνου. Από αυτό έπεται, ότι όσα εξιστορούνται μετά το στίχο 15 έγιναν στο σπίτι του Καϊάφα. Εξ’ αιτίας αυτού φαίνεται πιθανόν, ότι ο Άννας και ο Καϊάφας έμεναν στο ίδιο οίκημα, έχοντας ο καθένας το διαμέρισμά του.

Ιω. 18,16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω(1). ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(2), καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ(3), καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον(4).
16Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ’ έξω, κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει.
(1) Πρόκειται για την πόρτα, η οποία οδηγούσε στο δρόμο και με την οποία έμπαινε κάποιος στο προαύλιο του οικοδομήματος. Ο Πέτρος μη μπορώντας να μπει μέσα, όπου ο Ιησούς στεκόταν ανάμεσα στους εχθρούς του, στεκόταν δίπλα στην πόρτα έξω, επιθυμώντας να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον διδάσκαλο και αναμένοντας ευκαιρία για να τον πλησιάσει περισσότερο. Διδασκόμαστε από εδώ, ότι όταν συναντούμε δυσκολίες στο να ακολουθούμε τον Κύριο, οφείλουμε να δείχνουμε όλη την αγαθή μας διάθεση και να επιμένουμε να πράττουμε ό,τι μας είναι δυνατόν.
Αλλά η διάθεση του Πέτρου ήταν μεν αγαθή, αλλά όχι και ισχυρή. Για αυτό μπαίνοντας στην αυλή έπεσε μέσα σε παγίδα. Δεν θυμήθηκε το λόγο του Διδασκάλου, ότι «θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Και εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο ασύνετα. Ας προσέχουμε και εμείς να μην ρίχνουμε τους εαυτούς μας αλόγιστα σε πειρασμό. Εάν οι περιστάσεις μάς καλούν σαφώς να αντιμετωπίσουμε κινδύνους, μπορούμε να ελπίζουμε, ότι ο Θεός θα μας βοηθήσει μέσα σε αυτούς. Εάν όμως δεν καλούμαστε από τα πράγματα να δοκιμαστούμε από κάποιο πειρασμό, ρίχνοντας τους εαυτούς μας σε αυτόν πρέπει να φοβόμαστε μήπως ο Θεός μας εγκαταλείψει και οδηγηθούμε σε ντροπή.
(2) Ο βατικανός και άλλοι δύο μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν ο γνωστός του αρχιερέως.
(3) Οι Ιουδαίοι είχαν συνηθέστατα θυρωρούς (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. VII.2,1). Εδώ η θυρωρός είναι μικρή υπηρέτρια όπως στο Πράξ. ιβ 13 και Β΄ Βασ. δ 6.
(4) Υποκείμενο μπορεί να είναι ο μαθητής ο άλλος. Εισήγαγε τον Πέτρο στην αυλή. Ο Ιωάννης «ήταν προσκολλημένος στο Χριστό και τον ακολουθούσε» (Χ) «μη θέλοντας να χωριστεί από αυτόν» (Θφ). Για αυτό και δεν εισήγαγε αμέσως τον Πέτρο. Όταν όμως ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον αρχιερέα, έλαβε καιρό ο Ιωάννης και βγήκε και είπε στη θυρωρό.

Ιω. 18,17 λέγει οὖν(1) ἡ παιδίσκη(2) ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ(3) καὶ σὺ(4) ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου(5); λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί(6).
17Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Λέει εκείνος: «Όχι, δεν είμαι».
(1) Ενώ οι συνοπτικοί διηγούνται σε συνέχεια τις τρεις αρνήσεις του Πέτρου, πιθανώς διότι στην προφορική κατήχηση το γεγονός αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο απομνημόνευμα, ο Ιωάννης κατανέμει τις τρεις περιπτώσεις της άρνησης στη σειρά της διήγησης μεταβαίνοντας αλληλοδιαδόχως από τον Πέτρο στον Ιησού και από τον Ιησού στον Πέτρο. Η αφήγηση όμως του Ιωάννη περισσότερο διαρθρωμένη αποδίδει βεβαίως την αληθινή σειρά των γεγονότων και αποδεικνύει τον αυτόπτη μάρτυρα.
Οι τρεις αρνήσεις έχουν τρία ιστορικά σημεία αφετηρίας ξεχωριστά, τα οποία βρίσκονται περισσότερο ή λιγότερο διανεμημένα μεταξύ των 4 ευαγγελιστών, δηλαδή: 1) Η είσοδος του Πέτρου στην αυλή με την παρέμβαση φίλου, 2) η ανάμνηση την οποία είχαν διατηρήσει για τον Πέτρο αυτοί που τον είδαν κατά την ώρα της σύλληψης και 3) η Γαλιλαϊκή του διάλεκτος και προφορά. Στις περιπτώσεις αυτές τις εξωτερικές, οι οποίες προκάλεσαν τη δοκιμασία, προστιθόταν και μια εσωτερική, η οποία διευκόλυνε την πτώση· η ανάμνηση του χτυπήματος, το οποίο ο Πέτρος έδωσε εναντίον του Μάλχου, και το οποίο εξέθετε αυτόν περισσότερο από τους άλλους στον κίνδυνο να συμπεριληφθεί στην ίδια δίκη, στην οποία και ο διδάσκαλος (g).
(2) Δούλη νεαρή και ειδικότερα η δούλη στην οποία ήταν ανατεθειμένη η φύλαξη της πόρτας (Ματθ. κστ 69,Μάρκ. ιδ 66,69)(G).
(3) Μόνος ο Ιωάννης αναφέρει, ότι η θυρωρός κατ’ αρχάς ρώτησε τον απόστολο. Η μορφή του ερωτήματος δείχνει, ότι η θυρωρός ανέμενε απάντηση αρνητική. Δες στ 67 και ιη 25, όπου υπάρχει η ίδια μορφή ερωτήματος.
(4) Όπως ο Ιωάννης, για τον οποίο γνώριζε η παιδίσκη ότι ήταν μαθητής του Ιησού (F).
«Το «μήπως και συ» για αυτό ειπώθηκε, επειδή ο Ιωάννης ήταν μέσα. Με τόση φιλικότητα δηλαδή συνομιλούσε μαζί του η γυναίκα» (Χ).
Δες πόσο ελαφρά ήταν η επίθεση του πειρασμού. Την ερώτηση απηύθυνε μία μικρή και ανόητη υπηρέτρια, που δεν είχε κάποιο αξίωμα αξιόλογο, αλλά ήταν απλή θυρωρός. Και το ερώτημα που έθεσε, τέθηκε μάλλον με αμέλεια και χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Ο Πέτρος θα είχε κάποιο λόγο να φοβηθεί, εάν παρουσιαζόταν εκεί ο Μάλχος και έλεγε: Αυτός είναι που μου έκοψε το αυτί και θέλω το κεφάλι του σε πιάτο. Εφόσον όμως μία υπηρέτρια τον ρωτούσε, ο Πέτρος θα μπορούσε να πει: Και τι σημαίνει, εάν είμαι;
(5) Αποτελεί έκφραση περιφρόνησης (F).
(6) «Ορίστε· ο μεγίστης δύναμης στύλος ταρακουνήθηκε από τα θεμέλια σε απλό φύσημα του ανέμου» (Αυ).
«Τι λες, Πέτρο; Δεν είπες πριν ότι, Αν χρειαστεί και τη ζωή μου να θυσιάσω, θα την θυσιάσω; Τι λοιπόν συνέβη ώστε να μην μπορείς ούτε της θυρωρού την ερώτηση να υποφέρεις; Μήπως δηλαδή ήταν στρατιώτης αυτός που ρώτησε; Μήπως κάποιος από αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού; Μια θυρωρός ήταν ασήμαντη και της τελευταίας τάξης και ούτε η ερώτηση ήταν με θράσος» (Χ).
«Τόσο ασθενές πράγμα είναι η ανθρώπινη φύση όταν εγκαταλειφθεί από το Θεό» (Θφ).
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι αρνείται κάποιος το Χριστό όχι μόνο όταν λέει ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός, αλλά και όταν, τη στιγμή που είναι όντως Χριστιανός, αρνείται ότι είναι τέτοιος» (Αυ).
Γρήγορα ο Πέτρος απαντά Δεν είμαι. Εάν είχε το θάρρος του λιονταριού θα έλεγε: Είναι τιμή μου το ότι είμαι και εγώ ακόλουθος αυτού του ανθρώπου. Εάν είχε τη σύνεση του φιδιού, θα τηρούσε σιωπή και δεν θα αποκρινόταν τίποτα. Αλλά ο Πέτρος έσπευσε να αρνηθεί.

Ιω. 18,18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται(1) ἀνθρακιὰν(2) πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν(3), καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ᾿ αὐτῶν ὁ Πέτρος(4) ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(5).
18Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους· στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν.
(1) Με τη λέξη δούλοι σημαίνονται οι προσκολλημένοι στην ιδιωτική υπηρεσία του αρχιερατικού οίκου, ενώ με τη λέξη υπηρέτες όσοι ανήκαν στην επίσημη υπηρεσία του συνεδρίου, οι οποίοι εκτελούσαν και χρέη αστυνομίας στο ναό (g). Οι αγορασμένοι δούλοι και οι δημόσιοι υπηρέτες του αρχιερέα (δ). Οι στρατιώτες είχαν απέλθει πλέον στο στρατώνα, διότι μετά την προσαγωγή του Ιησού στον οίκο του αρχιερέα οι υπηρέτες ήταν επαρκής φρουρά (β).
(2) =σωρό αναμμένων κάρβουνων (G). Ο Λουκάς αναφέρει ότι άναψαν φωτιά (άναψαν φωτιά στο μέσο της αυλής). Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι η ανθρακιά προήλθε από ξύλα που άναψαν και χωνεύτηκαν στη φωτιά.
(3) «Παρόλο που δεν ήταν χειμώνας, είχε κρύο. Πράγμα το οποίο μερικές φορές συμβαίνει κατά το εαρινό ηλιοστάσιο» (Αυ).
Η λεπτομέρεια αυτή υπαινίσσεται, ότι η αφήγηση προέρχεται από κάποιον παρόντα, ο οποίος νιώθει ρίγος στην ανάμνηση του ψύχους, το οποίο ήταν τότε στην ανοιχτή αυλή (β).
(4) «Και, μένοντας στο έλεος των δούλων, υποκρίνεται ότι κάνει ό,τι κάνουν και αυτοί, παρόλο που ο ίδιος βρίσκεται σε κακή κατάσταση από τη λύπη. Και προσέχοντας πολύ, δείχνει να συμφωνεί με την αδιαφορία των υπηρετών… για να θεωρηθεί και με αυτό σαν κάποιος από τους γνωστούς του σπιτιού, και με σκοπό να αποφύγει έτσι την προσοχή και το να αρνηθεί πάλι αν κάποιος τυχόν τον ρωτούσε» (Κ). Προλαβαίνοντας κάθε εις βάρος του υπόνοια συναναμιγνύεται με τους δούλους και υπηρέτες. Ο Πέτρος είναι αξιόμεμπτος, διότι συναναμίχθηκε με την συντροφιά των πονηρών αυτών ανθρώπων. Αναμφίβολα αυτοί θα διασκέδαζαν αφηγούμενοι τα σχετικά με την νυχτερινή τους επιχείρηση και θα χλεύαζαν το Χριστό εκθέτοντας με περιφρόνηση και ύβρεις τα όσα είπε και έπραξε και καυχόμενοι θριαμβευτικά για το ότι πέτυχαν τη σύλληψή του. Και πώς ακούγοντας τώρα αυτά θα αντιδρούσε ο Πέτρος;
Εάν έλεγε και αυτός ό,τι έλεγαν εκείνοι ή εάν με τη σιγή του φαινόταν να συμφωνεί, γινόταν συνένοχος της αμαρτίας τους. Εάν δεν είχε το θάρρος να εμφανιστεί δημόσια υπερασπιστής του Διδασκάλου, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει τόση αφοσίωση σε αυτόν, ώστε να αποχωρήσει σε κάποια γωνιά και να θρηνεί για το πάθημα του Διδασκάλου και για την δική του λιποψυχία. Αλλά αντί για αυτά ο Πέτρος «στεκόταν μαζί τους και θερμαινόταν», επιζητώντας έτσι να φαίνεται σαν ένας από αυτούς και να αποκλείει κάθε υπόνοια, ότι ήταν μαθητής του Ιησού.
(5) «Δείχνει ο ευαγγελιστής ότι αυτός μεν επειδή ήταν μαζί με τον διδάσκαλο στην εσωτερική αυλή έβλεπε τα πάντα και άκουγε· ο Πέτρος όμως επειδή ήταν στην εξωτερική, τίποτα από αυτά δεν ήξερε» (Ζ).

Ιω. 18,19 Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς(1) ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν(2) περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(3) καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ(4).
19Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του.
(1) Δέχονται γενικά, ότι εφόσον η ανάκριση έγινε στον Άννα, ο Άννας διεξήγαγε αυτήν και αυτός απηύθυνε και το ερώτημα αυτό. Αλλά η εκδοχή αυτή θα υπέθετε ότι ο αρχιερέας που αναφέρεται στους στίχους 13-16, ήταν ο Άννας, το οποίο αντιτίθεται με την φυσική έννοια της αφήγησης του Ιωάννη. Η συνεδρίαση αυτή δεν ήταν καθαρά ιδιωτική· είχε αυτή την θέση της υποχρεωτικά στη διεξαγωγή της δίκης.
Η παρουσία του υπηρέτη (=κλητήρα) στον στίχο 22 υπονοεί τον επίσημο χαρακτήρα της. Αναγκαστικά λοιπόν προήδρευε και αυτής ο αρχιερέας. Είναι άλλωστε ελάχιστα πιθανόν η φράση «έτσι απαντάς στον αρχιερέα;», στο στίχο 22 να αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο παρά τον εν ενεργεία αρχιερέα (g). Θα δεχτούμε λοιπόν, ότι δίπλα στον Άννα είχε προσέλθει και ο Καϊάφας.
(2) Ο Ιωάννης δεν αφηγείται εδώ το κύριο μέρος της συνεδρίας, αλλά μόνο κάποια σκηνή προεισαγωγική, που συνέβη μεταξύ Καϊάφα και Ιησού με την παρουσία κάποιων υπηρετών, την ώρα που αναμενόταν να μαζευτούν τα μέλη του συνεδρίου, τα οποία βιαστικά είχαν προσκληθεί (F).
Η ανάκριση αυτή έγινε πέρα από κάθε νόμο ισότητας και δικαιοσύνης. Συνέλαβαν τον Ιησού ως ένοχο και εγκληματία, και ενώ βρίσκεται μπροστά τους δέσμιος, δεν έχουν κάποια ορισμένη κατηγορία να του διατυπώσουν, αλλά αναζητούν να βρουν τώρα τέτοια. Καμία καταγγελία, κανένας κατήγορος δημόσιος. Ο δικαστής ο ίδιος γίνεται ήδη και δημόσιος κατήγορος και ο δεσμώτης μπροστά του καλείται και ως μάρτυς και πέρα από κάθε λογική και δικαιοσύνη προσκαλείται αυτός να γίνει ο ίδιος κατήγορος του εαυτού του.
(3) «Ρωτούσαν ίσως πού είναι και για ποιο λόγο τους μάζεψε» (Χ).
Δεν ρωτά για τα ονόματα των μαθητών ούτε ζητά κατάλογο αυτών, αλλά πληροφορείται γενικώς για τον αριθμό τους και για τις αρχές (την διδαχή) οι οποίες συνδέουν αυτούς κάτω από την ίδια σημαία (g). Η μόνη άλλωστε κατηγορία, η οποία μπορούσε να ισχύσει ενώπιον του Πιλάτου, ήταν αυτή της στάσης. Και ήλπιζε ο αρχιερέας με τις ερωτήσεις του αυτές να αποσπάσει από το στόμα του Ιησού κάποια ομολογία, από την οποία θα φαινόταν, ότι ο Κύριος μάζεψε γύρω του όμιλο επαναστατών (τ).
Ή, ο αρχιερέας αποσκοπούσε να διαπιστωθεί, εάν τους μαθητές, τους οποίους είλκυσε γύρω του ο Ιησούς, τους είλκυσε ως ένας απλός ραββίνος ή με την αξίωση ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (μ).
(4) «Για το αν σφάλλει όσον αφορά τους νόμους του Μωϋσή… και για το ποιος είναι άραγε ο σκοπός των μαθητών του, και αν αγαπά να διδάσκεται με τα αρχαία έθη ή θέλει να δημιουργήσει τη διδασκαλία μίας ξένης και καινούργιας λατρείας. Και το έκανε αυτό ο αρχιερέας με κακό κίνητρο· διότι νόμιζε ότι… ο Χριστός, λέγοντας ότι είναι απόβλητα τα διδάγματα του Μωϋσή, ο ίδιος θα προκαλέσει εναντίον του το θράσος της φλυαρίας των Ιουδαίων» (Κ).
«Τα ρώτησε λοιπόν αυτά θέλοντας να τον κατηγορήσει ως επαναστάτη και στασιαστή, ότι δημιουργεί παρασυναγωγές και διδάσκει κακά δόγματα» (Ζ).
Δεν μπορούσαν να αποδείξουν, ότι δίδαξε κάτι πλανεμένο ή βλάσφημο· και ελπίζουν τώρα, ότι μπορούσαν να αποσπάσουν από το στόμα του κάτι, πάνω στο οποίο να βασίσουν την κατηγορία, ότι ανέτρεπε τα διδάγματα του νόμου. Δεν λένε τίποτα για τα θαύματά του με τα οποία είχε τόσους ευεργετήσει και αποδείκνυε, ότι η διδασκαλία του ήταν αναντίλεκτη και εξ’ ολοκλήρου αληθινή.

Ιω. 18,20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐγὼ παῤῥησίᾳ(2) ἐλάλησα τῷ κόσμῳ(3)· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ(4) καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι(5) συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν(6).
20Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι· κρυφά δε δίδαξα τίποτε.
(1) Ο Ιησούς επειδή κατάλαβε, ότι ο αρχιερέας ζητούσε να αποσπάσει από αυτόν κάποιο λόγο, τον οποίο να στρέψει εναντίον του, παραπέμπει απλώς στον δημόσιο χαρακτήρα της διδασκαλίας του (g).
«Και φαίνεται σε εμάς ότι είπε αυτά ο Χριστός, για να αποφορτιστούν οι κατηγορίες που δημιουργήθηκαν από την πονηρία των αρχηγών των Ιουδαίων και φτιάχτηκαν με κακή επινόηση» (Κ).
(2) «Φανερά» (Ζ)· «χωρίς αινίγματα και σκιές… και φανέρωσα ευθύ τον δρόμο της ευσέβειας στο Θεό, ελεύθερο από κάθε πλάγια οδό» (Κ).
(3) Οι αλεξανδρινοί κώδικες, ο του Εφραίμ και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν λελάληκα. «Δίδαξα όλο τον λαό, όχι μόνο τους μαθητές μου» (Ζ). Στην απάντησή του ο Ιησούς αγνοεί την ερώτηση όσον αφορά στους μαθητές του και δεν απαντά παρά στο δεύτερο μέρος της ερώτησης που αναφέρεται στη διδασκαλία του. Μαθητές του ήταν οι ακροατές του κηρύγματός του που έγινε δημόσια. Συνεπώς την διδασκαλία του έπρεπε κυρίως να εξετάσουν (F). Άλλωστε εάν η διδασκαλία του ήταν υγιής και καλή, το να έχει μαθητές για να μεταδώσει αυτήν σε αυτούς, ήταν κάτι το οποίο επιτρεπόταν και συνιστούνταν από τους διδασκάλους τους και τους πατέρες τους.
(4) Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο, ενώ επακολουθεί με άρθρο «ἐν τῷ ἱερῷ». Το ιερό ήταν ένα. Οι συναγωγές ήταν πολλές σε όλη τη Γαλιλαία και Ιουδαία.= Σε τόπους δημόσιας λατρείας και διδασκαλίας. Δες Ιω. ε 14 και εξής, στ 59,ζ 14 και εξής, Ματθ. δ 23, Μάρκ. α 21, Λουκ. δ 15,31 και εξής κλπ.
Όταν ήταν στη Γαλιλαία και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ κήρυττε τακτικά στις συναγωγές κατά τις ώρες της λατρείας. Όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, δίδασκε την ίδια διδασκαλία στο ιερό κατά τις επίσημες γιορτές, όταν οι Ιουδαίοι μαζεύονταν εκεί από όλα τα μέρη. Και παρόλο που συχνά κήρυττε και σε ιδιωτικά σπίτια και σε όρη και στην παραλία, δείχνοντας, ότι το κήρυγμα του λόγου του δεν πρέπει να περιορίζεται σε μόνους τους τόπους της λατρείας, και πάλι τότε ό,τι κήρυττε κατ’ ιδίαν ήταν εξ’ ολοκλήρου το ίδιο με ό,τι δίδασκε και δημόσια.
(5) Υπάρχουν και οι γραφές «πάντοτε» και «πάντοθεν» που ελάχιστα μαρτυρούνται.
(6) «Τι λοιπόν; Δεν μίλησε και κρυφά πολλές φορές στους μαθητές;» (Ζ).
«Και σε αυτόν τον τελευταίο του λόγο, τον οποίο μετά το δείπνο απηύθυνε στους μαθητές, δεν είπε ότι αυτά με παροιμίες τα είπα σε σας…; Εάν λοιπόν δεν μίλησε φανερά στον πλέον στενό κύκλο των μαθητών του… πώς μίλησε φανερά στον κόσμο;» (Αυ).
Απάντηση: «Μίλησε μεν «κρυφά», αλλά όχι όπως νόμιζαν αυτοί, επειδή φοβόταν και οργάνωνε συνωμοσίες, αλλά το έκανε αυτό αν κάποτε τα λόγια του ήταν ανώτερα από την πνευματική ικανότητα των ακροατών του» (Χ).
Το «ουδέν», δηλαδή λέγεται με σχετική έννοια.
«Και πρέπει να εννοήσουμε τα λόγια του «εγώ φανερά μίλησα στον κόσμο», σαν να έλεγε· Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι με άκουσαν. Και η λέξη παρρησία (=φανερά) ήταν με κάποια έννοια φανερά αλλά και με κάποια άλλη έννοια όχι φανερά. Ήταν φανερά επειδή πολλοί τον άκουσαν· και δεν ήταν φανερά επειδή δεν τον κατανόησαν. Και αν μίλησε στους μαθητές του κατ’ ιδίαν, βεβαίως δεν μίλησε στα κρυφά… Διότι ό,τι φαινόταν ότι ειπώθηκε από Αυτόν στα κρυφά, με κάποια έννοια δεν ειπώθηκε στα κρυφά, διότι δεν ειπώθηκε έτσι, ώστε να μην ειπωθεί από εκείνους, στους οποίους ειπώθηκε, αλλά μάλλον να κηρυχτεί σε κάθε δυνατή διεύθυνση» (Αυ).
Αλλά και η στον Μυστικό Δείπνο διδασκαλία του Ιησού, που περιέχεται στα κεφάλαια ιγ-ιζ κατ’ ουσίαν δεν ήταν παρά συστηματοποίηση εκείνων, τα οποία δημόσια είπε (τ).

Ιω. 18,21 τί με ἐπερωτᾷς(1); ἐπερώτησον(2) τοὺς ἀκηκοότας(3) τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι(4) οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ.
21Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα».
(1) Τι ρωτάς εμένα, στον οποίο δεν πιστεύεις; (b).
«Εκείνο λοιπόν που έλεγε στην αρχή «εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή», αυτό και τώρα υπαινίσσεται, θέλοντας σε μεγάλο βαθμό να παρουσιάσει αξιόπιστη την μαρτυρία… Εμένα ρωτάς για τα δικά μου;» (Χ).
Ήταν αντίθετο με κάθε νόμο να ζητούνται από τον κατηγορούμενο αποδείξεις, οι οποίες τόσο πλούσια και εύκολα μπορούσαν να επιτευχθούν από χιλιάδες μάρτυρες στα Ιεροσόλυμα και σε όλα τα μέρη της χώρας (ο). «Τα λόγια αυτά δεν δείχνουν αυθάδεια, αλλά πεποίθηση για την αλήθεια των όσων είπε» (Χ). Δεν λέει κάτι κακό για τους δικαστές του. Δεν λέει στους άρχοντες του λαού: Είστε πονηροί. Αλλά κάνει έκκληση στις καθιερωμένες αρχές του δικαστηρίου τους και είναι σαν να λέει σε αυτούς: «Με ευθύτητα να κρίνετε, γιοι των ανθρώπων» (Ψαλμ. νζ 1).
(2) Η γραφή ἐπερωτᾷς… ἐπερώτησον είναι πιο έντονη από την αλεξανδρινή ερωτᾷς… ερώτησον.
(3) Ή, «όχι τους μαθητές, αλλά τους άλλους, αυτούς που δεν πίστεψαν» (Ζ). «Ρώτησε τους εχθρούς, αυτούς που με έδεσαν· αυτοί ας πούνε» (Χ). Ή, γενικώς όλους όσοι με έχουν ακούσει, αυτούς που πίστεψαν και αυτούς που δεν πίστεψαν, κάποιοι από τους οποίους είναι παρόντες και εδώ.
(4) Ίσως αναφέρεται σε κάποιους παρόντες. Δείχνει στο πλήθος των παρισταμένων (b).
«Και θα νομίσει μεν ίσως κάποιος, ότι επειδή ήξερε τις καρδιές και τους νεφρούς (=τα ενδόμυχα των ανθρώπων), υπέδειξε κάποιους από τους παρισταμένους που τον άκουσαν κατά τύχη. Δεν είναι όμως έτσι το πράγμα. Διότι έδειξε κάποιους από τους υπηρέτες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν θαυμάσει τη διδασκαλία του… Βλέποντας δηλαδή τους ίδιους εκείνους που ήταν τότε παρόντες, λέει το «αυτοί»» (Κ).
«Ας μιλήσουν αυτοί· διότι αυτή είναι η αναμφισβήτητη απόδειξη της αλήθειας, όταν δηλαδή κάποιος καλεί μάρτυρες για όσα λέει, τους εχθρούς του» (Χ).
Εκείνοι οι οποίοι είχαν σταλθεί άλλοτε, για να συλλάβουν αυτόν, είχαν πει σε αυτούς που τους έστειλαν «ουδέποτε μίλησε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος» (Ιω. ζ 46). Για τη διδασκαλία του Ιησού μπορεί ασφαλώς να γίνει έκκληση σε όλους εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν αυτήν, έχει υπέρ του εαυτού της τόσο πολύ το δίκαιο και το ορθό και το αληθινό, ώστε όλοι όσοι χωρίς προκατάληψη κρίνουν αυτήν, δεν μπορούν παρά να μαρτυρούν υπέρ αυτής.

Ιω. 18,22 ταῦτα δὲ(1) αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα(2) τῷ Ἰησοῦ(3) εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ(4);
22Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: «Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;»
(1) Η απάντηση του Ιησού είχε μέσα της σιωπηρή μομφή για εκείνον, ο οποίος έτσι τον ρωτούσε (g). Αποκάλυπτε πλήρως τα ελατήρια του αρχιερέα που πρόβαλε τέτοια ερώτηση στον Ιησού και αποτελούσε θριαμβευτική αναίρεση των κατηγοριών, που εμπεριέχονταν στην ερώτηση που προβλήθηκε (ο).
(2) Το ραπίζω στους δόκιμους συγγραφείς λέγεται αντί για το ραβδίζω. Για αυτό ο b λέει, «ράπισμα, δηλαδή χτύπημα με ράβδο». Μετέπεσε όμως στην έννοια του χτυπήματος στον τράχηλο ή στο μάγουλο, που δίνεται με το χέρι ανοιχτό με σκοπό μάλλον εξευτελιστικής επιτίμησης παρά σωματικής κακοποίησης. Δες Ησ. ν 6 «έδωσα τα σαγόνια μου σε ραπίσματα» (β). Εκπληρώθηκε έτσι και η προφητεία αυτή του Ησαΐου.
(3) «Όταν σκεφτούμε, ποιος δέχτηκε το ράπισμα, είναι δυνατόν να μην αισθανθούμε την επιθυμία, είτε να κατακαεί από φωτιά από τον ουρανό αυτός που ράπισε, είτε να τον καταπιεί η γη είτε να τον πιάσουν οι δαίμονες είτε να τιμωρηθεί με κάποια άλλη βαρύτερη τιμωρία; Αλλά αν και μπορούσε ένα από όλα αυτά να διατάξει με την δύναμή του, αυτός ο οποίος έκανε τον κόσμο, επιθύμησε μάλλον να μας διδάξει την υπομονή, η οποία νικά τον κόσμο» (Αυ).
«Αν και μπορούσε να τους συνταράξει και να τους χώσει μέσα στη γη όλους ή και να τους εξοντώσει πικρά με κάποιον άλλο τρόπο, μακροθυμεί και λέει λόγια που καταπαύουν κάθε θηριωδία, αν και όχι την δική τους» (Ζ). «Αλλά ο μεν Κύριος… και όταν ραπίζεται ανεξικακεί, παρόλο που είναι Θεός αληθινός, Κύριος γης και ουρανού· ενώ εμείς οι ταλαίπωροι, που είμαστε γη και στάχτη, οι μικροί και ελάχιστοι που μοιάζουμε με τη χλόη των λαχάνων, αν κάποτε κάποιος από τους αδελφούς πέσει σε κάποιο λόγο και πει κάτι μικρό από αυτά που συνηθίζουν να μας λυπούν, νομίζουμε ότι σαν δράκοντες πρέπει να πικραινόμαστε με αυτόν, και δεν χορταίνουμε να εκσφενδονίζουμε μύρια λόγια αντί για το ένα που μας είπε… και προσπαθούμε να πάρουμε εκδίκηση για τον εαυτό μας» (Κ).
«Βλέπεις το δικαστήριο που είναι γεμάτο από θόρυβο και ταραχή και θυμό και σύγχυση; Ρώτησε ο αρχιερέας ύπουλα και δολερά· απάντησε ο Χριστός με ευθύτητα και όπως έπρεπε. Τι έπρεπε λοιπόν να ακολουθήσει. Να συνομιλήσει μαζί του φέρνοντας τις αντιρρήσεις του ή να αποδεχτεί αυτό που είπε. Αλλά δεν γίνεται αυτό. Αλλά ο δούλος τον χαστουκίζει. Έτσι αυτά που γίνονται δεν είναι δικαστήριο, αλλά συνωμοσία και τυραννία» (Χ).
Είναι κάτι απίστευτο σε δικαστήριο να χτυπά κάποιος τον δικαζόμενο μπροστά στους δικαστές (τ). Πονηροί άρχοντες δεν βρίσκονται στην ανάγκη να αναζητήσουν πονηρούς υπηρέτες. Περιστοιχίζονται αυτομάτως από τέτοιους, έτοιμους πάντοτε να αυξήσουν την θλίψη και την καταδίωξη εκείνων, τους οποίους οι κύριοί τους καταδιώκουν. Μετά από κάποια χρόνια διάδοχος του Καϊάφα διέταξε τους παρισταμένους να ραπίσουν και τον Παύλο στο στόμα (Πράξ. κγ 2).

Ιω. 18,23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· εἰ(2) κακῶς ἐλάλησα(3), μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ(4)· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις(5);
23«Αν είπα κάτι κακό», του απάντησε ο Ιησούς, «πες ποιο ήταν αυτό· αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;»
(1) «Ρωτάνε λοιπόν κάποιοι, πώς δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο ο Χριστός σε αυτόν που τον χαστούκισε…; Λέμε λοιπόν εμείς, ότι και η εντολή εκείνη εισηγήθηκε το να μην αμυνόμαστε, λόγω των ερίδων που προκαλούνται από αυτό. Και τώρα λοιπόν ο Χριστός δεν αμύνθηκε εναντίον αυτού που τον ράπισε· αλλά μάλλον χωρίς να τον σπρώξει ούτε να φύγει από αυτόν, ήταν έτοιμος και για άλλες πληγές· δικαιολογήθηκε όμως, για να μην δώσει την εντύπωση με τη σιωπή του ότι είναι αυθάδης, πράγμα για το οποίο και κατηγορήθηκε πριν» (Ζ).
«Δεν απαντά αληθινά και με πραότητα και δίκαια και ταυτόχρονα δεν προσφέρει όχι μόνο και το άλλο μάγουλο σε αυτόν που τον ράπισε, αλλά όλο το σώμα του να καρφωθεί στο ξύλο; Από εδώ έδειξε μάλλον, ό,τι χρειαζόταν να δειχτεί, δηλαδή ότι τα μεγάλα εκείνα παραγγέλματά του πρέπει να εκπληρώνονται όχι με σωματική επίδειξη, αλλά με προετοιμασία της καρδιάς. Διότι είναι δυνατόν και οργισμένος κάποιος ορατά να προβάλλει και το άλλο του μάγουλο. Αλλά πόσο καλύτερο είναι, όταν κάποιος εσωτερικά όντας ειρηνικός δίνει αληθινή απάντηση και με ήρεμη διάνοια φυλάει τον εαυτό του έτοιμο, για να υπομείνει επερχόμενα βαρύτερα παθήματα;» (Αυ).
Ο Κύριος αποκρίνεται με πραότητα και ειρηνικά, ανακαλώντας τον υπηρέτη, όπως προηγουμένως και τον αρχιερέα στον τρόπο και την μέθοδο που άρμοζε στη νόμιμη έρευνα (τ)..
(2) Η υπόθεση δεν εκφράζει αμφιβολία σαν η απάντηση που δόθηκε από τον Ιησού να ήταν αξιόμεμπτη (ο), αλλά έχουμε εδώ διαμαρτυρία γεμάτη ηρεμία υπό την μορφή διλήμματος ακατανίκητου (F).
(3) «Εάν μεν μπορείς να κατηγορήσεις τα λόγια μου» (Χ).
(4) «Απόδειξε αυτό που ειπώθηκε κακώς· έλεγξε αν μίλησα κακώς» (Ζ). Δώσε την μαρτυρία σου με νόμιμο τρόπο (β)· απόδειξε με κανονική μαρτυρία (g), ότι έπραξα κακώς. Ο υπηρέτης κανένα άλλο δικαίωμα δεν είχε παρά μόνο να μαρτυρήσει. Τα υπόλοιπα υπάγονταν στην δικαιοδοσία του δικαστή (F).
(5) Δες Β΄Κορ. ια 20 όπου η λέξη λέγεται για χτύπημα που δίνεται στο πρόσωπο. Άρα και η προηγούμενη λέξη ράπισμα βρίσκεται με την ίδια έννοια όπως στην καθομιλουμένη. Ο Κύριος μπορούσε να απαντήσει με θαύμα οργής και να ξαπλώσει στο έδαφος να σφαδάζει ή νεκρό τον πονηρό υπηρέτη. Αλλά η ημέρα αυτή ήταν ημέρα υπομονής και παθημάτων για τον Κύριο. Και απάντησε με πραότητα και σύνεση.
Δίδαξε έτσι εμάς με το παράδειγμά του, ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να γινόμαστε δικαστές του δικαίου μας και εκδικητές των αδικιών που μας γίνονται. Οφείλουμε να δεχόμαστε μάλλον παρά να δίνουμε το δεύτερο ράπισμα, το οποίο ασφαλώς θα προκαλέσει την έριδα. Δικαιούμαστε μεν να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας, αλλά όχι και να εκδικούμαστε ζητώντας να λάβουμε το δίκιο μας με το δικό μας χέρι. Τη στιγμή που αδικούμαστε ή υβριζόμαστε, οφείλουμε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να διατηρούμε το εσωτερικό μας ελεύθερο από ταραχή ή πάθος. Όπως και ο Χριστός εδώ. Διατηρεί διαυγή και ατάραχη τη σκέψη του, μιλά λογικά και ψύχραιμα, αλλά δεν απειλεί.

Ιω. 18,24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἄννας(1) δεδεμένον(2) πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα(3).
24Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα.
(1) Ο στίχος αυτός προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές, που υποστήριξαν ότι τα εξιστορούμενα από τον στίχο 15 και εξής, έγιναν στον Καϊάφα και ότι η περιγραφόμενη σε αυτά συνεδρία είναι αυτή μπροστά στο μεγάλο συνέδριο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους, ανάμεσα στους οποίους και οι Καλβίνος, Lucke,Tholuck, de Wette,Langen, δέχονται τον αόριστο α π έ σ τ ε ι λ ε ν ότι λέγεται αντί για υπερσυντέλικο (g).
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο ευαγγελιστής ενθυμούμενος εδώ ότι δεν μνημόνευσε την παραπομπή του Ιησού προς τον Καϊάφα, επανορθώνει το λησμονημένο (F).
«Φροντίζοντας λοιπόν τη διάταξη της αφήγησης ξαναπιάνει αυτά που ειπώθηκαν στην αρχή και λέει ότι ο Ιησούς στάλθηκε από τον Άννα στον Καϊάφα» (Κ).
Τα συμφραζόμενα όμως δεν ευνοούν αυτήν την εκδοχή. Άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Αυγουστίνος, αρχιερέα στους στίχους 19,22 θεωρούν τον Άννα. Πιο σωστή παρουσιάζεται η εκδοχή, κατά την οποία τα μέχρι τον στίχο 23 εξιστορούμενα έγιναν στην οικία του Άννα παρισταμένου και του Καϊάφα και μετά από αυτό ο Ιησούς με εντολή του Άννα δεμένος στάλθηκε στον τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ανέμενε τον κατηγορούμενο ο Καϊάφας.
(2) Ενώ διαρκούσε η ανάκριση στους στίχους 19-21 ο Ιησούς, ο οποίος είχε δεθεί από αυτούς που τον συνέλαβαν στον κήπο, ήταν αναμφίβολα λυμένος. Μετά από αυτό προκειμένου να σταλεί στον Καϊάφα δέθηκε. Πιθανώς λύθηκε πάλι κατά τη συνεδρίαση του συνεδρίου. Αυτό λοιπόν εξηγεί γιατί σύμφωνα με τα Ματθ. κζ 2 και Μάρκ. ιε 1 δένουν πάλι αυτόν όταν πρόκειται να οδηγηθεί στον Πιλάτο (g).
(3) Στο τμήμα του ανακτόρου όπου διέμενε ο Καϊάφας και όπου βρίσκονταν τα επίσημα διαμερίσματα και η αίθουσα για τις συνεδριάσεις του συνεδρίου (g). Ή, στον επίσημο τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ο Καϊάφας θα προήδρευε για επικύρωση της απόφασης. Η επίσημη αυτή αίθουσα δεν ήταν στο ανάκτορο του αρχιερέα αλλά βρισκόταν στη δυτική πλευρά του λόφου του ναού (β).

Ιω. 18,25 Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(1). εἶπον(2) οὖν(3) αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ(4);
25Εκεί, λοιπόν, που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;»
(1) «Ο ευαγγελιστής, αφού είπε ότι ο Άννας έστειλε Αυτόν δεμένο στον Καϊάφα, επανέρχεται στο σημείο της αφήγησής του, όπου είχε αφήσει τον Πέτρο, για να εξηγήσει, το τι συνέβη στον οίκο του Άννα σε σχέση με την τριπλή του άρνηση» (Αυ).
Επαναλαμβάνει την ίδια με τον στίχο 18 φράση («ο Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος»), για να επαναφέρει εμάς σε αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως (β). Είναι λοιπόν προφανές, ότι τα ακόλουθα γεγονότα έγιναν στο σπίτι του Άννα. Διότι πρόκειται για την ίδια αυλή, την ίδια φωτιά, τα ίδια πρόσωπα έτσι ώστε αυτοί που δεν δέχονται ότι ο Καϊάφας και ο Άννας κατοικούσαν σε δύο διαφορετικά διαμερίσματα του ίδιου σπιτιού, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν, ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος πλανήθηκαν τοποθετώντας την άρνηση του Πέτρου στο σπίτι του Καϊάφα (g). Φαίνεται ότι τα σπίτια του Άννα και Καϊάφα ήταν γειτονικά… και είχαν εσωτερική συγκοινωνία (δ).
(2) Δεν καθορίζονται αυτοί που ρώτησαν. Ήταν αυτοί κάποιοι από αυτούς που θερμαίνονταν μαζί με τον Πέτρο.
(3) Ο σύνδεσμος εισάγει την ακόλουθη ερώτηση ως συνέπεια του ότι κάθονταν άνετα γύρω από τη φωτιά και συζητούσαν για τα συμβαίνοντα (ο). Κατά τον Ματθαίο μία παιδίσκη ρώτησε τον Πέτρο, που βγήκε στον πυλώνα. Κατά τον Μάρκο η ίδια παιδίσκη, η οποία την πρώτη φορά τον ρώτησε, κατήγγειλε αυτόν στους υπηρέτες. Κατά τον Λουκά την ερώτηση απηύθυνε κάποιος άλλος. Είναι πιθανόν, ότι η θυρωρός μίλησε για τον Πέτρο σε κάποια άλλη συνάδελφό της, η οποία κατήγγειλε αυτόν στους μαζεμένους στην φωτιά. Και από αυτούς κάποιος απηύθυνε την ερώτηση στον Πέτρο (g).
(4) Η ερώτηση και η απάντηση είναι σχεδόν οι ίδιες όπως και στο στίχο 17. Και η ερώτηση διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο σαν να αναμενόταν αρνητική απάντηση. Αυτό είναι σημείο που είναι ιδιαίτερο στην αφήγηση του Ιωάννη, που περιγράφει τις δύο πρώτες ερωτήσεις, ότι τέθηκαν με μορφή η οποία σχεδόν παρακινούσε τον Πέτρο να πει «Όχι». Σε αυτήν ο Ιωάννης μετριάζει την πτώση του Πέτρου (β).
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έχει εδώ διπλό σκοπό· πρώτον να αντιθέσει την ήρεμη γαλήνη του Κυρίου, του οποίου η σταθερότητα οδηγούσε αυτόν στο μαρτύριο και το θάνατο, με την καταφοβισμένη αστάθεια του Πέτρου, ο οποίος δεν είχε να φοβηθεί κάτι περισσότερο από τον χλευασμό των στρατιωτών· και δεύτερον να δικαιολογήσει κάπως τον Πέτρο δείχνοντας πόσο εύκολο ήταν να γλιστρήσει. Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν σε αυτόν οι ερωτήσεις ήταν τέτοιος, ώστε ωθούνταν από αυτές ο Πέτρος να πει το Όχι (τ).

Ιω. 18,26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. Λέγει(1) εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως(2), συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον(3)· οὐκ(4) ἐγώ(5) σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ(6) μετ᾿ αὐτοῦ;
26Αυτός αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;»
(1) Από τους συνοπτικούς οι Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν ότι η τρίτη άρνηση του Πέτρου έγινε «μετά από λίγο» ύστερα από τη δεύτερη. Συμφωνούν σε αυτό με τον Ιωάννη, ο οποίος αφηγείται και τις δύο αυτές αρνήσεις σε συνέχεια. Ο Λουκάς παρουσιάζει μεν την δεύτερη ότι συνέβη «μετά από λίγο» ύστερα από την πρώτη, τοποθετεί όμως την τρίτη μετά μία ολόκληρη ώρα (β).
(2) Μετά τη δεύτερη άρνηση ο Πέτρος φαίνεται, ότι πήρε θάρρος και άρχισε να μιλά περισσότερο ελεύθερα με τους εκεί παρόντες. Αλλά η γαλιλαϊκή του προφορά έγινε αντιληπτή (Ματθ. κστ 73,Μάρκ. ιδ 70,Λουκ. κβ 59) και είλκυσε ιδιαιτέρως την προσοχή ενός από τους συγγενείς του Μάλχου, ο οποίος και του απευθύνει το νέο ερώτημα (g).
(3) Ο πειρασμός του να πει ο Πέτρος Όχι, ήταν τώρα μεγαλύτερος από πριν, διότι η αναφορά του κοψίματος του αυτιού του Μάλχου υπαινίσσεται, ότι ο συγγενής του Μάλχου υποπτευόταν, ότι ο Πέτρος υπήρξε αυτός που επιτέθηκε. Εάν ο Πέτρος συλλαμβανόταν για τον λόγο αυτόν, θα τιμωρούνταν αυστηρά, επειδή επιτέθηκε με όπλο εναντίον ενός από τους δούλους του αρχιερέα (β).
(4) Η μορφή της ερώτησης εδώ είναι διαφορετική από αυτήν στους στίχους 17,25. Είναι τέτοια σαν να αναμένεται απάντηση θετική (ο).
(5) Με πολλή έμφαση: Εγώ, με τα ίδια μου τα μάτια (β).
(6) Λαμβανομένου υπ’ όψη, ότι ο φωτισμός στον κήπο ήταν ανεπαρκής, επικρατούσε επίσης και αρκετή σύγχυση και οχλαγωγία, ο συγγενής του Μάλχου δεν ήταν δυνατόν να είναι απολύτως βέβαιος, ότι διέκρινε με ασφάλεια τα χαρακτηριστικά του Πέτρου· επομένως αυτός μπορούσε κάλλιστα να επιμείνει να αρνείται (κ)
«Και ούτε ο κήπος έκανε τον Πέτρο να θυμηθεί τα όσα συνέβησαν, ούτε η πολλή φιλοστοργία, που έδειξε εκεί με τα λόγια του εκείνα, αλλά όλα αυτά από τη αγωνία τα ξέχασε» (Χ).

Ιω. 18,27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος(1), καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν(2).
27Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός.
(1) Η αποστολή του Ιησού στον Καϊάφα, που αναφέρεται στο στίχο 24, ακολούθησε μετά την τρίτη αυτή άρνηση. Διότι τα των στίχων 25-27 συνέβησαν συγχρόνως με τα των στίχων 19-23. Η περίπτωση αυτή εξηγεί την λεπτομέρεια, την οποία αφηγείται ο Λουκάς (κβ 61) για το βλέμμα το οποίο έριξε ο Ιησούς στον Πέτρο. Ο Ιησούς διέσχιζε την αυλή μεταβαίνοντας στα διαμερίσματα του Καϊάφα. Άκουσε τη στιγμή αυτή το λάλημα του πετεινού και έριξε τότε το βλέμμα του προς τον Πέτρο. Το ότι επίσης ο Ιησούς ήταν δεμένος, εξηγεί καλύτερα την εντύπωση που παράχθηκε στον Πέτρο, όταν είδε τον Διδάσκαλο σε τέτοια κατάσταση (g).
Ο Πέτρος και για τρίτη φορά αρνήθηκε. Επόμενο ήταν αυτό. Η φύση της αμαρτίας τέτοια είναι γενικώς. Η καρδιά σκληραίνεται από την απάτη της αμαρτίας. Δες Εβρ. γ 13. Η αρχή της μοιάζει με το να βάζει κάποιος το νερό στο αυλάκι. Από τη στιγμή που σπάσει το φράγμα, προχωρεί πλέον ο καθένας από το ένα κακό στο χειρότερο. Προπαντός όταν πρόκειται για το αμάρτημα του ψεύδους, το οποίο είναι αμαρτία που εύκολα ωθεί σε άλλη χειρότερη. Διότι για το ένα ψεύδος για υποστήριξή του θα χρειαστεί άλλο ψεύδος και αυτό πάλι θα οδηγήσει σε άλλο ψεύδος. Τη μία αμαρτία ζητούμε να καλύψουμε με την άλλη για να αποφύγουμε την αποκάλυψή μας.
(2) Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή αρίθμηση οι 4 φυλακές της νύχτας ήταν αργά, μεσάνυχτα, αλεκτοροφωνία, και πρωί. Πιθανότατα πρόκειται εδώ όχι για λάλημα του πετεινού σε οποιαδήποτε ώρα της νύχτας, αλλά για την ώρα, η οποία τεχνικά ήταν γνωστή ως αλεκτοροφωνία, μετά από την οποία επακολούθησε το πρωί, όταν και οδήγησαν τον Ιησού στο πραιτώριο. Για αυτό και ο Μάρκος μιλά για δύο λαλήματα του πετεινού (ιδ 68,72).
Ο πετεινός λάλησε. Το λάλημα αυτό του πετεινού χωρίς σημασία για τους άλλους πέρασε απαρατήρητο από αυτούς. Για τον Πέτρο όμως ήταν η φωνή του Θεού και ήταν για αυτόν θεία ευλογία που αφύπνιζε τη συνείδησή του με την υπενθύμιση των λόγων, τους οποίους είχε πει σε αυτόν ο Χριστός.
Ευλογητός ο Κύριος! Μολονότι μέσα στην αφροσύνη μας πέφτουμε, δεν εγκαταλειπόμαστε σε όλεθρο, ούτε απορριπτόμαστε από αυτόν οριστικά. Η πρόνοιά του επιζητεί την ανόρθωσή μας και με διάφορους δρόμους επιτυγχάνει αυτήν. Η φωνή του πετεινού φέρνει στη μνήμη του Πέτρου σωτηριώδη υπενθύμιση. Πόσο ευεργετικό πλεονέκτημα είναι για μας να έχουμε κοντά μας αδελφούς ειλικρινείς, των οποίων η φωνή, σαν άλλη φωνή πετεινού, να υπενθυμίζει σε μας μέσα στις πτώσεις μας εκείνα τα οποία γνωρίζουμε, αλλά λησμονήσαμε!

Η δίκη ενώπιον του Πιλάτου
Ιω. 18,28 Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα(1) εἰς τὸ πραιτώριον(2)· ἦν δὲ πρωΐ(3)· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον(4) εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν(5), ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα(6).
28Μετά οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί.
(1) Της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο, προηγήθηκε η δεύτερη η κύρια δίκη του ενώπιον του συνεδρίου, για την οποία δες Ματθ. κζ 1 και Μάρκ. ιε 1. Για αυτήν ο Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτα (β), επιβεβαιώνοντας σιωπηρά την αφήγηση των συνοπτικών. Εκθέτει όμως πληρέστερα την ενώπιον του Πιλάτου δίκη, προσθέτοντας στην αφήγηση των συνοπτικών νέες λεπτομέρειες, οι οποίες φωτίζουν πολύ τα σχετικά με τη διαγωγή του Πιλάτου (F).
(2) Ονομαζόταν έτσι στα μεν Ρωμαϊκά στρατόπεδα η σκηνή του ανωτάτου στρατηγού, στις δε ρωμαϊκές επαρχίες το ανάκτορο στο οποίο ο προστάτης ή ο επίτροπος της επαρχίας διέμενε (G).
Στη Ρώμη ονομαζόταν έτσι ο τόπος, όπου έδρευε ο πραίτωρ όταν δίκαζε. Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές φρονούν, ότι εδώ πρόκειται για το ανάκτορο των Ηρωδών, το οποίο βρισκόταν στο δυτικό μέρος της άνω πόλης παραπέμποντας στο Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ 14,8 όπου μαρτυρείται ότι εκεί κατοικούσε ο Φλώρος. Είναι παρόλ’ αυτά πιθανότερο ότι ο Πιλάτος διέμενε σε κάποιο ανάκτορο στο φρούριο Αντωνία, όπου σταύθμευε η ρωμαϊκή φρουρά, στη βορειοδυτική γωνία του ναού. Εκεί η παράδοση τοποθετεί την αφετηρία της Via dolorosae (=δρόμος του μαρτυρίου του Ιησού) (g).
Η προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο έγινε, διότι οι Ρωμαίοι κάνοντας την Ιουδαία επαρχία Ρωμαϊκή επεφύλαξαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα των θανατικών εκτελέσεων. «Και για ποιο λόγο δεν τον φόνευσαν, αλλά τον οδήγησαν στον Πιλάτο; Και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της αρχής και της εξουσίας τους, τούς είχε αφαιρεθεί πλέον, αφού τα πράγματά τους βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων» (Χ).
Αυτό μαρτυρείται ξεκάθαρα στο στίχο 31. Και έφεραν μεν για αναίρεση αυτού το παράδειγμα του λιθοβολισμού του Στεφάνου (Πράξ. ζ 57), αλλά η περίπτωση αυτή οφειλομένη σε παραφορά του λαού δεν αποτελεί ασφαλή μαρτυρία. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για την έκτακτη περίπτωση που μαρτυρείται στο Ιωσήπου Αρχαιολογ. VI, 2,4 σύμφωνα με την οποία ο Τίτος παρέσχε στους Ιουδαίους το δικαίωμα να θανατώνουν τους ξένους που προχωρούσαν πέρα από τον περίβολο προς το ίδιο το ιερό, ακόμη και αν ήταν Ρωμαίοι. Επιζητούν να θανατωθεί με όλους τους νόμιμους τύπους και να μην λιθοβοληθεί όπως ο Στέφανος. Έτσι μεταχειρίζονταν αυτόν ως κακοποιό «που έγινε αμαρτία» για χάρη μας.
Επιπλέον η παρέμβαση της ρωμαϊκής εξουσίας, την οποία ο λαός φοβόταν, εξασφάλιζε το εναντίον του Ιησού εγχείρημά τους από κάθε λαϊκή εξέγερση. Ακόμη επίσης ο Χριστός θα θανατωνόταν με τον ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, τον οποίο οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να επιβάλλουν κατά των κακούργων. Επιζητούσαν δηλαδή να τον θάψουν στον ωκεανό της ατιμίας και να εξαλείψουν τη φήμη του για πάντα.
Τέλος, με τη συμμετοχή του ρωμαϊκού επιτρόπου και με την εκτέλεση της απόφασης από τους ρωμαίους στρατιώτες απάλλασσαν εν μέρει τους εαυτούς τους από τη βαριά μομφή για το θάνατο του Ιησού, ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας» Αλλοίμονο! Πολλοί φοβούνται περισσότερο το σκάνδαλο το οποίο μπορεί να προκληθεί στο λαό από την πονηρή τους πράξη παρά την ενοχή τους μπροστά στο Θεό για την αμαρτία που τολμούν και την παράβαση του θείου νόμου.
(3) Περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από τις 3-6 π.μ. (g). Νωρίς κατά το πρωί της Παρασκευής 14 του Νισάν. Ο Πιλάτος θα γνώριζε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν σταλθεί για σύλληψη του Ιησού κατά την προηγούμενη νύχτα και είχε ίσως ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος πάρα πολύ νωρίς (β).
Επέσπευδαν οι Ιουδαίοι τα προκαταρκτικά της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού, έτσι ώστε ο λαός, του οποίου η αφοσίωση στον Ιησού ήταν γνωστή να μην πληροφορηθεί έγκαιρα τα τελούμενα (ο). Τώρα, που τον είχαν στα χέρια τους, δεν θα ήθελαν ούτε στιγμή χρόνου να χαθεί, έως ότου θα κάρφωναν αυτόν στο σταυρό, και για αυτό στερούνται και αυτήν τη φυσική ανάπαυση του ύπνου αγρυπνώντας και πολύ πρωί επισπεύδοντας τα όσα έπρεπε να προηγηθούν της σταύρωσης.
(4) «Και πρόσεξε τους Ιουδαίους που είναι άξιοι για γέλια. Αφού συνέλαβαν τον αθώο, φέροντας μαζί τους όπλα, δεν μπαίνουν στο πραιτώριο για να μη μιανθούν· και όμως ποιος μολυσμός είναι, πες μου, το να μπει κανείς στο δικαστήριο, όπου τιμωρούνται αυτοί που αδίκησαν; Εκείνοι που δίνουν το δέκατο από τον ηδύοσμο και τον άνηθο, δεν νόμιζαν ότι μολύνονται διαπράττοντας άδικο φόνο, ενώ νόμιζαν ότι μολύνονται εισερχόμενοι στο δικαστήριο» (Χ).
(5) Επειδή του Πιλάτου ο οίκος δεν είχε καθαριστεί από ζύμη σύμφωνα με το Δευτερ. ιστ 4 (b). Ο τελετουργικός μολυσμός σε πολλές περιπτώσεις διαρκούσε μέχρι τη δύση του ηλίου μόνο (Λευϊτ. ια 24,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11 κλπ), αλλά στην περίπτωση του Πάσχα όποιος ήταν ακάθαρτος, έπρεπε να αναβάλει τον εορτασμό του Πάσχα για μήνα ολόκληρο σύμφωνα με τα Αριθμ. θ 6-11 και Β΄ Παραλλ. λ 2-3 (β). Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το ἵνα.
(6) Κάποιοι ισχυριζόμενοι είτε ότι κατά το Ταλμούδ ο μολυσμός, με τον οποίο θα μολύνονταν οι Ιουδαίοι με την είσοδό τους στο πραιτώριο, θα διαρκούσε μέχρι το απόγευμα μόνο, οπότε θα μπορούσαν να φάνε το Πάσχα, είτε υποστηρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι είχαν γιορτάσει ήδη το Πάσχα από το προηγούμενο απόγευμα, δέχονται τη λέξη Πάσχα με γενικότερη έννοια αναφέροντας αυτήν όχι στο πασχάλιο δείπνο αλλά γενικά στα εδέσματα της εορτής δηλαδή τα άζυμα και τα κρέατα των θυσιών, οι οποίες γίνονταν κατά τις επτά ημέρες της εορτής.
Και επικαλούνται υπέρ αυτής της εκδοχής τα χωρία Δευτερ. ιστ 2,3,Β΄ Παραλλ. λ 22,λε 7-9. Και αν υποθέσουμε όμως ότι στα αμφιβόλου έννοιας χωρία αυτά η λέξη Πάσχα βρίσκεται με ευρύτερη έννοια παρουσιάζεται απίθανο η φράση τρώω το Πάσχα η τόσο συνηθισμένη στην Κ.Δ. τον Ιώσηπο και το Ταλμούδ να δηλώνει κάτι άλλο από το Πασχάλιο δείπνο. Άλλωστε εάν επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο δείπνο των επτά ημερών, δεν θα πρόσεχαν τόσο πολύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, διότι και εάν μολύνονταν, δεν θα δυσκολεύονταν να απέχουν από αυτό (g).
Οι παράλληλες φράσεις ετοιμάζειν το πάσχα, θύειν το πάσχα (Μάρκ. ιδ 12-16 και Α΄ Κορ. ε 7) δείχνουν ότι και η φράση τρώγειν το πάσχα πρέπει να σημαίνει τρώω τον πασχάλιο αμνό (χ).
Η ερμηνεία λοιπόν «δηλαδή, λοιπόν, με τη λέξη Πάσχα εννοεί όλη τη γιορτή» (Χ), και «τις επτά ημέρες» δηλαδή (Θφ), είναι λιγότερο πιθανή και πιθανότερη παρουσιάζεται «ή ότι τότε γιόρταζαν το Πάσχα» (Χ), «και αυτοί τότε επρόκειτο να το φάνε, το απόγευμα της Παρασκευής» (Θφ), «αυτός όμως (ο Ιησούς) μία ημέρα πριν παρέδωσε αυτό (το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας), φυλάγοντας τη σφαγή του για την Παρασκευή» (Χ), «όταν και το παλαιό Πάσχα γινόταν» (Θφ).

Ιω. 18,29 ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε(3) κατὰ τοῦ ἀνθρώπου(4) τούτου;
29Ο Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: «Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;»
(1) Αυτό υπονοεί σαφώς, ότι ο Ιησούς είχε ήδη οδηγηθεί μέσα στο Πραιτώριο (ο). Ο Πιλάτος βγήκε από το πραιτώριο συμμορφούμενος με τις θρησκευτικές ιδέες των από αυτόν κυβερνωμένων σε συμφωνία με τις συστάσεις, τις οποίες η Ρώμη έδινε στους αξιωματούχους της στις επαρχίες (F).
(2) Ως συνέπεια του ότι οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν προς αυτόν, επήλθε το ότι εκείνος βγήκε προς αυτούς.
(3) Ο Πιλάτος είχε μεν κάποια ιδέα για την υπόθεση, αλλά το Ρωμαϊκό δίκαιο απαιτούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις συγκεκριμένη και διατυπωμένη κατηγορία. Δες Πράξ. ιζ 6,κε 7 και εξής,κστ 31 (F). Είχε παραχωρήσει σε αυτούς στρατιώτες για σύλληψη του Ιησού και είναι προετοιμασμένος κατά την ώρα αυτή του πρωινού να ακούσει την υπόθεση. Ήδη λοιπόν ενεργεί ως δικαστής και θα έπρεπε να ακούσει και την κατηγορία και την υπεράσπιση (τ).
Η ερώτηση υποδηλώνει με πόσο θόρυβο και με παραμέληση όλων των δικαστικών τύπων σύρθηκε ο Ιησούς στο βήμα του Πιλάτου (ο). «Όταν τον είδε δηλαδή δεμένο (ο Πιλάτος) και από τόσους οδηγούμενο, δεν νόμισε ότι έχουν αναμφισβήτητη απόδειξη κατηγορίας, αλλά ρωτά, λέγοντας, ότι είναι παράλογο αυτοί μεν να κρίνουν αυτόν αυθαίρετα, την δε τιμωρία χωρίς κρίση να την αναθέσουν σε εκείνον» (Χ).
(4) Με αδιαφορία χρησιμοποιεί την μέση αυτή λέξη με την οποία τίποτα ούτε καλό ούτε κακό εκφράζει προδικάζοντας (δ). Η λέξη άνθρωπος στο στόμα του Πιλάτου δεν φαίνεται να ηχεί περιφρονητικά αλλά ορίζει μάλλον με αδιαφορία το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος (κ).

Ιω. 18,30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός(1), οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.
30Του αποκρίθηκαν: «Αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ’ εσένα».
(1) Επιβλαβής στην κοινωνία (C). H απάντηση φανερώνει εν μέρει αλαζονεία και εγωισμό, εν μέρει απορία (F). «Δεν έχουν να πουν εύλογη κατηγορία» (Κ). «Ω μέγεθος ανοησίας! Γιατί δε λέτε το κακό που έκανε, αλλά επισκιάζετε αυτό; Γιατί δεν φανερώνετε το κακό; Βλέπεις παντού που αποφεύγουν την απευθείας κατηγορία και δεν μπορούν τίποτα να πουν;» (Χ).
Η απάντηση υπαγορεύτηκε από δύο αιτίες. Από τη μία επιζητούν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την παλαιά τους αυτονομία, μένοντας αυτοί κατ’ ουσίαν οι δικαστές και αφήνοντας στον Πιλάτο το ρόλο του δημίου. Από την άλλη φοβούνται, μήπως δεν θα επιτύχουν την επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης (g). Εάν τον κατηγορούσαν για βλασφημία, γνώριζαν καλά, ότι ο Πιλάτος δεν θα αναγνώριζε την κατηγορία αυτή, όπως έγινε έπειτα και από τον Γαλλίωνα στο Πράξ. ιη 16 (ο).
Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει κακόν ποιήσας, ο βατικανός και άλλος μεγαλογράμματος κακόν ποιών.
Δεν μπορούν να πουν, ότι είναι προδότης ή φονιάς ή εγκληματίας, ή ταραχοποιός. Αλλά λένε· Είναι κακοποιός. Ποιός; Αυτός ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας». Ας κληθούν εκείνοι, τους οποίους είχε θεραπεύσει και διδάξει και διαθρέψει· εκείνοι τους οποίους είχε απαλλάξει από τα δαιμόνια και είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Και ας ερωτηθούν αυτοί, εάν πράγματι ήταν κακοποιός. Δεν είναι όμως κάτι νέο οι μεγαλύτεροι ευεργέτες να παραγνωρίζονται χαρακτηριζόμενοι ως χειρότεροι κακοποιοί.

Ιω. 18,31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(1) καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν(2). εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα(3)·
31Τους λέει τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας». Του λένε οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν».
(1) Η απάντηση του Πιλάτου ή είναι ειρωνική: Εάν νομίζετε ότι έτσι έχει το πράγμα, δικάστε τον εσείς. Ο Πιλάτος γνώριζε, ότι ο Ιησούς είχε ήδη καταδικαστεί και ότι οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή του (F). Είμαι λοιπόν εκτελεστής της απόφασής σας; Εάν εξετάζετε την κατηγορία μόνοι, μόνοι και καταδικάστε τον, εάν μπορείτε! (Stier).
Ή ο Πιλάτος καταλαβαίνοντας τα σχέδιά τους, ενθουσιασμένος διότι παρεχόταν σε αυτόν μέσο να απαλλαγεί από αυτήν την υπόθεση, απαντά σε αυτούς χωρίς δισταγμό: Πολύ καλά! Αφού θέλετε να είστε μόνοι δικαστές στην υπόθεση, δέχομαι αυτό! Δικάστε τον κατηγορούμενο και τιμωρήστε τον, εννοείται εντός των ορίων της δικαιοδοσίας σας (g).
«Αν μεν επιφυλάσσετε για τους εαυτούς σας την κρίση, οι ίδιοι κάντε και την εξέταση όπως θέλετε· αν όμως θέλετε να κρίνω εγώ τον άνδρα, είναι αναγκαίο να πείτε την κατηγορία» (Θμ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2) Το Συνέδριο είχε κάποια δικαιώματα πειθαρχικά, όπως το να αφορίζει από τη συναγωγή, το να ραβδίζει κλπ. (g).
(3) Αναφέρονται στο jus gladii, το οποίο η Ρώμη στις κατακτώμενες χώρες επεφύλασσε στον επίτροπό της (Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ, VIII, 1). Είναι απίθανο, ότι οι αλαζόνες Ιουδαίοι θα ομολογούσαν τόσο σαφώς το δικαίωμα αυτό του επιτρόπου της Ρώμης, εάν δεν εξαναγκάζονταν σε αυτό από την επιθυμία τους να πετύχουν από αυτόν την επικύρωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (ο).

Ιω. 18,32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ(1) ὃν εἶπε(2) σημαίνων ποίῳ(3) θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
32Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε.
(1) Δες το στίχο 9, όπου και πάλι με την ίδια φράση εισάγεται λόγος του Ιησού.
(2) «Όταν έλεγε ότι «Εάν υψωθώ από τη γη, όλους θα τους ελκύσω προς εμένα (Ιω. ιβ 32,33)», όπως και εκεί ο ευαγγελιστής σημείωσε για αυτό προσθέτοντας ότι: «Αυτό το έλεγε, φανερώνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνει»· δηλαδή υπαινισσόμενος το σταυρό» (Ζ). Η ποινή που επέβαλλε ο μωσαϊκός νόμος σε κάθε βλασφημία καθώς και στην αθέτηση της εντολής του Σαββάτου, ήταν αυτή του λιθοβολισμού. Δες Εξόδου λα 14,λε 2,Λευϊτ. κδ 10-23,Δευτερ. ιγ 5-10,Ιω. η 5-7,ι 31,Λουκ. κ 6, Πράξ. ζ 58,ιδ 5 (χ).
Εάν οι Ιουδαίοι εκτελούσαν τη θανατική ποινή του Ιησού, θα λιθοβολούσαν αυτόν, διότι λιθοβολισμός κατά το νόμο ήταν η ποινή κατά της βλασφημίας. Ο σταυρικός θάνατος ήταν συνηθισμένη ποινή στους Ρωμαίους.
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τις λέξεις: ὃν εἶπε. Και εκείνοι ακόμη, οι οποίοι ήθελαν να διαψεύσουν τα λόγια του Ιησού, παρά τη διάθεση και την πονηρή πρόθεσή τους, χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα για επαλήθευση αυτών από το θείο χέρι που κυβερνά τα πάντα.
Οι λόγοι του Χριστού δεν θα περάσουν. Ο Κύριος ούτε να απατήσει ούτε να απατηθεί είναι ποτέ δυνατόν. Και οι ίδιοι οι αρχιερείς, που τον καταδιώκουν ως πλάνο, κατευθύνθηκαν αόρατα και ασυναίσθητα στο να αποδείξουν τον Κύριο αληθινό σε όλα, και όταν ακόμη θα σκεπτόταν κάποιος, ότι με τα μέτρα, τα οποία έπαιρναν, θα διέψευδαν τις προφητείες του.
(3) Δηλαδή με τέτοιο θάνατο, τον οποίο οι Ρωμαίοι επέβαλλαν. Οι Ιουδαίοι θα λιθοβολούσαν αυτόν (b). Όπως η ρωμαϊκή εξουσία οδήγησε τη μητέρα του στη Βηθλεέμ, προκειμένου εκεί κατά την προφητεία να γεννηθεί ο Κύριος, έτσι και τώρα για εκπλήρωση των Γραφών οδηγούν αυτόν στο Σταυρό.

Ιω. 18,33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε(1) τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3);
33Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;»
(1) Κάλεσε τον Ιησού κατ’ ιδίαν στο πραιτώριο, σε μέρος όπου μπορούσε να μιλήσει μόνος μαζί του (g). Ο μαθητής, ο οποίος φαίνεται να ήταν παρών κατά την ανάκριση του Ιησού στον Άννα, ίσως ήταν και τώρα μάρτυρας της σκηνής στο πραιτώριο, την οποία διηγείται εδώ τόσο ζωηρά. Οι ιερωμένοι κατήγοροι του Ιησού δεν μπορούσαν να μπουν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, δεν είναι όμως πιθανόν, ότι στο πραιτώριο ήταν απαγορευμένο να μπουν όσοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα γινόμενα (β).
(2) Η αφήγηση του Ιωάννου παρουσιάζει προφανώς εδώ κάποιο κενό. Τίποτα από τα προηγούμενα δεν δικαιολογεί την ερώτηση που προβάλλει ο Πιλάτος στον Ιησού. Αυτή υποδηλώνει κάποιο λόγο ο οποίος ειπώθηκε από τους κατήγορους. Πράγματι εάν συγκρίνουμε την αφήγηση του Ιωάννου με αυτήν των συνοπτικών και ιδιαίτερα με αυτήν του Λουκά (κγ 2) πληροφορούμαστε, ότι οι Ιουδαίοι είχαν διατυπώσει σχετική κατηγορία κατά του Ιησού (g).
(3) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια όπως όταν προσδοκάται απάντηση αρνητική. Προφανώς ο Πιλάτος δεν πίστευε, ότι ο Ιησούς ήταν επαναστάτης αρχηγός, διότι δεν υπήρχε τίποτα στην εμφάνιση ή στη στάση του που να παρουσιάζει την κατηγορία αυτή ως εύλογη (β). Η πρόταξη της αντωνυμίας είναι εξόχως εμφαντική και δείχνει, ότι ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι δεν έχει μπροστά του επαναστάτη, επίφοβο στη Ρώμη (τ). Στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου ο οίκτος είναι ανάμικτος με περιφρόνηση (μ).

Ιω. 18,34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις(1) ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ(2);
34Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;»
(1) Ο σιναϊτικός αντί για το λέγεις γράφει είπας. Τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι, ανάμεσα στους οποίους και ο βατικανός κώδικας, γράφουν από σεαυτού αντί για αφ’ εαυτού.
(2) Ή «ρωτά ο Χριστός, θέλοντας να φανερώσει την πονηρή πρόθεση των Ιουδαίων… Δεν ρωτά βεβαίως ο Χριστός από άγνοια, αλλά, θέλοντας και από αυτόν να κατηγορηθούν οι Ιουδαίοι, λέει· «άλλοι σου τα είπαν;»» (Χ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Ιησούς απευθύνεται στην προσωπική αντίληψη του Πιλάτου. Και αποβλέπει στο να διεγείρει την συνείδηση του Πιλάτου έτσι ώστε να μην πιστεύει χωρίς λόγο τους Ιουδαίους (b).
Ή, πιο σωστά. Η θέση του ερωτήματος δεν ήταν τόσο απλή, όπως φαινόταν στον Πιλάτο. Έπρεπε προηγουμένως να γίνει κάποια διάκριση. Με έννοια πολιτική, μόνη γνωστή στον Πιλάτο, ο Ιησούς μπορούσε να αποποιηθεί τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων· αλλά με έννοια θρησκευτική, στην οποία ήταν ταυτόσημος με τον τίτλο του Μεσσία, ο Ιησούς όφειλε να τον δεχτεί (g).
Εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από τον εαυτό του, η έννοια της λέξης βασιλιάς θα εφαρμοζόταν εσφαλμένα στον Ιησού· εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από πληροφορίες που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, τότε ο τίτλος βασιλιάς είχε μέσα του και αληθινή έννοια, με την οποία πράγματι ο Ιησούς ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων (Alford).
Εάν ο Πιλάτος ερευνούσε ακριβώς τα πράγματα, όπως είχε καθήκον, θα ανακάλυπτε, ότι η αληθινή αιτία, για την οποία οι αρχιερείς είχαν εξεγερθεί κατά του Ιησού ήταν ακριβώς, διότι δεν επιζήτησε ο Κύριος να ιδρύσει κοσμική βασιλεία αντιτιθέμενη προς την ρωμαϊκή δύναμη. Εάν επιζητούσε κάτι τέτοιο και ενεργούσε θαύματα για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από το ζυγό της Ρώμης, όπως άλλοτε ο Μωϋσής ενήργησε τέτοια για απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία των Αιγυπτίων, τότε θα τάσσονταν όλοι κάτω από τις διαταγές του και ανακηρύσσοντας αυτόν βασιλιά θα αγωνίζονταν υπό την αρχηγία του εναντίον της Ρώμης. Αλλά τώρα επιρρίπτουν εναντίον του κατηγορία, της οποίας αυτοί ήταν οι κυρίως και οι μόνοι ένοχοι, διότι αυτοί ποθούσαν την ανατροπή της Ρώμης.

Ιω. 18,35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι(1); τὸ ἔθνος τὸ σὸν(2) καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας(3);
35«Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;» του απάντησε ο Πιλάτος· «ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες, λοιπόν;»
(1) «Δεν ταιριάζει σε μένα κυρίως το να γνωρίζω τα δικά σου, διότι δεν είμαι Ιουδαίος. Αυτό αρμόζει κατεξοχήν στους ομοεθνείς σου και με τους οποίους ανατράφηκες μαζί, οι οποίοι παρόλο που ομοίως ξέρουν αυτά, σε φέρνουν για να πεθάνεις» (Κ). Δηλαδή· βεβαίως δεν λέω αυτό από τον εαυτό μου· οι Ιουδαίοι είπαν αυτό σε μένα (b). Μήπως είμαι Ιουδαίος για να ταράσσομαι με τις ιδιορρυθμίες σας και με τις μυστικές ιδέες σας; Έπρεπε να είμαι Ιουδαίος και όχι Ρωμαίος, για να έχω μάθει από προσωπική παρατήρηση την αλήθεια των εναντίον σου ισχυρισμών των Ιουδαίων (ο).
Υπάρχει περιφρόνηση βαθειά στην αντίθεση «εγώ Ιουδαίος» (g). Πάλι η αντωνυμία «Εγώ» μπαίνει με έμφαση (τ). Ποτέ δεν θα συμφωνούσε ο αλαζόνας Ρωμαίος να είναι Ιουδαίος μισητός και περιφρονημένος (F). Οι Ιουδαίοι από πολλές απόψεις υπήρξαν ένδοξος λαός. Επειδή αθέτησε όμως την διαθήκη του Θεού, έκανε τον εαυτό του άξιο περιφρόνησης στους λαούς (Μαλαχία β 8,9). Έτσι καλά και τιμημένα ονόματα ατιμάζονται και εξευτελίζονται εξ’ αιτίας εκείνων, οι οποίοι ανάξια φέρουν αυτά. Είναι θλιβερό ένας αλλόθρησκος, εναντίον του οποίου διατυπώνεται η υπόνοια, ότι δεν είναι έντιμος, να απαντά επειδή έχει σκανδαλιστεί από την αξιοκατάκριτη συμπεριφορά μερικών Χριστιανών: Μήπως εγώ είμαι Χριστιανός;
(2) Που αντιπροσωπεύεται από τα μέλη του που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επιρροή (F)· το έθνος «του οποίου ονομάστηκες ο βασιλιάς» (b). Όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά το έθνος αντιπροσωπευόμενο από τους αρχηγούς του (τ). Πρέπει να είχε φανεί παράδοξο στον Πιλάτο, ότι στην τότε δύσκολα πειθομένη και επαναστατική κατάσταση των Ιουδαίων, οι άρχοντες του έθνους παρουσιάζονταν να κατηγορούν ένα πρόσωπο σε αυτόν ότι επιδιώκει να απαλλάξει τη χώρα από τη Ρωμαϊκή εξουσία (ο).
(3) Αυτό ήταν το σημείο το οποίο ενδιέφερε τον Πιλάτο. Ποια πράξη του Ιησού είχε προκαλέσει την εναντίον του εχθρότητα των Ιουδαίων; (β).

Ιω. 18,36 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ(1) οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(2)· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή(3), οἱ ὑπηρέται(4) ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο(3), ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν(5) δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.
36Ο Ιησούς απάντησε: «Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο· αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από ’δω».
(1) Επειδή ο Πιλάτος προηγουμένως «είπε· Τι έκανες; Για αυτό μεν δεν απάντησε τίποτα, για αυτό όμως για το οποίο κατεξοχήν ο Πιλάτος ποθούσε να ακούσει, για τη βασιλεία του, για αυτήν απαντά λέγοντας· Η βασιλεία η δική μου…» (Χ).
Απαντά στο ερώτημα που έθεσε ο Πιλάτος στο σ. 33. Έχω βασιλεία, την οποία ήλθα να εγκαθιδρύσω. Οι Ιουδαίοι έχουν δίκιο λέγοντας ότι αξιώνω ότι είμαι ο Χριστός βασιλιάς (ο).
(2) «Όχι ότι δεν εξουσιάζει και εδώ, αλλά εννοεί ότι η βασιλεία του έχει την αρχή της από τον ουρανό και δεν είναι ανθρώπινη» (Χ). «Διότι δεν είπε· Δεν είναι στον κόσμο, ούτε είναι εδώ. Διότι βασιλεύει μεν στον κόσμο και προνοεί για αυτόν» και όπως θέλει, περιφέρει τα πάντα. Δεν είναι όμως από εδώ, εννοώ δηλαδή δεν ιδρύθηκε εδώ κάτω· αλλά εδώ μεν εξουσιάζει και διοικεί· δεν είναι όμως από εδώ, ούτε έχει τη δημιουργία της από εδώ κάτω, ούτε είναι φθαρτή» (Θφ).
«Δεν λέει, Η βασιλεία μου δεν είναι στον κόσμο αυτόν… Διότι η βασιλεία του είναι εδώ μέχρι τέλους του κόσμου, έχοντας ζιζάνια αναμιγμένα μέχρι το θερισμό· διότι ο θερισμός θα γίνει στο τέλος του κόσμου» (Αυ).
Η έκφραση από (εκ) τον κόσμο δεν είναι ταυτόσημη με την έκφραση στον (εν) κόσμο. Διότι η βασιλεία του Ιησού πραγματοποιείται και αναπτύσσεται στον κόσμο· αλλά δεν προέρχεται και δεν έχει την καταγωγή της από τον κόσμο, από την ανθρώπινη θέληση και τη γήινη δύναμη (g). «Η πρόθεση «εκ» σημαίνει την καταγωγή όπως και το ακόλουθο «Εντεύθεν». Ο Ιησούς λέει απλώς από πού δεν είναι η βασιλεία του· δεν είναι από τον κόσμο αυτόν· αλλά δεν λέει και από πού είναι, δηλαδή από τους ουρανούς. Οπωσδήποτε υπονοεί αυτό, όταν λέει στο στίχο 37, ότι «ήλθα στον κόσμο αυτόν» (b).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Οι βασιλείες των ανθρώπων ανεβαίνουν από τη θάλασσα και από τη γη (Δανιήλ ζ 3, Αποκάλ. ιγ 1,11), ενώ η αγία πόλη κατεβαίνει «από τον ουρανό από το Θεό» (Αποκάλ. κα 2).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από διαδοχή ή εκλογή ή κατάκτηση βίαιη, αλλά από άμεση και ειδική ανάδειξη της θείας θέλησης και βουλής. Αλλά και η φύση της δεν είναι κοσμική. Είναι βασιλεία εντός των καρδιών και των συνειδήσεων των ανθρώπων και τα πλούτη της είναι πνευματικά, οι δυνάμεις της πνευματικές και όλη η δόξα τους ομοίως.
Αλλά και τα όπλα της είναι πνευματικά και ουδέποτε χρησιμοποιεί κοσμική δύναμη για υπεράσπιση και για στερέωσή της, ούτε διεξάγεται κατά τρόπο επιβλαβή στους ηγεμόνες και τις βασιλείες του κόσμου. Αλλά ούτε ενδιαφέρεται για τα προνόμια των ηγεμόνων ή για τις κτήσεις και περιουσίες των υπηκόων τους. Ούτε αντιτίθεται σε κάποιο βασίλειο του κόσμου παρά μόνο στο βασίλειο του Σατανά. Και οι σκοποί της επίσης και οι τάσεις της δεν είναι κοσμικές.
Ο Χριστός δεν αποσκοπούσε, αλλά ούτε στους μαθητές του θα επέτρεπε να θέσουν ως σκοπό την πομπή και δύναμη των μεγιστάνων της γης. Αλλά και οι υπήκοοι της βασιλείας αυτής αν και ζουν στον κόσμο αυτόν, δεν είναι από τον κόσμο. Κλήθηκαν και εκλέχτηκαν μέσα από τον κόσμο και ξεχωρίστηκαν από αυτόν. Και γεννήθηκαν από άλλον κόσμο προς τον οποίο είναι συνδεδεμένοι. Δεν είναι ούτε μαθητές του κόσμου, ούτε αγαπητοί σε αυτόν, ούτε κυβερνιούνται από τη σοφία του κόσμου, ούτε πλουτίζονται από τα πλούτη του. Πολεμούνται από τον κόσμο και μισούνται από τον κόσμο, «διότι δεν είναι από τον κόσμο».
Παρόλο όμως που ζουν στον κόσμο «σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», νικούν τον κόσμο χωρίς να χρησιμοποιούν τις ραδιουργίες και τις απάτες και την υποκρισία του κόσμου, αλλά με τη δύναμη της αγάπης, με την πραότητα και μειλιχιότητα, με τη μακροθυμία και ανεξικακία.
Οι σκληρότητες και παραφορές του κόσμου είναι ξένες προς αυτούς, διότι έχουν διδαχτεί ότι «η οργή του άνδρα δεν φέρνει τη δικαιοσύνη του Θεού». Και αντιμετωπίζουν την αλαζονεία του κοσμικού βίου και την υπερηφάνεια της καρδιάς των κοσμικών ανθρώπων με την αφάνεια της ταπεινοφροσύνης, την οποία εμπνέονται από τον βασιλιά τους, ο οποίος σε όλη την επίγεια ζωή του υπήρξε «πράος και ταπεινός στην καρδιά».
(3) «Αυτό ακριβώς που φοβόταν προηγουμένως ο Πιλάτος, το διέλυσε, δηλαδή την υποψία για σύσταση τυραννικής εξουσίας» (Χ). Ο κόσμος υπερασπίζεται τις βασιλείες του με τη δύναμη των όπλων (b).
Εάν ήταν πρόσκαιρος βασιλιάς ή επεδίωκε να γίνει τέτοιος, θα σημειωνόταν αντίσταση και αιματοχυσία, πριν ακόμη νικηθεί και οδηγηθεί αναγκαστικά μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά τώρα στεκόταν άοπλος και μόνος μπροστά του και κανένα όπλο δεν προβλήθηκε για υπεράσπισή του, ούτε κάποιες στασιαστικές ομάδες διέτρεχαν την πόλη ή την χώρα αξιώνοντας την απελευθέρωσή του και απειλώντας εκδίκηση (ο).
(4) Ή, γενικά και υποθετικά= οι υπηρέτες τους οποίους στην περίπτωση αυτή θα είχα (Luthardt=Λούθηρος).
Ή, οι υπηρέτες για τους οποίους δες στο Ματθ. κστ 53, δηλαδή οι άγγελοι (b,β).
Ή, πιο σωστά, οι οπαδοί μου, όπως είναι το πλήθος, το οποίο είχε κυκλώσει αυτόν κατά την ημέρα της εισόδου του στα Ιεροσόλυμα (g). Ο Ιησούς δεν αρνείται ότι έχει υπηρέτες, αλλά αρνείται ότι αυτοί αγωνίζονται για την απελευθέρωσή του (ο).
«Εδώ όμως φανερώνει και την αδυναμία της δικής μας (επίγειας) βασιλείας, αφού έχει τη δύναμή της στους υπηρέτες· η ουράνια όμως είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται τίποτα» (Θφ).
(5) Το μόριο είναι αντιθετικό και όχι χρονικό (b). Πρέπει να εννοηθεί με λογική έννοια (g). Για τη φράση νῦν δὲ, δες η 40,θ 41,ιε 22.

Ιω. 18,37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν(1) βασιλεὺς εἶ σύ(2); ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ(3). ἐγὼ εἰς τοῦτο(4) γεγέννημαι(5) καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον(6), ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ(7). πᾶς(8) ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας(9) ἀκούει μου τῆς φωνῆς(10).
37Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» «Ναι, είμαι βασιλιάς, όπως το λες», αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια· όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου».
(1) Ο Πιλάτος ανέμενε αρνητική απάντηση, γι’ αυτό η ερώτησή του εκφράζει έκπληξη (g). Το οὐκοῦν λέγεται μοναδική φορά.
(2) Η αντωνυμία μπαίνει στο τέλος με έμφαση= Εσύ ο οποίος στέκεσαι μπροστά στο βήμα μας και ο οποίος έχεις στο πρόσωπό σου τέτοια σημάδια του σφοδρότερου μίσους των Ιουδαίων και του οποίου ζητείται ο θάνατος, είσαι πράγματι βασιλιάς; (ο). Εσύ ο πτωχός δεσμώτης; (β).
(3) «Δεν αρνείται την δόξα της βασιλείας του, ούτε όμως παρέχει την διαβεβαίωση για αυτό μόνο από τα λόγια του Πιλάτου» (Κ).
«Ο Ιησούς απάντησε έτσι όχι γιατί φοβόταν να ομολογήσει τον εαυτό του βασιλιά, αλλά το Εσύ λέγεις, ισοσταθμίστηκε έτσι ώστε με αυτό ο Ιησούς ούτε αρνείται ότι είναι βασιλιάς (διότι είναι βασιλιάς, του οποίου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο αυτόν), ούτε ομολογεί ότι είναι τέτοιος βασιλιάς, ώστε να δικαιολογείται η υπόθεση ότι η βασιλεία του είναι από τον κόσμο αυτόν… Λέγοντας το Συ λέγεις… είναι σαν να είπε· Σαρκικός καθώς είσαι, λες αυτό σαρκικά» (Αυ).
Η απάντηση αυτή δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωση ούτε άρνηση, αλλά συγκατάθεση που δίνεται σαν ένα είδος παραχώρησης (β). Η φράση Συ λέγεις… ως τύπος βεβαίωσης είναι άγνωστος τόσο στους κλασσικούς όσο και στην Π.Δ., ήταν όμως σε πυκνή χρήση στους ραββίνους (g). Η καλή ομολογία, την οποία ο Κύριος ομολόγησε ενώπιον του Πιλάτου σύμφωνα με το Α΄ Τιμ. στ 13 είναι αυτή.
(4) Με αυτά ο Ιησούς έρχεται να εξηγήσει με ποια έννοια είναι βασιλιάς. Έρχεται να κατακτήσει τον κόσμο και ως μόνο όπλο για αυτό χρησιμοποιεί το να μαρτυρεί για την αλήθεια (g).
(5) «Εδώ αναφέρεται στην σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο γέννησή του, όταν αφού σαρκώθηκε ήλθε στον κόσμο και όχι στην άναρχη γέννησή του» (Αυ).
Ο Πιλάτος δεν μπορούσε να κατανοήσει την θεία του υιότητα. Παρόλ’ αυτά και αυτή διακηρύσσεται εδώ, όταν επισυνάπτεται το «για αυτό ήλθα στον κόσμο» (b).
(6) Η φράση αναφέρεται στη δημόσια εμφάνιση και δράση του Ιησού (F). Δηλώνεται με αυτήν η ειδική αποστολή, για την οποία εμφανίστηκε ο Ιησούς στον κόσμο (g). Ήλθα από ψηλά στον κόσμο. Με τις φράσεις λοιπόν «για αυτό γεννήθηκα» και «για αυτό ήλθα» και η ανθρώπινη και η θεία φύση του διακηρύσσονται στον Πιλάτο (ο).
(7) Ο σιναϊτικός γράφει περί της αληθείας αντί για τῇ ἀληθείᾳ. «Δηλαδή, με σκοπό, αφού αφαιρέσει το ψεύδος από τον κόσμο και αφού καταστρέψει τον δαίμονα που με απάτη τυράννησε τους ανθρώπους, να παρουσιάσει την αλήθεια να βασιλεύει πάνω σε όλα» (Κ). Η βασιλεία της αλήθειας αντιτίθεται προς τις βασιλείες αυτού του κόσμου (b). Το έργο του ως προφήτη είναι το θεμέλιο της βασιλείας του (g).
«Μαρτυρήσω» δηλαδή να αποκαλύψω, να κάνω γνωστή, να διακηρύξω την αλήθεια. Το άρθρο προδίδει την ύψιστη αντικειμενικότητα (ο). Η μαρτυρία του για την αλήθεια δεν περιορίστηκε σε αυτήν την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου (Α΄ Τιμ. στ 13) αλλά υπήρξε συνεχής σε όλη τη δημόσια δράση του. Δες Ιω. γ 11,32,ζ 7,η 14 (β).
Η φύση της βασιλείας του ανταποκρίνεται προς τη φύση της αποστολής του. Είναι ο βασιλιάς της Αλήθειας και φανερώνει την βασιλική του δύναμη όχι με βία, αλλά με τη μαρτυρία, την οποία δίνει για την αλήθεια. Για αυτό γεννήθηκε σε χρόνο και για αυτό ήλθε στον κόσμο. Και υπήκοοί του είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν αγωνίζονται με όπλα υλικά, αλλά επειδή είναι από την αλήθεια υπακούουν στο βασιλιά τους (χ).
Ήλθε ο Κύριος να μαρτυρήσει για το Θεό, ότι δημιούργησε τον κόσμο, να μαρτυρήσει επίσης και κατά της αμαρτίας, η οποία οδηγεί στον όλεθρο τον κόσμο και με το λόγο αυτόν της αλήθειας ιδρύει και διατηρεί το βασίλειό του. Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, όπου κυριαρχεί το ψεύδος, αλλά από τον κόσμο εκείνο, όπου η αλήθεια βασιλεύει αιώνια.
Το θεμέλιο και η δύναμη της πάνω στη γη βασιλείας του και το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτήν είναι η αλήθεια, η θεία αλήθεια. Και όταν είπε Εγώ είμαι η αλήθεια, κατ’ ουσίαν είπε Εγώ είμαι βασιλιάς. Κατακτά τις καρδιές πείθοντας με το φως της αλήθειας· κυβερνά και κυριαρχεί με τη δύναμη της αλήθειας, και βασιλεύει κατευοδούμενος «εξ’ αιτίας της αλήθειας» (Ψαλμ. μδ 5), και «θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη και τους λαούς με την αλήθειά του» (Ψαλμ. 95, 13).
Για να είμαστε λοιπόν και εμείς υπήκοοι στη βασιλεία πρέπει να γίνουμε τέκνα της αλήθειας, αναγεννημένα από αυτήν και πάντοτε λέγοντας αυτήν. Ειδικό καθήκον που απορρέει για μας από τη διακήρυξη αυτή του Χριστού είναι και το να λέμε ο καθένας την αλήθεια στον πλησίον του. Ο συνεκτικός δεσμός κάθε κοινωνίας είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών της. Απατεώνες και ψεύτες φαίνονται μερικές φορές να ευδοκιμούν και να ευτυχούν στον κόσμο. Εάν όμως πετυχαίνουν, αυτό οφείλεται στο ότι νομίζονται τίμιοι και φιλαλήθεις και πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης από εκείνους τους οποίους εξαπατούν.
Εάν η μεταξύ των ανθρώπων εμπιστοσύνη και τιμιότητα φυγαδευόταν από την ανθρωπότητα, η γη θα γινόταν ακατοίκητη και οι δεσμοί της κοινωνίας θα διασπώνταν. Είναι λοιπόν σπουδαίο καθήκον του καθενός από εμάς να είναι φιλαλήθης και να γίνεται μεταξύ των ομοίων του πρόσωπο άξιο κάθε εμπιστοσύνης, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να σταθούν και να προαχθούν οι κοινωνίες.
(8) Χωρίς κάποια εξαίρεση (ο). Απευθύνεται όχι μόνο στη συνείδηση αυτού ως δικαστή αλλά και στη συνείδησή του ως ανθρώπου (g). «Επομένως και συ, Πιλάτε, αν είσαι παιδί της αλήθειας, και ποθείς αυτήν, θα ακούσεις τη φωνή μου και θα πιστέψεις ότι είμαι βασιλιάς όχι τέτοιος» (Θφ).
(9) «Αυτός που αγαπά την αλήθεια» (Ζ). Η φράση υπενθυμίζει τα Ιω. γ 21,ζ 17,η 47, κλπ. Σημαίνει την ηθική διάθεση στο να δεχτεί κάποιος την αλήθεια και να μπει κάτω από την αγία δύναμή της όταν παρουσιάζεται αυτή ζωντανή στο πρόσωπο του Ιησού (g). Δηλώνει εκείνον, του οποίου χαρακτηριστικό είναι το να αφήνει τον εαυτό του, να κυβερνιέται από την αλήθεια (C).
Εκείνοι οι οποίοι με τη χάρη του Θεού λυτρώνονται από τη δύναμη του πατέρα του ψεύδους και είναι διατεθειμένοι να δεχτούν την αλήθεια και υποτάσσονται στη δύναμη και επίδρασή της, θα ακούσουν τη φωνή του Χριστού και θα γίνουν υπήκοοί του επιδεικνύοντας πίστη και αληθινή αφοσίωση σε αυτόν.
(10) «Πείθεται στο λόγο μου, πιστεύει τη διδασκαλία μου» (Ζ). «Ακούει με τα αυτιά του εσωτερικού ανθρώπου ή με άλλα λόγια υπακούει στη φωνή μου, το οποίο είναι ισοδύναμο με το: Πιστεύει σε εμένα» (Αυ).
Ακούει με ευχαρίστηση και κατανόηση. Και αυτοί είναι οι πολίτες της βασιλείας του Χριστού (b). «Διότι είναι εύκολα παραδεκτός ο λόγος της αλήθειας σε αυτούς που ήδη την έμαθαν και την αγαπούν, ενώ σε αυτούς που δεν είναι τέτοιοι, δεν είναι… διότι σε αυτούς που έχουν ανάπηρο το νου η αλήθεια φαίνεται να είναι χωρίς κάλλος και άσχημη, παρόλο που αυτή βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που την βλέπουν μία νοερή και θεία λάμψη» (Κ).
Όλοι όσοι αγαπούν την αλήθεια θα ακούνε ευχάριστα και πρόθυμα τη φωνή του Χριστού, διότι μεγαλύτερες, καλύτερες, γλυκύτερες, βεβαιότερες αλήθειες δεν είναι δυνατόν να βρεθούν παρά μόνο στο Χριστό, από τον οποίο «έγινε η χάρη και η αλήθεια» (Ιω. α 17).

Ιω. 18,38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια(1); καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς(2)· ἐγὼ(3) οὐδεμίαν αἰτίαν(4) εὑρίσκω ἐν αὐτῷ(5)·
38Του λέει ο Πιλάτος: «Και τι είναι αλήθεια;» Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω.
(1) Η ερώτηση αυτή του Πιλάτου δεν αποτελεί ούτε έκφραση ψυχής που ποθεί την αλήθεια ούτε εκδήλωση καρδιάς απελπισμένης η οποία για πολύ χρόνο μάταια αναζήτησε να βρει την αλήθεια. Εκφράζει κούφο σκεπτικισμό, ο οποίος συχνά συναντιέται στους ανθρώπους του κόσμου και ιδιαίτερα στους πολιτικούς άνδρες, οι οποίοι συνήθως είναι αδιάφοροι στα τέτοιου είδους ζητήματα (g). Είναι αναφώνηση γεμάτη σκεπτικισμό, που φανερώνει την έσχατη περιφρόνηση του Πιλάτου για κάθε τέτοια θεωρία. Το ερώτημα δεν είναι σαρκαστικό, αλλά εκφράζει μέχρις αηδίας αδιαφορία για οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της αλήθειας (ο).
Ο όρος αλήθεια στην ερώτηση αυτή σημαίνει ό,τι πράγματι υπάρχει και μένει· ό,τι έχει αξία αντικειμενική και όχι απλώς κάποιο εξωτερικό φαινόμενο και σχήμα ύπαρξης (C).
Τι είναι αλήθεια; Ασφαλώς πρόκειται για σπουδαίο ερώτημα και κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να δώσει απάντηση πλήρη και ορθή σε αυτό παρά εκείνος, προς τον οποίο προβλήθηκε. Η αλήθεια είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο ποθεί διακαώς η ανθρώπινη διάνοια και το οποίο αναζητεί, διότι δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, εάν δεν γνωρίσει αυτήν. Όταν ερευνούμε τις Γραφές, πρέπει πάντοτε να ρωτάμε Τι είναι αλήθεια; Και πάντοτε στις προσευχές μας πρέπει να λέμε: Οδήγησέ μας στην αλήθειά σου· σε όλη την αλήθεια.
Αλλά πολλοί θέτουν το ερώτημα αυτό χωρίς να έχουν υπομονή και αρκετή σταθερότητα, ώστε να επιμείνουν στην εύρεση της αλήθειας· ούτε έχουν αρκετή ταπείνωση και ειλικρίνεια να την δεχτούν, όταν τη βρουν. Έτσι πολλοί ρωτούν τις συνειδήσεις τους: Ποιος είμαι; Τι έπραξα; Πού κατευθύνομαι;
Αλλά δεν έχουν το ενδιαφέρον και τον καιρό για να βρουν την απάντηση. Έτσι και ο Πιλάτος, μιλά σαν ένας άνθρωπος που ευχαριστιέται στη γελοιοποίηση κάθε θρησκείας. Για αυτό και ο Χριστός δεν του απαντά, αποφεύγοντας να βάλει «τα μαργαριτάρια μπροστά στα γουρούνια».
(2) Ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι ο Ιησούς ήταν μεν ένας ονειροπόλος ή σοφός, όχι όμως και επαναστάτης. «Θέλει λοιπόν να τον αποσπάσει από την ορμή των Ιουδαίων. Για αυτό και βγήκε» (Χ).
(3) «Εγώ» αντιτίθεται στο υπονοούμενο Εσείς= Δεν ξέρω, τι λέτε εσείς. Εγώ… Η συνομιλία αυτή του Πιλάτου με τους Ιουδαίους γίνεται με πολλή ικανότητα. Πράγματι· προκειμένου να ζητήσει από αυτούς την απόλυση του Ιησού για τη γιορτή σύμφωνα με το έθος που επικρατούσε,
«δες, πώς συνετά ενεργεί. Διότι δεν είπε ότι, Επειδή αμάρτησε και είναι άξιος θανάτου, χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής· αλλά πρώτα αφού απάλλαξε αυτόν από κάθε κατηγορία, τότε με δύναμη διατυπώνει την αξίωση, και αν ακόμη δεν ήθελαν να τον αφήσουν ως αθώο, τουλάχιστον να του χαρίσουν τη ζωή, αν και είναι ένοχος, λόγω της γιορτής» (Χ).
(4) Αιτία, για την οποία κάποιος είναι άξιος ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κάποιος κατηγορείται (G). Δες Ματθ. κζ 37,Μάρκ. ιε 26 και Γεν. δ 13,Παροιμ. κη 17.
(5) Το καθήκον λοιπόν του Πιλάτου ήταν να απολύσει τον Ιησού. Φοβούμενος όμως μήπως δυσαρεστήσει τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν λόγους βάσιμους να κατηγορήσουν αυτόν στους προϊσταμένους του, αποφεύγει να προβεί σε μέτρα, τα οποία θα έκαναν τους εχθρούς του αδιάλλακτους. Το πρώτο από τα μέτρα αυτά δεν αφηγείται ο Ιωάννης. Και είναι αυτό η παραπομπή της υπόθεσης στον Ηρώδη, που εξιστορείται από το Λουκά (κγ 6-12) (g). Ο Πιλάτος διακηρύττει δημόσια και επισήμως την αθωότητα του Χριστού.
Έτσι διαπιστώνεται από τον ίδιο το δικαστή του, ότι μολονότι το συνέδριο των Ιουδαίων τον μεταχειρίστηκε ως κακοποιό, δεν ήταν για κανένα λόγο άξιος τέτοιας μεταχείρισης. Φαίνεται καθαρά ακόμη και ο λόγος του θανάτου του. Δεν θα πέθαινε για τις δικές του αμαρτίες όπως και ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Ρώμης αναγνώριζε. Θα πέθαινε λοιπόν ως θυσία για τις δικές μας αμαρτίες και όπως και ο ίδιος ο αρχιερέας διακήρυξε, πέθαινε για χάρη όλου του λαού (Ιω. ια 50).
Αυτός «αμαρτία δεν έκανε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». Αλλά αυτό επιβαρύνει πολύ την ευθύνη των Ιουδαίων, οι οποίοι με τόση βιαιότητα τον καταδίωξαν. Δεν διέπραξε ποτέ αμαρτία, ούτε βρέθηκε ποτέ υπεύθυνος και της ελάχιστης ενοχής. Και όμως αυτοί τον καταδίωξαν ως κακοποιό και με λύσσα δίψασαν το αίμα του.

Ιω. 18,39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν(1) ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε(2) οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(3);
39Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ’ εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;»
(1) Για την αρχή της συνήθειας αυτής, στην οποία αναφέρεται η εξιστορούμενη εδώ σκηνή, τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο όσα οι ευαγγελιστές σημειώνουν για αυτήν. Δες Ματθ. κζ 15, Μάρκ. ιε 6,Λουκ. κγ 17. Φαίνεται, ότι πρόκειται για παλαιό προνόμιο, το οποίο ασκούσε ο ίδιος ο λαός κατά την εποχή της εθνικής του ανεξαρτησίας (g,β).
(2) Η διάκριση μεταξύ του βούλομαι και του θέλω συνίσταται ότι εκείνο μεν δηλώνει θέληση από ελεύθερη απόφαση, ενώ αυτό θέληση από διάθεση. Δες Ματθ. α 19 (G).
(3) «Ονομάζοντας τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων, τους πειράζει αστειευόμενος και μαζί χαλαρώνει κάπως με το αστείο την οργή των λυσσασμένων, ταυτόχρονα όμως δείχνει και με μεγάλη μάλιστα σαφήνεια, ότι για αυτό βεβαίως ακριβώς το πράγμα κατηγορείται μάταια» (Κ).
«Και εμπαίζει τους Ιουδαίους, σαν να λέει τα εξής. Αυτόν που εσείς… λέτε αντάρτη και στασιαστή, αυτόν εγώ έχω την αξίωση να ελευθερωθεί, αφού είναι φανερό ότι δεν είναι τέτοιος» (Θφ).
Στην ονομασία αυτή κρύβεται όπως και στο στίχο 14 ειρωνεία. Αλλά ο σαρκασμός δεν απευθύνεται εναντίον του Ιησού, για τον οποίο ο Πιλάτος δοκιμάζει αίσθημα ενδιαφέροντος και σεβασμού, αλλά εναντίον των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς τους! Να ο μόνος αντίπαλος, τον οποίον θα έχουν ποτέ να αντιτάξουν κατά του Καίσαρα! (g).
Εάν ο Πιλάτος είχε την εντιμότητα και το θάρρος, τα οποία αρμόζουν σε δικαστή, δεν θα εξίσωνε ποτέ αθώο πρόσωπο σαν τον Ιησού, με σεσημασμένο κακούργο. Εφόσον δεν βρήκε αιτία στον Ιησού, όφειλε να τον απολύσει. Αλλά ήθελε να εξοικονομήσει τα πράγματα ζητώντας να αρέσει και στις δύο πλευρές. Και διευθυνόταν από την κοσμική και ιδιοτελή φρόνηση μάλλον παρά από τη δικαιοσύνη και την ιδέα του καθήκοντος.

Ιω. 18,40 ἐκραύγασαν(1) οὖν πάλιν(2) πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν(3). ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής(4).
40Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: «Όχι αυτόν! Το Βαραββά!» Κι ήταν ο Βαραββάς ληστής.
(1) Έβγαλαν φωνές δυνατές και άγριες (F). Οι Ματθαίος (κζ 20) και Μάρκος (ιε 11) μαρτυρούν ότι με υποκίνηση των ιερέων ο όχλος με κραυγή ζήτησε την απόλυση του Βαραββά. Ο Βαραββάς ήταν καταφρονητής της Ρώμης και ήταν για αυτό εύκολο στους αρχιερείς να πείσουν τον όχλο, να ζητήσει την απόλυση ενός ληστή πατριώτη και όχι του Ιησού ο οποίος είχε διαψεύσει τις εθνικιστικές βλέψεις των Ιουδαίων (τ).
(2) Μέχρι τώρα ο Ιωάννης δεν είπε κάτι για ανάμιξη του όχλου. Το «πάλιν» λοιπόν προκαλεί κάποια έκπληξη. Στις αφηγήσεις όμως των συνοπτικών (Μάρκ. ιε 8,Λουκ. κγ 5,10) γίνεται αναφορά τέτοιων φωνών. Και εδώ λοιπόν η αφήγηση του Ιωάννου εναρμονίζεται τελείως με αυτήν των προηγούμενών του ευαγγελιστών (g).
(3) Η λέξη έχει δύο ετυμολογίες, ή Βαρ-αββά (=Υιός του πατέρα) ή Βαρ-ραββάν (=Υιός του ραββίνου). Κατά την πρώτη ετυμολογία σημαίνει ή Υιός του πατέρα δηλαδή του Θεού ή πιθανότερο Υιός του πατέρα δηλαδή του ραββίνου. Με άρθρο= τον γνωστό Βαραββά. Ο Ωριγένης διαβλέπει μυστήριο στο γεγονός, ότι το όνομα και των δύο δέσμιων είναι ο υιός του Πατέρα (μ).
(4) Η λέξη ληστής σημαίνει γενικότερα «τον σκληρό και άγριο και ο οποίος δεν ήταν άμοιρος των εγκλημάτων του φόνου. Αποσαφηνίζει λοιπόν αυτό ο θεσπέσιος Πέτρος, λέγοντας στα πλήθη των Ιουδαίων: Εσείς όμως τον άγιο και δίκαιο τον αρνηθήκατε και ζητήσατε να σας χαριστεί άνδρας φονιάς» (Κ).
Δες Πράξ. γ 14. Η περιγραφή του Ιωάννη για τον Βαραββά, δυνατή στη συντομία της, παρέχει λαμπρό παράδειγμα της ειρωνείας του (β).
«Πω, πω, μιαρή γνώμη! Αυτούς μεν με τους οποίους έχουν τους ίδιους τρόπους, τούς ζητούν και τους υπεύθυνους τους αφήνουν ελεύθερους· ενώ τον ανεύθυνο τον προτρέπουν να τον τιμωρήσει· διότι αυτό το νόμο είχαν από την αρχή» (Χ).
Ο Βαραββάς ήταν παραβάτης του νόμου του Θεού. Και όμως προτίμησε αυτόν ο όχλος παρά εκείνον, ο οποίος ήλεγχε την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία και την τυραννία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων. Αλλά ο Βαραββάς, παρόλο που ήταν ληστής, δεν επιζητούσε να αρπάξει την καθέδρα του Μωϋσή και για αυτό δεν ήταν μισητός στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους.

Όταν γνώρισα το Χριστό, μού γνώρισε με τη σειρά Του μια καινούρια οικογένεια με τους αμέτρητους φίλους Του, τους Αγίους και μου είπε: ‘ τώρα είναι και δικοί σου φίλοι’! Έκτοτε η ζωή και η καθημερινότητά μου άλλαξε άρδην! Η κάθε μου μέρα απέκτησε άλλο νόημα αφού είναι μια γιορτή, γιορτάζει κι ένας φίλος μου! Η κάθε μέρα είναι χαρούμενη γιατί έχουν γιορτή στον ουρανό! Ο χρόνος απέκτησε άλλη αξία γιατί τώρα ακολουθώ το εκκλησιαστικό ημερολόγιο!
Η μελέτη του βίου των Αγίων με έκανε να καταπλαγώ με τον αγώνα, τη θυσία και την αγάπη τους για το Χριστό, να θαυμάσω το ζήλο, τη δύναμη, την αυταπάρνηση και φυσικά όλες τις αρετές τους αφού όλοι τους μαρτύρησαν για τον Αγαπημένο τους! Πάντα θα σαστίζω με την απλότητα, την ταπείνωση και τη γλυκύτητα αυτών των ανθρώπων που το βλέμμα τους και όλη τους η παρουσία εξέπεμπαν το Θείο Φως!
Είμαι πολύ χαρούμενη με τους καινούριους μου φίλους… δεν τους αξίζω… είναι ένα από τα δώρα του Θεού κι αυτοί σε εμένα την ανάξια που το αποδέχομαι με πολλή ευγνωμοσύνη! Σιγά σιγά και μέσα από τις προσευχές μου συνδέομαι ολοένα και περισσότερο με κάποιους από αυτούς! Κάθε φορά που χρειάζομαι τη βοήθεια και τη στήριξη τους είναι εκεί για μένα! Ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Σώζων, ο Άγιος Πορφύριος, η Αγία Παρασκευή, η Αγία Αικατερίνη και αρκετοί ακόμη είναι μερικοί από όσους έχω ορίσει καρδιακά μέσα μου συνοδοιπόρους μου σ’ αυτή τη ζωή αν και γνωρίζω ότι όλοι οι Άγιοι μας συντροφεύουν! Με τις πρεσβείες τους λοιπόν πορεύομαι πιο ήσυχη και ειρηνική!
Άλλωστε αυτό δε θέλουν κι εκείνοι; Να βοηθούν τους ανθρώπους! Τι ευτυχία! Μια ολόκληρη οικογένεια εκεί ψηλά στον ουρανό με την οποία μπορούμε να επικοινωνούμε πνευματικά! Και αυτή η πλειάδα των Αγίων μας καταδεικνύει ότι όχι μόνο δεν είναι ανέφικτη η Αγιότητα αλλά ότι είναι και ο τελικός προορισμός! ‘ Άγιοι γίνεσθε’[ Α’ Επιστ. Πέτρου]
Προσεύχονται για τις ψυχές μας και ποθούν τη σωτηρία όλων μας! Χαίρονται με την πρόοδο μας και λυπούνται με τις πτώσεις μας! Μας περιμένουν για να προσέλθουμε όλοι μαζί στον Κύριο και να απολαύσουμε όλοι μαζί τα αγαθά του Παραδείσου! [Προς Εβραίους ια’39,40]
Δεν είμαστε ποτέ μόνοι μας ! Οι Άγιοι είναι πιο κοντά μας από όσο νομίζουμε! Ας τους καλέσουμε λοιπόν στη ζωή μας! Ας τους επικαλούμαστε κάθε φορά που νιώθουμε μοναξιά, θλίψη, αγωνία, αδυναμία και εκείνοι θα μας στηρίζουν, θα μας πιάνουν από το χέρι και θα μας βοηθούν να συνεχίζουμε τον Αγώνα τον Καλό και το μονοπάτι που οδηγεί εκεί κοντά τους… στη Βασιλεία των Ουρανών!

Του Αββά Ευπρεπίου. 
α. Είπε ο Αββάς Ευπρέπιος : « Βέβαιος όντας ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, να πιστεύης σ’ Αυτόν και θα μετέχης στα δικά του. Αν δε αμελής, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις. Όλοι πιστεύουμε ότι δυνατός είναι και ότι όλα είναι σ’ Αυτόν δυνατά. Αλλά και σε ό,τι o ίδιος κάνεις στο όνομά του, να έχης εμπιστοσύνη, γιατί και σε σένα κάνει θαύματα ».
β. Ο ίδιος, όταν ήλθαν κλέφτες και του έπαιρναν τα πράγματα, τα σήκωνε μαζί τους. Αφού δε πήραν όλα όσα ήταν μέσα στο κελλί του, παράτησαν το ραβδί τους και μόλις το είδε ο Αββάς Ευπρέπιος, στενοχωρήθηκε. Το πήρε λοιπόν και έτρεχε πίσω τους, -θέλοντας να τους το επιστρέψη. ’Εκείνοι όμως δεν -θέλησαν να το δεχθούν και είχαν φόβο μήπως συνέβη τίποτε δυσάρεστο γι’ αυτούς. Τότε αυτός, συναντώντας κάποιους, ζήτησε να δώσουν αυτοί το ραβδί, καθώς βάδιζαν στον ίδιο με τους κλέφτες δρόμο.
γ. Είπε ο Αββάς Ευπρέπιος : « Τα σωματικά είναι ύλη. Όποιος αγαπά τον κόσμο, αγαπά προσκόμματα. Αν λοιπόν συμβή να χάσουμε τίποτε, το γεγονός αυτό πρέπει να το δεχθούμε με χαρά και δοξολογία, γιατί έτσι απαλλαχθήκαμε από φροντίδες ».
δ. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ευπρέπιο για τον τρόπο ζωής. Και είπε ο γέρων : « Χορτάρι φάγε, χορτάρι φόρεσε, σε χορτάρι να κοιμάσαι. Ήγουν όλα να τα καταφρονής, τη δε καρδιά να την έχης σιδερένια ».
ε. Ένας αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα, λέγοντας : « Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού στην ψυχή ; »• Και είπε ο γέρων : « Αν έχη τινάς την ταπείνωση και την ακτημοσύνη και το να μη κρίνη, έρχεται σ’ αυτόν ο φόβος του θεού ».
στ. Ο ίδιος είπε : « Φόβος και ταπείνωση και έλλειψη τροφών και πένθος ας μένουν μέσα σου ».
ζ. Επισκέφθηκε, στα πρώτα του χρόνια, ο Αββάς Ευπρέπιος κάποιον γέροντα και του λέγει : «Αββά, πες μου πώς να σωθώ ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Αν θέλης να σωθής, όταν επισκεφθής κάποιον, μη βιαστής να μιλήσης, πριν σε εξετάση ». Και ο Αββάς Ευπρέπιος, έχοντας αισθανθη βαθειά αυτά τα λόγια, έβαλε μετάνοια, λέγοντας : « Είναι γεγονός ότι πολλά βιβλία διάβασα, αλλά τέτοιο μάθημα ποτέ έως τώρα δεν το πήρα ». Και έχοντας ωφεληθή πολύ, βγήκε.
Του Αββά Ελλαδίου
α. Έλεγαν για τον Αββά Ελλάδιο, ότι πέρασε είκοσι χρόνια στα Κελλιά και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια προς τα επάνω, για να δη τη στέγη της εκκλησίας.
β. Έλεγαν για τον ίδιο Αββά Ελλάδιο, ότι ψωμί και αλάτι έτρωγε. Όταν λοιπό ήλθε το Πάσχα, έλεγε :
« Οι αδελφοί ψωμί και αλάτι τρώνε. Αλλά εγώ έπρεπε να υποστώ μικρή ταλαιπωρία για το Πάσχα. ’Επειδή λοιπόν τις άλλες μέρες τρώγω καθισμένος, τώρα όπου είναι Πάσχα, θα ταλαιπωρηθώ τρώγοντας όρθιος ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 79-80)

 

- Γέροντα, λαϊκοί που ζουν πνευματικά, όταν γυρίζουν το βράδυ από την δουλειά κουρασμένοι, δυσκολεύονται να κάνουν το Απόδειπνο και στενοχωρούνται.
- Όταν επιστρέφουν αργά το βράδυ από την δουλειά και είναι κουρασμένοι, ποτέ να μην στριμώχνουν με άγχος τον εαυτό τους, αλλά πάντα με φιλότιμο να λένε στον εαυτό τους: «Εάν δεν μπορης να διαβάσης ολόκληρο το Απόδειπνο, διάβασε το μισό η το ένα τρίτο» και να προσπαθούν άλλη φορά να μην κουράζωνται πολύ την ημέρα. Να αγωνίζωνται, όσο μπορούν, με φιλότιμο και να τα εμπιστεύωνται όλα στον Θεό, και ο Θεός θα ενεργηση. Ο νούς πάντα να βρίσκεται κοντά στον Θεό. Αυτη είναι η καλύτερη μελέτη.
- Μία υπέρμετρη άσκηση, Γέροντα, πώς είναι μπροστά στα μάτια του Θεού;
- Αν γίνεται από φιλότιμο, χαίρεται και ο άνθρωπος, χαίρεται και ο Θεός για το φιλότιμο παιδί Του. Αν σφίγγεται από αγάπη, στάζει μέλι στην καρδιά του. Ενώ, αν σφίγγεται από εγωισμό, βασανίζεται. Κάποιος που αγωνιζόταν εγωιστικά και σφιγγόταν με άγχος, είπε: «Ω Χριστέ μου, πολύ στενη την έκανες την πύλη! Δεν χωράω!». Ενώ, αν αγωνιζόταν ταπεινά, θα χωρούσε. Όσοι αγωνίζονται εγωιστικά με νηστείες, αγρυπνίες κ.λπ., ταλαιπωρούνται χωρίς πνευματική ωφέλεια, γιατί δέρουν αέρα και όχι δαίμονες. Αντί να διώξουν πειρασμούς, δέχονται περισσότερους, και επόμενο είναι να συναντούν πολλη δυσκολία στον αγώνα τους, να νιώθουν πνίξιμο από άγχος. Ενώ εκείνοι που αγωνίζονται πολύ με πολλη ταπείνωση και με πολλη ελπίδα στον Θεό, η καρδιά τους χαίρεται και η ψυχη τους φτερουγίζει.
Στην πνευματικη ζωη θέλει προσοχη. Όταν οι πνευματικοί άνθρωποι κινούνται από κενοδοξία, μένουν με ένα κενό στην ψυχη τους. Δεν υπάρχει το πληρωμα, το φτερούγισμα της καρδιάς καί, όσο μεγαλώνουν την κενοδοξία τους, μεγαλώνει και το κενό μέσα τους και περισσότερο υποφέρουν. Όπου άγχος και απελπισία, εκεί ταγκαλί- στικη πνευματικη ζωη. Για τίποτε να μην έχετε άγχος. Το άγχος είναι του διαβόλου. Όταν βλέπετε άγχος, να ξέρετε ότι εκεί έχει βάλει την ουρά του το ταγκαλάκι. Ο διάβολος δεν πηγαίνει κόντρα. Αν υπάρχη μία τάση, σπρώχνει και αυτός, για να ταλαιπωρηση και να πλανηση τον άνθρωπο. Τον ευαίσθητο λ.χ. τον κάνει υπερευ-αίσθητο. Όταν έχης διάθεση να κάνης μετάνοιες, σπρώχνει και ο διάβολος να κάνης περισσότερες από την αντοχη σου καί, αν οι δυνάμεις σου είναι περιορισμένες, δημιουρ- γείται μία νευρικότητα, γιατί δεν τα βγάζεις πέρα, και στην συνέχειά σου δημιουργεί άγχος με ελαφρά απελπισία κατ' αρχάς και μετά συνεχίζει... Θυμάμαι, όταν ημουν αρ¬χάριος μοναχός, ένα διάστημα, μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, μου έλεγε ο πειρασμός: «Κοιμάσαι; Σηκω! Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν, τόσοι έχουν ανάγκη...». Σηκωνόμουν και έκανα μετάνοιες, ό,τι μπορούσα. Μόλις έπεφτα να κοιμηθώ, άρχιζε ξανά: «Οι άλλοι υποφέρουν κι εσύ κοιμάσαι; Σηκω!». Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι που έφθασα να πώ: «Αχ, να μου κόβονταν τα πόδια, τί καλά! Θα ημουν τότε δικαιολογημένος, αφού δεν θα μπορούσα να κάνω μετανοιες». Μία Μεγάλη Σαρακοστη την έβγαλα με το ζόρι, γιατί πηγαινα να στριμώξω τον εαυτό μου περισσότερο από την αντοχη μου.
Όταν νιώθουμε στον αγώνα μας άγχος, να ξέρουμε ότι δεν κινούμαστε στον χώρο του Θεού. Ο Θεός δεν είναι τύραννος να μας πνίγη. Καθένας να αγωνίζεται με
φιλότιμο, ανάλογα με τις δυνάμεις του, και να καλλιεργή το φιλότιμο, για να αναπτυχθή η αγάπη προς τον Θεό. Τότε θα πιέζεται από το φιλότιμο, και ο αγώνας του, δηλαδή οι πολλές μετάνοιες, οι πολλές νηστείες κ.λπ., δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά τα ξεσπάσματα της αγάπης του, και θα προχωρή με πνευματική λεβεντιά.
Δεν πρέπει, δηλαδή, να αγωνίζεται κανείς με αρρωστημένη σχολαστικότητα και να πνίγεται μετά από άγχος, παλεύοντας με τους λογισμούς, αλλά να απλοποιήση τον αγώνα του και να ελπίζη στον Χριστό και όχι στον εαυτό του. Ο Χριστός όλο αγάπη, καλωσύνη και παρηγοριά είναι και ποτέ δεν πνίγει, αλλά έχει άφθονο πνευματικό οξυγόνο, θεία παρηγοριά. Αλλο είναι εργασία πνευματική λεπτή, και άλλο είναι αρρωστημένη σχολαστικότητα, η οποία πνίγει με το εσωτερικό άγχος, από το εξωτερικό αδιάκριτο ζόρισμα, που σπάει και το κεφάλι με πονοκέφαλο.
- Γέροντα, ένας που από την φύση του σκέφτεται πολύ και ζορίζεται το κεφάλι του, πώς πρέπει να αντιμετωπίση τα πράγματα, για να μην κουράζεται;
- Αν κινήται κανείς απλά, δεν κουράζεται. Όταν όμως μπή έστω και λίγο ο εγωισμός, σφίγγεται, για να μην κάνη κανένα λάθος, και κουράζεται. Δεν πειράζει, ας κάνη και κανένα λάθος και ας τον μαλώσουν και λίγο. Αυτό που λές, μπορεί να δικαιολογηθή λ.χ. σε έναν δικαστικό, που συνέχεια έχει να αντιμετωπίση δύσκολες υποθέσεις και φοβάται μήπως κρίνη άδικα και γίνη αυτός αιτία να τιμωρηθούν αθώες ψυχές. Πονοκέφαλος στην πνευματική ζωή παρουσιάζεται, όταν κανείς φέρνη ευθύνη και βρίσκεται σε αδιέξοδο, γιατί πρέπει να πάρη μία απόφαση, η οποία θα είναι εις βάρος κάποιων καί, αν δεν την πάρη, αδικούνται άλλοι. Όταν δηλαδή στριμώχνεται συνέχεια η συνείδηση. Εσύ, αδελφή, να προσέξης να μην κάνης πνευματική δουλειά με το μυαλό αλλά με την καρδιά. Και να μην κάνης και δουλειά, χωρίς να εμπιστεύεσαι στον θεό ταπεινά, γιατί αλλιώς θα αγωνιάς, θα κουράζης και το μυαλό και θα νιώθης άσχημα ψυχικά. Μέσα στην αγωνία συνήθως είναι κρυμμένη η απιστία. Αλλά και από υπερηφάνεια μπορεί να έχη κανείς αγωνία.
(Λόγοι τόμος Α, σελ.161-164)


Θυμάμαι τον εαυτό μου παλαιότερα στην παραμικρή δυσκολία και αναποδιά να σαστίζω, να σταβοκαταπίνω, να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου! Σαν το καλάμι σαλευόμουν στο παραμικρό φύσημα του ανέμου! Και δε μιλάω για σπουδαία πράγματα! Όταν κάτι μου ανέτρεπε τα σχέδια μου ή έστω λίγο με δυσαρεστούσε δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω! Παρότι είχα μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες δεν είχα εκπαιδευτεί στα δύσκολα, καθότι οι γονείς μου με είχαν αρκετά προστατευμένη και χαϊδεμένη!
Ώσπου μια μέρα έπεσα κατευθείαν στα βαθιά και χρειάστηκε αναγκαστικά να μάθω να κολυμπάω! Τώρα δεν είχα να αντιμετωπίσω μικροπράγματα αλλά έναν θάνατο, το θάνατο του πατέρα μου! Ακολούθησαν και άλλες σκληρές δοκιμασίες όμως τί παράδοξο! Κάθε φορά ήταν μια πρόκληση για τον εαυτό μου να τα καταφέρω! Έμαθα να αγωνίζομαι… με εμένα ,με τα προβλήματα, με τους ανθρώπους! Έχει μια γοητεία αυτός ο αγώνας! Στην ουσία είναι μια πάλη με τον εαυτό σου, μια τριβή, μια ωρίμανση, μια διαδρομή που σε πάει παρακάτω! Είδα ότι είναι ωραίο τελικά να δοκιμάζεσαι, να αγωνίζεσαι, να πέφτεις, να σηκώνεσαι, γιατί έτσι εξελίσσεσαι και μαθαίνεις τον εαυτό σου!
Όμως ακόμα πάλευα μόνη μου! Δεν είχα γνωρίσει το Χριστό! Όταν διάβασα στην Καινή Διαθήκη ότι ο Πέτρος ζήτησε από το Χριστό να περπατήσει πάνω στα νερά κι Εκείνος του είπε ‘έλα’ συγκλονίστηκα! Ναι! Τώρα όχι μόνο έχω Εσένα βοηθό και προστάτη αλλά μπορώ κι εγώ αν έχω πίστη δυνατή να περπατήσω πάνω στα κύματα, όπως Εσύ, όπως κι ο Πέτρος! Δηλαδή πλέον δε θα με καταποντίζουν οι δυσκολίες και τα προβλήματα! Πλέον ό, τι κι αν συμβαίνει μπορώ να το υπερβαίνω! Αρκεί να έχω το βλέμμα μου πάνω Σου και όχι πάνω στο πρόβλημα! Ο Απόστολος Πέτρος όταν κοίταξε τον άνεμο βούλιαξε μέσα στα κύματα!
Εσύ είσαι πιο δυνατός από οτιδήποτε μου συμβαίνει! Ξέρω πια πως όλα μπορώ να τα αξιοποιήσω πνευματικά προς το συμφέρον της ψυχής μου! Κάθε δυσκολία ή θλίψη άλλωστε είναι μια καινούρια ευκαιρία να έρθω πιο κοντά Σου! Κι Εσύ ανταμείβεις όσους Σε αποζητούν! [Προς Εβρ.11,6]. Τώρα όποτε παρουσιάζεται ένα πρόβλημα, μια θλίψη, μια δοκιμασία, δε χάνω το θάρρος μου! Στρέφομαι αμέσως προς Εσένα και Σε καλώ να με βοηθήσεις κι Εσύ αμέσως προστρέχεις! Κι αν δεν πάρεις αμέσως το πρόβλημα θα μου δώσεις υπομονή, γαλήνη και δύναμη να το αντιμετωπίσω! Σου δίνω την αδυναμία μου και μου δίνεις τη Δύναμη Σου!
Μου κάνεις αισθητή την Παρουσία Σου που απομακρύνει κάθε ταραχή και με γεμίζει με την Ειρήνη Σου! ‘ Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά ότι Συ μετ΄εμού ει’ [ ψαλμ.22].
Ο Κύριος λοιπόν όλους μας καλεί να βγούμε από τη βάρκα μας και να περπατήσουμε πάνω στα ύδατα! Και όταν έρχονται τα κύματα δε θα μας καταπίνουν αλλά εμείς θα υψωνόμαστε πάνω από αυτά!!!

 

Αποφάσισα να γράψω λίγα λόγια για σένα Παναγία μου μα με το που ξεκίνησα να γράφω δείλιασα! Τί να γράψω εγώ για σένα; Και πώς να εκφράσω αυτά που έχω μέσα μου για σένα; Νιώθω όμως έντονη την επιθυμία να σου αποτίσω ένα φόρο τιμής εγώ η μηδαμινή για όλα όσα έχεις κάνει και εξακολουθείς να κάνεις για μένα! Οπότε θα προσπαθήσω να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου…
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που οι γονείς μου ευλαβούνταν πολύ την Παναγία και ιδιαίτερα η μητέρα μου καθώς ήταν και εξακολουθεί να είναι η προστάτιδα της! Όταν ξεκίνησα την πνευματική μου ζωή άρχισα να τη γνωρίζω καλύτερα, μέσα από τη μελέτη, τις παρακλήσεις, τις ακολουθίες και τους χαιρετισμούς! Στην πορεία, μου αποκαλύφθηκε και μέσα από προσωπικά μου βιώματα!
Γνώρισα τον πιο ταπεινό και γλυκό άνθρωπο που έζησε στη γη! Πώς να μη θέλεις για μάνα σου την πιο σπλαχνική και στοργική μάνα; Μια μάνα που τόσο υπέφερε για το παιδί της όταν το έβλεπε καρφωμένο στο Σταυρό! Τόσο αγέρωχη, τόσο δωρική, τόσο γενναία πώς να μην τη θαυμάσεις; Έναν άνθρωπο που η αμαρτία δεν χωρούσε μέσα του γιατί ξεχείλιζε από αρετές! Θα έπρεπε να είναι το πρότυπο κάθε γυναίκας, συζύγου ή μητέρας! Μας έδειξε το δρόμο και τον τρόπο για όλα με τη στάση της και τις αρετές της! Είχε απλότητα, ταπείνωση, υπομονή, ευγένεια, καλοσύνη, αμνησικακία, αλτρουισμό και έναν ωκεανό αγάπης για όλους! Το Πνεύμα το Άγιο αναπαυόταν στην ψυχή της!
Στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής μου, μου κρατούσε το χέρι, με καθοδηγούσε, μου μαλάκωνε τον πόνο, με προστάτευε, μου χαμογελούσε! Όποτε την επικαλούμαι είναι παρούσα, όχι γιατί το αξίζω αλλά γιατί εκείνη είναι σπλαχνική! Πολλοί Άγιοι την εξύμνησαν, η επίγεια αλλά και η ουράνια Εκκλησία ψέλνουν για αυτήν! Εγώ τί να προσθέσω; τί να συνεισφέρω; Νιώθω όμως ότι της χρωστάω όχι ένα αλλά πολλά ευχαριστώ για τις τόσες της ευεργεσίες ορατές και μη!
Αχ καλή μου Παναγία! Σε ευχαριστώ που με διδάσκεις αγάπη, ήθος, θάρρος, υπομονή, γενναιοδωρία, ευσπλαχνία, συγχωρητικότητα, ταπείνωση και τόσα άλλα! Σε ευχαριστώ που μου δείχνεις το δρόμο της αγιότητας! Σε ευχαριστώ που είσαι μάνα μου! Σε ευχαριστώ που με στηρίζεις! Σε ευχαριστώ που έβγαλες από το σκοτάδι την ψυχή μου! Σε ευχαριστώ που χάρισες νέα ζωή στον άντρα μου! Σε ευχαριστώ που χαρίζεις γαλήνη στο σπιτικό μου! Σε ευχαριστώ που βοηθάς την επίγεια μάνα μου! Σε ευχαριστώ που τώρα μπορώ να σου μιλάω και να σου λέω ευχαριστώ!
Και συγνώμη που δεν είμαι και ποτέ δε θα γίνω αντάξιο παιδί σου!
Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι! Μήτερ του Θεού φύλαξον με υπό τη σκέπην σου!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17
1 Ταῦτα ἐλάλησεν(1) ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν(2) καὶ εἶπε(3)· πάτερ(4), ἐλήλυθεν ἡ ὥρα(5)· δόξασόν σου(6) τὸν υἱόν(7), ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(8),
1Αφού τα είπε αυτά ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα· φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός σου να φανερώσει τη δική σου δόξα.
(*)  Στην προσευχή αυτή, όπως μας την διέσωσε ο Ιωάννης, έχουμε το ουσιώδες περιεχόμενο της μεσιτευτικής δέησης, την οποία απηύθυνε ο Ιησούς, όπως αυτό διατηρήθηκε για μισό αιώνα στη μνήμη μαθητή που ο ίδιος άκουσε με τα αυτιά του. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε, ότι το περιστατικό αυτό αντιλήφθηκαν όλοι οι παριστάμενοι μαθητές ως ιδιαιτέρως βαρυσήμαντο, και ως έκτακτης σοβαρότητας τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος. Ως αξιομνημόνευτα λοιπόν επόμενο ήταν να μην λησμονηθούν, αφού άλλωστε αποτελούσαν την τελευταία προσευχή του Ιησού. Δείχτηκε από την άλλη ότι πολλές από τις ιδέες, οι οποίες εκφράζονται με την Κυριακή προσευχή, συναντιούνται και στην αρχιερατική αυτή προσευχή του Κυρίου. Έτσι παράλληλες με την επίκληση Πάτερ ἡμῶν είναι και οι επικλήσεις στην αρχιερατική προσευχή (δες ιζ 1,5,11,21,24,25), στις οποίες το Πάτερ χρησιμοποιείται με ειδική και προσωπική έννοια από τον Ιησού. Με την ευχή ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου συγκρίθηκαν οι σ. 6,11,12,26. Ίσως επίσης με το ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου θα μπορούσαμε να εκφράσουμε ό,τι ο Χριστός εξέφρασε με το «Δόξασόν σου τον Υιόν» (σ. 1,5). Η ευχή επίσης ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς απηχείται στους σ. 4,5. Οι αιτήσεις μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ μπορούν να συγκριθούν με τις αιτήσεις του Ιησού για τους μαθητές του στους σ. 12 και 15 (β).
Η προσευχή αυτή συνήθως διαιρείται σε 3 μέρη. 1) σ. 1-5. Η προσευχή του Κυρίου για το δικό του πρόσωπο. 2) σ. 6-19. Η προσευχή του υπέρ των αποστόλων του και 3) σ. 20-26 η προσευχή του υπέρ της εκκλησίας. Όμως παρά την διαίρεση αυτή μία μοναδική σκέψη διαπερνά ολόκληρη την προσευχή και αυτή είναι το έργο του Χριστού ή η δόξα του Πατέρα. Ονόμασαν την προσευχή αυτή αρχιερατική. Πράγματι· αποτελεί αυτή πράξη του μεγάλου αρχιερέα της ανθρωπότητας, ο οποίος αρχίζει τη θυσία του προσφέροντας τον εαυτό του στο Θεό με όλο το λαό του, του παρόντος τότε και του μελλοντικού (g). Πάντοτε θαυμάστηκε το ύψος, η γλυκύτητα, ο πλούτος, η απλότητα, ο τόνος, ο συγκινητικός ταυτόχρονα και θριαμβευτικός αυτής της προσευχής. Απευθύνθηκε πιθανώς στο δρόμο που οδηγούσε προς τη Γεθσημανή, σε κάποιο μέρος όπου στάθηκε ο Ιησούς με τους μαθητές του (F).
Αλλά αυτοί που δέχονται ότι ο λόγος του Κυρίου εκφωνήθηκε στο ανώγειο παρατηρούν με τη σειρά τους, ότι η φύση της προσευχής είναι τέτοια ώστε γίνεται σχεδόν βέβαιο, ότι ήταν αδύνατον να απευθύνθηκε αυτή στο δρόμο. Τέτοια ήρεμη και συνεχής ικεσία προϋποθέτει κάποια ήσυχη και αποχωρισμένη θέση και όχι κάποιο μεγάλο δρόμο έστω και ιδιωτικό, έξω από την πόλη των Ιεροσολύμων, στον οποίο δρόμο κατά τις ημέρες του Πάσχα θα συναντιόντουσαν διασταυρούμενα πολλά άλλα πρόσωπα. Τέλος θα έπρεπε να σημειωθεί ότι ο Χριστός στην προσευχή αυτή δεν ζητά τις αιτούμενες σε αυτήν ευλογίες υπέρ των μαθητών του, όπως κάποιος άνθρωπος ζητά τη χάρη και τις δωρεές του Θεού για τον εαυτό του και τους όμοιούς του. Είναι ο αιώνιος Υιός, ο οποίος απευθύνεται προς τον Πατέρα, και η προσευχή του πρέπει να θεωρηθεί ως μεγάλη διακήρυξη της θέλησής του για εκείνους, οι οποίοι δόθηκαν σε αυτόν. Η γλώσσα είναι μάλλον γλώσσα επικοινωνίας προς ίσο παρά γλώσσα αίτησης προς ανώτερο (ο).

(1)  Με τη φράση αυτή διακρίνονται με σαφήνεια τα προηγούμενα λόγια από την ακόλουθη προσευχή (g). Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού κώδικα: λελάληκε.
(2)  Μέχρι τώρα ατένιζε τους μαθητές μιλώντας προς αυτούς. Η ανύψωση των ματιών στον ουρανό, ο οποίος σύμφωνα με την Π.Δ. είναι η κατοικία και ο θρόνος του Θεού, διότι εκεί προ πάντων ακτινοβολεί η δόξα του, είναι η φυσική διεύθυνση των ματιών στην προσευχή. Μολονότι όμως η ανύψωση αυτή κατανοείται πληρέστερα στην ύπαιθρο (Μάρκ. ζ 34) παρ’ όλα αυτά, κανένα ασφαλές τεκμήριο δεν θα μπορούσε να βγει ως συμπέρασμα από αυτήν υπέρ της εκδοχής ότι ο Ιησούς απηύθυνε την προσευχή έξω από το ανώγειο. Δες Πράξ. ζ 55, όπου η ανύψωση των ματιών γίνεται σε δωμάτιο ή περίκλειστο χώρο.
«Σηκώνει ψηλά τα μάτια διδάσκοντας το έντονο και το απερίσπαστο στις προσευχές. Αλλού όμως πέφτει κάτω με το πρόσωπο προς στη γη, νομοθετώντας ταπείνωση και συντριβή καρδιάς στις προσευχές» (Ζ).
Και «διδασκόμαστε… ώστε και όταν στεκόμαστε (σε προσευχή) να βλέπουμε ψηλά όχι με τα μάτια της σάρκας μόνο, αλλά και της διάνοιας» (Χ). Το σήκωμα των ματιών στον ουρανό κατά την προσευχή αποτελεί φυσική προσπάθεια της ψυχής να ξεφύγει από τη φυλακή της στη γη και να αφοσιωθεί σε όραση του Θεού (g). Εφόσον ο ουρανός νοείται ως η κατοικία του Θεού, η συγγένεια του ανθρώπου με το Θεό είναι ομοίως συγγένειά του και με τον ουρανό. Για αυτό ο μεν αμαρτωλός περιγράφεται ως ξένος με τον ουρανό, όσο και με το Θεό (Λουκ. ιη 13), ενώ η προσευχή διευθύνεται προς τον ουρανό (δες και Μαρκ. στ 41,ζ 34). Θεωρείται επίσης ο ουρανός και ως τόπος των ευλογιών της σωτηρίας (Ιω. γ 13) και από αυτόν κατεβαίνει η ευλογία της σωτηρίας (Ιω. στ 31) και εξής (C).
Ο Κύριος δεν είχε ανάγκη να δεσμεύσει την προσοχή του με την ανύψωση αυτή των ματιών, αλλά θέλησε να καθαγιάσει αυτήν για εκείνους, οι οποίοι την χρησιμοποιούν και να προασπίσει αυτήν εναντίον εκείνων, οι οποίοι την περιφρονούν. Άνω σχώμεν τας καρδίας. Αρχαιότατη πρόσκληση για προσευχή. Άνω προς τον ουρανό. Προς τα εκεί πρέπει να κατευθύνουμε τους πόθους μας στην προσευχή και από εκεί πρέπει να αναμένουμε τα αγαθά για τα οποία προσευχόμαστε.
(3)  «Μετά την συμβουλή, έρχεται στην προσευχή, διδάσκοντάς μας στους πειρασμούς, αφού όλα τα αφήσουμε, να καταφεύγουμε στο Θεό» (Χ).
«Τοποθετεί στην αρχή της προσευχής τη δόξα τη δική του και αυτήν του Πατέρα και μετά από αυτό συνδέει και εισάγει αμέσως τη δική μας δόξα» (Κ).
Προσεύχεται για τον εαυτό του στους σ. 1-2, υπέρ των αποστόλων στους σ. 6,7 και πάλιν στους σ. 24,25 και υπέρ των πιστών στους σ. 20-23. Και στην προσευχή αυτή περιλαμβάνει όλα για τα οποία μίλησε από το ιγ 31 και βάζει τη σφραγίδα του πάνω σε όλα όσα μέχρι τώρα έπραξε, έχοντας υπ’ όψη το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το κεφάλαιο αυτό από όλα τα κεφάλαια στη Γραφή είναι το ευκολότερο ως προς τις λέξεις, αλλά και το βαθύτερο ως προς τις ιδέες που σημαίνονται (b).
«Άλλωστε επίσης, ούτε προσευχή ονομάζει ο ευαγγελιστής το πράγμα, αλλά… αποκαλεί αυτό μάλλον συζήτηση με τον Πατέρα» (Χ). Υπάρχει και η γραφή: ἐπάρας… εἶπεν, όπου αποσιωπείται το καί.
(4)  Δεν λέει Πατέρα μας, διότι ο Θεός είναι Πατέρας του με έννοια, με την οποία δεν μπορεί να αποκληθεί Πατέρας και των μαθητών του· ούτε λέει Πατέρα μου, διότι αυτό θα παρουσίαζε αυτόν να προσεύχεται για τον εαυτό του και χωριστά από τους μαθητές (ο).
(5)  Η ώρα «του πάθους, του θανάτου, για την οποία έλεγε: Ο καιρός ο δικός μου δεν έχει έρθει ακόμη» (Ζ). Δες Ιω. ζ 6, ομοίως και ιβ 23. Η ώρα της δόξας (b). Διότι το πάθος θα κατέληγε στην μέσω της ανάστασης και της ανάληψης θέωση της ανθρώπινης φύσης του Θεανθρώπου.
«Πάλι μας δείχνει ότι δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο σταυρό. Διότι πώς θα μπορούσε, αυτός που και προσευχόταν να γίνει αυτό και ονομάζει το πράγμα δόξα;» (Χ).
Το άρθρο πριν το ώρα= «ο καιρός, τον οποίο ο Θεός που πήρε την ανθρώπινη φύση, όρισε για τον άνθρωπο του οποίου πήρε τη φύση» (Ζ)· η προορισμένη ώρα. Η ώρα κατά την οποία το έργο του Χριστού θα τελειοποιούνταν με την εκούσια θυσία της ζωής του για τη σωτηρία του κόσμου και με την ένδοξη ανύψωσή του, η οποία θα ακολουθούσε (χ).
Η ώρα, κατά την οποία θα πέθαινε ο Λυτρωτής, ήταν συγχρόνως και η ώρα, κατά την οποία θα γεννιόταν ο Λυτρωτής. Ήταν η πλέον σπουδαία και σημαντική ώρα και αναμφίβολα η πλέον κρίσιμη ώρα από όλες όσες από τη δημιουργία του κόσμου σημειώθηκαν από το ρολόι. Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει μία τέτοια ώρα, που διέγειρε τέτοιες προσδοκίες και ελπίδες πριν ακόμη φτάσει. Αλλά και τέτοιες σκέψεις και συνέπειες, όταν έφτασε. Είναι η ώρα κατά την οποία η μεγαλύτερη υπόθεση, που αφορούσε στο μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας, κρίνεται και κατά την οποία θα διεξαχθεί η οριστική και κρίσιμη μάχη μεταξύ του ουρανού και του άδη.
(6)  «Ο Μονογενής, όσον αφορά τη φύση του, δεν έχει στερηθεί μεν της δόξας που πρέπει στο Θεό. Επειδή όμως, αν και είχε τη μορφή του Θεού και Πατέρα και την ισότητα στο καθετί με αυτόν, δεν θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά κατέβηκε μεν στη δική μας ταπεινή κατάσταση και άδειασε τον εαυτό του… (για αυτό) κάνει τη συνομιλία με τον Πατέρα» (Κ).
Δόξασε «με τα πάθη χάριν του κόσμου» (Ζ). Δεν ενδιαφερόταν για την δόξα από τους ανθρώπους (η 50), αλλά δέεται ο Πατέρας να δοξάσει αυτόν στο επικείμενο πάθος. Δες ιβ 16,23,ιγ 31,32. Αυτό σημαίνει κάτι βαθύτερο από την προσευχή για ενίσχυση κατά την ώρα του θανάτου. Η δόξα του Ιησού στο πάθος ήταν η εκ μέρους του Θεού αποδοχή της θυσίας του, η επισφράγιση της αποστολής του ως πλήρως ήδη συντελεσμένης. Δες Φιλιπ. β 2 (β).
«Ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς να δοξαστεί» (Αυ). «Έπρεπε πάλι αυτός, αφού ολοκλήρωσε την ανάγκη του μυστηρίου (της ενανθρώπησης), να ντυθεί πάλι την αρχαία δόξα που είναι και στην ουσία του, αφού έσωσε όλη την οικουμένη και αφού έσωσε για ζωή και θεογνωσία αυτούς που είναι σε αυτήν» (Κ).
Η δόξα, την οποία ζητά εδώ ο Κύριος, όπως δείχνουν τα ακόλουθα λόγια («ώστε και ο υιός σου να σε δοξάσει»), αποβλέπει στην εξακολούθηση και την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού του έργου, και όχι στη δική του ικανοποίηση (g). Έφτασε η ώρα, κατά την οποία όλες οι δυνάμεις του σκότους θα συνενωθούν για να εξευτελίσουν τον Υιό σου. Εσύ λοιπόν, Πατέρα, δόξασε αυτόν. Και ο Πατέρας δόξασε τον Υιό του. Τον δόξασε κατά τη διάρκεια των παθημάτων του με τα θαύματα που έγιναν σε αυτά. Όταν ήλθαν να τον συλλάβουν, ήταν αρκετός ένας λόγος του, για να πάνε αυτοί πίσω και να πέσουν χάμω. Ο Ιούδας μετά από λίγο θα διακήρυττε την αθωότητα του προδομένου από αυτόν και θα επισφράγιζε την ομολογία του αυτή με το δικό του ένοχο αίμα. Η σύζυγος του Πιλάτου με το όνειρο που την τρόμαξε θα αφύπνιζε τη συνείδηση του συζύγου της, ώστε και αυτός να πλύνει τα χέρια του ζητώντας να απαλλαχτεί από την ευθύνη για το θάνατο του δικαίου. Ο ήλιος θα σκοτείνιαζε και το καταπέτασμα του ναού θα σχιζόταν και ο εκατόνταρχος θα ομολογούσε, ότι αυτός ήταν αληθινά υιός Θεού. Με όλα αυτά ο Πατέρας όχι μόνο θα δικαίωνε, αλλά και θα δόξαζε τον υιό κατά τη διάρκεια των παθημάτων του. Αλλά θα δόξαζε αυτόν και με το πάθημά του. Με το σταυρό του ο Κύριος συνέτριψε και καταπάτησε για πάντα τον σατανά και τον θάνατο. Τα αγκάθια του στεφανιού του θα γίνονταν το αιώνιο στέμμα του και ο Πιλάτος με εκείνα τα οποία θα έγραφε στην επιγραφή, που μπήκε στο σταυρό πάνω από το κεφάλι του, θα προανήγγειλε, χωρίς να το καταλαβαίνει, την αιώνια και ακατάλυτη βασιλεία του πάνω σε όλα τα έθνη. Πολύ περισσότερο όμως δόξασε αυτόν ο Πατέρας μετά το πάθημά του, όταν ανέστησε αυτόν ζωντανό από τους νεκρούς και ξέχυσε τις δωρεές του Πνεύματος σε κάθε σάρκα και στερέωσε έτσι μεταξύ των ανθρώπων την αιώνια βασιλεία του για πάντα.
(7)  Με την ονομασία αυτή εκφράζεται, ότι ο Ιησούς πρέπει να δοξαστεί όπως αρμόζει στον Υιό και επειδή είναι ο Υιός. Εδώ συνομιλεί με τον Πατέρα και δεν αποκαλεί τον εαυτό του τον υιό του ανθρώπου (b).
(8)  Υπάρχει και η γραφή, ἵνα ὁ υἱός δοξάσῃ σε. Η απολύτρωση της ανθρωπότητας μέσω του εσταυρωμένου, είναι δόξα του Πατέρα (β). Για να αναπτυχθεί όμως το έργο της σωτηρίας, που ήδη θεμελιώθηκε, έπρεπε η κατάστασή του η προσωπική να μεταμορφωθεί (g), έτσι ώστε, έτσι καθισμένος ο Κύριος στα δεξιά του Πατέρα ως αρχιερέας αιώνιος να συνεχίζει για πάντα την δέηση για μας. Έτσι ο Ιησούς δεν θέλει να δοξαστεί από τον Πατέρα του παρά μόνο για να μπορεί και αυτός να δοξάσει τον Πατέρα. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται μέσα και η έννοια: «Ανάστησέ με, ώστε και Εσύ να γίνεις γνωστός μέσω του Υιού στα έθνη» (Αυ).
«Διότι πριν μεν το σταυρό, ούτε οι Ιουδαίοι δεν τον γνώρισαν· διότι, λέει, ο Ισραήλ δεν με γνώρισε· μετά όμως από το σταυρό, όλη η οικουμένη έτρεξε σε αυτόν» (Θφ).
Η δόξα του Πατέρα για την οποία γίνεται λόγος εδώ, δεν είναι η δόξα, την οποία ο άνθρωπος αποδίδει στο Δημιουργό του με την υπακοή σε αυτόν (ο). Κανείς άλλος πλην του Υιού δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τέτοια γλώσσα.
«Δεν θα πει βεβαίως κάποιος που έχει μυαλό, ότι ο Υιός ζητά, από τη μία, δόξα από τον Πατέρα, όπως ακριβώς ίσως θα ζητούσε κάποιος άνθρωπος από άλλον άνθρωπο και ότι υπόσχεται, από την άλλη, ότι θα δώσει και αυτός δόξα σαν ανταμοιβή· διότι είναι πολύ μικροπρεπές ή μάλλον τελείως ασύνετο το να έχει κάποιος τέτοια αντίληψη για το Θεό· αλλά μίλησε ο Σωτήρας με αυτόν τον τρόπο, δείχνοντας ότι είναι αναγκαστικό να πάρει ο Πατέρας τη δική του δόξα, για να καταλάβουν ότι είναι και ομοούσιος (ο Υιός με αυτόν)» (Κ).
Διδασκόμαστε όμως και από αυτό ποιες βλέψεις και ποιους σκοπούς πρέπει να έχουμε και να επιδιώκουμε στις προσευχές μας. Οφείλουμε δηλαδή να αποβλέπουμε πάντοτε στο να δοξαστεί ο Θεός. Καθετί που ζητάμε πρέπει να είναι σύμφωνο με τη δόξα του Θεού και να συντελεί στο να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Με άλλα λόγια απευθύνοντας τα αιτήματά μας προς το Θεό να κυριαρχούμαστε από τη σκέψη, να γίνουν δεκτά αυτά και να πραγματοποιηθούν μόνο εφόσον συντείνουν στη δόξα του Θεού. Κύριε δώσε αυτό ή εκείνο στον δούλο σου, ώστε μέσω αυτού να δοξάσει και ο δούλος σου το όνομά σου. Δώσε μου Κύριε υγεία, ώστε με όλες τις δυνάμεις του σώματός μου να δοξάσω και εγώ εσένα τον Κύριό μου.

2 καθὼς(1) ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν(2) πάσης σαρκός(3), ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ(4) δώσῃ αὐτοῖς(5) ζωὴν αἰώνιον(6).
2Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους· έτσι κι αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες.
(1)  «Εξηγεί πάλι και με αυτά σε εμάς ο Χριστός, τον τρόπο της δόξας, με τον οποίο ακριβώς ο μεν Θεός και Πατέρας θα αναδείξει τιμημένο και ενδοξότατο τον Υιό του, αλλά και θα αντιδοξαστεί και ο ίδιος από το γέννημά του» (Κ).
Η πρόταση «καθώς… πάσης σαρκός», που είναι παρενθετική, εξηγεί τι δίνει το δικαίωμα στον Ιησού να πει: Δόξασέ με! Προσευχόμενος έτσι δεν πράττει τίποτα άλλο παρά να συμμορφώνεται με το θέλημα του ίδιου του Θεού: «καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός» (g). Το να δοξαστούν ο Πατέρας και ο Υιός αμοιβαία, είναι ουσιώδες για εκπλήρωση του θείου θελήματος (μ). Το δεύτερο ἵ ν α («ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας… ζωὴν αἰώνιον») είναι επαναληπτικό και η πρόταση που εξαρτάται από αυτό ταυτίζεται στην έννοια με αυτήν που εισάχθηκε με το πρώτο ἵ ν α. Συνεπώς το ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας… είναι η με άλλο τρόπο έκφρασης επανάληψη του: ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε (β).
(2)  Υπάρχει και η γραφή: δέδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν. Δες ε 27 και ι 36. Πρόκειται για την εξουσία, την οποία έδωσε σε αυτόν πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, όταν τον έστελνε στον κόσμο.
«Ως άνθρωπος που τοποθετήθηκε στην εξουσία πάνω σε μας, λέει ότι του έχει δοθεί από τον Πατέρα η εξουσία σε κάθε σάρκα» (Κ).
«Διότι όσον αφορά στη θεότητά Του, όλα έγιναν από αυτόν και μέσω αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα, όσα είναι στους ουρανούς και όσα στη γη» (Αυ). «Έπειτα και εδώ σε αυτά τα φαινομενικά ταπεινά λόγια, έχει συμπλεχθεί και κάτι υψηλό. Διότι λέει «ώστε σε όλο το πλήθος που έχεις δώσει σε αυτόν», αυτό είναι της συγκατάβασης· «να δώσει σε αυτούς αιώνια ζωή», αυτό είναι της εξουσίας του Μονογενή και της θεότητάς του» (Θφ).
«Λέει λοιπόν, Δόξασε τον Υιό σου, διότι έδωσες σε αυτόν εξουσία όλων των εθνών, ώστε να δοξάζεται από αυτά» (Ζ).
(3)  «Σημαίνει κάθε άνθρωπο, δείχνοντας το όλο από το μέρος» (Αυ).
Εβραϊκός τρόπος έκφρασης, συχνότατος στην Π.Δ., σπανιότερος στην Κ.Δ. (Ματθ. κδ 22,Ρωμ. γ 20,Α΄Κορ. α 29,Γαλ. β 16), με τον οποίο δηλώνεται όλη η ανθρωπότητα στην ασθένειά της (β) και σε αντίθεση με τη μεγαλειότητα του Θεού. Αλλά εδώ αποκτά και μία πρόσθετη σημασία από τις λέξεις του προλόγου «και ο Λόγος έγινε σάρκα» (α 14), αφού ακριβώς διότι ο Υιός του Θεού έγινε σάρκα, για αυτό και πήρε εξουσία σε κάθε σάρκα, για να δώσει σε αυτούς ζωή αιώνια (χ). Περιλαμβάνει στη φράση ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, το οποίο θα υποταχτεί στο κράτος του Λυτρωτή είτε θεληματικά με ελεύθερη αναγνώριση της εξουσίας του, ή αναγκαστικά, όταν θα έλθει με τη δόξα του Πατέρα του, για να κρίνει τον κόσμο (ο).
Με τη λέξη σάρκα χαρακτηρίζεται η ανθρωπότητα βλεπόμενη και κατά την πτώση της και διαφθορά. Εάν δεν ήταν αυτή και υπό αυτό το πρίσμα σάρκα, δεν θα είχε ανάγκη Λυτρωτού. Πάνω στο αμαρτωλό αυτό γένος ο Κύριος έχει κάθε εξουσία· και όλη η κρίση σε σχέση με το γένος αυτό δόθηκε σε αυτόν. Έχει εξουσία να δεσμεύει ή να λύνει, να αθωώνει ή να καταδικάζει, εξουσία πάνω στη γη να συγχωρεί ή όχι αμαρτίες. Ο Χριστός ως μεσίτης έχει την κυβέρνηση ολόκληρου του κόσμου στα χέρια του. Είναι ο βασιλιάς των εθνών, αυτός που έχει εξουσία πάνω και σε αυτούς που τον αγνοούν και δεν υπακούνε στο ευαγγέλιό του.
(4)  Η φράση «Πᾶν ὃ» φανερώνει το σώμα αυτών που πιστεύουν σε αυτόν, ως ενιαίο σύνολο, όπως η λέξη «ένα», για το οποίο έγινε λόγος στο σ. 33. Η έννοια λοιπόν της φράσης αυτής είναι λιγότερο ευρεία από τη φράση «κάθε σάρκας». Επειδή αναφέρεται σε μόνους τους πιστούς. Ο Ιησούς έλαβε δύναμη και εξουσία πάνω σε κάθε άνθρωπο, η αποστολή του όμως ως Σωτήρα και Λυτρωτή περιλαμβάνει μόνο αυτούς που πιστεύουν (g).
Οι πιστοί μαθητές είναι το δώρο του Θεού προς τον σαρκωμένο Υιό και αυτοί μόνοι αναγνώρισαν την εξουσία του Ιησού. Στην αντίθεση ανάμεσα στο «κάθε σάρκας» και στο «πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ» εκφράζεται η αναπόφευκτη τραγωδία του ελέους του Θεού. Το έλεος του Θεού προσφέρεται σε όλους, αλλά λαμβάνεται από τους λίγους, οι οποίοι είναι οι εκλεκτοί (χ). Έχει ο Κύριος εξουσία κυριαρχική πάνω σε όλο το πεσμένο γένος, ιδιαιτέρως όμως ενδιαφέρεται για το εκλεκτό υπόλειμμα. Όλα υποτάχτηκαν στα πόδια του, αλλά αυτοί που αποτελούν αυτό το υπόλειμμα παραδόθηκαν στα χέρια του. Και κανείς δεν μπορεί να αρπάξει αυτούς από τα χέρια του.
(5)  Παίρνει τώρα το σύνολο των πιστών ως επί μέρους άτομα (=σε αυτούς), στο καθένα από τα οποία παρέχει την αιώνια ζωή.
(6)  Αυτή παρέχεται στην ψυχή του πιστού από την παρούσα ζωή, γίνεται τέλεια όμως με την πλήρη απόλαυση του Θεού, κατά τον μελλοντικό βίο (ο). Το αληθινό μέσο του να δοξάσει ο Υιός τον Πατέρα, είναι να μεταδώσει την αιώνια ζωή στους πιστούς δηλαδή να καταστήσει τους ανθρώπους κοινωνούς της ζωής του Θεού. Η αίτησή του λοιπόν ισοδυναμεί με το: «Δώσε μου την Ανάληψη, για να μπορέσω να συντελέσω την Πεντηκοστή». Διότι με τη δωρεά του Πνεύματος ο Ιησούς μεταδίδει τη ζωή στους πιστούς. Δες ζ 37-39 (g).
Η κυριαρχία του Χριστού στους υιούς των ανθρώπων αποσκοπεί και καταλήγει στη σωτηρία των υιών του Θεού. Όλοι οι νόμοι του Χριστού, όλες οι διατάξεις και υποσχέσεις του, αποβλέπουν στο να χορηγηθεί πνευματική ζωή και να εξασφαλιστεί αιώνια ζωή σε όλους εκείνους, οι οποίοι δόθηκαν στο Χριστό. Ο Κύριος με άλλα λόγια αγιάζει αυτούς στον παρόντα κόσμο και παρέχει σε αυτούς πνευματική ζωή, η οποία είναι σπερματικά και σε βλάστηση η ίδια η αιώνια και μακάρια ζωή. Με τη χάρη στην ψυχή μπαίνει ο ίδιος ο ουρανός σε αυτήν. Ο παράδεισος για τους αγιασμένους αρχίζει από την παρούσα ζωή και θα τελειοποιηθεί στη μελλοντική ζωή, όταν ο Χριστός θα δοξάσει αυτούς.

3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή(1), ἵνα γινώσκωσί σε(2) τὸν μόνον(3) ἀληθινὸν Θεὸν(4) καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν(5) Χριστόν(6).
3Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό.
(1)  Ο Κύριος επεξηγώντας την προηγούμενη φράση «ζωήν αιώνιον» καθορίζει τι είναι η αιώνια ζωή και ποιο το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται αυτή. Ο σ. είναι προφανώς παρενθετικός και ειπώθηκε για διαφώτιση των μαθητών που άκουγαν την προσευχή (ο).
(2)  «Καθόρισε ότι η πίστη και η δύναμη της αληθινής θεογνωσίας είναι η μητέρα της αιώνιας ζωής… Διότι είναι ζωή η γνώση, επειδή γεννά όλη τη δύναμη του μυστηρίου και προσφέρει τη μέθεξη της μυστικής ευλογίας, μέσω της οποίας κάνουμε δικό μας τον Λόγο που ζει και δίνει ζωή» (Κ).
Γνώση εδώ δεν εννοεί την καθαρά θεωρητική, την σκέψη με ψυχρή θεωρία ή την απλή αποδοχή του περιεχομένου της πίστης, αλλά την ζωντανή και συνειδητή διατήρηση επικοινωνίας με το Θεό (Stier)· την τέλεια και σαφή γνώση, την οποία λαμβάνει ο άνθρωπος για την ηθική ύπαρξη του Θεού συναντώμενος μαζί του στο ίδιο φωτεινό περιβάλλον. Ο Ιησούς περιέγραψε στο ιδ 21-23 πώς η γνώση αυτή του Θεού θα αποκαλυπτόταν στους ίδιους του τους μαθητές. Είναι αυτή έργο του Πνεύματος, που μας καθιστά κατοικητήριο του Ιησού και του Θεού (g).
«Η ύπαρξη της ζωής λοιπόν, έρχεται από το να μετέχει κάποιος στο Θεό· και το να μετέχει στο Θεό είναι, το να γνωρίζει το Θεό και να απολαμβάνει την αγαθότητά του» (Ειρηναίος), «η ζωή του ανθρώπου είναι το να βλέπει το Θεό» (Ειρην. Στο ίδιο). Ο ενεστώτας δηλώνει συνεχή αύξηση στη γνώση του Θεού, η οποία είναι χαρακτηριστικό πνευματικής ζωής όπως η φυσική αύξηση είναι χαρακτηριστικό της σωματικής ζωής.
«Εάν η γνώση του Θεού είναι ζωή αιώνια, επιτελούμε τις μεγαλύτερες προόδους στη ζωή αυτή, αναλόγως της αύξησής μας σε μία τέτοια γνώση» (Αυ).
Η γνώση για την οποία γίνεται εδώ λόγος, δεν κερδίζει απλώς την αιώνια ζωή, αλλά είναι αυτή η ίδια η αιώνια ζωή. Αυτό το αντιλαμβάνεται κάποιος, όταν έχει υπ’ όψη, ότι με τη λέξη «γινώσκειν» σημαίνεται η προσωπική γνωριμία και σχέση. Και στην ανθρώπινη φιλία ακόμη η ολοένα στενότερη γνωριμία των φίλων και η ανακάλυψη από τον καθένα τους των προτερημάτων του άλλου, δημιουργεί σταθερή ευχαρίστηση και χαρά. Η αιωνιότητα δεν είναι πολύ μακρό χρονικό διάστημα για τα πεπερασμένα πνεύματά μας για να προαγόμαστε σε αυτήν στη γνώση του απείρου Θεού (τ).
Αλλά όταν μιλά για γνώση του αληθινού Θεού, λέγοντας γνώση δεν εννοεί κάποια αφηρημένη και θεωρητική γνώση. Πρέπει να γνωρίσουμε το Θεό και το Χριστό προσωπικά, όχι όπως αποκτούμε γνώσεις διαβάζοντας κάποιο βιβλίο ή όπως γνωρίζουμε πρόσωπα μελετώντας την ιστορία. Πρέπει να τους γνωρίσουμε όπως γνωρίζουμε πρόσωπα, με τα οποία συζούμε και συνδεόμαστε στενά, των οποίων γνωρίσαμε τα φρονήματα και τα ιδεώδη και των οποίων η αναστροφή και η συμβίωση μας προκαλεί χαρά και μας δημιουργεί ευτυχία· στην καρδιά των οποίων εμφυτευτήκαμε με την αγάπη, όπως ζουν και αυτοί στη δική μας καρδιά. Τέτοια γνώση εννοεί εδώ ο Κύριος.
(3)  Αναφέρεται όχι στο «αληθινόν» μόνο, ούτε στο «Θεόν»,, αλλά σε ολόκληρη τη φράση «αληθινό Θεό» (Λούθηρος). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν αποκλείονται με αυτή τη λέξη (b),
«Ονομάζει τον Πατέρα μόνο και αληθινό Θεό για αντίθεση με τους ψεύτικους και για να συγκρίνει κατά κάποιο τρόπο τον αληθινό με αυτούς που από πλάνη έχουν ονομαστεί θεοί… Για αυτό λοιπόν, λέγοντας τον Πατέρα και αληθινό και Θεό, δεν έβγαλε έξω τον εαυτό του. Επειδή δηλαδή είναι μέσα σε αυτόν και προέρχεται από αυτόν κατά φύση, θα είναι και αυτός (ο Υιός) αληθινός και μόνος μέσα στον μόνο (Πατέρα)» (Κ).
(4)  Τα επίθετα μόνος και αληθινός εκφράζουν την κεντρική αλήθεια του Μονοθεϊσμού (β). Η όλη φράση αποτελεί παραθετικό προσδιορισμό του σέ= εσένα, ο οποίος είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. «Ο αληθινός λέγεται, για αντιδιαστολή με τους ψεύτικους… με αυτούς που λέγονται μεν ψευδώς, αλλά δεν είναι» (Β).
«Ο Πατέρας λέγεται μόνος αληθινός Θεός, σε αναίρεση αυτών που δεν είναι από τη φύση τους αληθινοί» (Α).
Όταν όμως λέμε τον Πατέρα τον ένα και μόνο αληθινό Θεό συμπεριλαμβάνουμε σε αυτόν την αγία Τριάδα ως αδιαίρετη και αχώριστη, που συγκεφαλαιώνεται στην κεφαλή της ως μονάδα κατά την ουσία. Όλα λοιπόν αυτά λέγονται για τον Πατέρα με την έννοια του ότι έχει μέσα στον εαυτό του τους άλλους δύο, όχι να αποκλείονται, αλλά να συμπεριλαμβάνονται (δ).
(5)  Το να γνωρίζει κάποιος τον Ιησού Χριστό είναι αιώνια ζωή. Δες στ 68. Η γνώση του Ιησού Χριστού θεωρείται ως κάτι ίσο και απαραίτητο για τη γνώση του μόνου αληθινού Θεού (β). Η κοινωνία και γνωριμία με το Θεό, στην οποία συνίσταται η αιώνια ζωή, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη γνώση και σχέση με τον Ιησού Χριστό (μ). Αυτό αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι κατώτερο ον, που κτίστηκε από τον Πατέρα (ο).
«Ο Κύριος αμέσως πρόσθεσε «και τον Ιησού Χριστό που απέστειλες». Αν όμως ήταν κτίσμα, δεν θα συνέδεε και δεν θα συναριθμούσε τον εαυτό του με αυτόν που τον έκτισε. Τώρα όμως συνδέοντας τον εαυτό του με τον Πατέρα, έδειξε ότι έχει τη φύση του Πατέρα» (Α).
Η εδώ τοποθέτηση δίπλα-δίπλα, του Θεού και του Χριστού μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την προϋπόθεση, ότι και ο Χριστός έχει θεία φύση και έχει μέσα του ζωή όπως ο Θεός. Ο καθένας αισθάνεται, ότι δεν μπορεί οπωσδήποτε να λεχθεί: Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν εσένα το Θεό και τον Αβραάμ ή τον Μωϋσή (Olshausen).
(6)  Λέγοντας: για να γνωρίζουν τον Ιησού Χριστό, τον οποίο έστειλες, ήταν σαν να έλεγε: Για να γνωρίζουν… τον χρισμένο Βασιλιά και Μέγα Αρχιερέα του λαού του (ο). Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια ο Σωτήρας δεν ονομάζει τον εαυτό του με το πλήρες αυτό όνομα (F).

4 Ἐγώ σε ἐδόξασα(1) ἐπὶ τῆς γῆς(2), τὸ ἔργον ἐτελείωσα(3) ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω(4)·
4Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω.
(1)  Σε όλη την προηγούμενη ζωή μου. Ιστορικός αόριστος. Σε δόξασα κάνοντας γνωστή, όσο ουδέποτε άλλοτε, τη φύση του Θεού (β). Σε δόξασα τηρώντας ακριβώς το θέλημά σου (F).
«Ο Χριστός έγινε για μας πρότυπο και αρχή και εικόνα του ένθεου τρόπου ζωής και μας παρουσίασε με σαφήνεια το πώς και με ποιο τρόπο είναι σωστό να διαβιώνουμε εμείς… Και με αυτά που λέει εδώ λοιπόν, μάς διδάσκει ότι, όταν ο καθένας από εμάς ολοκληρώνει το έργο που του έχει ανατεθεί και φέρνει εις πέρας αυτά που διέταξε ο Θεός, τότε λοιπόν οπωσδήποτε δοξάζει αυτόν (το Θεό) με τα κατορθώματά του» (Κ).
(2)  «Σπέρνοντας τη θεογνωσία και τελειώνοντας το έργο που μου έδωσες» (Θφ). Η γη είχε αποστατήσει από το Θεό (b).
«Πάνω στη γη· διότι στον ουρανό είχε δοξαστεί και επειδή έχει μέσα στη φύση του τη δόξα και επειδή προσκυνείται από τους αγγέλους. Δεν μιλά λοιπόν για εκείνη τη δόξα, που είναι συνενωμένη με την ουσία του (διότι εκείνη τη δόξα, και αν ακόμη κανείς δεν τον δοξάσει, εξακολουθεί να την έχει πλήρη), αλλά μιλά για αυτήν που προέρχεται από τη λατρεία των ανθρώπων» (Χ).
Δεν παραπονείται για την φτώχεια και τις παραγνωρίσεις, κάτω από τις οποίες έζησε. Δεν μιλά για την γεμάτη μόχθους ζωή, την οποία πέρασε στη γη ως άνθρωπος του πόνου και της οδύνης περισσότερο από κάθε άλλον. Παραβλέπει όλα αυτά και αγάλλεται, αναθεωρώντας ό,τι στο παρελθόν είχε συντελέσει για τον Πατέρα του.
(3)  «Και ποιο έργο άραγε ολοκλήρωσε…; Ενώ ήταν Θεός αληθινός, με την ευαρέστηση και θέληση του Πατέρα έγινε άνθρωπος, προθυμοποιούμενος να σώσει όλη την οικουμένη και να ανακαινίσει προς την απέραντη ζωή και την αληθινή θεογνωσία το ανθρώπινο γένος που γλίστρησε στη γη» (Κ).
«Μολονότι βεβαίως ακόμη το έργο του βρισκόταν στην αρχή, ή μάλλον ούτε στην αρχή. Πώς λοιπόν λέει «τελείωσα»; Ή εννοεί ότι έκανα ότι εξαρτιόταν από εμένα, ή αναφέρει σαν να έγινε ήδη εκείνο που επρόκειτο να γίνει, ή, αυτό που κυρίως μπορούμε να πούμε, ότι το παν ήταν πλέον συντελεσμένο, εφόσον είχε τοποθετηθεί η ρίζα των αγαθών, από την οποία οπωσδήποτε αναγκαστικά επρόκειτο να ακολουθήσουν οι καρποί» (Χ).
«Ή, και επειδή έκανε το ανώτερο από όλα και φύτεψε για μας τη ρίζα των αγαθών, με το να νικήσει το διάβολο και να ρίξει τον εαυτό του στο παμφάγο θηρίο, το θάνατο, και σε αυτή τη ρίζα επρόκειτο αναγκαστικά να ακολουθήσουν και οι καρποί της θεογνωσίας, για αυτό λέει ότι «τελείωσα το έργο». Έσπειρα, λέει· φύτεψα ρίζα· οι καρποί θα ακολουθήσουν» (Θφ).
Με το «τελείωσα» εκφράζει το συναίσθημα συνείδησης τελείως αγνής. Δεν διακρίνει στη ζωή του, κατά την υπέρτατη αυτή στιγμή κανένα κακό να διαπράχθηκε, κανένα αγαθό να παραμελήθηκε. Το καθήκον κάθε ώρας τελείως εκπληρώθηκε (g). Υπάρχει και η γραφή τελειώσας. Αυτή είναι πιο ελληνική και με λιγότερο εβραϊκή χροιά, μάλλον Αλεξανδρινή παρά αποστολική (g). Ο Κύριος είχε έργο που ανατέθηκε σε αυτόν, για να το φέρει εις πέρας. Δεν ήλθε στον κόσμο για να ζήσει με άνεση, αλλά ήλθε, για να περάσει τη ζωή του ευεργετώντας και για να εκπληρώσει κάθε δικαιοσύνη.
(4)  Το έργο τού είχε δοθεί για εκτέλεση από τον Πατέρα. Δες γ 35, ε 36 (β). Ο Κύριος προβάλλεται σε μας ως υπόδειγμα, για να ακολουθήσουμε τα χνάρια του. Οφείλουμε λοιπόν και σε αυτό να μιμηθούμε αυτόν, μη λησμονώντας, ότι και σε μας ο Θεός ανέθεσε έργο για επιτέλεση, αναλόγως των ικανοτήτων μας και της σφαίρας της δράσης μας. Οφείλει ο καθένας από εμάς να πράττει καθετί μπορεί αγαθό στον κόσμο αυτόν. Οφείλει σε όλα να αποβλέπει στη δόξα του Θεού, ώστε με όλα τα έργα του να δοξάζει αυτόν στη γη και να μην κουράζεται ή αποκάμνει ποτέ προκειμένου να φέρει σε τέλειο πέρας το έργο που του ανατέθηκε από το Θεό.

5 καὶ νῦν(1) δόξασόν με(2) σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ(3) τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον(4) πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι(5) παρὰ σοί(6).
5Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ εσένα με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος.
(1)  = Και τώρα, που η αποστολή μου στη γη ήλθε εις πέρας (β). Η υπακοή του έπρεπε να ανταμειφθεί (ο). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «και τώρα, αντί να πει «λοιπόν»» (Ζ).
(2)  «Ο Σωτήρας ζητά την δική του και προκόσμια δόξα» (Κ).
«Εδώ ο λόγος αναφέρεται στη θεία οικονομία. Διότι ακόμη δεν είχε δοξαστεί η ανθρώπινη φύση του, ούτε είχε απολαύσει την αφθαρσία, ούτε είχε λάβει μέρος στον βασιλικό θρόνο» (Χ).
«Δόξασέ με, τον άνθρωπο» (Ζ), «την ανθρώπινή μου φύση, αυτήν που τώρα ατιμάζεται, αυτήν που θα σταυρωθεί και ανέβασε αυτήν στη δόξα…» (Θφ).
Δέεται, ώστε και ως μεσίτης να δοξαστεί με την ίδια δόξα, την οποία είχε μαζί με τον Πατέρα αιωνίως (ο). Για να εξακολουθήσει το έργο του ως Μεσίτης και αρχιερέας έχει ανάγκη αυτής της δόξας.
(3)  Αντιτίθεται με το «πάνω στη γη» που ειπώθηκε πριν, όπου ζούσε ακόμη ο προσευχόμενος τώρα Χριστός. Οι σφαίρες της ζωής είναι διαφορετικές· το «πάνω στη γη» αναφέρεται στη ζωή του Λόγου που ενανθρώπησε, και το «παρὰ σεαυτῷ» στη ζωή στον κόλπο της θεότητας (β).
«Κοντά σου, αξιώνοντάς με της βασιλικής καθέδρας δίπλα σου» (Ζ).
(4)  Πάντοτε είχε αυτήν, κατείχε αυτήν και ουδέποτε άρχισε να έχει αυτήν (b). «Επειδή έχει γεννηθεί Θεός από Θεό Πατέρα, δεν ήταν έρημος από τη δόξα που πρέπει στο Θεό, αλλά επειδή ακριβώς κατά τον καιρό της ενανθρώπησης που έγινε για μας περίορισε κάπως αυτήν, παίρνοντας αυτό εδώ το σώμα που είναι τελείως άδοξο, εύλογα την επιζητά σαν να είναι αληθινά απούσα και αυτό το λέει ως άνθρωπος… Επομένως λοιπόν ζητά την επανάληψη της δικής του δόξας και τώρα που έχει ανθρώπινη σάρκα» (Κ).
«Δόξασέ με, λέει, Πατέρα, κοντά σου με τη δόξα την οποία είχα κοντά σου πριν δημιουργηθεί ο κόσμος. Την μεν ανθρώπινη δόξα τη ζητά, τη θεϊκή όμως δίνει μαρτυρία ότι την έχει πριν τον κόσμο» (Α).
Δεν ζητά να δοξαστεί μαζί με τους ηγεμόνες και τους μεγάλους άνδρες της γης. Τώρα που γνώρισε και τους δύο κόσμους, αποκτώντας προσωπική πείρα για τα γήινα, και μπορούσε να διαλέξει σε ποιον από τους δύο θα παρείχε την προτίμησή του, προτίμησε ως ασυγκρίτως υπέρτερη δόξα την δόξα του άλλου κόσμου. Περιφρόνησε τις βασιλείες του κόσμου και τη δόξα τους όταν ο Σατανάς σαν σε πανόραμα παρουσίασε μπροστά στα μάτια του την θελκτική εικόνα τους. Και τώρα μπορεί με θάρρος να αξιώσει τις δόξες του άλλου κόσμου. Το ίδιο φρόνημα ας έχουμε και εμείς και ας λέμε: Κύριε δώσε τις δόξες του κόσμου αυτού σε όποιον θες να δώσεις αυτές. Εμένα όμως αξίωσε να έχω την μερίδα μου στη δόξα του μελλοντικού κόσμου. Είναι αδιάφορο εάν περιφρονηθώ από τους ανθρώπους. Αρκεί εσύ, Πατέρα, να με δοξάσεις κοντά σου.
(5)  Με τη λέξη κόσμος εδώ, περιέλαβε και τους αγγέλους. Και πριν ακόμη ο κόσμος δημιουργηθεί, ο Υιός είχε τη δόξα εκείνη… Αλλά όταν έγινε ο κόσμος, η δόξα αυτή έλαμψε. Εδώ υπονοείται η αιωνιότητα του Υιού του Θεού. Η αρχή του κόσμου και του χρόνου συμπίπτουν. Ό,τι υπάρχει πριν τον κόσμο, υπάρχει και πριν το χρόνο. Ό,τι όμως υπάρχει πριν το χρόνο, είναι αιώνιο (b).
(6)  Σύνταξε τις λέξεις μαζί με το «είχα»: την οποία είχα… κοντά σου. Διότι τότε δεν υπήρχε τίποτα εξωτερικό σε σχέση με το Θεό (b).

6 Ἐφανέρωσά σου(1) τὸ ὄνομα(2) τοῖς ἀνθρώποις(3) οὓς δέδωκάς μοι(4) ἐκ τοῦ κόσμου(5). Σοὶ ἦσαν(6) καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας(7), καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι(8).
6»Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, κι εσύ τους έδωσες σ’ εμένα, κι έχουν δεχτεί το λόγο σου.
(1)  «Είναι όμοιο με το «εγώ σε δόξασα στη γη» που ειπώθηκε λίγο παραπάνω στο σ. 4» (Αυ). Άρα έχει άμεση σχέση και με το «το έργο τελείωσα» που λέχθηκε στη συνέχεια. «Αφού είπε δηλαδή ότι «τελείωσα το έργο σου», εξηγεί περισσότερο πάλι αυτό, λέγοντας ποιο έργο» (Χ). Συνδεόμενος λοιπόν έτσι με τα παραπάνω ο σ. αυτός, αποτελεί εισαγωγή στο τμήμα της αρχιερατικής προσευχής, που αφορά τους μαθητές, στην οποία εισαγωγή εκτίθενται οι λόγοι, για τους οποίους η υπέρ αυτών προσευχή ήταν άξιο να ακουστεί. Δηλαδή φανερώθηκε σε αυτούς το όνομα του Θεού· ανήκουν αυτοί στο Θεό και δόθηκαν στον Ιησού· τήρησαν το λόγο του Θεού (F).
(2)  Έδειξα σαφώς και πλήρως (ο) με τρόπο νέο και χωρίς προηγούμενο (b), το όνομά σου δηλαδή την αληθινή φύση σου (δες ιβ 28).
«Ο Υιός του Θεού λέγεται «μεγάλης βουλής άγγελος» και εξαιτίας όλων των άλλων που μας δίδαξε και πριν από όλα, διότι φανέρωσε τον Πατέρα στους ανθρώπους… Και φανέρωσε το όνομά του και με λόγια και με έργα» (Χ).
«Έχει φανερώσει το όνομα του Πατέρα ο Υιός», «και μας έφερε σε τέλεια γνώση», «κάνοντάς μας να καταλάβουμε και να δούμε ολοκάθαρα, όχι ότι είναι μόνο Θεός· διότι αυτό, κηρυττόταν από τη θεόπνευστη Γραφή και πριν τον ερχομό του Χριστού· αλλά ότι είναι και Πατέρας όχι ψεύτικα… αλλά κατά κάποιο τρόπο στο Θεό είναι πιο κύριο όνομα το «Πατέρας», παρά το «Θεός»· διότι το μεν (Θεός), φανερώνει την αξία, ενώ το άλλο (Πατέρας), δείχνει φανερά την ιδιότητα της ουσίας».
«Έχει φανερωθεί λοιπόν ο Μονογενής ότι είναι, στην ίδια την ουσία του, σοφία και ζωή, τεχνίτης των όλων και δημιουργός, ανώτερος από το θάνατο και τη φθορά, όσιος, άκακος, εύσπλαχνος, άγιος, αγαθός. Έγινε επομένως γνωστό, ότι αυτά είναι και αυτός που τον γέννησε· διότι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός στη φύση, από αυτόν που γέννησε κατά τρόπο φυσικό» (Κ).
(3) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «τώρα εδώ μιλάει για τα έθνη» (Χ).
Και «μιλά για αυτό που δεν έχει ακόμη γίνει, σαν να έγινε, διότι γνώριζε αυτό ως αλάνθαστα προκαθορισμένο» (Αυ) και ως κάτι που επρόκειτο με βεβαιότητα να συντελεστεί.
«Θέλει λοιπόν να πει ότι, σε έκανα φανερό σε όλους τους ανθρώπους… δεν πίστεψαν όμως όλοι όμοια· αλλά η μεν δική μου φιλότιμη προσπάθεια, ήθελε όλοι να μάθουν, η προαίρεση όμως διέκρινε τους δικούς της» (Θμ).
Ή, οι απόστολοι σημαίνονται εδώ όπως και στο σ. 12 (b)· αλλά εφόσον ήταν ο κύκλος των 11 σώμα αντιπροσωπευτικό, όλοι οι πιστοί περιλαμβάνονται στα λόγια αυτά (ο). Παρόλο που οι απόστολοι δεν είχαν ακόμη εμβαθύνει στη διδασκαλία του, όμως είχαν μάθει περισσότερα για τη φύση του Θεού από όσο οποιοσδήποτε Ιουδαίος πριν από αυτούς (β).
Οι αλήθειες αυτές δεν είχαν φανερωθεί προηγουμένως στον πλούτο και την πληρότητα, ειδικά όσον αφορά στα σχέδια της απολυτρωτικής αγάπης του Θεού, με όση στην Κ.Δ. φανερώθηκαν αυτά από τον Κύριο (ο). Σε κάποιον από τους Μεσσιανικούς ψαλμούς λέγεται: Θα διηγηθώ το όνομά σου στους αδελφούς μου (ψαλμ. κα 23) και κατά την αποστολική εποχή τα λόγια αυτά ερμηνεύτηκαν ως προφητεία για το Χριστό (Εβρ. β 12). Ανατρέχοντας ο Κύριος σε ολόκληρη την περασμένη δημόσια διακονία του, μπορούσε κατά τη στιγμή αυτή να πει: Φανέρωσα το όνομά σου (β).
Φανέρωσε τη φύση του Θεού όχι σε όλους τους ανθρώπους, αλλά σε εκείνους τους οποίους ο Πατέρας απέσπασε από τον κόσμο και έδωσε αυτούς σε αυτόν. Δεν μπορούσε όμως να γίνει και αλλιώς. Διότι αν ο Θεός ήταν μόνο παντοδύναμος, θα ήταν δυνατόν η παντοδυναμία του να φανερωθεί σε όλους με την ενέργεια υπερφυσικών θαυμάτων και δυνάμεων. Η αγάπη όμως δεν μπορεί να φανερωθεί με τον ίδιο τρόπο. Η κυνική αλαζονεία του εγωκεντρικού ανθρώπου αποτελεί εμπόδιο στο να εκτιμήσει και να εμβαθύνει αυτός στον ωκεανό της θείας αγάπης (τ).
(4)  Υπάρχει και η γραφή: έδωκάς μοι.
«Δύο πράγματα επιχειρεί εδώ να αποδείξει, και ότι δεν είναι αντίθετος με τον Πατέρα και ότι είναι θέλημά του το να πιστέψουν αυτοί στον Υιό» (Χ).
«Μου έδωσες, είπε, σύμφωνα με τον λόγο που είπε προηγουμένως, ότι κανείς δεν μπορεί να έλθει σε μένα εάν ο πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει» (Ζ).
«Μου έδωσες. Διότι δεν άρπαξα εγώ αυτούς, αλλά εσύ ευαρεστήθηκες να έλθουν αυτοί σε μένα» (Θφ).
«Πώς όμως ή με ποιο τρόπο έχουν δοθεί στον Υιό; Ο Θεός και Πατέρας ευαρεστήθηκε να βασιλεύει πάνω τους ο Εμμανουήλ, όχι επειδή τώρα αρχίζει την βασιλεία σε αυτούς· διότι ήταν πάντα Κύριος και βασιλιάς, αφού από τη φύση του είναι Θεός. Αλλά αφού έγινε άνθρωπος και ριψοκινδύνευσε μαχόμενος για τη ζωή όλων, τους εξαγόρασε όλους για τον εαυτό του… Αυτός λοιπόν που ανέκαθεν και από την αρχή βασιλεύει ως Θεός μαζί με αυτόν που τον γέννησε, χειροτονήθηκε βασιλιάς ως άνθρωπος, στον οποίο μαζί με τα άλλα, είναι δοσμένο και το να βασιλεύει» (Κ).
(5)  Ή, κόσμο «εδώ λέει αυτήν την κτίση» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, τον κόσμο της απιστίας, με την έννοια με την οποία λαμβάνεται ο όρος στην προσευχή από αυτόν τον σ. μέχρι τον σ. 24, όπου πάλι μπαίνει με ευρύτερη έννοια όπως στο σ. 5. Η «εκ» σημαίνει την απόσπαση από το εσωτερικό, από τους κόλπους του κόσμου (ο). Παρ’ όλους τους πειρασμούς της απιστίας, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των ετών αυτών προσέβαλαν τους μαθητές (Λουκ. κβ 28), αυτοί τήρησαν στην καρδιά τους τον λόγο που διδάχτηκαν (g).
(6)  Ήταν δικοί σου με την πίστη της Π.Δ. (b). Όχι απλώς ως άνθρωποι και Ισραηλίτες, αλλά λόγω της σχέσης, την οποία διατηρούσαν με το Θεό με την εσωτερική τους αγαθή διάθεση. Δες τις φράσεις εἶναι εκ τους Θεού (ζ 17,η 47), εἶναι εκ της αληθείας (ιη 37) ποιώ την αλήθεια (γ 21), που δηλώνουν την ηθική κατάσταση των Ισραηλιτών ή των εθνικών, που εμμένουν στα φώτα του νόμου ή της συνείδησης. Αυτοί όλοι ανήκουν στο Θεό (g). Ήταν του Πατέρα, διότι γνωρίζει ο Κύριος τους δικούς του (Β΄Τιμ. β 19)(δ). Ήταν αγαθοί Ισραηλίτες, όπως ο Ναθαναήλ, πριν ακόμη προσκολληθούν στον Ιησού· ο Θεός λοιπόν πρώτος διάλεξε αυτούς για σωτηρία και για αυτό έδωσε αυτούς στο Χριστό (μ).
(7)  «Εδώ θέλει να διδάξει ότι αγαπιέται πάρα πολύ από τον Πατέρα» (Χ). Έδωσες σε μένα αυτούς, για να είναι πιστοί της Κ.Δ. (b). Επαναλαμβάνει εντονότερα το «αυτούς που μου έδωσες». Το αποστολικό αξίωμα και η εκκλησιαστική γενικώς διακονία, τα οποία είναι δώρα και χαρίσματα του Χριστού στην εκκλησία, δόθηκαν από τον Πατέρα ως δώρο στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός «αφού ανέβηκε σε ύψος αιχμαλώτισε αιχμαλωσία και έδωσε δώρα στους ανθρώπους» (Εφεσ. δ 8,11).
Αυτό προσδίδει μεγάλη τιμή στη διακονία του ευαγγελίου και δοξάζει το αξίωμα αυτό, το οποίο τόσο περιφρονούν πολλοί από τους ανθρώπους του κόσμου. Συγχρόνως όμως επιβάλλει υποχρέωση μεγάλη στους διακόνους του ευαγγελίου, για να αφοσιώνουν τον εαυτό τους πλήρως και εξ’ ολοκλήρου στην υπηρεσία του Χριστού, αφού δόθηκαν και ανήκουν σε αυτόν. Αλλά το «έδωσες αυτούς σε μένα» περιλαμβάνει και όλους τους εκλεκτούς, όπως φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου στο στ 37,39. Οι εκλεκτοί λοιπόν αυτοί που δόθηκαν από τον Πατέρα στο Χριστό, είναι δικοί του από τρεις απόψεις. Πρώτον υπήρξαν δημιουργήματά του και οφείλουν σε αυτόν τη ζωή και την ύπαρξή τους. Δεύτερον υπήρξαν ένοχοι και εξαγοράστηκαν από το Χριστό. Υπήρξαν ένα υπόλειμμα της πεσμένης ανθρωπότητας, η οποία δόθηκε στο Χριστό για απολύτρωση. Τρίτον υπήρξαν εκλεκτοί και η ζωή τους και η ύπαρξή τους αφιερώθηκε στο Χριστό για να καταναλώνεται στο έργο του και για δόξα του ονόματός του. Και έδωσες αυτούς σε μένα. Δόθηκαν στο Χριστό ως πρόβατα στον ποιμένα για φρούρηση και προστασία, ως άρρωστοι στο γιατρό για θεραπεία, ως παιδιά στον κηδεμόνα για παιδαγωγία.
(8)  Υπάρχουν και οι γραφές: ετήρησαν· τετήρηκαν. «Πώς τήρησαν το λόγο σου; Με το να πιστέψουν σε μένα και με το να μην προσέχουν τους Ιουδαίους» (Χ). Τήρησαν τον θείο λόγο, που τους αποκαλύφθηκε μέσω του Ιησού (β). Ο λόγος του Θεού εδώ ταυτίζεται με τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Δες ε 20,ζ 16,η 38 (F).

7 Νῦν(1) ἔγνωκαν(2) ὅτι πάντα(3) ὅσα δέδωκάς μοι(4) παρὰ σοῦ ἐστιν(5)·
7Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα·
(1)  «Δηλαδή αφού πρώτα έμαθαν» (Ζ). Οι μαθητές είχαν ήδη πει (ιστ 30) «τώρα ξέρουμε, ότι τα γνωρίζεις όλα…».
(2)  Υπάρχει και η γραφή: έγνων = «Τώρα γνώρισα εγώ» (Θφ).
«Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, διότι πώς ήταν δυνατόν να αγνοεί ο Υιός τα του Πατέρα; Αλλά έχει ειπωθεί για τους μαθητές. Από τη στιγμή δηλαδή που είπα αυτά, λέει, έμαθαν» (Χ).
Το ότι έμαθαν οι μαθητές, δεν πρέπει να το πάρουμε με απόλυτη έννοια, ώστε να αποκλείει την αύξηση και πρόοδο των μαθητών στη γνώση. Απλώς βεβαιώνει, ότι ήδη είχαν αποκτήσει την σαφέστερη πεποίθηση για το ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας (ο). Οσοδήποτε ανώριμη και αν ήταν η πίστη τους πριν την έλευση του αγίου Πνεύματος σε αυτούς, γνώριζαν όμως βεβαίως, ότι ο Ιησούς είχε έλθει από το Θεό και είχαν πιστέψει σε αυτόν ότι στάλθηκε από το Θεό. Η γνώση λοιπόν και η πίστη είναι στενά συνυφασμένες, αφού την γνώση την κάνει δική της η πίστη, αλλά και υποστηρίζει αυτήν (χ). Η γνώση συμπληρώνεται, τελειοποιείται και γίνεται ενεργής μέσω της πίστης (μ).
(3)  «Δηλαδή όσα λέω και διδάσκω» (Ζ), αλλά και όσα ενεργώ θαύματα.
(4)  Δεν είναι το ίδιο με το ακόλουθο «παρὰ σοῦ ἐστιν», όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Το πρώτο προέρχεται από τη συνείδηση του Ιησού («μου έδωσες»), το δεύτερο από τη συνείδηση των αποστόλων (g). Ο Κύριος σταθερά βεβαίωνε, ότι τα λόγια του δεν ήταν δικά του, αλλά του Πατέρα που τον έστειλε (ζ 16) και ότι ο Πατέρας εκτελεί τα έργα (ε 36,θ 4,ι 25).
(5)  «Από σένα είναι· είναι δικά σου εντάλματα και τίποτα δεν είναι προσωπικά δικό μου ή ξένο με σένα» (Ζ). Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση. Μπορούμε όμως να το αποδώσουμε και στη θεία φύση ως εξής: «όσα μου έδωσες, δεν μου τα έδωσες χαρίζοντάς μου σαν να είμαι κτίσμα· διότι αυτά δεν είναι επίκτητα σε μένα, αλλά είναι από σένα. Δηλαδή εκ φύσεως μου ανήκουν και μου αρμόζουν επειδή είμαι Υιός και εξουσιαστής αυτών που έχει ο Πατέρας» (Θφ).

8 ὅτι(1) τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι(2) δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον(3), καὶ ἔγνωσαν(4) ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον(5), καὶ ἐπίστευσαν(6) ὅτι σύ με ἀπέστειλας(7).
8γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι, και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο.
(1)  Ο σ. αυτός αναπτύσσει και επιβεβαιώνει αυτά που ειπώθηκαν στον προηγούμενο. «Από πού έμαθαν αυτό οι μαθητές μου; Από τα λόγια τα δικά μου και τις διδασκαλίες. Διότι πάντοτε τους δίδασκα, ότι όλα όσα έχω είναι του Πατέρα» (Θφ).
(2)  «Τα δικά του λόγια τα ονομάζει λόγια του Θεού και Πατέρα, διότι είναι το ίδιο στην ουσία τους… Διότι την όντως εξαίσια και υπερφυσική και μεγάλη απόφαση του Πατέρα, την μεταφέρει ο Λόγος που είναι μέσα του και προέρχεται από αυτόν· και τη μεταφέρει με λόγια μεν προφορικά ως άνθρωπος, επειδή έγινε σαν και εμάς, ενώ με γνώση και φώτιση πνευματική μετά την ανάβαση στους ουρανούς» (Κ). Ο Ιησούς ως άνθρωπος τίποτα δικό του δεν πρόσθετε ποτέ στα λόγια του Πατέρα.
(3)  Με πίστη και αγάπη (ο). Δέχτηκαν και έκαναν δικά τους τα λόγια αυτά, τα οποία έμειναν σε αυτούς. Δες ιε 7 (β). Δεν πρόκειται για κάποια θεωρητική λήψη των ευαγγελικών λόγων. Δέχτηκαν τα λόγια αυτά όπως το έδαφος δέχεται τον σπόρο που σπέρνεται σε αυτό και όπως η γη πίνει τη βροχή που πέφτει σε αυτήν. Πρόσεξαν στο λόγο αυτόν, σε κάποιο μέτρο κατανόησαν αυτόν και δέχτηκαν την επίδρασή του. Δέχτηκαν το λόγο και όπως είπε ο Κύριος στο σ. 6 «τήρησαν αυτόν». Συμμορφώθηκαν με αυτόν. Τα λόγια του Χριστού τότε μόνο γίνονται πράγματι δεκτά και τότε μόνο τηρούνται, όταν κάποιος υπακούει σε αυτά εξ’ ολοκλήρου. Εκείνοι όμως, οι οποίοι τάχτηκαν να διδάσκουν τα λόγια αυτά και στους άλλους, οφείλουν περισσότερο από κάθε άλλον να φυλάνε αυτά.
(4)  Σημαίνει πεποίθηση που σχηματίστηκε μάλλον με συλλογισμό (ο). Αναγνώρισαν· συμπέραναν από όσα είδαν και άκουσαν (β). Οι κώδικες σιναϊτικός, αλεξανδρινός, Βέζα, αποσιωπούν το και έγνωσαν.
(5)  Τονίζεται μάλλον η θεία καταγωγή του προσώπου του (g) και αναφέρεται στην «ανέκφραστη και προαιώνια γέννησή του» (Κ). Ότι δηλαδή ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού, η εικόνα του Θεού του αόρατου και ότι στάλθηκε από το Θεό στον κόσμο σωτήρας και λυτρωτής του.
(6)  Εδώ η πίστη αποτελεί κάτι μεγαλύτερο από τη γνώση. Δεν είναι αυτή προϊόν απλού συλλογισμού, ούτε ενέργεια μόνο της διάνοιας. Πίστεψαν παραδίδοντας ολόκληρη την ύπαρξή τους σε εκείνον, ο οποίος φανέρωσε σε αυτούς το θείο του χαρακτήρα (g).
(7)  Αναφέρεται στην αποστολή του Ιησού Χριστού ως Μεσσία και Λυτρωτή. Πέντε φορές επαναλαμβάνεται στην αρχιερατική προσευχή (σ. 18,21,23,25) σαν μία μοναδική επωδός.

9 Ἐγὼ(1) περὶ αὐτῶν(2) ἐρωτῶ(3)· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ(4), ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι(5), ὅτι σοί εἰσι(6),
9»Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι’ αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ’ εσένα.
(1)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εγώ, ο οποίος τόσο εργάστηκα να τους φέρω στο σημείο αυτό και στον οποίον ανήκουν ήδη (g).
(2)  Μπαίνει αμέσως μετά το Εγώ και πριν το ρήμα για ανάδειξη= Για αυτούς, οι οποίοι αποτελούν τον καρπό των κόπων μου. Ο θερισμός φαίνεται αναμφίβολα πενιχρός. Ένδεκα Γαλιλαίοι μετά από κόπο 3 ετών! Αλλά αυτό αρκεί στον Ιησού. Διότι στους 11 αυτούς βλέπει το εχέγγυο της συνέχειας του θείου του έργου στη γη (g). Δέεται όχι για αγγέλους, αλλά για τους υιούς των ανθρώπων. Δέεται για αυτούς, οι οποίοι του δόθηκαν, εννοώντας πρωτίστως τους μαθητές, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει αυτόν σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του. Αναμφίβολα όμως περιλαμβάνεται στην δέηση αυτή του Κυρίου και όλος ο ευρύτερος κύκλος εκείνων, οι οποίοι θα δέχονταν το λόγο του Χριστού.
(3)  «Για αυτούς σε παρακαλώ, ως άνθρωπος» (Ζ)
«Μεσιτεύει πάλι ως άνθρωπος, ο συμφιλιωτής και μεσίτης Θεού και ανθρώπων και ο μεγάλος όντως και πανάγιος αρχιερέας μας με τις δεήσεις του καταπραΰνει την γνώμη αυτού που τον γέννησε ιερουργώντας τον εαυτό του για χάρη μας… Αυτός λοιπόν που παρακαλά ως άνθρωπος, μοιράζει μαζί με τον Πατέρα πάλι τα αγαθά στους άξιους ως Θεός» (Κ).
Στους σ. 9-19 παρακαλεί ο Κύριος για τους μαθητές, ώστε ο Πατέρας να φυλάξει αυτούς από τον πονηρό και να αγιάσει αυτούς με την αλήθεια.
(4)  «Αφού διαχώρισε τους γνήσιους από αυτούς που δεν έχουν τέτοιο φρόνημα… είπε ότι είναι πιο πρέπον για αυτούς μόνο να παρακαλάει. Σε αυτούς δηλαδή στους οποίους υπάρχει μεσίτης και αρχιερέας, σε αυτούς λοιπόν και μόνο θεωρούσε ότι πρέπει να προξενήσει τα αγαθά από τη μεσιτεία» (Κ).
Τη φράση δεν πρέπει να την πάρουμε απόλυτα, όπως φαίνεται από τους σ. 21,23. Ώστε ο κόσμος να πιστέψει-μάθει- ότι εσύ με έστειλες. Αλλά αυτό που δηλώνεται είναι, ότι ο Ιησούς δεν προσεύχεται υπέρ του κόσμου κατά τη στιγμή αυτή και στον τόπο αυτόν και με τα λόγια αυτά, τα οποία εφαρμόζονται σε μόνους τους πιστούς. Δες σ. 11,15,17 (b), Ό,τι πρέπει να ζητηθεί για τον κόσμο, είναι το να επιστρέψει, όχι να φυλαχτεί ή να αγιαστεί (Λούθηρος). Δεν μπορεί να παρακαλέσει το Θεό για τον κόσμο σαν κάτι πολύτιμο που ανήκει σε αυτόν, όπως παρακαλά για τους δικούς του μαθητές (g). Εμμέσως παρ’ όλα αυτά δέεται και υπέρ του κόσμου, εφόσον η σωτηρία του κόσμου ή τουλάχιστον η συγκέντρωση των παιδιών του Θεού των διασκορπισμένων ανά τον κόσμο, εξαρτάται από την πιστότητα των μαθητών του Ιησού (χ).
Αυτοί θα είλκυαν τους δεκτικούς στην πίστη και σωτηρία, που βρίσκονταν στον κόσμο. Για αυτό δεν λέει ο Κύριος: Παρακαλώ εναντίον του κόσμου, όπως ο Ηλίας δεήθηκε άλλοτε εναντίον του Ισραήλ. Αλλά λέει: Δεν παρακαλώ για τον κόσμο. Προσπερνά αυτούς και αφήνει αυτούς στους εαυτούς τους. Εμείς οι οποίοι δεν γνωρίζουμε, ποιοι είναι οι εκλεκτοί και ποιοι είναι άξιοι να προσπεράσουμε αυτούς, οφείλουμε να προσευχόμαστε «για όλους τους ανθρώπους» (Α΄Τιμ. β 1,4). Εφόσον υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα, άρα και χώρος για προσευχή. Ο Κύριος όμως γνωρίζει, ότι αυτοί για τους οποίους τώρα δεν παρακαλά τον Πατέρα του δεν είναι γραμμένοι «στο βιβλίο της ζωής του αρνίου». Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται «ο κόσμος», διότι κυβερνιούνται από το πνεύμα του κόσμου αυτού και έχουν την μερίδα της κληρονομιάς τους στον κόσμο αυτόν. Αυτοί αποτελούν το άχυρο, από το οποίο έχει χωριστεί ήδη το στάρι, και ο Χριστός δεν παρακαλά για αυτούς, αλλά εγκαταλείπει αυτούς και οι άνεμοι θα διασκορπίσουν αυτούς.
(5)  Κατά τη στιγμή αυτή λησμονώντας τους υπόλοιπους, μεσιτεύει ο Κύριος αποκλειστικά και μόνο για τους μαθητές του (F). «Ακριβώς διότι είχαν δοθεί σε αυτόν από τον Πατέρα, έπαυσαν πλέον να ανήκουν στον κόσμο» (Αυ).
(6)  Ένας από τους λόγους, για τους οποίους τώρα προσεύχεται για αυτούς. Ο Θεός έδωσε αυτούς σε αυτόν και για αυτό πρέπει να του φυλάξει το δώρο αυτό, αφού άλλωστε με το να γίνουν αυτοί ιδιοκτησία του Ιησού, δεν έπαυσαν να ανήκουν και στο Θεό (g).

10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά(1) ἐστι(2) καὶ τὰ σὰ ἐμά(1), καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς(3).
10Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και δι’ αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου.
(1)  «Είδες ισοτιμία; Διότι αυτό φανερώνει η αντιστροφή. Αφού δηλαδή είπε ότι, «δικοί σου είναι», έδειξε, ότι και που δόθηκαν σε αυτόν, ανήκουν στην εξουσία του Πατέρα. Για να μην νομίσει όμως κάποιος από εδώ, ότι ο πατέρας είναι πιο εξουσιαστικός, πρόσθεσε, Και τα δικά μου όλα είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου. Επομένως και πριν να δοθούν ήταν του Υιού, και μετά το δόσιμο είναι του Πατέρα, δηλαδή πάντα είναι και των δύο, επειδή είναι ισότιμοι» (Ζ).
«Διότι δεν πήρα τώρα την εξουσία, αλλά όταν ήταν δικοί σου, ήταν και δικοί μου… Και όταν εγώ ο ίδιος έχω αυτούς, και εσύ τους έχεις και δεν σου αφαιρέθηκαν» (Θφ).
Το ισότιμο του Κυρίου με τον Πατέρα δηλώνεται κατεξοχήν με το «τα δικά σου δικά μου». «Διότι ο καθένας μεν μπορεί να πει ότι όλα όσα έχει, είναι του Θεού. Αλλά κανένα κτίσμα δεν θα μπορούσε να πει μπροστά στο Θεό «και τα δικά σου είναι δικά μου»» (Λούθηρος).
«Διότι, το ότι μεν τα του κατωτέρου είναι του ανωτέρου, είναι βέβαια εξ’ ολοκλήρου φανερό, δεν συμβαίνει όμως και το αντίθετο. Εδώ όμως το αντιστρέφει, η αντιστροφή όμως φανερώνει την ισότητα» (Χ).
«Διότι ο μεν δεσπότης έχει όλα τα του δούλου, ο δούλος όμως δεν έχει όλα τα του δεσπότη. Εδώ όμως το αντιστρέφει, και τα του Πατέρα είναι του Υιού, όπως ακριβώς και τα του Υιού είναι του Πατέρα» (Θφ).
«Διότι η βασιλεία είναι η ίδια και μία είναι η εξουσία πάνω σε όλα της αγίας και ομοούσιας Τριάδας, και ό,τι ανήκει τυχόν στον Υιό, θα υπόκειται στη δόξα του Υιού και του Πατέρα· και πάλι, για ό,τι τυχόν θα μπορούσε να λεχθεί ότι πέφτει στην εξουσία του Πατέρα, σε αυτό βεβαίως οπωσδήποτε θα εξουσιάζει και ο Υιός» (Κ).
Το ουδέτερο (εμά.. σα) γενικεύει την έννοια. Μολονότι τονίζεται κυρίως η έννοια: και όλα τα πρόσωπα, τα οποία είναι δικά μου (b), είναι δικά σου…, το χωρίο θα μπορούσε να αναφερθεί και στην απόλυτη κοινωνία μεταξύ Πατρός και Υιού λόγω του ομοουσίου.
«Διότι αυτός που είναι από την ουσία του κληρονόμος των θεϊκών αξιωμάτων του Πατέρα, θα φανεί ότι έχει όλα όσα έχει αυτός που τον γέννησε, αλλά θα δείξει ότι και αυτός που τον γέννησε έχει όλα τα δικά του. Διότι ο καθένας από τους δύο φαίνεται κατά τρόπο φυσικό ο ένας μέσα στον άλλο και λάμπει μεν ο Υιός μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας πάλι μέσα στον Υιό… Αφού λοιπόν ένα από τα αξιώματα του Πατέρα είναι το να έχει την εξουσία πάνω σε όλα, θα υπάρχει αυτό και στον Υιό» (Κ).
Γενικώς το χωρίο σημαίνει: Ό,τι έχει ο Πατέρας ως Δημιουργός, παραδόθηκε στον Υιό για να χρησιμοποιηθεί και να διατεθεί με υποταγή στο μεγάλο του έργο. «Όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα» (Ματθ. ια 27), είπε ο Κύριος. Η παραχώρηση λοιπόν και παράδοση αυτή είναι τόσο γενική και ευρεία, ώστε τίποτα δεν εξαιρέθηκε από αυτήν, αλλά ο Πατέρας όλα τα υπέταξε κάτω από τα πόδια του. Αλλά και ό,τι ο Υιός ως Λυτρωτής και Σωτήρας έχει, αποβλέπει στον έπαινο και τη δόξα του Πατέρα και προς τη δόξα αυτή του Πατέρα συγκεντρώνονται όλες οι γραμμές και κατευθύνσεις του σωτηριώδους έργου του Χριστού. Ο Υιός δεν αναγνωρίζει ως δικό του κανέναν από εκείνους, οι οποίοι δεν είναι αφοσιωμένοι στην υπηρεσία του Πατέρα.
(2)  Ο ενεστώτας σκόπιμα μπαίνει εδώ αντί για τον προηγούμενο παρατατικό («ήταν δικοί σου»), για να εκφράσει ότι η από τον Πατέρα στον Ιησού δωρεά αυτών («έδωσες αυτούς σε μένα») χρησίμευσε, για να τους στηρίξει ώστε να εξακολουθούν να είναι του Θεού (g).
(3)  Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο ζητά για αυτούς την εύνοια του Πατέρα.
Ή «μιλά τώρα για την δόξα του από αυτούς, σαν να έχει ήδη συντελεστεί, παρόλο που αυτή ήταν ακόμη μελλοντική» (Αυ).
Και αναφέρεται στους χρόνους της έκχυσης του αγίου Πνεύματος μιλώντας για αυτούς που θα λυτρωθούν από αυτό και για τη θεία ζωή, την οποία η παρουσία του, μέσα στις ψυχές τους (ἐν αὐτοῖς), θα μετέδιδε σε αυτούς (ο).
Ή απλούστερα «έχω δοξαστεί μέσω των μαθητών που μου δόθηκαν, οι οποίοι με αναγνώρισαν ως Κύριό τους και με προσκυνούν και με κηρύττουν Θεό» (Ζ).
Ή, «επειδή έχω εξουσία πάνω τους» (Χ). «ως δεσπότης δοξάζομαι μέσα από αυτούς, όπως ακριβώς και ο γιος του βασιλιά, έχοντας την ισοτιμία με τον πατέρα και την βασιλεία, δοξάζεται με το να έχει τόσα πολλά, όσα ο Πατέρας» (Θφ).

11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ(1), καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί(2), καὶ ἐγὼ(3) πρὸς σὲ ἔρχομαι(4). Πάτερ ἅγιε(5), τήρησον(6) αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου(7) ᾧ δέδωκάς μοι(8), ἵνα ὦσιν ἓν(9) καθὼς ἡμεῖς(10).
11Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο· ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σ’ εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς.
(1)  «Αφού θα πεθάνω μετά από λίγο… Δεν είμαι πλέον στον κόσμο, ακριβώς όπως ήμουν μέχρι τώρα, συζώντας και στηρίζοντας και γυμνάζοντας και παρηγορώντας αυτούς» (Ζ).
«Διακήρυξε, ότι δεν θα είναι πλέον στον κόσμο με τη σωματική του παρουσία» (Αυ).
(2)  «Αφού δεν έχουν πεθάνει ακόμη, και για αυτό χρειάζονται τη βοήθειά σου» (Ζ). «Επειδή τους αφήνω, εμπιστεύομαι αυτούς σε σένα» (Χ). Την ώρα που ζητά από το Θεό ειδικότερα την προστασία του υπέρ των μαθητών του, σκέφτεται ο Ιησούς όπως είναι φυσικό τους κινδύνους, στους οποίους αυτοί θα είναι εκτεθειμένοι, όταν αυτός θα αποχωριστεί από αυτούς: Φύλαξέ τους, τα σκεύη αυτά τα πολύτιμα (σ. 6-10), από αυτή τη στιγμή, από την οποία θα είναι τόσο εκτεθειμένοι (σ. 11-15)(g). Θα είναι υποκείμενοι σε όλες τις πιέσεις του κόσμου, όπως και στο μίσος του, χωρίς ο διδάσκαλός τους να βρίσκεται ορατά και αισθητά στο πλευρό τους, για να στηρίζει τις καρδιές και διάνοιές τους (τ).
Παρόλο που ο Χριστός αγαπά τους μαθητές του, δεν παρακαλά τώρα να ακολουθήσουν αυτοί μαζί του αμέσως τώρα στον ουρανό. Αφήνει αυτούς για κάποιο χρόνο στον κόσμο αυτόν, για να εργαστούν το αγαθό και να δοξάσουν το Θεό στη γη και να γίνουν έτσι ώριμοι για τους ουρανούς. Δεν εύχεται επίσης ο Κύριος να προφυλαχτούν οι μαθητές από κάθε σύγκρουση με τον κόσμο, αλλά να μην υπερνικηθούν από τον κόσμο. Δεν εύχεται όπως άλλοτε για τον εαυτό του ο Ιερεμίας: «τίς δῴη μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ᾿ αὐτῶν; (=Ποιός θα μου δώση το πλέον απόμακρον σημείον της ερήμου, δια να εγκατασταθώ εκεί και εγκαταλείψω τον λαόν μου και φύγω μακράν από αυτούς;»(Ιερεμ. θ 2).
Αλλά προσεύχεται να δοθεί σε αυτούς, ό,τι άλλοτε και στον Ιεζεκιήλ, στον οποίο είπε ο Θεός: «καὶ ἰδοὺ δέδωκα τὸ πρόσωπόν σου δυνατὸν κατέναντι τῶν προσώπων αὐτῶν καὶ τὸ νῖκός σου κατισχύσω κατέναντι τοῦ νίκους αὐτῶν, καὶ ἔσται διαπαντὸς κραταιότερον πέτρας.(Δια τούτο ιδού, εγώ σου έχω δώσει δύναμιν. Θα κάμω ισχυράν και επιβλητικήν την προσωπικότητά σου, θα σου δώσω νικητήριον μαχητικήν δύναμιν πολύ μεγαλυτέραν από την αντίστασιν, που θα προβάλλουν εκείνοι. Θα είναι δε πάντοτε το πρόσωπόν σου ισχυρότερον και σταθερότερον από τον βράχον» (Ιεζ. γ 8,9).
(3)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση και σε αντίθεση με το «οὗτοι» που προηγήθηκε (ο).
(4)  «Αφού είπε ότι δεν είμαι στον κόσμο, το εξηγεί πιο πολύ, λέγοντας, Και εγώ έρχομαι προς εσένα, σαν γιος προς Πατέρα, αφού τελείωσα το έργο, όπως ειπώθηκε» (Ζ).
Επαναλαμβάνει το ίδιο και στο σ. 13. Δες ιγ 3,ιδ 12. «Σαν να έλεγε, Επειδή με προσκαλείς κοντά σου, κατάστησε αυτούς σε ασφάλεια» (Χ).
(5)  Η αγιότητα είναι ουσιώδες ιδίωμα του Θεού κατά την Π.Δ. Έτσι λοιπόν απευθύνονται οι πιστοί στο Ισραήλ προς τον Θεό (Β΄Μακ. ιδ 36 «άγιε, Κύριε κάθε αγιασμού» και Γ΄Μακ. β 2). Δες Λευϊτ. ια 44,Ησ. στ 3,Ψαλμ. ο 22. Η φράση Πάτερ άγιε, υπάρχει μόνο εδώ και πουθενά αλλού στην Κ.Δ. Συναντιέται μόνο στη Διδαχή (παράγρ. 10)(β). Ο τίτλος Πάτερ άγιε, πρέπει να σχετιστεί με την εδώ απευθυνόμενη αίτηση. Η αγιότητα του Θεού από τη στιγμή που θα την κάνουμε δική μας, μας διαχωρίζει βαθιά από τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν κάτω από το κράτος των φυσικών ενστίκτων τους και τους οποίους η Γραφή αποκαλεί κόσμο. Το πάτερ άγιε, χαρακτηρίζει εδώ το Θεό ως αυτόν που διαχώρισε τους μαθητές από τον κόσμο (g). Ο άγιος Πατέρας θα διαφυλάξει τους αγίους του ανάμεσα στον κόσμο της αμαρτίας (μ).
(6)  Φύλαξέ τους σε ασφάλεια. Για την έννοια αυτή του τηρώ δες στ 12,15,Πράξ. ιστ 23,κδ 23,κε 4,21 και ειδικά Ιουδ. 1. Δεν εύχεται να γίνουν πλούσιοι και επιφανείς στον κόσμο, αλλά να προφυλαχτούν από την αμαρτία και εκτελώντας το καθήκον τους να οδηγηθούν με ασφάλεια στον ουρανό. Η ευτυχία της ψυχής είναι η ύψιστη ευτυχία. Σε αυτήν αναφέρεται τώρα και ο Χριστός και αυτήν ήλθε να πετύχει για χάρη μας και να εξασφαλίσει σε εμάς. Έτσι διδάσκει και εμάς, για επιτυχία της ευτυχίας αυτής να εργαζόμαστε και για αυτήν να προσευχόμαστε για τους εαυτούς μας και για τους άλλους.
(7)  Σαν σε κάποιο φρούριο και τόπο ισχυρό και ιερό (ο).
«Με το όνομά σου το παντοδύναμο» (Ζ)· «με τη δύναμη και εξουσία της ανέκφραστης φύσης σου» (Κ)· «με τη δική σου βοήθεια» (Χ).
Το όνομα του Θεού εκφράζει την αποκάλυψη της ύπαρξής του, όπως αυτή φανερώνεται στη βοήθειά του κατά την ώρα της ανάγκης. Δες Ψαλμ. μγ 6,νδ 1,ρκδ 8. Στα παράλληλα αυτά χωρία το όνομα του Θεού είναι ταυτόσημο με ό,τι οι νεώτεροι ονομάζουν πρόνοια του Θεού (β). Σημαίνεται η δύναμη, (όχι η φύση του Θεού όπως είναι από μόνη της) η μεγαλειότητα και οι ιδιότητες του Θεού, στο βαθμό που αυτές γνωρίζονται, ονομάζονται και δοξάζονται (G). Έχουμε ανάγκη τη δύναμη και ενίσχυση του Θεού όχι μόνο για να μπούμε στην κατάσταση της χάρης, αλλά και για να διατηρηθούμε σε αυτήν και να μην ξεπέσουμε από αυτήν.
(8)  Υπάρχει και η γραφή· ᾧ (=το οποίο) δέδωκάς μοι»=
«Λέει πάλι ότι έχει δοθεί το όνομα της θεότητας στον εαυτό του, όχι με την έννοια ότι, σαν να μην είναι από τη φύση του Θεός, κλήθηκε στο αξίωμα της θεότητας που πήρε εκ των υστέρων… Αλλά επειδή… έγινε σάρκα ο Λόγος, δηλαδή άνθρωπος, λέει ότι έχει δεχτεί αυτά, τα οποία είχε ως Θεός» (Κ).
Και η γραφή: «ὅ δεδωκάς μοι»= «ὅ (το οποίο όνομα) έχω· από τη φύση μου και εγώ· διότι και εγώ είμαι Θεός» και «το οποίο μου έδωσες ως άνθρωπο» (Ζ).
Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι ο Υιός στάλθηκε από τον Πατέρα και συντέλεσε το έργο του στο όνομα του Πατέρα (ε 43,ι 25) ως απεσταλμένος και αντιπρόσωπός του, αλλά και ότι στο Χριστό αποκαλύφθηκε η ουσιώδης φύση του Πατέρα, διότι ο Χριστός υπήρξε ο ίδιος ο Υιός του Θεού που σαρκώθηκε (β). ᾧ δέδωκάς μοι. Από έλξη η λέξη αντί για το ὅ δεδωκάς μοι= Το όνομά σου ανέθεσες σε μένα να εξαγγείλω και να φανερώσω (G). Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν παρουσιάζεται ο Πατέρας να δίνει το όνομά του στον Υιό. Για αυτό ο g. προτιμά τη γραφή οὕς (τους οποίους) δέδωκάς μοι, παρόλο που δεν μαρτυρείται αρκετά στα χειρόγραφα.
(9)  «Με την ένωση της πίστης σε μένα και της αγάπης μεταξύ τους» (Ζ)· «με την ένωση που φέρνει η ομόνοια και η ίδια θέληση» (Κ).
«Διότι εάν έχουν αγάπη μεταξύ τους και δεν έρχονται σε διάσταση, θα είναι αήττητοι και τίποτα δεν θα τους υποτάξει» (Θφ).
(10)  Υπάρχει και η γραφή: καθὼς και ἡμεῖς.
«Δεν λέει, να είναι ένα μαζί μας ή αυτοί και εμείς να είμαστε ένα, αλλά λέει να είναι ένα όπως εμείς, εννοώντας να είναι ένα στη φύση τους, όπως εμείς είμαστε ένα στη φύση μας» (Αυ).
«(Λέει) οι μαθητές… να είναι σφιχτοδεμένοι με κάποιον αδιάσπαστο δεσμό αγάπης, ώστε η ένωση να φτάσει μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε η από ελεύθερη διάθεση σύνδεση, να γίνει εικόνα της φυσικής ενότητας που κατανοείται στον Πατέρα και τον Υιό, δηλαδή να γίνει αδιάσπαστη και ασταμάτητη» (Κ).
Η ένωση με τον Πατέρα είναι φυσική· η δεύτερη (των πιστών) είναι μέσω της χάρης. Αυτή λοιπόν είναι όμοια με την πρώτη, όχι όμως και ίση με αυτήν (b). Η ενότητα οπουδήποτε και αν υπάρχει, προέρχεται από το Θεό. Είναι ο Κύριος το σύννεφο από το οποίο η θεία δροσιά της ειρήνης στέλνεται στη γη ενοποιώντας τις επιδεκτικές καρδιές, που ελκύστηκαν στο Χριστό. Όπως λοιπόν αυτός είναι ο μόνος δημιουργός της ειρήνης και ενότητας, έτσι είναι και ο αποκλειστικός υποστηρικτής τους που διατηρεί και προάγει αυτές. Ειρήνη και ενότητα στις οικογένειες, ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των εθνών, συμφωνία και αρμονία μεταξύ αντιμαχόμενων μερίδων είτε στην πολιτεία είτε στην εκκλησία, όλα αυτά είναι δωρεές που παρέχονται από το προνοητικό και προστατευτικό χέρι του αιώνιου Πατέρα που συνεχώς χορηγεί αυτές στα πλάσματά του. Αλλά η ειρήνη και η ενότητα δίνονται μόνο σε όσους ανήκουν στο Χριστό. Όσοι δεν δόθηκαν από τον Πατέρα στον Κύριο, είναι αδύνατον να απολαύσουν πραγματική ειρήνη και ενότητα. Τους οποίους μου έδωσες, να είναι ένα, λέει ο Κύριος. Όσοι αγνοούν το Θεό και όσοι δεν ανήκουν στην ποίμνη και στο σώμα του Χριστού, αγνοούν και τα αγαθά αυτά, τα οποία εκφράζουν οι λέξεις ειρήνη και ενότητα.

12 Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ(1), ἐγὼ(2) ἐτήρουν(3) αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου(4)· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο(5) εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας(6), ἵνα(7) ἡ γραφὴ(8) πληρωθῇ.
12Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανένας απ’ αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής.
(1)  «Ως άνθρωπος· διότι πάντοτε είμαι ως Θεός» (Ζ). Οι σ. 12-15 αιτιολογούν την αίτηση «Φύλαξε αυτούς» αναπτύσσοντας την αιτία που στο σ. 11 δηλώθηκε περιληπτικά. Έχουν ανάγκη την προστασία σου… (g). Το ἐν τῷ κόσμῳ αποσιωπάται από κάποια μεγαλογράμματα χειρόγραφα.
(2)  Με έμφαση διακρίνει εκείνον, ο οποίος φύλαγε αυτούς μέχρι τώρα, από εκείνον ο οποίος πρέπει να φυλάξει αυτούς στο μέλλον (g).
(3)  Ο παρατατικός δείχνει τη συνεχή φροντίδα και παιδαγωγία των μαθητών από τον Κύριο. Προφύλαγε αυτούς από το να πέσουν σε σοβαρές πλάνες ή αμαρτίες ή στα δίχτυα των Φαρισαίων, οι οποίοι περιόδευαν γη και θάλασσα για να κάνουν έναν προσήλυτο· τους φύλαξε από τον κίνδυνο του να τον εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν σε όσα είχαν εγκαταλείψει για να τον ακολουθήσουν. Και άλλοι πολλοί έγιναν μαθητές του, αλλά σκανδαλίστηκαν και έφυγαν. Διαφύλαξε όμως τους 12, για να παραμείνουν πιστοί σε αυτόν. Φύλαξε επίσης αυτούς, για να μην πέσουν σε χέρια διωκτών εχθρών, οι οποίοι ζητούσαν τη ζωή τους· τους προφύλαξε και τη στιγμή που συλλάμβαναν αυτόν στην Γεθσημανή (Ιω. ιη 9). Όταν ήταν μαζί τους, φύλαγε αυτούς με ορατό τρόπο με οδηγίες, οι οποίες ακόμη ηχούσαν στα αυτιά τους, με θαύματα τα οποία γίνονταν μπροστά στα μάτια τους. Τώρα που φεύγει από αυτούς, πρέπει να προφυλαχτούν με πνευματικότερο τρόπο. Ενισχύσεις και βοήθειες παρέχονται μερικές φορές και με τρόπο αισθητό, μερικές φορές όμως και αποσύρονται. Αλλά όταν αποσύρονται, δεν μένουν αβοήθητοι αυτοί που τις στερούνται.
(4)  «Με τη δύναμή σου, δηλαδή με σένα» (Ζ).
«Πάλι ως άνθρωπος μιλά» (Χ).
«Φανερώνει στους μαθητές του σχεδόν το εξής, ότι δηλαδή το ότι μπορεί να σώζει κάποιους, αρμόζει στην ενέργεια της θεότητας μάλλον και όχι στην παρουσία του σώματος· διότι και η ίδια η σάρκα του δεν αγιαζόταν από τον εαυτό της, αλλά μεταφερόμενη, από τη συνύπαρξη του Λόγου που ενώθηκε με αυτήν, στη δική του κατά κάποιο τρόπο φυσική δύναμη, γίνεται έτσι πρόξενος σωτηρίας και αγιασμού σε αυτούς που μετέχουν σε αυτήν» (Κ).
«Στο όνομα του Πατέρα ο Υιός ως άνθρωπος φύλαξε τους μαθητές του, όταν ήταν μαζί τους με ανθρώπινη παρουσία· αλλά και ο Πατέρας στο όνομα του Υιού φύλαξε εκείνους, οι οποίοι προσευχήθηκαν στο όνομα του Υιού… Αλλά αυτό δεν πρέπει να το πάρουμε σαρκικά, λες και ο Πατέρας και ο Υιός φύλαξαν ο ένας μετά τον άλλον, με το να διαδεχτεί ο Πατέρας τον Υιό που έφυγε. Διότι φυλαγόμαστε οι πάντες συγχρόνως από τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα» (Αυ).
(5)  Για την τελική και οριστική απώλεια δες γ 16 και ι 28. Αλλά η απώλεια αυτή του Ιούδα δεν οφειλόταν σε έλλειψη άγρυπνης φροντίδας και για αυτόν εκ μέρους του Σωτήρα, αλλά στο ότι ο Ιούδας ήταν ο γιος της απωλείας (χ). Χάθηκε από τις δικές του κακές διαθέσεις και ιδιότητες, από τις οποίες κανένας εξωτερικός φύλακας και φρουρός δεν μπορούσε να τον προστατεύσει (τ). Μιλά για του Ιούδα σαν χαμένο ήδη, διότι είχε πλέον εγκαταλείψει την κοινωνία και συναναστροφή με τον Διδάσκαλο και τους συμμαθητές του και είχε παραδώσει τον εαυτό του στην καθοδήγηση και κυριαρχία του σατανά, ώστε μετά από κάποιες ώρες «να πορευτεί στον τόπο τον δικό του» (Πράξ. α 25).
(6)  «Τον ονόμασε γιο της απωλείας διότι είχε χρεωθεί στην απώλεια από δική του θέληση ή μάλλον από μοχθηρία και ασέβεια» (Κ).
«Απώλεια να εννοήσεις τον ξεπεσμό και την αποξένωση από το Θεό ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, και τον διάβολο, που οδηγεί στην απώλεια αυτούς που πείθονται σε αυτόν» (Ζ).
Δεν ονομάζει το όνομα του Ιούδα (b). Ήταν και ο Ιούδας μεταξύ εκείνων, τους οποίους ο Πατέρας έδωσε στον Υιό; Η έκφραση εἰ μὴ … δεν υποχρεώνει να βγάλουμε το συμπέρασμα αυτό όπως φαίνεται από τη σημασία, την οποία έχει το εἰ μὴ (παρά μόνο) στα Ματθ. ιβ 4,Λουκ. δ 26,27 κλπ (g). Δεν δόθηκε σε αυτόν ο Ιούδας από τον Πατέρα, με την έννοια που δόθηκαν σε αυτόν οι άλλοι 11. Δες για αυτό Υπόμνημα εις τον Λουκάν στο κεφ. στ 16. Υιός της απωλείας ονομάζεται και ο αντίχριστος (Β΄Θεσ. β 3), ο μέγας αυτός εχθρός, τον οποίο ο Κύριος «θα εξαφανίσει με το φύσημα του στόματός του».
Είναι φοβερό, ότι ένας από τους αποστόλους κατέληξε να αποδειχτεί υιός της απωλείας. Καμία θέση ή όνομα ή αξίωμα στην εκκλησία, κανένα προνόμιο ή εξωτερικό χάρισμα δεν εξασφαλίζει τον άνθρωπο από την καταστροφή, εάν η καρδιά του δεν είναι ευθεία και ειλικρινής ενώπιον του Θεού. Ούτε είναι αδύνατον να αποδειχτεί κάποιος υιός απωλείας στο τέλος μιας δράσης, η οποία στην αρχή παρουσιαζόταν πετυχημένη και θαυμαστή, όπως αυτό συνέβη στον Ιούδα.
(7)  «Δεν χάθηκε όμως για αυτό, για να εκπληρωθεί δηλαδή η Γραφή. Αυτός είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος έκφρασης της Γραφής που βάζει ως αιτιολογία το αποτέλεσμα των συμβάντων» (Χ).
«Επειδή επρόκειτο ολοκληρωτικά και οπωσδήποτε να χαθεί, λόγω της κακίας που υπήρχε μέσα του… η Γραφή προανήγγειλε ότι αυτό οπωσδήποτε θα γίνει» (Κ).
(8)  «Δηλαδή όλη η Γραφή που προλέγει για τον υιό της απωλείας» (Θφ). Στον Ιωάννη πάντοτε ο όρος «Γραφή» αναφέρεται σε ορισμένο χωρίο της Π.Δ. Το χωρίο λοιπόν αυτό πιθανότατα είναι το Ψαλμ. μ 10, το οποίο παρατέθηκε και στο ιγ 18. Τα Ψαλμ. ξη 26 και ρη 8 παρατίθενται στο Πράξ. α 20. Εδώ όμως αρμόζει μάλλον το Ψαλμ. μ 10 (β).

13 Νῦν δὲ(1) πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα(2) λαλῶ(3) ἐν τῷ κόσμῳ(4) ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν(5) πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
13Τώρα όμως εγώ έρχομαι σ’ εσένα, και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στον κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά μέσα τους σ’ όλη την πληρότητά της.
(1)  Σε αντίθεση με το «όταν ήμουν μαζί τους» (b).
(2)  «Ποια; Το «έρχομαι προς εσένα» και το «φύλαξε αυτούς στο όνομά σου»» (Ζ), και όλα γενικώς όσα λέχθηκαν στο ιζ 1-12.
(3)  Με την έννοια του μεγαλόφωνα (φωναχτά). Αναμφίβολα οι μαθητές άκουγαν αυτόν, την ώρα που μιλούσε (b). Προσευχόταν ταυτόχρονα και δίδασκε τους μαθητές.
(4)  Πριν από την αναχώρησή μου από τον κόσμο αυτόν (β). Για όσο είμαι εδώ κάτω μαζί τους (ο).
«Λέει εδώ, ότι μιλά ενώ βρίσκεται στον κόσμο, ενώ πριν λίγο είπε «δεν είμαι πλέον στον κόσμο»… Επειδή ακόμη δεν είχε αναχωρήσει, ήταν ακόμη στον κόσμο· επειδή όμως βρισκόταν στην ύστατη στιγμή της αναχώρησης, από κάποια άποψη δεν ήταν πλέον μαζί τους» (Αυ).
(5)  Φράση που συχνά επαναλαμβάνεται στον Ιωάννη. Δες ιε 11,ιστ 24. Τη χαρά την οποία δοκιμάζω για την αναχώρησή μου προς τον Πατέρα, χαρά που προέρχεται από αγάπη (b) και από τη συνείδηση της νίκης για το τελείωμα του έργου του (μ), και ακόμη περισσότερο τη χαρά, ότι και οι μαθητές μου θα βρίσκονται κάτω από την εύνοια και προστασία του Πατέρα (g).
Ή «χαρά τέλεια είναι το να ξέρει κάποιος και να πιστεύει, όχι μόνο ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος όπως εμείς, αλλά ότι… είναι και Θεός αληθινός… και ότι οπωσδήποτε θα υπάρχει σε αυτόν η δυνατότητα να διασώζει αυτούς που τον σέβονται… και ότι έχουν συμπαραστάτη αυτόν που μπορεί να γλυτώνει από κάθε κακό» (Κ).
Χαίρεται ο Κύριος, διότι φεύγει από τον κόσμο αυτόν και πορεύεται προς τον Πατέρα του. «Δεν είμαι πλέον στον κόσμο» και «τώρα έρχομαι προς εσένα». Πρέπει λοιπόν να προκαλεί χαρά σε εκείνους, οι οποίοι έχουν την πατρίδα τους στον άλλο κόσμο, η σκέψη, ότι δεν θα είναι πλέον στον κόσμο αυτόν. Διότι όταν έχει κάποιος εκτελέσει στον κόσμο αυτόν, ό,τι είχε προοριστεί και ανατεθεί σε αυτόν ως αποστολή και όταν πλέον είναι έτοιμος για να μεταβεί στον άλλο κόσμο, τι θα μπορούσε να ελκύσει αυτόν στον παρόντα κόσμο και να κάνει θλιβερή την αναχώρησή του από αυτόν; «Δεν είμαι πλέον στον κόσμο», τον απατηλό και σκοτεινό αυτόν κόσμο, τον φτωχό και μάταιο και κενό αυτόν κόσμο, τον γεμάτο πειρασμούς και κινδύνους αυτόν κόσμο. Δεν θα στενοχωριέμαι πλέον από τα αγκάθια αυτού του κόσμου και δεν θα κινδυνεύω από τις παγίδες και τις ενέδρες του. Τώρα πηγαίνω προς τον ουράνιο Πατέρα. Το να φεύγει ο πιστός από τον κόσμο είναι το μισό της χαράς. Το άλλο μισό που καθιστά πλήρη και τέλεια τη χαρά του, προέρχεται από την πληροφορία, ότι μεταβαίνει προς τον Πατέρα.
Όσοι αγαπούν το Θεό, δεν είναι δυνατόν παρά να σκιρτούν, όταν σκέφτονται ότι μεταβαίνουν σε αυτόν παρόλο που πρόκειται να περάσουν μέσα από την κοιλάδα της σκιάς του θανάτου. Όταν εκδημούν από το σώμα ενδημούν προς Κύριον (Β΄Κορ. ε 9). Πηγαίνουν προς εκείνον, τον οποίον προτίμησαν από κάθε άλλον και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή και τον οποίο ποθεί και διψά η ψυχή τους· Πηγαίνουν προς την πηγή του φωτός και της ζωής όπου όλοι οι πόθοι τους θα ικανοποιηθούν και θα χορτάσουν με το να δουν τη δόξα του Κυρίου.

14 Ἐγὼ(1) δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου(2), καὶ(3) ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς(4), ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου(5), καθὼς(6) ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου.
14Εγώ τους έδωσα το δικό σου μήνυμα· ο κόσμος όμως τους μίσησε γιατί δεν ανήκουν στον κόσμο, όπως και εγώ δεν προέρχομαι από τον κόσμο.
(1)  «Πάλι λέει την αιτία για την οποία είναι άξιοι να τύχουν πολλής φροντίδας από τον Πατέρα· διότι για σένα, λέει, μισήθηκαν, και για τον λόγο τον δικό σου· επομένως δικαιούνται να απολαύσουν κάθε πρόνοια» (Χ).
(2)  Είναι επανάληψη από τον σ. 8 και αντικαταστάθηκε η εκεί λέξη «τα ρήματα» με το «τον λόγον σου». «Δηλαδή το κήρυγμα το ευαγγελικό» (Κ). Αναφέρεται στις κατά καιρούς με τη διδασκαλία του ανακοινώσεις προς τους μαθητές για το θέλημα του Πατέρα και την φύση της Βασιλείας, την οποία ήλθε να ιδρύσει (ο).
(3)  Αυτά που συνδέονται με το «και» είναι το ότι πήραν τον λόγο του Θεού και μισήθηκαν από τον κόσμο (b).
(4)  «Έχουν μισηθεί από αυτούς που διάλεξαν να φρονούν τα πράγματα αυτού εδώ του κόσμου και οι οποίοι αγαπούν αυτήν τη φιλήδονη και μιαρότατη ζωή. Διότι δεν είναι ευχάριστα στους κοσμικούς τα λόγια των αγίων, αφού οι άγιοι πάντα διασύρουν τα κακά αυτής εδώ της ζωής και διακηρύττουν ότι είναι σιχαμερή η κοσμική ζωή» (Κ).
Όσοι παραλαμβάνουν και εγκολπώνονται το Λόγο του Θεού πρέπει να αναμένουν κακές διαθέσεις και μίσος από τον κόσμο. Οι διάκονοι μάλιστα του ευαγγελίου θα μισούνται ιδιαιτέρως από τον κόσμο, διότι καλούν τους ανθρώπους έξω από τον κόσμο και διδάσκουν αυτούς να μην συμμορφώνονται με αυτόν, και έτσι κατακρίνουν και καταδικάζουν τον κόσμο.
(5)  «Και αυτοί βγήκαν έξω από τον κόσμο, όπως ακριβώς εγώ. Διότι ο τρόπος του βίου και η ζωή με το Χριστό έχει αποχωριστεί εντελώς από το γήινο φρόνημα και τον κοσμικό τρόπο ζωής» (Κ).
«Βλέπουν αλλού, δεν έχουν τίποτα κοινό με τη γη, αλλά έγιναν πολίτες των ουρανών» (Χ).
«Δεν έχουν φρόνημα που να είναι με το μέρος του κόσμου και που να ξοδεύει στον κόσμο όλη την φροντίδα» (Θφ).
Δεν κατέχονται από το πνεύμα του κόσμου και δεν διέπονται από τις αρχές και τα ελατήρια του κόσμου (ο).
(6)  «Το «καθώς» εδώ δεν φανερώνει απαράλλακτη ακρίβεια· διότι όπως ακριβώς όταν το «καθώς» λέγεται για αυτόν και τον Πατέρα είναι πολλή η ισότητα λόγω της συγγένειας της φύσης, έτσι όταν λέγεται για εμάς και αυτόν, είναι μεγάλη η απόσταση, επειδή είναι μεγάλη και απέραντη η απόσταση της μίας φύσης από την άλλη· διότι εάν «αυτός δεν διέπραξε αμαρτία και δεν βρέθηκε δόλος στο στόμα του», πώς θα μπορούσαν οι απόστολοι να εξισωθούν με αυτόν;» (Χ).

15 Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου(1), ἀλλ' ἵνα(2) τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ(3).
15Σε παρακαλώ, όχι να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους προστατέψεις από το διάβολο.
(1)  Με το θάνατο. «Διότι δεν θέλει ο Χριστός οι άγιοι να απαλλαχτούν από τα ανθρώπινα πράγματα ούτε από τη σωματική ζωή, όταν δεν έχουν ακόμη τελειώσει τον δρόμο της αποστολής τους ή δεν έχουν ακόμη διαπρέψει με τις αρετές της ευσέβειας» (Κ).
Οι απόστολοι έπρεπε να παραμείνουν στον κόσμο, για να εκπληρώσουν την αποστολή του και να επιστρέψουν τον κόσμο στον Ιησού Χριστό (F).
(2)  «Να τους φυλάξεις ενώ είναι στον κόσμο…» (Θφ).
(3)  Είναι ίσως απήχηση του αιτήματος στην Κυριακή προσευχή «σώσε μας από τον πονηρό» (β). Το «πονηροῦ» μπορούμε να το πάρουμε και ως γένος ουδέτερο, με γενική έννοια, για κάθε μορφή κακού, από την οποία οι αγαθοί κινδυνεύουν στον αμαρτωλό κόσμο (ο). Πιο σωστό είναι να το πάρουμε ότι είναι γένος αρσενικό. Τον πονηρό, στον οποίο ο κόσμος είναι υποταγμένος (b). «Από την κακία του πονηρού» (Κ). Δες Α΄Ιω. β 14,ε 19. («ο κόσμος όλος είναι με τον πονηρό»).
Στα χωρία αυτά προφανώς πρόκειται για το Σατανά, ενώ η λέξη κόσμος βρίσκεται σε αμεσότερη, από όσο εδώ, σχέση με τη λέξη πονηρός. Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Θεός δεν παίρνει το λαό του από τον κόσμο, αλλά διατηρεί αυτούς στον κόσμο φυλάγοντάς τους από τον πονηρό. Ο ένας αναφέρεται στην ωφέλεια του ίδιου του λαού του, ο άλλος στην ωφέλεια του κόσμου. Πράγματι είναι σωτήριο για αυτούς να αντιμετωπίζουν πειρασμούς και να αγωνίζονται κατά του πονηρού. Μπορεί να φαίνεται κάποιος ότι στέκεται και να νομίζει ότι δεν πέφτει. Αυτό όμως συμβαίνει, διότι ποτέ δεν προσβλήθηκε από σφοδρή έφοδο του κακού. Ισχυροί και αήττητοι γινόμαστε βαθμιαία με τις δοκιμασίες και τις συγκρούσεις με το κακό. Οι δοκιμασίες και οι θλίψεις και οι πειρασμοί είναι για μας ό,τι και οι βίαιοι άνεμοι για το δέντρο, του οποίου οι ρίζες γίνονται βαθύτερες και ισχυρότερες, όσο και οι άνεμοι που το χτυπούν γίνονται βιαιότεροι. Ο ουράνιος Πατέρας δεν μας παίρνει από τον κόσμο έως ότου καταστούμε ανώτεροι από την ματαιότητά του και με την αντίστασή μας στην αμαρτία που επικρατεί στον κόσμο γίνουμε απρόσβλητοι από τα θέλγητρα και τις απάτες της.
Αλλά ο Θεός αφήνει τους δικούς του στον κόσμο και για την αναζύμωση και ανόρθωση του ίδιου του κόσμου. Δεν είπε ο Κύριος στους μαθητές του μετά την ανάστασή του: «Αφού πορευθείτε στον κόσμο όλο, κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση»; (Μάρκ. ιστ 15). Η βασιλεία του Θεού παρομοιώθηκε με ζύμη. Αλλά η ζύμη δεν ασκεί την επίδρασή της από μέσα; Εάν η ζύμη παραμείνει έξω από το φύραμα, πώς θα ζυμωθεί αυτό; Οι μαθητές του Κυρίου καλούνται με τον λόγο τους και την αγία ζωή τους να επιδράσουν σαν άλλη ζύμη για αναμόρφωση και του μακριά από το Θεό κόσμου. Πώς θα επιτευχθεί αυτό, εάν θα έφευγαν αυτοί από τον κόσμο;

16 Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί(1), καθὼς ἐγὼ(2) ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί.
16Δεν προέρχονται από τον πονηρό κόσμο, όπως και εγώ δεν προέρχομαι απ’ αυτόν τον κόσμο.
(1)  «Πώς αλλού μεν λέει, Αυτούς που μου έχεις δώσει από τον κόσμο, ενώ εδώ, Δεν είναι από τον κόσμο; Εκεί μεν έλεγε για την φύση, ενώ εδώ για πονηρές πράξεις, με την έννοια ότι τίποτα κοινό δεν έχουν με τη γη, αλλά έγιναν πολίτες των ουρανών» (Σχ). «Συνεχώς λέει και αυτό» (Ζ), επαναλαμβάνοντας αυτό από το σ. 14. Αποτελεί αυτό εισαγωγή στο νέο αίτημα για αυτούς στο σ. 17, να τους αγιάσει ο Πατέρας. «Επαινεί αυτούς στον Πατέρα, δείχνοντάς τους και από εδώ την αγάπη του σε αυτούς» (Ζ).
(2)  «Και με την ομοιότητα με τον εαυτό του, τούς παρηγορεί» (Ζ), αλλά και εγκωμιάζει αυτούς «μαρτυρώντας για αυτούς ότι δεν έχουν πονηρία, ώστε να στηριχτούν για να μην θορυβούνται όταν μισούνται, γνωρίζοντας ότι οπωσδήποτε έρχεται σε αντίθεση η κακία με την αρετή» (Ζ).
Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν από τον κόσμο αυτόν. Ουδέποτε υπήρξε από τον κόσμο, και πολύ περισσότερο τώρα που πρόκειται να αναχωρήσει από αυτόν. Πράγματι· Η κατάσταση και οι συνθήκες της ζωής του δεν υπήρξαν από τον κόσμο αυτόν. Δεν υπήρξε ποτέ ένας από τους ευνοούμενους από τον κόσμο και από τους αγαπητούς σε αυτόν, δεν υπήρξε ένας από τους ηγεμόνες του ή τους μεγιστάνες του· δεν είχε κοσμικές κτήσεις και υπάρχοντα μέχρι του σημείου ώστε δεν είχε που να ξαπλώσει το κεφάλι. Ούτε κοσμική δόξα και δύναμη, αλλά ούτε ήταν κριτής και μεριστής σε εγκόσμια συμφέροντα και διαφορές. Αλλά και το πνεύμα του ήταν τελείως ξένο με τον κόσμο αυτόν. Ήταν τελείως νεκρός ως προς τον κόσμο. Τα πράγματα του κόσμου ήταν μηδέν για αυτόν. Ούτε τα πλούτη, ούτε οι απολαύσεις, ούτε η δόξα του κόσμου τον έθελξαν ποτέ ούτε τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Έτσι και οι πιστοί που ακολουθούν το Χριστό, ως κύριο χαρακτηριστικό τους πρέπει να έχουν το να είναι νεκροί ως προς τον κόσμο. Η μεγαλύτερή τους τέρψη πρέπει να είναι η αναστροφή τους με τον άλλο κόσμο, η κατάκτηση του οποίου πρέπει να ελκύει όλο το ενδιαφέρον τους και όλη την προσπάθειά τους.

17 Ἁγίασον(1) αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου(2)· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι(3).
17Με την αλήθεια σου ξεχώρισέ τους από τον κόσμο· ο δικός σου ο λόγος είναι αλήθεια.
(1)  Ή «κάνε τους αγίους με την χορήγηση του Πνεύματος και με τα ορθά δόγματα. Διότι τα ορθά δόγματα όταν λέγονται για το Θεό, αγιάζουν την ψυχή» (Χ). Διότι αυτό είναι αγιοσύνη, η τήρηση των ορθών δογμάτων» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, «ξεχώρισέ τους» (Χ), «και κάνε τους θυσία και κάνε να αφιερώσουν τη ζωή τους» (Θφ).
Το αγιάζω σημαίνει την καθιέρωση ολόκληρης της ζωής τους στην υπηρεσία και το έργο του Θεού. Σύμφωνα με το ι 36 τέτοια καθιέρωση προηγήθηκε από την αποστολή του Ιησού στη γη (g). Δεν σημαίνει τόσο την εκλογή κάποιου ανθρώπου για ένα σπουδαίο έργο, όσο την κατάρτιση και την προσαρμογή του για την εκτέλεση των υποχρεώσεων του έργου. Χρησιμοποιήθηκε η λέξη για δήλωση του από το Θεό χωρισμού του Ιερεμία για το έργο του προφήτη (Ιερεμ. α 5), και του Ααρών και των γιων του για το ιερατικό τους έργο (Εξ. κθ 1). Δεν έχει την ίδια σημασία με το καθαρίζω. Ο μη αγιασμένος δεν είναι αναγκαστικά ακάθαρτος. Ήδη για τους αποστόλους είχε λεχθεί από τον Κύριο «εσείς είστε καθαροί», και το όργανο του καθαρισμού τους ήταν ο λόγος του Ιησού (ιε 3), όπως μέσο του αγιασμού τους λέγεται εδώ ο θείος λόγος. Ακριβώς λοιπόν διότι οι 11 ήταν από κάποια άποψη καθαροί και δεν ήταν από τον κόσμο, για αυτό η καθιέρωσή τους για το μελλοντικό έργο τους είναι η αρμόζουσα δωρεά, η οποία έπρεπε για αυτούς να ζητηθεί από το Θεό, ο οποίος είναι άγιος (β).
Ζητά λοιπόν για αυτούς θέληση εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένη στο αγαθό δηλαδή στο Θεό και την υπηρεσία του, άρα και στο έργο το οποίο ο Θεός τους ανέθεσε να εκπληρώσουν στον κόσμο. Όλες οι δυνάμεις τους, οι ικανότητές τους, τα τάλαντά τους, ολόκληρη η ζωή τους, πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα αυτής της καθιέρωσης. Το οποίο προϋποθέτει την νέκρωση κάθε ιδιοτέλειας. Αλλά σε αυτό συνίσταται και η ιδέα της χριστιανικής αγιότητας. Εδώ στην περίπτωση των αποστόλων θεωρείται αυτή ότι οφείλει να πραγματοποιηθεί με την ειδική μορφή της χριστιανικής διακονίας. Σε καθέναν όμως πιστό πρέπει να πραγματοποιηθεί με την μορφή του ειδικού έργου, το οποίο η θεία πρόνοια ανέθεσε σε αυτόν (g).
Ο Ιησούς επίσημα τώρα καθιερώνει τους μαθητές του στην αποστολή. Όπως ο Πατέρας «αγίασε τον Υιό και τον έστειλε στον κόσμο» (Ιω. ι 36) έτσι τώρα και ο Υιός στέλνει τους μαθητές του στον κόσμο και δέεται και αυτοί να αγιαστούν από τον Πατέρα. Και αφού η θεία καθιέρωση πρέπει να συνοδεύεται και από την προσωπική ηθική αγιότητα, για αυτό ζήτησε αμέσως προηγουμένως από τον Πατέρα οι μαθητές να μην μολυνθούν από τον κόσμο και να φυλαχτούν από τον πονηρό (χ).
(2)  Μάλλον «με… τα ορθά δόγματα» (Χ), «με την αλήθεια των δογμάτων» (Ζ). Δηλώνεται δηλαδή το όργανο.
Ή, η «εν» φανερώνει κατά κάποιο τρόπο την ατμόσφαιρα και το στοιχείο μέσα στο οποίο θα αγιαστούν. Οι αληθινοί μαθητές του Χριστού ζουν και κινούνται στο λόγο της αλήθειας, σαν στο στοιχείο τους. Αναπνέουν αυτήν (Schauffer). Η αλήθεια που δόθηκε σε αυτούς και για την οποία κλήθηκαν να είναι μάρτυρες αυτής, είναι, κατά κάποιο τρόπο, το μέσο και η ατμόσφαιρα της καθιέρωσής τους. Έτσι ο λόγος όχι μόνο καθαρίζει, αλλά και αγιάζει (τ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «ξεχώρισε αυτούς με το ευαγγέλιό σου» (Ζ), «με τον λόγο και το κήρυγμα» (Χ). Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι και κάποιοι άλλοι κώδικες αποσιωπούν το σου.
(3)  Δες ψαλμ. ριη 142, από όπου ίσως και παρατίθεται. Ο Ιησούς είπε ήδη για τους μαθητές, ότι, «έχουν τηρήσει τον λόγο σου». Για αυτό λοιπόν ήταν στην οδό του αγιασμού (β). «Αλήθεια» χωρίς άρθρο= ο λόγος σου είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια.
«Δεν υπάρχει κανένα ψεύδος σε αυτόν, αλλά οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν ειπωθεί» (Χ).
«Λέει ότι ο λόγος είναι του Πατέρα, όπως και προηγουμένως είπε· ότι εγώ δεν μίλησα από τον εαυτό μου…» (Ζ).
Όλη η σωτηριώδης αλήθεια εμπεριέχεται και εμπεριλαμβάνεται στο λόγο του Θεού. Η θεία αποκάλυψη, η οποία περιέχεται στο λόγο του Θεού, δεν είναι μόνο αγνή και ανόθευτη αλήθεια, αλλά και ολόκληρη η απαραίτητη αλήθεια για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο λόγος λοιπόν αυτός της αλήθειας είναι το συνηθισμένο και εξωτερικό μέσο του αγιασμού μας· είναι το όργανο το οποίο χρησιμοποιεί το άγιο Πνεύμα που αρχίζει και τελειώνει σε μας το έργο της σωτηρίας μας. Είναι το σπέρμα της αναγέννησης, η «σπορά η άφθαρτη» (Α΄Πετρ. α 23) και το λογικό άδολο γάλα της νέας ζωής (στο ίδιο β 1,2).

18 Καθὼς(1) ἐμὲ(2) ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον(3), κἀγὼ(4) ἀπέστειλα(5) αὐτοὺς(2) εἰς τὸν κόσμον.
18Όπως εσύ έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι κι εγώ έστειλα στον κόσμο αυτούς·
(1)  «Το «καθώς» πάλι εδώ δεν σημαίνει εξομοίωση δική του και των αποστόλων» (Χ).
«Ο Θεός έστειλε τον Υιό Του όχι με σάρκα αμαρτίας, αλλά με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής· και ο Υιός έστειλε αυτούς, οι οποίοι αφού γεννήθηκαν με αμαρτωλή σάρκα αγιάστηκαν από αυτόν από την μόλυνση της αμαρτίας» (Αυ).
Η αναγκαιότητα του καθαγιασμού τους δείχνεται τώρα με την αποστολή που τους ανατέθηκε (ο).
(2)  «Λέει ότι τους έχει στείλει στον κόσμο κατά μίμηση της δικής του αποστολής» (Κ).
«Όπως εσύ, θέλοντας τη σωτηρία των ανθρώπων, έστειλες εμένα, έτσι και εγώ θέλοντας αυτήν, έστειλα αυτούς» (Ζ).
Η αποστολή των μαθητών απέβλεπε στο να συνεχίσουν και αυτοί το ίδιο έργο, για το οποίο ο Πατέρας έστειλε αυτόν (g). Η αποστολική διακονία, η οποία αρχίζει από την αποστολή του Υιού από τον Πατέρα συνεχίζεται με την αποστολή των αποστόλων από τον Υιό (τ).
(3)  «Ο Ιησούς έγινε απόστολος και αρχιερέας της ομολογίας μας… σύμφωνα βεβαίως με την εξωτερική μορφή που αρμόζει στην ανθρώπινη φύση και σύμφωνα με τον τρόπο της κένωσης· λέει λοιπόν ότι οι μαθητές που προεκλέχτηκαν μία φορά για αυτό το σκοπό, χρειάζονται οπωσδήποτε να αγιάζονται από τον Άγιο Πατέρα» (Κ).
«Το θεμέλιο της αποστολής είναι ο αγιασμός σύμφωνα με το ι 36 «τον οποίο ο πατέρας αγίασε και έστειλε στον κόσμο»» (b).
(4)  Ο Υιός με τη δύναμη της εξουσίας του ως μεσίτη, με την οποία ήταν ντυμένος, έστειλε τους μαθητές του να φέρουν σε τέλειο πέρας το έργο, το οποίο αυτός άρχισε (ο).
(5)  «Λέει σαν να έγινε, αυτό που θα γίνει, επειδή ήδη πρόκειται να τους στείλει μετά από λίγο» (Ζ). Είχε ήδη ελκύσει και παιδαγωγήσει αυτούς σε μία σφαίρα ανώτερη από τη ζωή του κόσμου (g) και είχε καταρτίσει αυτούς για αυτήν την αποστολή. Άρχισα να στέλνω αυτούς και απένειμα σε αυτούς το αποστολικό αξίωμα (b).
Τους έστειλα στο ίδιο έργο και με τον ίδιο σκοπό. Τους έστειλα να κηρύττουν την ίδια διδασκαλία, την οποία και εγώ κήρυξα και να επιβεβαιώσουν αυτήν με τα ίδια τεκμήρια και αποδείξεις, παραδίδοντας αυτήν και στους άλλους, όπως αυτοί παρέλαβαν αυτήν από εμένα. Είναι και αυτοί απεσταλμένοι, όπως και αυτός στάλθηκε από τον Πατέρα. Ονομάζεται και αυτός «απόστολος» (Εβρ. γ 1) και «διάκονος» (Ρωμ. ιε 8) και «άγγελος της διαθήκης» (Μαλ. γ 1). Με την ουσιώδη όμως διαφορά, ότι εκείνοι μεν στάλθηκαν ως δούλοι, ενώ αυτός ως Υιός.

19 Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ(1) ἁγιάζω ἐμαυτόν(2), ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι(3) ἐν ἀληθείᾳ(4).
19και για χάρη τους αφιερώνω και προσφέρω τον εαυτό μου σ’ εσένα, ώστε κι αυτοί, με τη βοήθεια της αλήθειας, να είναι αφιερωμένοι σ’ εσένα.
(1)  Με έμφαση μπαίνει μπροστά. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να πει… Εγώ αγιάζω τον εαυτό μου. Με τον αγιασμό τον δικό του αγιάζονται οι μαθητές (β). Ο σιναϊτικός και ο βατικανός αποσιωπούν αυτό.
(2)  Ή «τον προσφέρω σε σένα θυσία. Οι θυσίες λοιπόν όλες λέγονται άγιες και άγια κυρίως είναι τα αφιερωμένα στο Θεό» (Χ).
Ή, πιο σωστά, το αγιάζω με την έννοια του «αφιερώνω και ξεχωρίζω» και το αγίασα τον εαυτό μου: «δηλαδή αφιέρωσα και πρόσφερα και προσκόμισα σαν θύμα ιερό για ευωδιαστή οσμή στο Θεό και Πατέρα» (Κ).
Με την ίδια δηλαδή έννοια όπως και παραπάνω. Το αγιάζω, όπως είπαμε, δεν υπονοεί αναγκαία και τον καθαρισμό από κάποιον μολυσμό. Ο Ιησούς όντας αναμάρτητος, αγιάζει τον εαυτό του. Αυτό δεν έγινε μία φορά από αυτόν. Ολόκληρη η επί γης ζωή του πήρε τη σφραγίδα της καθοσίωσης και αφιέρωσης αυτής με τρόπο ολοένα αυξανόμενο έως ότου τελειοποιήθηκε η αφιέρωση αυτή με το θάνατο (g).
Αφιερώνω και καθαγιάζω πλήρως τον εαυτό μου σε σένα… Αγιάζω τον εαυτό μου υπομένοντας θάνατο και θάνατο σταυρικό (b). Η λέξη αγιάζω είναι καθαρά βιβλική και η χρήση της από τους Ο΄(μετάφραση των 70 της Π.Δ.) υποβοηθά στην διακρίβωση της σημασίας της. Στους Ο΄ σημαίνει συνήθως ξεχωρίζω και καθιερώνω ένα πρόσωπο ή πράγμα για υπηρεσία του Θεού και ειδικότερα αφιερώνω ως θυσία. Για παράδειγμα, στο Ιερεμ. α 5 («πριν βγεις από τη μήτρα σε είχα αγιάσει») όπως και στο Σοφ. Σειρ. με 4,μθ 7 και Β΄Μακ. α 25 σημαίνει τον διαχωρισμό και την καθιέρωση του Ιερεμία, του Μωϋσή και του εκλεκτού λαού για την ειδική υπηρεσία του Θεού. Στο Εξοδ. ιγ 2,κθ 1,21,37,μ 9 κλπ η λέξη σημαίνει την καθιέρωση του Ααρών και των γιων του στη διακονία της ιερωσύνης, του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, των σκευών της σκηνής, των αμφίων που φορούσε ο αρχιερέας κατά την ημέρα του εξιλασμού, το ξεχώρισμα των πρωτότοκων, τόσο των ανθρώπων, όσο και των ζώων και την θυσία κάθε πρωτότοκου, το οποίο θα γεννηθεί στα βόδια και τα πρόβατα (Δευτ. ιε 19). Κανένα όμως από τα πρωτότοκα που είχε έλλειψη ή κάποιο ελάττωμα δεν επιτρέπεται να προσφερθεί ως θυσία (Δευτ. ιε 21).
Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι η λέξη έχει διπλή σημασία. Μπορεί να σημαίνει την καθιέρωση προφήτου στην υπηρεσία του Θεού και έτσι να υπονοεί, ότι έχει ήδη ξεχωριστεί και γίνει δίκαιος. Μπορεί όμως να σημαίνει και την αφιέρωση για θυσία του ήδη αμώμου. Εδώ σημαίνει ότι ο υιός του Θεού αφιέρωσε την άμεμπτη ζωή του ως αποτελεσματική θυσία χάριν των μαθητών του, για να μπορέσουν αυτοί να ζήσουν και να δράσουν στον κόσμο αγιασμένοι μέσω του Ιησού Χριστού τοποθετούμενοι στη διακονία του Θεού μέχρι θανάτου. Ο καθαγιασμός λοιπόν των μαθητών εξαρτάται από τον καθαγιασμό και την καθιέρωση του Υιού του Θεού, με τη διαφορά όμως, ότι οι μαθητές είναι αγιασμένοι από τον Χριστό, ενώ ο Χριστός αγίασε ο ίδιος τον εαυτό του. Και ο καθαγιασμός του προηγήθηκε από αυτόν των μαθητών (χ).
Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: «Λέγοντας αυτό έδειξε, ότι δεν είναι αυτός που αγιάζεται, αλλά που αγιάζει· διότι δεν αγιάζεται από άλλον, αλλά ο ίδιος αγιάζει τον εαυτό του… Πώς λοιπόν γίνεται αυτό; Πώς λέει αυτό, παρά μόνο με τη σημασία ότι εγώ, όντας Λόγος του Πατέρα, εγώ ο ίδιος δίνω στον εαυτό μου, που έγινε άνθρωπος, το Πνεύμα· και με το Πνεύμα αγιάζω τον εαυτό μου που έγινε άνθρωπος, έτσι ώστε λοιπόν μέσα από εμένα που είμαι η αλήθεια… να αγιαστούν οι πάντες» (Α).
(3)  Ή «διότι πράγματι και αυτούς τους αφιερώνω σε σένα και τους κάνω προσφορά. Ή επειδή αυτό γίνεται στην κεφαλή, ή επειδή και αυτοί θα θυσιαστούν» (Χ)·
«για να είναι θυσιασμένοι, αφού η κεφαλή τους θυσιάστηκε· ή με την έννοια ότι και αυτοί θυσιάστηκαν, διότι λέει ο απόστολος, λογαριαστήκαμε σαν πρόβατα σφαγής… Διότι μπορεί να θυσιαστεί κάποιος και χωρίς σφαγή» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, «για να μεταμορφώσω αυτούς σε μία καινούργια ζωή» (Κ).
Για να είμαστε «αγιασμένοι με την προσφορά του σώματος του Ιησού Χριστού» (Εβρ. ι 10). Έτσι ώστε ο αγιασμός του Ιησού Χριστού να μεταδοθεί και στους δικούς του μαθητές. Ο Κύριος ως ιερέας και θυσιαστήριο καθαγίασε τον εαυτό του ως θύμα. Όταν είπε, Πατέρα δόξασε το όνομά σου, και, Πατέρα ας γίνει το θέλημά σου και, Πατέρα στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, ξεπλήρωσε την ικανοποίηση, την οποία υποχρεούνταν ως αντιπρόσωπός μας να προσφέρει και έτσι αγίασε τον εαυτό του. Αγίασε τον εαυτό του χάριν των μαθητών, ώστε και αυτοί να αγιαστούν, ώστε και αυτοί να γίνουν μάρτυρες. Αγιάζω τον εαυτό μου, ώστε και αυτοί να αφιερωθούν στη δόξα του Θεού και το καλό της εκκλησίας. Οτιδήποτε λοιπόν τίμιο στα μάτια του Κυρίου υπάρχει στο θάνατο των αγίων, οφείλεται στο θάνατο του Κυρίου Ιησού. Οι ιερείς του νόμου καθιερώνονταν με αίμα ταύρων και τράγων. Οι διάκονοι όμως του ευαγγελίου καθιερώνονται με το αίμα του Ιησού.
(4)  Ή, αληθινά αγιασμένοι, σε αντίθεση με τον φαρισαϊκό καθαγιασμό ή με τον τυπικό καθαγιασμό της λευϊτικής ιερωσύνης (g).
«Διότι οι παλιές μεν θυσίες ήταν τύπος και όλα τα άγια ήταν τυπικά αφιερωμένα στο Θεό, αφού σκιαγραφούσαν κάτι άλλο. Οι αφιερωμένες όμως στο Θεό ψυχές, είναι αληθινά αγιασμένες και ξεχωρισμένες και αφιερωμένες στο Θεό, όπως και ο Παύλος λέει, Παρουσιάστε τα μέλη σας θυσία ζωντανή, άγια. Αγίασε λοιπόν και αφιέρωσε τις ψυχές των μαθητών και κάνε αυτές αφιερώματα αληθινά» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, «με την αλήθεια», με τον θείο λόγο όπως στο σ. 17. Ή, και με συνδυασμό και των δύο «όχι όπως παλιά ήταν τυπικός ο αγιασμός στο πρόβατο, έτσι και τώρα, αλλά με την ίδια την αλήθεια» (Σχ).

20 Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον(1), ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων(2) διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν(3) εἰς ἐμέ,
20»Δεν προσεύχομαι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για κείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα,
(1)  «Επειδή δηλαδή πέθαινε για αυτούς, και είπε επίσης ότι για χάρη τους αγιάζω τον εαυτό μου, για να μην νομίσει κάποιος ότι το έκανε αυτό μόνο για τους αποστόλους, πρόσθεσε, όχι για αυτούς…» (Χ).
«Παρακαλάει λοιπόν ο Κύριος όχι μόνο για τους δώδεκα μαθητές» (Κ).
Η ιδέα της καθιέρωσης σε διακονία του στενότερου κύκλου των μαθητών υπενθυμίζει τον ευρύτερο κύκλο των πιστών, ο οποίος θα είναι ο καρπός της ιεραποστολικής τους δράσης (μ).
(2)  Αυτή είναι πιο αυθεντική γραφή από τη γραφή: πιστευσόντων. Ο ενεστώτας λέγεται προληπτικά αντί για μέλλοντα. Η Βουλγάτα (λατινική μετάφραση) μεταφράζει «οι οποίοι θα πιστέψουν».
«Δεν πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται σε εκείνους μόνους, οι οποίοι άκουσαν αυτούς τους ίδιους τους αποστόλους για όσο ζούσαν σωματικά, αλλά και στους άλλους οι οποίοι γεννήθηκαν πολύ μετά το θάνατο εκείνων και πίστεψαν στο Χριστό μέσω του λόγου τους» (Αυ).
«Από εδώ πάλι αναπτέρωσε τις ψυχές τους, δείχνοντας ότι θα έχουν πολλούς μαθητές» (Χ).
Ο Κύριος ενδιαφέρεται κατά την μεσιτεία του προς τον Πατέρα μόνο για εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν ή θα πιστέψουν σε αυτόν. Για εκείνους οι οποίοι είδαν και πίστεψαν, όπως και για αυτούς που δεν είδαν και πίστεψαν. Είναι λοιπόν σίγουρα και αλάνθαστα γνωστοί στο Χριστό όλοι αυτοί. Δεν προσεύχεται εδώ τυχαία υπολογίζοντας τα ενδεχόμενα και πιθανά, αλλά γνωρίζοντας πολύ καλά αυτούς που του δόθηκαν από τον Πατέρα, οι οποίοι ήταν ταγμένοι για ζωή αιώνια. Για όλους αυτούς προσεύχεται ο Κύριος. Όχι μόνο για τους μεγάλους και διακεκριμένους μεταξύ των πιστών, αλλά για τους πιο άσημους και τους ασθενέστερους από αυτούς και για εκείνους τους οποίους ο κόσμος προσπερνά με βλέμμα αδιαφορίας και περιφρόνησης. Όπως η θεία Πρόνοια εκτείνεται και μέχρι τα ελάχιστα δημιουργήματα, έτσι και η θεία χάρη εκχύνεται και σε αυτούς τους πιο άσημους από τους Χριστιανούς.
(3)  Έτσι οι απόστολοι δεν έχουν απλό προνόμιο προτεραιότητας, αλλά κατέχουν μοναδική θέση στην εκκλησία. Κάθε διδασκαλία ικανή να γεννήσει πίστη δεν μπορεί παρά να είναι επανάληψη της δικής τους διδασκαλίας. Ο όρος «λόγος», δεν δηλώνει μόνο την μαρτυρία, δηλαδή την αφήγηση των ευαγγελικών γεγονότων, αλλά και την αποκάλυψη της θρησκευτικής και ηθικής έννοιας των γεγονότων. Αποτελεί αυτός το περιεχόμενο τόσο των ευαγγελίων, όσο και των επιστολών (g).

21 ἵνα(1) πάντες ἓν ὦσι(2), καθὼς σύ(3), πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν(4), ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ(5) ὅτι σύ με ἀπέστειλας(6).
21ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς, κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι μ’ έστειλες εσύ.
(1)  Μπορεί να σημαίνει ή το αντικείμενο και τον σκοπό της προσευχής· το αντικείμενο της αίτησης παρουσιάζεται υπό μορφή σκοπού, ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί με την προσευχή αυτή (=προσεύχομαι για να είναι όλοι ένα…)·
ή, το αποτέλεσμα το οποίο θα έλθει από εκείνα, για τα οποία προσευχήθηκε (=ζητώ τον αγιασμό με την αλήθειά σου, για να έλθει σε αυτούς το αποτέλεσμα αυτό της μεταξύ τους και με εμάς ενότητας). Μάλλον το πρώτο, χωρίς να αποκλείεται τελείως και το δεύτερο=Το αποτέλεσμα γίνεται και αντικείμενο προσευχής (ο).
(2)  Εκφέρει πρώτον τη γενική ιδέα (g).
«Απαιτεί τον σύνδεσμο της αγάπης, της ομόνοιας και της ειρήνης, ο οποίος θα συναθροίσει τους πιστούς ώστε να έχουν την πνευματική ενότητα» (Κ).
«Αφού άρχισε λοιπόν από την αγάπη και την ομόνοια, πάλι σε αυτήν τελείωσε τον λόγο, δείχνοντας ότι η αγάπη είναι κάτι που το αγαπά ο Θεός και πάρα πολύ σπουδαίο» (Ζ).
Πρόκειται όχι για ενότητα ουσίας αλλά αγάπης. Πρόκειται για την ενότητα του Πνεύματος, η οποία θα προέρχεται από το ότι θα είναι «ένα σώμα και ένα Πνεύμα… με μία ελπίδα της κλήσης», έχοντας «ένα Κύριο, μία πίστη, ένα βάπτισμα, έναν Πατέρα» (Εφεσ. δ 4-6)(ο). Δες ι 16,ια 52. Ο Χριστός πέθανε «για να συγκεντρώσει σε ένα» τους πάντες (Ιω. ια 52,Εφεσ. α 10), ώστε όλοι να εμπνέονται από ένα Πνεύμα. Η ένωση με τον Πατέρα και τον Υιό, για την οποία μιλά αμέσως σε λίγο, επιτυγχάνεται και διατηρείται μόνο μέσω του αγίου Πνεύματος. «Αυτός που προσκολλάται στον Κύριο είναι ένα πνεύμα» (Α΄Κορ. στ 17). Ας εντυπωθεί σε όλους η ίδια εικόνα και επιγραφή, και ας διευθύνονται όλοι από την ίδια δύναμη. Έτσι θα έχουν όλοι τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες διαθέσεις και κλίσεις, τα ίδια ιδανικά και τους ίδιους σκοπούς, τους ίδιους πόθους και τις ίδιες επιδιώξεις και θα είναι όλοι ένα με την αγάπη και τη στοργή.
(3)  Εξαρτάται από το ακόλουθο δεύτερο ἵνα με αντιστροφή όμοια με αυτήν στο ιγ 34. Εξηγεί ειδικότερα με τη νέα αυτή πρόταση, την γενική ιδέα στο πρώτο μέρος του στίχου. Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για την μεταξύ τους ένωση των χριστιανών, αλλά προ παντός για την ένωση του σώματος των πιστών με το Χριστό και μέσω αυτού με το Θεό (g).
«Πάλι το «καθώς» δεν σημαίνει ακριβή εξίσωση στη δική τους περίπτωση· διότι δεν θα μπορούσαν αυτοί σε τέτοιο βαθμό, αλλά όσο είναι δυνατόν σε ανθρώπους· όπως ακριβώς όταν λέει· να γίνεσθε οικτίρμονες (σπλαχνικοί), όπως ο Πατέρας σας» (Χ).
«Ο σύνδεσμος βεβαίως της δικής μας αγάπης, οπωσδήποτε δεν θα συναγωνιστεί… στο να είναι έτσι απαράλλακτος, όπως είναι ο Πατέρας και ο Υιός, οι οποίοι διασώζουν τον τρόπο της ενότητας μέσα στην ενότητα της ουσίας τους… Αλλά εκείνο βεβαίως πάλι θα πούμε αναγκαστικά, ότι δηλαδή ο Χριστός, παίρνοντας την ενότητα της ουσίας (Πατρός και Υιού) σαν εικόνα και σύμβολο της αδιάσπαστης φιλίας και ομόνοιας και ενότητας που κατανοείται ως προς την ομοψυχία, θέλει και εμείς να αναμιγνυόμαστε κατά κάποιο τρόπο μεταξύ μας» (Κ).
«Δεν λέει να γίνουμε και εμείς, έτσι όπως είναι ο Υιός μέσα στον Πατέρα· πώς θα γινόταν αυτό, από τη στιγμή που βεβαίως ο μεν Λόγος είναι και σοφία του Θεού, ενώ εμείς πλαστήκαμε από τη γη. Και ο μεν είναι από τη φύση του και από την ουσία του Λόγος και Θεός αληθινός… ενώ εμείς γινόμαστε μέσω αυτού γιοι του, μέσω υιοθεσίας και χάρης… Επομένως δεν έλεγε «για να είναι ένα όπως εμείς», για να γίνουμε όπως αυτός· αλλά ώστε όπως ακριβώς εκείνος όντας Λόγος, είναι ενωμένος με τον Πατέρα του, έτσι και εμείς, παίρνοντας σαν κάποιο πρότυπο και βλέποντας εκείνον, να γίνουμε ένα μεταξύ μας με την ομοψυχία και με την ενότητα του πνεύματος και να μην διαφωνούμε…, αλλά να έχουμε το ίδιο φρόνημα» (Α).
«Διότι δεν είναι δυνατόν με άλλο τρόπο να γίνουν όλοι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα, παρά μόνο αν αποχωριστούν από όλα όσα τους χωρίζουν μεταξύ τους, και ενωθούν με εμάς οι οποίοι είμαστε ένα» (Γν).
(4)  Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το ἓν.
«Ο Πατέρας είναι με το Υιό και ο Υιός με τον Πατέρα, έτσι ώστε είναι ένα, διότι έχουν την ίδια ουσία. Εμείς όμως ενώ μπορούμε να είμαστε με αυτούς, δεν μπορούμε να είμαστε ένα μαζί τους. Διότι εμείς και αυτοί δεν έχουμε την ίδια ουσία, όπως έχει ο Υιός Θεός μαζί με τον Πατέρα» (Αυ).
Δες Α΄Ιω. α 3 («η σχέση η δική μας με τον Πατέρα και με τον Υιό του…»). Το «μείνετε με μένα» του ιε 4 καταλήγει στο ίδιο νόημα. Με την ενοίκηση του αγίου Πνεύματος, οι πιστοί γίνονται κοινωνοί του Πατέρα και του Υιού. Αυτή είναι η παραμονή στην αγάπη του Χριστού (ιε 10)(β,ο).
«Επειδή ο Θεός είναι ένας, όταν έρθει στο καθένα, ενώνει τους πάντες και χάνεται ο αριθμός με τον ερχομό της μονάδας» (Β).
Οι πιστοί είναι σε κάποιο μέτρο, όπως και ο Θεός και ο Χριστός είναι ένα. Η ενότητά τους είναι όντως θεία, είναι ενότητα στενή και αδιάσπαστη· ενώνονται μεταξύ τους μέσω της θείας φύσης, με τη δύναμη της θείας χάρης για επιδίωξη των θείων βουλών. Επιπλέον η ένωσή τους είναι ένωση άγια, με Άγιο Πνεύμα, για άγιους σκοπούς. Δεν είναι σώμα πολιτικό για κοσμικούς σκοπούς. Τέλος είναι ένωση τέλεια και πλήρης. Ο Πατέρας και ο Υιός, με τους οποίους και οι πιστοί γίνονται ένα, έχουν τα ίδια ιδιώματα και προσόντα και τις ίδιες τελειότητες. Έτσι θα έχουν και οι πιστοί, εφόσον θα αγιαστούν και εφόσον η χάρη θα επισκεφτεί αυτούς πλούσια. Θα συμφωνούν πλήρως μεταξύ τους και θα μεταμορφωθούν οι πάντες στην ίδια εικόνα. Η ενότητα αυτή θα αποτελεί φαινόμενο νέο, χωρίς προηγούμενο, στον κόσμο, και η θέα αυτού πρόκειται να είναι ισχυρό μέσο, ώστε με αυτό να οδηγηθεί ο κόσμος στην πίστη (g).
(5)  Ο σιναϊτικός και ο βατικανός γράφουν πιστεύῃ. «Το οποίο ακριβώς έλεγε και όταν άρχιζε, ότι,
«Με αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν αγαπιέστε μεταξύ σας». Και πώς από αυτό επρόκειτο να πιστεύουν; Επειδή, λέει, είσαι Θεός της ειρήνης» (Χ).
«Από την ομόνοια λοιπόν των μαθητών, εγώ ο διδάσκαλος θα φανώ ότι ήλθα από το Θεό. Εάν όμως έχουν διαμάχες, δεν θα πουν ότι είναι μαθητές του ειρηνικού· αν όμως δεν είμαι ειρηνικός, δεν θα ομολογήσουν ότι έχω σταλθεί από σένα» (Θφ).
Η συνέπεια της πνευματικής ενότητας των χριστιανών, που αποδεικνύεται με την μεταξύ τους κοινή αγάπη, θα είναι ότι ο κόσμος τελικά θα πειστεί, ότι η αποστολή του Ιησού υπήρξε θεία και ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Για μία τέτοια πρόβλεψη καθολικού σεβασμού δες Αποκ. γ 9 και Α΄Κορ. ιε 28 (β).
Ή και άλλη ερμηνεία· Πρόκειται εδώ για σκοπό, ο οποίος μπορεί να μην εκπληρωθεί για όλους. Σε κάθε όμως περίπτωση ο Ιησούς διακηρύττει, ότι στον κόσμο, τον ξένο με το Θεό, βρίσκονται ακόμη στοιχεία κατάλληλα να ελκυστούν προς το Θεό (g).
Όπως ακριβώς η έλλειψη ενότητας στην εκκλησία είναι η μεγαλύτερη πέτρα σκανδάλου για τους μη χριστιανούς, έτσι η ενότητά τους θα αποτελεί κύριο τεκμήριο για τον θείο χαρακτήρα της αποστολής του Χριστού (μ). Δείχνεται με αυτό η ευαρέσκεια και η αγαθή διάθεση του Χριστού για τον κόσμο. Θέλει και αυτός, όπως θέλει και ο Πατέρας του «να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να έλθουν σε επίγνωση αλήθειας» (Α΄Τιμ. β 4,Β΄Πέτρ. γ 9). Επιθυμεί λοιπόν να χρησιμοποιηθούν όλα τα δυνατά μέσα, για να πειστεί και να επιστρέψει ο κόσμος. Η ενσωμάτωση των χριστιανών σε μία κοινωνία θα συντελεί πολύ σε αυτό. Διότι όταν ο κόσμος δει τόσα από τα παιδιά του να αποχωρίζονται από την οικογένειά του, να διακρίνονται από τους άλλους και να μεταβάλλονται ριζικά αλλάζοντας τρόπο διαγωγής και συμπεριφοράς· όταν δει, ότι η νέα αυτή κοινωνία συγκροτήθηκε με την ανοησία του κηρύγματος και ότι περιφρουρείται με θαύματα της θείας Πρόνοιας και χάρης, επόμενο είναι να πει: Θα πορευτούμε μαζί σας, διότι βλέπουμε, ότι ο Θεός είναι μαζί σας. Η ένωση άλλωστε των Χριστιανών με αγάπη είναι η ωραιότητα της ομολογίας τους και του τίτλου τους ως χριστιανών και προσκαλεί και τους άλλους να συνενωθούν μαζί τους. Όταν ο Χριστιανισμός αντί να προκαλεί έριδες συντελεί στην κατάπαυσή τους και κάνει τους ανθρώπους να είναι ευμενείς, ευεργετικοί και αγαθοί μεταξύ τους και μεριμνά για διατήρηση της ειρήνης, επόμενο είναι να προσελκύει στον εαυτό του κάθε καρδιά με καλή διάθεση.
(6)  Με την ενότητα αυτή θα αποδειχτεί ότι ο Χριστός στάλθηκε από το Θεό. Θα αποδειχτεί θεία όντως η διδασκαλία του, αφού με αυτήν τόσες ικανότητες διαφορετικές, τόσες ιδιοσυγκρασίες και διάφοροι χαρακτήρες, τόσα συμφέροντα ενώνονται σε ένα σώμα με την πίστη και σε μία καρδιά με την αγάπη. Αυτός ο οποίος διαμορφώνει τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε να γίνονται όμοιες μεταξύ τους, στάλθηκε από το Θεό τον παντοδύναμο και τον πανάγαθο, από το Θεό της ειρήνης και της αγάπης.

22 Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν(1) ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς(2), ἵνα ὦσιν ἓν(3) καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν(4),
22Εγώ τη δόξα που μου έδωσες την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα:
(1)  Ή «την δόξα με τα θαύματα, με τα δόγματα» (Χ).
Ή, «την δόξα από την ομόνοια· διότι από αυτήν δοξάζονται όχι λιγότερο από όσο δοξάζονται από αυτά (τα θαύματα)» (Ζ).
Την δόξα «του να είμαι ένα με σένα» εγώ ως άνθρωπος, «έδωσα σε αυτούς, για να είναι ένα όπως εμείς είμαστε ένα» (Κ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή θαυμάζουμε και το Θεό, ότι σε εκείνη την φύση δεν υπάρχει ούτε αντίθεση ούτε διαμάχη, και αυτή είναι μέγιστη δόξα· έτσι και αυτοί, λέει, από αυτό, από την ομόνοια εννοώ, ας γίνουν λαμπροί» (Θφ).
Ή «το συνδετικό αυτής της ενότητας, είναι η δόξα· κανείς βεβαίως από αυτούς που εξετάζουν προσεχτικά, δεν θα έφερνε αντίρρηση στο ότι δόξα λέγεται το Άγιο Πνεύμα» (Γν).
Ή, πιο σωστά, την δόξα του σαρκωμένου Λόγου (δες α 14), την φανέρωση της θείας φύσης στην «ανθρώπινη φύση. Και οι απόστολοι σαν τα κλήματα της αμπέλου έγιναν «μέτοχοι θείας φύσης» (Β΄Πέτρ. α 4). Δες η 54 για τη δόξα του Υιού από τον Πατέρα και Ρωμ. η 30 για τη δόξα των πιστών (β). Είναι το υιϊκό αξίωμα, η κατάσταση της υιοθεσίας, με την οποία έγιναν σε συγκεκριμένο χρόνο και κατά χάριν ό,τι ο Υιός υπάρχει από τη φύση του και αιωνίως, δηλαδή παιδιά του Θεού και αντικείμενα της τέλειας αγάπης του (μ).
Σχετική και η: η δόξα του Ιησού συνίσταται στο να είναι το αντικείμενο της αγάπης του Πατέρα· έδωσε λοιπόν αυτήν στους πιστούς, κάνοντας και αυτούς αντικείμενα της αγάπης του Θεού, που εκδηλώθηκε με την υιοθεσία (g).
Αξιοσημείωτες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Στους αποστόλους δόθηκε η δόξα να είναι οι πρώτοι φυτουργοί της εκκλησίας· η δόξα να είναι πρεσβευτές του Θεού στον κόσμο, η δόξα του να κάνουν θαύματα, η δόξα του να μαζεύουν τα στον κόσμο διασκορπισμένα παιδιά και να ανεγείρουν το θρόνο της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων. Η δόξα αυτή δόθηκε πρωτίστως και κυρίως στο Χριστό και μέρος της δόξας αυτής δόθηκε και στους αποστόλους, όταν έστειλε αυτούς ο Κύριος για να μαθητεύσουν όλα τα έθνη. Αλλά και σε όλους γενικά τους πιστούς δόθηκε η δόξα να γίνουν δεκτοί στην διαθήκη με τον Πατέρα. Στον Υιό που ενανθρώπησε δόθηκε η δόξα να οδηγηθεί στον κόλπο του Πατέρα και να εξασφαλιστεί σε αυτόν θέση στα δεξιά του Πατέρα. Αλλά η δόξα αυτή που δόθηκε στο Λυτρωτή εξασφαλίστηκε και στους λυτρωμένους από αυτόν, οι οποίοι ενωμένοι σε ένα σώμα με τον δοξασμένο Θεάνθρωπο, συνεγείρονται και συνανυψώνονται και συγκάθονται μαζί του στα επουράνια με το Χριστό.
(2)  Ω! Πόση είναι η μεγαλειότητα των χριστιανών! Έχω δώσει ήδη, έστω και μυστικά (b).
(3)  Το αποτέλεσμα της μετάδοσης της δόξας αυτής: «για να είναι ομόψυχοι» (Χ). Η ένωση των πιστών με το Χριστό και η συμμετοχή της δόξας του παράγουν και ένωση των πιστών μεταξύ τους (ο)· ενώνονται αυτοί πνευματικά σε ένα, όπως και ο Πατέρας με τον Υιό είναι ένα (β). Η αγάπη του Πατέρα, την οποία απολαμβάνουν όλοι, ενώνει αυτούς στενά μεταξύ τους και αποτελούν οι πάντες μία οικογένεια, της οποίας μεγαλύτερος αδελφός είναι ο Ιησούς. Δες Ρωμ. η 29,Εφεσ. α 10 (g).
(4)  Ο Βατικανός, ο του Βέζα και δύο άλλοι μεγαλογράμματοι, αποσιωπούν το ἐσμέν, ενώ ο σιναϊτικός το ἕν ἐσμεν.

23 ἐγὼ(1) ἐν αὐτοῖς(2) καὶ σὺ ἐν ἐμοί(3), ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν(4), καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας(5) καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς(6) καθὼς(7) ἐμὲ ἠγάπησας.
23Εγώ ενωμένος μαζί τους κι εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε ν’ αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι μ’ έστειλες εσύ κι ότι αγάπησες κι αυτούς όπως αγάπησες εμένα.
(1)  Καθορίζει τώρα τον τρόπο και την φύση αυτής της ενότητας. Δεν μιλά εδώ για τέτοια αμοιβαία ενοίκηση, στην οποία να συγχωνεύεται απορροφούμενη κάθε ατομική προσωπικότητα, αλλά για ενοίκηση αγάπης και ενότητας προθέσεων, σκοπών, πόθων και αισθημάτων. Η ενότητα λοιπόν αυτή δεν συνίσταται στην ενότητα εκείνη της ουσίας, η οποία στην ύψιστη και κατεξοχήν απόλυτη έννοια κάνει τα τρία πρόσωπα της θεότητας ένα Θεό, αλλά είναι ενότητα ηθική και όχι ενότητα ουσίας (ο).
(2)  Έτσι μίλησε ο Κύριος και στο ιδ 20 και η ιδέα του ότι είναι ο Χριστός με τους πιστούς είναι οικεία τόσο στον Παύλο, όσο και τον Ιωάννη. Δες Ρωμ. η 10,Β΄Κορ. ιγ 5,Γαλ. β 20,δ 19(β).
«Μπαίνει δηλαδή μέσα μας ο Χριστός σωματικά, από τη μία, ως άνθρωπος, με το να αναμιγνύεται και να ενώνεται μαζί μας με την ευλογία τη μυστική (Θεία ευχαριστία)· πνευματικά πάλι, από την άλλη, ως Θεός, ξαναχτίζοντας, με την ενέργεια και χάρη του Πνεύματός του, το πνεύμα που είναι μέσα μας σε μία νέα ζωή και κάνοντάς μας συμμέτοχους της θείας του φύσης» (Κ).
Ο Χριστός κατοικώντας μέσα στις καρδιές των πιστών είναι η ζωή και η ψυχή του νέου ανθρώπου. Μέσω του Χριστού λοιπόν, ενώνονται οι πιστοί και με το Θεό, αλλά και μεταξύ τους έτσι ώστε γίνονται ένα σε βαθμό τελειότατο.
(3)  «Εγώ μεν μέσα σε αυτούς με τρόπο που αρμόζει σε Θεό, λόγω της πίστης, εσύ όμως μέσα σε μένα, με τρόπο που αρμόζει σε πατέρα λόγω της φύσης» (Ζ). «Ο Χριστός λοιπόν, αποδεικνύεται επόμένως ότι είναι σύνδεσμος της ενότητάς μας με το Θεό και Πατέρα, αφού μας εξάρτησε από τον εαυτό του μεν ως άνθρωπος, από το Θεό δε ως Θεός που υπάρχει εκ φύσεως μέσα σε αυτόν που τον γέννησε» (Κ).
(4)  Για να οδηγηθούν σε τέλεια ενότητα (b). Για να τελειοποιηθούν σε ένα (δες για αυτήν τη χρήση του τελειούμαι τα Α΄Ιω. β 5,δ 17,18 και Φιλ. γ 12)(β), «σε ένωση, σε ομόνοια» (Ζ).
«Έχουμε τελειοποιηθεί λοιπόν σε ενότητα με το Θεό και Πατέρα μέσω του μεσίτη Χριστού. Διότι παίρνοντας μέσα μας και σωματικά και πνευματικά τον από τη φύση του και αληθινά Υιό, που έχει ουσιώδη την ένωση με τον Πατέρα… έχουμε δοξαστεί με το να γίνουμε μέτοχοι και κοινωνοί της φύσης που ξεπερνά τα πάντα» (Κ).
(5)  Ή, το γινώσκειν εδώ αναφέρεται στον παγκόσμιο σεβασμό, ο οποίος εκούσια ή ακούσια θα αποδοθεί στο Χριστό όπως περιγράφεται στο Φιλιπ. β 10,Ρωμ. ιδ 10-12 και συνεπώς το γινώσκῃ δεν έχει την ίδια έννοια με το προηγούμενο πιστεύσῃ (g).
Ή, πιο σωστά, το ἵνα γινώσκῃ πρέπει «πρέπει να το πάρουμε σαν να είχε πει πάλι «για να πιστέψει ο κόσμος», διότι μερικές φορές το γινώσκω χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια όπως και το πιστεύω» (Αυ). Ώστε ο κόσμος ολοένα να πιστεύει και να αναγνωρίζει.
«Συνεχώς λέει αυτό, δείχνοντας ότι η ειρήνη μπορεί να κερδίσει κάποιον περισσότερο από το θαύμα» (Χ)
«να κερδίσει τους ανθρώπους στο να πιστέψουν» (Ζ).
«Διότι όπως ακριβώς η έριδα είναι διαλυτικό, έτσι η συμφωνία συνενώνει» (Χ). «Όταν λοιπόν, Πατέρα μου, κερδίσουν μέσω εμού την ένωση με εσένα, τότε θα γνωρίσει ο κόσμος ότι εσύ με έστειλες, δηλαδή με τη δική σου ευαρέσκεια ήλθα στη γη για να βοηθήσω και για να κατορθώσω τη σωτηρία σε αυτούς που πλανιούνται σε αυτήν» (Κ).
(6)  Ο κώδικας του Βέζα και 7 χειρόγραφα γράφουν ηγάπησα αυτούς. Για να γνωρίσει αυτήν την αγάπη ο κόσμος, πρέπει να επιστρέψει με την πίστη με το Χριστό και εκ πείρας να αισθανθεί αυτό. Και από εδώ λοιπόν το «να γνωρίσει» αποδεικνύεται ότι έχει την ίδια σημασία με το «να πιστέψει»= «Θα γνωρίσουν αυτοί που μετείχαν σε αυτήν την τόσο πολυπόθητη χάρη, ότι αγάπησες αυτούς όπως αγάπησες εμένα» (Κ).
«Δηλαδή μέσω του Υιού ο Πατέρας μας αγαπά, διότι μέσω Αυτού μας διάλεξε πριν φτιαχτεί ο κόσμος (Εφεσ. α 4). Διότι ο Πατέρας που αγαπά τον Μονογενή, βεβαίως αγαπά και τα μέλη του, τα οποία δια μέσου Αυτού εγκέντρισε σε Αυτόν υιοθετώντας τα» (Αυ).
(7)  «Πάλι εδώ το «καθώς» λέγεται με την έννοια: όσο είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αγαπηθεί» (Χ).
«Δεν φανερώνει ισότητα, αλλά κάποια ομοίωση» (Ζ). Ο Πατέρας «αγάπησε τον Υιό όσον αφορά στη θεότητά του, διότι γέννησε Αυτόν ίσο με τον Εαυτό του· αγάπησε Αυτόν και ως προς την ανθρώπινη φύση του, διότι ο μονογενής Λόγος έγινε σάρκα και λόγω της ένωσης αυτής με το Λόγο, η σάρκα είναι αγαπητή στον Πατέρα. Αγαπά από την άλλη εμάς, επειδή είμαστε μέλη Εκείνου, τον οποίο αγάπησε» (Αυ).

24 Πάτερ(1), οὓς δέδωκάς μοι(2), θέλω(3) ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ(4) κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ(5), ἵνα(6) θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν(7) ἣν δέδωκάς μοι(8), ὅτι ἠγάπησάς με(9) πρὸ καταβολῆς κόσμου(10).
24»Πατέρα, θέλω αυτοί που μου έδωσες να είναι μαζί μου όπου είμαι κι εγώ, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα μου, τη δόξα που μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να γίνει ο κόσμος.
(1)  Η επανάληψη της επίκλησης και εδώ και στον επόμενο σ. δείχνει την αυξανόμενη επιμονή, με την οποία δέεται ο Ιησούς, αφού πλησιάζει προς το τέλος της προσευχής (g).
(2)  Ο σιναϊτικός, βατικανός, του Βέζα γράφουν ὃ δέδωκάς μοι. Αναφέρεται σε όλους τους πιστούς.
«Αυτοί που έγιναν δικοί μου με την προσέγγιση μέσω της πίστης και με τον φωτισμό τον δικό σου» (Κ).
Αυτοί που σύμφωνα με τον προηγ. σ. «ενώθηκαν ήδη μέσω αυτού με τον Πατέρα και έχουν τύχει της αγάπης, την οποία και αυτός έχει από τον Πατέρα» (Κ).
(3)  Είπε στους σ. 9,15,20 ερωτώ. Τώρα η γλώσσα του αποβαίνει εντονότερη… Ο Ιησούς ζητά με το δικαίωμα αξίωσης και αιτείται με θάρρος ως Υιός, όχι ως δούλος (b). Ήλθε όχι για να κάνει το θέλημά του, γνωρίζει όμως, ότι αυτό το οποίο με το «θέλω» αυτό αξιώνει, είναι και θέλημα του Πατέρα (τ). Η λέξη θέλω εκπλήσσει σε προσευχή. Αλλά είναι η προσευχή του Υιού του Θεού και το θύμα του Γολγοθά είχε δικαίωμα να εισακουστεί (F).
(4)  «Στη βασιλεία σου δηλαδή» (Ζ). Μιλά για τη δόξα του μετά την ανάσταση και ανάληψη. Όπου είμαι εγώ δηλαδή στον Παράδεισο, όπου πήγε η ψυχή του Χριστού μετά την εκπνοή του πάνω στο Σταυρό· στον τρίτο ουρανό όπου η ανθρώπινη φύση του ανυψώθηκε κατά την ανάληψη. Όπου είμαι σε λίγο και όπου θα είμαι αιωνίως. Το να είμαστε μαζί του και να είμαστε στον ίδιο τόπο όπου και αυτός δεν αποτελεί ταυτολογία, αλλά δηλώνει, ότι η μακαριότητα των πιστών θα συνίσταται όχι μόνο στο ότι θα είναι στον ίδιο ευφρόσυνο τόπο, στον οποίο και ο Χριστός, αλλά και στο ότι τον τόπο θα καθιστά ευφρόσυνο η παρουσία του Χριστού. Ο ουρανός του ουρανού είναι το να βρίσκεται κάποιος μαζί με το Χριστό, απολαμβάνοντας τη συντροφιά του και συμμετέχοντας στη σχέση μαζί του. Δες Φιλιπ. α 23.
(5)  «Συμβασιλεύοντας με μένα» (Ζ).
«Το τι αγαθό είναι, το να είμαστε μαζί με τον ίδιο το Χριστό, ποιος λόγος θα μπορούσε να μας το αποκαλύψει;… Θα μας απονεμηθεί κατά κάποιο τρόπο ο ίδιος τόπος σε εμάς και το Χριστό, σαν να παίρνουμε τις όμοιες και ίσες τιμές, κατά ομοιότητα βεβαίως και μίμηση. Διότι θα πάρουμε την ίδια μορφή με τη δόξα του και θα βασιλεύσουμε μαζί του» (Κ).
(6)  Εξαρτάται από το ὦσι μετ' ἐμοῦ=να είναι μαζί μου για να βλέπουν.
(7)  «Για να βλέπουν, είπε, όχι για να πιστεύουν» (Αυ). Για να βλέπουν απολαμβάνοντας αυτήν (b). «Εδώ υπαινίσσεται, ότι η όλη ανάπαυση αυτή είναι, το να βλέπει κάποιος τον Υιό του Θεού. Αυτό βέβαια και μας κάνει να δοξαζόμαστε, το οποίο και ο Παύλος λέει «με ακάλυπτο πρόσωπο αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου»»(Β΄Κορ. γ 18)(Χ).
«Διότι είναι όντως μέγιστη δόξα, το να βλέπει κάποιος τη δόξα του» (Ζ).
«Δείχνει όμως από εδώ, ότι δεν θα γίνει ορατός τότε, έτσι ακριβώς όπως τώρα τον βλέπουν, με ευτελή εξωτερική μορφή, αλλά με δόξα την οποία είχε πριν φτιαχτεί ο κόσμος» (Θφ). Η δόξα της οποίας η θέα πρόκειται να είναι η κληρονομιά των αγίων, είναι η δόξα του αιωνίου Λόγου, την οποία είχε πριν φτιαχτεί ο κόσμος (σ. 5). Πρόκειται να δουν αυτόν «όπως είναι» (Α΄Ιω. γ 2)(β). Το θεωρώ=γνωρίζω με το να βλέπω, μαθαίνω καλά. Εδώ=είμαι συμμέτοχος και συγκοινωνός της δόξας δηλαδή της μακάριας κατάστασης του Χριστού στον ουρανό (G).
Η μακαριότητα των λυτρωμένων συνίσταται κατεξοχήν στο να βλέπουν τη δόξα του Χριστού. Θα απολαμβάνουν την άμεση θέα του ένδοξου προσώπου του Χριστού, θα έχουν σαφή κατανόηση της ένδοξης οικονομίας του, όπως τότε θα είναι τελειοποιημένη. Θα βλέπουν τις πηγές εκείνες της αγάπης, από τις οποίες αναπηδούν όλα τα ρεύματα της χάρης. Και η δόξα αυτή του αρνίου, η οποία θα είναι το φως της νέας Ιερουσαλήμ θα αντανακλάται πάνω τους και θα μεταμορφώνονται αυτοί σύμφωνα με την ίδια εικόνα από δόξα σε δόξα.
(8)  Ή μου έδωσες και ως άνθρωπο, αυτήν που είχα ως Θεός.
«Πρέπει να σημειωθεί βεβαίως ότι λέει ότι του έχουν δοθεί από τον Πατέρα και οι ίδιοι οι μαθητές και η δόξα η θεοπρεπής και η εξουσία στα πάντα, όχι στη θεία Του φύση, αφού είναι ο Κύριος της δόξας… αλλά μάλλον επειδή έγινε άνθρωπος, στον οποίο όλα είναι δοσμένα από το Θεό και δεν προέρχονται από τη δική του ανθρώπινη φύση» (Κ).
Ή «την δόξα της θεότητας, την οποία μου έδωσες, όχι σαν σε κατώτερο ή σαν σε κάποιον που γεννήθηκε ύστερα, αλλά ως αίτιος, δηλαδή επειδή με γέννησες. Πότε όμως έδωσε; Όταν εννοείται τον γέννησε» (Ζ).
Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
(9)  «Επειδή το «έδωσες» λόγω του ότι δείχνει συγκατάβαση, επρόκειτο σε κάποιους να γεννήσει σκάνδαλο δίνοντας την εντύπωση ότι αποδίδει ελάττωση στον υιό, θεραπεύει αυτό λέγοντας· «Διότι με αγάπησες πριν φτιαχτεί ο κόσμος», δηλαδή πριν τους αιώνες. Διότι έτσι η Γραφή δείχνει το «αιώνια»» (Ζ).
Η αιώνια αγάπη του Υιού από τον Πατέρα είναι η αιώνια δόξα του (β). Η αγάπη είναι η αιτία της αιώνιας αυτής δόξας (F). Και σε αυτό συνίσταται η δόξα του Υιού, στο να είναι το αντικείμενο της αιώνιας αγάπης του Πατέρα (g).
(10)  Η λέξη καταβολή συναντιέται μόνο μία φορά στους Ο΄. (Β΄Μακ. β 29 για θεμελίωση οίκου) και σε 11 χωρία της Κ.Δ., από τα οποία τα 9 έχουν την όλη φράση «καταβολή κόσμου». Η έννοια είναι ότι με αγάπησες πριν τη θεμελίωση του κόσμου (β).

25 Πάτερ δίκαιε(1), καὶ(2) ὁ κόσμος(3) σε(4) οὐκ ἔγνω(5), ἐγὼ δέ(6) σε ἔγνων(7), καὶ(2) οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(8)·
25Πατέρα, δίκαιε κριτή, ο κόσμος δε σε γνώρισε, ενώ εγώ σε γνώρισα, κι αυτοί εδώ έχουν αναγνωρίσει πως μ’ έστειλες εσύ.
(1)  «Αποκαλεί τον Πατέρα δίκαιο, παρόλο που μπορούσε να τον ονομάσει αλλιώς. Διότι πράγματι είναι όσιος, άγιος, αμόλυντος κτίστης και δημιουργός, και όσα άλλα ονόματα πρέπουν στη φύση που βασιλεύει στα πάντα. Ποια λοιπόν είναι η αιτία που τον αποκάλεσε δίκαιο;» (Κ).
Ή «επειδή ακριβώς είσαι δίκαιος, για αυτό ο κόσμος δεν σε γνώρισε» (Αυ).
Ή, πιο σωστά, από τη δικαιοσύνη του Θεού απορρέει η μέσω του Χριστού αποδοχή των πιστών από το Θεό, αφού αντιτίθενται στον κόσμο (b). Κάνει επίκληση της θείας δικαιοσύνης, διότι πρόκειται να εξορκίσει τον Πατέρα του να κρίνει ανάμεσα στον κόσμο και τους μαθητές του (F).
Στο όνομα της δικαιοσύνης του Πατέρα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ εκείνων οι οποίοι δέχονται την θεία αποστολή του Ιησού και του εχθρικού κόσμου, ο οποίος απορρίπτει αυτόν (β). Η εκκλησία δεχόμενη την περί Θεού αποκάλυψη του Χριστού, απέδειξε για τον εαυτό της ότι είναι άξια της αγάπης του Θεού (μ). Όταν προσευχόταν, για να αγιαστούν, ονόμαζε το Θεό άγιο Πατέρα· όταν τώρα προσεύχεται, για να δοξαστούν, ονομάζει αυτόν δίκαιο Πατέρα, διότι στεφάνι δικαιοσύνης πρόκειται ο δίκαιος Κριτής να αποδώσει.
(2)  Με έννοια αντιθετική. Η άγνοια του κόσμου, αντιτίθεται στη γνώση των μαθητών. Η έννοια του όλου στίχου. Ο κόσμος, είναι αλήθεια, αποτελεί το αντικείμενο της δίκαιης απόρριψής του από σένα, λόγω της άρνησής του να σε γνωρίσει· αλλά αυτοί αφού δέχτηκαν εμένα, ο οποίος έφερνα σε αυτούς τη γνώση Σου, έγιναν άξιοι του προνομίου, το οποίο τώρα σού ζητώ για χάρη τους (g).
(3)  «Δηλαδή οι αντιτιθέμενοι στο θείο και ευαγγελικό κήρυγμα λόγω του ότι φρονούν τα κοσμικά» (Κ).
«Εγώ μεν ήθελα όλοι οι άνθρωποι να τύχουν αυτών των αγαθών, τα οποία προσευχήθηκα για τους πιστούς, αλλά δεν σε γνώρισαν, για αυτό και δεν θα πετύχουν τη δόξα και τα βραβεία» (Θφ).
Στον κόσμο δόθηκε η ευκαιρία να σε γνωρίσει, αλλά η τύφλωσή του εμπόδισε αυτόν να αρπάξει αυτήν (τ).
(4)  «Ο μεν άλλος κόσμος καθόλου [δεν σε γνώρισε], ενώ οι Ιουδαίοι [δεν σε γνώρισαν ως] πατέρα μου» (Ζ).
(5)  «Επειδή ήταν κακοί με τη θέλησή τους» (Ζ). Η άγνοια αυτή είναι το μεγαλύτερο από τα εγκλήματα (F). Είναι εκείνη, για την οποία μιλά ο Παύλος στο Ρωμ. α 19. Η άγνοια του Θεού που είναι διάχυτη στον κόσμο της ανθρωπότητας, είναι το σκοτάδι, στο οποίο ο κόσμος αυτός κάθεται. Επειδή λοιπόν ακριβώς οι μαθητές καλούνταν να εργαστούν μέσα στον κόσμο, για να φέρουν το σωτηριώδες φως της αλήθειας σε εκείνους, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον του φωτός, για αυτό και ο Κύριος δέεται να τους φυλάξει ο Πατέρας.
(6)  Το «δε» δείχνει μία πρώτη αντίθεση σε σχέση με το «και» που προηγήθηκε, η οποία παρουσιάζει ότι συμπληρώνει την αντίθεση με το δεύτερο «και» (g). Αποτελεί παρενθετική πρόταση το «ἐγὼ δέ σε ἔγνων».
(7)  Ο Κύριος ως αυτός που ενανθρώπησε, συχνά παρουσιάζεται να αξιώνει για τον εαυτό του μοναδική γνώση για το Θεό (ζ 29,η 55,ι 15). «Δεν συμβαίνει λοιπόν αυτό το οποίο λένε οι Ιουδαίοι, ότι αυτοί μεν σε γνωρίζουν, ενώ εγώ σε αγνοώ, αλλά το αντίθετο, εγώ σε γνωρίζω ενώ άλλοι δεν σε γνώρισαν» (Χ).
(8)  Αυτή είναι η σωστική γνώση για το Θεό· δηλαδή αυτή που παρέχει την πεποίθηση για τη θεία καταγωγή του Χριστού ή με άλλα λόγια για τη θεία καταγωγή του Χριστιανισμού (ο). Ο Χριστός γνωρίζει το Θεό άμεσα· οι πιστοί γνωρίζουν το Θεό δεχόμενοι το Χριστό ως τον από το Θεό εντεταλμένο αποκαλυπτή (μ). Όταν ο Κύριος είπε, «και ο κόσμος δεν σε ξέρει» ο καθένας θα ανέμενε, ότι θα συνέχιζε με τα λόγια: αυτοί όμως σε γνώρισαν. Αλλά όχι· δεν μπορούσαν οι μαθητές να καυχηθούν για τη γνώση που είχαν. Για αυτό και ο Κύριος συνεχίζοντας λέει: Εγώ όμως σε γνώρισα, το οποίο υπονοεί, ότι δεν έχουμε τίποτα από τον εαυτό μας, το οποίο να μας συνιστά στην εύνοια του Θεού, αλλά εξαρτιόμαστε σε όλα από το Χριστό. Εμείς είμαστε ανάξιοι. Αλλά είναι άξιος αυτός και μέσω αυτού γινόμαστε άξιοι και εμείς.

26 καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου(1) καὶ γνωρίσω(2), ἵνα ἡ ἀγάπη(3) ἣν ἠγάπησάς με(4) ἐν αὐτοῖς ᾖ(5), κἀγὼ ἐν αὐτοῖς(6).
26Τους έμαθα ποιος είσαι και θα συνεχίσω να τους το μαθαίνω, ώστε να είναι μέσα τους η αγάπη με την οποία με αγάπησες, όπως κι εγώ θα είμαι μέσα τους».
(1)  Είναι σχετικό με το «φανέρωσα το όνομά σου» του σ. 6.
«Για να μην νομίσει κάποιος τυχόν, ότι η γνώση γίνεται με ίσο τρόπο και στον ίδιο το Χριστό και στους μαθητές, διαχωρίζει αμέσως και κάνει ολοφάνερη τη διαφορά, δείχνοντας αμέσως ότι αυτός μεν αποκαλύπτει ενώ αυτοί παίρνουν τη γνώση μέσω αυτού» (Κ).
(2)  «Αφού τους στείλει του Πνεύμα, το οποίο θα τους οδηγήσει σε όλη την αλήθεια» (Θφ).
Θα γνωρίσω «σπέρνοντας μέσα στον καθένα τον φωτισμό μέσω του Πνεύματος» (Κ).
Αξιόλογες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Ο Χριστός, όταν είπε τα λόγια αυτά, βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου του και είχε υπ’ όψη του ότι μετά από λίγο θα κρεμιόταν στο Σταυρό. Δεν θα έλεγε πλέον σε αυτούς κάτι άλλο για το όνομα του Πατέρα του, αλλά θα άφηνε σε αυτούς τον Σταυρό του μόνον αυτόν να μιλά σε αυτούς. Όλοι όσοι ατενίζουν με πίστη στο μυστήριο του Σταυρού και εισδύουν σε αυτό, μπορούν να αναγνωρίσουν και να μάθουν για το όνομα του Θεού πολύ περισσότερα από όσα μπορούν να περιλάβουν βιβλία ολόκληρα ή οι ασθενείς γλώσσες των θνητών να εκφράσουν. Μπορούν στο Σταυρό να διδαχτούν για την ανείπωτη αγιότητα του Θεού, ο οποίος τόσο πολύ αποστρέφεται την αμαρτία, ώστε πάταξε μεν αυτήν και στο πρόσωπο του Υιού που πήρε πάνω του την αμαρτία του κόσμου, και παρέδωσε σε επονείδιστο θάνατο αυτόν, για να εξαλείψει από τον κόσμο την αμαρτία και να απομακρύνει οριστικά αυτήν από αυτόν. Διδάσκει ακόμη ο Σταυρός του Κυρίου την δικαιοσύνη του Πατέρα, η οποία αμετάκλητα τιμωρεί την αμαρτία με θάνατο. Και στο Σταυρό πραγματοποιήθηκε και εκπληρώθηκε κατά γράμμα η απόφαση που βγήκε στον Παράδεισο της Εδέμ: «την ημέρα που θα φάτε από αυτό θα πεθάνετε με θάνατο».
Όλοι όσοι αμάρτησαν στο πρόσωπο του Αδάμ, όλοι θα πεθάνουν, χωρίς εξαίρεση. Άλλοι μεν θα πεθάνουν αιωνίως χωριζόμενοι από το Θεό και άλλοι θα πεθάνουν με το Χριστό και μαζί με το Χριστό δικαιούμενοι από αυτόν. Όσοι εμμένουν στην απιστία, θα αντικρύσουν τη δικαιοσύνη του Θεού αδυσώπητη. Όσοι με την πίστη πεθάνουν με το Χριστό, θα την βρουν συμφιλιωμένη. Διδάσκει ο Σταυρός τη σοφία του Θεού που οικονομεί την δικαίωση του αμαρτωλού με τρόπο που αναδεικνύει και το νόμο του Θεού σεβαστό και την αμαρτία βδελυκτή, αλλά και που διευκολύνει την χάρη και την άφεση στους ταλαίπωρους αμαρτωλούς. Διδάσκει ο Σταυρός και την αγάπη του Θεού, που τόσο αγάπησε τον κόσμο που απομακρύνθηκε από αυτόν και τον εγκατέλειψε, ώστε παρέδωσε τον Υιό του τον μονογενή, ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν να μην χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια.
(3)  «Σε αυτούς που μπόρεσαν με ειλικρινή θέαση να καταλάβουν το Θεό και Πατέρα και διδάχτηκαν με ακρίβεια τον λόγο του μυστηρίου του Χριστού, θα υπάρξει οπωσδήποτε και αναμφίβολα θα πραγματοποιηθεί το να αγαπιούνται τελείως από τον Πατέρα, με όμοιο τρόπο όπως αγαπιέται ο Υιός» (Κ).
(4)  «Η αγάπη η γνήσια και φυσική» (Ζ), με την οποία με αγάπησες πριν τη θεμελίωση του κόσμου. Ο σιναϊτικός γράφει αυτούς αντί για με.
(5)  Μέσα στις καρδιές τους σύμφωνα με το Ρωμ. ε 5. Η αγάπη του Θεού, η οποία πριν τη δημιουργία του φυσικού κόσμου είχε ως ανάλογο και τέλειο αντικείμενό της τον Υιό, βρίσκει από τη δημιουργία της νέας κτίσης και του νέου πνευματικού κόσμου το αντικείμενό της σε όλους τους ενωμένους με τον Υιό (Reuss).
«Πάλι λοιπόν στην αγάπη κατέληξε, βάζοντας αυτήν ως ολοκλήρωση του λόγου» (Ζ).
Η προσευχή αυτή, γεμάτη ολόκληρη από αγάπη, δεν ήταν δυνατόν καλύτερα να τελειώσει παρά με μία τέτοια αίτηση (F).
(6)  «Εγώ θα μείνω σε αυτούς» (Χ), έτσι ώστε να αγαπάς αυτούς με την ίδια αγάπη, με την οποία αγαπάς εμένα· ώστε η καρδιά τους να είναι το θέατρο και η σκηνή, στα οποία πρόκειται να ασκείται η αγάπη αυτή (b).
«Διότι πώς αλλιώς υπάρχει και σε εμάς η αγάπη, με την οποία αγάπησε ο Πατέρας τον Υιό, παρά διότι είμαστε μέλη του και αγαπιόμαστε μέσα από Αυτόν, αφού αγαπιέται σε ολόκληρο το πρόσωπό του, δηλαδή και ως Κεφαλή και ως μέλη; Για αυτό πρόσθεσε το «και εγώ μέσα σε αυτούς»». Διότι είναι μέσα μας, σαν σε ναό Του» (Αυ).
Δεν μπορούμε να τύχουμε της αγάπης του Θεού παρά μόνο μέσω του Ιησού Χριστού, όταν δηλαδή έχουμε το Χριστό μέσα μας. Ούτε είναι δυνατόν να λάβουμε αίσθηση και κατανόηση της αγάπης αυτής παρά μόνο με την προσωπική πείρα την οποία αποκτάμε, όταν ο Χριστός κατοικεί μέσα μας, δηλαδή όταν το Πνεύμα του Χριστού είναι στις καρδιές μας.

katafigioti

lifecoaching