Του Αββά Ευπρεπίου.
α. Είπε ο Αββάς Ευπρέπιος : « Βέβαιος όντας ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, να πιστεύης σ’ Αυτόν και θα μετέχης στα δικά του. Αν δε αμελής, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις. Όλοι πιστεύουμε ότι δυνατός είναι και ότι όλα είναι σ’ Αυτόν δυνατά. Αλλά και σε ό,τι o ίδιος κάνεις στο όνομά του, να έχης εμπιστοσύνη, γιατί και σε σένα κάνει θαύματα ».
β. Ο ίδιος, όταν ήλθαν κλέφτες και του έπαιρναν τα πράγματα, τα σήκωνε μαζί τους. Αφού δε πήραν όλα όσα ήταν μέσα στο κελλί του, παράτησαν το ραβδί τους και μόλις το είδε ο Αββάς Ευπρέπιος, στενοχωρήθηκε. Το πήρε λοιπόν και έτρεχε πίσω τους, -θέλοντας να τους το επιστρέψη. ’Εκείνοι όμως δεν -θέλησαν να το δεχθούν και είχαν φόβο μήπως συνέβη τίποτε δυσάρεστο γι’ αυτούς. Τότε αυτός, συναντώντας κάποιους, ζήτησε να δώσουν αυτοί το ραβδί, καθώς βάδιζαν στον ίδιο με τους κλέφτες δρόμο.
γ. Είπε ο Αββάς Ευπρέπιος : « Τα σωματικά είναι ύλη. Όποιος αγαπά τον κόσμο, αγαπά προσκόμματα. Αν λοιπόν συμβή να χάσουμε τίποτε, το γεγονός αυτό πρέπει να το δεχθούμε με χαρά και δοξολογία, γιατί έτσι απαλλαχθήκαμε από φροντίδες ».
δ. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ευπρέπιο για τον τρόπο ζωής. Και είπε ο γέρων : « Χορτάρι φάγε, χορτάρι φόρεσε, σε χορτάρι να κοιμάσαι. Ήγουν όλα να τα καταφρονής, τη δε καρδιά να την έχης σιδερένια ».
ε. Ένας αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα, λέγοντας : « Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού στην ψυχή ; »• Και είπε ο γέρων : « Αν έχη τινάς την ταπείνωση και την ακτημοσύνη και το να μη κρίνη, έρχεται σ’ αυτόν ο φόβος του θεού ».
στ. Ο ίδιος είπε : « Φόβος και ταπείνωση και έλλειψη τροφών και πένθος ας μένουν μέσα σου ».
ζ. Επισκέφθηκε, στα πρώτα του χρόνια, ο Αββάς Ευπρέπιος κάποιον γέροντα και του λέγει : «Αββά, πες μου πώς να σωθώ ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Αν θέλης να σωθής, όταν επισκεφθής κάποιον, μη βιαστής να μιλήσης, πριν σε εξετάση ». Και ο Αββάς Ευπρέπιος, έχοντας αισθανθη βαθειά αυτά τα λόγια, έβαλε μετάνοια, λέγοντας : « Είναι γεγονός ότι πολλά βιβλία διάβασα, αλλά τέτοιο μάθημα ποτέ έως τώρα δεν το πήρα ». Και έχοντας ωφεληθή πολύ, βγήκε.
Του Αββά Ελλαδίου
α. Έλεγαν για τον Αββά Ελλάδιο, ότι πέρασε είκοσι χρόνια στα Κελλιά και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια προς τα επάνω, για να δη τη στέγη της εκκλησίας.
β. Έλεγαν για τον ίδιο Αββά Ελλάδιο, ότι ψωμί και αλάτι έτρωγε. Όταν λοιπό ήλθε το Πάσχα, έλεγε :
« Οι αδελφοί ψωμί και αλάτι τρώνε. Αλλά εγώ έπρεπε να υποστώ μικρή ταλαιπωρία για το Πάσχα. ’Επειδή λοιπόν τις άλλες μέρες τρώγω καθισμένος, τώρα όπου είναι Πάσχα, θα ταλαιπωρηθώ τρώγοντας όρθιος ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 79-80)