- Γιατί, Γέροντα, ενώ κάνουμε τόσο δύσκολα το καλό, πέφτουμε τόσο εύκολα στο κακό;
- Γιατί για το καλό πρέπει πρώτα ο ίδιος ο άνθρωπος να βοηθήση, να αγωνισθή, ενώ στο κακό βοηθάει ο διάβολος. Ύστερα, οι άνθρωποι δεν μιμούνται το καλό ούτε έχουν καλούς λογισμούς. Πολλές φορές φέρνω το εξής παράδειγμα στους λαϊκούς: «Ας πούμε ότι έχω ένα αυτοκίνητο και λέω με τον λογισμό μου: Τί να το κάνω; Εγώ μπορώ να εξυπηρετηθώ και με κάποιον γνωστό μου και με κανένα ταξί στην ανάγκη. Ας το δώσω σ' εκείνον τον οικογενειάρχη που έχει πολλά παιδιά, να τα βγάζη λίγο έξω, να τα πάη σε κανένα Μοναστήρι, να ξεσκάνε και να βοηθιούνται τα καημένα; Αν το δώσω, κανένας δεν θα με μιμηθή σ' αυτό. Αν όμως έχω ένα αυτοκίνητο ίδια μάρκα με το δικό σας και ύστερα αλλάξω και πάρω άλλη καλύτερη μάρκα, να δήτε, δεν θα κοιμηθήτε όλη νύχτα, για να βρήτε έναν τρόπο να αλλάξετε αυτοκίνητο και να πάρετε καλύτερο, ίδιο με το δικό μου, και ας είναι καλά και τα δικά σας αυτοκίνητα. Σ' αυτή την περίπτωση θα πήτε: «Θα πουλήσω, θα δανεισθώ, για να το αλλάξω». Ενώ στην προηγούμενη περίπτωση κανένας δεν θα με μιμηθή, να πεί: «Τί να το κάνω και εγώ το αυτοκίνητο; ας το δώσω», αλλά μπορεί να πούν ότι είμαι και χαμένος».
Οι άνθρωποι εύκολα επηρεάζονται στο κακό. Ενώ στο βάθος αναγνωρίζουν και παραδέχονται το καλό, όμως πιο εύκολα επηρεάζονται και παρασύρονται από το κακό, γιατί εκεί κανοναρχεί το ταγκαλάκι . Τον γλυκό κατήφορο εύκολα τον βρίσκει κανείς, γιατί ο πειρασμός δεν έχει άλλο τυπικό, παρά να σπρώχνη στον γλυκό κατήφορο τα πλάσματα του Θεού. Ο Χριστός έχει αρχοντιά. Σού λέει: «Αυτό είναι το καλό», «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν...» . Δεν λέει: «Με το ζόρι έλα κοντά μου!». Ο διάβολος έχει γυφτιά. Από 'δω-από 'κει τον τυλίγει τον άνθρωπο, για να τον πάη εκεί που θέλει. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί δεν έκανε δούλους αλλά υιούς. Και παρ' όλο που ήξερε ότι θα επακολουθήση η πτώση, δεν τους έκανε δούλους. Προτίμησε να έρθη, να σαρκωθή, να σταυρωθή και να κερδίση έτσι τον άνθρωπο. Με την ελευθερία όμως αυτή που έδωσε ο Θεός -παρ' όλο που ο διάβολος μπορεί να κάνη πολύ κακό - δίνεται μία ευκαιρία για κοσκίνισμα. Φαίνεται τί κάνει κανείς με την καρδιά του, φαίνεται καθαρά το πολύ φιλότιμο.
Ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει
Στην κατάσταση που είναι σήμερα οι άνθρωποι, ό,τι τους Λέει ο λογισμός κάνουν. Άλλοι είναι με χάπια, άλλοι παίρνουν ναρκωτικά... Κάθε τόσο τρείς-τέσσερις ξεκινούν να κάνουν μία καινούργια θρησκεία. Ανάλογα, λίγα γίνονται, εγκλήματα, δυστυχήματα κ.λπ. Βοηθάει ο Θεός. Ήρθε ένας στο Καλύβι και μου λέει: «Έχεις καμμιά κιθάρα;». Πίνει χασίς, έχει όρεξη να μιλάη - δεν σε ρωτάει αν έχης εσύ όρεξη - θέλει και μία κιθάρα!! Άλλοι βαρέθηκαν την ζωή τους και θέλουν να αυτοκτονήσουν ή να κάνουν κανένα κακό, για να γίνη σαματάς. Δεν είναι ότι τους περνάει αυτό σαν βλάσφημος λογισμός και τον διώχνουν. Βαρέθηκαν την ζωή τους και δεν ξέρουν τί να κάνουν. Μου είπε ένας: «Θέλω να με γράψουν οι εφημερίδες ότι είμαι ήρωας». Οι άλλοι χρησιμοποιούν μερικούς τέτοιους και κάνουν την δουλειά τους. Πάλι καλά, ανάλογα, λίγα γίνονται.
Το καλό είναι που δεν μας εγκαταλείπει ο Θεός. Ο Καλός Θεός τον σημερινό κόσμο τον φυλάει με τα δύο Του χέρια, παλιότερα μόνο με το ένα. Σήμερα, μέσα στους τόσους κινδύνους που ζη ο άνθρωπος, ο Θεός τον φυλάει όπως η μάνα το μικρό το παιδί, όταν αρχίζη να περπατάη. Τώρα μας βοηθούν πιο πολύ ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Που θα ήταν ο κόσμος, αν δεν βοηθούσαν!... Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων παίρνει χάπια και είναι σε μία κατάσταση... Άλλος μεθυσμένος, άλλος απογοητευμένος, άλλος ζαλισμένος. Άλλος από τους πόνους ξενυχτισμένος. Όλοι αυτοί βλέπεις να δοηγούν αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, να κάνουν επικίνδυνες δουλειές, να χειρίζωνται επικίνδυνα μηχανήματα. Είναι όλοι αυτοί σε κατάσταση να οδηγούν; Μπορούσε να είχε σακατευθή ο κόσμος. Πώς μας φυλάει ο Θεός και δεν το καταλαβαίνουμε!
Παλιά, θυμάμαι, πήγαιναν οι γονείς μας στα χωράφια και πολλές φορές μας άφηναν στην γειτόνισσα να μας προσέχη μαζί με τα παιδιά τα δικά της. Αλλά τότε ήταν ισορροπημένα τα παιδιά. Μία ματιά έρειχνε η γειτόνισσα και έκανε τις δουλειές της και εμείς παίζαμε ήσυχα. Έτσι και ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι παλιά με μία ματιά παρακολουθούσαν τον κόσμο. Σήμερα και ο Χριστός και η Παναγία και οι Άγιοι τον έναν πιάνουν από 'δω, τον άλλον από 'κει, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ισορροπημένοι. Τώρα είναι μία κατάσταση... Θεός φυλάξοι! Σαν μία μητέρα να έχη δύο-τρία προβληματικά παιδιά, το ένα λίγο χαζούλικο, το άλλο λίγο αλλοίθωρο, το άλλο λίγο ανάποδο, να έχη και κανά-δύο της γειτόνισσας να τα προσέχη, και το ένα να ανεβαίνη ψηλά και να κινδυνεύη να πέση κάτω, το άλλο να παίρνη το μαχαίρι να κόψη τον λαιμό του, το άλλο να πάη να κάνη κακό στο άλλο, και αυτή συνέχεια να βρίσκεται σε εγρήγορση, να τα παρακολουθή, και εκείνα να μην καταλαβαίνουν την αγωνία της. Έτσι και ο κόσμος δεν καταλαβαίνει την βοήθεια του Θεού. Με τόσα επικίνδυνα μέσα που υπάρχουν σήμερα θα είχε σακατευθή, αν δεν βοηθούσε ο Θεός. Αλλά έχουμε και Πατέρα τον Θεό και Μάνα την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τους Αγγέλους, που μας προστατεύουν.
Πόσο μισεί ο διάβολος το ανθρώπινο γένος και θέλει να το εξαφανίση! Και εμείς ξεχνούμε με ποιόν παλεύουμε. Να ξέρατε πόσες φορές ο διάβολος τύλιξε την γη με την ουρά του, για να την καταστρέψη! Δεν τον αφήνει όμως ο Θεός, του χαλάει τα σχέδια. Και το κακό που πάει να κάνη το ταγκαλάκι, ο Θεός το αξιοποιεί και βγάζει μεγάλο καλό. Ο διάβολος τώρα οργώνει, ο Χριστός όμως θα σπείρη τελικά.
Και πάντα βλέπουμε ότι ο Καλός Θεός στις μεγάλες δοκιμασίες δεν αφήνει να περάσουν περισσότερες από τρεις γενιές, για να υπάρχη προζύμι. Πριν την Βαβυλώνια αιχμαλωσία οι Ισραηλίτες έρριξαν σε ένα ξεροπήγαδο την φωτιά από την τελευταία θυσία που έκαναν, ώστε να βρουν μετά από την ίδια φωτιά και να αρχίσουν πάλι τις θυσίες. Και πράγματι, μετά από εβδομήντα χρόνια, όταν επέστρεψαν, βρήκαν από εκείνη την φωτιά και άρχισαν τις θυσίες. Σε κάθε δύσκολη περίοδο δεν παρασύρονται όλοι. Ο Θεός διατηρεί μία ζύμη για τις επόμενες γενιές. Οι Κομμουνιστές δούλεψαν εβδομήντα πέντε χρόνια και κράτησαν εβδομήντα πέντε χρόνια, πάλι τρεις γενιές. Οι Σιωνιστές πόσα χρόνια έχουν που δουλεύουν, αλλά ούτε επτά χρόνια δεν θα κρατήσουν.