ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 355-358).
Δοκιμάζεται η φιλία. Απάντηση στη διαίρεση.
Δεν είχε τη δύναμη ο Βασίλειος να ματαιώσει τη διαίρεση. Είχε όμως τη σύνεση του ποιμένα και αντέδρασε στο αντικανονικό αυτό μέτρο έτσι που να προκύψει ωφέλεια στους πιστούς. Χειροτόνησε δηλαδή επισκόπους σε μερικές κωμοπόλεις που δεν ήταν επισκοπές και που τις διεκδικούσε ο μητροπολίτης της Β' Καππαδοκίας.
Η ωφέλεια ήταν άμεση. Οι πιστοί των πόλεων τούτων γνώρισαν εντονότερη την ποιμαντική φροντίδα, πρόκοψαν περισσότερο στην πνευματική ζωή και δεν παρασύρθηκαν από τους κακόδοξους. Αντί λοιπόν να διαιρεθεί η Εκκλησία, αυξήθηκε πνευματικά.
Στις καινούργιες επισκοπές τοποθέτησε φυσικά φίλους του, αυστηρά ορθόδοξους. Το περίεργο μόνο είναι ότι για το σχέδιό του αυτό χρησιμοποίησε και δυο μεγάλους θεολόγους που και οι δυο απέτυχαν στο έργο τούτο. Πρόκειται για το φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο και τον αδελφό του Γρηγόριο. Τον πρώτο χειροτόνησε για την επισκοπή Σασίμων, μεταξύ Καισάρειας και Τυάνων. Τον δεύτερο για την επισκοπή της Νύσσας, κοντά στον Άλυ ποταμό.
Ο φίλος του δεν πήγε καθόλου στην επισκοπή του. Ο αδελφός του πήγε, άλλα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε.
Η απόφαση του Βασιλείου να χρησιμοποιήσει το φίλο του Γρηγόριο στο παραπάνω σχέδιο έγινε αιτία να δοκιμασθεί για λίγο η φιλία των δυο ανδρών. Και θα είχε διαλυθεί οριστικά εάν δεν ήταν και οι δυο μεγάλοι.
Ο Βασίλειος χρησιμοποίησε βαριές κουβέντες για το φίλο του Γρηγόριο που δεν έμεινε στα Σάσιμα να επισκοπεύσει. Τον κατηγόρησε ότι αγνοεί την εκκλησιαστική κατάσταση, ότι είναι άφιλος, απαίδευτος. Ο Γρηγόριος επαναστάτησε, αντέδρασε βίαια. Πάντα το ίδιο έκανε στη ζωή του, όταν του ζητούσαν να εγκαταλείψει την ησυχία και να αναλάβει δράση, οποιαδήποτε δράση. Ήξερε καλά πως δεν ήταν άνθρωπος δράσεως. Την αποστρεφόταν όσο τις αμαρτίες του. Και τώρα έλεγε στο Βασίλειο:
- Να βρεις άλλους να προσέχουν τα φορτωμένα μουλάρια για να μη στα παίρνει ο Άνθιμος Τυάνων.
Το έλεγε αυτό γιατί τα Σάσιμα ήταν σταυροδρόμι, πέρασμα και στο σημείο αυτό έβρισκε την ευκαιρία ο Άνθιμος να παίρνει τα μουλάρια, ισχυριζόμενος ότι τα Σάσιμα είναι της Μητροπόλεώς του και ότι στους αιρετικούς δεν πρέπει να πληρώνει κανείς φόρους, καθώς είπαμε πιο πάνω. Αν όμως επισκόπευε στο χωριό τούτο άνθρωπος του Βασιλείου τα εκκλησιαστικά έσοδα της περιοχής θα έφθαναν ασφαλή στην Καισάρεια και τα φιλανθρωπικά έργα θα τέλειωναν μια ώρα γρηγορότερα.
Όλα τα έβλεπε και όλα τα εκτιμούσε ο Γρηγόριος. Αυτός παραπάνω μας είπε ότι με το σχέδιο του Βασιλείου πρόκοψε πνευματικά η περιοχή. Αυτός ήξερε απ’ όλους καλύτερα σε τι χρησίμευαν τα φορτωμένα μουλάρια. Όλα λοιπόν καλά, μα όχι ο ίδιος μέσα στην προσπάθεια, δεν ήταν στα μέτρα του, στο χαρακτήρα του.
- Κάνε ό,τι ωραίο μπορείς, Βασίλειε. Εμένα όμως άφησέ με στην ησυχία μου.
Στη δράση γινόταν μικρός. Στη σκέψη μεγάλος.
-Για μένα, Βασίλειε, η πιο μεγάλη πράξη (=δράση) είναι η απραξία.
Τον κεραυνοβολούσε ο Βασίλειος με αυστηρά γράμματα, τον προέτρεπε να βοηθήσει στο γενικότερο έργο της διασώσεως της ενότητας. Κι εκείνος έστελνε τους αλλόκοτους κεραυνούς, όπως ο παραπάνω: «πράξη είναι η απραξία».
Πώς να συμφωνήσουν με τέτοιες προϋποθέσεις οι δυο ιεροί άνδρες; Και όμως κατάλαβαν ο ένας τον άλλο, γιατί και τη δύναμη και τη διάθεση είχαν να σκύψει ο ένας στην καρδιά του άλλου. Ο Βασίλειος σεβάσθηκε την απραξία του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος αναγνώρισε ότι οι ενέργειες του Βασιλείου υπαγορεύονταν από το συμφέρον της Εκκλησίας, ήταν θέλημα Θεού.
Έρχονται στιγμές πικρές για το Γρηγόριο. Διαμαρτύρεται: «Μα δε σκέφθηκες τη φιλία μας, πώς μ’ έστειλες επίσκοπο στο άθλιο χωριό; Με κάνεις να μην πιστεύω πια στη φιλία». Κουβέντες φοβερές.
Ακόμα και οι φίλοι τους παραξενεύτηκαν. Το νέο έφθασε παντού και ο Βασίλειος απολογείται στον κοινό φίλο Ευσέβιο Σαμοσάτων, που φαίνεται του έκανε κάποια παρατήρηση:
- Όπως εσύ, έτσι και εγώ θα ήθελα να ποιμαίνει ο Γρηγόριος μιαν Εκκλησία ανάλογη προς τις ικανότητές του. Και τέτοια Εκκλησία είναι η γη ολόκληρη. Αυτό δε γίνεται όμως. Ας ποιμαίνει λοιπόν το μικρό τόπο των Σασίμων για να γίνει ο τόπος ένδοξος από το Γρηγόριο κι όχι ο Γρηγόριος από τον τόπο. Χαρακτηριστικό του μεγάλου άνδρα είναι να ικανοποιείται από τα μικρά και να κάνει τα μικρά μεγάλα.
Αυτά έγιναν μεταξύ Φεβρουάριου και Πάσχα του 372.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Γρηγόριος ταλαιπωρήθηκε πολύ. Προπαντός αφότου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στήριξε την ορθόδοξη πίστη στα μαύρα χρόνια της αρειανοκρατίας και όπου το 381 έγινε αρχιεπίσκοπος.
Κάτι όμως έμεινε από την πικρία που του έδωσε ο Βασίλειος. Τη θυμήθηκε ακόμα και πάνω στον τάφο του Βασιλείου, την ώρα που του έλεγε τον καταπληκτικό επιτάφιο λόγο του. Και πάλι όμως θα δικαιολογήσει το Βασίλειο, λέγοντας πως η πράξη του υπαγορεύθηκε από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, κάτι που δεν αρνήθηκε ποτέ στο Βασίλειο.
Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν:
«Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται».
«Ζήτε στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί» , είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή η σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γής, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα εμοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τί θα μου θύμιζε και σε τί θα με βοηθούσε; Γι αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ'ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι».
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ' έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυο το ανδρόγυνο και άλλοι δυο οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε:
«Όρθιούς μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην υπαιθρο».
Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα επλένε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους εφτίαχνε και καμμιά σούπα.
Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυο άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ' ένα δωμάτιο.
(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α, σελ. 172-173)
Από το πρωινό τούτο της 27ης του Νοέμβρη, ο Γρηγόριος είχε την επισκοπική ευθύνη για την Κωνσταντινούπολη. Στη διάθεσή του όλοι οι ναοί. Δεν είχε τυπικά ενθρονιστεί μα ήτανε κι αναγνωριζότανε απ’ όλους επίσκοπος κανονικός. Οι περισσότεροι αρειανοί και μάλιστα οι λαϊκοί ενώθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μείνανε όμως αρκετοί φανατικοί και ιδιαίτερα κληρικοί, που κάνανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να βλάψουνε το Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, οργάνωναν τη δράση τους και τις επιθέσεις τους. Φτάσανε στο σημείο να οργανώσουνε ακόμα και τη δολοφονία του Γρηγορίου. Εκεί έφτασε το μίσος.
Τα μελετήσανε όλα σε όλες τις λεπτομέρειες. Πλησίασαν ένα δικό τους, ένα νεαρό και φανατικό. Του υποσχεθήκανε πολλά. Εκείνος δέχτηκε μ’ ευκολία. Και μ’ ένα θράσος φοβερό. Τη νύχτα, κλείνανε καλά τις πόρτες οι άνθρωποι του Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν το κακό. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να επιτεθεί ο δολοφόνος μια ώρα, που να μην έχει κόσμο στην αυλή του Αβλάβιου. Να μην υπάρχει άνθρωπος εκεί στην άκρη, στο χαμηλό σπιτάκι με το κελί του Γρηγορίου.
Ήταν χειμωνιάτικο απόγευμα, προς το τέλος του Δεκέμβρη. Πήρε να σκοτεινιάζει γρήγορα. Ο κόσμος μαζεύτηκε νωρίς. Το χιονόνερο έστελνε βιαστικά τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Οι αρειανοί όπλισαν μ’ ένα μαχαίρι το νεαρό δολοφόνο και τον έστειλαν εκεί που ήξερε. Με προφυλάξεις, έφτασε στο αρχοντικό του Αβλάβιου. Η μεγάλη πόρτα του κήπου ήτανε ανοιχτή. Την περίμενε κλειστή και παραξενεύτηκε. Μπαίνανε από κει όσοι πήγαιναν για το ναό της Αναστασίας. Τέτοια ώρα όμως κανείς δεν ερχόταν· ακολουθίες τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, δε γίνονταν. Ο νεαρός δεν πολυσκέφτηκε. Δρασκέλισε αθόρυβα. Προχώρησε για το σπιτάκι με την πλάτη στο φράχτη, να παρακολουθεί, μήπως φανεί κίνηση. Το μυαλό και τα μάτια καρφωμένα στο σπιτάκι. Κίνηση εκεί καμία. Επομένως, δεν είχε ’ρθει ακόμα ο Θεόφιλος· αυτός που έκανε τις πρόχειρες δουλειές του σπιτιού. Προχώρησε ακόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τα μάτια στο σπιτάκι. Έβλεπε μόνο το φωτάκι στο κελί του επισκόπου. Θα προσευχότανε ή θα διάβαζε. Αυτές τις μέρες ήτανε πάλι άρρωστος. Αποκλειόταν να κυκλοφορεί όρθιος.
Περίμενε ακόμα λίγο και μ’ ένα σάλτο αθόρυβο βρέθηκε στην πόρτα. Την έσπρωξε μαλακά και μπήκε στο διάδρομο. Κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπε απέναντί του τη μικρή πόρτα, στο κελί του Γρηγορίου. Το μυαλό και οι αισθήσεις του στο κελί. Μηχανικά παραμέρισε το ρούχο του, έβαλε το χέρι στη ζώνη κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού. Μια κρυάδα του ήρθε, αλλά έσφιξε καλά τη λαβή και τράβηξε το μαχαίρι έξω. Ασυναίσθητα το ‘φερε κοντά στα μάτια να το δει καλά, γιατί το σκοτάδι τον εμπόδιζε. Τότε ξαφνικά, ένας ελαφρύς θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωση. Ένας νέος άντρας έμπαινε από την πόρτα μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι. Ο δολοφόνος δεν είχε να φύγει από πουθενά. Χαμένος, έμεινε ακίνητος. Τα μέλη του παράλυτα, το στόμα του σφαλισμένο. Ο Θεόφιλος σήκωσε ψηλά το λυχνάρι να δει καλά και κατάλαβε. Μέσα του ένιωσε τρόμο. Άρχισε να τρέμει και να τραυλίζει. Όμως δεν ήτανε καιρός. Φτάσανε οι εκπρόσωποι ενός ναού, που θέλανε να δουν τον επίσκοπο —γι’ αυτό έμεινε η έξω πόρτα ανοιχτή. Οι εκπρόσωποι πατούσαν κιόλας το σκαλοπάτι του σπιτιού. Ο Θεόφιλος, χωρίς να σκεφτεί, οδηγημένος από κάποια δύναμη, σηκώνει το αριστερό του χέρι και παίρνει απλά το μαχαίρι από το νεαρό, που έστελε σαν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οι επισκέπτες. Ο Θεόφιλος τους άνοιξε την πόρτα του κελιού, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, έπιασε από το χέρι το νεαρό και τον έβαλε κι αυτόν στο κελί.
Ο άρρωστος επίσκοπος ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι, να τους βλέπει και να τον βλέπουνε. Οι εκπρόσωποι του λέγανε, αυτά που είχανε να πουν. Μα το διαπεραστικό μάτι του Γρηγορίου στάθηκε σ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό και ωχρό σαν πανί. Ο νεαρός με το μαχαίρι στεκότανε θλιμμένος, με κατεβασμένα τα μάτια, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του.
Καμιά φορά φύγανε οι εκπρόσωποι. Τότε ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου. Γονατιστός τον αγκάλιασε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι κι έκλαιγε με λυγμούς. Τον ρωτούσε απορημένος ο Γρηγόριος κι αυτός μόνο έκλαιγε και βογκούσε. Ρώτησε πάλι και πάλι, απάντηση καμία. Στενοχωρήθηκε ο επίσκοπος και, βλέποντας το νεαρό να κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ο ίδιος από συμπόνια. Ο Θεόφιλος, που βγήκε να ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες, γύρισε στο κελί. Ακούοντας πάλι το δακρυσμένο επίσκοπο να ρωτάει το νεαρό, ποιος είναι και τι έπαθε, έδωσε κείνος την απάντηση:
— Ο φονιάς σου είναι, γέροντα. Τώρα δα ήταν έτοιμος. Κι αν δεν προλάβαινα, τώρα δε θα ρωτούσες, ούτε και θα μας έβλεπες, σ’ έσωσε ο Θεός.
— Μα τούτος κλαίει, παιδί μου, πώς είναι δυνατό; έκανε ο Γρηγόριος.
— Κλαίει γιατί τον χτύπησε η συνείδηση. Του ‘γινε θηλιά και πάει να τον πνίξει, έγινε ο δήμιός του, πρόσθεσε ο Θεόφιλος.
Περάσανε ακόμα λίγα λεπτά κι ο νεαρός συνήλθε. Του ‘γνεψε και πλησίασε στην κορυφή του κρεβατιού. Εκείνος γονάτισε κι ο Γρηγόριος έβαλε το ιερό του χέρι στο κεφάλι του μετανοημένου. Τον συγχώρεσε και του ‘πε λίγα λόγια:
— Ο Θεός να σ' ελεήσει και να σε σώσει, παιδί μου. Για μένα, που τόσα χρόνια είμαι δικός του και σωσμένος, δεν είναι δύσκολο να φανώ και στο σφαγέα μου καλός. Μόνο πια τώρα, κοίτα να γίνεις καλός, καθώς πρέπει σε μένα και στο Θεό.
Η απόπειρα δολοφονίας μαθεύτηκε σ’ όλη την Πόλη, που μέρα με τη μέρα μαλάκωνε και αγαπούσε περισσότερο το Γρηγόριο. Μαλάκωνε η καρδιά και πολλών πρώην φανατικών αρειανών. Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε αθέατοι στο κελί του, να ζητήσουνε συγχώρηση για όσα του είχανε κάνει. Και δεν του είχανε κάνει λίγα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους πολλούς λιθοβολισμούς, ότι παραλίγο να τον σκοτώσουνε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις βρισιές, τα ομαδικά γιουχαΐσματα, τις κατάρες, την απόπειρα δολοφονίας.
Εκείνος πάραυτα δεν έστελνε τους κρατικούς υπαλλήλους να συλλάβουνε τους καταχραστές αρειανούς. Δεν ήθελε να δείξει ότι για χρήματα κινεί τέτοιες διαδικασίες. Ούτε κι ο ίδιος αναμίχτηκε στα οικονομικά, μέχρι το καλοκαίρι του 381, που έμεινε στην Πόλη ως επίσκοπος. Υπερβολή κι αυτό. Μα δεν άντεχε το πιο εκμαυλιστικό από τα κοσμικά πράγματα· τα χρήματα. Έφτασε στο σημείο να μην παρακολουθεί τι γίνεται με την κληρονομιά του πατέρα του και της μητέρας του. Κτήματα μεγάλα και υποστατικά. Πολλά τα ’χε δώσει με λόγο σ’ αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Άλλα μπαίνανε και του τα παίρνανε γείτονες και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα επιβλέπανε άνθρωποί του. Εκείνος ούτε να ξέρει δεν ήθελε. Αγαπούσε τη φτώχεια και ζούσε σαν ασκητής. Άλλωστε σε λίγους μήνες, στις 31 Μαΐου του 381, θα κάνει διαθήκη, για να δώσει από δω κι από κει όλα τα υπάρχοντά του, να μην τον βαραίνει τίποτα στη γη. Ήτανε τότε πενήντα ενός χρόνων. Πολλά τ’ άφηνε στην Εκκλησία της Ναζιανζού· άλλα για πτωχοτροφείο κι άλλα πάλι αλλού.
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, "Ο πληγωμένος αετός", εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 232-236)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιω. 6,64 ἀλλ᾿(1) εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες(2) οἳ οὐ πιστεύουσιν(3). ᾔδει γὰρ(4) ἐξ ἀρχῆς(5) ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ(6) τίς ἐστιν ὁ παραδώσων(7) αὐτόν.
Ιω. 6,64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Αντιθετικό.=Παρόλο που οι λόγοι μου είναι Πνεύμα και ζωή, όμως σκανδαλίζονται και δεν πιστεύουν κάποιοι σε αυτούς (β).
(2) Το «κάποιοι» εδώ σημαίνει ένα μέρος οποιοδήποτε, μικρό ή μεγάλο, όπως και στα Ρωμ. γ 3,ια 17,Εβρ. γ 16, όπου δηλώνει ολόκληρο το πλήθος του Ιουδαϊκού λαού που παρέμεινε στην απιστία (g). Μεταξύ των ονομαζομένων Χριστιανών υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι είναι πραγματικοί άπιστοι.
(3) «Δεν είπε, Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν πιστεύουν. Δεν καταλαβαίνουν λοιπόν, διότι δεν πιστεύουν» (Αυ). Η απιστία και όχι η σκληρότητα ή το ακατανόητο της χριστιανικής ορολογίας και διδασκαλίας είναι η αληθινή αιτία της αποστασίας που διαδίδεται (χ).
(4) Παρενθετική πρόταση, με την οποία ο ευαγγελιστής αιτιολογεί με ένα γεγονός την διακήρυξη του Κυρίου στο πρώτο τμήμα του σ., και προετοιμάζει και για την ακόλουθη πληροφορία για την αποχώρηση αυτών από τον κύκλο των μαθητών (ο).
(5) Από την αρχή της δημόσιας δράσης του ή πιο σωστά από τη στιγμή κατά την οποία ο καθένας είχε έλθει σε επαφή με τον Ιησού και από τη στιγμή που προσχώρησε στον κύκλο των μαθητών του. Δες β 24,25 (g). «Το «από την αρχή» δεν τοποθετήθηκε εδώ τυχαία, αλλά για να μάθεις την ουράνια πρόγνωσή του… το οποίο ήταν σημάδι θεότητας» (Χ). Ο σιναϊτικός κώδικας έχει την γραφή: απ’ αρχής ο Σωτήρ.
(6) Το «και» εδώ=και μάλιστα, και ιδιαιτέρως, ακόμη και (g).
(7) Από αυτό έπεται, ότι ο Ιησούς όταν διάλεγε τον Ιούδα ως απόστολό του, γνώριζε, ότι θα τον παρέδιδε. Όμως δεν διάλεξε αυτόν για αυτό, δηλαδή για να γίνει μία ημέρα προδότης. Τον έβαζε σε ένα αξίωμα προνομιακό, το οποίο μπορούσε να χρησιμεύσει στον Ιούδα ως μέσο σωτηρίας και συγκράτησής του από το βάραθρο, στο οποίο αυτός από μόνος του κατέβαινε. Η όλη επίσης συμπεριφορά του Κυρίου, έτεινε, όπως φαίνεται κυρίως από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επέδειξε στον Ιούδα κατά την τελευταία νύχτα, στο να αποτρέψει τον μαθητή από τον όλεθρο. Μπαίνοντας λοιπόν ο Ιούδας κάτω από όρους εκτάκτως ευνοϊκούς, που μπορούσαν να συντελέσουν στη σωτηρία του, και απωθώντας αυτούς αυτοπροαίρετα, αντί να ωφεληθεί από αυτούς, ωρίμασε ακόμη περισσότερο στο κακό, οπότε ο Θεός βρίσκοντας αυτόν να έχει διαφθείρει ο ίδιος τον εαυτό του, χρησιμοποίησε αυτόν ως όργανο αριστερό για εκπλήρωση της βουλής του και του σχεδίου του (g).
Είναι προνόμιο του Χριστού να γνωρίζει τις καρδιές. Γνωρίζει ποιοι δεν πιστεύουν, αλλά υποκρίνονται. Και όμως εξακολουθούν αυτοί να έχουν θέση στην εκκλησία του και να κάνουν χρήση των μυστηρίων του και του ονόματός του. Και δεν αποκαλύπτει αυτούς στον κόσμο αυτόν, εκτός εάν η κακία τους αποκαλύψει αυτούς. Διότι τέτοια είναι η σημερινή σύνθεση της ορατής εκκλησίας του και η ημέρα της αποκάλυψης πρόκειται να έλθει στο μέλλον. Στο μεταξύ εάν εμείς έχουμε την αξίωση να κρίνουμε τις ανθρώπινες καρδιές, ανεβαίνουμε στο θρόνο του Χριστού και σφετεριζόμαστε την κρίση του.
Ιω. 6,65 καὶ ἔλεγε(1)· διὰ τοῦτο(2) εἴρηκα(3) ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν(4) πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον(5) αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου.
Ιω. 6,65 Και έλεγεν ο Χριστός• “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”.
(1) Επανέρχεται ήδη στη σειρά των λόγων του Κυρίου, οι οποίοι διακόπηκαν από την παρενθετική πρόταση του ευαγγελιστή (ο).
(2) Επειδή υπάρχουν κάποιοι από εσάς που δεν πιστεύουν (g).
(3) Αναφέρεται στα λόγια του στους σ. 37 και 44.
(4) Δεν μιλά για γεγονός εξωτερικό, αλλά για εσωτερική αποδοχή, προσέλευση και προσκόλληση προς τον Κύριο (ο).
(5) Μέσω της χάρης που τον ελκύει (b). Με το «να έλθει» δήλωσε τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη συνεργασία, ενώ με το «είναι δοσμένο» δήλωσε τον θείο παράγοντα (g). «Και το να πιστεύουμε λοιπόν δίνεται σε εμάς» (Αυ).
«Δεν μπορεί, λέει, να προσέλθει προς αυτόν εκείνος που δεν έχει ακόμα λάβει, σύνεση, εννοείται, εκ μέρους του Θεού και Πατέρα, και πολύ λογικά. Διότι, εάν κάθε αγαθή δόση και κάθε τέλειο δώρημα κατεβαίνει από ψηλά… πώς θα μπορούσε πολύ περισσότερο και το να γνωρίσουμε το Χριστό να μην είναι δώρο της δεξιάς του Πατέρα;» (Κ).
«Όταν όμως ακούσεις το «έδωσε», να μην νομίζεις ότι πρόκειται απλώς για κάποια κληρονομιά, αλλά εκείνο να πιστεύεις, ότι αυτός που κατέστησε τον εαυτό του άξιο να πάρει, αυτός πήρε» (Χ).
«Δεν δίνει βεβαίως ο Πατέρας την επίγνωση του Χριστού στους ακάθαρτους» (Κ), αλλά «σε εκείνους δίνει την δωρεά της πίστης, σε όσους η προαίρεση συνεργάζεται» (Θφ). Παράλληλο χωρίου αυτού είναι το Ματθ. ιστ 17: «δεν σου το αποκάλυψε αυτό σάρκα και αίμα (=κάποιος άνθρωπος) αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος» (μ).
Ιω. 6,66 Ἐκ τούτου(1) πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω(3) καὶ οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν(4).
Ιω. 6,66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του.
(1) Ή «αντί να πει: από τότε» (Ζ), ή, με έννοια αιτιολογική=λόγω αυτού, όπως συχνά συναντιέται στους παπύρους (β).
(2) Με αυτό εννοεί, ότι ο αριθμός τους καθαρίστηκε από τους ανάξιους και έγινε η καλύτερη επιλογή. Πλήθος χωρίς εκλογή δεν έχει τόσες συνέπειες, όσες η ειλικρίνεια (b). Και σύμφωνα με τους συνοπτικούς παρουσιάζεται ο Κύριος να απασχολείται από την φροντίδα της εκκαθάρισης των ακολούθων του (Λουκ. η 9 και εξής, θ 23 και εξής, ιδ 25 και εξής).
Ο Κύριος προτιμούσε αριθμό μικρότερο μαθητών αφοσιωμένων και έτοιμων για κάθε θυσία από πλήθος πολύ που δεν συνδεόταν εσωτερικά μαζί του. Όλοι οι μαθητές, που τον ακολουθούσαν από ελατήρια ιδιοτελή και υλικά και οι οποίοι ήταν ξένοι με την ζωντανή πίστη, όπως απέδειξε ο σκανδαλισμός τους με τη διδασκαλία για τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αποτελούσαν κίνδυνο για το έργο του και έπρεπε να απομακρυνθούν. Εξηγείται λοιπόν πληρέστατα, γιατί ο Ιησούς ακολουθεί την μέθοδο αυτή στο επεισόδιο αυτό και δεν δείχνει καμία συγκατάβαση προς τους ακροατές του, αλλά και σε αυτόν τον κύκλο των 12 θέτει άκαμπτα το ερώτημα στον αμέσως επόμενο σ. (g).
«Διότι δεν θα είναι οπωσδήποτε τίμιο στα μάτια του Θεού το μεγάλο σε αριθμό πλήθος των προσκυνητών, αλλά το πλήθος που διαπρέπει με την ορθή πίστη, έστω και αν φαίνεται μικρό» (Κ).
(3) Η ίδια φράση και στο ιη 6. «Αποσχίστηκαν… Με το «στα οπίσω» να εννοήσεις, σε παρακαλώ, και την προηγούμενη ζωή τους, στην οποία πάλι επέστρεψαν» (Ζ). Εκφράζεται συγχρόνως η διακοπή κάθε σχέσης με τον Ιησού. Οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφοντας στα συνηθισμένα τους επαγγέλματα λησμόνησαν ολοτελώς τον Ιησού (g). «Με το να αποσχιστούν, έχασαν την πίστη που είχαν προηγουμένως» (Χ). Το «στα οπίσω» εννοείται σε σχέση με τον Σωτήρα που ήταν μπροστά και τίποτα άλλο δε δείχνει παρά την επιθυμία τους να χωριστούν από τον Σωτήρα (δ). Δεν έφυγαν συγκρατώντας και κρατώντας τουλάχιστον ό,τι είχαν μάθει κοντά στο Χριστό, όσο χρόνο μαθήτευαν κοντά του, αλλά οπισθοδρόμησαν. Διότι όταν αναχωρούμε από το Χριστό, έστω και πρόσκαιρα, δεν παραμένουμε στο επίπεδο της πνευματικής ζωής, όπου είχαμε ανυψωθεί από αυτόν, αλλά αρχίζουμε να γλιστράμε προς τα κάτω (τ).
Σε σχέση με το επεισόδιο αυτό πολλά πρακτικά διδάγματα θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει. Να μερικά: Διδασκόμαστε από αυτό το ευμετάβολο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Διδασκόμαστε ακόμα, ότι ρίζα της αποστασίας από το Χριστό είναι η προσκόλληση της καρδιάς σε γήινα συμφέροντα. Ο Ιούδας έβαλε τα υλικά κέρδη πάνω από τις πνευματικές ωφέλειες, τις οποίες θα αποκόμιζε από την συναναστροφή του με τον Ιησού. Όλοι οι αποστάτες είναι δεμένοι στον κόσμο τον υλικό και συνυφασμένοι με την ματαιότητά του. Εκείνα λοιπόν τα οποία μας κάνουν σταθερούς στις σχέσεις μας με το Χριστό είναι το να βάζουμε τα πνευματικά υπεράνω των υλικών και επιπλέον με ζωντανή σχέση με το Χριστό να παίρνουμε πειραματική γνώση της σωτηρίας που χαρίζει, ώστε να μπορούμε μαζί με τον Πέτρο να λέμε: Κύριε, έχεις λόγια αιώνιας ζωής.
(4) Η φράση εκφραστικότατα υποδηλώνει τον περιπατητικό χαρακτήρα, τον οποίο είχε προσδώσει ο Κύριος στη δράση του με τις οδοιπορίες και τις επισκέψεις σε πόλεις και χωριά για διδασκαλία (β).
Ιω. 6,67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα(1)· μὴ καὶ(2) ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν(3);
Ιω. 6,67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα• “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;”
(1) Εδώ για πρώτη φορά αναφέρει ο ευαγγελιστής τους 12. Ο Ιωάννης παίρνει ως δεδομένα τα ονόματά τους και την κλήση τους ως αποστόλων, ως γνωστά από τους άλλους ευαγγελιστές (b). Επιβεβαιώνει λοιπόν έτσι την αφήγηση των συνοπτικών (Μάρκ. γ 13,Λουκ. στ 12). Με τον ίδιο τρόπο εισάγει ο Ιωάννης στην αφήγησή του και τα ονόματα του Πιλάτου (ιη 29) και Μαρίας της Μαγδαληνής (ιθ 25), χωρίς να εξηγεί ποιοι ήταν αυτοί (β).
(2) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια, ώστε να υπονοείται αρνητική η απάντηση (β). Δεν εκφράζει ούτε το φόβο μήπως ο Ιησούς εγκαταλειφθεί από τους 12, ούτε παράπονο και μελαγχολία του Ιησού για την εγκατάλειψη των άλλων, αλλά εκδηλώνει σταθερή απόφαση εκ μέρους του Ιησού εκκαθάρισης του κύκλου των μαθητών του (g).
(3) «Και δες με πόση σύνεση είπε αυτό. Διότι δεν είπε· Φύγετε. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι τους απωθεί. Αλλά ρωτά» (Χ), «δείχνοντας με ήρεμο τρόπο, ότι δεν χρειάζεται την υπηρεσία τους» (Ζ), και έτσι «διαφυλάσσει το αξίωμα που πρέπει στον διδάσκαλο» (Θφ).
«Δεν προτρέπει σε αποστασία τους αγίους αποστόλους… ούτε δείχνει σε αυτούς ελεύθερη και ακατηγόρητη την άδεια του πράγματος… αλλά μάλλον τους απειλεί με τρόπο ευφυή, ότι, εάν δεν φανούν ανώτεροι της απαιδευσίας των Ιουδαίων, θα σταλούν και αυτοί πίσω» (Κ).
Αλλά ούτε «τους επαίνεσε ούτε θαύμασε… τηρώντας ταυτόχρονα από τη μία το αξίωμα που πρέπει στο διδάσκαλο, και από την άλλη δείχνοντας, ότι με αυτόν τον τρόπο περισσότερο είναι δυνατόν κάποιος να ελκύσει. Διότι αν μεν τους επαινούσε, ίσως να πάθαιναν κάτι ανθρώπινο, ότι δηλαδή τους χαριζόταν» (Σχ). Πάντως η ερώτηση αποβλέπει στο να αφαιρέσει «κάθε βία και ανάγκη» (Χ). Και με αυτήν ο Κύριος κάνει τους μαθητές «κύριους τού να ακολουθήσουν ή όχι, δείχνοντας ότι δεν θέλει να τον ακολουθούν από σεβασμό προς αυτόν» (Θφ).
Ο Ιησούς δεν παίρνει μαζί του κανέναν αναγκαστικά και παρά τη θέλησή του. Οι στρατιώτες του είναι εθελοντές. Οι 12 είχαν ήδη μείνει κοντά στο Χριστό αρκετό καιρό για να λάβουν πείρα και να δοκιμάσουν αυτόν και τη διδασκαλία του, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς από αυτούς να παραπονεθεί ότι παρασύρθηκε και παραπλανήθηκε στο να γίνει μαθητής του Χριστού. Και ύστερα από την για τόσο χρόνο διαμονή τους κοντά του, τούς αφήνει ελεύθερους να εκλέξουν και να αποχωρήσουν εάν θα ήθελαν.
Ιω. 6,68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα(2); ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις(3)·
Ιω. 6,68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος• “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν.
(1) Παρουσιάζεται και εδώ ο Πέτρος, όπως στις Πράξεις και στους συνοπτικούς, ορμητικός και τολμηρός ομολογητής (g). Μιλά και εδώ με την ετοιμότητα και το θάρρος που τον διέκριναν (ο). «Επειδή ήταν φιλόστοργος και φιλάδελφος απολογείται για όλη την ομάδα. Διότι δεν είπε: Κύριε, σε ποιον να πάω;… αλλά σε ποιον να πάμε» (Θφ).
(2) «Αντί να πει: Ποιος θα μας διδάξει τα παραπλήσια; Ή και, Σε ποιον θα πλησιάσουμε και θα βρούμε το καλύτερο;» (Κ).
«Ο λόγος αυτός φανερώνει μεγάλη φιλοστοργία. Διότι δείχνει ότι ο Διδάσκαλος είναι για αυτούς πολυτιμότερος από κάθε τι… και αν φύγουν από αυτόν, δεν έχουν λοιπόν που να καταφύγουν» (Χ).
Όταν ο εχθρός της σωτηρίας μας βάλει σε εμάς τον λογισμό του να αφήσουμε τον Ιησού, ας σκεφτόμαστε σοβαρά σε ποιον θα πάμε και που μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα βρούμε ανάπαυση και ειρήνη. Κύριε, σε ποιον να πάμε; Θα στραφούμε προς τον κόσμο; Σίγουρα θα βρεθούμε απατημένοι σε αυτόν. Θα επιστρέψουμε στην αμαρτία; Θα βρούμε σε αυτήν όλεθρο και καταστροφή. Θα πάμε στους εθνικούς φιλοσόφους για να γίνουμε μαθητές τους; Αλλά αυτοί ενώ λένε ότι είναι σοφοί έγιναν ανόητοι στα της θρησκείας και αποδείχτηκαν μάταιοι στους διαλογισμούς τους. Θα πάμε στους γραμματείς και Φαρισαίους, για να παρακαθίσουμε σαν μαθητές στα πόδια τους; Αλλά τι καλό μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς, οι οποίοι με τις παραδόσεις τους νόθευσαν και στέρησαν από το ζωοποιό περιεχόμενό τους τις εντολές του Θεού; Θα πάμε στο Μωϋσή; Θα μας στείλει αυτός πάλι στον Ιησού. Αληθινά· η θρησκεία του Ιησού παρουσιάζεται εξόχως υπέροχη και ανώτερη, όταν συγκρίνεται με άλλους θεσμούς και με άλλες θρησκείες. Διότι τότε παρέχεται σε μας η ευκαιρία να διαπιστώσουμε, πόσο ασύγκριτη είναι η έναντι αυτών υπεροχή της.
(3) «Λόγια που προξενούν αιώνια ζωή» (Ζ). Το σημείο αυτό της ομολογίας του Πέτρου αποτελεί απήχηση των λόγων του Κυρίου στο σ. 63 και δείχνει, ότι ο Πέτρος είχε επηρεαστεί βαθιά από την παραπάνω διδασκαλία του Ιησού. Ο Πέτρος δεν επαναλαμβάνει μηχανικά αυτά που ειπώθηκαν από τον Κύριο, αλλά εκφράζει την προσωπική του πείρα (g).
Ίσως ο Πέτρος δεν είχε κατανοήσει ακόμη πλήρως την έννοια της διδασκαλίας αυτής του Κυρίου, το γενικό όμως πνεύμα της είχε γίνει αντιληπτό σε αυτόν και ήταν πεπεισμένος, ότι η διδασκαλία αυτή οδηγούσε σε σωτηρία (ο). Ο Πέτρος είχε μάθει αρκετά ώστε τουλάχιστον να γνωρίζει ότι η πείνα της ψυχής του μόνο κοντά στον Ιησού και πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί (τ). Με τις λέξεις «ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» ομολογεί ο Πέτρος τον Κύριο ως προφήτη, στη συνέχεια με τα λόγια του στον επόμενο στίχο, παραδέχεται αυτόν και ως αρχιερέα και βασιλιά, ως τον Χριστό του Θεού (β). Μολονότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε όλα τα μυστήρια της διδασκαλίας του Χριστού, όμως γνωρίζουμε γενικά, ότι αυτή είναι ο λόγος της αιώνιας ζωής και συνεπώς με αυτόν ζούμε ή πεθαίνουμε. Διότι εάν εγκαταλείψουμε το Χριστό, εγκαταλείπουμε το έλεός μας και τη σωτηρία μας.
Ιω. 6,69 καὶ ἡμεῖς(1) πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν(2) ὅτι σὺ εἶ ὁ(3) Χριστὸς ὁ(3) υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4) τοῦ ζῶντος(5).
Ιω. 6,69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
(1) «Απολογείται για όλη την ομάδα» (Χ). Μπαίνει μπροστά αυτό με έμφαση και αντιτίθεται σε αυτούς που εγκαταλείψαν τον Ιησού (g).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει γεγονότα συντελεσμένα ήδη και κατάσταση οριστική, πάνω στα οποία καμία αναθεώρηση και επάνοδος δεν χωράει. Στο Α΄ Ιω. δ 16 προηγείται το γνωρίσαμε και έπειτα το πιστέψαμε. Πάντοτε προηγείται από την πίστη και ένας βαθμός γνώσης, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Ναθαναήλ, ο οποίος αφού υπάκουσε στην πρόσκληση «έλα και δες» γνώρισε τον Ιησού πρώτα και πίστεψε έπειτα. Αλλά και άλλος βαθμός γνώσης, περισσότερο βαθειάς και εσωτερικής ακολουθεί την πίστη, και για αυτήν μιλά εδώ ο Πέτρος (g). «Διότι έπρεπε και να πιστεύουν και να καταλαβαίνουν, και όχι, επειδή τα θεϊκότερα είναι παραδεκτά με την πίστη, να πρέπει οπωσδήποτε για αυτό να αποφεύγουν εξ’ ολοκλήρου την έρευνα για αυτά, αλλά μάλλον να επιχειρούν και να ανεβούν σε μέτρια γνώση, την αποκτώμενη, όπως λέει ο Παύλος, σαν μέσα από καθρέπτη και αινιγματικά» (Κ).
(3) «Πρόσεχε όμως πώς παντού για αυτόν μόνο και προτάσσοντας το άρθρο λέει («ο Χριστός»)… διότι κανένας από τους χριστούς (χρισμένους) δεν είναι όπως αυτός, πλην όμως κατά την ομοιότητα ως προς εμάς ονομάζεται Χριστός. Γιατί κύριο όνομα και πράγμα αυτού και ξεχωρισμένο ειδικά για αυτόν και αληθινά, είναι το «Υιός», ενώ κοινό ως προς εμάς είναι το όνομα «Χριστός». Επειδή δηλαδή χρίστηκε, για τον λόγο ότι έγινε άνθρωπος, για αυτό λέγεται Χριστός» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο άγιος του Θεού. Η έννοια είναι σχετική με την στον σ. 27 φράση «ο πατέρας σφράγισε»· θα ερμηνεύσουμε: αυτός που χρίστηκε από το Θεό με την καθιέρωσή του (g)· τον οποίο ο Θεός καθιέρωσε ως Χριστό (β).
(5) Η ομολογία αυτή του Πέτρου ταυτίστηκε από πολλούς από τους νεώτερους (β,g) με αυτήν στα Ματθ. ιστ 13,Μάρκ. η 27 και Λουκ. θ 18. Και υπέρ αυτής της ταύτισης συνηγορεί, ότι και σύμφωνα με τους συνοπτικούς η ομολογία του Πέτρου έλαβε χώρα μετά το θαύμα της διατροφής των 5000. Υπάρχουν όμως τόσες διαφορές στις λεπτομέρειες, ώστε άλλοι (Westcott) διέκριναν τις δύο αυτές ομολογίες του Πέτρου και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σύμφωνα με τον Ματθαίο και το Μάρκο η ομολογία του Πέτρου έγινε στην Καισάρεια του Φιλίππου.
Ιω. 6,70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν(2) εἷς(3) διάβολός(4) ἐστιν.
Ιω. 6,70 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς• “εγώ δεν εξέλεξα και εκάλεσα εσάς τους δώδεκα; Προσέξατε μήπως και σεις σκανδαλισθήτε. Διότι ένας από σας είναι διάβολος δια το φοβερόν έργον, το οποίον πρόκειται να κάμη”.
(1) «Επειδή δηλαδή είπε (ο Πέτρος) ότι και εμείς έχουμε πιστέψει, εξαιρεί από την ομάδα τον Ιούδα» (Χ). Ο Πέτρος είχε μιλήσει εκ μέρους όλων. Και ο Κύριος ανασύρει το πέπλο της φαινομενικής ομόφωνης ομολογίας και αποκαλύπτει, ότι κρυβόταν κάποιος άπιστος ανάμεσά τους (g).
Σε τι απέβλεπε πράττοντας αυτό ο Κύριος; Ειδοποιεί από τη μία τον Ιούδα «ώστε να μην διαπράξει άφοβα το τόλμημα νομίζοντας ότι διαφεύγει της προσοχής», από την άλλη πάλι «κάνει κοινό σε όλους τον φόβο θέλοντας να αποκρύψει εκείνον» (Χ). Και ως προς μεν τον Ιούδα η παρατήρηση αυτή του Κυρίου αποτελούσε σωτήρια παρόρμηση είτε για μετάνοια και εγρήγορση, ώστε έτσι να παραμείνει στον κύκλο των 12 ως αντάξιος μαθητής του διδασκάλου, είτε εάν δεν συμφωνούσε σε αυτό, για έγκαιρη αποχώρηση, όπως και οι υπόλοιποι από τους μαθητές αποχώρησαν, η οποία αποχώρηση θα προλάβαινε το γλίστρημά του στα χειρότερα.
Ως προς τους υπόλοιπους αποστόλους «σχεδόν κάτι τέτοιο φαίνεται να λέει· είναι καιρός εγρήγορσης, ω μαθητές, και περίσκεψης… διότι είναι πάρα πολύ ολισθηρή η οδός της απωλείας, η οποία παρασύρει κρυφά όχι μόνο τον αδύναμο νου, αλλά και αυτόν που νομίζει ήδη ότι στέκεται σταθερά» (Κ). Να είσαι προσεχτικός Πέτρο. Γρήγορα πρόκειται να κάνεις μεγαλύτερη ομολογία για το Χριστό. Λίγο όμως μετά από αυτήν θα ονομαστείς από τον Κύριο σατανάς. Πόσο κοντά στον αμαρτωλό είναι και αυτός ο άγιος! (τ).
(2) «Και όμως ένας από εσάς» (Ζ). Παρά την εκλογή μου αυτός είναι διάβολος. Παρόλο που υπήρξατε όλοι διαλεγμένοι και εκλεγμένοι από εμένα, όμως…
«Ο Ιησούς ως Θεός κάνει το αγαθό και δωρίζει τα αξιοθαύμαστα. Αλλά δεν ανατρέπει το αυτεξούσιό μας· διότι αυτός κάνει αυτό που εξαρτάται από αυτόν, αλλά σε εμάς απόκειται το να το φυλάξουμε» (αμ).
«Η μεν εκλογή γίνεται από το Θεό, ο οποίος μας προτρέπει στο καλό και απλώνει πάνω μας την αγαθότητά του· αλλά το να σωθούμε εξαρτάται από τη γνώμη μας και την προαίρεση» (Θφ).
Πάντως όμως «όπως οι κακοί κάνουν κακή χρήση των αγαθών έργων του Θεού, έτσι αντίθετα ο Θεός κάνει καλή χρήση των κακών έργων των κακών ανθρώπων… Τι χειρότερο υπάρχει από τον Ιούδα; Μεταξύ… των δώδεκα σε αυτόν εμπιστεύτηκε το κοινό ταμείο. Σε αυτόν κληρώθηκαν οι δαπάνες υπέρ των φτωχών. Αχάριστος για την μεγάλη αυτή εύνοια και τιμή, πήρε το χρήμα και έχασε τη δικαιοσύνη· όντας νεκρός, πρόδωσε τη ζωή. Εκείνον τον οποίο ακολούθησε ως μαθητής, τον καταδίωξε ως εχθρός. Όλο αυτό το πονηρό ήταν του Ιούδα. Αλλά ο Κύριος χρησιμοποίησε το πονηρό αυτού για το αγαθό. Υπέμεινε το να προδοθεί για να μας λυτρώσει. Να που το πονηρό του Ιούδα στράφηκε σε αγαθό» (Αυ).
(3) «Δεν λέει ακόμα με σαφήνεια ποιος θα τον παραδώσει» (Κ). Έτσι εξυπηρετείται διπλός σκοπός. Δεν «τον έκανε φανερό… για να μην γίνει αναιδέστερος και πιο εριστικός» ο Ιούδας (Χ). Από την άλλη όμως «βάζει όλους σε αγώνα και τους καλεί σε ακριβέστερη επαγρύπνηση, προξενώντας τρόμο στον καθένα για τη ζημία της ψυχής του» (Κ).
(4) «Διάβολο ονόμασε τον βοηθό των διαβολικών θελημάτων» (Κ). «Αυτόν που προσκολλάται στο διάβολο και εξομοιώνεται με αυτόν και κάνει τα αρεστά σε αυτόν» (αμ). Στον Ιωάννη η λέξη σημαίνει πάντοτε ή τον Σατανά ή τον εμπνεόμενο από τον Σατανά (η 44,ιγ 2,Α΄ Ιω. γ 8,10). Όπως λέγεται στο ιγ 2, ο Σατανάς ενέπνευσε στην καρδιά του Ιούδα την ιδέα της προδοσίας και ο Σατανάς μετά από λίγο (ιγ 27) μπήκε στην καρδιά του, και έτσι έγινε ο Ιούδας προσωποποίηση του σατανά (β).
Διότι αυτός που εμπνέεται έτσι από το Σατανά, μοιάζει εξ’ ολοκλήρου με αυτόν. Και έγινε αυτός ο Ιούδας «όχι απλώς πονηρός για τον εαυτό του αλλά και επικίνδυνος στους άλλους» (b).
Υποκριτές και προδότες του Χριστού δεν είναι καλύτεροι από το διάβολο. Ο Ιούδας δεν είχε απλώς το διάβολο μέσα του αλλά ήταν και αυτός διάβολος. Ήταν εκπεσών απόστολος, όπως και ο διάβολος ήταν και είναι εκπεσών άγγελος. Εκείνοι, των οποίων τα σώματα είχαν κυριευτεί από το διάβολο, ουδέποτε ονομάστηκαν διάβολοι. Ονομάζονται στη Γραφή δαιμονιζόμενοι, αλλά όχι διάβολοι. Αλλά ο Ιούδας, στην καρδιά του οποίου είχε μπει ο Σατανάς, ονομάζεται διάβολος. Πολλοί φαίνονται άγιοι, ενώ πράγματι είναι διάβολοι. Ο Ιούδας φαινόταν εξωτερικά ως ένας από τους 12 αποστόλους. Έδιωχνε δαιμόνια και φαινόταν εχθρός του κράτους του σατανά. Και όμως αυτός ήταν ολόκληρος διάβολος. Το δηλητήριό του ήταν καλυμμένο με λεπτό δέρμα. Αλλά ο Χριστός τον γνωρίζει. Οι υποκριτές οσοδήποτε και αν εξαπατούν τους ανθρώπους, δεν μπορούν να εξαπατήσουν και το Χριστό. Το διαπεραστικό του μάτι εισδύει στις καρδιές όλων. Μπορεί αλάνθαστα να ονομάζει διαβόλους εκείνους, οι οποίοι ονομάζουν τους εαυτούς τους χριστιανούς.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 245-252 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Αμφιβολίες για τον Ιησού
Ιω. 7,1 Καὶ περιεπάτει(1) ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα(2) ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι(3).
Ιω. 7,1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν.
(1) Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζει τη δράση του Κυρίου στις πόλεις και τα χωριά με περιοδείες και πεζοπορίες, όπως περιγράφουν αυτήν σε εμάς οι συνοπτικοί. Δες για την έννοια του περιπατώ και τα Ιω. στ 66,ια 54. Στο η 12 όμως βρίσκεται με γενικότερη έννοια (β).
(2) «Τίποτα άλλο δεν φανερώνει, παρά ότι προσπέρασε συντομεύοντας τη διήγηση πολύ ενδιάμεσο χρόνο. Και αυτό φαίνεται από το εξής· διότι όταν καθόταν στο βουνό, λέει [Ιω. στ 3-4], ήταν η γιορτή του Πάσχα, εδώ όμως αναφέρει τη σκηνοπηγία, και στους πέντε μήνες τίποτα άλλο δεν μας διηγήθηκε… παρά μόνο το θαύμα με τους άρτους και την ομιλία που έγινε προς αυτούς που έφαγαν, παρόλο που αυτός δεν έπαυε να κάνει θαύματα και να μιλά» (Χ).
Κατά το διάστημα το εξάμηνο περίπου, το οποίο διέρρευσε από το σύμφωνα με το Ιω. στ 4 πάσχα, μέχρι τη σκηνοπηγία που αναφέρεται στον επόμενο σ., έλαβαν χώρα τα σύμφωνα με τους συνοπτικούς εξιστορούμενα γεγονότα από την διατροφή των 5 χιλιάδων και έπειτα, δηλαδή τα από το Ματθ. ιδ 13 και Μάρκ. στ 30 και εξής. Αυτά είναι η συζήτηση του Ιησού με τους Φαρισαίους για το πλύσιμο των χεριών πριν το φαγητό (Ματθ. ιε 1-20), το ταξίδι του Ιησού μέχρι τα όρια της Φοινίκης και το θαύμα της Χαναναίας (Ματθ. ιε 21-28), η διατροφή των 4000 στη Δεκάπολη (Ματθ. ιε 29-38), η επιστροφή στη δυτική όχθη της λίμνης και νέα έπειτα εκδρομή προς την απέναντι όχθη, όταν και έφτασε στη Βηθσαϊδά όπου θεράπευσε και τον τυφλό (Μάρκ. η 22-26)· η αναχώρηση προς τα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου και ο περίφημος διάλογος του Ιησού με τους μαθητές (Ματθ. ιστ 13), η μεταμόρφωση (Ματθ. ιζ 1-13), θεραπεύει τον δαιμονιζόμενο (ο.π. 14-21), προλέγει το πάθος του (ο.π. 22,23), προτρέπει τους μαθητές του σε αδελφική αγάπη (Ματθ. ιη 1-35). Μετά από αυτά οι Ματθαίος (κα 1) και Μάρκος (ι 1) μιλούν για την οριστική αναχώρηση του Ιησού από τη Γαλιλαία και την τελευταία ανάβασή του στα Ιεροσόλυμα, μετά από την οποία ακολούθησε το πάθος. Το ταξίδι αυτό έγινε αργότερα από το ταξίδι κατά την σκηνοπηγία· για το οποίο μιλά στο παρόν κεφάλαιο ο Ιωάννης (ζ 10), και το οποίο αποσιωπούν οι συνοπτικοί (g).
(3) «Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την αναχώρηση του Χριστού ως κατηγορία για δειλία, αλλά ούτε θα κατηγορήσουμε εξαιτίας αυτού για αδυναμία αυτόν που μπορεί να κάνει τα πάντα, αλλά θα αποδεχτούμε τον τρόπο της θείας οικονομίας. Γιατί έπρεπε να υπομείνει το σταυρό για χάρη όλων όχι πρόωρα, αλλά στον κατάλληλο καιρό» (Κ).
«Αναχωρεί λόγω των φονευτών Ιουδαίων, όχι επειδή δειλιάζει μπροστά στο θάνατο… αλλά… για να βεβαιώσει την ανθρώπινη φύση του» (Θφ).
«Διότι δεν ήθελε να δείχνει τα γνωρίσματα της θεότητας μόνο, αλλά και της ανθρώπινης φύσης, για αυτό άλλοτε μεν έφευγε ως άνθρωπος, άλλοτε όμως εμφανιζόταν ως Θεός» (Σχ). Σε καιρό κινδύνου που επικρέμεται, δεν είναι μόνο επιτρεπόμενο, αλλά και ενδεδειγμένο να αποσυρόμαστε σε τόπους λιγότερο επικίνδυνους. Τότε λοιπόν και μόνο καλούμαστε να θυσιάσουμε τη ζωή μας, όταν δεν είναι δυνατόν να διασώσουμε αυτήν χωρίς να αμαρτήσουμε.
Ιω. 7,2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία(1).
Ιω. 7,2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία.
(1) Η τελευταία από τις 3 μεγάλες ετήσιες εορτές των Ιουδαίων (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία)(ο), η σύμφωνα με το Δευτερονόμιο (ιστ 13) γιορτή των σκηνών, η οποία έπρεπε να διαρκεί «επτά ημέρες» (ο.π. στ 15). Σε αυτήν κατοικούσαν «επτά ημέρες όλοι οι εγχώριοι Ισραηλίτες σε σκηνές, για να δουν οι γενιές σας, ότι σε σκηνές διέταξα να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες όταν τους έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου» (Λευϊτ. κγ 42-43). Εορταζόταν λοιπόν κατά τον έβδομο μήνα (Τισρί) «στις δεκαπέντε αυτού του μήνα» (στο ίδιο στιχ. 39). Δηλαδή γύρω στο τέλος Σεπτεμβρίου και τις αρχές Οκτωβρίου. Κατά την όγδοη ημέρα γινόταν νέα πανηγυρική συνάθροιση (Αρ. κθ 35), και στα χρόνια μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία βλέπουμε να εξακολουθεί ο πανηγυρισμός και της ογδόης ημέρας (Νεεμ. η 18, Β Μακ. ι 6).
Κατά τις 7 ημέρες ενθυμούμενοι οι Ισραηλίτες την διαβίωσή τους σε σκηνές, είχαν την ογδόη για εορτασμό της εισόδου στη γη της επαγγελίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της γιορτής οι Ιουδαίοι κατασκήνωναν σε σκηνές που κατασκευάζονταν με πράσινα κλωνάρια και στήνονταν πάνω στα δώματα των σπιτιών, στους δρόμους και στις πλατείες, οπότε η πόλη των Ιεροσολύμων παρουσίαζε τις ημέρες αυτές την εικόνα στρατοπέδου οδοιπόρων. Ο Ιώσηπος ονομάζει αυτήν «γιορτή πάρα πολύ αγιότατη και μέγιστη για τους Ιουδαίους» (Ιουδ. Αρχ. VΙΙΙ, 4,1).
Επειδή όμως σε αυτή γιόρταζαν και το τέλος της συγκομιδής των καρπών της γης (φθινόπωρο), παραδίδονταν, φαίνεται, και σε διασκεδάσεις, οι οποίες εύκολα παρεκτρέπονταν σε τρυφή, για αυτό και ο Πλούταρχος συγκρίνει αυτήν με τα Βάκχεια. Οι κυριότερες τελετές αυτής της γιορτής υπαινίσσονταν τα θαύματα στην έρημο. Έτσι μία σπονδή, η οποία κάθε πρωί των ημερών της εβδομάδας αυτής γινόταν στο ναό (Λευϊτ. κγ 37), υπενθύμιζε τη θαυμαστή ανάβλυση του νερού από την πέτρα όταν ο Μωϋσής την χτύπησε με το ραβδί. Δύο πολύφωτες λυχνίες, που ανάβονταν το απόγευμα στον πρόναο, συμβόλιζαν τη φωτεινή νεφέλη, η οποία φώτιζε τους Ισραηλίτες κατά τις νύχτες της πορείας και παραμονής τους στην έρημο (β,g).
Ιω. 7,3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1)· μετάβηθι(2) ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν(3), ἵνα καὶ οἱ μαθηταί(4) σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς(5)·
Ιω. 7,3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του• “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου.
(1) Δεν ήταν φυσικά παιδιά της Μαρίας.
«Διότι όπως στον τάφο, όπου το σώμα του Κυρίου μπήκε, ούτε πριν ούτε έπειτα τοποθετήθηκε κάποιος νεκρός· έτσι και στην κοιλιά της Μαρίας ούτε πριν ούτε έπειτα συλλήφθηκε κάτι θνητό» (Αυ).
Δες Ιω. β 12. Εφόσον ήταν παιδιά του Ιωσήφ από γυναίκα, την οποία αυτός είχε παντρευτεί πριν ακόμη αρραβωνιαστεί τη Μαρία, ήταν μεγαλύτεροι από τον Ιησού και εξηγείται έτσι το θάρρος τους του να συμβουλέψουν τον Ιησού για το τι έπρεπε να πράξει (β). Επιχειρούν να ασκήσουν την εξουσία, την οποία συνήθως αξιώνουν οι μεγαλύτεροι αδελφοί απέναντι στους νεώτερους (τ).
«Διότι θεωρούσαν ότι λόγω συγγένειας επιτρεπόταν σε αυτούς να του μιλούν με θάρρος» (Χ).
Η προτροπή, την οποία απευθύνουν αυτοί στον Ιησού, δεν υπαγορεύεται, από «σκοπό πονηρό που γεννήθηκε από φόβο» (Ζ). Οφείλεται στην εντύπωση μεν, την οποία από τη μία προκαλούσαν και σε αυτούς τα θαύματα του Ιησού, και στην απορία από την άλλη από την οποία κυριεύονταν λόγω του ότι απιστούσαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, την ώρα που άκουγαν αυτόν να διεκδικεί αυτό το αξίωμα, και στην από αυτά προερχόμενη ανυπομονησία τους, ώστε επί τέλους να δοθεί κάποια λύση στην εκκρεμότητα που παρατεινόταν. Ζητούν από τον Ιησού να βάλει τέρμα στην αμφίβολη αυτή κατάσταση, στην οποία επέμενε, και αναβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να θέσει το έργο του υπό την οριστική κρίση, ώστε, εάν πράγματι είναι ο Μεσσίας, όπως ισχυριζόταν, να επιβληθεί και να επικρατήσει (g).
Οι συγγενείς του Ιησού έχουν τις ίδιες παχυλές σχετικά με το Μεσσία αντιλήψεις του πολλού όχλου και πολύ φυσικά βρίσκουν, ότι το πεδίο, στο οποίο θα διεκδικούσε ο Ιησούς το μεσσιακό αξίωμα, ήταν όχι η Γαλιλαία, αλλά τα Ιεροσόλυμα.
«Μη γνωρίζοντας ακόμα το Θεό Λόγο που κατοίκησε μέσα στην αγία σάρκα εκείνοι που θεωρήθηκαν αδελφοί του Σωτήρα… έχουν ακόμα ταπεινές τις αντιλήψεις για αυτόν, και φαντάζονται πράγματα πολύ κατώτερα της χάριτος και της υπεροχής αυτού, μη βλέποντας σε αυτόν τίποτα περισσότερο από τους άλλους, αλλά ταλαντευόμενοι από κοινές σκέψεις για αυτόν» (Κ).
(2) Ο λόγος έχει μέσα του έναν απότομο τρόπο έκφρασης, που συμφωνεί με την ανυπομονησία, από την οποία κυριεύονται οι αδελφοί του Ιησού (ο).
(3) Όπου οι πρόκριτοι και άρχοντες του έθνους διαμένουν και όπου πρόκειται και ο Μεσσίας να εμφανιστεί, αναγνωριστεί και εγκαθιδρυθεί (ο).
(4) «Τους μαθητές που ήταν εκεί» (Ζ). Η ονομασία περιλαμβάνει τον ευρύτερο εκείνο κύκλο, τον οποίο υπονοούν τα Ιω. β 23 και δ 1. Ακριβώς όμως λόγω του πλήθους των μαθητών αυτών, επειδή προκλήθηκε ο φθόνος των Φαρισαίων, είχε εγκαταλείψει ο Κύριος την Ιουδαία (Ιω. δ 3)(β).
(5) Η φράση υπαινίσσεται όχι μόνο τα αναφερόμενα θαύματα στο Ιω. β 1 και εξής, δ 46, στ 2, αλλά και σειρά ολόκληρη θαυμάτων που πρόσφατα διενεργήθηκε, την οποία βρίσκουμε στην αφήγηση των συνοπτικών. Τα από τον Ιωάννη αναφερθέντα θαύματα είχαν συντελεστεί σε αρκετά μακρινή εποχή και δεν ήταν δυνατόν για αυτά μόνο να μιλούν τώρα με τέτοιο τόνο («τα οποία κάνεις») οι αδελφοί του Κυρίου (β). «Συμβουλεύουν αυτόν να ανεβεί στην Ιουδαία, και να τελεί τα θαυμαστά έργα του σε αυτήν μάλλον» (Κ). Η προτροπή αυτή έχει την εξής έννοια: Τα μεσσιακά αυτά έργα, τα οποία τόσο πλούσια σκορπίζεις στα πλήθη αυτά της Γαλιλαίας χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, πήγαινε να τα ενεργήσεις σε τόπους, όπου, όπως ακούμε, έχεις πολλούς μαθητές, οι οποίοι και θα κατορθώσουν να επιφέρουν κάποια σπουδαιότερη λύση για το μέλλον σου (g).
Ιω. 7,4 οὐδεὶς γὰρ(1) ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ(2) καὶ(3) ζητεῖ αὐτὸς(4) ἐν παῤῥησίᾳ(5) εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς(6), φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ(7).
Ιω. 7,4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”.
(1) Αιτιολογούν τη συμβουλή, την οποία δίνουν σε αυτόν, με αρχή που είναι κοινά αναγνωρισμένη και πράγματι ορθή (ο). Η έννοια αυτού του σ. :
«Διότι αν θέλεις, λένε, να γίνεις γνωστός (γιατί αυτό σημαίνει να ενεργεί φανερά), μη πράττεις τα μεγαλουργήματά σου κρυφά, ούτε, ενώ μπορείς όλα να τα κάνεις με λαμπρό τρόπο, να αποφεύγεις την διάπραξη αυτών δημόσια· διότι έτσι θα γίνεις γνωστός στον κόσμο και πολύ διάσημος σε αυτούς που σε βλέπουν» (Κ).
(2) «Τον κατηγορούν για δειλία, ενώ συγχρόνως φανερώνουν ότι είχαν υποψία για τα έργα του, και εκείνο που πρόσθεσαν «ότι ζητά να είναι γνωστός», φανερώνει την φιλοδοξία τους» (Χ). Η ερμηνεία αυτή είναι ορθή υπό την προϋπόθεση, ότι οι αδελφοί του Ιησού δεν κινούνταν από φθόνο εναντίον του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς τον σκεπτικισμό τους, φιλοδοξώντας συγχρόνως και αυτοί, εάν όντως ο Ιησούς ήταν Μεσσίας, να αναγνωριστεί επίσημα και να επιβληθεί το ταχύτερο.
(3) Πρέπει να ερμηνεύσουμε το «και» με κάποια έννοια συγγενική με το «παρόλο που» ή με το «την ώρα που». Οι δύο προτάσεις τοποθετούνται κατά παράταξη (ο).
(4) Σε αντίθεση με ό,τι πράττει (b). Αντιθέτει την προσωπικότητα αυτού που ζητά να γίνει δημόσια γνωστός με τα μυστικά τελούμενα έργα του (ο).
(5) Από το «παν» και «ρήσις», σημαίνει: λέω τα πάντα χωρίς συστολή και ελευθερία. Αυτή είναι η πρώτη σημασία (δ). Έπειτα κατάντησε στην έννοια του μιλώ με θάρρος, τολμηρά και δημόσια, δεν κρύβομαι αλλά εμφανίζομαι δημόσια, «το να είναι κάποιος φανερός» (Κ), όπως εδώ και στο ια 54 (β).
(6) Δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα θαύματα του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς κάποια αμφιβολία, και το «εάν» είναι μάλλον λογικό (g). «Είναι φανερό λοιπόν από εδώ, ότι και εκεί έκανε θαύματα, τα οποία όλα τα προσπέρασε ο Ιωάννης, όπως και άλλα πολλά, σπεύδοντας σε αυτά που θα έφερναν κάποια καινούργια διήγηση, και τα οποία οι άλλοι δεν τα ανέφεραν» (Ζ).
(7) Ζήτησε ευρύτερο θέατρο δράσης ειδικά κατά το χρόνο της γιορτής (b). Κόσμος δεν μπορεί να εννοείται εδώ τώρα από τους αδελφούς του Κυρίου, ό,τι εννοείται με ευρύτερη έννοια στο ευαγγέλιο του Ιωάννη (δες α 9), αλλά απλώς και μόνο τα πλήθη, τα οποία θα συναθροίζονταν κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
Ιω. 7,5 (1)οὐδὲ(2) γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν(3).
Ιω. 7,5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν.
(1) Ο σ. αποκαλύπτει τα ελατήρια, τα οποία κίνησαν τους αδελφούς του Ιησού να μιλήσουν έτσι (ο). «Δεν είχαν ακόμη πιστέψει σε αυτόν οι αδελφοί του. Και ήταν πραγματικά από τα πλέον παράλογα, να κατηγορούνται για τα τόσο ψυχρά λόγια τους, εκείνοι που ήδη είχαν λάβει με την πίστη την θεοπρεπή γνώση για αυτόν» (Κ).
(2) Ακόμα και αυτοί οι αδελφοί του. Τόσο λίγοι υπήρξαν αυτοί που πίστεψαν!... Και αυτά τα μέλη της οικογένειάς του αντιτάχθηκαν σε αυτόν (b). Η πλήρης ειλικρίνεια της αφήγησης του Ιωάννη υποδηλώνεται και από τη λεπτομέρεια αυτή, την οποία αν και ταπεινωτική για τον Ιησού, ο ευαγγελιστής αφηγείται αδίστακτα και με σαφήνεια (Tholuck).
Ήταν εξόχως τιμητικό, το ότι συνδέονταν με σαρκική συγγένεια με το Χριστό, αλλά η τιμή αυτή μόνη δεν μπορούσε να σώσει αυτούς.
«Πρόσεξε όμως, ότι αν και είχαν τόσο μεγάλη απιστία σε αυτόν πριν το σταυρό, όταν δηλαδή τον έβλεπαν να είναι και ένδοξος και θαύματα να κάνει, μετά το σταυρό και την φαινομενική ατιμία του, μαρτύρησαν για χάρη του και έγιναν απόστολοι και κήρυκες και αρχιερείς. Από όπου συμπεραίνουμε ότι αναντίρρητα τον είδαν αναστημένο. Διότι δεν θα παρέδιδαν την ζωή τους για χάρη του, αν δεν δέχονταν βέβαιη την απόδειξη για την ανάστασή του» (Θφ).
(3) «Σαν σε Θεό» (Ζ). Η απιστία τους δεν είναι παρόμοια με αυτήν των γραμματέων και φαρισαίων. Δεν θεωρούν αυτόν αγύρτη και πλάνο και βλάσφημο, όπως εκείνοι. Αλλά ενώ παραδέχονται τα έργα του, δεν καταλαβαίνουν την πνευματική φύση της αποστολής του και συνεπώς επειδή βλέπουν, ότι η γενικότερη δράση και οι κατευθύνσεις του, δεν συμβιβάζονται με τις σχετικά με τον Μεσσία εθνικές και παχυλές βλέψεις και αντιλήψεις τους, δεν πιστεύουν σε αυτόν ως Μεσσία. Επειδή όμως η απιστία τους αυτή δεν είναι τόσο βαθειά, για αυτό μετά από 6 μόλις μήνες, όταν έλαβε χώρα το πάθος και η ανάσταση του Κυρίου, πίστεψαν (ο). Η από τον Ιωάννη αναφερόμενη εδώ απιστία των αδελφών του Ιησού βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία και με τα ιστορούμενα από τους συνοπτικούς (δες Μάρκ. γ 21,Ματθ. ιβ 46,ιγ 57)(β).
Ιω. 7,6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὁ καιρὸς(1) ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος(2) πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος.
Ιω. 7,6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς• “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος.
(1) Μόνο εδώ χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη ο Ιωάννης. Η έννοια της λέξης είναι: χρόνος κατάλληλος (β). Ή, με άλλη όμως έννοια πρέπει να νοηθεί για τον Ιησού το κατάλληλο του χρόνου και με άλλη έννοια για τους αδελφούς του του (g).
«Ο καιρός ο δικός μου του να πάω στην Ιουδαία για να φονευτώ, όπως επιδιώκετε, δεν έχει έρθει ακόμη» (Ζ). «Ο καιρός ο δικός μου… δηλαδή ο καιρός του σταυρού και του θανάτου» (Θφ). Ο Ιησούς απαντά με αυτό σε αυτό που είπαν οι νομιζόμενοι αδελφοί του, «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο». Είναι σαν να τους λέει: Αυτό που ζητάτε, θα σημάνει το θάνατό μου. Δεν είναι όμως ακόμα καιρός να σταυρωθώ (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία· δεν είναι αυτή η στιγμή και η ημέρα ο κατάλληλος καιρός για να εμφανιστώ στα Ιεροσόλυμα. Αμέσως μετά από λίγο θα είναι και θα έλθω, οπότε θα μιλήσω δημόσια και κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
(2) «Ο καιρός να πάτε εσείς στην Ιουδαία πάντοτε είναι εύκολος» (Ζ). Εσείς θα πάτε ως απλοί Ιουδαίοι προσκυνητές. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για εσάς, καμία αντίδραση και κανένας κίνδυνος δεν προβάλλεται σε εσάς (β). «Εσείς μεν μπορείτε πάντα να τους συναναστρέφεστε (τους Ιουδαίους) ακίνδυνα, για εμένα όμως τότε θα είναι καιρός, όταν φτάσει ο καιρός του σταυρού» (Χ).
Ιω. 7,7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς(1)· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ(2) περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν(3).
Ιω. 7,7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά.
(1) Ο λόγος, για τον οποίο ήταν πάντοτε για αυτούς ο καιρός έτοιμος, για να ανέβουν στα Ιεροσόλυμα. «Με πολύ χαριτωμένο τρόπο και τώρα ο Σωτήρας ελέγχει τους αδελφούς που σκέφτονται και συμπεριφέρονται ακόμα κοσμικότερα… Πάντοτε λοιπόν, λέει, είναι αγαπητό στον καθένα το συγγενικό, και η ταυτότητα του τρόπου συνενώνει κατά τρόπο παράδοξο τη διάθεση. Ο κόσμος δεν μισεί εσάς. Διότι φρονείτε ακόμη τα δικά του» (Κ). Ο κόσμος για τον οποίο στο σ. 4 είπαν: φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο (b).
(2) «Δηλαδή κατηγορώ και ελέγχω, για αυτό μισούμαι» (Χ). «Εμένα όμως με μισεί διότι δεν ευχαριστιέται κατηγορούμενος από εμένα για αυτά που ασχημονεί. Άρα λοιπόν χωρίς κίνδυνο θα μεταβείτε εσείς σε αυτήν τη γιορτή, ενώ εγώ όχι» (Κ).
Είχε ελέγξει ήδη αυτούς για τα πονηρά τους έργα. Δες Ιω. ε 42-47. Αυτός ο έλεγχος ήταν μορφή της μαρτυρίας του, την οποία έκανε για την αλήθεια (ιη 37)(β). Αποτελεί πρόκληση στον κόσμο η προσπάθεια τού να πειστεί με τον έλεγχο, ότι τα έργα του είναι πονηρά. Οι ασεβείς και άτακτοι δεν ανέχονται να βλέπουν την ευσέβεια και την αρετή να τιμώνται, ούτε ενδιαφέρονται να διδαχτούν ή να ακούσου για αυτό, διότι οι συνειδήσεις τους προκαλούν σε αυτούς ντροπή για το αίσχος των αμαρτιών τους και συγχρόνως φόβο και ταραχή για τις απειλούμενες εναντίον τους τιμωρίες. Οτιδήποτε και αν προφασίζονται, η αληθινή αιτία της εχθρότητας του κόσμου εναντίον του ευαγγελίου είναι η μαρτυρία, την οποία αυτό παρέχει εναντίον της αμαρτίας και των αμαρτωλών. Αλλά είναι ασυγκρίτως προτιμότερο να υφιστάμεθα την έχθρα του κόσμου και τις συνέπειες αυτής εμμένοντας στη μαρτυρία του ευαγγελίου, παρά να κατακτήσουμε τις επιδοκιμασίες του παρασυρόμενοι από το ρεύμα του.
(3) Η ίδια φράση στο γ 19.
Ιω. 7,8 ὑμεῖς(1) ἀνάβητε(2) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω(3) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται(4).
Ιω. 7,8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν• εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση (β). Εσείς, τους οποίους δεν μισεί ο κόσμος.
(2) Το ρήμα που συνήθως χρησιμοποιείται για δήλωση της μετάβασης στα Ιεροσόλυμα (δες β 13)(β).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ουκ αναβαίνω. Εάν δεχτούμε τη γραφή οὔπω, ο Ιησούς λέγοντας αυτά εννοούσε, ότι δεν θα ανέβαινε αμέσως κατά τη στιγμή εκείνη, ώστε να βρίσκεται από την πρώτη ημέρα στη γιορτή, χωρίς να αποκλείει ότι θα μετέβαινε έπειτα ανεπισήμως, όπως και έκανε σύμφωνα με τον σ. 10. Το «ανεβαίνω» πρέπει να το ερμηνεύσουμε ότι αναφέρεται ακριβώς στο παρόν (b). «Δεν είπε: μια για πάντα δεν ανεβαίνω, αλλά τώρα, είπε, δηλαδή μαζί σας» (Χ). Αυτοί που δέχονται τη γραφή «ουκ αναβαίνω» προκειμένου να συμβιβάσουν τη δήλωση αυτή του Κυρίου, με την ακόλουθη ανάβασή του ή δέχονται το οὐ (όχι) αντί για το οὔπω (όχι ακόμα) (b), ή παραδέχονται ότι ο Κύριος σε εκείνη μεν τη στιγμή είχε απόφαση να μην ανέβει, μετέπειτα όμως αφού μίλησε ο Πατέρας στο εσωτερικό του, πήρε νέα απόφαση και ανέβηκε (Meyer Gess)·
ή ερμηνεύουν όπως ο Κ. «διότι δεν ανεβαίνει για να συνεορτάσει, αλλά μάλλον για να συμβουλέψει», και πράγματι, αυτοί που ανέβαιναν για τη γιορτή έπρεπε να υποβληθούν στα Ιεροσόλυμα σε κάποιους καθαρισμούς και άλλες τελετές, πριν ακόμα γίνει η έναρξη της γιορτής (Ιω. ια 55) και όφειλαν συνεπώς να ανέβουν κάποιες ημέρες πριν τη γιορτή.
Τέλος υπάρχει και η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος δίνει την απάντηση έχοντας κυρίως υπ’ όψη τη συμβουλή των νομιζόμενων αδελφών του «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο» και εννοεί, ότι δεν ανεβαίνω με το σκοπό να κάνω την επίσημη μεσσιακή μου εμφάνιση στη γιορτή αυτή. Η επίσημη αυτή εμφάνισή μου θα γίνει στην επόμενη γιορτή, δηλαδή αυτήν του Πάσχα.
«Δεν ανεβαίνει μαζί με τους αδελφούς, διότι δεν ήθελε να κάνει φανερό τον εαυτό του όπως ήθελαν εκείνοι, αλλά μάλλον κρυφά για να ξεφύγει από τις επιβουλές των Ιουδαίων» (Σχ). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι πιο σοβαρές.
(4) «Καθιστά φανερό ότι έπρεπε και θαύματα να γίνουν και ομιλίες να εκφωνηθούν, ώστε και περισσότεροι όχλοι να πιστέψουν και οι μαθητές να γίνουν σταθερότεροι βλέποντας το θάρρος του διδασκάλου και αυτά που έπαθε» (Χ). «Δεν έφτασε λοιπόν ακόμα, λέει, ο καιρός του θανάτου, για να ρίξω τον εαυτό μου σε αυτούς που λυσσούν εναντίον μου» (Θφ).
Ιω. 7,9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1).
Ιω. 7,9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν.
(1) Χωρίς να εκδηλώσει κάποια πρόθεση για το ότι και αυτός θα ανέβαινε έπειτα, έμεινε και άφησε τους αδελφούς του να ανέβουν μόνοι (ο).
Ιω. 7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1), τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ᾿ ὡς(2) ἐν κρυπτῷ(3).
Ιω. 7,10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά.
(1) «Αφού λοιπόν είπε ότι δεν θα ανέβει σε αυτήν τη γιορτή, και επέτρεψε στους αδελφούς… να πάνε, μόνος… ανεβαίνει μετά από αυτούς, όχι βέβαια άλλα λέγοντας, και πράττοντας τα αντίθετα από αυτά που λέει· διότι αυτό θα σήμαινε ότι και ψεύδεται τώρα» (Κ).
Είπαμε παραπάνω, ότι στο σ. 8 υπάρχει και η γραφή «ουκ αναβαίνω» αντί για την «οὔπω ἀναβαίνω», η οποία μαρτυρείται από τον βατικανό κώδικα και κάποιους άλλους και την πλειοψηφία των μικρογράμματων χειρογράφων. Εφόσον όμως και η γραφή «ουκ αναβαίνω» υποστηρίζεται από τον σιναϊτικό και τον κώδικα του Βέζα, και από τα δύο χειρόγραφα της παλαιάς συριακής μετάφρασης κλπ., παρουσιάζεται εκ πρώτης όψης κάποια αντίφαση ανάμεσα στο «ουκ αναβαίνω» του σ. 8 και στο «ανέβη» αυτού του στίχου. Πώς λύνεται αυτή, είπαμε ήδη προηγουμένως. Αλλά δόθηκε από εδώ αφορμή στον Πορφύριο να κατηγορήσει για αστάθεια τον Ιησού, ενώ στον Σοπενχάουερ να αποδώσει στον Κύριο σκόπιμο ψεύδος. Αλλά η ακόλουθη στο σ. αυτόν φράση «όχι φανερά, αλλά στα κρυφά» εξηγεί με επάρκεια τη διάκριση του «δεν ανεβαίνω» και του «ανέβηκε» (χ).
(2) Το ὡς μετριάζει την έννοια του «στα κρυφά».
(3) Τίποτα το κρυφό δεν υπήρχε στις κινήσεις του ή τη διδασκαλία του όταν ερχόταν στα Ιεροσόλυμα (ζ 26,28, δες και ιη 20), αλλά η είσοδός του στα Ιεροσόλυμα δεν έγινε δημόσια και φανερά (β). Πήγε, όπως θα λέγαμε σήμερα incognito και όχι με κάποιο από τα καραβάνια των προσκυνητών (μ). Πιθανώς ακολουθούσαν αυτόν και οι 12 μαθητές, από τους οποίους δεν φαίνεται ποτέ να χωρίστηκε παρά μόνο, όταν έστειλε αυτούς σε περιοδεία (Ματθ. ι 5)(ο).
Ιω. 7,11 οἱ οὖν(1) Ἰουδαῖοι(2) ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος(3);
Ιω. 7,11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν• “που είναι εκείνος;”
(1) Αφού δεν ανέβηκε δημόσια και φανερά, ούτε από τις πριν τη γιορτή ημέρες, λοιπόν… η προϋπόθεση που και σε αυτόν τον στίχο υπονοείται είναι, όχι ότι ο Ιησούς κατά την άφιξή του στα Ιεροσόλυμα παρέμεινε τελείως αθέατος και άγνωστος, αλλά ότι δεν ήλθε μαζί με τις ομάδες των πρώτων προσκυνητών (μ).
(2) Δηλαδή οι άρχοντες των Ιουδαίων που είχαν εχθρική διάθεση εναντίον του (δες α 19)(β). Παρατηρείται κάποια αντίθεση ανάμεσα στους Ιουδαίους του παρόντος σ. και τους όχλους του επομένου σ. Και οι όχλοι βεβαίως ήταν Ιουδαίοι. Αλλά η ονομασία Ιουδαίοι χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη κυρίως για δήλωση των περισσότερο ή λιγότερο επίσημων αντιπροσώπων του Ιουδαϊσμού (τ).
(3) «Από το πολύ μίσος και την απέχθεια ούτε με το όνομά του δεν ήθελαν να τον αποκαλέσουν» (Χ). «Δεν δίσταζαν ούτε από τον καιρό της γιορτής, αλλά ήθελαν να τον πιάσουν σε αυτήν» (Θφ). Ενώ θα έπρεπε να χαίρονται, διότι η γιορτή παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να υμνήσουν και να λατρεύσουν το Θεό, χαίρονταν διότι παρεχόταν σε αυτούς ευκαιρία να καταδιώξουν το Χριστό. Αλλά εκείνοι οι οποίοι στις θρησκευτικές πανηγύρεις επιζητούν ευκαιρίες για αμαρτία, βεβηλώνουν τις θείες διατάξεις στον έσχατο και ύψιστο βαθμό και βλασφημούν το Θεό στον ίδιο τον οίκο του.
Ιω. 7,12 καὶ γογγυσμὸς(1) πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις(2). οἱ μὲν(3) ἔλεγον ὅτι ἀγαθός(4) ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(5).
Ιω. 7,12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”.
(1) «Ταραχή, αντιλογία» (Ζ). Ψίθυρος και κρυφομίλημα, στο οποίο ακούγονταν και παράπονα εναντίον του. Εάν όλοι συμφωνούσαν να υποδεχτούν το Χριστό όπως οφειλόταν σε αυτόν, θα επικρατούσε τέλεια ειρήνη. Αλλά όταν μερικοί δέχονται το φως και άλλοι απωθούν αυτό, θα υπάρχει γογγυσμός. Τα κόκκαλα στην πεδιάδα, τα οποία είδε ο Ιεζεκιήλ (λζ 1-10), για όσο ήταν νεκρά και ξερά, παρέμεναν ήσυχα. Αλλά όταν ειπώθηκε σε αυτά «ας ζήσουν», τότε ακούστηκε φωνή συναγωγής πολύ μεγάλης. Αναμφίβολα ο θόρυβος και η ταραχή της ελευθερίας είναι προτιμότερα από τη σιγή του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Παρά τη νεκρότητα, η οποία επικρατούσε πριν ακόμα έλθει ο Χριστός, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος ο θόρυβος και η ταραχή, που προκαλείται από τη διαφωνία αυτών που δεν πιστεύουν σε αυτόν, διότι αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη πιστών και την ανάπτυξη της νέας ζωής.
(2) Ο πληθυντικός συμφωνεί με το γεγονός, ότι ήταν πολλοί οι γογγυστές. Από το ένα και από το άλλο μέρος υπήρχε κάποιος αριθμός προσώπων που μιλούσαν για τον Ιησού (b). Ο πληθυντικός σημαίνει τις διάφορες ομάδες του λαού, οι οποίες εδώ και εκεί συζητούσαν (β).
(3) Και οι 2 προτάσεις αποτελούν επεξήγηση των λέξεων «γογγυσμός πολύς», και εκφράζουν τον τρόπο, με τον οποίο εκφράζονταν τα διάφορα και αντίθετα σχετικά με τον Ιησού φρονήματα που επικρατούσαν στον όχλο (ο).
(4) Εδώ σημαίνει το αντίθετο του ακόλουθου «πλανά τον όχλο». Δηλαδή ευθύς, ειλικρινής και καλός (g). Πολλοί δεν τρέφουν κακές αλλά ταπεινές ιδέες για το Χριστό, και σπάνια τιμούν αυτόν και όταν ακόμα λένε καλά για αυτόν, διότι δεν λένε τα όσα αρμόζουν στο Χριστό.
(5) Σε ενικό η λέξη και σημαίνει τον εύπιστο και εύκολα παρασυρόμενο λαό (g). «Αυτό είναι απόδειξη ότι αυτοί που τον συκοφαντούσαν ήταν από τους άρχοντες. Διότι αν ήταν από τον όχλο θα έλεγαν ότι, μας εξαπατά» (Θφ).
Ιω. 7,13 οὐδεὶς(1) μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(2).
Ιω. 7,13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού.
(1) Ούτε οι θετικά, ούτε οι αρνητικά διακείμενοι προς αυτόν. Περισσότερο όμως οι θετικά διακείμενοι δεν τολμούσαν να εκφράσουν την προς αυτόν συμπάθειά τους. Αλλά και οι αρνητικά διακείμενοι δεν εκφράζονταν ελεύθερα μάλλον διότι αναγκάζονταν, για να αρέσουν στους άρχοντες, να εκφράζονται εναντίον του Ιησού πολύ αρνητικότερα από όσο αισθάνονταν. Πάντως ένα είδος ηθικής πίεσης βάρυνε και στις δύο μερίδες (g).
(2) Η ίδια φράση και στα ιθ 38,κ 19 με την ίδια έννοια (β), δηλαδή «όλως ιδιαιτέρως Ιουδαίους ονομάζει τους άρχοντες των Ιουδαίων, μη θεωρώντας άξιο ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, όπως βέβαια μου φαίνεται, να ονομάσει αυτούς πρεσβύτερους ή ιερείς ή κάτι άλλο από αυτά» (Κ). «Βλέπεις που παντού οι μεν άρχοντες είναι διεφθαρμένοι, ενώ οι αρχόμενοι έχουν υγιή κρίση, αλλά δεν έχουν την αρμόζουσα ανδρεία» (Χ).
Ο Κύριος διδάσκει με θεία εξουσία
Ιω. 7,14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης(1) ἀνέβη(2) ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν(3) καὶ ἐδίδασκε(4).
Ιω. 7,14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη.
Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει 3 διδασκαλίες για 3 θέματα. Στην πρώτη μιλά ο Κύριος για την προέλευση της διδασκαλίας του και απολογείται για το θαύμα του στο κεφ. Ε (στίχοι 15-24)· στη δεύτερη διακηρύττει τη θεία του καταγωγή αναιρώντας ένσταση που προβλήθηκε (σ. 25-30)· και στην τρίτη προαναγγέλλει το επικείμενο τέλος του εφιστώντας ταυτόχρονα την προσοχή των Ιουδαίων στις ολέθριες για αυτούς συνέπειες (σ. 31-36)(g).
(1) «Δηλαδή την τέταρτη ημέρα» (Ζ). «Αφού λοιπόν κατέπαυσε το θυμό τους, επενέβη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ακούσουν τα λόγια του με προσοχή, αφού πλέον η οργή δεν θα έφραζε τα αυτιά τους» (Χ). «Διότι στην αρχή της γιορτής ήταν φυσικό να αποσπάται ο νους τους με τα της γιορτής» (Θφ). Το ρήμα μεσόω είναι από αυτά που λέγονται μία και μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Συναντιέται όμως στους Ο΄ (Εξοδ. ιβ 29,Ιουδίθ ιβ 5) (β).
(2) Το ιερό ήταν σε λόφο για αυτό και το ανέβηκε λέγεται κυριολεκτικά (β).
(3) Είτε στο ύπαιθρο στον περίβολο του ναού, μπροστά από την αυλή, είτε στη συναγωγή την χτισμένη στην αυλή των γυναικών, όπως εικάζει ο Olshausen.
(4) Ο παρατατικός δείχνει αυτό που γινόταν με συνέχεια. «Δίδασκε δείχνοντας την αφοβία του» (Ζ). Εκφράστηκε από τους νεώτερους ερμηνευτές η γνώμη, που ευοδώνεται και από το ότι το ρήμα διδάσκω μπαίνει σε παρατατικό, ότι η διδασκαλία του Κυρίου που σε περίληψη εκτίθεται εδώ έγινε όχι σε μία ημέρα, αλλά σε συνέχεια από τη μεσαία μέχρι την τελευταία ημέρα της γιορτής (ο).
Ιω. 7,15 καὶ ἐθαύμαζον(1) οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα(2) οἶδε μὴ μεμαθηκώς(3);
Ιω. 7,15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν• “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;”
(1) «Δηλαδή έπεφταν σε έκπληξη και απορούσαν» (Χ). «Αλλά παρόλο που θαύμαζαν, αλλά ούτε έτσι δεν απαλλάχτηκε η γνώμη τους από πονηρία. Διότι δεν θαύμαζαν τη διδασκαλία, ούτε δέχονταν τα λεγόμενα, αλλά θαύμαζαν το πώς ξέρει γράμματα» (Θφ).
(2) Όχι μόνο τα ιερά γράμματα, οι γραφές, αλλά γενικότερα οι σπουδές, όπως στο Ησαΐου κθ 12 («δεν ξέρω γράμματα») και Πράξ. δ 13 («άνθρωποι αγράμματοι είναι»), και κστ 24 («τα πολλά γράμματα σε σπρώχνουν σε τρέλα»)(β). Εννοείται ότι στους Ιουδαίους οι σπουδές περιορίζονταν στα ιερά γράμματα, στις άγιες Γραφές και συνεπώς και εδώ ο όρος γράμματα αναφέρεται όχι αποκλειστικά αλλά πρωτίστως στη σπουδή της Π.Δ. (g). Ο Ιησούς κατέπληττε τα πλήθη με τη γνώση της Αγίας Γραφής, την οποία παρουσίαζε (ο).
(3) Ή, χωρίς να έχει μάθει γράμματα (Winer). Ή, απόλυτα, με την έννοια του να έχει διατελέσει κάποιος μαθητής (g). Δεν του δόθηκε καμία ευκαιρία για κάποιο σχολείο (b). Ήταν δηλαδή γενικώς γνωστό ότι ο Ιησούς δεν έτυχε ραββινικής εκπαίδευσης.
«Όλοι γνώριζαν πού γεννήθηκε, πού ανατράφηκε· δεν είχαν όμως δει ποτέ αυτόν να μαθαίνει γράμματα, αλλά άκουσαν αυτόν να συζητά για το νόμο, προβάλλοντας μαρτυρίες του νόμου, τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να προβάλλει, εάν δεν είχε μάθει γράμματα» (Αυ). Για τους επίσημους του ιουδαϊκού λαού ο Ιησούς ανήκε στον αμαθή όχλο «ο οποίος δεν γνώριζε το νόμο», για τον οποίο φρονούσαν αυτοί, ότι «είναι καταραμένοι» (Ιω. ζ 49). Συνεπώς η αξίωση του Ιησού να ερμηνεύει δημόσια το νόμο αποτελούσε βλάσφημη αυθάδεια. Η ερμηνεία του νόμου ήταν εμπιστευμένη αποκλειστικά στους μαθητές των αναγνωρισμένων ραββίνων (χ).
Ιω. 7,16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν(1)· ἡ ἐμὴ διδαχὴ(2) οὐκ ἔστιν ἐμή(3), ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με(4)·
Ιω. 7,16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε• “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου• είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον.
(1) «Όφειλαν από την απορία τους αυτή να καταλάβουν, ότι δεν υπήρχε σε αυτόν τίποτα το καθαρά ανθρώπινο. Αλλά επειδή αυτοί δεν ήθελαν να το ομολογήσουν αυτό, αλλά έμεναν μόνο μέχρι το θαυμασμό, άκουσε τι λέει» (Χ).
(2) Μόνο εδώ ο Κύριος αποκαλεί τη διδασκαλία του διδαχή (β). Η ίδια λέξη και στα Ιω. ιη 19 και Β΄ Ιω. 9,10. Θα ερμηνεύσουμε: Το σύστημα των θρησκευτικών αληθειών, το οποίο διδάσκω (ο).
(3) Δεν είναι επινόηση δική μου ως καρπός ανθρώπινης σοφίας ή ως απόκτημα σπουδών και ακρόασης ανθρώπων διδασκάλων (ο). Ο Κύριος απαντά τώρα στην ένσταση των Ιουδαίων, ότι δεν είχε διδαχτεί από κάποιον αναγνωρισμένο ραββίνο. Στην απάντησή του ακολουθεί όπως στο ε 31 τη σειρά των σκέψεών τους, και χωρίς να διακηρύσσει ότι είναι αυτοδίδακτος, το οποίο θα ερέθιζε τους Ιουδαίους, ισχυρίζεται, ότι διδάσκαλός του υπήρξε ο Πατέρας, όπως και προηγουμένως είχε διακηρύξει αυτό (δες ιδίως ε 30,36-38), και μετέπειτα επαναλαμβάνει αυτό (η 28,ιβ 49,ιδ 10,24)(β).
(4) «Είναι του πατέρα, διότι εγώ διδάσκω τα ίδια με εκείνον επειδή έχουμε την ίδια φύση και θέληση» (Ζ). «Επειδή η διδαχή του είναι στο έπακρο όμοια με τη διδασκαλία του Πατέρα, λέει ότι αυτή (η δική του) είναι εκείνου» (Κ).
Ενώ οι Ιουδαίοι θεωρούσαν αυτόν αυτοδίδακτο, ο Κύριος δείχνει, ότι είναι θεοδίδακτος (χ). Ως Θεός ο Ιησούς Χριστός ήταν ίσος με τον Πατέρα και θα μπορούσε αληθινά να πει: Η διδαχή είναι δική μου και αυτού που με έστειλε. Αλλά είναι τώρα στην κατάσταση της ταπείνωσης και ως Μεσίτης λέει δεν είναι δική μου η διδαχή, αλλά αυτού που με έστειλε. Είναι ενίσχυση και στήριγμα και παρηγοριά για εκείνους, οι οποίοι εγκολπώνονται τη διδασκαλία του Χριστού, όπως και καταδίκη εκείνων, οι οποίοι την απορρίπτουν, το ότι η διδασκαλία αυτή είναι διδασκαλία όχι ανθρώπου αλλά του Θεού.
Ιω. 7,17 ἐάν τις θέλῃ(1) τὸ θέλημα(2) αὐτοῦ ποιεῖν(3), γνώσεται(4) περὶ τῆς(5) διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ(6).
Ιω. 7,17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό• Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει.
(1) Ή, «εκείνος που θέλει να υπακούσει στο Θεό πιστεύοντας σε εμένα…» (Αυγουστ. Λούθηρ.). Ή, πιο σωστά, «εάν κάποιος είναι εραστής της ενάρετης ζωής, θα καταλάβει τη δύναμη των λεγομένων» (Χ). Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία η έννοια είναι: «Εάν δεν κατάλαβες, πίστεψε. Διότι η γνώση είναι η αμοιβή της πίστης. Μη ζητάς λοιπόν να καταλάβεις, για να πιστέψεις, αλλά πίστεψε για να καταλάβεις… Και το «θα γνωρίσει» εδώ έχει την ίδια σημασία με το «θα καταλάβει»» (Αυ). Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία η έννοια είναι: Αρκεί να έχει κάποιος αγαθή πρόθεση και να επιθυμεί ειλικρινά να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού, και τότε ασφαλώς θα οδηγηθεί στο Χριστό. Οπωσδήποτε με τα λόγια αυτά διακηρύττεται, ότι η πίστη και η απιστία στο Χριστό έχει ηθική αιτία (g). Εκείνος ο οποίος δέχεται να υποταχτεί στις εντολές του θείου νόμου, είναι και διατεθειμένος να δεχτεί τις ακτίνες του θείου φωτός. Αυτοί που οπωσδήποτε μοιάζουν με το Θεό είναι και προετοιμασμένοι να κατανοήσουν αυτόν, όταν μιλά προς αυτούς.
«Βγάλτε από τους εαυτούς σας την πονηρία και την οργή και το φθόνο και το μίσος… και τίποτα δεν σας εμποδίζει να γνωρίσετε, ότι όντως είναι του Θεού τα λόγια τα δικά μου. Διότι τώρα μεν αυτά σας φέρνουν σκοτάδι και καταστρέφουν την ορθή κρίση» (Χ).
(2) «Θέλει το θέλημα». Γλυκιά αρμονία. Το θείο θέλημα αφυπνίζει το ανθρώπινο θέλημα, και έπειτα το τελευταίο αυτό συναντά το πρώτο (b). Θέλημα για αυτούς με τους οποίους συζητούσε ο Κύριος, ήταν το γνωστό από τις προφητικές γραφές (b). «Εάν κάποιος θέλει να προσέχει τις προφητείες» (Χ).
(3) Ασφαλέστατη μέθοδος για επίτευξη της γνώσης της αλήθειας (b).
(4) Το να γνωρίζουν τους δρόμους του Κυρίου είναι προνόμιο εκείνων μόνο, οι οποίοι ασκούν δικαιοσύνη (b).
(5) Το άρθρο τονίζει τη σχέση με το σ. 16 (b).
(6) «Αν λέω κάτι ξένο και αντίθετο. Διότι η φράση «από τον εαυτό μου (δεν μιλώ)» πάντοτε σημαίνει το εξής, ότι δηλαδή δεν λέω τίποτα που να μην είναι αρεστό σε αυτόν (τον Πατέρα), αλλά όλα όσα θέλει ο Πατέρας, αυτά θέλω και εγώ» (Χ).
Ότι ο Ιησούς δεν μιλούσε από τον εαυτό του τονίζεται και στο Ιω. ιβ 49,ιδ 10. Η γενική αρχή που βεβαιώνεται από τα λόγια αυτά, είναι, ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις της διάνοιας και στην ηθική κατάσταση της καρδιάς. Ζωή ειλικρινούς υποταγής στα θεία παραγγέλματα είναι πολύ ευνοϊκή στο να ενεργούν οι δυνάμεις της σκέψης και του συναισθήματος ομαλά ώστε μέσω αυτών να οδηγείται κάποιος στο Θεό. Η θρησκεία απευθύνεται στην όλη φύση του ανθρώπου, δηλαδή σε όλες τις διανοητικές, ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, του οποίου η όλη ζωή αντιτίθεται συστηματικά στο θέλημα του Θεού, διότι αυτός είναι ήδη αποφασισμένος να μη γνωρίσει αυτήν. Αντίθετα ο ορθός βίος προδιαθέτει τον άνθρωπο στο να εισδύσει ακόμα περισσότερο στην αλήθεια. Αυτός προχωρεί από το φως σε φως και από δόξα σε δόξα.
Ιω. 7,18 (1)ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ(2), ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι(3), καὶ ἀδικία(4) ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.
Ιω. 7,18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία.
(1) «Έπειτα προσθέτει και άλλο συλλογισμό αναντίρρητο, φέροντας στη μέση κάτι ανθρώπινο και διδάσκοντας από αυτά που συνηθίζονται σε εμάς» (Χ). Φέρνεται μία απόδειξη εξωτερική και επανέρχεται ο Κύριος στα λεχθέντα στο ε 41, τα οποία και επαναλαμβάνει και πιο κάτω στα η 50,54. Η αντίθεση είναι εδώ ανάμεσα στον διδάσκαλο που εκπροσωπεί τον εαυτό του ως πηγή γνώσης και τον διδάσκαλο που μιλά με εντολή, ως κήρυκας και απεσταλμένος κάποιου ανώτερου, από τον οποίο αυτός έχει όλα όσα έχει. Ο πρώτος επιζητά να δοξάσει το άτομό του· ο δεύτερος επιδιώκει να δοξάσει τον εντολέα του (ο,β).
(2) «Δηλαδή αυτός που θέλει να στηρίξει κάποια δική του διδασκαλία, για κανέναν άλλο λόγο δεν το θέλει, παρά για να καρπωθεί δόξα από αυτό» (Χ).
(3) Δεν υπάρχει σε αυτόν κάποια ιδιοτέλεια και συνεπώς η ανιδιοτέλειά του αυτή αποκλείει κάθε υπόνοια για το ότι η διδασκαλία του είναι ψευδής. Με αυτό απαντά ο Κύριος και στην στο στίχο 12 κατηγορία εναντίον του, ότι «πλανά τον όχλο». «Εάν εγώ ζητώ τη δόξα αυτού που με έστειλε, για ποιο λόγο θα προτιμούσα να διδάσκω άλλα;» (Χ).
(4) Ή, «κάποιοι εδώ με τη λέξη αδικία εννόησαν το ψεύδος» (Ζ), όπως και στον Παύλο πολλές φορές αντιτίθεται η αδικία με την αλήθεια (Α΄ Κορ. ιγ 6,Β΄Θεσ. β 12).
Ή, το αδικία αναφέρεται γενικότερα στην παράβαση του νόμου του Θεού, αφού ο Κύριος κατηγορούνταν και ως παραβάτης του νόμου για το Σάββατο, και απαντώντας και στην κατηγορία αυτή μιλά αμέσως στους σ. 19-23 για τη συμπεριφορά του και τις πράξεις του. Έτσι η φράση αυτή αποτελεί την μετάβαση από την απολογία για τη διδασκαλία του σε αυτήν για τα έργα του (g).
«Επειδή αυτοί οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν για δύο πράγματα, για παρανομία και αντιθεΐα, ότι δηλαδή και παρέβαινε το Σάββατο και ότι έλεγε δικό του πατέρα το Θεό… για το άλλο απολογείται τώρα και δείχνει, ότι αυτοί μάλλον είναι παράνομοι» (Ζ). Οι ψευδοδιδάσκαλοι που διδάσκουν την πλάνη είναι κατ’ εξοχήν άδικοι. Άδικοι απέναντι στο Θεό, του οποίου το όνομα καταχρώνται, και άδικοι προς τις ψυχές των ανθρώπων, τις οποίες παρασύρουν στην πλάνη.
Ιω. 7,19 (1)οὐ Μωϋσῆς(2) δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον(3). τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι(4);
Ιω. 7,19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;”
(1) Με τις ερωτήσεις αυτού του στίχου ο Κύριος «επιτίθεται βέβαια με αυτά πάρα πολύ πληκτικά στις ανόητες ενέργειες των Ιουδαίων, και επειδή ολίσθαιναν σαν με αχαλίνωτες ορμές στο να καταδικάζουν αυτόν για την παράβαση του σαββάτου, δείχνει ότι παρανομούν και προτιμούν να διαπράττουν μιαρές δολοφονίες, και για αυτό και μόνο πέφτουν στη χειρότερη από όλες αμαρτία» (Κ). Το γενικότερο νόημα του σ.:
«Είπε ο νόμος: δεν θα φονεύσεις, αλλά εσείς φονεύετε. Και κατηγορείτε εμένα ότι παραβαίνω το νόμο; Εγώ μεν λοιπόν ακόμα και αν παραβίασα το νόμο, αλλά έσωσα άνθρωπο, ενώ εσείς παραβαίνετε για κακό» (Χ).
(2) «Αυτός ο νόμος που εσείς τιμάτε και υπερασπίζεστε, στον οποίο μίλησε ο Θεός» (Ζ). «Ενώ είναι ο κύριος του Μωϋσή και του νόμου, λόγω της ασθένειας των Ιουδαίων, κατά κάποιο τρόπο αποξενώνει τον εαυτό του από το νόμο, ονομάζοντάς τον νόμο του Μωϋσή· διότι δεν μπορούσαν να ακούσουν ότι ήταν από τη φύση του Θεός» (αμ).
(3) Επιτίθεστε εναντίον μου ως ένοχο παραβιάσεως του νόμου. Και όμως εσείς παραβαίνετε το νόμο (b). «Κανείς από εσάς δεν είπε, διότι όλοι με τους οποίους μιλούσε ζητούσαν να τον φονεύσουν» (Σχ). «»Ποιεῖ», δηλαδή τηρεί. Έπειτα προσθέτει και πώς δεν τηρούν το νόμο» (Ζ).
(4) «Ενώ ο νόμος λέει δεν θα φονεύσεις, γιατί προσπαθείτε να με φονεύσετε, οπότε ούτε αυτόν τηρείτε ούτε τον Μωϋσή ντρέπεστε, που σας τον έχει δώσει;» (Ζ). Με την απόρριψη, το μίσος και την στο τέλος σταύρωση του Ιησού ο Ισραήλ παραβίαζε πράγματι και τις δύο πλάκες του νόμου (Stier). Έχοντας τέτοιες φονικές διαθέσεις, αποδεικνύετε, ότι δεν κάνετε το θέλημα του Θεού. Για αυτό λοιπόν δεν μπορείτε να γνωρίσετε τη διδαχή μου (b).
Ιω. 7,20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος(1) καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις(2)· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,20 Απήντησεν ο όχλος και είπε• “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;”
(1) Ή, «για να χαριστεί στους άρχοντες» (Ζ). Ή, πιο σωστά, ο όχλος που αγνοούσε τα σχέδια και τις φονικές διαθέσεις των Φαρισαίων και των υπόλοιπων αρχόντων (ο). Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή ερμηνεία ο όχλος ειλικρινά εκφράζει την απορία του και δεν κρύβει τον φονικό σκοπό «θέλοντας να καταστήσει αφύλαχτο το θύμα του» (Χ). «Ο όχλος απάντησε ως θορυβώδες πλήθος, συγχέοντας τα πράγματα» (Αυ).
(2) Η ίδια φράση ειπώθηκε και για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, εξαιτίας του ασκητισμού του (Ματθ. ια 18). Ομοίως και εναντίον του Ιησού από τους Φαρισαίους (Ιω. η 48,49,ι 20,Μάρκ. γ 22). Εδώ λέγεται από τον όχλο (β). Με ποιά έννοια; Ή, «τα λόγια αυτά φανερώνουν οργή και ψυχή που δείχνει αναισχυντία επειδή ελέγχθηκε παράδοξα» (Χ) και «είναι η άρνηση καρπός της κακοτροπίας τους και άλλος τρόπος της ασέβειάς τους προς το Χριστό» (Κ).
Ή, με την έννοια της νευρασθένειας ή μελαγχολικής κατάστασης, χωρίς να αποδίδεται στον Ιησού ηθική μομφή, αλλά μόνο διανοητική παράκρουση ή ασθένεια.= Δεν είσαι στα καλά σου· έχεις δαιμόνιο και αυτό σου διατάραξε τα μυαλά και νομίζεις ότι σε καταδιώκουν να σε φονεύσουν, ενώ κανείς δεν ζητά να σε φονεύσει (g,ο,β).
Ιω. 7,21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ἓν ἔργον(2) ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε(3).
Ιω. 7,21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε• “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου.
(1) «Ο Κύριος ολοφάνερα χωρίς να ταραχτεί, αλλά ήρεμος μέσα στην αλήθειά του, δεν ανταπέδωσε κακό αντί κακού ή κοροϊδία αντί κοροϊδίας, αν και εάν έλεγε στους ανθρώπους αυτούς, έχετε δαιμόνιο, θα έλεγε αλήθεια. Διότι δεν θα έλεγαν τέτοια προς την αλήθεια, εάν το ψεύδος του διαβόλου δεν τους υποκινούσε» (Αυ).
(2) «Εννοεί την θεραπεία που έγινε το Σάββατο σε αυτόν που είχε τριάντα οχτώ έτη στην ασθένεια» (Ζ). Δεν λέγεται εδώ με την έννοια του θαύματος, αλλά της πράξης, με την οποία φαινομενικά καταργούνταν το Σάββατο (g).
(3) Πρέπει να το πάρουμε με την έννοια του «θορυβείστε, ταράζεστε» (Χ). «Για το ένα αυτό πλημμέλημα, σύμφωνα με εσάς, θαυμάζετε τη γνώμη μου, ότι τόλμησα να συγκρουστώ με τον νομοθέτη» (Κ). Δυσαρεστηθήκατε και σκανδαλιστήκατε, σαν να έγινα ένοχος για κάποιο απεχθές και αποτρόπαιο έγκλημα.
Ιω. 7,22 διὰ τοῦτο(1) Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων(2), καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον(3).
Ιω. 7,22 για αυτό Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον.
(1) Και ο Χ. συνδέει με τον παρόντα στίχο. Η έννοια όμως από αυτή τη σύνδεση παρουσιάζεται βεβιασμένη= Για αυτό σας έδωσε ο Μωϋσής την περιτομή, για να δείξει ότι ο νόμος του σαββάτου δεν έχει τη βεβαιότητα, αλλά μπορεί να παραβιαστεί, αφού το Σάββατο πολλές φορές γίνεται περιτομή (β).
Ή, πολύ καλά· αλλά επειδή ταράζεστε, αφήστε με να σας πω. Ο Μωϋσής… (μ). Πιο φυσικό είναι το «διὰ τοῦτο» να συνδεθεί με το θαυμάζετε του προηγούμενου σ.=Για το έργο μου αυτό νιώσατε όλοι κατάπληξη (β). Η έννοια του όλου σ.: «Προσπαθεί να δείξει ήδη με σαφήνεια ότι ο ίδιος ο ιεροφάντης Μωϋσής, ο υπηρέτης του νόμου, παραβίασε το νόμο του Σαββάτου εξαιτίας της περιτομής, η οποία από τη συνήθεια των πατέρων έφτανε μέχρι και τους δικούς του χρόνους» (Κ). Και «θέλει να δείξει, ότι… είναι πολλά πιο κύρια από το νόμο» (Χ). Έτσι λοιπόν κατασκευάζει επιχείρημα από το ισχυρότερο.=Εάν επιτρέπεται το Σάββατο να περιτέμνει κάποιος, πολύ περισσότερο επιτρέπεται να αποδίδει την υγεία σε άνθρωπο που πάσχει πολύ καιρό (ο).
«Ανέχτηκε ο Μωϋσής να λάβει εντολή εναντίον του νόμου και μεγαλύτερης αξίας από το νόμο… εγώ όμως έκανα σπουδαιότερο και ανώτερο έργο από την περιτομή» (Χ).
(2) Λέει αυτά τονίζοντας κυρίως όχι την παλαιότητα της περιτομής –διότι τότε το επιχείρημα θα εξασθενούσε- αλλά το ότι η περιτομή δεν ορίστηκε από το νόμο (g) = «παρόλο που η περιτομή δεν είναι του νόμου, αλλά των πατέρων» (Χ). «Σας την παρέδωσε, όχι επειδή έχει την αρχή της στη νομοθεσία του, αλλά… ενώ είναι κάτι παρείσακτο, γίνεται σπουδαιότερο από την εντολή του σαββάτου» (Ζ). Από τους πατέρες «τους γύρω από τον Αβραάμ» (Ζ). Δες για αυτό Γεν. ιζ 10,κα 4,Πράξ. ζ 8 (β). Ο θεσμός της περιτομής δεν αποτελούσε μέρος του Δεκαλόγου. Προερχόταν από παλαιά παράδοση και μπήκε από τον Μωϋσή στον κώδικά του παρεμπιπτόντως. Ποιος λοιπόν θα περίμενε ότι ένας τέτοιος θεσμός θα καταλάμβανε πρωταρχική θέση απέναντι σε μία εντολή του Δεκαλόγου, δηλαδή το νόμο για το Σάββατο; (g).
(3) Στο μόνο χωρίο του Λευϊτ. ιβ 3, όπου ο Μωϋσής μιλά για την περιτομή επικυρώνοντας τον θεσμό της, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον συμβιβασμό της εντολής αυτής με την εντολή του Σαββάτου. Το ότι επιτρέπεται η τέλεση της περιτομής και το Σάββατο, καθορίστηκε από την ιουδαϊκή συνείδηση. «Διότι συνέβαινε πολλές φορές, η όγδοη ημέρα, κατά την οποία ήταν ανάγκη να γίνει η περιτομή, να είναι Σάββατο» (Θφ). Η παράδοση, ότι η περιτομή μπορούσε να γίνει κατά το Σάββατο, εκτίθεται σαφώς στη Μίσχνα: «Για κάθε έργο, το οποίο μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου, δεν πρέπει να παραμερίζεται το Σάββατο. Αλλά για την περιτομή η οποία δεν μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου (όταν δηλαδή η παραμονή είναι η έβδομη ημέρα από τη γέννηση αυτού που περιτέμνεται) παραμερίζεται το Σάββατο» (μ).
Ιω. 7,23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει(1) ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως(2), ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα(3) ἐν σαββάτῳ!
Ιω. 7,23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου!
(1) «Διότι ποιος δεν ξέρει ότι εκείνοι μεν ενεργώντας με το χέρι και με μαχαίρι, περιτέμνοντας και ακρωτηριάζοντας σάρκα, πραγματικά βεβήλωναν το Σάββατο; Αυτός όμως, θεραπεύοντας με απλό λόγο και εξουσία, έδειξε με το να εκτελέσει αυτό το παράδοξο, ότι υπήρχε κύριος και του σαββάτου» (Θη).
(2) «Για να μην παραβιαστεί ο νόμος του Μωϋσή ο σχετικός με την περιτομή» (Ζ). «Βλέπεις, που η κατάργηση του σαββάτου είναι τήρηση του νόμου; Επομένως, αν δεν παραβιαζόταν το Σάββατο, ήταν αναγκαστικό να παραβιαστεί ο νόμος» (Χ). Ο Κύριλλος χρησιμοποιώντας διαφορετική στίξη, ερμηνεύει αλλιώς: «εάν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, οργίζεστε εναντίον μου, για να μην καταργηθεί ο νόμος του Μωϋσή, επειδή έκανα υγιή ολόκληρο άνθρωπο το Σάββατο;» (Κ).
(3) Ή «η περιτομή λοιπόν είναι τρόπος φροντίδας για τον άνθρωπο, η οποία νικά και αυτήν ακόμα τη διάταξη για το Σάββατο… Τι είναι λοιπόν αυτό που εμποδίζει, ή πώς θα μπορούσε εύλογα να εμποδίσει τη θεραπεία ολόκληρου του σώματος το νομοθέτημα σχετικά με το Σάββατο, έχοντας επιτρέψει ακατηγόρητα ήδη την κατάργηση αυτού για τη θεραπεία ενός μέρους και μικρού;» (Κ).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος αυτός του Κυρίου αναφέρεται μόνο στην φροντίδα για το σώμα. Για την φροντίδα για ένα μόνο μέλος επιτρέπεται η αθέτηση του Σαββάτου. Για τη φροντίδα για ολόκληρο το σώμα δεν επιτρέπεται; Αλλά η περιτομή κατά την ιουδαϊκή αντίληψη δεν ήταν απλώς ιατρική υπόθεση, αλλά είχε και ηθική έννοια.
Πιο σωστή η ερμηνεία: «Με το να πει «όλο τον άνθρωπο» δείχνει ότι η περιτομή ήταν για μερική υγεία. Και ποιά ήταν η υγεία της περιτομής; Κάθε ψυχή, λέει, που δεν θα περιτμηθεί, θα εξολοθρευτεί» (Χ), με τη φράση όμως «όλον τον άνθρωπο, φανέρωσε, ότι δεν θεράπευσε μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή του» (Ζ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος του Κυρίου αναφέρεται στη φροντίδα όχι μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή. Με την περιτομή συντελούνταν όχι μόνο ένας τοπικός καθαρισμός ενός μόνο μέλους (σωματική όψη της περιτομής), αλλά και η ενσωμάτωση αυτού που περιτεμνόταν στην Π.Δ. (ηθική όψη της περιτομής)(g). Με το θαύμα του παραλύτου συντελέστηκε όχι μόνο η θεραπεία του σώματος ολόκληρου, αλλά και η σωτηρία του μέσω της πίστης. Αξιολογότατη και η επόμενη: «Παραβιάζεται, λέει, ο νόμος, για να πάρει ο άνθρωπος απόδειξη, η οποία δεν συμβάλλει καθόλου στην υγεία του· για να απαλλαχτεί όμως από τέτοια ασθένεια, δυσανασχετείτε και αγανακτείτε;» (Χ).
Ιω. 7,24 (1)μὴ κρίνετε(2) κατ᾿ ὄψιν(3), ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε(4).
Ιω. 7,24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”.
(1) Αφού έλεγξε το άδικο της κρίσης τους σε σχέση με την υπερφυσική θεραπεία του παραλύτου, προχωρώντας εκφέρει γενικό κανόνα, στον οποίο πρέπει σε κάθε περίσταση να συμμορφώνουν την κρίση τους (ο).
(2) Ο ενεστώτας έχει την έννοια αυτού που γίνεται συνήθως και συνεχώς. Μη συνηθίζετε να κρίνετε κατ’ όψιν, όπως κάνατε τώρα (ο).
(3) Μόνο εδώ και στο ια 44 και Αποκ. α 16 (β). Εδώ σημαίνει μάλλον την εξωτερική όψη, αυτό που φαίνεται, την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων (g). = Μην κρίνετε κατά τα εξωτερικά φαινόμενα, με τις πρώτες εντυπώσεις επιπόλαια (ο). Στην προκειμένη περίπτωση το «μη κρίνετε κατ’ όψιν» υπονοεί, ότι η θεραπεία του παραλύτου αποτελούσε μόνο φαινομενικά παράβαση του νόμου. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έκφραση του αληθινού πνεύματος του νόμου (μ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Μη κρίνετε αποβλέποντας μόνο στα πρόσωπα, και εκείνον μεν (τον Μωϋσή) επειδή για εσάς είναι σπουδαίος και ένδοξος τον απαλλάσσετε από κατηγορία, ενώ εμένα με κατηγορείτε επειδή κατά τη γνώμη σας είμαι ασήμαντος και χωρίς δόξα» (Ζ).
(4) «Βγάλτε την απόφαση από την φύση των πραγμάτων· διότι αυτό σημαίνει το να κρίνετε δίκαια» (Χ). Η δίκαιη κρίση είναι αυτή που εκτιμά τις πράξεις σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου. Το άρθρο δηλώνει την συγκεκριμένη κρίση είτε στην παρούσα περίσταση είτε στην περίσταση που κάθε φορά παρουσιάζεται (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Η αληθινή κρίση είναι μία [ενώ οι ψεύτικες πολλές]. Αυτό δηλώνει το άρθρο (b).
Ιω. 7,25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν(1)· οὐχ οὗτός(2) ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας• “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν;
Ιω. 7,26 καὶ ἴδε(3) παῤῥησίᾳ(4) λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι(5). Μήποτε(6) ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες(7) ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
Ιω. 7,26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός;
(1) Στο σ. 20 πρόκειται για τον όχλο που από πολλά μέρη έφτασε στα Ιεροσόλυμα και αγνοούσε τα φονικά σχέδια των Φαρισαίων.
«Το μεν άλλο πλήθος των Ιουδαίων αγνοούσε το σκοπό των αρχόντων», και από αυτό εξηγείται η ερώτηση που προβλήθηκε εκεί. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες που κατά το πλείστον συναναστρέφονταν αυτούς και κατοικούσαν μαζί σε μία πόλη και τους συναντούσαν πάντοτε, γνώριζαν κατά κάποιο τρόπο τον κρυμμένο μέσα σε αυτούς ανόσιο σκοπό τους για τον Σωτήρα Χριστό» (Κ).
«Αυτοί που κατεξοχήν είχαν απολαύσει τα μεγάλα θαύματα, αυτοί ήταν πιο ελεεινοί από όλους» (Χ). Θα περίμενε κάποιος, ότι αυτοί, που ζούσαν στα Ιεροσόλυμα, τα οποία θεωρούνταν η πηγή της γνώσης και της θρησκείας, θα ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν το Μεσσία. Συνέβη όμως το τελείως αντίθετο. Εκείνοι οι οποίοι έχουν αφθονία μέσων γνώσης και χάρης, εάν δεν χρησιμοποιήσουν αυτά για πρόοδο και καλλιτέρευσή τους, γίνονται χειρότεροι. Και ο Κύριός μας συχνά αντιμετώπισε κακή υποδοχή από εκείνους, από τους οποίους καθένας θα περίμενε, ότι θα τον υποδέχονταν θερμά.
(2) Ο τρόπος αυτός της άρνησης προϋποθέτει απάντηση καταφατική (ο).
(3) Προκαλεί την προσοχή στο παράδοξο του γεγονότος, ότι δηλαδή οι άρχοντες ανέχονταν αυτόν να μιλά ελεύθερα (ο). Δες για το «ἴδε» στο α 29 (β).
(4) «Δεν μιλά απλώς, αλλά με θάρρος» (Κ). «Με κάθε ελευθερία» (Χ). Δημόσια με ελευθερία και θάρρος, ενώπιον πλήθους πολλού, χωρίς να κρύβει τον εαυτό του ή τη διδασκαλία του (ο).
(5) Ούτε τον διακόπτουν, ούτε του απαγορεύουν να μιλά (ο).
(6) Πουθενά αλλού στον Ιωάννη δεν συναντιέται η λέξη (β). Η απάντηση που αναμένεται στον τρόπο αυτό της ερώτησης είναι μάλλον αρνητική (ο).
(7) Τα μέλη του συνεδρίου (β). Υπάρχει και οι γραφή: αρχιερείς.
Ιω. 7,27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν(1)· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται(2), οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(3).
Ιω. 7,27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”.
(1) «Δηλαδή από ποια μεν πόλη κατάγεται και από ποιους γονείς γεννήθηκε» (Κ). Δες στ 42, όπου οι Ιουδαίοι παρουσιάζονται ότι γνωρίζουν την οικογένεια του Ιησού (β). Τον περιφρονούσαν, διότι γνώριζαν από πού είναι. Η οικειότητα εκτρέφει την περιφρόνηση. Και είμαστε έτοιμοι να περιφρονούμε την χρησιμότητα εκείνων, των οποίων γνωρίζουμε την ταπεινή καταγωγή. Ο Χριστός ήλθε στα δικά του και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν, ακριβώς διότι ήταν δικός τους. Αλλά για αυτό μάλλον θα έπρεπε να αγαπούν αυτόν και να είναι ευγνώμονες, ότι το έθνος τους και η γενιά τους είχαν τιμηθεί από την εμφάνισή του.
(2) Όταν πρόκειται να κάνει τη δημόσια εμφάνισή του (ο).
(3) Ήταν μεν γνωστή η Βηθλεέμ ως τόπος της γέννησής του, αλλά ο χρόνος και ο τρόπος της έλευσης, καθώς και οι γονείς του νομίζονταν ως κρυφά και άγνωστα. Ο Westcott παραθέτει ραββινικό λόγιο, κατά το οποίο «τρία πράγματα έρχονται τελείως απροσδόκητα, ο Μεσσίας, ο απεσταλμένος από το Θεό και ο σκορπιός» (Sanhedr. 97α). Ο Ιουστίνος επίσης βάζει στο στόμα του Ιουδαίου Τρύφωνα λόγια, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός «δεν θα είναι γνωστός ποιος είναι», έως ότου έλθει ο Ηλίας και τον χρίσει (Ιουστ. Διάλογος προς Τρύφ. 110), και «είναι άγνωστος και ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει ακόμα τον εαυτό του» (στο ίδιο 8)(β). Αυτού του είδους οι ιδέες για το άγνωστο της καταγωγής και του χρόνου της έλευσης του Μεσσία, προέρχονταν από παρερμηνεία των προφητειών για αυτόν. «Πράγματι αναφέρεται κάποιος λόγος στον Ησαΐα για το Χριστό· «τη γενιά του ποιος θα την διηγηθεί; διότι αφαιρείται από τη γη η ζωή του»» (Κ).
Τέτοιες προφητείες που παρερμηνεύονταν ή δεν κατανοούνταν επαρκώς από τους ραββίνους θα μπορούσαν να σημειωθούν οι Γεν. μθ 10, Ησ. νγ 8, Ιερεμ. κγ 5, Ιεζ. λζ 24,25,Δαν. ζ 13,Μιχ. ε 2,Μαλ. γ1 (ο).
Εάν επρόκειτο για τη θεία φύση του Μεσσία, είναι αλήθεια, ότι όταν ο Χριστός έρχεται κανείς δεν θα γνώριζε πλήρως από πού είναι, διότι είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ, και για αυτό είναι χωρίς μητέρα και αγενεαλόγητος «αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος (=Η αρχή και η ενέργεια αυτού ξεπερνά την αρχήν των ημερών της δημιουργίας)(Μιχ. ε 2). Εάν όμως επρόκειτο για την ανθρώπινη φύση του, είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με τις προφητείες ήταν γνωστό από πού ήταν, και από πού θα καταγόταν η μητέρα του και πού ανατράφηκε. Και ήταν πλάνη, ότι για τον Μεσσία είχε λεχθεί, ότι κανείς δεν θα γνώριζε από πού είναι, διότι ο τόπος της γέννησής του είχε προφητευτεί πολύ πριν ακόμα ο Μεσσίας γεννηθεί (Ματθ. β 4,5).
Ιω. 7,28 ἔκραξεν(1) οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε(2), καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί(3)· καὶ(4) ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς(5) ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(6)·
Ιω. 7,28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων• “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε.
(1) Δες και Ιω. α 15,ζ 37,ιβ 44. «Έκραξε για να τους κάνει να ντραπούν μιας και ήταν κακοί με τη θέλησή τους» (Ζ). Κυρίως με αυτό σημαίνεται η επισημότητα και η μεγάλη σημασία του περιεχομένου της διδασκαλίας του Ιησού. Ύψωσε τη φωνή του λόγω της σοβαρότητας της ακόλουθης διακήρυξης (ο,g). Τα όσα εκείνοι είπαν για αυτόν λέχθηκαν κρυφά. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες ψιθύριζαν μεταξύ τους αθόρυβα εκείνα… δέχεται πάλι ο Χριστός με τρόπο θεοπρεπή τη γνώση αυτών» (Κ) και «αυτά που κατ’ ιδίαν έλεγαν, αυτά τα έφερε στη μέση φωνάζοντας» (Χ).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών θα μπορούσε να περιληφθεί στην επόμενη πρόταση: «Και με γνωρίζετε, αλλά και δεν με γνωρίζετε». Με άλλα λόγια ο Κύριος «τους συλλαμβάνει από τα ίδια τους τα λόγια και επειδή έλεγαν ότι ο Χριστός όταν έρχεται, κανείς δεν ξέρει από πού είναι, δείχνει και από αυτό ότι αυτός ο ίδιος είναι ο Χριστός» (Χ).
(3) Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο Κύριος χρησιμοποίησε εδώ ειρωνεία (b). Δηλαδή: Ε, βέβαια με ξέρετε! Αλλά εγώ έχω ουράνια την προέλευση και καταγωγή, για την οποία δεν ξέρετε τίποτα (μ). Ούτε ειρωνικός, ούτε ερωτηματικός είναι ο λόγος, αλλά βεβαιωτικός. Ο Κύριος επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε από αυτούς, ότι ξέρουμε από πού κατάγεται.
«Και αυτοί μεν λοιπόν λέγοντας αυτό, τίποτα άλλον δεν φανέρωναν, παρά το ότι είναι από τη γη και ότι είναι γιος του μαραγκού, αυτός όμως τους ανέβασε στον ουρανό… Δεν είμαι από εδώ, από όπου με υποπτεύεστε ότι είμαι, αλλά είμαι από όπου με έστειλε αυτός που με έστειλε» (Χ).
«Ξέρετε από πού είμαι· ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ… Με εξαίρεση την από την Παρθένο γέννησή του, γνώριζαν όλα όσα αφορούσαν στον Ιησού ως άνθρωπο. Η όψη του ήταν γνωστή, η πατρίδα του γνωστή, η οικογένειά του γνωστή… Γνώριζαν αυτόν στη σάρκα και τη μορφή του ανθρώπου, την οποία έφερε. Αλλά όσον αφορά τη θεότητά του, δεν γνώριζαν αυτόν που τον έστειλε» (Αυ).
(4) Αντί να πει: παρόλο, ή, και όμως.= και όμως δεν ήλθα από τον εαυτό μου, όπως υποθέτετε εσείς (b).
(5) Ή «είναι αληθινός αυτός που με έστειλε» και «με σκοπό την αλήθεια έστειλε, οπότε και ο απεσταλμένος είναι λογικό να είναι αληθινός» (Χ). Είναι αληθινός και δεν ψεύδεται και συνεπώς και τα πιστοποιητικά, τα οποία πήραν από αυτόν είναι αληθινά και μπορεί ο καθένας να στηριχτεί πάνω τους (ο).
Ή, σύμφωνα με τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στα αληθινός και αληθής (για την οποία δες α 9), ο γνήσιος και πραγματικός αποστολέας είναι ο δικός μου αποστολέας (β). Έχει αυτός πλήρες δικαίωμα και εξουσία να στέλνει. Και ο Ιησούς λοιπόν δεν εκπροσωπεί κάποια ψεύτικη εξουσία, αλλά είναι απεσταλμένος του πραγματικού βασιλιά (τ). Πιο πιθανή η δεύτερη ερμηνεία.
(6) Παρά το γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι γνώριζαν τι προσκυνούσαν (δ 22) δεν γνώριζαν του Θεού τα ιδιώματα και τις βουλές, οπότε από αυτό αγνοούσαν και τον από το Θεό σταλμένο (β).
«Είμαι λοιπόν από Πατέρα, τον οποίο εσείς δεν γνωρίζετε, αφού δεν γνωρίζετε αυτόν που προέρχεται από αυτόν, μέσω του οποίου και μόνου είναι ορατός ο Πατέρας» (Κ).
«Δεν γνωρίζετε τον Πατέρα μου λόγω των έργων σας των πονηρών και της κακίστης γνώμης σας» (Θφ).
«Άγνοια εδώ εννοεί αυτην με τα έργα, όπως λέει ο Παύλος «ενώ ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα τον αρνούνται». Αλλά το αμάρτημα δεν προερχόταν από άγνοια, αλλά από κακία και πονηρή γνώμη» (Χ).
Ιω. 7,29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι(1) κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν(2).
Ιω. 7,29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”.
(1) Τον γνωρίζω, «διότι είμαι από αυτόν, από αυτόν έχω γεννηθεί» (Ζ). Παρόμοια φράση και έννοια και στο Ιω. στ 46.
«Δεν αγνοεί μαζί με εκείνους αυτόν που τον γέννησε, αλλά ισχυρίστηκε ότι τον γνωρίζει με κάθε ακρίβεια. Διότι είναι Θεός από Θεό Πατέρα… και βλέπει μέσα στον εαυτό του όλον εκείνον που τον γέννησε και απεικονίζοντας στη δική του φύση την ουσία εκείνου που τον γέννησε, έτσι γνωρίζει αυτόν» (Κ).
«Μόνο σε εμένα είναι ορατός, επειδή ακριβώς είμαι Θεός από τη φύση μου» (Αμ). Το «παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι» λοιπόν αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση του Υιού με τον Πατέρα και όχι στην αποστολή του Χριστού, για την οποία γίνεται λόγος στην ακόλουθη πρόταση.
(2) Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «οἶδα αὐτόν» και όχι με το ὅτι. Τον γνωρίζω και εκείνος με έστειλε.
«Με το «από αυτόν είμαι» δηλώνει την ουσία της θεότητας· ενώ με το «και εκείνος με έστειλε» την ανθρώπινη φύση· διότι λέγεται απόστολος όσον αφορά την ανθρώπινη φύση» (Θφ).
«Από αυτόν είμαι, είπε. Διότι ο Υιός είναι από τον Πατέρα και ό,τι είναι ο Υιός είναι από αυτόν, του οποίου είναι Υιός. Για αυτό λέμε ότι ο Κύριος Ιησούς είναι Θεός εκ Θεού… Αλλά όσον αφορά στο ότι έγινε ορατός από εμάς με τη σάρκα του, εκεί ισχύει το «με έστειλε»» (Αυ).
Ιω. 7,30 Ἐζήτουν οὖν(1) αὐτὸν πιάσαι(2), καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν χεῖρα(3), ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ(4).
Ιω. 7,30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.
(1) Το οὖν αναφέρεται στις αξιώσεις του Ιησού που διατυπώθηκαν στους σ. 28,29 (β). Εξαιτίας των λόγων του αυτών «αφού καταπληγώθηκαν οι Φαρισαίοι» (Κ), ζητούσαν να τον συλλάβουν. Ο παρατατικός σημαίνει προσπάθεια συνεχή και απόφαση σταθερή που αποτυγχάνει όμως και δεν πραγματοποιείται. Δες και ζ 44 (ήθελαν) και ι 39 (ζητούσαν)(β).
(2) Από το ρήμα πιάζω. Δεν συναντιέται στους συνοπτικούς. Στον Ιωάννη λέγεται εδώ και στους σ. 32,44,η 20,ι 39,ια 57 με την έννοια του συλλαμβάνω άνθρωπο (όπως και στα Πράξ. ιβ 4 και Β΄Κορ. ια 32), ενώ στα κα 3,10 έχει την έννοια του συλλαμβάνω ψάρι (β).
(3) Η ίδια φράση και στο σ. 44 (β). «Εμποδίζονταν αόρατα από τη θεία δύναμη που ήταν μέσα του» (Ζ). Βεβαίως και η εύνοια του πλήθους τους φόβιζε, και η ίδια τους η συνείδηση, που δεν είχε φθάσει ακόμα στο ακρότατο σημείο σκλήρυνσης, τους έκανε διστακτικούς, περισσότερο όμως εμποδίζονταν από τη θεία Πρόνοια, όπως φαίνεται από την αιτιολογία που αμέσως επακολουθεί («ὅτι οὔπω…»)(g).
(4) «Η ώρα να συλληφθεί και να πάθει» (Ζ). «Όχι επειδή υποτασσόταν σε καιρούς, αλλά επειδή όλα τα κάνει στην ώρα τους και στον κατάλληλο και αρμόζοντα καιρό» (Θφ). Ο Ιωάννης τονίζει εδώ το γεγονός, ότι η σύλληψη και ο θάνατος του Ιησού ακολουθούσε προδιαγεγραμμένο από το Θεό σχέδιο, χωρίς να αποκλείει και τις δευτερεύουσες αιτίες. Τα σχετικά με το θάνατο του Χριστού ήταν προορισμένα, χωρίς αυτοί που συνέργησαν σε αυτά να μεταβληθούν σε τυφλά και ανελεύθερα όργανα (g).
«Από αυτό μαθαίνουμε ότι με τη θέλησή του έπαθε και δεν συλλήφθηκε από την πλεονεξία των Ιουδαίων» (αμ).
«Όταν δηλαδή θεώρησε εύκαιρο το να πάθει, δηλαδή σύμφωνα με τον σωστό και κατάλληλο χρόνο, τότε λοιπόν και επέτρεψε στους σταυρωτές» (Θφ).
Οι γνήσιοι κήρυκες της αλήθειας του ευαγγελίου, αν και συμπεριφέρονται πάντοτε με πραότητα και σύνεση, πρέπει να περιμένουν, ότι θα μισηθούν και θα καταδιωχτούν από εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι θίγονται από τη μαρτυρία τους. Αλλά ο Θεός κρατά τους κακούς με αλυσίδα και οτιδήποτε κακό και αν θέλουν αυτοί να κάνουν, όμως δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο παρά μόνο ό,τι και όσο ο Θεός επιτρέπει και παραχωρεί να πράξουν. Η κακεντρέχεια των διωκτών είναι ανίσχυρη ακόμα και στις περιστάσεις που παρουσιάζεται ασυγκράτητη και λυσσασμένη, διότι ναι μεν ο σατανάς γεμίζει τις καρδιές τους με κακία, αλλά και ο Θεός από το άλλο μέρος δένει τα χέρια τους. Όπως όμως ο Χριστός είχε την προκαθορισμένη ώρα του, έτσι και οι διάκονοί του και όλος ο λαός του έχουν την ώρα τους, και έως ότου συμπληρωθεί ο από τη θεία Πρόνοια προκαθορισμένος αυτός χρόνος, οι εναντίον τους προσπάθειες των εχθρών τους, μένουν άκαρπες και η ζωή τους θα επιμηκυνθεί τόσο, όσο ο Κύριός τους έχει για αυτούς έργο για εκτέλεση.
Υπόσχεται ότι θα στείλει το Άγιο Πνεύμα
Ιω. 7,31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου(1) ἐπίστευσαν(2) εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα(3) τούτων ποιήσει(4) ὧν οὗτος ἐποίησεν;
Ιω. 7,31 Πολλοί δε από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγαν, ότι “ο Χριστός, όταν έλθη, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα έκαμε αυτός;”
(1) Από τις κατώτερες τάξεις (ο), οι οποίες ήταν και οι πολυπληθέστερες. Ο Χριστός όπως είναι αιτία πτώσης πολλών, έτσι είναι και αιτία για ανάσταση άλλων. Και εκεί ακόμα, όπου το ευαγγέλιο συναντά αντίσταση και πόλεμο, δεν στερείται και επιτυχιών ούτε ανακόπτονται οι κατακτήσεις του. Δες Α΄ Θεσ. β 2. Σημείωσε εδώ πόσοι και ποιοι πιστεύουν. Πιστεύουν πολλοί, περισσότεροι από όσους θα περίμενε κάποιος, όταν το ρεύμα προς την απιστία ήταν τόσο σφοδρό και αντίθετο. Αλλά οι πολλοί αυτοί προέρχονται από τον όχλο. Δεν πρέπει λοιπόν να μετρούμε την επιτυχία και επέκταση του ευαγγελίου μόνο και μόνο με τη βάση των επιτυχιών του μεταξύ των μεγάλων και επισήμων, ούτε οι διάκονοι του ευαγγελίου να λένε, ότι ο κόπος τους αποβαίνει μάταιος, επειδή μόνο φτωχοί και άσημοι εγκολπώνονται το κήρυγμά τους.
(2) Τα ακόλουθα μπορούν να σημαίνουν, ότι η πίστη τους δεν ήταν πλήρης, διότι δεν δέχονταν τον Ιησού ως τον Χριστό, αλλά ως κάποιο προφήτη.
«Ούτε αυτή η πίστη ήταν υγιής, αλλά όπως είναι συνήθως η πίστη ενός ακαλλιέργητου πλήθους· διότι το να λένε «όταν έλθει», δείχνει ότι δεν ήταν πολύ πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Χ).
Μπορούν όμως τα ακόλουθα να θεωρηθούν ότι λέχθηκαν από αυτούς «υποθετικά» δηλαδή «ας υποθέσουμε ότι είναι άλλος ο Χριστός όπως οι άρχοντες λένε· ο Χριστός, τον οποίο αυτοί λένε, όταν έλθει, μήπως θα είναι σε κάτι δυνατότερος από αυτόν; Όχι» (Ζ). Οι έτσι εκφραζόμενοι απευθύνονται σε ανθρώπους που ακόμα προσδοκούν την εμφάνιση του Μεσσία (κ).
(3) «Πόσα θαύματα; Παρόλο που τρία ήταν τα θαύματα, το του κρασιού, το του παραλύτου και το του γιου του βασιλικού· και τίποτα επιπλέον δεν διηγήθηκε ο ευαγγελιστής. Από όπου είναι φανερό… ότι τα περισσότερα τα προσπερνούν οι ευαγγελιστές» (Χ). Σαφής υπαινιγμός, ότι και πολλά άλλα θαύματα έκανε ο Ιησούς, τα οποία ο Ιωάννης δεν αναφέρει, αλλά για τα οποία μαρτυρεί γενικά και εδώ (β).
(4) Αναμενόταν ότι ο Μεσσίας θα έκανε θαύματα σύμφωνα με το Ησ. λε 5,6. Για αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν άκουσε για τα θαύματα, τα οποία ενεργούσε ο Ιησούς, στέλνει σε αυτόν τους μαθητές του και του απευθύνουν τη γνωστή ερώτηση (Ματθ. ια 2,Λουκ. ζ 18). Χάρις επίσης στα θαύματα αυτά και ο τυφλός Βαρτίμαιος αναγνωρίζει τον Ιησού ως τον υιό του Δαβίδ (Μάρκ. ι 48)(β).
Ιω. 7,32 ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου(1) γογγύζοντος(2) περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας(3) οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς(4) ἵνα πιάσωσιν αὐτόν(5).
Ιω. 7,32 Ηκουσαν οι Φαρισαίοι τον όχλον να κρυφομιλούν ευνοϊκά δια τον Χριστόν και να γογγύζουν κατά των αρχόντων και έστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, δια να τον συλλάβουν.
(1) Ο τόπος, όπου συνεδρίαζε του συνέδριο των Ιουδαίων, δεν φαίνεται να ήταν μακριά από το μέρος, όπου ο Ιησούς απηύθυνε τα παραπάνω λόγια. Οι Φαρισαίοι λοιπόν είτε με κατασκόπους, είτε και από άμεση αντίληψη έλαβαν γνώση των ευνοϊκών σχολίων, τα οποία ψιθυρίζονταν μεταξύ του πλήθους και ερεθίστηκαν. Το ζήτημα λοιπόν εισήχθη πιθανότατα σε ολόκληρο το συνέδριο και ελήφθη απόφαση για σύλληψη του Ιησού. Η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη εκδήλωση από τη σειρά των μέτρων που επακολούθησαν, τα οποία λήφθηκαν από το συνέδριο και κατέληξαν στη σύλληψη και σταύρωση του Ιησού (g).
(2) Ή, «εννοεί ότι γόγγυζαν εναντίον των αρχόντων» (Ζ). «Από τα λόγια με τα οποία γόγγυζαν, φαίνεται ότι αποδέχονταν το Χριστό» (Αμ) ή με την έννοια του ψιθύριζαν και μιλούσαν μυστικά.
(3) «Οι ίδιοι μεν δεν τολμούσαν, επειδή υποψιάζονταν τον κίνδυνο, έστειλαν όμως τους υπηρέτες παραδίδοντάς τους στον όχλο» (Χ), «βγάζοντας μεν τους εαυτούς τους από τον κίνδυνο που ίσως θα συνέβαινε, παραδίδοντας όμως εκείνους στο θυμό του όχλου» (Θφ).
(4) Οι Φαρισαίοι μπαίνουν πρώτοι, διότι αυτοί υπήρξαν πικρότεροι και από αυτούς οι αρχιερείς παρακινήθηκαν (b). Με τη φράση αυτή δηλώνεται ολόκληρο το συνέδριο, το οποίο κατά την εποχή εκείνη τελούσε χρέη και ανώτατου δικαστηρίου στο Ισραήλ. Και δεν είχε μεν δικαίωμα να εκτελέσει κάποια θανατική απόφαση, επέβλεπε όμως τη τήρηση του νόμου και είχε περιβληθεί από τη ρωμαϊκή εξουσία με μεγάλο κύρος. Μεταξύ των μελών που το αποτελούσαν διακρίνουμε 1) τους αρχιερείς, δηλαδή τον εν ενεργεία και αυτούς που είχαν διατελέσει πριν, πιθανώς επίσης και κάποιους από τους γιους τους, οι οποίοι ήταν υποψήφιοι για το αξίωμα αυτό. Αυτοί ανήκαν στην τάξη των Σαδδουκαίων. 2) τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι χωρίς να έχουν κάποιο ιερατικό αξίωμα ήταν αρχηγοί στο Ισραήλ. Και αυτοί ακολουθώντας κατά το πλείστον την πολιτική των αρχιερέων συνεργάζονταν μαζί τους και ανήκαν στους Σαδδουκαίους και 3) οι Φαρισαίοι που ήταν γραμματείς ή νομικοί, οι οποίοι εκπροσωπούσαν την συντηρητικότερη μερίδα στο Ισραήλ και οι οποίοι παρουσιάζονταν ειδικοί και έμπειροι γύρω από το νόμο (β). Υπάρχει και η γραφή, που βάζει πρώτα τη λέξη αρχιερείς. Πράγματι η σύλληψη του Ιησού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση των αρχιερέων (g).
(5) Οι απεσταλμένοι αυτοί είχαν εντολή να αναμείνουν την κατάλληλη ευκαιρία, όταν η εκδηλωμένη εύνοια του λαού υπέρ του Ιησού θα παρουσιαζόταν να κάμπτεται, και να προβούν στη σύλληψη.
Ιω. 7,33 εἶπεν οὖν(1) ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι(3) καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με(4).
Ιω. 7,33 Είπε, λοιπόν, τότε ο Ιησούς• “ακόμη ολίγον χρόνον είμαι μαζή σας και πηγαίνω προς τον Πατέρα, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον.
(1) Το οὖν δηλώνει ότι τα λόγια αυτά του Κυρίου λέχθηκαν με αφορμή την πρόθεση του συνεδρίου που εκδηλώθηκε για σύλληψή του (ο). «Δεν αγνόησε πάλι, μιας και ήταν βεβαίως Θεός από τη φύση του ο Κύριος, τα φονικά τολμήματα των Φαρισαίων και την ανόσια σκέψη των αρχιερέων για το πρόσωπό του» (Κ). Και «μιλούσε μεν προς το πλήθος, απευθυνόταν όμως προς αυτούς που έστειλαν τους υπηρέτες» (Ζ).
(2) «Εννοούσε το χρόνο μέχρι το Πάσχα» (Ζ). Γύρω στους 6 μήνες χώριζαν αυτόν από το τελευταίο Πάσχα, κατά το οποίο θα σταυρωνόταν (β).
«Γιατί, λέει, επιδιώκετε να φύγω; Γιατί με καταδιώκετε; Περιμένετε λίγο χρόνο, και ακόμα και αν δεν θέλετε εσείς να με πιάσετε, θα το ανεχτώ» (Θφ). Βλέπει ο Κύριος ότι δεν πρόκειται να μείνει ήσυχος από αυτούς, όσο καιρό θα μείνει μεταξύ τους. Αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο θα μείνει στον κόσμο αυτόν σωματικά, παραγνωριζόμενος και διωκόμενος από τους ομοεθνείς του, θα είναι σύντομος. Αυτό ισχύει εξ’ ολοκλήρου και για τους ακολούθους του, σε οποιαδήποτε γενιά και αν ανήκουν. Είναι υπόθεση και λόγος παρηγοριάς για αυτούς, οι οποίοι βρίσκονται στον κόσμο, αλλά δεν είναι από τον κόσμο, και οι οποίοι για αυτό μισούνται από αυτόν, το ότι δεν θα είναι πάντοτε μέσα στον κόσμο, αλλά ούτε και η παραμονή τους σε αυτόν θα είναι μακρά. Πονηρές είναι οι ημέρες μας στον κόσμο, αλλά δόξα τω Θεώ αυτές είναι λίγες.
(3) «Και δεν είπε απλώς, Εδώ είμαι, αλλά, Μαζί σας είμαι· δηλαδή ακόμα και αν διώκετε, ακόμα και αν με διώχνετε, για λίγο ακόμα χρόνο δεν θα σταματήσω να φροντίζω για εσάς και να λέω και να σας συμβουλεύω τα σχετικά με τη σωτηρία σας» (Χ).
«Όταν έλθει ο πρέπων καιρός για να πάθω, ούτε εγώ ο ίδιος θα ανεχτώ να συναναστρέφομαι με κακούς… Θα τρέξω μακριά από τους δυσσεβείς ως Θεός, και θα είμαι μαζί με τους δικούς μου όλες τις ημέρες του αιώνα, έστω και αν φαίνεται ότι απουσιάζω σωματικά» (Κ). Το συμπέρασμα των λόγων αυτών αποτελεί υπονοούμενη προτροπή: Αφού λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας, σπεύστε λοιπόν να πιστέψετε.
(4) Η φράση επαναλαμβάνεται και στο ιστ 5. Το υπάγω συχνά συναντιέται στον Ιωάννη και δηλώνοντας κυρίως της αναχώρηση χρησιμοποιείται πολλές φορές με έννοια ειδική για δήλωση της αποχώρησης της σωματικής παρουσίας του Κυρίου από τους ανθρώπους και την επάνοδό του στον Πατέρα (η 14,21,ιγ 3,33,36,ιδ 4,5,28,ιστ 5,10,17)(β).
«Εδώ τους φοβίζει κιόλας, ότι δηλαδή πρόκειται να συγκρουστούν με εκείνον που τον έστειλε. Διότι αυτοί που ατιμάζουν τον απεσταλμένο, είναι προφανές ότι προσκρούουν σε αυτόν που τον έστειλε» (Θφ).
«Υποδηλώνει πάλι κάτι τέτοιο· Μάταια, λέει, ακονίσατε εναντίον μου το ξίφος της ασέβειάς σας… Σταματήστε το βέλος του φθόνου· διότι ρίχνει στο τίποτα… δεν θα παραμείνω μαζί σας νεκρός μέσα στα μνημεία· θα αναστηθώ προς εκείνον από τον οποίο προέρχομαι, θα ανέβω πάλι στους ουρανούς» (Κ).
Δεν φεύγω βίαια, αλλά εκούσια πορεύομαι. Αφού τελειώσω τη αποστολή μου, επιστρέφω σε εκείνον, ο οποίος με έστειλε. Η μανία και η λύσσα την οποία εκδηλώνουν τώρα εναντίον του όχι μόνο δεν εμπόδιζε την επιστροφή του αυτή, αλλά και θα επέσπευδε αυτήν, συντελώντας στη δόξα και τη χαρά του. Ας παρηγορούνται λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι είναι μαζί με το Χριστό και πάσχουν για αυτόν. Εκεί όπου πήγε εκείνος θα πάνε και αυτοί. Θα πάνε γρήγορα. Οι διωγμοί και οι παραγνωρίσεις συντομεύουν το δρόμο και κάνουν την πορεία σε αυτόν ασφαλή. Και θα είναι πλέον για πάντα με εκείνον, χάριν του οποίου διώχτηκαν και παραγνωρίστηκαν.
Ιω. 7,34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε(1)· καὶ ὅπου εἰμὶ(2) ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(3).
Ιω. 7,34 Θα με ζητήσετε κάποτε (όταν βαρειές πέσουν επάνω σας οι συμφορές), και δεν θα με εύρετε. Και εκεί, πλησίον του Πατρός στους ουρανούς, που είμαι ως Θεός, πηγαίνω δε και ως άνθρωπος, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.
(1) Οι κυριότερες ερμηνείες: Ή, θα έλθει καιρός, που θα με ζητήσετε ως Μεσσία σας και δεν θα με βρείτε, διότι πλέον σωματικά δεν θα είμαι μαζί σας («Και πού τον ζήτησαν οι Ιουδαίοι; Λέει ο Λουκάς ότι θρηνούσαν γυναίκες για αυτόν (Λουκ. κγ 27). Είναι λοιπόν λογικό και πολλοί άλλοι αμέσως μόλις κυριεύτηκε η πόλη να θυμήθηκαν το Χριστό και τα θαύματά του και να ζητούσαν την παρουσία του» (Χ)). Αναφέρεται δηλαδή ο λόγος στις μέλλουσες να επακολουθήσουν δύσκολες στιγμές του εθνικού βίου των Ιουδαίων και μάλιστα στα δεινά χρόνια της άλωσης των Ιεροσολύμων (β).
Ή, αναφέρεται γενικά στο ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα της θείας εγκατάλειψης εκείνων, οι οποίοι στην δεδομένη από την Πρόνοια περίπτωση δείχνονται ανάλγητοι και απωθούν τη θεία κλήση. Αυτοί και αν υποτίθετο, ότι ζητούν έπειτα τον Σωτήρα, δεν θα τον βρουν. Το «θα ζητήσετε» λοιπόν σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία δεν δηλώνει ότι οπωσδήποτε θα ζητήσουν, αλλά λέγεται μάλλον υποθετικά.
(«Και εάν θέλετε ακόμα να βρείτε τον χορηγό της ζωής, δεν θα σας είναι τότε δυνατόν να απολαύσετε τον ποθούμενο. Διότι, αφού απομακρυνθώ μια για πάντα και αρνηθώ την αγάπη μου προς εσάς, θα αποκλείσω οπωσδήποτε σε σας και το χρήσιμο από την αναζήτηση… Διότι όταν έχει φύγει πια ο καιρός… είναι περιττή πλέον και τελείως άσκοπη η αναζήτηση των χρησίμων που υπάρχουν σε αυτόν» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Είναι δίκαιο ο Θεός να λησμονεί εκείνους, οι οποίοι θεώρησαν ως φορτίο την παρουσία του. Εκείνοι οι οποίοι νιώθουν σαν βάρος το Χριστό, δεν χρειάζονται άλλη τιμωρία παρά να επιθυμούν αυτόν να τους λυτρώσει από την αθλιότητά τους και να μην τον βρίσκουν.
(2) «Δεν είπε Όπου θα είμαι, αλλά όπου είμαι. Διότι ο Χριστός ήταν πάντοτε εκεί όπου επρόκειτο να επανέλθει… Διότι ο άνθρωπος όσο κατά το σώμα του είναι σε κάποιο τόπο και αναχωρεί από αυτόν, και όταν έρχεται σε άλλη θέση, δεν θα είναι και στον τόπο από τον οποίο ήλθε. Αλλά ο Θεός γεμίζει τα πάντα και είναι παντού όλος. Το ίδιο και ο Κύριος όσον αφορά την ορατή του σάρκα ήταν πάνω στη γη. Όσον αφορά όμως την αόρατή του μεγαλειότητα ήταν στον ουρανό και στη γη» (Αυ). Όταν κατέβηκε από τον ουρανό, δεν άφησε τον ουρανό, αλλά συγχρόνως ήταν και στον ουρανό (Ιω. γ 13)(τ).
(3) Εφόσον μεν πρόκειται για αμετανόητους και που βρίσκονται στην απιστία, είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν και να έχουν αυτοί οποιοδήποτε μέρος με τον πνευματικό και ουράνιο εκείνο κόσμο· εφόσον όμως πρόκειται για πιστούς και για τους μαθητές, όπως στα Ιω. ιγ 33,36, είναι αδύνατον και αυτοί πριν φύγουν από αυτόν τον κόσμο και εφόσον έχουν τη σάρκα να ακολουθήσουν αυτόν στους ουράνιους κόσμους (β).
Επειδή όμως εδώ πρόκειται για τους άπιστους Ιουδαίους, θα ερμηνεύσουμε μάλλον: «Θα βρεθείτε έξω από την κληρονομιά των θείων αγαθών, θα καταστείτε αμέτοχοι της δικής μου δόξας και ξένοι του να βασιλεύετε μαζί με τους αγίους, θα παραμείνετε άγευστοι της δωρεάς που ελπίζετε, δεν θα απολαύσετε τα γεύματα των θείων γάμων, δεν θα δείτε τη δική μου πανήγυρη, δεν θα ανεβείτε προς τους ουράνιους τόπους διαμονής» (Κ).
Μόνος ο Χριστός μπορούσε να οδηγήσει αυτούς στην παραμονή τους με τον Πατέρα (μ). Η ευκαιρία του να βρουν το Μεσσία θα διαρκέσει για λίγο. Όταν αυτή περάσει, η επιθυμία των Ιουδαίων, να βρουν το Μεσσία, θα παραμείνει ανικανοποίητη, διότι ο Μεσσίας θα έχει μεταβεί στους ουρανούς, όπου εκείνοι δεν θα μπορούν να μεταβούν. Για αυτό οι Ιουδαίοι που απίστησαν θα πεθάνουν μέσα στην αμαρτία τους (η 21), διότι ζήτησαν το Μεσσία για να τον θανατώσουν (χ). Αυτοί που απορρίπτουν το Χριστό στη γη, είναι τελείως ανάξιοι και ακατάλληλοι να είναι μαζί του στον ουρανό που είναι δοξασμένος.
«Όλα αυτά τα έλεγε θέλοντας να τους ελκύσει και να τους κάμψει» (Θφ).
Ιω. 7,35 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· ποῦ οὗτος(1) μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων(2) μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας(3);
Ιω. 7,35 Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι μεταξύ των• “που αυτός πρόκειται να υπάγη και ημείς δεν θα τον εύρωμεν; Μηπως πρόκειται να πορευθή στους διασκορπισμένους μεταξύ των Ελλήνων Ιουδαίους και να διδάκη τους Ελληνας;
(1) Οι λόγοι αυτοί λέγονται ειρωνικά. Ο Ιωάννης επαναλαμβάνει αυτούς κάπως εκτενώς, όχι άσκοπα (g). Όπως έπειτα ο Καϊάφας, έτσι και τώρα «προφητεύει με αυτά, παρόλο που δεν ξέρει αυτό που λέει, ο λαός των Ιουδαίων. Διότι, κινούμενοι από κάποια θεία ενέργεια, χαρίζουν το Χριστό στη χώρα των εθνών» (Κ). Ό,τι οι Ιουδαίοι έλεγαν τότε ειρωνικά, αυτό είχε λαμπρά πραγματοποιηθεί το χρόνο που ο Ιωάννης έγραφε το ευαγγέλιό του (g).
(2) Ή «διασπορά των Ελλήνων έλεγαν τα έθνη επειδή ήταν διασπαρμένα παντού και έκαναν επιμιξίες μεταξύ τους ανεμπόδιστα» (Ζ). Ή, πιο σωστά, εννοεί την διασπορά των Ιουδαίων μεταξύ των Ελλήνων (δ). Γενικώς διασπορά του Ισραήλ ονομάζονταν οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν έξω από την Παλαιστίνη (ψαλμ. ρμστ 2,Ησ. μθ 6)(β).
(3) Αφού απορρίφθηκε από τους γνήσιους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, θα στραφεί προς τους ανά τον εθνικό κόσμο διεσπαρμένους Ιουδαίους (μ). Θα αφήσει τον ιερό τόπο του Ισραήλ, όπου είναι εγκατεστημένοι οι ειδήμονες και αναγνωρισμένοι άρχοντες του Ισραήλ, μπροστά στους οποίους θα μπορούσε να προβάλλει τις αξιώσεις του, και θα πάει σε εκείνους που είναι διασκορπισμένοι μεταξύ των Ελλήνων (τ).
Και μόνο το να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη και να μεταβεί στους Ιουδαίους τους έξω από αυτήν που δεν μιλούσαν την πάτρια γλώσσα, θεωρούνταν εξευτελιστικό από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης. Πολύ περισσότερο το να διδάσκει τους Έλληνες (β). «Με πικρία λοιπόν λένε ότι πρόκειται να διδάξει τους Έλληνες, διασύροντάς τον ότι είναι πρόθυμος να παραβεί το νόμο» (Κ). Ο Κύριος είπε σαφώς, πού θα πήγαινε. Θα πήγαινε σε εκείνον ο οποίος τον έστειλε, προς τον ουράνιο Πατέρα του. Και όμως αυτοί ρωτούν: Πού πρόκειται να πορευτεί; Κανείς άλλος δεν είναι τυφλότερος από εκείνον ο οποίος δεν θέλει να δει. Του Χριστού οι λόγοι είναι σαφείς και φωτεινοί για καθέναν, ο οποίος θέλει να κατανοήσει αυτούς, και κρυμμένοι και καλυμμένοι σε όλους όσους δεν έχουν διάθεση αγαθή.
Ιω. 7,36 τις(1) ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
Ιω. 7,36 Ποίον είναι το νόημα αυτού του λόγου που είπε, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε και δεν θα με εύρετε και όπου είμαι εγώ, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε;”
(1) Εξεπλάγησαν και ενοχλήθηκαν τόσο από τα λόγια αυτά, ώστε επαναλαμβάνουν αυτά ως παράδοξα και ανεξήγητα (β)
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ(1) τῆς ἑορτῆς εἱστήκει(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε(2) λέγων· ἐάν τις(3) διψᾷ(4), ἐρχέσθω πρός με(5) καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν• “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη.
(1) Πιθανότατα κατά την όγδοη (Αρ. κθ 35.Λευϊτ. κγ 36), κατά την οποία ο λαός αφήνοντας τις σκηνές μετέβαινε λιτανευτικά στο ναό, έτσι ώστε από εκεί να επιστρέψει ο καθένας στο σπίτι του (g).
«Η πρώτη και η τελευταία ημέρα ήταν μεγάλη. Διότι τις ενδιάμεσες τις περνούσαν περισσότερο σε διασκέδαση… Σε αυτήν ήταν όλοι συγκεντρωμένοι… Όταν αναχωρούσαν για τα σπίτια τους, τούς δίνει εφόδια για σωτηρία» (Χ). Παίρνει ο Κύριος αφορμή να πει τα λόγια αυτά από την τελετή που διεξαγόταν κατά την ημέρα αυτή. Κατά την τελευταία εκείνη ημέρα της γιορτής μετέβαιναν να αντλήσουν νερό από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το οποίο έχυναν ως σπονδή πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (b).
Η χαρά του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε οι ραββίνοι συνήθιζαν να λένε, ότι όποιος δεν παρέστη σε αυτήν την τελετή και στις άλλες παρόμοιες, οι οποίες γίνονταν κατά την ίδια ημέρα, δεν ήξερε τι είναι χαρά. Κατά την τελετή αυτή ο ιερέας κρατώντας το χρυσό δοχείο, το γεμάτο νερό, ανέβαινε στο θυσιαστήριο και συντελούσε τη σπονδή χύνοντας το νερό προς δυτικά, και στρεφόμενος έπειτα ανατολικά συμπλήρωνε τη σπονδή αδειάζοντας δύο αργυρά δοχεία γεμάτα κρασί. Κατά τη διάρκεια της σπονδής ο λαός έψαλλε κάτω από τους ήχους κυμβάλων και σαλπίγγων. Η τελετή αυτή ήταν σύμβολο που υπενθύμιζε τις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού προς τον Ισραήλ κατά την παραμονή του στην έρημο και ειδικότερα την θαυμαστή ανάβλυση του νερού από το βράχο.
Έτσι ο Κύριος στο β κεφάλαιο παρουσίασε τον εαυτό του ως τον αληθινό ναό, στο γ κεφ. ως το αληθινό χάλκινο φίδι, στο στ κεφ. ως το αληθινό μάννα, ως τον πραγματικό ουράνιο άρτο, στο ζ κεφ. ως την αληθινή πέτρα που πηγάζει νερό ζωής, στο η κεφ. θα παρουσιάσει τον εαυτό του ως την αληθινή νεφέλη και στο ιθ ο Ιωάννης θα προβάλει αυτόν ως τον αληθινό πασχάλιο αμνό. Ο Ιησούς επωφελείται τις διάφορες περιστάσεις κάθε γιορτής, για να δείξει τους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης να πραγματοποιούνται στο πρόσωπό του (g).
(2) Υπερσυντέλικος με έννοια παρατατικού. Ο Ιησούς, όπως και οι άλλοι διδάσκαλοι, συνήθιζε καθιστός να διδάσκει (δες στ 3). Αλλά τώρα προκειμένου να τονίσει τη σοβαρότητα των λόγων του, όχι μόνο απήγγειλε αυτούς στεκόμενος όρθιος, αλλά και έκραξε (β).
«Κράζει αφ’ ενός μεν δείχνοντας το θάρρος του, αφ’ ετέρου δε εξαιτίας του πολλού όχλου» (Χ). Φώναξε με τόνο φωνής μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο. Η καρδιά του ποθούσε να ελκύσει φτωχές ψυχές προς τον εαυτό του. Η όρθια στάση του σώματός του και η ανύψωση του τόνου της φωνής του έδειχναν την ένταση της διάνοιάς του. Αγάπη προς τις ψυχές κάνει τους κήρυκες γεμάτους με ζωή και ζήλο. Στεκόταν και έκραξε «για να είναι παντού ακουστός» (Θφ) και ώστε καθένας που έχει αυτιά να μπορεί να ακούει. Οι αλήθειες του ευαγγελίου δεν παραμένουν κρυφές ούτε αποφεύγουν τη δοκιμασία και εξέταση. Οι χρησμοί των ειδωλολατρικών μαντείων απαγγέλλονταν μυστικά και κρυφά. Τα λόγια του ευαγγελίου όμως διακηρύχτηκαν από τον Ιησού στα όρθια και με κραυγή.
(3) Υπαινίσσεται ότι οι περιπτώσεις αυτών που αισθάνονται την πνευματική δίψα και επιζητούν να την χορτάσουν είναι σποραδικές και ότι εύκολα συμπνίγεται η πνευματική δίψα, ώστε να μην αισθάνεται κάποιος αυτήν (g). Η πρόσκληση όμως είναι γενική. Οποιοσδήποτε και αν διψά, καλείται από το Χριστό. Είτε ανήκει σε υψηλά, είτε σε χαμηλά στρώματα, είτε είναι πλούσιος είτε είναι φτωχός, είτε είναι νέος είτε είναι γέρος, είτε είναι δούλος είτε ελεύθερος, είτε Ιουδαίος είτε Έλληνας.
(4) «Δεν ελκύω κανέναν αναγκαστικά και με τη βία, αλλά όποιος έχει προθυμία πολλή, εάν κάποιος καίγεται από πόθο, αυτόν εγώ καλώ» (Χ). Δίψα εννοεί όχι μόνο αυτήν της «διδασκαλίας» (Ζ), αλλά και αυτήν που σημαίνεται με το «μακάριοι αυτοί που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη (g). Εννοεί τη σφοδρή επιθυμία, που διεγείρεται στην ψυχή, η οποία δεν βρίσκει ανάπαυση στα υλικά αγαθά, αλλά κυριευμένη από ταραχή της συνείδησης, ποθεί κάτι ανώτερο (ο).
Εάν κάποιος ποθεί να καταστεί αληθινά και αιώνια ευτυχής, ας έλθει σε μένα συμμορφούμενος με όσα εγώ λέω και εγκολπούμενος πλήρως τη διδασκαλία μου. Εάν κάποιος στερείται από τις ανέσεις της παρούσας ζωής ή είναι κουρασμένος από τις δοκιμασίες της, ας ελκυστεί από τη φτώχεια και τις θλίψεις του κοντά στο Χριστό, για να απολαύσει από αυτόν την ειρήνη, την οποία ο κόσμος ούτε να δώσει μπορεί, ούτε να την αφαιρέσει είναι ικανός. Ποθείς ζωή διαρκή και αιώνια; Όπως με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι με το Χριστό όλοι θα ζήσουν. Αντί για την ασθένεια την οποία μας κληροδότησε ο Αδάμ, με το Χριστό θα πάρουμε δύναμη, αντί για τη ντροπή δόξα, αντί για τη διαφθορά ανακαινισμό, αντί για το θάνατο ζωή αιώνια. Ποθείς χαρά; Ο Χριστός θα σου τη δώσει. Δίνει χαρά με τις ποικίλες δωρεές του, χαρά με την ανάπαυση και ειρήνη, την οποία μεταδίδει σε κάθε ψυχή που έρχεται σε αυτόν. Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Αυτός κάνει τους μαθητές του αλάτι της γης και φως του κόσμου, βασιλείς και ιερείς για το Θεό. Έλα, ψυχή μου, στο Χριστό και από την πείρα διδάξου, πόσο αγαθός είναι ο Κύριος, πόσο ελαφρύ είναι το φορτίο του και ποια ανάπαυση θα βρεις σε αυτόν!
(5) Πιστεύοντας σε μένα σαν στον αληθινό Μεσσία και Σωτήρα των ανθρώπων (ο). Οι δύο προστακτικές ερχέσθω… και πινέτω, σημαίνουν, ότι αρκεί να έλθει κάποιος στο Χριστό και θα βρει αμέσως την ικανοποίηση της δίψας του· δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μόνο να έλθει προς εμένα και θα βρει αμέσως την πηγή του πνευματικού νερού (Reuss,g). Η στίξη στα λόγια αυτά του Κυρίου έγινε με διάφορους τρόπους. Ο Κυπριανός και κάποιοι άλλοι Λατίνοι πατέρες βάζουν στίξη ως εξής: ο διψών ερχέσθω προς με, και πινέτω ο πιστεύων εις εμέ. Οι Έλληνες όμως πατέρες Κύριλλος Ιεροσολύμων, Β, και Α, μαζί τους επίσης και ο Ω, στίζουν με τελεία μετά τη λέξη πινέτω, συνδέοντας τη φράση «ο πιστεύων εις εμέ» με τα επόμενα (χ).
Ιω. 7,38 (1)ὁ πιστεύων(2) εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή(3), ποταμοὶ(4) ἐκ τῆς κοιλίας(5) αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(6).
Ιω. 7,38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή• και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”.
(1) H έννοια που εκφράζεται σε αυτόν το σ. είναι κάπως διαφορετική από αυτήν του προηγούμενου σ. Στον προηγούμενο διακηρύχτηκε, ότι καθένας που διψά βρίσκει την ικανοποίησή του στο Χριστό (σ. 37). Εδώ προστίθεται, ότι ο πιστός, αφού πιει και ικανοποιήσει τη δίψα του με το Χριστό (σ. 37), γίνεται και αυτός πηγή ικανοποιώντας τις διψασμένες ψυχές των άλλων (σ. 38), «ώστε όχι μόνο να πλημμυρίζει τον δικό του νου, αλλά να μπορεί ήδη να κατακλύζει και τις καρδιές των άλλων, αναβλύζοντας σαν το τρεχούμενο νερό ποταμού το θεόσδοτο αγαθό και στον πλησίον» (Κ). Έτσι αυτός που πιστεύει σε αυτόν τον σ., είναι αυτός που κατά τον προηγούμενο σ. ήλθε στο Χριστό και ήπιε.
(2) Το κύριο ρήμα από το οποίο εξαρτάται η μετοχή πιστεύων είναι το ρεύσουσι. Η σύνταξη αυτή είναι συνηθισμένη και στους κλασσικούς.
(3) Σύμφωνα με τον g, ο Κύριος αναφέρεται εδώ στη φράση ποταμοί ύδατος, η οποία συναντιέται σε χωρία της Π.Δ. τα οποία πιθανότατα διαβάζονταν σε αυτήν τη γιορτή και αναφέρονταν στην με θαύμα αναπήδηση άφθονου νερού στην έρημο (Δευτ. η 15,Αρ. κ 11,Ψαλμ. ριγ 8), ενώ το «κοιλία» λήφθηκε από την αντίστοιχη εβραϊκή λέξη στη διήγηση της Γραφής η οποία λέξη σημαίνει το εσωτερικό του βράχου. Με αυτήν την εκδοχή ζητά ο g να συμβιβάσει τη φράση αυτή με το ότι πουθενά στην Γραφή δεν συναντιέται ξεκάθαρα η φράση «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας …».
Ο Χ από την άλλη για τον ίδιο λόγο συνδέει το «καθὼς εἶπεν ἡ γραφή» με το «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», μη βάζοντας κόμμα μετά το «εμέ», αλλά μόνο μετά το «η γραφή. («Και πού είπε η Γραφή, ότι ποταμοί… ύδατος ζώντος; Πουθενά. Τι συμβαίνει λοιπόν…;» (Χ). «Πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά τη φράση «καθώς είπεν η Γραφή»» (Ζ). «Δείχνει δηλαδή ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση ώστε να πιστεύουν όχι τόσο από τα θαύματα, όσο από τις Γραφές» (Χ). «Αυτός που πιστεύει σε εμένα… όπως μαρτυρεί η Γραφή για εμένα, ότι είμαι δηλαδή Υιός Θεού» (Θφ).
Η πιθανότερη ερμηνεία είναι, ότι ο Κύριος αναφέρει εδώ γενικά και ελεύθερα αλήθεια που προκηρύττονταν με άλλες λέξεις από τους προφήτες, έχοντας υπ’ όψη προφητείες όπως οι Ησαΐου μδ 3,νη 11,Ιωήλ γ 18,Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1 και εξής. Άλλωστε η μέσα στην κοιλιά εγκαθίδρυση του νόμου είναι ιδέα της Γραφής (Ψαλμ. λθ 9), και κηρύττεται στις Παροιμίες ότι «ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.(=Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδιά του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητο ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχή του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του). Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία αυτή αλήθεια, τα λόγια στις παραπάνω προφητείες για νερό που ρέει σε άγιο τόπο, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ (Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1), εφαρμόζονται στο εσωτερικό καθενός από τους πιστούς, και καθορίζεται ως τόπος της ρεύσης των ποταμών η κοιλιά του (ο,β).
(4) Δες δ 10-14. Ή «ποτάμια… δηλαδή πνευματική διδασκαλία, με την οποία ποτίζουν τους ακροατές» (Α). «Διότι νερό αποκάλεσε τη διδασκαλία του» (Α).
Ή, πιο σωστά, «το Πνεύμα το Άγιο το οποίο από την πίστη αυτών που έχουν πιστέψει στο Χριστό γεννιέται μέσα στους άξιους» (Β).
«Επίσης είπε ότι ποτάμια θα ρεύσουν, και όχι ποτάμι τρεχούμενου νερού» (Θφ). «Φανερώνοντας την πλούσια παροχή του πνεύματος, την πλημμύρα της θείας χάριτος· και λέει «ζωντανού», το οποίο δηλαδή πάντοτε ενεργεί, συνεχώς κινείται» (Ζ).
«Διότι η χάρη του Πνεύματος, όταν εισέλθει και εγκατασταθεί στην διάνοια, αναβλύζει περισσότερο από κάθε πηγή και δεν σταματά, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει» (Χ). Οι δωρεές και ενισχύσεις του Πνεύματος παρομοιάζονται με νερό τρεχούμενο και που διαρκώς ρέει, διότι είναι οι ενεργείς και ζωηρές αρχές της πνευματικής ζωής. Ποτάμια νερού τρεχούμενου, δηλαδή αφθονία από τη μία και σταθερότητα από την άλλη. Οι δωρεές και χάριτες ρέουν άφθονα και σταθερά ως ποταμός ανεξάντλητος, ως ρεύμα ισχυρό που καταρρίπτει κάθε αντίσταση και αμφιβολία και κάθε φόβο.
(5) Κάποιοι ανάμεσα στους οποίους και ο Κυπριανός και ο b, θεώρησαν ότι πρόκειται για την κοιλιά του Μεσσία (αὐτοῦ=του Χριστού), και για να ευοδωθεί αυτή η εκδοχή συνδέουν, όπως είπαμε το ο πιστεύων εις εμέ με το πινέτω βάζοντας την στίξη ως εξής: ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ. Καθὼς εἶπεν… Αυτή η στίξη και ερμηνεία είναι εξεζητημένη. Δες και την εκδοχή των χ και μ, σύμφωνα με τους οποίους οι λόγοι αυτοί λέγονται προληπτικά και αναφορικά με την σκηνή στο Ιω. ιθ 34, κατά την οποία από την πλευρά του Κυρίου έρρευσε αίμα και νερό. Πιο σωστό είναι το αὐτοῦ να αναφέρεται σε αυτόν που πιστεύει.
«Αν δηλαδή έχει ειπωθεί για το Πνεύμα το οποίο σαν νερό τρεχούμενο, όπως τα ποτάμια, εκπορεύεται από αυτόν που πιστεύει» (Ω). Κοιλιά λοιπόν εννοεί ή γενικά το εσωτερικό, προτιμώντας τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή η κοιλιά δέχεται όταν πίνεται το αισθητό νερό·
ή, πιο σωστά, «κοιλιά εδώ εννοεί την καρδιά, όπως ακριβώς και αλλού λέει: «Και τον νόμο σου στο μέσο της κοιλιάς μου (Ψαλμ. λθ 9»» (Χ).
«Με την ονομασία της κοιλιάς οδηγούμαστε να εννοήσουμε την καθαρή καρδιά» (Γν). Δες και το χωρίο Παροιμ. ιη 4 που παρατέθηκε παραπάνω. Από την κοιλιά του θα ρεύσουν προς τα έξω. Οι αγαθές διαθέσεις και τα αγαθά συναισθήματα θα παράγουν αγαθές ενέργειες και πράξεις και η άγια καρδιά θα εκδηλωθεί και σε άγια ζωή. Το δέντρο γνωρίζεται από τους καρπούς του και η πηγή από τα νερά της. Και θα κάνει συμμέτοχο των χαρισμάτων του και της όλης χρησιμότητάς του και τους άλλους. Ο αγαθός άνθρωπος είναι κοινό αγαθό. Τα χείλη του «αποστάζουν χάριτες» (Παροιμ. ι 32). Δεν είναι αρκετό να πίνουμε από τα αγγεία μας και από τα πηγάδια μας. Πρέπει να ξεχειλίζουν τα νερά μας, ώστε από αυτά να ευφραίνονται και οι άλλοι (Παροιμ. ε 15).
(6) Όποιος πιστεύει στο Χριστό, δεν παίρνει μόνον αυτός το νερό της ζωής, που ξεπηδά για αιώνια ζωή, αλλά καθίσταται και αυτός πηγή της δωρεάς αυτής και για τους άλλους. Διότι κανείς δεν μπορεί να δεσμεύσει στον εαυτό του το Πνεύμα. Όπου υπάρχει το Πνεύμα, ρέει άφθονα προς τα μπρος. Εάν δεν υπάρχει άφθονη υπερχείλιση και ροή, ασφαλώς ούτε Πνεύμα υπάρχει (τ).
Ιω. 7,39 τοῦτο(1) δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος(2) οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν(3)· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον(4), ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(5).
Ιω. 7,39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του.
(1) «Ποιό; Το «ποτάμια θα ρεύσουν από την κοιλιά του τρεχούμενου νερού»» (Ζ). Έχουμε εδώ ερμηνεία των λόγων του Κυρίου στους σ. 37-38, που δίνεται από τον ευαγγελιστή (β).
(2) Το τρεχούμενο νερό ως εικόνα του Πνεύματος συναντιέται και στον Παύλο (Α΄ Κορ. ιβ 13) (β). Ονομάζει το Πνεύμα ύδωρ τρεχούμενο ως αιτία της πνευματικής ζωής, η οποία ως αποτέλεσμα αυτού συνυπονοείται με την εικόνα του τρεχούμενου νερού (g).
Ο Lightfoot (Hor. Hebr. ΙΙΙ 332) παραθέτει χωρίο από το Ταλμούδ, κατά το οποίο και η σπονδή του νερού κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας συμβόλιζε και στους Ιουδαίους το ξεχείλισμα του Πνεύματος. Διότι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν, ότι μετά το θάνατο των δύο τελευταίων προφητών, του Ζαχαρίου και του Μαλαχίου, το Πνεύμα αποσύρθηκε και ανέμεναν κάποια νέο ξεχείλισμά του (Ιωήλ γ 1, δες Πράξ. β 17)(β).
Η παραμονή και ενέργεια του Πνεύματος στους πιστούς γίνεται πηγή που αναβλύζει, ρέει, από την οποία αναπηδούν πλούσια ρεύματα, που δροσίζουν και καθαρίζουν ως νερό διαυγές και άφθονο, μαλάσσουν τις ψυχές και ποτίζουν αυτές σαν νερό, κάνοντας αυτές καρποφόρες σε έργα αρετής. Όταν οι απόστολοι και οι πρώτοι Χριστιανοί μιλούσαν με άλλες γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού, όπως το Πνεύμα τους έδινε να μιλούν (Πράξ. β 4) και μετέπειτα κήρυξαν και συνέγραψαν το ευαγγέλιο του Χριστού με θεία ευγλωττία, τότε Ποτάμια έρρευσαν από την κοιλιά τους νερού τρεχούμενου.
(3) Υπάρχει και η γραφή: ὃ (=το οποίο) έμελλον. Όχι μόνο οι πρώτοι μαθητές, αλλά και όλοι οι πιστοί, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Για αυτό χρησιμοποιεί και για το λαμβάνειν και για το πιστεύοντες ενεστώτα. Υπάρχει όμως και η γραφή πιστεύσαντες (αόριστος), η οποία αναφέρεται στον πρώτο όμιλο των μαθητών, ο οποίος για πρώτη φορά έλαβε το Πνεύμα. Είχε δοθεί υπόσχεση σε όλους όσους πιστεύουν στο Χριστό, ότι θα έπαιρναν Πνεύμα Άγιο. Μερικοί πήραν και τις θαυματουργικές δωρεές του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ. ιστ 17,18). Όλοι όμως έλαβαν τις χάριτές του που εξαγιάζουν. Η δωρεά του αγίου Πνεύματος είναι μια από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της Καινής Διαθήκης (Πράξ. β 39). Και εφόσον η υπόσχεση αυτή δόθηκε, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πραγματοποιήθηκε για όλους εκείνους, οι οποίοι ενδιαφέρονται για αυτήν την διαθήκη.
(4) Ή, «Δηλαδή δεν είχε δοθεί» (Χ). Δεν είχε ληφθεί ακόμη, δεν είχε ξεχυθεί (G). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία έχουμε και την γραφή του βατικανού κώδικα «δεδομένον» που προήλθε από κείμενο που μπήκε από το περιθώριο του χειρογράφου.
Ή «δεν ήταν ακόμη (το Πνεύμα) σε αυτούς που πίστευαν σε αυτόν» (Ζ), όπου το ἦν μπαίνει για να σημάνει «την πλήρη και ολόκληρη κατοίκηση μέσα στους ανθρώπους του αγίου Πνεύματος» (Κ). Και από την ερμηνεία αυτή προήλθε η γραφή του Κανταβρυγινού κώδικα «επ’ αυτοίς (=σε αυτούς)» (g).
Το ἦν λοιπόν «δεν αναφέρεται στην υπόσταση, αλλά στην ενέργεια του Πνεύματος, η οποία έγινε μετά την ανάσταση του Χριστού» (αμ). Αλλά και για την παρουσία του Πνεύματος ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη: «Ως προς τους προφήτες, κατά γενική ομολογία είχε δοθεί άγιο Πνεύμα, αλλά αυτή η χάρη είχε ατονήσει και είχε φύγει από τη γη… Διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επέβλεπε η θεία χάρις τα άγιά τους… αλλά επρόκειτο να ξεχυθεί άφθονα… μετά τον σταυρό… για αυτό λέει, Διότι δεν υπήρχε ακόμα Πνεύμα άγιο» (Χ).
Η δεύτερη εκδοχή, η οποία είναι και πιο σωστή, είναι η εξής· Λόγω της αμαρτίας του Αδάμ «απομακρύνθηκε από την ανθρωπότητα το Πνεύμα που μπορεί να μας συγκρατεί και να μας διαπλάθει προς ομοίωση με το θείο χαρακτήρα». Και δόθηκε μεν στους προφήτες, αλλά «στους άγιους προφήτες δόθηκε κάποια πλούσια έλλαμψη και φωτισμός του Πνεύματος, που μπορούσε να τους παιδαγωγεί στην κατανόηση εκείνων που επρόκειτο να συμβούν και τη γνώση αυτών που ήταν κρυμμένα, ενώ σε αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό δεν δίνεται απλώς ο φωτισμός του Πνεύματος, αλλά κατοικεί το ίδιο το Πνεύμα και πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι διαμένει μέσα τους. Για αυτό εύλογα διατελούμε και ναοί του Θεού, ενώ κανένας από τους αγίους προφήτες δεν διετέλεσε ποτέ ναός του Θεού» (Κ). Πρόκειται όχι απλώς για κάποιο χάρισμα του Πνεύματος, όπως το προφητικό, αλλά για την έκχυση του Πνεύματος που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον αναγεννά σε υιοθεσία και γεμίζει το εσωτερικό του με κάθε χάρη και με όλους τους καρπούς της αγιότητας.
Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: Στην Π.Δ. υπήρξαν προφήτες και άγιοι, ο Ζαχαρίας μάλιστα και η Ελισάβετ «γέμισαν από Πνεύμα Άγιο». Το «δεν υπήρχε ακόμη Πνεύμα άγιο» λοιπόν, πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην υπέροχη εκείνη και άφθονη και καθολική έκχυση του Πνεύματος, για την οποία είχε δοθεί υπόσχεση στο Ιωήλ β 28 και η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Πράξ. β 1. Εάν συγκρίνουμε την μετά την Πεντηκοστή σοφία και άφθονη χάρη των μαθητών του Χριστού με το ηθικό σκοτάδι που επικρατούσε πριν από αυτούς, θα κατανοήσουμε υπό ποία έννοια το Άγιο Πνεύμα δεν είχε δοθεί. Εκείνο, το οποίο λέγεται κατεξοχήν έκχυση του Πνεύματος, δεν είχε αρχίσει. Το άγιο Πνεύμα δεν είχε ακόμη δοθεί σε τέτοιους ποταμούς τρεχούμενου νερού, όπως ξεχύθηκε μετά την Πεντηκοστή σε όλη τη γη, ακόμη και σε αυτόν τον εθνικό κόσμο.
(5) Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού κώδικα δεδόξαστο.
Ή «δόξα ονομάζει το σταυρό» (Χ), «διότι μέσω του σταυρού νίκησε τον τύραννο και βασίλευσε» (Θφ). Δες και ιβ 23,ιγ 31. Ο θάνατος του Χριστού ονομάζεται σε κάποια σημεία δόξα του. Δες Ιω. ιγ 31 και αυτό διότι πάνω στο σταυρό του θριάμβευσε και αιχμαλώτισε. Η δωρεά λοιπόν του αγίου Πνεύματος αγοράστηκε με το αίμα του Χριστού, το οποίο υπήρξε το πολυτιμότατο τίμημα, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί, για να μας δοθεί το Πνεύμα.
Ή, να δοξαστεί «με την ανάσταση, όταν, αφού συνέτριψε τα δεσμά του θανάτου και αναδείχτηκε ανώτερος κάθε φθοράς, ξανάζησε πάλι έχοντας στον εαυτό του όλη τη ανθρώπινη φύση» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η δόξα σημαίνει το θάνατο, την ανάσταση και την επάνοδο του Ιησού στον Πατέρα (χ). Πράγματι «επειδή ήμασταν εχθροί και είχαμε αμαρτήσει και στερούμασταν τη δωρεά του Θεού… έπρεπε πρώτα να προσφερθεί η θυσία για χάρη μας… και τότε να πάρουμε τη δωρεά» (Χ). Ξεχύθηκε λοιπόν η δωρεά αυτή μετά την ανάληψη, μετά την ανύψωση και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Διαφορετικά αποτελέσματα από τη διδασκαλία του
Ιω. 7,40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον(1) ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς(2) ὁ προφήτης(3)·
Ιω. 7,40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής.
(1) Όχι τον τελευταίο μόνο στους σ. 37-38 αλλά ολόκληρη τη διδασκαλία στους σ. 25-38 (β). Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί και η αυθεντική γραφή «των λόγων» (g), όπου η γενική πτώση σημαίνει σε αυτήν την περίπτωση όχι μόνο την άμεση ακρόαση, αλλά και την εσωτερική επίδραση που προκλήθηκε από αυτήν· ακρόαση με ενδιαφέρον και αγαθή διάθεση (β). «Αφού ντράπηκαν από το θάρρος των λόγων κάποιοι από τον όχλο, όχι από τους άρχοντες (διότι οι άρχοντες πάντοτε λόγω ζήλειας αντιμάχονταν) ομολογούν, ότι αυτός είναι ο προφήτης» (Θφ).
(2) «Το «αληθινά» περιέχει κάποια έμφαση σταθερής ήδη σκέψης, και δείχνει υποψία αποδεκτής πίστης» (Κ).
(3) Όχι απλώς κάποιος προφήτης, αλλά ο προφήτης, «ο προσδοκώμενος» (Θφ), «για τον οποίο έγραψε ο Μωϋσής» (Ζ). Πάντως είναι αξιοσημείωτο, ότι όχι μόνο δεν είχαν αντιληφθεί, ότι ο Ιησούς ήταν και ο Υιός του Θεού, αλλά και για τον προφήτη αυτόν εσφαλμένα φρονούσαν, ότι ήταν πρόσωπο διαφορετικό από τον Μεσσία ή Χριστό (ο).
«Μη γνωρίζοντας την υπεροχή του Εμμανουήλ έναντι όλων, αλλά υπολογίζοντάς τον σαν έναν από τους άλλους, βάλουν εναντίον του πάρα πολύ απερίσκεπτα και με τα νομικά παραγγέλματα… και νομίζουν ότι είναι άλλος ο Χριστός από τον κηρυττόμενο από το νόμο προφήτη» (Κ).
Ιω. 7,41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον(1)· μὴ γὰρ(2) ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,4 Αλλοι έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν• “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός;
Ιω. 7,42 οὐχὶ ἡ γραφὴ(3) εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης(4), ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;”
(1) Αυτοί κινούνται μάλλον από εχθρικό πνεύμα. «Δεν τα έλεγαν διότι ζητούσαν να μάθουν, αλλά απλώς για να ανατρέψουν την σχετικά με το Χριστό γνώμη» (Χ).
(2) Ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται η ερώτηση υπονοεί απάντηση αρνητική (β). Ο λόγος μπορεί να είναι ελλειπτικός, οπότε το γαρ αιτιολογεί την άρνηση που υπονοείται: Όχι, δεν είναι ο Χριστός. Διότι μήπως… (ο).
(3) Στα Β΄ Βασ. ζ 12,13,Ψαλμ. ρλα 11,Ησαΐου ια 1,Ιερεμ. κγ 5 προλέγει η Γραφή την προέλευση του Μεσσία από το σπέρμα του Δαβίδ και στο Μιχ. ε 2 προλέγει τη γέννησή του στη Βηθλεέμ (β). Ίσως το πλήθος αυτό, το οποίο τόσο πρόχειρα χρησιμοποιούσε τις μαρτυρίες της Γραφής για απόδειξη, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Χριστός, δεν γνώριζε και τα άλλα μέρη της Γραφής, ούτε είχε ενδιατρίψει σε αυτήν, αλλά όσα έλεγε, είχαν μπει στο στόμα του από τους άρχοντές του, οι οποίοι προσπαθούσαν να στηρίξουν και να ενισχύσουν τις εναντίον του Ιησού προκαταλήψεις. Πολλοί από αυτούς που υιοθετούν πλανημένες αντιλήψεις και ιδέες τις οποίες με επιμονή υποστηρίζουν, φαίνονται πρόθυμοι και με ζήλο να αντλούν επιχειρήματα από τις Γραφές, την ώρα που από τις Γραφές αυτές δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο παρά μόνο τα τεμάχια εκείνα, τα οποία για υποστήριξη των πλανών τους διαστρέφουν.
(4) «Μη γνωρίζοντας ότι είχε βέβαια γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας από την αγία Παρθένο που καταγόταν από το σπέρμα του Δαβίδ (διότι ως προς το γένος καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα), από μόνο το ότι είχε ανατραφεί ο Κύριος στη Ναζαρέτ, ξεπέφτουν από την αλήθεια» (Κ).
Από τα λόγια αυτά μπορεί κάποιος να συμπεράνει, πόσο μεγάλη σοβαρότητα είχαν για την εποχή κατά την οποία γράφτηκαν, οι γενεαλογίες στο Ματθαίο και το Λουκά, με τις οποίες αποδεικνύεται η από το γένος του Δαβίδ καταγωγή του Χριστού (ο). Ο Ιωάννης παραθέτει με κάποια ειρωνεία αυτές τις ενστάσεις, χωρίς να αναιρεί αυτές, γνωρίζοντας, ότι οι αναγνώστες του ήταν πληροφορημένοι για τη γέννηση του Κυρίου στη Βηθλεέμ (β).
Ιω. 7,43 σχίσμα(1) οὖν(2) ἐν τῷ ὄχλῳ(3) ἐγένετο(1) δι᾿ αὐτόν.
Ιω. 7,43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού.
(1) «Φιλονικούν μάταια και διαχωρίζονται σε διάφορες γνώμες» (Κ), «όπου το κάθε μέρος φιλονικούσε» (Ζ). Εκδηλώθηκαν διαφορές γνωμών, οι οποίες διατυπώνονταν με θέρμη και πείσμα. Θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο Χριστός ήλθε να φέρει την ειρήνη και ότι όλοι θα εγκολπώνονταν το ευαγγέλιό του. Παρά ταύτα το αποτέλεσμα του ευαγγελικού κηρύγματος υπήρξε διαίρεση, διότι ενώ μερικοί συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτό αφού ελκύστηκαν από αυτό, άλλοι συνασπίστηκαν εναντίον του. Και επακολούθησαν από εδώ ζυμώσεις. Αυτό όμως δεν αποτελεί σφάλμα ή έλλειψη του ευαγγελίου, όπως ακριβώς και για φάρμακο θεραπευτικό δεν αποτελεί έλλειψή του το ότι αποστραγγίζει τους κακούς χυμούς άρρωστου σώματος με σκοπό να απαλλάξει αυτό από αυτούς.
(2) Σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 40-42.
(3) «Σχίσμα όμως έγινε στον όχλο, όχι στους άρχοντες. Διότι οι άρχοντες είχαν μία γνώμη, το να μη δεχτούν αυτόν ως τον Χριστό» (Θφ).
Ιω. 7,44 τινὲς(1) δὲ ἤθελον(2) ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας(3).
Ιω. 7,44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι.
(1) Ο σ. αυτός επαναλαμβάνει με ελάχιστες διαφορές τον σ. 30 (β). Αυτοί, για τους οποίους μιλά ο σ. αυτός, δεν είναι από τους άρχοντες, αλλά από τον όχλο, οι οποίοι αντιτιθέμενοι προς τον Ιησού ήθελαν να τον συλλάβουν και παρακίνησαν ίσως τους υπηρέτες που αναφέρονται στον επόμενο σ., να προβούν στη σύλληψη (ο).
(2) Λιγότερο έντονο από το «ζητούσαν» στο σ. 30 (β). Παρόλο που καθετί που έλεγε ήταν γεμάτο από χάρη και γλυκύτητα, όμως εκείνοι ερεθίζονταν από τα λόγια του. Έτσι ο Κύριος έπασχε, διότι έλεγε και έκανε πάντοτε τα αγαθά.
(3) Ούτε αυτοί, ούτε οι υπηρέτες των αρχιερέων· «όχι από σεβασμό προς αυτόν, ούτε επειδή έβαλαν στους θυμούς τους το από την ευλάβεια χαλινάρι, αλλά αναγκαζόμενοι να ησυχάσουν από μόνη τη δύναμή του» (Κ). «Διότι αόρατα δένονταν τα χέρια τους, αφού τους συγκρατούσε η θεία δύναμη» (Θφ). Όπως η κακία των εχθρών του Ιησού είναι πάντοτε παράλογη, έτσι σε ορισμένες περιστάσεις και η εξουδετέρωση και εκμηδένισή της είναι ανυπολόγιστη.
Ιω. 7,45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους(1), καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι(2)· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν(3);
Ιω. 7,45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι• “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;”
(1) Η ένωση των δύο αυτών ουσιαστικών κάτω από το ίδιο άρθρο υποδηλώνει το ενιαίο της ενέργειας και των δύο (g). Αρχιερείς και Φαρισαίοι, δηλαδή το συνέδριο (β). Παρόλο που ήταν ημέρα γιορτής, το συνέδριο βρισκόταν μαζεμένο αναμένοντας το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας (g). Δεν παρακολουθούσε τις θρησκευτικές τελετές της ημέρας, αλλά άφησε μόνο το λαό σε αυτές, προτιμώντας από τη λατρεία προς το Θεό την φονική συνδιάσκεψη εναντίον του Ιησού.
(2) Λέγεται το «εκείνοι» παρόλο που πρόκειται για πρόσωπα που σύμφωνα με τη σειρά του λόγου βρίσκονται πιο κοντά στο ρήμα εἶπον. Ίσως για να σημάνει, ότι ήταν πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, οι αιώνιοι εχθροί του Ιησού (g)· ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, για να δηλωθεί, ότι οι υπηρέτες ήταν ηθικά πιο κοντά στον Ιωάννη τον ευαγγείστή από τους αρχιερείς και φαρισαίους (Weiss, Westcott).
(3) «Θορυβούνται πολύ με την επιστροφή των υπηρετών, βλέποντας να μην έχουν τον αναζητούμενο… Τι είναι αυτό που σας εμπόδισε, λένε, ώστε να μην πραγματοποιήσετε αυτό που θεωρούν σωστό οι άρχοντες;» (Κ). Εμφανίστηκε δημόσια και πολλοί από το λαό ήταν δυσαρεστημένοι μαζί του και θα τους βοηθούσαν για επιτυχία της σύλληψης. Από την άλλη πάλι ήταν η τελευταία ημέρα της γιορτής και αν αυτή περνούσε δύσκολα θα παρουσιαζόταν νέα ευκαιρία για πραγματοποίηση της σύλληψης. «Γιατί λοιπόν δεν επιτελέσατε το καθήκον σας;».
Ιω. 7,46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(1).
Ιω. 7,46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται• “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”.
(1) «Πήγαν μεν για να τον δέσουν, γύρισαν όμως δεμένοι οι ίδιοι από τον θαυμασμό για τα λόγια του» (Ζ).
«Δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά κυριεύτηκαν από μόνη τη διδασκαλία. Διότι δεν είπαν, ότι ουδέποτε θαυματούργησε έτσι άνθρωπος… Γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και δείχνουν μεγαλύτερο θάρρος, και δεν λένε· Δεν μπορέσαμε λόγω του όχλου… αλλά τι; Ουδέποτε μίλησε έτσι άνθρωπος» (Χ).
Η διδασκαλία του Κυρίου προκαλεί και σε αυτούς την ίδια εντύπωση όπως και στους Γαλιλαίους (Ματθ. ζ 28,29)(β). Αισθάνονται κάποια παράδοξη και πρωτοφανή δύναμη στα λόγια του (τ).
Ουδέποτε άνθρωπος μίλησε με τόση σοφία και δύναμη και χάρη, με τόση πειστική σαφήνεια και με τόση θελκτική γοητεία. Ούτε κάποιος από τους προφήτες, ούτε ο ίδιος ο Μωϋσής, πατά μόνο ο Χριστός. Αναμφίβολα η απάντηση αυτή που δινόταν σε διδασκάλους, τους οποίους οι υπηρέτες άκουγαν κάθε ημέρα, έπληττε πολύ αυτούς (g), παρόλο που δεν ήταν ακτινοβολία πραγματικής πίστης (μ). Όμως είναι αξιόλογο το θάρρος τους. «Διότι δεν μαζεύτηκαν κάπως μπροστά στο θυμό των Φαρισαίων, ούτε ως υπηρέτες δείλιασαν και είπαν τα αρεστά στους άρχοντες, αλλά μαρτυρούν την αλήθεια» (Θφ).
Ιω. 7,47 ἀπεκρίθησαν οὖν(1) αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ(2) καὶ ὑμεῖς(3) πεπλάνησθε;
Ιω. 7,47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς• “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην;
(1) Μετά από αυτήν την απάντηση που έδωσαν οι υπηρέτες, αποκρίνονται λοιπόν οι φαρισαίοι.
(2) Ο τρόπος της ερώτησης υποδηλώνει, ότι αναμένεται αρνητική απάντηση (β). «Δεν χρησιμοποιούν αυστηρότητα» (Ζ), «επειδή φοβούνται μην αποσχιστούν τελείως, αλλά δείχνουν το θυμό τους και μιλούν με επιφύλαξη» (Χ).
(3) «Το μεν άλλο πλήθος του απλού λαού, επειδή δεν ασχολείται με τις ιερές γραφές, αλλά ούτε και είναι οχυρωμένο με την προσκόλλησή του σε εμάς, ας υποθέσουμε ότι ενδεχομένως θα πάει με το μέρος του (του Ιησού) με ροπή χωρίς εξέταση… Με ποιο τρόπο όμως εξαπατηθήκατε και εσείς οι ίδιοι;» (Κ). «Οι δήθεν πιο σοφοί από τους άλλους και που παραμένετε κοντά σε εμάς τους νομομαθείς;» (Θφ).
Ιω. 7,48 μή τις(1) ἐκ τῶν ἀρχόντων(2) ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν(3) ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων(2);
Ιω. 7,48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν.
(1) Και η μορφή αυτή της ερώτησης υποδηλώνει απάντηση αρνητική (β).
(2) Δεν ήταν όλοι οι Φαρισαίοι άρχοντες, αλλά μόνο οι εκλεκτότεροι μεταξύ αυτών. Για αυτό και διακρίνει αυτούς ως ιδιώτες από τους επίσημους άρχοντες. Όλοι όμως θεωρούνταν ως ζηλωτές και αυστηρά ορθόδοξοι. Για αυτό και αναφέρει αυτούς όλους παράλληλα με τους άρχοντες (β,ο). Μήπως κάποιος από τους άρχοντες τους μόνους αρμόδιους να κρίνουν για θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους τους φρουρούς αυτούς της ορθοδοξίας; (μ).
Οι Φαρισαίοι βλέποντας ότι οι απεσταλμένοι να συλλάβουν τον Ιησού μολύνθηκαν από τη διδασκαλία του, υπενθυμίζουν σε αυτούς, ότι οι γνώμες τους και τα φρονήματά τους πρέπει να κανονίζονται σύμφωνα με τις γνώμες και τα φρονήματα των προϊσταμένων τους. Καυχώμενοι ότι ήταν ειδήμονες του νόμου, βεβαιώνουν, ότι κανένα μέλος από το συνέδριο δεν σκοτίστηκε με τη διδασκαλία αυτού του Γαλιλαίου. Η ταλαντευόμενη λοιπόν πίστη του όχλου οφείλεται στην άγνοια του νόμου (χ). Η υπόθεση του Χριστού σπάνια είχε στο πλευρό της άρχοντες και Φαρισαίους. Δεν χρειάζεται κοσμική υποστήριξη, ούτε υπόσχεται κοσμικά πλεονεκτήματα και απολαβές. Για αυτό ούτε κολακεύει, ούτε κολακεύεται από τους μεγάλους αυτού του κόσμου. Η αυταπάρνηση και ο σταυρός, τα οποία ζητά ο Χριστός από τους οπαδούς του, είναι πολύ βαριά και σκληρά μαθήματα για τους άρχοντες και τους Φαρισαίους.
(3) Κάποια μεμονωμένα παραδείγματα αρχόντων που πίστεψαν, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, ή αποτελούσαν μειονότητα ασήμαντη και για αυτό δεν ακριβολογούν τώρα για αυτούς, ή πιθανότερο ήταν τελείως άγνωστα στους αρχιερείς και τα μέλη του συνεδρίου (ο). Παρ’ όλα αυτά μετά από λίγο αναφέρεται από τον Ιωάννη ότι «από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σε αυτόν» (ιβ 42). Αλλά αυτοί φαίνεται, ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν είχαν ακόμα πιστέψει (β). Όπως στο στ 41-42, έτσι και εδώ αρέσκεται ο Ιωάννης να παραθέτει λόγια που λέχθηκαν εναντίον του Ιησού, που διαψεύστηκαν όμως από τα πράγματα και για αυτό έγιναν γελοία (g).
Ιω. 7,49 ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος(1) ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον(2) ἐπικατάρατοί(3) εἰσι!
Ιω. 7,49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!”
(1) Με πολλή περιφρόνηση λέγεται αυτό. Από τα λίγα χωρία, τα οποία με ζωηρότατα χρώματα παρουσιάζουν την αλαζονεία και υπερηφάνεια των αρχιερέων και Φαρισαίων (ο).
Ο όχλος αυτός, τον οποίο αυτοί μεν απαξίωναν να κατατάξουν και με τα σκυλιά ακόμα του ποιμνίου τους, ο Θεός όμως αριθμούσε στα πρόβατά του. Εάν με τη φράση «ο όχλος αυτός» εννοούσαν την κοινότητα του ιουδαϊκού έθνους, ήταν όλοι το σπέρμα του Αβραάμ και κληρονόμοι των υποσχέσεων του Θεού. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν με τόση περιφρόνηση να εκφράζονται οι Φαρισαίοι για αυτούς. Εάν πάλι εννοούσαν τους ακολούθους του Χριστού, παρόλο που αυτοί ήταν γενικώς λίγοι στον αριθμό και άσημοι κατά την περιουσία και την κοινωνική θέση, επειδή όμως προσκολλήθηκαν στο Χριστό, είχαν αποβεί μπροστά στο Θεό μεγάλοι και τίμιοι. Πώς λοιπόν οι Φαρισαίοι τους περιφρονούσαν; Σημείωσε, ότι ο Θεός στη σοφία του εκλέγει όχι σπάνια τα ταπεινά και τα περιφρονημένα, και η ανόητη σοφία των ανθρώπων του κόσμου κρίνοντας με βάση φαινόμενα εξωτερικά περιφρονεί τους εκλεκτούς του Θεού.
(2) «Νόμο εδώ λένε την όλη γραφή γενικώς» (Ζ), και ιδιαιτέρως τους προφήτες, όπως φαίνεται από την στο σ. 52 απάντηση προς τον Νικόδημο. Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι δεν έκαναν ειδικές σπουδές γύρω από την Γραφή, αλλά οι οποίοι είναι ειλικρινείς, ζηλωτές, και με την τήρηση του θείου νόμου και την πείρα που αποκομίζουν από αυτήν και με την επικοινωνία τους με το Θεό μέσω των προσευχών, ζουν στη ζωή τους αυτά που μελετιούνται στη Γραφή, εμβαθύνουν στο πνεύμα της πολύ περισσότερο από όσο μεγάλοι θεολόγοι που σπούδασαν σε πανεπιστημιακές σχολές, αλλά υπολείπονται σε προσωπική πείρα της χριστιανικής ζωής.
(3) Υπήρχαν ραββινικά λόγια, σύμφωνα με τα οποία «αυτός που αγνοεί (το νόμο) δεν είναι ευσεβής· μόνο αυτού που ξέρουν το νόμο θα αναστηθούν» (στον g, και δ). Λόγω της άγνοιάς τους πιστεύουν στον Ιησού και για αυτό μένουν καταραμένοι (b). «Καταραμένοι» επειδή «παραβαίνουν το νόμο» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή επάρατος, το οποίο δεν συναντιέται και πάλι στην Κ.Δ.
Αποτελεί σφετερισμό του προνομίου του Θεού, όπως και εκδήλωση ασπλαχνίας, το να αποκηρύττει κάποιος ορισμένα πρόσωπα, πολύ δε περισσότερο πλήθος ολόκληρο ως καταραμένους. Είμαστε ανίκανοι να κρίνουμε παίρνοντας το βήμα αυτού που είναι ο μόνος που εξετάζει καρδιές και νεφρούς και για αυτό του μόνου ικανού να κρίνει κάθε σάρκα. Για αυτό δεν επιτρέπεται σε εμάς να καταδικάζουμε και να κατακρίνουμε κανένα, αλλά το μόνο παράγγελμα, το οποίο υποχρεωνόμαστε πάντοτε να τηρούμε, είναι το «Ευλογείτε και μην καταριέστε».
Ιω. 7,50 λέγει Νικόδημος(1) πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς(2) πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν(3)·
Ιω. 7,50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν•
(1) Συχνά εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν δειλοί εκεί όπου κανείς κίνδυνος δεν υπήρξε, στην κρίση του κινδύνου αποδεικνύονται υπερασπιστές της αλήθειας (b). Ο Νικόδημος ακούγοντάς τους να ισχυρίζονται ότι κανείς δεν πίστεψε από τους άρχοντες θεώρησε καθήκον του προς την αλήθεια να διαφωνήσει με αυτό (δ).
(2) Υποδηλώνεται με αυτό πρόοδος που συντελέστηκε στον Νικόδημο. Αυτός που από δειλία επισκέφτηκε σε καιρό νύχτας τον Ιησού τώρα παίρνει θάρρος να αντιμιλήσει στους άρχοντες (g). Πολλοί από τους πιστούς, οι οποίοι κατά τα πρώτα τους βήματα παρουσιάζονται δειλοί και ανίκανοι να αντισταθούν στην ελαφρότερη πνοή του ανέμου, με τη θεία χάρη γίνονται τελικά ισχυροί και αδιάσειστοι.
(3) «Είναι ένας από τους άρχοντες και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που έλαχαν να έχουν την εξουσία» (Κ). Η προσθήκη αυτής της επεξήγησης γίνεται με κάποια ειρωνεία. «Επειδή είπαν, Και κανείς από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε αυτόν, για αυτό επισημαίνει ο ευαγγελιστής ότι ήταν ένας από αυτούς, δείχνοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε αυτόν» (Χ).
Το ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού νύχτα και παρέμεινε στα κρυφά μαθητής του, διατηρώντας τη θέση του στο ιουδαϊκό συνέδριο, αποδίδεται συνήθως στη δειλία του και θεωρείται σύμπτωμα ασθένειας στην πίστη. Αλλά ο Χριστός δεν είπε και στο Νικόδημο το «ακολούθησέ με», όπως το είπε στους 4 ψαράδες μαθητές και στο Ματθαίο. Εάν έλεγε και στο Νικόδημο αυτό, αυτός θα ακολουθούσε το διδάσκαλο. Πρέπει μάλλον στη σύνεση του Νικοδήμου να αποδώσουμε το ότι προς το παρόν δεν απέρριψε το αξίωμά του στο συνέδριο, αλλά διατήρησε αυτό, για να έχει την ευκαιρία, να υπηρετεί και με αυτό το Χριστό και να συγκρατεί κατά το δυνατόν την μανία των Ιουδαίων εναντίον του Διδασκάλου.
Παρόλο που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε τον Διδάσκαλό μας, όμως πρέπει να αναμένουμε με σύνεση, για να κάνουμε τη δημόσια για αυτόν ομολογία μας στον πρέποντα καιρό, οπότε θα γίνεται αυτή με μεγαλύτερη καρποφορία και περισσότερα πλεονεκτήματα. Δες ακόμα ότι ο Θεός έχει παντού το υπόλειμμά του. Στις χειρότερες θέσεις και τα ελεεινότερα περιβάλλοντα βρίσκει κάποιος πρόσωπα εξαίρετα και πραγματικά αξιότιμα. Στο ιουδαϊκό συνέδριο βρίσκουμε το Νικόδημο και τον Ιωσήφ, όπως και στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα τον Δανιήλ και στο ανάκτορο του Αρταξέρξη τον Νεεμία.
Ιω. 7,51 μὴ(1) ὁ νόμος(2) ἡμῶν κρίνει(3) τὸν ἄνθρωπον(4), ἐὰν μὴ ἀκούσῃ(5) παρ᾿ αὐτοῦ(6) πρότερον καὶ γνῷ(5) τί ποιεῖ(7);
Ιω. 7,51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;”
(1) «Τους ελέγχει ο Νικόδημος… αλλά με τρόπο έμμεσο και μαλακό· διότι δεν είχε ακόμη το θάρρος που ταίριαζε» (Ζ). Δεν παρουσιάζεται αμέσως υπερασπιστής του Ιησού, αλλά μάλλον τηρητής του νόμου (β). Την ώρα που εκείνοι κατηγορούσαν το λαό ότι αγνοεί το νόμο, ο Νικόδημος ήδη σιωπηλά και έμμεσα στρέφει την κατηγορία αυτή εναντίον τους και δείχνει σε αυτούς, ότι αγνοούσαν στοιχειώδεις και θεμελιώδεις αρχές του νόμου.
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Ο νόμος, τον οποίο υποθέτετε, ότι εσείς μόνοι γνωρίζετε (b).
«Επειδή λοιπόν είπαν… οι οποίοι δεν γνωρίζουν το νόμο… στη συνέχεια τους ελέγχει ο Νικόδημος… Διότι δείχνει ότι αυτοί ούτε ήξεραν το νόμο ούτε έπρατταν το νόμο» (Χ).
(3) «Κατακρίνει» (Ζ). Προσωποποιείται ο νόμος ως δικαστής· «κρίνει… ακούσει… γνωρίσει» (g). Όταν οι δικαστές εμπνέονται από το νόμο και διέπονται από αυτόν, κρίνει τότε και ακούει και γνωρίζει ο νόμος, διότι οι δικαστές αυτοί είναι το στόμα του νόμου και όσες φορές ελευθερώνουν ή καταδικάζουν σύμφωνα με το νόμο, ορθά λέγεται ότι ο νόμος ελευθέρωσε ή καταδίκασε.
(4) Ή, έναν άνθρωπο (β)· ή τον άνθρωπο τον κατηγορούμενο και που οδηγήθηκε στο δικαστήριο (ο).
(5) «Επομένως δεν χρειάζεται απλή ακρόαση, αλλά και ακριβής· διότι αυτό σημαίνει το «και να γνωρίσει τι κάνει»· τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό, και αν απέβλεπε μήπως σε ανατροπή της πολιτείας και ως εχθρός» (Χ). Ότι μία κατηγορία δεν έπρεπε να γίνεται δεκτή χωρίς προηγούμενη έρευνα (Εξόδ. κγ 1) και ότι και τα δύο μέρη, και ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος έπρεπε να ακουστούν (Δευτ. α 16) αποτελούσαν αρχές θεμελιώδεις του ιουδαϊκού νόμου (β). Οι δικαστές όταν ακούνε τα παράπονα και τις κατηγορίες των κατηγόρων, πρέπει πάντοτε να αφήνουν χώρο και τόπο στις διάνοιές τους και για την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, διότι έχουν δύο αυτιά, τα οποία υπενθυμίζουν σε αυτούς ότι οφείλουν να ακούνε προσεχτικά και τα δύο μέρη.
(6) Υπάρχουν και στους κλασσικούς παραδείγματα τέτοιας σύνταξης του «ακούω» κυρίως για ακρόαση της απολογίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Ο Ιωάννης όμως κάνει χρήση αυτής της σύνταξης και αλλού, όπου δεν πρόκειται για τέτοια υπεράσπιση (δες α 41)(β).
(7) Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται όχι με βάση εκείνα τα οποία λένε εναντίον τους, αλλά με βάση τα όσα αυτοί οι ίδιοι έπραξαν.
Ιω. 7,52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ(1); ἐρεύνησον καὶ ἴδε(2) ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(3).
Ιω. 7,52 Απήντησαν και του είπαν• “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”.
(1) «Δες πώς απαντούν χωρίς λεπτούς τρόπους και με θυμό» (Ζ). Λες και όλοι οι μαθητές του Ιησού ήταν Γαλιλαίοι και λες και ο ίδιος ο Ιησούς να μην ήταν από άλλο μέρος παρά από τη Γαλιλαία (b). Αυτοί ως αριστοκράτες των Ιεροσολύμων εκδήλωναν περιφρόνηση προς τους επαρχιώτες Γαλιλαίους (β). Υπονοεί επίσης η ερώτηση αυτή, ότι οι Γαλιλαίοι κυρίως συμμερίζονταν τις Μεσσιακές αξιώσεις του Ιησού (ο).
(2) Δες, δηλαδή θα δεις εύκολα (b). Τα πράγματα είναι τόσο σαφή, ώστε θα πέσουν αμέσως στα μάτια σου και θα πειστείς. «Σαν να έλεγε κάποιος: Πήγαινε, μάθε» (Χ).
(3) Παρ’ όλα αυτά τουλάχιστον ο Ιωνάς ήταν Γαλιλαίος από τη Γεθχοφέρ (Δ Βασ. ιδ 25). Πιθανώς επίσης και ο Ωσηέ, του οποίου οι προφητείες αφορούν στο βόρειο βασίλειο (β). Αλλά και του Ναούμ η πατρίδα παραμένει αβέβαιη (g). Για αυτό ζητήθηκε να θεραπευτεί η ιστορική αυτή ανακρίβεια με τη διαφορετική γραφή ουκ εγείρεται=Όχι στο παρελθόν, αλλά τώρα στα παρόντα χρόνια δεν πρόκειται από τη Γαλιλαία να βγει προφήτης (β).
Πιο σωστή η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, στην έξαψή τους οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι παρατρέχουν λεπτομέρεια, η οποία πράγματι αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο συνήθως οι προφήτες προέρχονταν από την Ιουδαία (ο). Όταν κάποιος έχει αρετή και πραγματική αξία, σε τι η φτώχεια ή η αφάνεια της πατρίδας του μπορεί να υποτιμήσει αυτόν; Δεν ήταν και οι Γαλιλαίοι απόγονοι του Αβραάμ; Αλλά και οι βάρβαροι και Σκύθες δεν είναι σπέρμα του Αδάμ; Και δεν έχουμε όλοι μαζί έναν Πατέρα; Αλλά και αν υποτεθεί, ότι από τη Γαλιλαία κανείς προφήτης δεν βγήκε, τι θα εμπόδιζε το Θεό να αναδείξει τώρα και Γαλιλαίο προφήτη;
Ιω. 7,53 Καὶ ἀπῆλθεν(1) ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ(2).
Ιω. 7,53 Διέλυσαν τότε την συνεδρίασίν των με ταραχήν και επήγε ο καθένας στο σπίτι του.
(1) Η συνεδρίαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου διαλύθηκε, και όπως υποδηλώνεται από την απότομη διάλυση, αυτή δεν έγινε αθόρυβα (ο). Οι σύνεδροι αναχώρησαν «οργισμένοι από το λόγο του Νικοδήμου» (Ζ). Διέλυσαν με βιασύνη και σύγχυση την συνεδρία. Συγκεντρώθηκαν στο ίδιο σημείο εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού. Αλλά όχι μόνο αυτός που κατοικεί στους ουρανούς γέλασε εις βάρος τους, αλλά και εμείς στη γη ελεεινολογούμε αυτούς βλέποντας να διαλύονται σε αφρό όλες οι ραδιουργίες της περίτεχνης πολιτικής τους με ένα μόνο συνετό λόγο, που βγήκε από το στόμα ενός από τους συναδέλφους τους.
(2) Είναι όμως πιθανό, ότι ο σ. αυτός συνδέεται με τους αμέσως επόμενους (η 1-11) αναπόσπαστα και συνεπώς δεν ανήκει στην αφήγηση του Ιωάννη, αλλά αποτελεί μέρος του κειμένου, από το οποίο αποσπάστηκε η περικοπή για τη μοιχαλίδα (g,b)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 252-284 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Ετοιμάζεται να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα
Όλες τις μέρες τούτες, θέμα κύριο στις συζητήσεις των χριστιανών στην Πόλη ήταν αυτά που ανέπτυξε ο Γρηγόριος. Η επιτυχία ολοφάνερη. Λουφάξανε οι αρειανοί λογάδες, μασάγανε τα λόγια τους. Οι ορθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε με το αίσθημα του νικητή. Ο αετός της θεολογίας τους είχε απαλλάξει από την καταφρόνια των αντιπάλων και από κάποιο δικό τους αίσθημα μειονεκτικότητας.
Ο Γρηγόριος —και το ξέρανε οι ακροατές του— δεν είχε τελειώσει τον κύκλο των ομιλιών τούτων, που μείνανε στην ιστορία με την ονομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ένεκα της απόλυτης θεολογικής αξίας τους. Δε βιάστηκε. Άφησε να περάσουνε λίγες ημέρες, ν’ ανασάνει ο ίδιος. Να χωνέψουνε και οι χριστιανοί αυτά που άκουσαν τις ημέρες που πέρασαν. Προπαντός ήθελε να συναχτεί πάλι και πάλι στον εαυτό του. Εκεί ήλπιζε να ζήσει κάτι περισσότερο από την αλήθεια, για την οποία θα μίλαγε.
Ήτανε η ώρα του Αγίου Πνεύματος. Φόβος και τρόμος να μιλήσεις γι’ αυτό. Και περίμενε υπομονετικά. Συνέχεια στο κελί του, νύχτα και μέρα. Ικέτευε το Πνεύμα και μελετούσε. Οι μετάνοιές του δεν είχανε τελειωμό. Τις νύχτες περισσότερο, οι εκ βαθέων κραυγές του προς το Άγιο Πνεύμα ακούγονταν απ’ όσους περνούσαν έξω από το κελί. Στο κρεβάτι δεν ξάπλωσε ούτε στιγμή. Πολύ λίγο ξεκουραζότανε κατάχαμα. Η νηστεία πιο αυστηρή. Μέχρι που εν’ απομεσήμερο, είπε στους ανθρώπους του, στον Ευάγριο και τους άλλους:
— Αύριο, το δειλινό θα μιλήσω. Ειδοποιείστε τον κόσμο. Πέρασε ο καιρός και δεν ξέρουμε τι μας βρίσκει, θα κάνω ό,τι μπορώ. Πώς ακριβώς θα τα πω, δεν ξέρω. Ελπίζω να με φωτίσει το Άγιο Πνεύμα κι έπειτα κάποια λόγια θα βρω. Οι λέξεις έρχονται, αρκεί να φτάσει πρώτα το Πνεύμα. Κι αν φτάσει, τότε σίγουρα με τον φτωχό εμένα θα δοξαστεί ο Θεός. Αυτό είναι το μεγαλείο μας, αδελφοί, μ’ εμάς τους τιποτένιους, τους υλικούς και αμαρτωλούς, να δοξάζεται ο τέλειος και άναρχος. Μέγα τ’ όνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς είπαμε, αύριο το δειλινό.
Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Από το πρωί ψύχρα. Οι άνθρωποι των επτά λόφων, της Πόλης, νιώθανε το χειμώνα στο κόκκαλό τους. Από το μεσημέρι, κάτι μαύρα σύννεφα πήρανε τον κατήφορο από τα θρακικά βουνά. Αργοκίνητα κατεβαίνανε προς το Βόσπορο. Δεν έβρεξε στην Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω από τους επτά λόφους και κάπως υποχώρησε το κρύο. Πέρα μακριά, η θάλασσα χώρεσε όλο το φορτίο τους.
Οι πιστοί αρχίσανε να μπαίνουνε στην αυλή του Αβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο και φτάνανε στην Αναστασία. Εκεί μέσα οι ορθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, που δε θα την αλλάζανε με τίποτα. Την αγαπήσανε πιο πολύ κι από τη μάνα τους. Γι’ αυτό, δε λέγανε ψέματα πριν λίγους μήνες, όταν ορκίζονταν, ότι είν’ έτοιμοι να πεθάνουνε για το Γρηγόριο και την Αναστασία τους.
Στην ορισμένη ώρα καρφίτσα δε χώραγε στο ναό. Ακόμα κι έξω από το ναό, στριμώχνονταν μήπως ακούσουνε από την πόρτα και τα παράθυρα τη φωνή του Γρηγορίου.
Εκείνος από νωρίς είχε μπει στο Ιερό και προσευχότανε. Ώρες πολέμαγε με το φοβερό και πολυπόθητο του Άγιο Πνεύμα. Η αίσθηση της ώρας δεν τον παρακολουθούσε. Οι εμπειρίες του δεν είχανε σχέση με τον κόσμο τούτο, αλλά με τον άκτιστο κόσμο της θείας αλήθειας.
Οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά. Οι περισσότεροι φυσικά όρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, έτσι για να βεβαιώσουνε τις απορίες και τις αμφιβολίες τους. Επειδή όμως η ώρα περνούσε, ο Ευάγριος κινήθηκε για κάποια πρωτοβουλία, μα κανείς δεν αποφάσιζε να ενοχλήσει το Γρηγόριο, στην κατάνυξη που βρισκότανε. Δε γινότανε όμως.
Πιέσανε τον πιο αγαπημένο του διάκο, το Θεόδουλο:
- Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, και με τρόπο θύμησέ του. Πέρασε η ώρα. Ο κόσμος ανυπομονεί, στέκονται όρθιοι.
Ο διάκος μπήκε μετά φόβου, πλησίασε τον ιερό άνδρα, που ήτανε γονατισμένος, του ψιθύρισε ό,τι έπρεπε. Ο Γρηγόριος άργησε να καταλάβει. Γύρισε σιγά - σιγά το κεφάλι του, κοίταξε με απορία. Σε λίγο έδειξε να προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στην Αγία Τράπεζα, όρθωσε το κορμί του, έκανε το σημείο του Σταυρού και στράφηκε στην Ωραία πύλη. Ο Θεόδουλος έπιασε ανεπαίσθητο νεύμα, κινήθηκε, τράβηξε το βήλο. Με τρία αβέβαια βήματα στήθηκε στα πεινασμένα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχε μιαν ηρεμία θεία. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαύγασμα ιερού φωτός.
Μπήκε αμέσως στο θέμα του. Υπενθύμισε αυτά που τους είπε πριν λίγες ημέρες για τον Υιό. Υπογράμμισε τη δυσκολία που έχει ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα. Κατηγόρησε αυτούς που απαράσκευοι θεολογούνε γι’ αυτό, υποσχέθηκε να δείξει τι λένε οι Γραφές για το Πνεύμα και μπροστά σε όλους επικαλέστηκε το φωτισμό του Πνεύματος.
Αμέσως άρχισε να τους εξηγεί, ότι αυτά που ισχύουν για τον Πατέρα και τον Υιό ισχύουν και για το Πνεύμα, όπως τα δυο πρόσωπα είναι Θεός και φως αληθινό και ομοούσια έτσι και το Άγιο Πνεύμα. Και τα τρία θεια πρόσωπα έχουνε μία κοινή φύση. Ιδιαίτερο μόνο έχουνε τον τρόπο που υπάρχουν: ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Κι ενώ μας αποκαλύφτηκε ο τρόπος που υπάρχουνε, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε περισσότερο τον τρόπο αυτό. Μπορούμε όμως με διάφορα παραδείγματα να τον προσεγγίσουμε.
Αναγκάζεται να χρησιμοποιεί λέξεις κι εκφράσεις που δεν υπάρχουνε στη Γραφή
Ήξερε απ’ όσα του είχανε πει, το ‘βλεπε τώρα και στα μάτια πολλών ακροατών, πως το μεγάλο τους πρόβλημα είναι τα «άγραφα». Εκείνα που τους εξηγεί είναι «άγραφα». Η Γραφή δηλαδή δε λέει πουθενά ότι το Πνεύμα είναι ομοούσιο και αληθινός Θεός. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσανε το Γρηγόριο οι αρειανοί ότι:
— Εισάγεις στην πίστη ένα Θεό, που είναι «ξένος» στη Γραφή και «παρέγγραπτος», άγραφος.
Σε πολλές ευκαιρίες τους είχε αναφέρει ο Γρηγόριος τις «μαρτυρίες» της Γραφής, τα πολλά χωρία της που μιλάνε για το Άγιο Πνεύμα. Θα τις αναφέρει και τώρα πιο συστηματικά, γιατί όσα υποστήριζε συνάγονται όλα από τη Γραφή. Θα κάνει όμως και κάτι άλλο, που φοβότανε ως τώρα να κάνει. Φοβότανε ότι δε θα τον καταλαβαίνανε και θα τον παρεξηγούσανε. Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Δε γινότανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που κάποιος από το ακροατήριο φώναξε τη λέξη «άγραφο» για το Άγιο Πνεύμα. Ο μεγάλος θεολόγος ξαφνικά ελευθερώθηκε από τους δισταγμούς και αφέθηκε να φανερώσει τα τρίσβαθα της θεολογίας.
Με φωτισμό προχωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής
- «Άγραφα» και «άγραφα» λες και ξαναλές. Λάθος μεγάλο, αγαπητέ μου. Η Γραφή αναφέρει -και πολύ μάλιστα— όσα λέω για το Πνεύμα. Μόνο που τα καταλαβαίνουν εκείνοι που τη μελετάνε πολύ και με προσευχή. Εκείνοι, που δε στέκονται μόνο στο γράμμα της.
Αυτοί, που χαριτωθήκανε να διασχίσουνε το γράμμα της Γραφής, να σκύψουνε στο βάθος το άπειρο της αλήθειας, που δηλώνει το γράμμα. Αυτοί, αδελφοί μου, που καταυγάζονται από το θείο φως αξιώνονται να δούνε κάτω από το γράμμα «το απόθετο κάλλος», την ωραιότητα της αλήθειας, τον ίδιο δηλαδή το Θεό. Να ποιοι μπορούνε να μιλήσουνε γνήσια και ορθά για το Πνεύμα. Να τι σημαίνει να μελετάς και να ερμηνεύεις τη Γραφή. Να προχωράς πέρα και κάτω από το γράμμα. Το γράμμα δηλώνει την αλήθεια. Αυτή όμως είναι άπειρη και δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία λέξη, σε καμία γλώσσα, σε κανένα σχήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κακοδοξίες κι αιρέσεις. Θα μας αρκούσαν όσα λέγονται κι εξηγούνται στη Γραφή. Μπορούσαμε να ζήσουμε και να σωθούμε μ’ αυτά. Δε μας αφήνουν όμως οι κακοδοξίες. Και πρέπει γι’ αυτό να εξηγήσουμε ευρύτερα την αλήθεια, περισσότερο απ’ όσο εξηγείται με το γράμμα της Γραφής. Και το κάνουμε αυτό διασχίζοντας το γράμμα και πηγαίνοντας βαθύτερα στην αλήθεια, αλλά στην ίδια πάντοτε αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια αλήθεια, τη δηλωμένη στη Γραφή αλήθεια. Και η διάσχιση του γράμματος, η αναζήτηση του βάθους, γίνεται μόνο με την καθοδήγηση του ίδιου του Αγίου Πνεύματος.
Με τα λόγια τούτα περίμενε πως θα καθησυχάσει τους ακροατές του. Έγινε το αντίθετο. Δε μιλούσανε, μα ο Γρηγόριος είδε στα μάτια τους χίλια ερωτηματικά:
- Πώς δεν αρκεί για μας η Γραφή; Ποιος μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο να προχωράει πέρα από το γράμμα; Ότι μπορεί να πει κάτι για την αλήθεια, που δε δηλώνεται ρητά με το γράμμα της Γραφής; Και, επιτέλους, γιατί δεν τα είπε όλα ο Κύριος όσο ήτανε στη γη;
Θέλοντας και μη έπρεπε να δώσει απάντηση που δεν ήταν εύκολη. Χρειαζότανε και πολλές εξηγήσεις. Πίεσε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα πρέποντα και να τα δώσει με συντομία. Έπρεπε να πάρει το θέμα από την αρχή:
- Πολύ παραξενευτήκατε με όσα είπα. Όφειλα όμως να τα πω. Κρίσιμο το θέμα, κρίσιμη εποχή, βαθιά και η θεολογία. Τέτοιες ώρες σε τέτοια θέματα δεν αρκούν οι προτροπές και οι εύκολες εξηγήσεις. Προσέξτε με τώρα πάλι. Θα σας οδηγήσω πιο βαθιά. Θα βρούμε το θεμέλιο, πάνω στο όποιο στηρίζονται όσα είπα. Εκείνα δηλαδή για το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με τον οποίο προχωράει ο χαρισματούχος θεολόγος πέρα και κάτω από το γράμμα της Γραφής. Που αποκτά εμπειρία της αλήθειας ευρύτερη από κείνη που έχουνε οι άλλοι.
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά
Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής, είχανε καταντήσει σαν τους Ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα κι ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούνε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
— Δύο ριζικές αλλαγές γίνανε στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και τρίτη. Όλες μοιάζουνε με σεισμούς που ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο Διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη, διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό κι έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, οι ειδωλολάτρες γίνανε ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως τις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη, ενανθρώπηση ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι· κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα ’ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος, δε θα ’χει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθήκη, ούτε, θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δυο, λοιπόν, σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχανε υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:
- Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μια και καλή; Κι αφού με την Πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις, τι έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινότανε ακόμη πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν κι άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:
— Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τ’ αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δε θ’ αφομοίωνε, δηλαδή, δε θα συνειδητοποιούσε την αποκαλυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία, που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά: Προσπάθησε όσο γίνεται ν’ απλουστεύσει:
- Είπαμε, ότι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ, αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών, σας επισημαίνω τούτο:
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς», ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι από αυτά που λεχθήκανε κει. Βλέπετε πώς το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε το φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.
Σε άλλους τα λόγια τούτα φανήκανε λογικά και σε άλλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλ’ αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
— Μην αμφιβάλλετε, αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις οποίες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους, όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι, όταν φύγει από τη Γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω, άλλα τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ίωάν. 14, 25-26 και 16, 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουνε ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου. Δε θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή. Θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. Μια, λοιπόν, από τις διδασκαλίες - αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε - επεξήγησε στους Αποστόλους-, είναι η περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμ’ έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κει, αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που έχουν μια κοινή θεότητα.
Τέλειωσε και την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δυο - τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη όμως, που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις. Και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ').
Έτσι, ξανατόνισε στο ναό της Αναστασίας:
— Αλίμονο σ’ όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, κι επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ζηλωτή, που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε:
— Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος; φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση κι έπειτα έρχεται η θεοπτία.
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 214-222)
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 272-278).
Η παραίτηση που τον έκανε πιο μεγάλο (στη Β Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ.).
Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί επίσκοποι. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι κρυψίνοες κι άλλοι για να μάθουνε τα σχέδιά του. Κανείς όμως δεν ήξερε τι θ’ ακολουθήσει, ούτε κι ο ίδιος. Ο Γρηγόριος, πρώτη φορά, ήτανε στη συνεδρία, από την ημέρα που ήρθανε καθυστερημένα οι μακεδόνες και οι αιγύπτιοι επίσκοποι. Και με όσα τους είχε εξηγήσει, έμενε μάλλον με την εντύπωση, ότι δε θα επιμένανε να δημιουργούν εις βάρος του προβλήματα, να μιλάνε για δήθεν αντικανονικότητά του.
Στην κανονισμένη ώρα οι μεγάλες πόρτες του ναού κλείσανε. Οι συνοδικοί, όλοι παρόντες. Και λίγοι νοτάριοι, κληρικοί και αυτοί. Οι λοιποί κληρικοί και οι λαϊκοί, όπως για κάθε συνεδρία, μένανε στο προαύλιο. Ο πρόεδρος της Συνόδου, απλός αλλά κι επιβλητικός, σηκώθηκε, στράφηκε προς το ιερό Βήμα και άρχισε η προσευχή, σύντομη δέηση.
Κάθισε πάλι στην κεντρική θέση της έδρας. Πήρανε τις θέσεις τους και οι εκατόν πενήντα επίσκοποι. Οι νοτάριοι του φέρανε τις επίσημες περγαμηνές, που είχαν ετοιμάσει. Έριξε μια ματιά και σηκώθηκε. Καλωσόρισε τους νεοφερμένους επισκόπους ζήτησε συγγνώμη, που ένεκα της αρρώστιας έλειψε από μερικές συνεδρίες. Μετά, κήρυξε την έναρξη της συνεδρίας. Ένας επίσκοπος ανέλαβε από μέρους όλων να του ευχηθεί περαστικά.
Ημερησία διάταξη καθορισμένη δεν υπήρχε. Αρχίσανε, λοιπόν, οι συζητήσεις που μόνο με συζητήσεις δεν μοιάζανε. Ο πρώτος μόνο ζήτησε το λόγο κανονικά. Ακολουθήσανε άλλοι χωρίς τάξη και σειρά. Μιλάγανε για πολλά και οι θερμοκέφαλοι ερεθίσανε τα πνεύματα. Ο Γρηγόριος, ενώ άρχισε την ήμερα ευδιάθετος, μέσα στην αναταραχή και τη σύγχυση τούτη μελαγχολούσε. Προσπάθησε πάλι και πάλι —όχι όμως με αυστηρό τρόπο— να επιβάλει την τάξη. Κατάφερε λίγα πράγματα.
Προχωρώντας η ώρα, οι αυτοσχέδιοι και ασύνετοι ρήτορες εκτονώνονταν και κάθονταν. Τότε, ξεχώρισαν οι φωνασκούντες για το θέμα, που αφορούσε προσωπικά το Γρηγόριο. Αυτοί μιλάγανε και από την αρχή, αλλά πιο συγκρατημένα. Τώρα ξεσπαθώσανε και προσπαθούσανε να προσεταιριστούν πολλούς συνέδρους. Και ο Γρηγόριος, μόλις εκείνη τη στιγμή, κατά τις δέκα η ώρα, συνειδητοποίησε ότι η πιο μεγάλη φασαρία γινότανε για το αν ήτανε ή δεν ήτανε κανονικός επίσκοπος Κωνσταντινούπολης.
Φυσικά, οι φωνασκούντες λέγανε και ξαναλέγανε ότι δεν ήτανε κανονικός και ότι κάτι θα ’πρεπε να γίνει. Αλλά να γίνει τί; Να επανεκλεγεί ο Γρηγόριος; Να ζητήσουνε οι ανατολικοί επίσκοποι συγγνώμη, που δε ρωτήσανε τους αιγύπτιους και τους μακεδόνες (και σε τελευταία ανάλυση τους δυτικούς) για την ενθρόνιση του Γρηγορίου; Να παραιτηθεί ο Γρηγόριος; Λύση δεν προτείνανε. Μένανε μόνο στις προκλήσεις, τα υπονοούμενα και τη σύγχυση. Οι σταθεροί φίλοι του Γρηγορίου βρεθήκανε σε δεινή θέση. Ελπίζανε ότι με την παρουσία του, στην έδρα του προέδρου, οι θερμόαιμοι θα συγκρατούνταν. Μάταια. Περίμεναν από κείνον μια κίνηση, ένα νεύμα, για το πώς θα κινηθούν να τον βοηθήσουν, πώς να βοηθήσουνε την ίδια την Εκ¬κλησία.
Και ο Γρηγόριος τι έκανε, τι ένιωθε την ώρα τούτη; Για λίγο έμεινε άδειος. Ούτε σκεπτότανε ούτ’ αισθανότανε. Λες κι όλα τούτα δεν τον αφορούσαν. Οι φωνές, όμως, των αντιρρησιών και τα μάτια των φίλων, πού τον ρωτούσαν επίμονα, τον έβγαλαν από το αβυσσαλέο κενό.
Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, ζωήρεψαν τα μάτια κι έδειξαν ανησυχία. Ζητούσε διέξοδο, ποια στάση να τηρήσει. Καθισμένος, έδειξε να σαλεύει ελαφριά. Έμοιαζε αναποφάσιστος. Να σηκωθεί, να μη σηκωθεί. Τα δευτερόλεπτα για τον ίδιο και τους φίλους γίνανε χρόνια. Η αγωνία τσάκιζε τα πρόσωπα, περόνιαζε τις καρδιές. Εκείνος; Εκείνος δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο γαλήνευε. Γαλήνευε όλο και πιο πολύ. Απρόσμενα το έντονα κυρτό σώμα του ορθώθηκε. Οι φίλοι αναπνεύσανε. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στα καλλιτεχνημένα χερούλια του θρόνου του και αργά - αργά σηκώθηκε. Τα μάτια του ακόμη στραμμένα μέσα του.
Μόλις πήρε την κανονική θέση, ύψωσε την ιερή κεφαλή, τα μάτια έπεσαν ευθεία στους επισκόπους. Οι ασύνετοι το μόνο που κατάλαβαν ήτανε ότι έπρεπε να σιωπήσουν. Οι άλλοι ζήσανε τη φωτεινότητα του κάτισχνου προσώπου. Ήσανε πολλές αυγές μαζί δεν μπορούσε παρά ν’ ακτινοβολήσει αλήθεια. Κι όλοι τους αποσβολωμένοι ανοίξανε τις καρδιές. Δεν ξέρανε τι τους περίμενε, τι θα τους έλεγε. Μα ό,τι και να ’τανε θα ’τανε ιερό και μεγάλο.
Ο Γρηγόριος, πληγωμένος μα πάντα μεγάλος αετός του Πνεύματος, αναμέτρησε στα λίγα λεπτά τη σύγχυση, έβαλε τον εαυτό του εδώ, τον έβαλε κει, πουθενά δεν ηρεμούσε. Άδραξε, λοιπόν, την ευκαιρία. Τον αμφισβητούσανε κάποιοι; αυτός θα έφευγε. Την Ορθοδοξία έτσι κι αλλιώς την είχε στεριώσει, η θεολογία του γινότανε πίστη και ζωή όλο κι ευρύτερα στην οικουμένη. Για το λαό του δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί πολύ. Τη νύχτα που πέρασε του είχε μιλήσει το Άγιο Πνεύμα και του ’χε πει, ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης θα προκόψει πολύ στην πίστη.
Τώρα, καιρός πια να ελευθερωθεί! Ένιωθε ότι έφτασε η ώρα να σπάσει τα δεσμά. Η καρδιά του άκουγε κιόλας το σπάσιμο.
Ήρεμα, έτσι όπως ατένιζε όλους, στη μέση της Αγίας Ειρήνης, άνοιξε το στόμα του χάριν της ειρήνης:
— Πατέρες ιεροί, συναχθήκατε δω για το θέλημα του Θεού. Υψωθείτε με την ψυχή στα υψηλά. Και μη στενοχωριέστε για τη δική μου θέση. Αν θα ’μαι πρώτος, αν θα ’μαι τελευταίος. Δεν έχει σημασία. Εδώ πρόκειται για την Εκκλησία και την ειρήνη της. Θάλασσα φουρτουνιασμένη καταντήσαμε, το βλέπετε καθαρά. Ομονοείστε σεις κι αφήστε μένα. Το αποφάσισα, για το κοινό καλό γίνομαι Ιωνάς. Πέφτω εγώ στη θάλασσα, όπως ο Προφήτης, αν και δεν έφερα εγώ τη φουρτούνα. Ειμ’ έτοιμος, μη διστάζετε, ρίξτε με στη θάλασσα, να πέφτω μόνος μου, αρκεί να ειρηνεύσετε, να σκεφτείτε μόνο την Εκκλησία!
Όσοι άκουγαν παγώσανε. Οι καρδιές τους, αγκυλωμένες και άδειες. Τα χάσανε και οι ασύνετοι, δεν καταλάβαιναν, δεν πίστευαν.
— Ναι αδελφοί μου, παραιτούμαι —συνέχισε ό Γρηγόριος— φεύγω. Παραδίδω και θρόνο και προεδρία. Τιμή μου, αφού έτσι βοηθώ την Εκκλησία, αφού έτσι θα πάψετε, πιστεύω, να φιλονικείτε. Ακόμα και το άρρωστό μου σώμα μου λέει να παραιτηθώ.
Οι σύνεδροι, όλοι χωρίς εξαίρεση, μοιάζανε κεραυνοβολημένοι. Δύο - τρεις, που δείξανε με τα μάτια να ρωτούν, κάνανε τον ιερόν άνδρα να συνεχίσει:
— Είμαι δω, στο θρόνο της πρωτεύουσας και στην προεδρία, μα όλοι ξέρετε ότι εδώ μ’ έφεραν άλλοι. Δεν αγάπησα το θρόνο και να ’στε σίγουροι ότι τον αποχαιρετώ με χαρά. Όσο μπόρεσα προσέφερα, στην αρχιεπισκοπή και στη Σύνοδο. Φεύγω τώρα, όμως η σκέψη και η γλώσσα μου θα ’ναι πάντα για την πανίερη Τριάδα μου. Με ζήλο θα υπερασπίζομαι την Αγία Τριάδα. Σας αποχαιρετώ, αδελφοί, σας εύχομαι υγεία και σας παρακαλώ για ένα: να θυμάστε τους κόπους μου κι όσα εδώ υπέφερα για την Ορθοδοξία.
Νόμιζε ότι τα είπε όλα, μα κάτι τον κέντησε μέσα του και πρόσθεσε με παράπονο:
— Ακόμα κάτι, αδελφοί μου. Αν βρείτε άλλον Γρηγόριο για το θρόνο, να τον λυπηθείτε περισσότερο απ’ όσο εμένα. Αυτά, λοιπόν, και να ειρηνεύετε.
Όλα τελειώσανε. Η μεγαλειώδης παραίτηση ανάλογη προς το μεγαλείο του πνευματέμφορου άνδρα. Τα τελευταία του λόγια ράψανε τα στόματα των συνέδρων. Άφωνοι όλοι, χωρίς εξαίρεση.
Δίλημμα ιερής καρδίας
Ο Γρηγόριος, ολύμπιος, ελευθερωμένος από εξουσία και τιμές, στράφηκε προς το ιερό Βήμα, έκανε το σταυρό του, πρόφερε εις επήκοο λίγα λόγια προσευχής και γύρισε να φύγει. Αργά, λες και είχε κάνει την πιο μεγάλη του πράξη, κατέβηκε από την έδρα. Και χωρίς άλλο, γαλήνιος, φωτεινός, προχώρησε για την έξοδο. Κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι, κανείς δεν πρόλαβε να συνέλθει. Αυτοί που τον τιμούσαν ήτανε, βέβαια, πολλοί και θα μπορούσανε να τον κρατήσουν στις υψηλές του θέσεις. Έφτανε μια κουβέντα να πούνε στον αυτοκράτορα και κείνος θα έπειθε τους δύστροπους χάριν του Γρηγορίου. Ξέρανε όμως ότι για κάτι τέτοιο έπρεπε να πει ναι και ο ίδιος. Και νιώθανε βαθιά μέσα τους ότι ο Γρηγόριος δεν το ήθελε, ότι πια ήτανε αποφασισμένος. Και δεν αποτόλμησαν, άλλωστε δεν προλαβαίνανε, πρόλαβε ο ίδιος.
Στην έξοδο της Αγίας Ειρήνης ο μεγάλος παραιτημένος κοντοστάθηκε. Τρέξανε κοντά του ο Θεόφιλος και ο Εύπράξιος. Τους έδειξε το ισόγειο μικρό δωμάτιο δίπλα στο επισκοπείο. Εκεί τον πήγαν κι έμεινε μέσα μόνος του. Ο Εύπράξιος ετοίμασε τη μικρή άμαξα και περίμενε έξω από την πόρτα.
Στο μεταξύ διαλύθηκε η συνεδρία, οι επίσκοποι βγήκανε οι περισσότεροι έξω, αναζητήσανε με τα μάτια που πάει ο Γρηγόριος. Το μούδιασμα της πρώτης ώρας τους έφυγε, συζητούσανε χαμηλόφωνα — λες να μην ταράξουνε τη μεγαλειώδη κατάνυξη, που δημιούργησαν οι λόγοι και η απόφαση του Γρηγορίου. Πολλοί δείχνανε κιόλας μετανοιωμένοι για την αντίδρασή τους προς το Γρηγόριο —δεν περιμένανε να φτάσει ως την παραίτηση. Άλλοι κακίζανε τους εαυτούς τους, που δε σηκωθήκανε αμέσως, μέσα στο ναό, να ζητήσουνε να πάρει πίσω την παραίτησή του.
Αλλά και ο κόσμος, χριστιανοί κι εθνικοί, φτάνανε Αμέτρητοι γύρω από την Αγία Ειρήνη. Η Αναστάτωση, η απογοήτευση από τη συνειδητοποίηση του κενού, προκαλούσανε σύγχυση.
Ο ιερός άνδρας καθότανε σκεφτικός, σ’ ένα μικρό σκαμνί. Κρατούσε το κεφάλι του στα δυο του χέρια και χωρίς ειρμό αναλογιζότανε την πράξη του. Δυο αισθήματα παλεύανε μέσα του, ποιο ν’ απλωθεί περισσότερο στην καρδιά του. Η χαρά κύλαγε δυνατή μέσα του, γιατί έστω και προσωρινά σταμάταγαν τα βάσανά του. Έτρεχε όμως ξωπίσω και η λύπη, γιατί νους και καρδιά πήγανε στο ποίμνιό του. Πήγε σε κείνους που συγκρότησε στην Ορθοδοξία, σ’ εκείνους τους όποιους έκανε ορθόδοξους και σ’ όλους που έθρεψε με τη θεολογία του. Τους είχε αγαπήσει, γίνανε σώμα του και τώρα έπρεπε να τους αποκόψει, να τους εγκαταλείψει. Αυτό του έφερνε πόνο δυνατό. Σκέφτηκε όμως και τον πόνο που του δημιουργούσανε οι μηχανορραφίες και ζήτησε ασυναίσθητα να ισορροπήσει. Έπειτα, πλημμύρισε η καρδιά του από ’να πικρό παράπονο:
— Πώς έγινε, αναλογίστηκε, πώς έγινε με τους επισκόπους; Εύκολα μ’ ενθρονίσανε κι εύκολα μ’ εκθρονίσανε, αφού εύκολα δεχτήκανε την παραίτησή μου. Ούτ’ ένας δε σηκώθηκε να με κρατήσει, να μην παραιτηθώ. Δεν είμαι, λοιπόν, τίποτα; για όλους τίποτα; Τι να γίνει, έτσι μ’ ανταμείψανε για όσα έκανα, για όσα έπαθα.
Συνέχισε βουβός να συλλογίζεται. Και η καρδιά του πότε βάραινε και πότε ελάφρωνε. Ο νους του έτρεχε στα σχεδόν τρία χρόνια, που εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έψαχνε να θυμηθεί κάποιο σημαντικό του λάθος. Έφτασε στην εποχή που ήρθε στην πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας. Προσπάθησε να θυμηθεί, μήπως φέρθηκε σ’ αυ¬τόν δουλικά. Μήπως για εύνοια βασιλική του φίλησε το χέρι, όπως κάνανε οι επίσημοι όλοι. Μήπως έστειλε φίλους του άρχοντες να ζητήσουνε χάρες για το Γρηγόριο, μήπως χάρισε χρυσό στον αυτοκράτορα, μήπως πηγαινοερχότανε στ’ ανάκτορα για να εξασφαλίσει το θρόνο του.
Τίποτα άπ’ όλα αυτά δεν έκανε. Στάθηκε στο ύψος του πιο ιερού και τίμιου επισκόπου. Γι’ αυτό και τον εκτιμούσανε απεριόριστα στο παλάτι, από τον αυτοκράτορα, τον έπαρχο, τους δικαστές, τους συγκλητικούς και τους άλλους αξιωματούχους. Όλοι χωρίς εξαίρεση, χριστιανοί κι εθνικοί ειδωλολάτρες.
Κάποια στιγμή, με όλη τούτη την αυτοεξέταση, ένιωσε ανακούφιση. Όρθωσε το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του. Θυμήθηκε που βρισκόταν και χωρίς βιασύνη σηκώθηκε...
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 706-711)
VII. Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1202−4.
Η Τρίτη Σταυροφορία ηλευθέρωσε την ‘Ακρην, άφησε όμως την Ιερουσαλήμ εις χείρας των απίστων. Το αποτέλεσμα ήτο αποθαρρυντικόν δια την εκστρατείαν εκείνην, εις την οποίαν έλαβαν μέρος οι μεγαλύτεροι βασιλείς της Ευρώπης. Ο πνιγμός του Βαρβαρόσσα, η φυγή του Φιλίππου - Αυγούστου, η αποτυχία του Ριχάρδου, αι ραδιουργίαι των χριστιανών Ιπποτών εις την Ιεράν Γήν, αι έριδες μεταξύ Ναϊτών και Ιωαννιτών και η ανανέωσις του πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, συνέτριψαν την υπερηφάνειαν της Ευρώπης και εξησθένησαν την εμπιστοσύνην του χριστιανικού κόσμου εις την Θεολογίαν του. Ο πρόωρος όμως θάνατος του Σαλαδίνου και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας του ανεπτέρωσαν τας ελπίδας των Χριστιανών.
Ο Ιννοκέντιος ο Γ' (1198-1216) εζήτησε, μόλις ανήλθεν εις τον παπικόν θρόνον, να καταβάλουν νέαν προσπάθειαν, ο δε Φούλκων του Νεϊγύ, απλούς Ιερεύς, εκήρυξε την Τετάρτην Σταυροφορίαν εις τα πλήθη και εις τους βασιλείς. Τα αποτελέσματα όμως ήσαν αποθαρρυντικά. Ο αυτοκράτωρ Φρειδερίκος ο Β' ήτο παιδί τεσσάρων μόλις ετών, ο Φίλιππος—Αύγουστος εσκέπτετο ότι μια Σταυροφορία αρκούσε δια μιαν ανθρώπινον ζωήν και ο Ριχάρδος ο Α' ελησμόνησε τας τελευταίας λέξεις που απηύθυνε προς τον Σαλαδίνον και ήρχισε να γέλα όταν ήκουσε τας εκκλήσεις που του απέστειλε ο Φούλκων. «Με συμβουλεύεις—του είπε—να απαρνηθώ τας τρεις θυγατέρας μου, την υπερηφάνειαν, την φιλαργυρίαν και την ακολασίαν. Τας κληροδοτώ εις εκείνους που τας αξίζουν: την υπερηφάνειάν μου εις τους Νοίτας, την φιλαργυρίαν μου εις τους μοναχούς του Σιτώ και την ακολασίαν μου εις τους ιεράρχας». Ο Ιννοκέντιος όμως επέμεινε. Υπεστήριζε ότι ενδεχομένη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου θα επετύγχανε χάρις εις την Ιταλικήν κυριαρχίαν της Μεσογείου και ότι θα ήτο ευχερές να φθάσουν εις την Ιερουσαλήμ, έχοντες ως βάσιν την πλουσίαν και εύφορον Αίγυπτον. ΄
Υστερα από πολλάς διαπραγματεύσεις, η Βενετία εδέχθη έναντι 85.000 αργυρών μάρκων (περίπου 8.500.000 δολλάρια), να εξασφαλίση την μεταφοράν 4.500 Ιπποτών με τους ίππους των, 9.000 ακολούθων, 20.000 πεζών και τροφίμων δι’ εννέα μήνας. Θα παραχωρούσε επίσης 40 γαλέρας, αλλά υπο τον όρον ότι το ήμισυ της λείας θα περιήρχετο εις την Δημοκρατίαν της Βενετίας. Οι Βενετοί άλλωστε δεν είχαν πρόθεσιν να επιτεθούν κατα της Αιγύπτου, διότι εκέρδιζαν πολλά χρήματα εξάγοντες εις την Αίγυπτον ξυλείαν, σίδηρον και όπλα και εισάγοντες από εκεί δούλους, δεν επροτίθεντο δε να θέσουν τέρμα εις το εμπόριον των με την διεξαγωγήν πολέμων, ούτε να μοιρασθούν τα κέρδη των με την Πίζαν ή την Γένουαν. Ενώ διεπραγματεύοντο με τους Σταυροφόρους, έκλεισαν μυστικήν συνθήκην με τον Σουλτάνον της Αιγύπτου, εγγυώμενοι ότι η χώρα του δεν θα υφίστατο καμμίαν εισβολήν (1201). Ο σύγχρονος χρονογράφος Ερνούλος ισχυρίζεται ότι οι Βενετοί έλαβαν γενναίον φιλοδώρημα διά να αποτρέψουν την Σταυροφορίαν εναντίον της Παλαιστίνης.
Κατα το θέρος του 1202, οι νέοι σταυροφόροι συνεκεντρώθησαν εις την Βενετίαν. Μεταξύ αυτών ήσαν ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μομφεράτου, ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά, ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ο Σίμων του Μονφόρ, διάσημος από τον αγώνα του εναντίον των Αλβιγίων και πολλοί άλλοι ευγενείς, όπως ο Γοδεφρείδος ο Βιλλαρδουίνος (1160 - 1213), αρχιστράτηγος της εκστρατείας, ο οποίος όχι μόνον θα έπαιζε σημαντικόν ρόλον εις την διπλωματίαν και τας εκστρατείας της Τετάρτης Σταυροφορίας, αλλά και θα προσπαθούσε να περικλείση την σκανδαλώδη ιστορίαν του εις τα απομνημονεύματά του που σημειώνουν την απαρχήν της γαλλικής φιλολογικής πεζογραφίας. Η Γαλλία, όπως συνήθως προσέφερε τα περισσότερα εις την Σταυροφορίαν. Όλοι έπρεπε να συνεισφέρουν, αναλόγως προς την περιουσίαν των δια την συγκέντρωση των 85.000 μάρκων που έπρεπε να πληρωθούν εις την Βενετίαν δια την συνδρομήν της. 'Ελειπαν όμως από το συνολικόν ποσόν 34.000 μάρκα.
Τότε ο Ερρίκος Δάνδολος, ο σχεδόν τυφλός δόγης «με την μεγάλην καρδιά», με το κύρος των ενενήντα τεσσάρων έτων του, επρότεινε να απαλλάξουν τους Σταυροφόρους από την οφελήν των εαν εκείνοι, βοηθούσαν την Βενετίαν να καταλάβη την Ζάραν. Ο λιμήν αυτός, της Αδριατικής μετα την Βενετίαν, είχε κατακτηθή από αυτήν εις τα 998, επανεστάτησε συχνά και υπετάγη εκ νέου, ανήκε δε τότε εις την Ουγγαρίαν και αποτελούσε την μόνην διέξοδον της χώρας προς την θάλασσαν. Ο πλούτος και η ευημερία της ανησυχούσαν τους Βένετους, οι οποίοι έφο- βούντο τον ανταγωνισμόν της εις τας αγοράς της Αδριατικής. Ο Ιννοκέντιος ο Γ' κατήγγειλε την πρότασιν ως κακοήθη και ηπείλησε να αφορίση εκείνους που θα συμμετείχαν.
Αλλά η φωνή και του ισχυροτέρου εκ των παπών δεν μπορούσε να ακουσθή όταν την έπνιγε ο θόρυβος του χρυσού. Οι συνησπισμένοι στόλοι προσέβαλαν την Ζάραν, την κατέλαβαν∙ εντος πέντε ημερών και την ελεηλάτησαν. Οι Σταυροφόροι απέστειλαν τότε πρεσβείαν εις τον πάπαν διά να τους δώση άφεσιν αμαρτιών, αυτός όμως απήτησε την επιστροφήν της λείας. Εκείνοι τον ηυχαρίστησαν δια την άφεσιν των αμαρτιών που τους έδωσε και εφύλαξαν δια τον εαυτόν των τα λάφυρα. Οι Βενετοί που αγνοούσαν τους αφορισμούς ήρχισαν την εφαρμογήν του δευτέρου μέρους του σχεδίου των που απέβλεπε εις την κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι βυζαντινοί μανάρχαι δεν είχαν τίποτε διδαχθή από τας Σταυροφορίας. Προσέφεραν ελαχίστην βοήθειαν εις τας εκστρατείας εκείνας και απέσπασαν πολλά κέρδη. Επανέκτησαν το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας και έβλεπαν με ευχαρίστησιν την αμοιβαίαν εξασθένισιν του Ισλάμ και της Δύσεως εις την μάχην των διά την Παλαιστίνην. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ συνέλαβε χιλιάδας Βενετούς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επί ένα διάστημα, κατήργησε τα εμπορικά προνόμια της Βενετίας εις την πρωτευουσάν του (1171).
Ο Ισαάκιος ο Β' ο Άγγελος (1185-95) δεν ενόμιζε ότι έπρεπε να αισθάνεται τύψεις εαν συμμαχούσε με τους Σαρακηνούς. Εις τα 1195, ο Ισαάκιος καθηρέθη, εφυλακίσθη και ετυφλώθη από τον αδελφόν του Αλέξιον τον Γ’. Ο υιός του Ισαακίου, ένας άλλος Αλέξιος, εδραπέτευσε εις την Γερμανίαν. Εις τα 1202, έφθασε εις την Βενετίαν, εζήτησε από την Γερουσίαν της Βενετίας και από τους Σταυροφόρους να σπεύσουν εις βοήθειαν του πατρός του και να τον αποκαταστήσουν εις τον θρόνον, υποσχόμενος εις αντάλλαγμα να τους εφοδιάση με προμήθειας δια την εκτρατείαν των εναντίον του Ισλάμ. Ο Δάνδολος και οι Γάλλοι ευγενείς υπέβαλαν εις τον νεαρόν αυστηρούς όρους. Τον έπεισαν να υποσχεθή εις τους Σταυροφόρους 200.000 αργυρά μάρκα, να εξοπλίση στρατιάν 10.000 ανδρών, δια να υπηρετήσουν εις την Παλαιστίνην και να υποτάξη την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν εις τον πάπαν της Ρώμης.
Παρά ταύτα όμως , ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ απηγόρευσε εις τους Σταυροφόρους ,επί ποινή αφορισμού, να επιτεθούν κατά του βυζαντίου. Μερικοί ευγενείς ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν, πολλοί δε στρατιώται εθεώρησαν εαυτούς αποδεσμευμένους από την υποχρέωσιν των συμμετοχής εις την σταυροφορίαν και επέστρεψαν εις τα σπίτια των. Αλλά η προοπτική να καταλάβουν την πλουσιωτέραν πόλιν της Ευρώπης απεδείχθη ακαταμάχητος. Την 1ην Οκτωβρίου 1202,ο μέγας στόλος των 480 πλοίων εσήκωσε την άγκυραν εν μέσω της γενικής χαράς ενώ οι ιερείς, από τους πύργους των πλοίων έψαλλαν το Veni, Creator Spiritus.
΄Υστερα από μερικάς καθυστερήσεις, η αρμάδα έφθασε προ της Κωνσταντινουπόλεως εις τας 24 Ιουνίου 1203:
«Οι άνθρωποι εκείνοι—έλεγεν ο Βιλλαρδουίνος—που δεν είχαν ιδή άλλοτε την Κωνσταντινούπολιν, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια των. Διότι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη εξίσου με αυτήν πλουσία πόλις, όταν είδαν τα υψηλά εκείνα τείχη και τους πλουσίους πύργους, τα ανάκτορα και τας μεγάλας εκκλησίας, τόσον πολλάς εις αριθμόν, ώστε κανείς δεν μπορεί να πιστέψη ότι τας είδε όλας. Κανείς από ημάς δεν ήτο τόσον σκληρός, ώστε να μη αισθανθή το δέρμα του να ανατριχιάζη. Διότι, πράγματι, κανείς άλλος από της απαρχής του κόσμου δεν άνέλαβε ποτέ τόσον μεγάλην επιχείρησιν, όσον ή ιδική μας επίθεσις».
Με το τελεσίγραφον που απηύθυναν εις τον Αλέξιον τον Γ', απαι τούσαν την αποκατάστασιν εις τον θρόνον του τυφλού αδελφού του, ή του νεαρού Αλεξίου, που συνώδευε τον στόλον. Μετά την άρνησιν του, οι Σταυροφόροι απεβιβάσθησαν και ύστερα από μικράν αντίστασιν έφθαναν κάτω από τα τείχη της πόλεως. Ο γέρων Δάνδολος ήτο ο πρώτος που προσήγγισε εις την ακτήν. Ο Αλέξιος ο Γ' εδραπέτευσε εις την Θράκην, οι Έλληνες ευγενείς συνώδευσαν τον Ισαάκιον - ΄Αγγελον από την φυλακήν του εις τον θρόνον και, επ’ ονόματί του, απέστειλαν άγγελμα εις τους λατίνους αρχηγούς, λέγοντες ότι ανέμεναν με χαράν τον υιόν του .Αφού απέσπασαν από τον Ισαάκιον την υπόσχεσιν τηρήσεως της συμφωνίας που έκλεισαν με τον υιόν του, ο Δάνδολος και οι ευγενείς εισήλ- θαν εις την πόλιν, ο δε νεαρός Αλέξιος ο Δ' εστέφθη συναυτοκράτωρ.
Οι Έλληνες όμως όταν έμοθαν με ποια ανταλλάγματα είχεν εξαγοράσει την νίκην, εστράφησαν εναντίον του με μανίαν και περιφρόνησιν. Ο λαός ηρνήθη την καταβολήν των φόρων που εχρειάζοντο δια την συγκέντρωσιν του ποσού που έπρεπε να καταβληθή εις τους συμμάχους. Οι ευγενείς δεν έβλεπαν, με ευχαρίστησιν την παρουσίαν της ξένης αριστοκρατίας και του ξένου στρατού. Ο κλήρος απέκρουε την πρότασιν να υποταχθή εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ, μερικοί λατίνοι στρατιώται εταράχθησαν όταν ανεκάλυψαν ότι οι μουσουλμάνοι ασκούσαν την λατρείαν των εις το τζαμί, εις την καρδιάν μιας χριστιανικής πόλεως, έθεσαν πύρ εις το τζαμί και έσφαξαν τους πιστούς. Η φωτιά εμαίνετο επί τρεις ημέρας, εξηπλώθη εις έκτασιν τριών μιλίων και μετέτρεψε εις στάκτην σημαντικόν τμήμα της Κωνστα-ντινουπόλεως .
Ένας πρίγκιψ με βασιλικόν αίμα, ετέθη επί κεφαλής εξεγέρσεως, εφόνευσε τον Αλέξιον τον Γ', εφυλάκισε και πάλιν τον Ισαάκιον . ΄Αγγελον και κατέλαβε τον θρόνον με το όνομα Αλέξιος ο Ε' Δούκας. Έπειτα ανέλαβε να οργανώση στρατόν δια να απωθήση τους λατίνους από το στρατόπεδον των εις τον Γαλατάν. Οι Έλληνες όμως, που είχαν ζήσει επί πολύ ασφαλείς μέσα εις τα τείχη των, δεν διατηρούσαν τας αρετάς των Ρωμαίων. Ύστερα από ένα μήνα πολιορκίας παρεδόθησαν, ο Αλέξιος ο Ε' εδραπέτευσε και οι νικηταί λατίνοι εξεχύθησαν εις την πρωτεύουσαν ως πειναλέαι ακρίδες (1204).
Οι άνθρωποι εκείνοι που υπεχρεώθησαν επί πολύ να βλέπουν από μακράν την λείαν των, υπέβαλαν τότε, κατά την εβδομάδα του Πάσχα, την πλουσίαν πόλιν εις αγρίαν λεηλασίαν, ομοίαν της οποίας δεν υπέστη ούτε η Ρώμη από τους Βανδάλους ή τους Γότθους. Δεν εσημειώθη μεγάλη σφαγή, εφόνευσαν ίσως 2000 'Ελληνας, επεδόθησαν όμως ακράτητοι εις την λεηλασίαν. Οι ευγενείς διένειμαν μεταξύ των τα ανάκτορα και εσφετερίζοντο τους Θησαυρούς που εύρισκαν. Οι στρατιώται εισέδυαν εις τα σπίτια, τας εκκλησίας, τα καταστήματα και ελάμβαναν όσα επιθυμούσαν. Αι εκκλησίαι απεγυμνώθησαν, όχι μόνον από τον χρυσόν, τον άργυρον και τα κειμήλια που είχαν συσσωρευθή εκεί από μιας χιλιετηρίδος, αλλά και από τα ιερά λείψανα, τα οποία μπορούσαν να πωληθούν εις καλήν τιμήν εις την δυτικήν Ευρώπην.
Η Αγία Σοφία υπέστη ζημίας μεγαλυτέρας από εκείνας που της επροξένησαν οι Τούρκοι εις τα 1453. Η αγία Τράπεζα διεμελίσθη και ο χρυσός και ο άργυρος που περιείχε διενεμήθησαν. Οι Βενετοί, εξοικειωμένοι με την πόλιν, την οποίαν επεσκέπτοντο άλλοτε ως έμποροι, εγνώριζαν που ευρίσκοντο οι μεγαλύτεροι θησαυροί. Αγάλματα και υφάσματα, δούλοι και πολύτιμοι λίθοι περιήλθαν εις χείρας των. Τα τέσσαρα ορειχάλκινα άλογα, που εστόλιζαν την ελληνικήν πολιτείαν, μετεφέρθησαν εις την πλατείαν του Αγίου Μάρκου. Τα 9/10 των αντικειμένων τέχνης και κοσμημάτων, που αποτελούσαν αργότερα την δόξαν της συλλογής του Αγίου Μάρκου, προήρχοντο από την καλώς ωργα- νωμένην εκείνην κλοπήν.
Κατεβλήθησαν μερικαί προσπάθειαι διά να περιορισθούν οι βιασμοί και πολλοί από τους στρατιώτας ηρκούντο εις τας πόρνας, αλλά ο Ιννοκέντιος ο Γ' παρεπονείτο ότι ο επί μακράν χρόνον ανικανοποίητος σαρκικός πόθος των Λατίνων δεν εφείσθη ούτε ηλικίας, ούτε φύλου, ούτε θρησκευτικού επαγγέλματος και ότι αι ελληνίδες μοναχαί υπέστησαν τους εναγκαλισμούς των γάλλων ή βενετών χωρικών ή υποκόμων. Αι βιβλιοθήκαι ελεηλατήθησαν και ανεκτίμητα χειρόγραφα κατεστράφησαν ή εχάθησαν. Δυο διαδοχικαί πυρκαϊαί απετέφρωσαν βιβλιοθήκας και μουσεία, εκκλησίας και ιδιωτικάς κατοικίας. Από τα έργα του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου, που μέχρι τότε διετηρούντο όλα, διεσώθησαν ελάχιστα και χιλιάδες έργων τέχνης εκλάπησαν ή κατεστράφησαν.
Όταν ο θόρυβος της διαρπαγής υπεχώρησε, οι λατίνοι ευγενείς εξέλεξαν τον Βαλδουίνον της Φλάνδρας ως αρχηγόν του λατινικού βασιλείου της Κωνσταντινουπόλεως (1204) και ώρισαν την γαλλικήν ως επίσημον γλώσσαν του. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διηρέθη εις φεουδαλικάς ηγεμονίας υπο την διοίκησιν λατίνων. Η Βενετία, που εφρόντιζε πρό παντός να κυριαρχή επί των εμπορικών οδών, εξησφάλισε την Αδριανούπολιν, την 'Ηπειρον, την Ακαρνανίαν, τας νήσους του Ιονίου, μέρος της Πελοποννήσου, την Εύβοιαν, τας νήσους του Αιγαίου, την Καλλίπολιν και τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Γενουάται έχασαν τα «εργαστήριά των» και τα βυζαντινά προκεχωρημένα φυλάκια των, ενώ ο Δάνδολος έλαβε τον τίτλον του «Δόγη της Βενετίας, Άρχοντος του ενός τετάρτου και του ενός ογδόου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», δια να αποθάνη μετ ΄ ολίγον εις την λάμψιν και την δόξαν, δια την κατάκτησιν των οποίων δεν ησθάνθη ποτέ ηθικούς ενδοιασμούς. Ο ελληνικός κλήρος αντικατεστάθη κατά μέγα μέρος από λατίνους Ιερείς ή και από λαϊκούς, τους οποίους εχειροτόνησαν βιαστικά δια να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας. Ο Ιννοκέντιος ο Γ', αν και διεμαρτύρετο εναντίον της επιθέσεως, εδέχθη ευχα- ρίστως την υποταγήν της Ελληνικής Εκκλησίας εις την Λατινικήν.
Οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν εις τα σπίτια των φορτωμένοι με την λείαν των, άλλοι εγκατεστάθησαν εις τας νέας ηγεμονίας και ελάχιστοι παρέμεναν δια να φθάσουν εις την Παλαιστίνην. ΟΙ Σταυροφόροι εσκέπτοντο ίσως ότι η Κωνσταντινούπολη που περιήλθεν εις χείρας των θα ήτο ασφαλεστέρα βάσις εκκινήσεως εις την εναντίον των Τούρκων εκστρα- τείαν των. Αι έριδες μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων που ήρχισαν από τότε και εξηκολούθησαν επί γενεάς, απερρόφησαν την ζωτικότητα του ελληνικού κόσμου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν συνήλθε ποτέ από το κτύπημα και η κατάληψις της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους προητοίμασε την μετά δυο αιώνας κατάκτησιν της από τους Τούρκους.
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 396-404).
Σ’ ένα συμπόσιο στη Ναζιανζό. Θεολογία και οικονομία.
Το πανηγύρι του Αγίου Ευψυχίου έγινε.
Ο Βασίλειος είχε συνέλθει από τις ταλαιπωρίες της αποστολής του στην Αρμενία. Έτσι μπορούσε να δει και τα προβλήματα της περιφέρειάς του. Το πανηγύρι αποδείχθηκε καλή ευκαιρία γι’ αυτό.
Συνήθως έπαιρναν σ’ αυτό μέρος πολλοί χωρεπίσκοποι της Καππαδοκίας. Τώρα ο Βασίλειος φρόντισε να έλθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Τους μίλησε, τους κατατόπισε στα γενικότερα θέματα της Εκκλησίας. Τους εξόρκισε να μένουν σταθεροί στην ορθή πίστη, να προκόπτουν σ’ αυτή και να ποιμαίνουν το λαό ακολουθώντας την παράδοση.
Δεν έχασε την ευκαιρία να τους προτρέψει στην άσκηση φιλανθρωπίας. Τους είπε πως πρέπει να είναι γενναιόψυχοι προς τους ανθρώπους, που όλοι μεταξύ τους είναι ίσοι. Τη φροντίδα που ο ίδιος έδειχνε για τους πεινασμένους, τους γέροντες, τα ορφανά, τους λεπρούς όφειλαν να δείξουν και οι κληρικοί κάθε μικρού ή μεγάλου τόπου.
Στις εορτές του μάρτυρα Ευψυχίου έτυχε να βρεθεί κι ένας νέος μοναχός με κάποια μόρφωση. Αυτός ήταν ίσως από τη Ναζιανζό ή τα γειτονικά μέρη και πρόσεχε τι έκανε και τι έλεγε ο Βασίλειος. Μέσα στο φθινόπωρο του 372, μετά τις 7 Σεπτεμβρίου που ήταν το πανηγύρι, ο μοναχός αυτός ταξίδεψε στη Ναζιανζό.
Έτυχε τον καιρό εκείνο να οργανωθεί στη Ναζιανζό συμπόσιο, στο όποιο μετείχαν οι πιο ακουστοί κληρικοί και θεολόγοι, φίλοι οι περισσότεροι του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Βασιλείου. Και φυσικά μετείχε και ο Γρηγόριος, που στην επιστολή του 58 μας διηγείται τι συνέβη σ’ αυτό.
Αφού συνάχθηκαν και στρώθηκαν γύρω από το τραπέζι, πριν ακόμα πιουν κάτι τι, όπως συνηθίζεται στην αρχή των γευμάτων, μίλησαν για τους δυο ιερούς άνδρες, το Γρηγόριο και το Βασίλειο. Θαύμαζαν τη σύμπνοιά τους, τη φιλία τους, τη μόρφωσή τους, την ορθή τους πίστη, τη διαμονή στην Αθήνα.
Ο Γρηγόριος δε διστάζει να σημειώσει πως το θέμα τούτο αποτελούσε μόνιμη συζήτηση στις τέτοιες συναντήσεις. Και δε δυσκολευόταν να είναι παρών σ’ αυτές γιατί ο θαυμασμός και oι έπαινοι αποδίδονται περισσότερο στο Βασίλειο, τον οποίο φυσικά αυτός θαύμαζε περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι. Απ’ όλες τις μεριές του τραπεζιού άκουγε κανείς κάτι για το Βασίλειο και τις αρετές του. Το ίδιο λίγο - πολύ και για το Γρηγόριο. Μόνο που εδώ πρόσεχαν να μην προσκρούσουν στην ταπεινοφροσύνη του.
Έξαφνα, μέσα στην αρμονία της αναγνωρίσεως των δυο ανδρών, κάποιος φώναξε δυνατά με αγανάκτηση, διακόπτοντας την αρμονία.
- Σταματάτε, είσθε όλοι ψεύτες και κόλακες!
Μιλούσε ο μοναχός που ήρθε από την Καισάρεια, από
το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου. Τα λόγια του απρόσμενα και σκληρά πάγωναν τις καρδιές, έκαψαν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τη συζήτηση.
- Εγκωμιάστε -συνέχισε ο μοναχός- όσο θέλετε το Βασίλειο και το Γρηγόριο για τις αρετές τους. Συμφωνώ κι εγώ. Άδικα όμως τους επαινείτε για την Ορθοδοξία τους. Αυτό δεν το ανέχομαι.
Οι συνδαιτυμόνες, θυμωμένοι μα και περίεργοι έγιναν όλοι αυτιά και πρόσεχαν το μοναχό.
- Ο Βασίλειος την προδίδει την Ορθοδοξία με όσα λέει. Και ο Γρηγόριος που τον ακολουθεί, επίσης.
Η κατηγορία ήταν φοβερή. Έσκισε την ατμόσφαιρα και σύντριψε το Γρηγόριο που χαμένα μπόρεσε να πει.
- Πώς το ξέρεις εσύ αυτό; Ποιος είσαι; Πώς δογματίζεις έτσι και ποιος σ’ έκανε κριτή;
- Έρχομαι από το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου είπε ό μοναχός. Εκεί άκουσα το «Μέγα Βασίλειο» να θεολογεί για τον Πατέρα και τον Υιό με τρόπο άριστο, που κανείς άλλος δε φθάνει.
Τότε λοιπόν; Ρώτησαν οι συνδαιτυμόνες με περισσή απορία το μοναχό.
- «Δεν έκανε το ίδιο και για το Άγιο Πνεύμα», πρόλαβε αυτός. «Μίλησε γι’ αυτό λίγο κι όχι σωστά».
Περισσότερα δεν μπορούσε να εξηγήσει ό μοναχός, που για να βρει στήριγμα στράφηκε αμέσως στο Γρηγόριο, υπενθυμίζοντάς του:
- Πώς εσύ -θαυμάσιέ μου- θεολογείς φανερά για το Άγιο Πνεύμα και κείνος όχι; Θυμάσαι τη φορά εκείνη, μέσα σε πόσο κόσμο μίλησες καθαρά κι ορθόδοξα για το Άγιο Πνεύμα;
Ο Γρηγόριος σπιρούνισε τη μνήμη του κι ο μοναχός του θύμισε μια λεπτομέρεια:
- Είχες κιόλας αγανακτήσει με τούς δισταγμούς μας να ονομάζουμε το Πνεύμα Θεό και είπες για να σ’ ακούσουν όλοι: «Μέχρι πότε θα κρύβουμε το λύχνο κάτω από το λυχνοστάτη»;
Η θέση του Γρηγορίου έγινε πολύ δύσκολη. Ο ίδιος αθωώθηκε κι εγκωμιάσθηκε, αλλά κατηγορήθηκε ανοιχτά ο αδελφικός του φίλος Βασίλειος. Και στην περίπτωση τούτη ο μοναχός δεν ήταν μυθοπλάστης, όπως έγινε με το πρόσωπο της επιστολής 71, για το όποιο μιλήσαμε.
Ο μοναχός μας εδώ ήταν θερμόαιμος ορθόδοξος που δεν τον στόλιζε η αρετή της διακρίσεως κι ας είναι ίσως ο πρώτος άνθρωπος που χαρακτήρισε, ειρωνικά έστω, το Βασίλειο «Μέγα», καθώς παραδίδει ο Γρηγόριος Θεολόγος.
Δεν είχε καταλάβει σε βάθος και πλάτος το Βασίλειο. Μα δεν ψευδόταν όταν έλεγε ότι ό Βασίλειος δεν ονόμαζε το Άγιο Πνεύμα Θεό και ομοούσιο προς τον Πατέρα.
Ο Γρηγόριος βρισκόταν σε πυρετό. Έπρεπε να δώσει απάντηση αποστομωτική χάριν του Μεγάλου φίλου του. Μα να ειπεί τί; Δοκίμασε να εξηγήσει τη δική του στάση και τη στάση του Βασιλείου:
- Εγώ, φίλοι μου, είμαι μικρός και ζω στην αφάνεια. Γι’ αυτό και μιλάω τόσο καθαρά κι απερίφραστα. Δεν είναι το ίδιο με τον Βασίλειο.
Εκείνος βρίσκεται στην κορυφή της Εκκλησίας κι όλοι προσέχουν τι κάνει και τι λέει. Οι εχθροί του είναι πολλοί και σκληροί. Αυτό σας λέγω και προσέξτε το: oι εχθροί παραμονεύουν ν’ ακούσουν κάτι από το στόμα του που να μπορούν βάσει αυτού να τον εξορίσουν. Αυτό τους ενδιαφέρει, να τον εξορίσουν, να διώξουν τον μόνο δυνατό σπινθήρα της αληθείας που έμεινε, τον πιο ζωντανό υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Και τότε να ριζωθούν εκείνοι στην Καισάρεια κι από εκεί να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ορθοδοξίας στην Ανατολή. Με άλλα λόγια ο Βασίλειος ακολουθεί τακτική, απλώς παρασιωπά μέρος της αληθείας, εφαρμόζει την «οικονομία» στο σημείο τούτο. Αυτό μου φαίνεται πως είναι προτιμότερο από το να καταστραφεί ολοσχερώς η αλήθεια με το να την εκφράζει απερίφραστα.
Οι παριστάμενοι πρόσεχαν πολύ. Δε φάνηκαν όμως ικανοποιημένοι από την απάντηση. Ένα ερωτηματικό πλανιόταν στα πρόσωπά τους. Το διαισθάνθηκε ο Γρηγόριος κι έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Είχε να κάνει με σκληρούς ναζιανζηνούς που έδειχναν επιμονή στο γράμμα.
- Αγαπητοί μου, δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε. Η αλήθεια δεν παθαίνει τίποτα, όταν χρησιμοποιούμε άλλες λέξεις για να την εκφράσουμε.
Αυτό ακριβώς έκανε και ο Βασίλειος. Από άλλες του φράσεις και λέξεις συνάγεται η ορθή του πίστη. Μη ξεχνάμε πως η πίστη μας δεν βρίσκεται στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά στο νου, στο περιεχόμενο που τους δίνουμε. ,
Αν κάποτε π.χ. θελήσουν οι Ιουδαίοι να προσέλθουν στην Εκκλησία και αντί του όρου Χριστός χρησιμοποιήσουν για λίγο τον όρο «κεχρισμένος» θα τους αρνηθούμε, θα τους διώξουμε; Η σωτηρία μας δεν έρχεται από τις λέξεις, αλλά από την πίστη και γι' αυτό δεν πειράζει αν αυτή δίνεται με άλλες λέξεις.
Γνωρίζουμε πως οι αρειανόφρονες θεωρούσαν αίρεση το να πιστεύει κανείς ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο του Πατρός. Όποιος θα έκανε μια τέτοια ομολογία φανερά θα αντιμετώπιζε την οργή τους και την αυτοκρατορική δυσμένεια, που σε πολλά μπορούσε να οδηγήσει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι και οι ορθόδοξοι γενικά δίσταζαν κι έφθασαν με πολύ θεολογικό αγώνα στην αλήθεια ότι το 'Αγιο Πνεύμα είναι Θεός όπως ο Υιός.
Ο Βασίλειος μάλιστα ούτε μέχρι το θάνατό του δεν χρησιμοποίησε στα έργα του τον όρο «Ομοούσιος» για το Άγιο Πνεύμα. Την ίδια τούτη εποχή ο Βασίλειος ως υπεύθυνος κεφαλή της Εκκλησίας εργαζόταν για τη γεφύρωση του χάσματος που χώριζε τους Ομοιουσιανούς από τους Ορθοδόξους. Το είδαμε σε προηγούμενη παρά-γραφο.
Κι επειδή τους Ομοιουσιανούς ενοχλούσε γενικά ο όρος ομοούσιος, ο Βασίλειος ζητούσε τουλάχιστο να δέχονται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα. Η λύση δεν ικανοποιούσε τους ναζιανζηνούς. Δε δέχθηκαν την εξήγηση του Γρηγορίου. Ένας - δύο ήσαν κατηγορηματικοί.
- Από δειλία ο Βασίλειος φέρεται με τέτοιο τρόπο και όχι χάριν «οικονομίας» των πραγμάτων. Είναι καλύτερα να προστατεύουμε τους ορθοδόξους εκφράζοντας καθαρά την αλήθεια, παρά να προσελκύουμε τους Ομοιουσιανούς με την δήθεν τακτική μας.
Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί εν χορώ οι παριστάμενοι υποψιάζονταν το Βασίλειο για δειλία και κακοδοξία. Τους μίλησε πάλι και σε τόνο οξύτερο. Αυτοί επέμεναν και αναγκάσθηκε να τους αφήσει. Γύρισε σπίτι του πολύ θλιμμένος και μαζί αναστατωμένος. Είχε υπερασπισθεί βέβαια το φίλο του, μα κάποιες αμφιβολίες τριβέλιζαν και τον ίδιο. Ήταν η στάση του Βασιλείου απόλυτα ορθή;
Πήρε το φτερό και το βούτηξε στο μελάνι. Θα έγραφε στο Βασίλειο. Τώρα αμέσως. Δεν θα τον προσέβαλλε φυσικά. Θα του διηγιόταν τη συζήτηση στο συμπόσιο και θα τον ρωτούσε με τρόπο ευθύ να δώσει ό ίδιος απάντηση. Θα του άφηνε, όπως πάντα, την πρωτοβουλία στον καθορισμό της στάσεως και στο πρόβλημα τούτο.
Άλλωστε πάντα θεωρούσε το Βασίλειο καθηγητή του στα πρακτικά θέματα και δάσκαλο στα δογματικά. Ήθελε τουλάχιστο να τον ακούσει κι ας είχε προχωρήσει ο Γρηγόριος περισσότερο στη θεολογία περί Αγίου Πνεύματος, όπως είναι ήδη γνωστό. Γράφε μου, Βασίλειε, και δίδαξέ με. Μέχρι που πρέπει να φθάνουμε τη θεολογία περί Αγ. Πνεύματος; Ποιούς όρους πρέπει να χρησιμοποιούμε γι’ αυτό και μέχρι πότε να εφαρμόζουμε την «οικονομία»; Απάντησέ μου να ξέρω τι θα λέω στους κατηγόρους μας.
Όταν ο Βασίλειος πήρε το γράμμα του Γρηγορίου λυ-πήθηκε μα δεν εκδηλώθηκε. Κράτησε για τον εαυτό του τη λύπη του. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν απάντησε με γράμμα στο Γρηγόριο. Μάλλον του έδωσε μερικές εξηγήσεις με πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που ταξίδευε για τη Ναζιανζό.
Έτσι ο Γρηγόριος ησύχασε. Ίσως όχι απόλυτα. Μα τουλάχιστον θα βεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά για την πίστη του Βασιλείου, διότι αμέσως έστειλε νέα επιστολή στο Βασίλειο, στην οποία εμφανίζεται ήρεμος, γεμάτος εμπιστοσύνη στο μεγάλο του φίλο. Του υπόσχεται μάλιστα ότι θα πάει στην Καισάρεια, θα αγωνισθεί μαζί του και θα προσφέρει ό,τι μπορεί στον κοινό αγώνα για την πίστη.
Την επίσκεψη αύτη δεν την καθυστέρησε ο Γρηγόριος. Μάλλον πριν τελειώσει το 372 βρισκόταν στην Καισάρεια. Τώρα είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν πρόσωπο
με πρόσωπο. Τίποτα δεν έκρυβε ο ένας από τον άλλο. Μυστικά δεν υπήρχαν μεταξύ τους.
Σε μια στιγμή που συζητούσαν το επίμαχο θέμα, ό Γρηγόριος άθελά του έδειξε ν’ αμφιβάλλει κάπως. Τότε ο Βασίλειος εξερράγη κι έκανε ό,τι ποτέ δεν είχε ξανακάνει. Ορκίσθηκε με τρόπο φρικτό:
- Να στερηθώ, αδελφέ μου, τη σωτήρια χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν δε λατρεύω το Αγ. Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, ως ομοούσιο και ομότιμο με αυτούς.
Ο Γρηγόριος τρόμαξε από το φρικτό αυτό όρκο κι έπεσε στα γόνατα του Βασιλείου. Ζήτησε συγγνώμη που άθελά του τον ώθησε ως εκεί. Μα όταν μπαίνουν στη μέση θέματα πίστεως πρέπει κανείς να είναι απόλυτα ειλικρινής.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Γρηγόριος μόνο τώρα ησύχασε απόλυτα. Κι ο Βασίλειος ίσως για πρώτη φορά ονόμασε το Άγ. Πνεύμα «ομοούσιο». Έπειτα την ομολογία τούτη θα την κάνει πολλές φορές, αλλά προφορικά μόνο, μπροστά σε ανθρώπους.
Η συζήτηση συνεχίσθηκε ήρεμα, σε κλίμα βαθειάς εμπιστοσύνης. Όταν έφθασαν στα πρακτικά θέματα, στο πώς θα μιλούν για το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο, στις διάφορες περιπτώσεις, έκαναν μία σιωπηρή συμφωνία:
Ο Βασίλειος ένεκα των κρίσιμων στιγμών που περνούσε η Εκκλησία δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «ομοούσιος» για το Άγ. Πνεύμα. Έτσι δε θα έβρισκαν αφορμή να τον εξορίσουν για αιρετικό oι κακόδοξοι. Αλλά και όσοι ομοιουσιανοί πνευματομάχοι υποψιάζονταν τον όρο τούτο, δεν θα δίσταζαν να ενωθούν με τους ορθοδόξους.
Ο Γρηγόριος που, επειδή δεν ήταν αρχιεπίσκοπος, δεν κινδύνευε να εξορισθεί και δε σκανδάλιζε τους στενόκαρδους ομοιουσιανούς, θα θεολογούσε με σαφήνεια και παρρησία, θα χρησιμοποιούσε δηλαδή για το Αγ. Πνεύμα τον όρο «ομοούσιος».
Με τη συμφωνία τούτη στηρίζονταν οι πιστοί και των δυο μερίδων. Έτσι πορεύθηκε η Εκκλησία τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ως ότου oι πιστοί αποδεχθούν σιγά - σιγά την αλήθεια ότι το Άγ. Πνεύμα είναι Θεός και ομοούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό.
Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το 379-80 ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός θα το κηρύξει σε ορθόδοξους και κακόδοξους στην Κωνσταντινούπολη. Και το 381/2, στη Β' Οικουμενική σύνοδο, θα κατακυρωθεί η αλήθεια, που μέχρι πριν λίγο δεν ομολογούσε απευθείας ο Βασίλειος.
Ίσως όμως η συνετή τακτική του ιερού άνδρα να συνετέλεσε στην πιο γρήγορη έλευση του πληρώματος. Αν με τη στάση του δημιουργούσε οξύτητες, ίσως αργούσε περισσότερο η ώρα που η Εκκλησία θα ήταν έτοιμη να κατακυρώσει και να ομολογήσει με τρόπο συνοδικό, απόλυτο, την αλήθεια τούτη.
Με τα γεγονότα που ξεκίνησαν από το συμπόσιο στη Ναζιανζό, με τις πνευματικές ποιμαντικές φροντίδες, με το ανύστακτο ενδιαφέρον του Βασιλείου ακόμη και για προσωπικά οικογενειακά προβλήματα των πιστών της αρχιεπισκοπής του, με αλληλογραφία που στήριζε στην πίστη, εξηγούσε την αλήθεια κι εμπέδωνε στην Παράδοση, τέλειωσε και η δύσκολη χρονιά του 372.
Επιστολή 48 (ΜΗ) στο τέκνο του Αθανάσιο.
... Πρόσεχε λοιπόν, αδελφέ, τι λέγει ο μέγας Βασίλειος σ΄εκείνους που κρίνουν την αλήθεια από το πλήθος.
«Αυτός που δεν τολμά», λέγει, «να δικαιολογήσει τη συζήτηση που γίνεται, ούτε έχει να παρουσιάσει αποδείξεις, και εξαιτίας αυτού καταφεύγει στο πλήθος, ομολογεί την ήττα του, επειδή δεν έχει κανένα εφόδιο θάρρους».
Και μετά από άλλα: «Ας μου δείξει την ομορφιά της αλήθειας, έστω και ένας, και πολύ σύντομα θα πεισθώ. Όμως πλήθος πολύ χωρίς αποδείξεις, είναι βέβαια ικανό να απειλήσει, αλλά να πείσει καθόλου. Ή πόσες μυριάδες θα με πείσουν να πιστέψω ότι η ημέρα είναι νύχτα, ή το χάλκινο νόμισμα να το θεωρήσω χρυσό και έτσι να δεχθώ, ή να πιστέψω ολοφάνερο δηλητήριο, αντί για κατάλληλη τροφή;».
Έπειτα, εξαιτίας γήινων πραγμάτων δεν θα φοβηθούμε τους πολλούς που ψεύδονται, και για χάρη των δογμάτων θα ακολουθήσω με νεύματα αναπόδεικτα, εγκαταλείποντας εκείνα που παραδόθηκαν από παλιά και από μακρό χρόνο με πολλή συμφωνία και τις μαρτυρίες των αγίων Γραφών;
Δεν ακούσαμε τον Κύριο που λέγει, «Πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί», και αλλού πάλι, «Στενός και γεμάτος θλίψεις είναι ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, και είναι λίγοι εκείνοι που τον βρίσκουν»; Ποιος λοιπόν λογικός δεν εύχεται να είναι μεταξύ των λίγων, που μέσα από τη στενή πύλη μπαίνουν στη σωτηρία, παρά μεταξύ των πολλών, οι οποίοι μέσω της πλατειάς οδού σπρώχνονται προς την απώλεια; Και ποιος δεν θα επιθυμούσε, αν ζούσε κα τα την εποχή του μαρτυρίου του Αγίου Στεφάνου, να βρίσκεται με το μέρος εκείνου, που ήταν ο μόνος που δεχόταν τους λίθους και ήταν ο περίγελος όλων, παρά με τους πολλούς που νόμιζαν πώς έχουν την αληθινή πίστη από την κακή εξουσία;
Ένας άνθρωπος που προκόβει κατά Θεόν, είναι προτιμότερος από μυριάδες που καμαρώνουν με αυθάδεια. Όπως βλέπουμε και την Παλαιά Διαθήκη, όπου χιλιάδες από τον λαό έπεφταν χτυπημένοι από θεϊκή οργή, και «Μόνος ο Φινεές στάθηκε και εξευμένισε τον Θεό, και κόπασε η καταστροφή». Αν όμως εκείνος έλεγε, Πώς να τολμήσω να ζητήσω εξιλέωση ύστερα από τα τόσα που έγιναν; Πώς να καταψηφίσω αυτούς που αποφάσισαν να ζουν με τον τρόπο αυτόν; Ούτε αυτός θα αρίστευε, ούτε το κακό θα σταματούσε, ούτε οι υπόλοιποι θα σώζονταν, ούτε ο Θεός θα τους χάριζε την εύνοιά Του.
Είναι λοιπόν καλό, είναι καλό και ο ένας να μιλάει με παρρησία και να ακυρώνει την άδικη απόφαση των πολλών. Συ όμως, αν σου αρέσει, προτίμησε αντί του Νώε που σώζεται, το πλήθος που πνίγηκε, και εμένα επίτρεψέ μου να τρέξω στους λίγους που είναι μέσα στην κιβωτό. Αν πάλι θέλεις κατάταξε τον εαυτό σου μαζί με τους πολλούς στα Σόδομα, εγώ όμως θα συνοδέψω τον Λώτ, έστω και αν μόνος του αποχωρίζεται από τα πλήθη επιδιώκοντας το συμφέρον του.
Ωστόσο για μένα και το πλήθος είναι σεβαστό,
όχι όμως εκείνο που αποφεύγει την εξέταση, αλλά εκείνο που παρέχει απόδειξη•
όχι εκείνο που αμύνεται με κακία, αλλά εκείνο που διορθώνεται με τρόπο πατρικό•
όχι εκείνο που χαίρεται με την καινοτομία, αλλά αυτό που φυλάγει την πατρική κληρονομία.
Και για ποιο πλήθος μου μιλάς; Αυτό που πληρώθηκε με κολακεία και δώρα; Αυτό που εξαπατήθηκε από αμάθεια και άγνοια; Αυτό που έπεσε από δειλία και φόβο; Αυτό που προτίμησε την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας, από την αιώνια ζωή; Αυτά που πολλοί ομολόγησαν φανερά.
Με το πλήθος ενισχύεις το ψέμα; Έδειξες το μέγεθος του κακού. Γιατί, όσο περισσότεροι βρίσκονται στο κακό, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφορά.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β , σελ. 243-247)