ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Για χάρι των νεκρών. 
Ο ρωμαίος στρατηγός Σύλλας είχε κυριεύσει την Αθήνα κι ετοιμαζόταν να την ξεθεμελιώση ολότελα. Όταν κατάλαβαν την φοβερή αυτή πρόθεσή του, πήγαν και τον παρεκάλεσαν να μη την πραγματοποιήση, θυμίζοντάς του τη μεγάλη κι άφθαστη δόξα που είχε η πόλις αυτή κατά την εποχή του Περικλέους και του Πλάτωνος.
Ο Σύλλας τους άκουσε σκεφτικός κι ύστερα συμφώνησε μαζί τους, λέγοντας το περίφημο εκείνο:
— Συγχωρώ τους ζωντανούς για χάρη των νεκρών.
Αναγνώστα, είναι αναμφίβολον ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι μεγάλοι εκείνοι άνδρες που στόλισαν άλλοτε την Ορθοδοξίαν μας, την κρατούν και σήμερα στα πόδια της με την αθάνατη κληρονομιά του παραδείγματος τους και των έργων τους.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο242)

Οι αυλικοί κι ο άγιος

Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο 8ος είχε καλέσει στην αυλή του έναν άγιο μοναχό, που ήθελε να τον έχη ως σύμβουλό του σε όλα τα σπουδαία ζητήματα. Ο μοναχός αποτελούσε μια παραφωνία μέσα στη χλιδή των ανακτόρων με το μισολυωμένο ράσο του και την ασκητική μορφή του. Οι διεφθαρμένοι αυλικοί δεν ανέχονταν την παρουσία του και εσχολίαζαν περιφρονητικά το γεγονός.

Όταν ο βασιλεύς το αντελήφθη, τους συνεκέντρωσε στην αίθουσα του θρόνου και τους είπε:
- Μπορώ να φτιάξω αυλικούς σαν εσάς δεκάδες άλλους. Έναν άνθρωπο όμως, σαν αυτόν, μονάχα ο Θεός μπορεί να τον φτιάξη !... 
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο690)

(Durant Will, Παγκόσμιος ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η σελ.438-439). 

... Οι τρόποι του, όπως και η ενδυμασία του, ήσαν τόσον απλοϊκοί, ώστε θα ημπορούσε κανείς να τον εκλάβη ως χωρικόν μάλλον παρά ως βασιλέα — με μόνην την διαφοράν ότι δεν είχε τίποτε από την ζωώδη υπομονήν του μουζίκου. Εις ωρισμένας περιπτώσεις συμπεριεφέρετο χειρότερα από χωρικόν, επειδή δεν εδεσμεύετο από κανέναν φόβον του αυθέντου ή του νόμου. Όταν είδε ένα φαλλόν εις μίαν συλλογήν αρχαίων αντικειμένων του Βερολίνου, διέταξε την σύζυγόν του να τον ασπασθή, επειδή δε η Αικατερίνη ηρνήθη, την ηπείλησε να την αποκεφαλίση• εκείνη επέμεινε εις την αρνησίν της και η οργή του τσάρου κατηυνάσθη μόνον όταν του εδωρήθη το αντικείμενον δια να κοσμή το ιδιαίτερον δωμάτιόν του.

   Εις την συζήτησιν και την αλληλογραφίαν του μετεχειρίζετο την πλέον ωμήν χυδαιολογίαν. Πολλάκις εξεδήλωνε την μομφήν του προς τους στενωτέρους φίλους του δια γρονθοκοπημάτων, εμάτωσε την μύτην του Μενσικώφ και ελάκτισε τον Λεφόρ. Η κλίσις του προς τους απρεπείς αστεϊσμούς έφθανε κάποτε την σκληρότητα• επί παραδείγματι, εξηνάγκασε έναν από τους συνεργάτας του να φάγη χελώνας, έναν άλλον να πίη το όξος που περιείχε ένα γεμάτο φλασκί, και νεάνιδας να συναγωνισθούν τους στρατιώτας του εις την οινοποσίαν.

   Εύρισκε παράλογον ευχαρίστησιν εις το να επαγγέλλεται τον οδοντοϊατρόν και οι περί αυτόν απέκρυπτον επιμελώς κάθε παράπονόν των δι’ οδοντόπονον, διότι είχε πρόχειρα πάντοτε τα εργαλεία εξαγωγής οδόντων. Όταν ο υπηρέτης του παρεπονέθη ότι η σύζυγος του ηρνείτο να εκπληρώση τα συζυγικά της καθήκοντα, με την πρόφασιν ότι υπέφερε από οδοντόπονον, ο τσάρος έστειλε να την οδηγήσουν ενώπιον του, της εξήγαγε βιαίως ένα γερό δόντι και της είπε ότι θα της αφήρει και άλλα αν επέμενε εις την αποχήν της από τα καθήκοντα της συζύγου.

   Η άνομος σκληρότης του υπερέβαινε τον βαθμόν όπου θα ημπορούσε να συγχωρήται ως φυσική ή απαραίτητος δια την εποχήν του και την χώραν του. Οι Ρώσοι ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληρότητα και ήσαν ίσως ολιγώτερον ευαίσθητοι εις τον πόνον από ότι είναι οι άνθρωποι, με ευπαθέστερον νευρικόν σύστημα. Ίσως να εχρειάζοντο μίαν αυστηράν μεταχείρισιν δια να πειθαρχούν. Αλλά η σφαγή των Στρέλτσι από τον Πέτρον προσωπικώς αποκαλύπτει μίαν σαδιστικήν ευχαρίστησιν εις την ωμότητα• και καμμία ανάγκη του κράτους δεν επέβαλε τον τεμαχισμόν δύο συνωμοτών ίντσαν προς ίντσαν. Ο Πέτρος ήτο ξένος προς κάθε αίσθημα ευσεβείας ή ανθρωπισμού και του έλλειπε επίσης το αίσθημα δικαιοσύνης που έθετε φραγμόν εις τα διεστραμμένα πάθη του Λουδοβίκου του XIVου ή του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Ως προς την κατ’ επανάληψιν αθέτησιν του λόγου της τιμής του, όμως, ήτο απολύτως σύμφωνος προς τα ήθη της εποχής του.
   Όπως ο μουζίκος, εθεώρει και ο Πέτρος την μέθην ως μίαν δικαιολογημένην και απαραίτητον φυγήν από την πραγματικότητα. Είχε αναλάβει όλα τα βάρη του κράτους και το πολύ σπουδαιότερον καθήκον της μεταστροφής ενός ανατολικού λαού προς τον δυτικόν πολιτισμόν. Το να μεθά κατά τας εορτάς με τους φίλους του ήτο ασφαλώς μία διασκέδασις την όποιαν εδικαιούτο. Εδέχετο προθύμως την γνώμην των χωρικών του ότι η μέθη ήτο η μόνη απόλαυσις του Ρώσου. Η αντοχή του εις τα οινοπνευματώδη ήτο εν από τα μέτρα με τα οποία ημπορούσε να τον κρίνη κανείς ως άνθρωπον.

   Όταν ευρίσκετο εις το Παρίσι, εστοιχημάτισε ότι ο ιδικός του εξομολογητής ιερεύς έπινε περισσότερον από τον ιερέα-γραμματέα του Γάλλου πρωθυπουργού. Ο διαγωνισμός διήρκεσε μίαν ώραν• όταν ο αββάς εκυλίσθη κάτω από το τραπέζι, ο Πέτρος ησπάσθη τον ιερέα του επειδή είχε «σώσει την τιμήν της Ρωσίας». Περί το 1690, ο Πέτρος και ο στενός του κύκλος εσχημάτισαν έναν όμιλον υπό την επωνυμίαν «Η πλέον μέθυσος συντροφιά τρελλών και χωρατατζήδων».
    Ο πρίγκιψ Φεοντόρ Ρομοντανόφσκυ εξελέγη «τσάρος» της συντροφιάς («σομπόρ»). Ο Πέτρος ηρκέσθη εις κατώτερον «αξίωμα» (όπως και εις τον στρατόν και τον στόλον), συχνά δε και εις τον δημόσιον βίον ισχυρίζετο ότι ο Ρομοντανόφσκυ ήτο ο τσάρος της Ρωσίας. Η «σομπόρ των μπεκρήδων» ήτο επισήμως αφιερωμένη εις την λατρείαν του Βάκχου και της Αφροδίτης• είχε πλήρες τελετουργικόν τυπικόν, χονδροειδή και χυδαίαν απομίμησιν του τυπικού της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας• μέγα μέρος δε αυτής της χυδαιολογίας είχε συνθέσει προσωπικώς ο Πέτρος. Η «σομπόρ» έλαβε μέρος εις πολλάς επισήμους εορταστικάς εκδηλώσεις. Όταν ο ψευδοπατριάρχης της, ο Νικήτας Ζάτωφ, ηλικίας 84 ετών, ενυμφεύθη μίαν τούτιδα, ο Πέτρος εσχεδίασε και διέταξε να τελεσθή μία χυδαία γαμήλιος τελετή (1715), όπου θα ελάμβανον μέρος αξιωματούχοι του κράτους και κυρίαι της Αυλής μαζί με άρκτους, ελάφους και αίγας, οι ξένοι πρεσβευταί θα έπαιζον αυλόν ή λύραν» και αυτός ο Πέτρος τύμπανον...

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 3,22 Μετὰ ταῦτα(1) ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2) εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν(3), καὶ ἐκεῖ διέτριβε(4) μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν(5).
Ιω. 3,22 Υστερα από αυτά ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την άλλην περιοχήν της Ιουδαίας και εκεί έμενε μαζή τους και εβάπτιζε.
(1)   Φράση, με την οποία ο Ιωάννης συνηθίζει να εισάγει νέα κεφάλαια στην αφήγησή του. Μετά από αυτά, δηλαδή μετά τη δράση του Ιησού στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή του Πάσχα και τον διάλογο με τον Νικόδημο (β).
(2)   Για τους οποίους είπε στο Ιω. β 2.
(3)   Η σύμφωνα με το Μάρκ. α 5 Ιουδαία χώρα. Η ύπαιθρος της Ιουδαίας σε αντίθεση με την Ιερουσαλήμ (g). «Στις μεν γιορτές ανέβαινε στην πόλη, ώστε δημόσια να παρουσιάσει τα δόγματα και να προσφέρει την ωφέλεια από τα θαύματα. Όταν τελείωναν όμως οι γιορτές ερχόταν πολλές φορές στον Ιορδάνη επειδή και εκεί πήγαιναν πολλοί. Και μάλιστα έπιανε εκείνα τα μέρη που μαζευόταν πολύς όχλος όχι για να επιδειχτεί, ούτε από φιλοδοξία, αλλά διότι φρόντιζε να ωφελεί όσο το δυνατόν περισσότερους» (Χ).
(4)   Οι παρατατικοί σημαίνουν ότι η παραμονή αυτή διήρκεσε κάποιο χρόνο (g).
(5)   «Συνεχίζοντας [στο δ 2] λέει ο Ευαγγελιστής ότι, ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του· οπότε είναι φανερό ότι και εδώ αυτό εννοεί, ότι αυτοί βάπτιζαν μόνοι» (Χ). Το «βάπτιζε» λοιπόν εδώ πρέπει να το ερμηνεύσουμε: «Βαπτίζει ο Χριστός μέσω των μαθητών του» (Κ). Με τη συγκατάθεση και επιδοκιμασία του Ιησού βαπτίζουν οι μαθητές του. Όπως παρατηρεί ο g., εάν τα δύο αυτά χωρία (γ 22 και δ 2) υπήρχαν σε δύο διαφορετικά ευαγγέλια, η νεώτερη κριτική θα σημείωνε ευθύς αντίφαση και θα κατηγορούσε καθέναν που επιχειρεί να συμβιβάσει τις δύο πληροφορίες ότι κατέχεται από προκατάληψη και μεροληψία. Είναι και αυτό απόδειξη του πόσο επισφαλείς είναι οι συλλογισμοί της.
Γεννιέται το ερώτημα: Ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτού του βαπτίσματος; Το βάπτισμα αυτό δεν είναι ακόμη το χριστιανικό βάπτισμα, διότι «δεν είχε δώσει ακόμα το Πνεύμα. Εύλογα λοιπόν δεν βάπτιζε· οι μαθητές όμως έκαναν αυτό επειδή ήθελαν να οδηγήσουν πολλούς στη σωτήρια διδασκαλία,… εάν όμως κάποιος εξετάζει, και τι παραπάνω είχε το βάπτισμα των μαθητών, από αυτό του Ιωάννη, θα πούμε ότι, τίποτα· διότι τόσο το ένα όσο και το άλλο στερούνταν της χάριτος του αγίου Πνεύματος και η αιτία και των δύο βαπτισμάτων ήταν μία, το να προσελκύουν δηλαδή τους βαπτιζομένους στο Χριστό» (Χ).
Είναι λοιπόν και το βάπτισμα αυτό βάπτισμα μετανοίας, όπως του Ιωάννη. Διενεργεί λοιπόν αυτό ο Κύριος αφ’ ενός μεν παρέχοντας με αυτό έμπρακτα την επιδοκιμασία του στη διακονία και το βάπτισμα του Ιωάννη· κυρίως όμως «για να μην τρέχουν ολόγυρα οι μαθητές, και έτσι να συγκεντρώνουν αυτούς που όφειλαν να πιστέψουν… καθιέρωσαν το βάπτισμα, το οποίο μπορούσε να συγκεντρώσει πολλούς μαζί, στους οποίους ταυτόχρονα δίδασκαν τα σχετικά με το Χριστό και τους έφερναν στο Σωτήρα που ήταν κοντά» (Ζ). Ο σκοπός λοιπόν αυτού του βαπτίσματος ήταν το ρεύμα του λαού που έτρεχε προς το βάπτισμα να στραφεί προς τον Ιησού ως Μεσσία. Και έτσι ενώ το βάπτισμα αυτό ήταν βάπτισμα μετανοίας όπως το του Ιωάννη, η μαρτυρία όμως που το συνόδευε δεν ταυτιζόταν πλήρως με αυτήν του Ιωάννη. Διότι ο μεν Ιωάννης προφήτευε την επικείμενη έλευση του Μεσσία, ενώ οι μαθητές έδειχναν στους βαπτιζομένους τον φανερωμένο Μεσσία.

Ιω. 3,23 ἦν(1) δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων(2) ἐν Αἰνὼν(3) ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ(4), ὅτι ὕδατα πολλὰ(5) ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο·
Ιω. 3,23 Ο δε Ιωάννης εβάπτιζε τότε εις την πηγήν Αινών, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, διότι εκεί ήσαν πολλά ύδατα, και ήρχοντο άνθρωποι και εβαπτίζοντο.
(1)   =Καταγινόταν στο να βαπτίζει, βρισκόταν στην κατάσταση του να βαπτίζει, ασχολούνταν με αυτό το έργο (δ). Υπήρχε και για τον Ιωάννη ακόμη έργο για επιτέλεση, παρόλο που ήδη ο Ιησούς είχε αρχίσει το δικό του έργο. Τα μεγαλύτερα χαρίσματα, τα οποία έχουν μερικοί, δεν κάνουν περιττούς και άχρηστους τους κόπους και το έργο άλλων που έχουν λιγότερα χαρίσματα. Και ένα τάλαντο ακόμα αν έχουμε, οφείλουμε να δώσουμε λόγο για αυτό.
(2)   «Ο Ιωάννης ακόμη βαπτίζει και δεν σταμάτησε, κατορθώνοντας δύο πράγματα ταυτόχρονα· ένα μεν, σε αυτούς που έτρεχαν σε αυτόν να τους μιλά για το Χριστό και να τους οδηγεί σε αυτόν· και άλλο, το να μην ερεθίσει τους μαθητές του (του Ιωάννη) σε ζήλεια και περισσότερη φιλονικία» (Θφ).
(3)   Αιν=πηγή, το «ων» με συγκοπή της λέξης γιωνά=περιστέρι. Αινών λοιπόν=πηγή του περιστεριού (g,Meyer). Άλλοι δεχόμενοι ότι η λέξη σχηματίστηκε από επίταση της λέξης Αιν, ερμηνεύουν: πηγή άφθονη και γεμάτη νερό, και άλλοι παράγοντας από αλλού τη λέξη, μεταφράζουν: πηγή δύναμης (δ).
(4)   Η πηγή αυτή βρισκόταν κοντά σε κάποια πόλη που ονομαζόταν Σαλείμ. Η τοποθεσία και των δύο μερών είναι αβέβαιη. Ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος τοποθέτησαν την Αινών 8000 βήματα νότια της Σκυθόπολης, στα όρια της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Αυτή όμως η εκδοχή δεν φαίνεται να συμφωνεί αφενός μεν με την πληροφορία του προηγ. στίχου, ότι οι μαθητές του Ιησού βάπτιζαν στην Ιουδαία γη, αφετέρου δε με την πιθανότητα, ότι και ο Ιωάννης βάπτιζε σε κάποιο γειτονικό τόπο. Ούτε πάλι παρουσιάζεται ως πιθανό, ότι ο Ιωάννης θα εγκαθίστατο στη Σαμάρεια. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους υποθέτουν ότι πρόκειται για τις 3 πόλεις που αναφέρονται στο Ιησ. Ν. ιε 32, Λαβώς και Σαλή και Ερωθώμ, που βρίσκονταν στα όρια Εδώμ και περιλαμβάνονταν στη μεσημβρινή Ιουδαία. Με την τελευταία αυτή εκδοχή συμφωνεί και η ακόλουθη παρατήρηση «επειδή εκεί υπήρχαν πολλά νερά». Διότι πράγματι η μεσημβρινή Ιουδαία στερείται πηγών, ενώ για τη Σαμάρεια που ήταν πλούσια σε νερά θα περίττευε η παρατήρηση (g). Πάντως η μικρή πόλη φαίνεται ότι δεν βρισκόταν δίπλα στον Ιορδάνη, διότι τότε θα ήταν τελείως περιττό να αναφέρει για νερά (δ).
(5)   Έτσι η πλήρης βύθιση στο νερό ζητιέται (b) στο βάπτισμα.

Ιω. 3,24 (1)οὔπω(2) γὰρ(3) ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης.
Ιω. 3,24 Δεν είχε δε ακόμη συλληφθή και φυλακισθή ο Ιωάννης.
(1)   Ο σ. αυτός αποτελεί παρενθετικό σχόλιο από τον Ευαγγελιστή, που αποβλέπει να καθορίσει το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν αυτά και να επανορθώσει παρεξήγηση που προήλθε από αποσιώπηση των συνοπτικών ευαγγελίων. Πράγματι οι συνοπτικοί δε λένε τίποτα για τη δράση του Ιησού στην Ιουδαία, ο Ιωάννης όμως φροντίζει να σημειώσει, ότι άρχισε αυτή νωρίτατα πριν την οριστική κλήση των μαθητών στη Γαλιλαία και πριν τη φυλάκιση του Ιωάννη. Όλα όσα αφηγήθηκε μέχρι τώρα ο Ιωάννης συνέβησαν πιο πριν από αυτά που εξιστορεί ο Μάρκος στο α 14-στ 6. Και συνεπώς και η στο Ιω. α 44 πρώτη επάνοδος του Ιησού στη Γαλιλαία δεν αναφέρεται από τους συνοπτικούς. Για αυτό και ο Ιωάννης κρίνει αναγκαίο να σημειώσει την επεξήγηση αυτού του σ., προλαμβάνοντας ή και επανορθώνοντας χρονολογική σύγχυση ενδεχόμενη ή και που επικράτησε από παρεξήγηση. Είναι προφανής από εδώ και ο συμπληρωματικός σκοπός του τετάρτου ευαγγελίου, που στρέφεται κυρίως γύρω από τα κενά της ευαγγελικής ιστορίας από την αφήγηση των συνοπτικών (β,g).
(2)   Εδώ ο Ευαγγελιστής παίρνει ως δεδομένο ό,τι οι άλλοι ευαγγελιστές είχαν γράψει όσον αφορά στη φυλάκιση του Ιωάννη του βαπτιστή (b). Μιλά για τη φυλάκιση αυτή σαν για γεγονός πολύ γνωστό και για αυτό τίποτα δεν προσθέτει για τα περιστατικά αυτά και για το θάνατο του Ιωάννη.
(3)   Ο Ιωάννης λοιπόν έπαυσε να βαπτίζει, όταν ρίχτηκε στη φυλακή, όχι πιο πριν (b).

Ιω. 3,25 Ἐγένετο οὖν(1) ζήτησις(2) ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου(3) μετὰ Ἰουδαίου(4) περὶ καθαρισμοῦ(5).
Ιω. 3,25 Εγινε λοιπόν συζήτησις από τους μαθητάς του Ιωάννου με κάποιον Ιουδαίον δια τον καθαρισμόν.
(1)   Δείχνει τη σχέση της φιλονικίας που προκλήθηκε με τα βαπτίσματα που αναφέρθηκαν, στα οποία αποδιδόταν από τους μαθητές του Ιωάννη ανταγωνιστικός χαρακτήρας. «Επειδή δηλαδή οι μαθητές του Ιωάννη ζήλευαν πάντοτε τους μαθητές του Χριστού αλλά και τον ίδιο το Χριστό, όταν τους είδαν να βαπτίζουν, άρχισαν συζήτηση με τους βαπτιζομένους, ισχυριζόμενοι ότι το δικό τους βάπτισμα πλεονεκτούσε σε σχέση με το βάπτισμα των μαθητών» (Χ).
(2)   «Έγινε συζήτηση» (Ζ). Μετριοπαθής συζήτηση, όχι έριδα (b). Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται η λέξη. Συναντιέται όμως στο Α΄Τιμ. στ 4 με κακή έννοια. Εικασίες για την αιτία της συζήτησης: «Αυτοί που έρχονταν στον Ιωάννη στέλνονταν από αυτόν στον Ιησού να βαπτιστούν· αλλά οι βαπτιζόμενοι από το Χριστό δεν στέλνονταν στον Ιωάννη. Οι μαθητές του Ιωάννη ταράχτηκαν και άρχισαν να συζητούν με τους Ιουδαίους, όπως συνήθως συμβαίνει. Οι Ιουδαίοι είχαν καταλάβει ότι ο Ιωάννης είχε διακηρύξει, ότι ο Χριστός ήταν ανώτερος και ότι προς το βάπτισμα αυτού πρέπει να συρρέουν. Του Ιωάννη οι μαθητές επειδή δεν κατανόησαν ακόμα αυτό, υπερασπίζονταν το βάπτισμα του Ιωάννη. Ήλθαν λοιπόν στον ίδιο τον Ιωάννη για να λύσει το ζήτημα» (Αυ).
(3)   Οι μαθητές αυτοί ήταν που προκάλεσαν αυτήν. «Ότι αυτοί είναι που όρμησαν σε αυτό το θέμα… το υπαινίχθηκε ο ευαγγελιστής. Διότι δεν είπε, ότι κάποιος Ιουδαίος συζήτησε με αυτούς, αλλά ότι έγινε συζήτηση από τους μαθητές του Ιωάννη» (Χ). Φαίνεται, ότι ήταν αυτοί κάποιοι νέοι μαθητές, που είχαν περισσότερο ζήλο παρά διάκριση. Η αλήθεια του Θεού συχνά αντιμετωπίζει εμπόδια και από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γενικώς τη διάθεση να υπερασπιστούν αυτήν, οι οποίοι όμως δεν είναι ακόμα ικανοί για αυτήν την υπεράσπιση.
(4)   Υπάρχει και η γραφή Ιουδαίων, η οποία φαίνεται προτιμότερη (β), που υποστηρίζεται από το σιναϊτικό κώδικα, τις λατινικές και αιγυπτιακές μεταφράσεις και τη συριακή του Cureton, από τον Ω. κλπ.(χ). Η γραφή Ιουδαίου=Ή, είχε αυτός ευνοϊκότερη διάθεση προς το βάπτισμα του Ιησού, «αφού πήραν έναν από τους βαπτισμένους [από τους μαθητές του Ιησού] επιχειρούσαν να τον πείσουν, αλλά δεν τον έπειθαν» (Χ).
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, ο Ιουδαίος ανήκε στο κόμμα των Φαρισαίων και είχε αρνητική διάθεση το ίδιο και για τα δύο βαπτίσματα. Η συζήτηση λοιπόν προκλήθηκε, όταν αυτός αφού προσκλήθηκε από τους μαθητές του Ιωάννη να βαπτιστεί, απάντησε ειρωνικά: Να και άλλοι εκεί βαπτίζουν. Ποιο από τα δύο βαπτίσματα είναι το αληθινό; (g).
(5)  Για τη φύση και την αποτελεσματικότητα του καθαρισμού από το βάπτισμα (ο).

Ιω. 3 ,26 καὶ ἦλθον(1) πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί(2), ὃς ἦν μετὰ σοῦ(3) πέραν τοῦ Ἰορδάνου(4), ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας(5), ἴδε(6) οὗτος βαπτίζει(7) καὶ πάντες(8) ἔρχονται πρὸς αὐτόν(9).
Ιω. 3,26 Και ήλθαν προς τον Ιωάννην και του είπαν• “διδάσκαλε, αυτός, που ήτο μαζή σου πέραν από τον Ιορδάνην και δια τον οποίον συ εμαρτύρησες κύτταξε βαπτίζει τώρα και όλοι πηγαίνουν εις αυτόν”.
(1)   «Επειδή δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Ιουδαίο ήλθαν προς τον διδάσκαλό τους» (Ζ).
(2)   Συνηθισμένη προσφώνηση σεβασμού, που απευθύνεται σε διδάσκαλο. Για πρώτη και μόνη φορά ονομάζεται έτσι ο Ιωάννης.
(3)   Δεν ονομάζουν τον Ιησού. Μιλούν για αυτόν σαν για κάποιον ελάχιστα γνωστό (b). «Αυτός που είχε θέση μαθητή, ο οποίος δεν είχε τίποτα παραπάνω από εμάς» (Χ).
(4)   Δες α 28.
(5)   Εκδηλώνει αυτό κάποια πικρία. «Τον οποίο με τη δική σου μαρτυρία δόξασες» (Ζ). «Τον οποίο εσύ λάμπρυνες και έκανες ξακουστό» (Χ).
(6)   Εφιστούν την προσοχή του Ιωάννη στη συμπεριφορά του Ιησού που κρύβει κάτι το ανέλπιστο και απροσδόκητο για αυτούς.
(7)   Το βάπτισμα ήταν ειδική τελετή που εισήγαγε ο Ιωάννης και ξεχώριζε τη διακονία του από τη διακονία κάθε άλλου. Ο Ιησούς λοιπόν ιδιοποιούμενος την τελετή αυτή παρουσιαζόταν να σφετερίζεται το έργο του προδρόμου και να ανταγωνίζεται αυτόν (g). «Αυτός αφού αποσχίστηκε, βαπτίζει» (Χ). «Αυτός εναντιώνεται σε σένα και αρπάζει τη δόξα σου» (Ζ).
(8)   Το «όλοι» λέγεται με υπερβολή. «Με μέτριο τρόπο πρέπει να ακούμε το «όλοι έρχονται προς αυτόν», με την έννοια του «πολλοί»» (Ω).
(9)   Αυτό δηλώνει την έξαψη της ζήλειας τους. «Έρχονται σε αυτόν εγκαταλείποντας εσένα» (Ζ). Η προσπάθεια της μονοπώλησης της τιμής και του σεβασμού υπήρξε σε όλες τις εποχές πληγή για την εκκλησία και ντροπή για τους λειτουργούς και τα μέλη της. Πλανιόμαστε αν νομίζουμε, ότι τα περισσότερα χαρίσματα και οι χάριτες, όπως και η μεγαλύτερη χρησιμότητα και οι περισσότεροι κόποι κάποιου άλλου, αποτελούν μείωση για εμάς, οι οποίοι έχουμε λιγότερα τέτοια. Το Πνεύμα είναι ελεύθερος παράγοντας, «που διαιρεί στον καθένα ξεχωριστά, όπως θέλει» (Α΄ Κορ. ιβ 11). Ο Παύλος χαιρόταν για την επιτυχία και εκείνων ακόμα, οι οποίοι από εριστικότητα κήρυτταν το Χριστό (Φιλ. α 17). Πρέπει να αφήνουμε στο Θεό, να διαλέγει, να χρησιμοποιεί και να τιμά τα όργανά του, όπως αρέσει σε αυτόν, και να μην διεκδικούμε να μένουμε μόνοι.

Ιω. 3,27 ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν(1), ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(2).
Ιω. 3,27 Απεκρίθη ο Ιωάννης και είπε• “τίποτε δεν ημπορεί να πάρη ο άνθρωπος εάν δεν του έχη δοθή από τον ουρανόν.
(1)   Εκφράζει εδώ ο Πρόδρομος μία γενική αρχή: «Δεν μπορεί άνθρωπος να έχει κάποιο θείο χάρισμα, εάν δεν του δόθηκε από τον ουρανό» (Ω).
«Δεν υπάρχει κανένα αγαθό στους ανθρώπους που να μην είναι οπωσδήποτε και δοσμένο από το Θεό. Διότι πρέπει να ακούει η κτίση· «Τι είναι αυτό που έχεις το οποίο δεν το πήρες;»» (Κ). Εφαρμόζει αυτή την αρχή στον Ιησού ή στον εαυτό του;
Σύμφωνα με τον Χ. στον Ιησού, απαντώντας στο «όλοι έρχονται προς αυτόν». «Αν είναι λαμπρά τα σχετικά με εκείνον και όλοι έρχονται προς αυτόν, δεν πρέπει να θαυμάζετε… Διότι ο Θεός είναι που κάνει αυτά· διότι δεν μπόρεσε ποτέ άνθρωπος να κάνει τέτοια πράγματα» (Χ).
«Από το Θεό πήρε το να δοξάζεται και το να ελκύει όλους» (Ζ).
«Επομένως κάνετε ταυτόχρονα δύο αμαρτήματα· ένα μεν, το να εναντιώνεστε στο θέλημα του Θεού· άλλο πάλι, το ότι επιχειρείτε αδύνατο πράγμα. Ταυτόχρονα όμως και με ήρεμο τρόπο παρηγορεί αυτούς, ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που μας νικά, αλλά Θεός» (Θφ).
Σύμφωνα με τον Κ. την αρχή αυτή ο Ιωάννης την εφαρμόζει στον εαυτό του: «Νομίζω ότι πρέπει να αρκούμαστε στα μέτρα που μας απονεμήθηκαν και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις τιμές που ορίστηκαν από τον ουρανό και να μην απλωνόμαστε καθόλου παραπέρα… Ας μη στενοχωριέται λοιπόν ο δικός μου μαθητής, εάν δεν ξεπερνώ το μέτρο που μου δόθηκε… και περιορίζομαι σε δόξα που ταιριάζει στους ανθρώπους» (Κ). Συνδυασμός και των δύο εκδοχών: Του Ιησού η δημοτικότητα είναι σημάδι εύνοιας του Θεού προς αυτόν (μ). Αλλά επίσης και καθορισμένο όριο έχει τεθεί στο σκοπό της αποστολής του Ιωάννη, το οποίο όριο θα αποτελούσε βλασφημία να ξεπεράσει αυτός (χ).
(2)   Δηλαδή από το Θεό (b). O πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου, ο Ιωάννης δηλαδή, με την απάντησή του αυτή προς τους μαθητές του γίνεται τύπος και υπογραμμός για όλους τους διακόνους και λειτουργούς του Κυρίου, διδάσκοντας αυτούς, να ταπεινώνονται και να εξαφανίζονται αυτοί για να τονιστεί και να αναδειχτεί ο Κύριος. Μας γνωρίζει ακόμη ο Ιωάννης και το λόγο, για τον οποίο δεν πρέπει να φθονούμε εκείνους οι οποίοι έχουν μεγαλύτερα χαρίσματα από εμάς ή δρουν σε ευρύτερη σφαίρα δράσης και χρησιμότητας. Εάν ο Θεός ευαρεστήθηκε να δώσει σε αυτούς μεγαλύτερη ικανότητα και επιτυχία, επιτρέπεται σε εμάς να δυσαρεστούμαστε για αυτό αποδίδοντας ασυναίσθητα στο Θεό την κατηγορία, ότι υπήρξε μεροληπτικός, άδικος και άσοφος στη διανομή των χαρισμάτων του;

Ιω. 3,28 αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε(1) ὅτι εἶπον(2)· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός(3), ἀλλ᾿ ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου.
Ιω. 3,28 Σεις, άλωστε, οι ίδιοι που με ηκούσατε, επιβεβαιώνετε ότι εγώ είπα• Δεν είμαι εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι εγώ είμαι απεσταλμένος από τον Θεόν ενωρίτερα από εκείνον, δια να προπαρασκευάσω τους ανθρώπους.
(1)   «Δες πώς, όταν είπαν «για τον οποίο εσύ έδωσες μαρτυρία», τότε και αυτό… το έστρεψε εναντίον τους… και από εδώ τους αποστομώνει… Εάν δέχεστε πλήρως τη μαρτυρία μου, λέει, και την θεωρείτε αληθινή, μάθετε, ότι για αυτήν… πρέπει να προτιμάτε εκείνον αντί για εμένα» (Χ). «Εσείς οι ίδιοι ξέρετε, ότι εγώ μαρτύρησα για αυτόν, ότι είναι ανώτερός μου» (Θφ).
(2)   «Τι δηλαδή μαρτύρησα; Εσάς καλώ μάρτυρες για αυτό» (Χ). «Αν προβάλλετε τη δική μου μαρτυρία, αυτή μαρτύρησε ότι εκείνος είναι ανώτερος» (Ζ). Δες πόσο σταθερός και ακλόνητος υπήρξε ο Ιωάννης στη μαρτυρία του για το Χριστό. Δεν υπήρξε καλάμι που κουνιέται από τον άνεμο. Ούτε οι συνοφρυώσεις των αρχιερέων, ούτε οι κολακείες των μαθητών του στάθηκαν ισχυρές για να τον κλονίσουν.
(3)   Δεν δόθηκε σε εμένα αυτό από ψηλά. Αυτό που δόθηκε σε μένα από ψηλά είναι ότι είμαι απεσταλμένος μπροστά από εκείνον. «Στάλθηκα να κηρύξω πριν από αυτόν» (Κ), «διάκονος και υπηρέτης του» (Ζ).

Ιω. 3,29 ὁ ἔχων(1) τὴν νύμφην(2) νυμφίος(3) ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου(4), ὁ ἑστηκὼς(50 καὶ ἀκούων αὐτοῦ(6), χαρᾷ χαίρει(7) διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου(8). αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ(9) πεπλήρωται(10).
Ιω. 3,29 Επειτα δε μη λησμονείτε ότι αυτός που έλαβε και έχει την νύμφην είναι ο νυμφίος, ο δε φίλος του νυμφίου, ο οποίος κατά τον γάμον στέκεται κοντά εις αυτόν και τον ακούει χαίρει παρά πολύ δια τα λόγια, με τα οποία ο νυμφίος εκδηλώνει την χαράν του. Αυτή, λοιπόν, είναι η ιδική μου χαρά, να βλέπω τον νυμφίον ευχαριστημένον και η οποία χαρά μου είναι πλήρης και τελεία.
(1)   Τον οποίο η νύφη ακολουθεί (b). Απαντά στο «όλοι έρχονται προς αυτόν». Και λέει: «Εάν δηλαδή δεν πήγαινε η νύφη στο γαμπρό, τότε θα στενοχωριόμουν… Και εσείς οι ίδιοι λοιπόν μαρτυρείτε λέγοντας ότι όλοι έρχονται προς αυτόν. Για αυτό φρόντιζα και για αυτό έκανα τα πάντα» (Χ).
(2)   «Την ανθρωπότητα που νυμφεύεται το Χριστό» (Κ). «Ο λαός των πιστών, η εκκλησία που με τρόπο μυστικό συνδέεται μέσω της πίστης» (Ζ). Το μόνο χωρίο του Ιωάννη, στο οποίο παρουσιάζεται ο Κύριος νυμφίος της εκκλησίας. Η ονομασία και η εικόνα έχει την αρχή της στην ίδια την Π.Δ., όπου ο Θεός παρουσιάζεται ως σύζυγος ζηλιάρης του Ισραήλ (Εξ. λδ 14,Δευτ. λα 16,Ψαλμ. οβ 27) ή ως αρραβωνιαστικός του (Ωσ. β 19). Δες και Ησ. νδ 6. Οι ραββίνοι για αυτό αποκαλούσαν τον Μωϋσή ως παράνυφο ή φίλο του γαμπρού.
Η εικόνα υπάρχει και στον Παύλο (Εφεσ. ε 32,Β΄Κορ. ια 2) και στην Αποκάλυψη, όπου η Νέα Ιερουσαλήμ κατεβαίνει από τον ουρανό ως νύμφη του αρνίου (Αποκ. ιθ 7,κα 2). Από τους συνοπτικούς συμπεραίνουμε, ότι η διδασκαλία αυτή προέρχεται από τον ίδιο τον Κύριο, όπως φαίνεται όχι μόνο από τις παραβολές του δείπνου και των 10 παρθένων (Ματθ. κβ 1,κε 1), αλλά ιδιαιτέρως και από την απάντηση, την οποία έδωσε ο Κύριος στο ερώτημα, γιατί οι μαθητές του σε αντίθεση και με τους μαθητές του Ιωάννη δεν νήστευαν (Μάρκ. β 19), η οποία απάντηση ανταποκρίνεται πλήρως στα εδώ λόγια του Ιωάννη (β).
Αλλά και κάθε ψυχή, «σαν άλλη γυναίκα γεννά από τη φύση της τις αρετές που μπορεί να γεννήσει… για αυτό θα την αποκαλέσω νύφη, όχι κάποιου τυχαίου αλλά μόνο του σποριά των αγαθών… Εάν θέλετε λοιπόν και εσείς να γεννήσετε αγαθά, πηγαίνετε προς αυτόν. Διότι είστε μέρος της νύφης» (Ω).
(3)   «Ο Χριστός δηλαδή που με τρόπο ανέκφραστο συνδέει με τον εαυτό του και κάνει δική του τη νύφη που επέλεξε· διότι και αλλού ονόμασε γάμους αυτό το πράγμα ο Σωτήρας» (Ζ).
(4)   Ο κουμπάρος. «Ο φίλος και κουμπάρος» (Ζ). Αυτού έργο ήταν να μεσιτεύσει πρώτα στην ολοκλήρωση του συνοικεσίου ζητώντας αυτός εξ’ ονόματος του γαμπρού το χέρι της νύφης, και έπειτα να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσο πρόσωπο μεταξύ γαμπρού και νύφης κατά τη διάρκεια του αρραβώνα και τέλος να προεξάρχει στη γιορτή των γάμων (g).
«Πιο πάνω μεν ονομάζει τον εαυτό του διάκονο και υπηρέτη, ενώ εδώ φίλο εκείνου, όχι για να εξυψώσει τον εαυτό του… αλλά με την ονομασία του φίλου φανερώνει τη χαρά για το πράγμα» (Ζ). «Οι υπηρέτες του γαμπρού δεν χαίρονται τόσο, όσο χαίρονται και ευχαριστιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις οι φίλοι» (Χ). Οι πιστοί λειτουργοί είναι φίλοι του Νυμφίου, και συνιστούν αυτόν στην αγάπη και αφοσίωση των γιων των ανθρώπων και φέρνουν μηνύματα και παραγγελίες εκ μέρους του σε αυτούς. Πρέπει λοιπόν να είναι πιστοί σε αυτόν.
(5)   Στέκεται κοντά του αναμένοντας τις διαταγές του γαμπρού. «Το «στέκεται» δεν το έβαλε τυχαία, αλλά για να δηλώσει, ότι σταμάτησαν τα δικά του (του Ιωάννη) και ότι πρέπει αυτός λοιπόν να στέκεται και να ακούει» (Χ). «Διότι το δικό μου έργο, λέει, ολοκληρώθηκε, και παρέδωσα το λαό σε αυτόν» (Θφ). Ο φίλος του Νυμφίου οφείλει να στέκεται κοντά του έτοιμος να δεχτεί οδηγίες από αυτόν και πρόθυμος πάντοτε για εκτέλεση των διαταγών του.
(6)   «Όταν συζητά με τη νύφη» (Ζ) και εκφράζει την ικανοποίησή του διότι παντρεύτηκε αυτήν.
(7)   Έκφραση συνηθέστατη στους Εβραίους. Δηλώνει υπερβολή χαράς για τη φωνή, με την οποία ο γαμπρός πιστοποιεί την παρουσία του και η οποία φωνή ελκύει κοντά του τη νύφη (b). «Διότι αν μεν δεν ερχόταν προς τον γαμπρό η νύφη, δηλαδή ο λαός, τότε θα στενοχωριόμουν εγώ ο κουμπάρος. Τώρα όμως που έγινε αυτό, χαίρομαι με μεγάλη χαρά» (Θφ).
(8)   Τη φωνή η οποία εκδηλώνει την αγάπη του προς τη νύφη και τη χαρά του για το ευτυχές γεγονός. Για τη φωνή του νυμφίου δες Ιερεμ. ζ 34,ιστ 9,Αποκ. ιη 23. Ο g. φρονεί ότι με τη φράση «ακούει τη φωνή του νυμφίου» υπαινίσσεται ο Ιωάννης λόγια ή διδασκαλία του Ιησού, τα οποία διαβίβασαν σε αυτόν οι έως τώρα μαθητές του και τα οποία γέμισαν με χαρά την καρδιά του. Σχετική με την εκδοχή αυτή και η ερμηνεία του Χ.: «Επειδή ανέφερε γαμπρό και νύφη, δείχνει πώς γίνεται το συνοικέσιο, ότι δηλαδή γίνεται με το λόγο και τη διδασκαλία· διότι έτσι ενώνεται η Εκκλησία με το Θεό». «Χαίρομαι για τη φωνή του, την τόσο γλυκιά, την τόσο αξιαγάπητη, την τόσο σωτήρια» (Ζ).
(9)   Διακρίνει με σαφήνεια τη χαρά του από τη χαρά του γαμπρού. Η χαρά μου είναι χαρά «εμού που παρέδωσα τη νύφη στο γαμπρό και ολοκλήρωσα την υπηρεσία που μου ανατέθηκε» (Ζ). «Διότι το έργο το οποίο μου εμπιστεύτηκε ως κουμπάρο, το βλέπω ότι προχώρησε» (Θφ).
(10)   Δηλώνει ότι η χαρά έφτασε στο κατακόρυφό της. «Ολοκληρώθηκε από εμένα το έργο, το οποίο έπρεπε να γίνει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο λοιπόν» (Χ).

Ιω. 3,30 ἐκεῖνον δεῖ(1) αὐξάνειν(2), ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι(2).
Ιω. 3,30 Εκείνος πρέπει να αυξάνη, εγώ δε να μικραίνω.
(1)   Το «πρέπει» φανερώνει την απόλυτη ανάγκη της αναγνώρισης του Σωτήρα και της εξαιτίας αυτής ελάττωσης της ιδέας σχετικά με τον Πρόδρομο, ανάγκη που είναι σύμφωνα με θεία πρόγνωση και προορισμό και στηρίζεται στην ίδια τη φύση των πραγμάτων (δ). Ο Ιωάννης μιλά για την δική του μείωση και την αύξηση του Ιησού όχι μόνο σαν για κάτι αναγκαίο και αναπόφευκτο, αλλά και σαν για κάτι εξόχως δίκαιο και αρεστό, το οποίο ικανοποιεί πλήρως τον Ιωάννη.
(2)   «Πρέπει να ανυψώνεται και εγώ πρέπει να ταπεινώνομαι. Αλλά πώς ο Ιησούς πρέπει να αυξάνει; Πώς μπορεί ο Θεός να αυξάνει; Ο τέλειος δεν αυξάνει. Ο Θεός ούτε αυξάνει ούτε ελαττώνεται. Διότι αν αυξάνει, δεν είναι τέλειος. Εάν ελαττώνεται, δεν είναι Θεός. Και πώς μπορεί ο Ιησούς να αυξάνει ενώ είναι Θεός; Εφόσον όμως ο Ιησούς είναι στην κατάσταση του ανθρώπου και συγκατέβη να γίνει άνθρωπος και έγινε παιδί… σωστά λέχθηκε για αυτόν ότι αυτός πρέπει να αυξάνει» (Αυ).
Ως φίλος του νυμφίου, πριν ακόμα η νύφη οδηγηθεί σε γάμο από το νυμφίο, είχα τον πρωτεύοντα ρόλο μέχρι τους γάμους. Όσο όμως η σχέση του νυμφίου με τη νύφη αναπτύσσεται, ο φίλος του νυμφίου παραμερίζεται μέχρι το σημείο ώστε ο νυμφίος να παραμείνει μόνος.
«Πρέπει αυτός να προχωρήσει σε αύξηση δόξας, και με τις καθημερινές προσθήκες των θαυμάτων να ανεβαίνει προς το ανώτερο και να εμφανίζεται λαμπρότερος στον κόσμο, ενώ εγώ να μειώνομαι, μένοντας βέβαια σε αυτά που φαίνομαι ότι είμαι… ενώ εκείνος να ανεβαίνει διαρκώς προς αύξηση της δόξας του, και τόσο πολύ να νικιέμαι (εγώ ο Ιωάννης), όσο συμβαίνει να τρέχει και να προχωρεί αυτός προς τα ανώτερα» (Κ).
Η βασιλεία του Χριστού είναι και θα είναι βασιλεία που αυξάνει, όμοια με το λυκαυγές, όμοια με τον κόκκο του σιναπιού. «Πρέπει να ελαττώνομαι, όπως ο αυγερινός όταν ανατέλλει ο ήλιος» (Ζ). Να ελαττώνομαι έτσι ώστε όλοι να έρχονται πίσω όχι από εμένα, αλλά από αυτόν (b).
Εάν η μείωση και ταπείνωσή μας συντελεί στην ανάδειξη και τη δόξα του ονόματος του Χριστού, πρέπει ευχάριστα να υπομένουμε αυτήν και να δεχόμαστε με χαρά να εκμηδενιζόμαστε εμείς για να είναι ο Χριστός το παν. Η έλλειψη του πνεύματος αυτού έχει δημιουργήσει και εξακολουθητικά δημιουργεί τις τόσες διαιρέσεις και σχίσματα στην εκκλησία. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει σε εμάς η πλατιά αυτή και γενναία καρδιά για αυτό δημιουργούνται οι μικρότητες αυτές, οι οποίες μας παρεμποδίζουν να χαιρόμαστε για τις επιτυχίες ή τις μεγαλύτερες επιδόσεις των άλλων. Δεν λέμε «αυτός πρέπει να αυξάνει», αλλά εγώ πρέπει να αυξάνω. Το δικό μας εγώ προβάλλουμε πάντοτε. Αυτό γίνεται ο σκοπός μας, το κέντρο των σκέψεών μας, των ενεργειών μας, της λατρείας μας, του θαυμασμού μας. Το εγώ μας θεραπεύουμε και αυτό έχουμε διάθεση να υπηρετούμε. Αλλά όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στο Χριστό και μπει στην οδό της αναγέννησης, το εγώ του πλέον ολοένα μειώνεται και ο Χριστός γίνεται το παν σε αυτόν.
Ο b. και κάποιοι άλλοι φρονούν, ότι εδώ τελειώνουν τα λόγια του Προδρόμου και ότι τα λόγια στους σ. 31-36 αποτελούν σκέψεις του ευαγγελιστή. Ο g. θεωρεί ελάχιστα φυσικό να σταμάτησε εδώ ο Πρόδρομος αφήνοντας τελείως χωρίς ανάπτυξη την ιδέα, που περιέχεται στα λόγια «εκείνος πρέπει να αυξάνει», αφού με τα μέχρι τώρα λεχθέντα ανέπτυξε κυρίως το «εγώ να ελαττώνομαι».

Ιω. 3,31 ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος(1) ἐπάνω πάντων(2) ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς(3) ἐκ τῆς γῆς ἐστι(4) καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ(5)· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί(6),
Ιω. 3,31 Εκείνος που έρχεται από τον ουρανόν είναι επάνω από όλους. Εκείνος δε που είναι από την γην ομιλεί σαν άνθρωπος εκ της γης, δηλαδή ατελώς. Εκείνος όμως που έρχεται από τον ουρανόν είναι ανώτερος από όλους.
(1)   Σημαίνει κυρίως την καταγωγή και όχι την αποστολή. Διότι ως προς την αποστολή και ο ίδιος ο Ιωάννης ερχόταν από ψηλά και δεν ήταν από τη γη (g).
Θα ερμηνεύσουμε: «Αυτός που φύτρωσε από την ουράνια ρίζα, διατηρώντας στον εαυτό του κατά τρόπο φυσικό τη σοφία του Πατέρα του» (Κ). Αυτός που κατάγεται από τον ουρανό.
«Συγκρίνει τον εαυτό του ο Πρόδρομος με το Χριστό, και λέει, ότι εκείνος μεν έρχεται από ψηλά, από τον Πατέρα, και είναι ανώτερος από όλους… ενώ εγώ επειδή είμαι από τη γη λέω λόγια γήινα, ασήμαντα και ταπεινά σε σύγκριση με τη διδασκαλία του Χριστού» (Θφ).
Υπήρχε ο Χριστός ως ουράνιο πρόσωπο πριν ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της Μαρίας. Και κανείς άλλος παρά μόνο αυτός ήλθε από τον ουρανό. Για αυτό και αυτός μόνος είναι ικανός να μας δείξει το θέλημα του ουρανού και την οδό προς τον ουρανό. Παρουσιάζεται εδώ ο λόγος της αύξησης του Ιησού που αναγκαστικά πρόκειται να συντελεστεί, η ασύγκριτη δηλαδή υπεροχή του πάνω από κάθε άλλον, εξαιτίας της ουράνιας καταγωγής και προέλευσής του (κ). Το «άνωθεν» εδώ λέγεται με έννοια τοπική με τονισμό της απόστασης μεταξύ ουρανού και γης όπως στο Ψαλμ. ρβ 11 (C).
(2)   Ή, είναι ουδέτερο («(πάνω) από όλα τα δημιουργήματα, όχι ως κάποιος που συγκαταλέγεται ανάμεσα σε όλα, αλλά ως κάποιος που βρίσκεται πάνω από όλα και φέρεται πάνω από όλα όπως πρέπει στο Θεό» (Κ)· ή, πιο πιθανή ερμηνεία, πάνω από όλους τους διακόνους που στάλθηκαν από το Θεό (g). «Εάν όμως είναι ανώτερος από όλους, είναι φανερό ότι είναι και από εμένα τον ίδιο· επομένως αρμόζει εκείνος να αυξάνει, ενώ εγώ να ελαττώνομαι…» (Ω). Όταν επιχειρούμε να μιλήσουμε για τις τιμές και τη δόξα του Κυρίου Ιησού, βρίσκουμε αυτές να ξεπερνούν κάθε κατανόηση και κάθε έκφραση και δεν μπορούμε να πούμε κάτι άλλο παρά μόνο το: Είναι υπεράνω από όλους.
(3)   Σημαίνει την καταγωγή (g,ο)= Απλός άνθρωπος που γεννήθηκε στη γη και καταγόμενος από γονείς που γεννήθηκαν και έζησαν στη γη. «Εγώ είμαι μικρός και ανάξιος λόγου διότι έρχομαι από κάτω και γεννήθηκα στη γη, ενώ ο Χριστός ήλθε σε εμάς από ψηλά» (Χ)· «διατηρώντας την πατρική υπεροχή» (Θφ). Αυτά τα λέει ο Ιωάννης ή για τον εαυτό του ή, λιγότερο πιθανώς, και γενικότερα «όσον αφορά τον άνθρωπο».
(4)   Σημαίνει τον τρόπο της ύπαρξης= Σκέφτεται, αισθάνεται, υπάρχει ως άνθρωπος που κατάγεται από τη γη και δεν είδε κάτι πέρα από αυτήν (g).
(5)   Αναφέρεται στη διδασκαλία (λαλεί)= Βλέπει τα ουράνια και μιλά για αυτά από τη γη, χωρίς να βγει από τη γήινη κατοικία του. Η τριπλή επανάληψη της φράσης «εκ της γης» δηλώνει έντονα τη σφαίρα, στην οποία ανήκει ο Ιωάννης και από την οποία δεν μπορεί να βγει.
«Ο γήινος δεν μπορεί να ενεργήσει ισοδύναμα ώστε να μπορεί να πείσει για το Θεό που υπάρχει πάνω από όλους. Γιατί μιλά ως άνθρωπος που προέρχεται από τη γη, και μπορεί να βρίσκεται μόνο στη θέση του συμβούλου… ενώ αυτός που έρχεται από ψηλά, μιλά ως Θεός» (Κ).
«Λέει ότι είναι και μιλά από τη γη, όχι επειδή μιλούσε από τη δική του σκέψη, αλλά… συγκρίνοντας όλα τα δικά του με τη διδασκαλία του Χριστού· δηλαδή τίποτα άλλο δε φανερώνει το ότι «μιλά από τη γη» παρά το ότι είναι μικρά και ταπεινά και ασήμαντα τα δικά μου συγκρινόμενα με τα εκείνου και είναι τέτοια όπως είναι φυσικό να δεχτεί η γήινη φύση· διότι σε εκείνον βρίσκονται όλοι οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι» (Χ).
(6)   «Το ίδιο λέει πάλι, βεβαιώνοντας το λόγο» (Ζ). Η επανάληψη έχει σπουδαία έμφαση, ειδικά επειδή αντιτίθεται στο προηγούμενο «αυτός που είναι από τη γη…». Με αυτήν ο Πρόδρομος επανέρχεται στο κύριο υποκείμενο του λόγου του, τον Ιησού, από τον οποίο προς στιγμήν απομακρύνθηκε, μιλώντας για τη δική του μικρότητα, ώστε με αυτήν να αποδείξει την υπεροχή εκείνου (g). Το δεύτερο αυτό «επάνω πάντων» αποσιωπάται στο σναϊτικό και στον κώδικα του Βέζα και σε κάποιο αριθμό μικρογράμματων κωδίκων, όπως και σε κάποια χειρόγραφα της αρχαίας λατινικής μετάφρασης και από τη μετάφραση του Cureton, υπάρχει όμως στις υπόλοιπες συριακές μεταφράσεις και στους Τερτυλλιανό, Ω. και Ε. (χ).

Ιω. 3,32 καὶ ὃ ἑώρακε(1) καὶ ἤκουσε(2), τοῦτο μαρτυρεῖ(3), καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς(4) λαμβάνει(5).
Ιω. 3,32 Και αυτό που είδε και ήκουσε αυτό κηρύσσει. Αλλά την μαρτυρίαν αυτού ολίγοι την δέχονται.
(1)   Μιλά για πνευματική όραση όπως στα η 38,ιδ 7,ιε 24 (β).
(2)   Σταθερή διδασκαλία του ευαγγελιστή είναι, ότι ο Ιησούς κήρυττε ό,τι άκουσε από τον Πατέρα (η 40,ιε 15). Ο Ιησούς στον Ιωάννη είναι ο μάρτυρας ο πιστός. Δες Αποκ. α 5 (β). Εδώ το «είδε και άκουσε»= «λέει αυτό που γνωρίζει ακριβώς· διατυπώνει πάλι το λόγο του κατά τρόπο όμοιο με αυτά που συμβαίνουν σε εμάς, για να καταλαβαίνουμε τα λόγια με τρόπο που αρμόζει περισσότερο στο Θεό» (Κ). «Διότι όσα γνώριζε, δεν τα γνώριζε, επειδή τα είχε δει, ούτε επειδή τα είχε ακούσει, αλλά είχε από τη φύση του το παν, αφού είχε προέλθει τέλειος από τους κόλπους του Πατέρα και δεν είχε ανάγκη διδασκάλου… Επειδή όμως εμείς μέσω αυτών των αισθήσεων τα μαθαίνουμε όλα ακριβώς και θεωρούμαστε ότι είμαστε αξιόπιστοι διδάσκαλοι… είπε το «αυτά που άκουσε και είδε» εννοώντας το «αυτά που μόνος αυτός γνωρίζει με σαφήνεια»» (Χ).
«Όταν ακούσεις ότι ο Χριστός αυτά που άκουσε από τον Πατέρα, εκείνα λέει, μη νομίζεις ότι αυτός, έχοντας ανάγκη γνώσης, μαθαίνει από τον Πατέρα, αλλά επειδή όλα όσα γνωρίζει ο Υιός κατά τρόπο φυσικό, όλα τα έχει από τον Πατέρα επειδή είναι ομοούσιος με αυτόν, για αυτόν το λόγο λέγεται ότι από τον Πατέρα ακούει όσα γνωρίζει» (Θφ).
Από την ένωσή του με τον Πατέρα, ο Κύριος αντλεί ουράνια γνώση, την οποία κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν μπορεί να έχει και τη δίνει σε όποιον εκείνος θέλει να αποκαλύψει. Δες Ματθ. ια 27,Λουκ. ι 22 (τ). Οι προφήτες μαρτυρούσαν ό,τι αποκαλυπτόταν σε αυτούς σε οπτασίες και οράματα με μεσιτεία αγγέλων και όχι, όπως ο Κύριος, ό,τι είδαν άμεσα και άκουσαν. Το ευαγγέλιο του Χριστού δεν είναι κάποια αμφίβολη θεωρία, όμοιο με υπόθεση ή κάποιο νέο φιλοσόφημα, τα οποία είναι καθένας ελεύθερος να αποδέχεται ή να μην αποδέχεται. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι αποκάλυψη του απείρου Νου, ο οποίος είναι η απόλυτη αλήθεια.
(3)   Πολύ εντονότερο από το λαλεί του σ. 31 (b). Το «τοῦτο» αποσιωπάται στο σιναϊτικό, την Ιτάλα, την κοπτική και την συριακή μετάφραση του Cureton και τον κώδικα του Βέζα.
(4)   Τόσο πολύ ο Ιωάννης επιθυμεί ο Χριστός να κατακτήσει καθολικό κύρος, ώστε αντί για το «όλοι» το οποίο οι μαθητές του λένε στο σ. 26, ο Ιωάννης λέει «κανείς» (b). Εκεί όπου εσείς λέτε όλοι, εγώ λέω κανείς. Ο Ιωάννης έχει υπ’ όψη ότι το συνέδριο και οι συμπαγείς μάζες του Ιουδαϊκού λαού επέδειξαν απιστία προς τον Ιησού (g). Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως αποτελούσαν μειονότητα ασήμαντη (F). Οπότε το ««κανείς» λέγεται τώρα με την έννοια του λίγοι» (Χ). Με τα λόγια αυτά ο Πρόδρομος επιβεβαιώνει την κρίση, την οποία και ο ίδιος ο Κύριος εξέφρασε στο γ 11. Πόσο ανόητο και ασύνετο είναι το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων και πόσο αποδεικνύεται πολέμιο προς τον εαυτό του!
(5)   Μορφή πίστης. Πρέπει κάποιος να λαμβάνει και όχι απλώς να έρχεται σωματικά (b).

Ιω. 3,33 ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν(1) ἐσφράγισεν(2) ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν(3).
Ιω. 3,33 Εκείνος δε που εδέχθη αυτήν την διδασκαλίαν, αυτός έβαλε την σφραγίδα του ότι ο Θεός είναι αληθινός.
(1)   Ό,τι διδάσκει αυτός που έρχεται από ψηλά και ιδιαίτερα την μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας και ότι ο χαρακτήρας και η φύση του είναι θεία (ο).
(2)   Η σφραγίδα χρησιμοποιούνταν για ασφάλεια (Ματθ. κζ 66,Β Κορ. α 22,Εφεσ. α 13,δ 30,Αποκ. ζ 3-8,κ 3), για απόκρυψη (Αποκ. ι 4,κβ 10) και για επικύρωση και επιβεβαίωση (Ιω. στ 27,Εσθήρ η 8). Με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται εδώ (χ). Έβαλε τη σφραγίδα του και κατά κάποιο τρόπο υπέγραψε το όνομά του αναγνωρίζοντας για τον εαυτό του και ομολογώντας στους άλλους, ότι ο Θεός, στο λόγο του οποίου έδωσε την πίστη του, είναι αληθινός (b). «Σφράγισε, δηλαδή βεβαίωσε, έδειξε» (Ζ), όπως αυτός που βάζει σφραγίδα για επικύρωση κάποιου εγγράφου. Με την προσωπική του πίστη πιστοποιεί και με δική του ευθύνη ως αληθινά τα όσα βεβαιώνει ο Θεός μέσω του απεσταλμένου του και έτσι γίνεται αλληλέγγυος μαζί με το Θεό. Ο αόριστος σημαίνει πράξη συντελεσμένη (g). Ο Θεός είναι αληθινός, είτε εμείς βάλουμε, είτε δεν βάλουμε τη σφραγίδα μας κάτω από τα λόγια του. «Ας αποδειχτεί ο Θεός αληθινός και κάθε άνθρωπος ψεύτης». Η αλήθειά του δεν έχει ανάγκη της πίστης μας, για να επιβεβαιωθεί. Με την πίστη μας εμείς λαμβάνουμε την τιμή να υπογράψουμε στην αλήθειά του.
(3)   «Ότι ο Θεός και Πατέρας είναι αληθινός, πείθοντας τον Υιό να λέει ακριβώς αυτό που γνωρίζει· ας μην απιστούν στα λόγια του Σωτήρα, ο οποίος ερμηνεύει σε εμάς αυτά που λέει ο Πατέρας» (Κ). Δείχνει με αυτό «ότι δεν ήταν δυνατόν να μην πιστέψει κανείς σε αυτόν με άλλο τρόπο, εκτός εάν ήθελε να κατηγορήσει ως ψεύτη το Θεό που τον έστειλε» (Χ). Σημείωσε, ότι αυτός που δέχεται τη μαρτυρία του Χριστού υπογράφει και επιβεβαιώνει όχι μόνο την αλήθεια του Χριστού, αλλά και την αλήθεια του Θεού, διότι το όνομα του Ιησού Χριστού είναι ο Λόγος του Θεού. Οι εντολές του Θεού και η μαρτυρία του Χριστού μπαίνουν μαζί σαν να ταυτίζεται το ένα με το άλλο. Δες Αποκ. ιβ 17.

Ιω. 3,34 ὃν γὰρ(1) ἀπέστειλεν(2) ὁ Θεός, τὰ ῥήματα(3) τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ(4) ἐκ μέτρου(5) δίδωσιν(6) ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα(7).
Ιω. 3,34 Και ότι αυτός, τον οποίον ο Θεός απέστειλε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, διδάσκει το λόγια του Θεού αλάνθαστα και πλήρη, διότι ο Θεός δεν έδωσεν εις αυτόν περιωρισμένον τον φωτισμόν και την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
(1)   Παρουσιάζει το λόγο, για τον οποίο αυτός που δέχτηκε τη μαρτυρία του Υιού σφράγισε, ότι ο Θεός είναι αληθινός. Γιατί η πίστη στο Χριστό είναι πίστη και στο Θεό; Διότι «αφού είναι απεσταλμένος, λέει τα λόγια του Θεού, επομένως αυτός που δέχτηκε τη μαρτυρία του… βεβαίωσε… ότι ο Θεός είναι αληθινός» (Ζ).
(2)   Με απόλυτη έννοια, σύμφωνα με την οποία οι άλλοι απεσταλμένοι από το Θεό δεν μπορούν να ονομαστούν απεσταλμένοι. «Το «έστειλε» θα το εννοήσεις σύμφωνα με το λόγο της ενανθρώπησης και τον ερχομό του στον κόσμο αυτόν με σάρκα» (Κ). Ο Χριστός στάλθηκε με μοναδική ιδιότητα, λόγω και της μοναδικής σχέσης του με τον Πατέρα για αυτό και έλαβε πλήρη εξουσιοδότηση σε αντίθεση με τη μερική, την οποία έλαβαν οι προφήτες, οι οποίοι υπήρξαν και αυτοί απεσταλμένοι του Θεού, αλλά δέχτηκαν με μέτρο την πείρα του Πνεύματος (μ).
Οι προφήτες υπήρξαν απεσταλμένοι φέρνοντας κατά κάποιο τρόπο επιστολές από τον ουρανό. Αλλά ο Χριστός ήλθε ως πλήρως εξουσιοδοτημένος από τον Πατέρα πρεσβευτής (Henry). Το «έστειλε» όταν λέγεται για τον Ιησού προϋποθέτει ότι η ιδιότητά του ως υιού είναι παλαιότερη από την αποστολή του στον κόσμο, όπως φαίνεται αυτό αδιαμφισβήτητα όχι μόνο όταν λέγεται ότι ο Θεός έστειλε αυτόν (γ 34), αλλά ιδιαίτερα όταν προστίθεται η φράση στον κόσμο (γ 17,ι 36)· το οποίο σημαίνει όχι απλώς ότι έστειλε στον κόσμο αυτόν με την κατά σάρκα γέννηση, αλλά σημαίνει κίνηση προς τον κόσμο και είσοδο σε αυτόν από τα έξω όπως φαίνεται αυτό σαφώς από το Ιω. ιστ 28. Η φράση ότι ο Ιησούς στάλθηκε από το Θεό, σημαίνει την αποστολή, την οποία είχε να εκπληρώσει και την εξουσία που δόθηκε σε αυτόν. Ιω γ 34,ε 36,38,στ 29,57,ζ 29,η 42,ια 42,ιζ 3,21,23,25,κ 21 (C).
(3)   Η λέξη στον Ιωάννη ουδέποτε είναι σε ενικό, αλλά πάντοτε μαζί με το άρθρο για να δηλώσει τα λόγια του Θεού (δες η 47) ή τα λόγια του Χριστού (β). Και η φράση αυτή «τα ρήματα του Θεού» εδώ λέγεται με απόλυτη έννοια= Αυτός κατέχει την πλήρη και απόλυτη θεία αποκάλυψη και αυτός διδάσκει την πλήρη διδασκαλία του ίδιου του Θεού (g).
(4)   Γιατί αυτός λέει τα λόγια του Θεού; Διότι…
(5)   «Ο Πατέρας δεν δίνει σε αυτόν (τον Υιό) με μέτρο την ενέργεια του Πνεύματος» (Ζ).
«Θέλει να δείξει, ότι όλοι εμείς πήραμε την ενέργεια του Πνεύματος με μέτρο… Αυτός όμως έχει όλη την ενέργεια αμέτρητη και ολόκληρη» (Χ).
«Έχει ολόκληρο το Πνεύμα μέσα στην ουσία του» (Θφ).
Λέει αυτό όχι «παρέχοντας σε αυτόν το προφητικό μέτρο… ούτε όπως εκείνοι (οι προφήτες) έχει κάποιο μικρό μερίδιο του Πνεύματος» (Κ).
«Πώς δίνει στους ανθρώπους με μέτρο; «Διότι στον ένα μεν δίνεται λόγος σοφίας, στον άλλο λόγος γνώσης, στον άλλο πίστη κλπ. Μήπως όλοι είναι απόστολοι; Μήπως όλοι προφήτες;… Αυτός έχει ένα χάρισμα, εκείνος άλλο, και ό,τι εκείνος έχει, αυτός δεν έχει. Υπάρχει μέτρο, κάποια διαίρεση χαρισμάτων» (Αυ).
«Στο Χριστό όμως δεν έχει δώσει με τρόπο μερικό μία τυχόν ή δύο ενέργειες, αλλά αυτός έχει το Πνεύμα μέσα στην ουσία του» (Θφ).
Δεν δίνει σε αυτόν το Πνεύμα σποραδικά ή σε μετριασμένα και επί μέρους χαρίσματα, αλλά άφθονα, συνεχώς και απεριόριστα. Για αυτό και ο Ιησούς δεν είναι μόνο ο παραλήπτης του Πνεύματος, αλλά και ο χορηγός του (χ). Το Πνεύμα στο Χριστό υπήρχε όχι σαν σε κάποιο οστράκινο σκεύος, αλλά σαν πηγή, σαν απύθμενος ωκεανός.
(6)   Υποκείμενο είναι όχι το Πνεύμα, αλλά ο Θεός Πατέρας.
(7)   «Πνεύμα εδώ λέει την ενέργεια· διότι αυτή είναι που μοιράζεται» (Χ). Και αυτή «μοιράζεται ανάλογα με την αξία αυτών που την παίρνουν» (Ζ). Λέει λοιπόν τα λόγια του Θεού, διότι «τίποτα δε λέει που να μην είναι του Θεού, ούτε που να μην είναι του Πνεύματος… αλλά από τον Πατέρα και το Πνεύμα κάνει αξιόπιστη τη διδασκαλία» (Χ).

Ιω. 3,35 ὁ πατὴρ(1) ἀγαπᾷ(2) τὸν υἱὸν(3) καὶ πάντα(4) δέδωκεν(5) ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ(6).
Ιω. 3,35 ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και όλα τα έχει δώσει στο χέρι του.
(1)   Η φράση είναι χωρίς σύνδεση για μεγαλύτερη έμφαση. Συνδέεται με τα παραπάνω ως εξής: Δεν δίνει σε αυτόν με μέτρο το Πνεύμα, αλλά ολόκληρο αυτό, διότι ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και του τα έδωσε όλα (g).
(2)   Και αυτό με απόλυτη έννοια όπως το απέστειλε του προηγ. σ. (g). = Τον αγαπά με αγάπη ασύγκριτη και ανυπέρβλητη σαν Υιό που γεννήθηκε από τη φύση του. Οι λέξεις αυτές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την ηχώ των ίδιων των λόγων του Πατέρα, τους οποίους ο Ιωάννης άκουσε κατά το βάπτισμα του Κυρίου· «αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός». Χαρακτηριστικό του λεκτικού του Ιωάννη είναι ότι χρησιμοποιεί το ρήμα αγαπώ και για έκφραση της αμοιβαίας αγάπης του Θεού Πατέρα και του Υιού ή του Χριστού (Δες και γ 16,ε 20).
«Το ρήμα παρουσιάζει την οικειότητα του Πατέρα με τον Υιό. Διότι είναι φυσικός νόμος οι γονείς να αγαπάνε τα παιδιά που γεννούν. Και όπως ακριβώς στους ανθρώπους, είναι φυσική μεν η διάθεση προς τα παιδιά, αλλά εκδηλώνεται κάπως αλλιώς προς τα πράγματα που αγαπιούνται με διαφορετικό τρόπο, έτσι και ο Θεός αγαπώντας μεν τον κόσμο τον αγαπά ως Θεός, ενώ τον υιό ως πατέρας. Για αυτό δεν ειπώθηκε «ο Θεός», αλλά «ο πατέρας αγαπά τον υιό»»» (Ω).
(3)   Και αυτό πάλι με απόλυτη έννοια, όπως φαίνεται και από το άρθρο (β). Οι προφήτες ήταν πιστοί ως δούλοι. Ο Χριστός όμως είναι ο Υιός. Εκείνοι χρησιμοποιήθηκαν ως δούλοι. Ο Χριστός όμως υπήρξε και ως άνθρωπος ο Υιός ο αγαπητός, στον οποίο ο Πατέρας ευαρεστήθηκε.
(4)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στη θεία φύση του Λόγου («δηλαδή όλο γενικά το αγαθό που υπάρχει μέσα στην ουσία του Πατέρα, αυτό οπωσδήποτε υπάρχει στη δύναμη του Υιού… όχι έχοντας λάβει αυτό, αν και λέγεται ότι του το έχει δώσει ο Πατέρας… αλλά όπως ακριβώς μπορεί να νοηθεί και ο άνθρωπος που δίνει στο παιδί που γεννήθηκε από αυτόν όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης… και… την ιδιότητα της δικής του φύσης» (Κ).
«Τι σημαίνει όλα; Ότι ο Υιός πρέπει να είναι τέτοιος όπως και ο Πατέρας. Ο Πατέρας γέννησε αυτόν ίσο με τον εαυτό του και ο Υιός δεν άρπαξε καθόλου το να είναι ίσος με το Θεό. Από το ότι λοιπόν ευδόκησε να στείλει τον Υιό, ας μη φανταστούμε, ότι είναι σε κάτι υποδεέστερος από τον Πατέρα, που τον έστειλε σε εμάς. Ο Πατέρας στέλνοντας τον Υιό, έστειλε τον άλλο εαυτό του» (Αυ).
Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Λόγου που ενανθρώπησε («Λαμβάνει, όταν έγινε άνθρωπος… όταν ο Δεσπότης διετέλεσε δούλος… λέγεται ότι λαμβάνει με τρόπο ανθρώπινο και δουλικό εκείνα που είχε ως Θεός» (Κ).
(5)   Η ίδια φράση και στο ιγ 3 («όλα τα έδωσε σε αυτόν ο πατέρας στα χέρια του»). Η αλήθεια αυτή επανειλημμένως και με διάφορους τρόπους εκφράζεται στο τέταρτο ευαγγέλιο. Ο Πατέρας έδωσε στον ενανθρωπήσαντα Υιό να διενεργεί κρίση (ε 22,27), να έχει ζωή μέσα του (ε 26), εξουσία (ιζ 2), δόξα (ιζ 22), το όνομά του (ιζ 11), εντολή τι να πει και τι να λαλήσει (ιβ 49) και τους μαθητές του (στ 37). Παράλληλο χωρίο στους Συνοπτικούς είναι το «όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα» (Λουκ. ι 22,Ματθ. ια 27)(β), ενώ στον Παύλο το «αυτόν έδωσε κεφαλή πάνω από κάθε άλλον στην εκκλησία» (Εφεσ. α 22)(g).
Όλα τα έχει δώσει. Έχει δώσει κάθε δύναμη. Δες Ματθ. κη 18. Όλα τα δημιουργήματα τέθηκαν κάτω από τα πόδια του, όλα τα σχετιζόμενα με την απολύτρωση δόθηκαν στα χέρια του. Είναι ο Κύριος όλων. Οι άγγελοι είναι διάκονοί του, οι δαίμονες είναι αιχμάλωτοί του. Έχει εξουσία σε κάθε σάρκα. Ο ουρανός δόθηκε σε αυτόν για κατοικία της κληρονομίας του. Έχει εξουσία να διαπραγματευτεί και να υπογράψει συνθήκη και διαθήκη ειρήνης ως ο μέγας πληρεξούσιος, να κυβερνά την εκκλησία του ως ο μέγας Νομοθέτης, να χορηγεί τις θείες χάριτες ως ο μέγας Αρχιερέας, και να δικάζει ως ο μέγας Κριτής. Δόθηκαν σε αυτόν και το χρυσό σκήπτρο και η σιδερένια ράβδος.
(6)   «Χέρι ονομάζει τη δύναμη» (Κ). Δηλώνει με αυτό όχι μόνο την εξουσία στα πάντα, τον έλεγχο στα πάντα, αλλά και το δικαίωμα του να τα διαθέτει όλα κατά βούλησιν (g).
«Πρόσθεσε «όλα τα έχει δώσει στο χέρι του» για να μπορέσεις να γνωρίσεις εδώ με ποια διάκριση ειπώθηκε το «ο Πατέρας αγαπά τον Υιό»… Δεν αγαπά ο Πατέρας και τον Ιωάννη; Και όμως δεν τα έδωσε όλα στο χέρι του. Δεν αγαπά ο Πατέρας και τον Παύλο; Και όμως δεν τα έδωσε όλα στο χέρι του. Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό, αλλά ως Πατέρας αγαπά, όχι ως κύριος τον δούλο, αλλά ως μονογενή, όχι ως θετό Υιό» (Αυ).
«Αν όλα έγιναν από αυτόν, όλα βρίσκονται κάτω από το χέρι του σύμφωνα με το λόγο της δημιουργίας και της πρόνοιας. Αλλά απομακρύνθηκαν αυτά λόγω της αμαρτίας και βγήκαν έξω από το χέρι που τα σκέπαζε. Για χάρη της σωτηρίας τους λοιπόν, δίνει αυτά ο Πατέρας στο χέρι του υιού, όχι χαρίζοντας προσθήκη στον υιό, αλλά βελτίωση σε αυτούς. Διότι τα δίνει σαν σε δάσκαλο και γιατρό… Πότε όμως θα εκπληρωθεί το ότι όλα έχουν δοθεί στο χέρι του υιού, παρά όταν θα σκύψει σε αυτόν κάθε γόνατο;» (Ω).

Ιω. 3,36 (1)ὁ πιστεύων(2) εἰς τὸν υἱὸν ἔχει(3) ζωὴν αἰώνιον(4)· ὁ δὲ ἀπειθῶν(5) τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται(6) ζωήν(7), ἀλλ᾿ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ(8) μένει(9) ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 3,36 Ετσι δε καθένας που πιστεύει στον Υιόν, έχει εξασφαλίσει την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος δε που δεν πιστεύει και δεν υπακούει στον Υιόν, δεν θα ίδη την μακαρίαν ζωήν, αλλά η οργή του Θεού θα μένη συνεχώς επάνω του”.
(1)   Στο σ. αυτόν παρουσιάζονται οι συνέπειες τις οποίες έχει για τους ανθρώπους το «όλα τα έχει δώσει στο χέρι του» (g). Επειδή λοιπόν τόσο μεγάλη και τέτοια εξουσία έχει, όχι μόνο από κανέναν από εμάς δεν έχει ανάγκη να λάβει κάποια εξουσία για να βαπτίζει κλπ., αλλά αντιθέτως ολόκληρο το μέλλον μας, λέει ο Πρόδρομος,… εξαρτάται απλώς και μόνο από τη σχέση μας με αυτόν (δ). «Διότι έχει δώσει, έτσι ώστε, όπως ακριβώς από αυτόν έγιναν τα πάντα, έτσι μέσω αυτού να μπορέσουν να ανακαινιστούν τα πάντα» (Α).
(2)   Ο ενεστώτας (πιστεύων… ἀπειθῶν) σημαίνει πράξη κατ’ εξακολούθηση. Ούτε απλή πίστη, που μία φορά εκδηλώθηκε, αρκεί να δώσει τη ζωή, ούτε απλή απιστία και ανυπακοή, που δεν παρέμεινε άκαμπτη, θα οδηγήσει στην οργή (β).
(3)   Ο ενεστώτας δηλώνει ότι ο πιστός ήδη από τώρα κατέχει τη ζωή. Η πίστη στον Υιό χορήγησε αυτήν σε αυτόν (ο). Έχει αυτός τις γλυκές και παρηγορητικές προγεύσεις της ζωής αυτής στην κοινωνία με το Θεό όπως και στα δείγματα της αγάπης του.
(4)   «Διότι ζωή βέβαια από τη φύση του είναι ο Μονογενής… εισάγεται όμως οπωσδήποτε μέσα μας με την πίστη… Θα δώσει λοιπόν ο Χριστός ζωή σε εκείνους που πιστεύουν σε αυτόν, εφόσον ο ίδιος είναι από τη φύση του ζωή, και στο εξής θα κατοικεί μέσα τους» (Κ). «Ζωή αιώνια είναι και λέγεται η ζωή η μακάρια, η αγιοπρεπής» (Ζ), την οποία λαμβάνουμε από την κοινωνία και ένωσή μας με το Χριστό. Η αιώνια ζωή είναι η ευτυχία αθάνατης ψυχής μέσα σε αθάνατο Θεό.
(5)   Δηλώνεται η απιστία και ως εξωτερική εκδήλωση της θέλησης, ως αποστασία. Η απιστία εδώ θεωρείται σύμφωνα με την ενεργή εκδήλωσή της ως ανυπακοή (μ). Ο άπιστος είναι πρόσωπο, το οποίο δεν δίνει εμπιστοσύνη στη διδασκαλία του Χριστού, αλλά και δεν υποτάσσεται στην κυβέρνηση του Χριστού.
(6)   Ο μέλλοντας αντιτίθεται στον ενεστώτα «έχει»= όχι μόνο τώρα δεν έχει αυτός ζωή, αλλά δεν θα έχει ποτέ, ούτε όταν η ζωή αυτή εκδηλωθεί στο μελλοντικό βίο με την τέλεια μορφή της (g). Η αιώνια αποξένωση και αποδοκιμασία αυτών που πεισματικά απιστούν μαρτυρείται με σαφήνεια με το ρήμα αυτό σε μέλλοντα χρόνο (ο).
(7)   «Δεν είπε ότι δεν θα έχει αυτός ζωή· διότι θα αναστηθεί σύμφωνα με τον κοινό νόμο της ανάστασης· αλλά λέει ότι ζωή δεν θα δει, δηλαδή δεν θα φτάσει ούτε σε απλή θέα της ζωής των αγίων… θα παραμείνει άγευστος της γεμάτης από ευφροσύνη ζωής· διότι πραγματική ζωή είναι εκείνη· ενώ το να αναπνέει κανείς μέσα στα βασανιστήρια, είναι πιο οδυνηρό από κάθε θάνατο» (Κ).
Ή, το «βλέπω» εδώ με την έννοια του «γνωρίζω από πείρα». Δεν θα δει= δεν θα γίνει μέτοχος (G). Όχι μόνο δεν θα μπει σε αυτήν ούτε θα κατακτήσει αυτήν, αλλά ούτε θα γνωρίσει αυτήν, ούτε θα δει αυτήν (τ).
(8)   Για οργή που έρχεται μίλησε ο Πρόδρομος προς τους Ιουδαίους και σύμφωνα με τους Συνοπτικούς (Ματθ. γ 7,Λουκ. γ 7). Λέει οργή «αντιπαραβάλλοντας στην εύθυμη κατάσταση των αγίων, την κόλαση των ασεβών, και ονομάζει ζωή μεν την πραγματική ζωή με δόξα και μαζί με το Χριστό, ενώ οργή του Θεού τα βασανιστήρια των ασεβών» (Κ).
«Σε πολλά σημεία στις Γραφές οι τιμωρίες εναντίον των πονηρών ονομάζονται οργή Θεού… Δεν πρέπει να νομιστεί ότι αυτό που ονομάζεται οργή του, είναι πάθος του Θεού. Διότι πώς είναι δυνατόν να υπάρχει πάθος στον απαθή; Αλλά επειδή δεν έχει πάθος ο Θεός μιας και είναι αναλλοίωτος, πρέπει να ερμηνεύσουμε την λεγομένη οργή του, με τον τρόπο που αναφέρθηκε» (Ω).
(9)   Αντίθετα με τον μέλλοντα «θα δει», εδώ έχουμε ενεστώτα· «δηλώνοντας ότι ουδέποτε θα απομακρυνθεί από αυτόν (η οργή)… ότι θα είναι παντοτινή η κόλαση… και δείχνει ότι ενεδρεύει σε αυτόν διαρκώς» (Χ). Το αιώνιο, το οποίο είπε για τη ζωή των πιστών, υπάρχει μέσα στην έννοια του ενεστώτα «μένει» (g).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 122-134 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Παραπονιέστε για τη μεταβλητότητα της εσωτερικής σας καταστάσεως -άλλοτε είναι καλή και άλλοτε κακή. Δεν γίνεται αλλιώς.

«Έχω δοκιμάσει και δοκιμάζω δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις με διάφορες μορφές». Δεν έχουμε παρά να τις υπομένουμε με ταπείνωση και γενναιοψυχία, χωρίς να χαλαρώνουμε τον πνευματικό μας αγώνα, χωρίς να παραμελούμε την εκπλήρωση των θείων εντολών -αυτό ακριβώς που κάνετε.

Έρχεται μια καλή πνευματική κατάσταση. Φεύγει. Έρχεται μια κακή. Φεύγει κι αυτή. Η εναλλαγή τους είναι συνεχής και αναπότρεπτη. Το μόνο που μπορείτε και πρέπει να κάνετε, είναι να επιθυμείτε και να επιδιώκετε πάντα το καλό.Αν δεν αντιμετωπίζαμε ποτέ καμιά δυσκολία, τότε θα είχαμε πέσει σε πνευματική νάρκη.

Ψυχικές μεταπτώσεις

Οι ψυχικές μεταπτώσεις συμβαίνουν σε όλους. Δεν έχετε, λοιπόν, παρά να τις υπομένετε ήρεμα, αφήνοντας τον εαυτό σας στα χέρια του Θεού. Μη νοιάζεστε για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για τούτο: Να είστε πάντα μαζί με τον Κύριο. Ό,τι κι αν σας συμβαίνει, σ’ Αυτόν να καταφεύγετε, σ’ Αυτόν ν’ αποκαλύπτετε την ψυχή σας, σ’ Αυτόν ν’ ακουμπάτε τα βάρη σας, σ’ Αυτόν να λέτε τον πόνο σας… Και να προσεύχεστε, παρακαλώντας Τον να σας απαλλάξει από πειρασμούς και θλίψεις, αν είναι θέλημα Του...

Η ψυχική ευφορία και ευδιαθεσία, η αναψυχή και η παρηγοριά δεν είναι πάντα γνωρίσματα καλής πνευματικής καταστάσεως, η οποία έχει τρία άλλα βασικά χαρακτηριστικά: α) ζήλο για την ευαρέστηση του Θεού, β) φρόνημα ταπεινό και καρδιά συντριμμένη, γ) παράδοση στο θείο θέλημα. Υπάρχουν αυτά μέσα σας; Αν ναι, είστε σε καλό δρόμο.

Οι πνευματικές παρηγοριές στην κατά Θεόν ζωή

Λυπηθήκατε, επειδή χάσατε πολύ γρήγορα την παρήγορη εκείνη εσωτερική κατάσταση, στην οποία βρισκόσασταν μετά τη θεία Μετάληψη. Αλλά πρέπει να ξέρετε, πως μια πνευματική παρηγοριά, μια «παράκληση», μ’ όποια μορφή κι αν μας επισκέπτεται -ως απέραντη ψυχική ειρήνη, ως απερίγραπτη χαρά, ως ιερός ενθουσιασμός, ως γλυκεία κατάνυξη ή ως οτιδήποτε άλλο-, δεν είναι το κύριο ζητούμενο στην κατά Θεόν ζωή. Η πρωταρχική επιδίωξη και το βασικό μέλημά μας είναι όχι οι παρηγοριές, αλλά η αποφασιστική και δυναμική διατήρηση του εαυτού μας, εσωτερικά και εξωτερικά, σε κατάσταση καλή, ευάρεστη στον Κύριο. Η όποια παρηγοριά δίνεται από το Θεό σαν «δόλωμα», πρόκληση και προτροπή.«Να τι θ’ απολαύσεις! Αγωνίσου, λοιπόν!». Επομένως, όταν τη στερούμαστε, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε, αλλά με μεγαλύτερο ζήλο, με σταθερότητα και επιμονή ν’ αγωνιζόμαστε «τον καλόν αγώνα της πίστεως» (Α’ Τιμ. 6:12).

Οι πνευματικές ηδονές δεν είναι πάντα ωφέλιμες

Σας αρέσει να βυθίζεστε μέσα στις πνευματικές ηδονές, να νιώθετε πάντα ικανοποίηση και ευφροσύνη από την προσευχή και την κοινωνία σας με τον Κύριο. Αυτό, όμως, είναι και αδύνατο και ανώφελο. Αδύνατο, γιατί κάθε μορφή πνευματικής αναψυχής δεν είναι καρπός δικής μας προσπάθειας, αλλά δώρο του ελέους του Θεού, δώρο που προσφέρεται σ’ όποιον, όποτε και για όσο Εκείνος θέλει. Αδύνατο είναι, επίσης, γιατί, όσο ζουν και ενεργούν μέσα μας τα πάθη, καμιά πνευματική ηδονή δεν μπορεί να παραμείνει σταθερή στην ψυχή.

Άλλωστε, η άκαιρη και άλογη επιδίωξη τέτοιων ηδονών είναι, όπως είπα, και ανώφελη, γιατί οδηγεί σε ψυχική παραλυσία και μαλθακότητα. Εμείς οφείλουμε μόνο ν’ αγωνιζόμαστε με τρόπο ευάρεστο στον Κύριο, με ζήλο και ανδρεία, με νήψη και αυτοέλεγχο, με ταπείνωση και συντριβή. Για το Θεό πρέπει να κυριαρχούν στη καρδιά μας δύο αισθήματα: αγάπη και φόβος… Οι άγγελοι στέκονται μπροστά Του με φόβο και τρόμο… Ζήστε, επαναλαμβάνω, με νήψη, με πνευματική επαγρύπνηση, με φρόνημα ταπεινό…

("Ο δρόμος της ζωής" -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου)


Αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η οικείωση του φρονήματος του Χριστού, “ο οποίος, αν και ήταν Θεός, …τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού“.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η διάκριση, που αποτελεί δώρο Θεού, ενέργεια της θείας χάριτος στον νου και την καρδιά του ανθρώπου.
Η αληθινή ταπείνωση κρύβει την αληθινή αρετή, όπως μια σεμνή κόρη κρύβει την ομορφιά της μ’ ένα κάλυμμα, όπως τα “άγια των αγίων” κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων με το καταπέτασμα.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου, το ήθος του Ευαγγελίου, η λογική του Ευαγγελίου.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου. Όντας ύψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στη σαρκική διάνοια.
Το θεϊκό μυστήριο της ταπεινώσεως το αποκαλύπτει ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς μαθητές Του, σ’ εκείνους που κάθονται κοντά στα πόδια Του και ακούνε με προσοχή τα σωτήρια λόγια Του. Μα κι όταν αυτό αποκαλυφθεί, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση είναι ανεξήγητη με τα λόγια και τη γλώσσα της γης. Η ταπείνωση είναι απρόσιτη στον σαρκικό λογισμό.
Η ταπείνωση είναι ζωή ουράνια πάνω στη γη.
Η μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες σου αποτελούν προϋποθέσεις της αιώνιας μακαριότητάς σου – είναι γνωστό, είναι αναμφισβήτητο, είναι βεβαιωμένο από τον Κύριο. Βυθίσου σ’ αυτές τις άγιες καταστάσεις σταθερά και μόνιμα.
Η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης του Θεού είναι οι μάρτυρες της συναισθήσεως της πνευματικής φτώχειας…
Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας, Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ταπείνωση ποτέ δεν οργίζεται, ποτέ δεν ζητάει την επιδοκιμασία των ανθρώπων, ποτέ δεν παραδίνεται στην θλίψη, ποτέ και τίποτα δεν φοβάται.
Το ποτήρι της παρηγοριάς προσφέρεται με τα χέρια της ταπεινώσεως και σ’ εκείνον που είναι καρφωμένος σε σταυρό. Ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει μόνο “ξύδι ανακατεμένο με χολή”.
Ο ταπεινός είναι ανίκανος να αισθανθεί κακία και μίσος. Εχθρούς δεν έχει. Αν αδικηθεί από κάποιον άνθρωπο, αυτόν τον βλέπει σαν όργανο της δικαιοκρισίας ή της πρόνοιας του Θεού.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄, σελ. 382-4

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η, σελ. 223-227).

VI. ΟΙ ΚΟΥΑΚΕΡΟΙ.

     Όλαι αι αρεταί των Πουριτανών έλαμψαν εις την παραφυάδα των, τους Κουάκερους, όσον και αν ημαυρώθησαν επί εν διάστημα από την φαντασίωσιν και τον φανατισμόν. Ο φόβος τόσον του Θεού όσον και του Σατανά ήτο τόσον ισχυρός εις αυτούς, ώστε ενίοτε τους έκαμνε να τρέμουν και από αυτό επήραν και την ονομασίαν των (αγγλ. quake=τρέμω). Εις από αυτούς, ο Ρόμπερτ Μπάργκλεϋ, έλεγε το 1679:

     Η δύναμις του Θεού θα εκσπάση εις μίαν ολοκληρωτικήν αναμέτρησιν και θα σημειωθή μία τόσον ισχυρά εσωτερική μετατόπισις, καθώς ο καθείς θα επιζητή να υπερνικήση το πονηρόν εντός του, ώστε, λόγω της συγκρούσεως των δύο αυτών αντιθέτων δυνάμεων, όπως κατά την σύγκρουσιν δύο αντιθέτων παλιρροϊκών ρευμάτων, κάθε άτομον θα δοκιμασθή δεινώς όπως κατά την διάρκειαν μιας ολοημέρου μάχης και, ως εκ τούτου, τρόμος και φρικίασις του σώματος θα καταλάβη τους περισσοτέρους, αν όχι και όλους όσοι, καθώς η Δύναμις και η Αλήθεια υπερτερούν, θα καταλήξουν, από την οδύνην και τον στεναγμόν, εις μίαν γλυκύφωνον ευχαριστίαν και δοξολογίαν. Εξ αυτού δε και η ονομασία «Κουάκεροι» («Κουέϊκερς»), δηλαδή «Τρέμοντες», μας απεδόθη με περιφρόνησιν αρχικώς.

     Η εξήγησις που δίδει ο ιδρυτής της αιρέσεως των, ο Τζώρτζ Φόξ, διαφέρει ελάχιστα. «Ο δικαστής Μπέννετ του Ντέρμπυ ήτο ο πρώτος που μας απεκάλεσε Κουάκερους, επειδή τους είπαμε ότι έπρεπε να τρέμουν την φωνήν του Κυρίου. Τούτο συνέβη το 1650.» Η ονομασία που έδιδον οι ίδιοι εις την αίρεσίν των ήτο «Φίλοι της Αλήθειας» και, αργότερα, επί το μετριπαθέστερον, «Εταιρεία των Φίλων».
     Αρχικώς ήσαν ως φαίνεται Πουριτανοί, με την ισχυράν ειδικώς πεποίθησιν ότι οι δισταγμοί των μεταξύ αρετής και αμαρτίας ήσαν η πάλη, εις την ψυχήν και το σώμα των, μεταξύ δύο πνευματικών δυνάμεων, του καλού και του κακού, διά την κατοχήν των επί της γης και εις την αιωνιότητα. Εδέχοντο τας βασικάς ιδέας των Πουριτανών— την θείαν προέλευση της Αγίας Γραφής, την έκπτωσιν του Αδάμ και της Εύας, το αμαρτωλόν της ανθρωπίνης φύσεως, το λυτρωτικόν νόημα της θυσίας του Χριστού ως Υιού του Θεού και την δυνατότητα του Αγίου Πνεύματος, του εκπορευομένου εξ ουρανών, να φωτίση και εξευγενίση την ψυχήν του ατόμου. Το ν’ άντιληφθή και να αισθανθή κανείς το Εσώτερον Φως, να δεχθή την καθοδήγησίν του, ήτο δια τους Κουάκερους η ουσία της θρησκείας. Αν ο άνθρωπος ακολουθήση αυτό το φως, δεν έχει ανάγκην ιεροκηρύκων ή ιερέων ούτε εκκλησίας. Αυτό το φως ήτο ανώτερον της ανθρωπίνης λογικής, ακόμη και από αυτήν την Αγίαν Γραφήν, διότι ήτο η άμεσος επικοινωνία της φωνής του Θεού με την ψυχήν.
     Ο Τζώρτζ Φόξ ήτο άνθρωπος μικράς μορφώσεως, αλλά το « Ημερολόγιόν» του είναι εν κλασσικόν αγγλικόν κείμενον, διότι αποκαλύπτει την λογοτεχνικήν δύναμιν του μη εντέχνου λόγου, αν είναι απλούς, ειλικρινής, σοβαρός. Υιός πτωχού υφαντού, εμαθήτευσε εις υποδηματοποιείον, αλλά το εγκατέλειψε «κατ’ εντολήν του Θεού» και ήρχισε, εις ηλικίαν 23 ετών (1647), να περιοδεύη κηρύττων, μέχρι του θανάτου του (1691). Κατά τα πρώτα εκείνα έτη εβασανίζετο από πειρασμούς και μετέβαινε να συμβουλευθή κληρικούς. Εις από αυτούς του συνέστησε φάρμακα και αφαίμαξιν, άλλος καπνόν και ψαλμούς. Ο Τζώρτζ έπαυσε να εμπιστεύεται τους ιερείς, όταν όμως ήνοιγε την Γραφήν εύρισκε παρηγορίαν.

     Έπαιρνα συχνά την Βίβλον μου και επήγαινα να καθήσω εντός κοιλοτήτων δένδρων ή εις μοναχικούς τόπους έως την νύκτα. Συχνά επίσης, την νύκτα, εβάδιζα μόνος και θλιμμένος, διότι ήμουν γεμάτος οδύνην τότε που έγινε η πρώτη επενέργεια του Κυρίου εντός μου... Κατόπιν ο Κύριος μου έδειξε την οδόν και με έκαμε να ίδω την αγάπην Του, ατελεύτητον και αιωνίαν, που υπερέχει κάθε γνώσεως την οποίαν κατέχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως ή λαμβάνουν από την ιστορίαν και τα βιβλία.

     Ολίγον αργότερα ησθάνθη ότι η αγάπη του Θεού τον είχεν εκλέξει να κηρύξη εις όλους περί του « Εσωτέρου Φωτός». Εις μίαν συγκέντρωσιν Βαπτιστών, εις το Λέϊτσεστερσαϊρ, «ο Κύριος ήνοιξε το στόμα μου και η αιωνία αλήθεια εκηρύχθη εις αυτούς και η δύναμις του Κυρίου ήλθεν επ' αυτών.» Εδημιουργήθη η φήμη ότι ήτο «ισχυρά διάνοια», δι’ αυτό και πολλοί έσπευδον να τον ακούσουν. «Η δύναμις του Κυρίου, εξεδηλώθη και με παρέσυρε και είχον πολλάς αποκαλύψεις και προφητείας.» «Ενώ εβάδιζον εις τους αγρούς, ο Κύριος μου είπε: «Το όνομα σου αναγράφεται εις το βιβλίον του Αμνού που είναι πηγή ζωής και υπήρχε προ της δημιουργίας του κόσμου.» Ο Τζώρτζ δηλαδή είχε παρηγορηθή τώρα με την σκέψιν ότι συγκατελέγετο εις τους ολίγους εκείνους που εξέλεξεν ο Θεός, προ της Δημιουργίας, δια να λάβουν την χάριν Του και την αιωνίαν ευλογίαν. Τώρα ησθάνετο τον εαυτόν του ίσον προς κάθε άνθρωπον και η υπερηφάνεια δια την θείαν αυτήν εκλογήν του απηγόρευε «να βγάλη το καπέλλο του εις οποιονδήποτε, μέγαν ή μικρόν». Και «έγινα χρήσιμος εις Σε και εις όλους Σου τους ανθρώπους, άνδρας ή γυναίκας, πλουσίους ή πτωχούς, μεγάλους και μικρούς».
     Πεισθείς ότι η αληθής θρησκεία είχε ως θεμέλιον όχι την εκκλησίαν αλλά την φωτισμένην ψυχήν, εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν πλησίον του Νόττιγχαμ και διέκοψε την λειτουργίαν κραυγάζων ότι η αλήθεια ευρίσκετο όχι εις την Αγίαν Γραφήν αλλά εις το Εσώτερον Φως. Συνελήφθη (1649), άλλα ο αστυνόμος τον ηλευθέρωσε, η δε σύζυγος του αστυνόμου έγινε από τους πρώτους οπαδούς του. Επανήρχισε την αποστολικήν του περιπλάνησιν, εισήλθε εις άλλην εκκλησίαν και: «Με συγκίνησιν εκήρυξα την αλήθειαν εις τον ιερέα και το εκκλησίασμα, αλλά ο λαός μου επετέθη με οργήν, με έρριψε κάτω..., και με εκτύπησαν όλοι σκληρά με τα χέρια, τας Βίβλους των και τα μπαστούνια των.» Συνελήφθη και πάλιν. Ο δήμαρχος τον άφησε ελεύθερον, αλλά ο λαός τον εξεδίωξε από την πόλιν με λιθοβολισμούς. Εις το Ντέρμπυ εκήρυξε και πάλιν ότι αι εκκλησίαι και η μετάληψις ήσαν προσβολή κατά του Θεού. Ενεκλείσθη εις επανορθωτικόν άσυλον επί εξάμηνον (1650). Του επροτάθη απόλυσις, αν εδέχετο να ενταχθή εις τον στρατόν. Απήντησε με εν σφοδρόν κήρυγμα κατά του πολέμου. Τον ενέκλεισαν τώρα «εις ένα φθειριώντα, βρωμερόν τόπον, χαμηλά υπό την επιφάνειαν του εδάφους, χωρίς κλίνην, μαζί με τριάκοντα κακούργους, όπου εκρατήθην επί ήμισυ σχεδόν έτος.» Από την φυλακήν του έστειλε επιστολήν προς τους δικαστάς και άρχοντας της πόλεως, υποστηρίζων την κατάργησιν της θανατικής ποινής• αυτή δε η επέμβασις πιθανόν να έσωσε από την αγχόνην μίαν νεαράν γυναίκα που είχε καταδικασθή εις θάνατον διά κλοπήν.
     Μετά ενός έτους φυλάκισιν επανήρχισε την «περιπατητικήν» του διδασκαλίαν. Εις το Γουέϊφελντ προσηλύτισε τον Τζαίημς Νέϋλερ. Εις το Μπήβερλυ εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν, επερίμενε το τέλος της λειτουργίας και τότε ηρώτησε τον ιεροκήρυκα αν δεν εντρέπετο που «εισπράττει τριακοσίας λίρας το έτος διά να κηρύττη την Γραφήν.» Εις άλλην πόλιν ο ιερεύς τον εκάλεσε να κηρύξη εις την εκκλησίαν του• ο Φόξ ηρνήθη, αλλά ωμίλησε προς εν πλήθος εις το προαύλιον της εκκλησίας.

     Εδήλωσα εις τον λαόν ότι ήλθα όχι διά να στηρίξω τους ειδωλολατρικούς των ναούς ούτε τους ιερείς των ούτε τους μισθούς που εισπράττουν αυτοί ούτε... τας εβραϊκάς και ειδωλολατρικάς λειτουργίας των και παραδόσεις (διότι τα κατεδίκασα όλα αυτά) και τους είπα ότι το γήινον εκείνο κτίσμα δεν ήτο περισσότερον ιερόν από οποιοδήποτε άλλο... Εξώρκισα επομένως τον λαόν να τα εγκατάλειψη όλα αυτά και τους συνεβούλευσα ν’ αναζητήσουν το πνεύμα και την χάριν του Θεού εντός των και το φως του Ιησού εις αυτήν την καρδίαν των.»

     Στο Σουόρθμορ του Γιόρκσαϊρ προσηλύτισε την Μάργκαρετ Φέλλ και κατόπιν τον σύζυγόν της δικαστήν Τόμας Φέλλ. Η οικία των, το Σουάρθμορ Χώλ, έγινε ο πρώτος πραγματικός τόπος συγκεντρώσεως των Κουάκερων και είναι μέχρι σήμερον τόπος προσκυνήματος των οπαδών της Εταιρείας των Φίλων.
Πρέπει να παρακολουθήσωμεν τώρα την συνέχειαν της ιστορίας του Φόξ. Η μέθοδός του ήτο πρωτόγονος, τούτο όμως ισοφαρίζετο από την καρτερίαν με την όποιαν υπέμεινε την ατελείωτον σειράν των συλλήψεων και προπηλακισμών. Πουριτανοί, Πρεσβυτεριανοί και Αγγλικανοί του επετίθεντο από κοινού, διότι απέρριπτε την μετάληψιν, την εκκλησίαν και τους ιερείς. Οι δημοτικοί άρχοντες εφυλάκιζον τους Κουάκερους όχι μόνον επειδή διετάρασσον την δημοσίαν λατρείαν και διέφθειρον τους στρατιώτας με το φιλειρηνικόν των κήρυγμα (πασιφισμόν), αλλά και επειδή ηρνούντο να ορκισθούν υπακοήν εις την κυβέρνησιν. Οι Κουάκεροι διεμαρτύροντο υποστηρίζοντες ότι οι οιουδήποτε είδους όρκοι είναι ανήθικοι. Ένα «ναι» ή ένα «ου» είναι αρκετόν. Ο Κρόμβελ έβλεπε με συμπάθειαν τους Κουάκερους, έδωσε εις τον Φόξ φιλικήν συνέντευξιν (1654) και, αποχωρών, του είπε: «Ελάτε πάλι, εις το σπίτι μου. Αν εσείς κι εγώ εβλεπόμεθα μίαν ώραν την ημέραν θα ήμεθα πλησιέστερα ο ένας εις τον άλλον.» Το 1657 ο προτέκτωρ διέταξε την απόλυσιν των κρατουμένων Κουάκερων και παρήγγειλε εις όλους τους δικαστάς να μεταχειρίζωνται αυτούς τους άνευ εκκλησίας Ιεροκήρυκας «ως θύματα αυταπάτης».
     Τον μεγαλύτερον διωγμόν υπέστη ο Τζαίημς Ναίϋλερ, ο οποίος επεξέτεινε το δόγμα του Εσωτέρου Φωτός μέχρι του σημείου να πιστεύη, ή να υποκρίνεται ότι πιστεύει, ότι ήτο ενσαρκωθείς Χριστός. Ο Φόξ τον επετίμησε, αλλά μερικοί φανατικοί οπαδοί του τον ελάτρευσαν ως Χριστόν, μία δε γυναίκα εβεβαίωνε ότι την είχε αναστήσει δύο ημέρας μετά τον θάνατόν της. Όταν ο Ναίϋλερ έφθασε έφιππος εις το Μπρίττολ, αι γυναίκες έρριπτον τας ζώνας των προ του ίππου του και έψαλλον «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος και Θεός των Πνευμάτων.» Συνελήφθη με την κατηγορίαν της βλασφημίας.

   Ερωτώμενος διά τους ισχυρισμούς του ιδίου ή άλλων διά τον εαυτόν του, έδιδε την απάντησιν του Χριστού: «Συ είπας.» Το Κοινοβούλιον, πουριτανικόν τότε εις την πλειοψηφίαν του, επελήφθη της υποθέσεως (1656) και επί ένδεκα ημέρας συνεχίζετο η συζήτησις αν έπρεπε να θανατωθή ή όχι. Η καταδίκη του επεκυρώθη με ψήφους 96 κατά 82, αλλά, από μίαν «ανθρωπιστικήν» παραχώρησιν, η ποινή περιωρίσθη εις δίωρον ορθοστασίαν με τον αυχένα υπό τον κύφωνα, 310 μαστιγώσεις, εγχάραξιν του γράμματος Β (Βλάσφημος) διά πυράς επί του μετώπου του και την έγκαυσιν της γλώσσης του διά πυρακτωμένης ράβδου. Υπέμεινε ηρωϊκώς όλας αυτάς τας αγριότητας. Οι οπαδοί του τον ετίμησαν ως μάρτυρα. Εφίλων και ερρόφων το αίμα από τας πληγάς του. Εφυλακίσθη εις αυστηράν απομόνωσιν, χωρίς πένναν, χαρτί, θέρμανσιν και φως. Βαθμιαίως, το ηθικόν του κατέρρευσε. Παρεδέχθη ότι είχε πλανηθή. Απελύθη το 1659 και απέθανε πένης το 1660.
     Οι Κουάκεροι διεκρίνοντο μεταξύ όλων των άλλων αιρέσεων από ωρισμένας αλλοκότους ιδιορρυθμίας, όπως τας εχαρακτήριζον μερικοί από τους συγχρόνους των. Δεν επέτρεπον εις τον εαυτόν των κανενός είδους στολισμόν της ενδυμασίας των. Δεν έβγαζαν το καπέλλο προ ουδενός, οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ή αξιώματος ούτε και εντός της εκκλησίας ή της Αυλής. Απηυθύνοντο προς όλους εις τον ενικόν. Απέφευγον τας ειδωλολατρικάς ονομασίας των ημερών της εβδομάδος και των μηνών, λέγοντες επί παραδείγματι, «την πρώτην ημέραν του έκτου μηνός.» Ετέλουν την λατρείαν των τόσον εις κλειστόν όσον και εις ανοικτόν χώρον. Ο κάθε πιστός εκαλείτο να είπη τι του είχεν εμπνεύσει να είπη το Άγιον Πνεύμα. Κατόπιν ετήρουν όλοι κατανυκτικήν σιγήν, πιθανόν ως αντίδρασιν εις τον ενθουσιασμόν των — που αρχικώς εσήμαινε «αίσθησιν του Θεού εν εαυτώ.»

    Αι γυναίκες εγίνοντο δεκταί εις την άσκησιν της λατρείας και εις την προσευχήν ως ισότιμοι προς τους άνδρας. Όπως ήτο φυσικόν, οι Βρεταννοί εμίσουν τους πρώτους Κουάκερους διά την φανατικήν αδιαλλαξίαν των απέναντι των άλλων αιρέσεων και διά την κάποιαν οίησιν των διά την υπεροχήν της αρετής των. Κατά τα άλλα, οι οπαδοί της Εταιρείας των Φίλων ήσαν υποδειγματικοί Χριστιανοί. Δεν ανθίσταντο εις τους πειρασμούς, εδέχοντο με διαμαρτυρίας εις τους λόγους μόνον τας χειρίστας συνθήκας της φυλακής, δεν ανταπέδιδον το κτύπημα εις όσους τους εκτύπων. Έδιδον ότι ηδύναντο περισσότερον εις όσους τους εζήτουν βοήθειαν. Ο έγγαμος βίος των ήτο ανεπίληπτος. Λόγω του αυστηρού όρου που έθετε εις τον εαυτόν του ο καθείς από αυτούς να μη συνάπτη γάμον παρά μόνον με άλλον κουάκερον, η αριθμητική των αύξησις ήτο περιωρισμένη. Μέχρι του 1660 πάντως υπήρχον εις την Αγγλίαν περί τους 60.000 κουάκεροι. Η φήμη των δι’ εντιμότητα, ευγένειαν, φιλοπονίαν και οικονομίαν τους εξύψωσε από τα κατώτερα στρώματα, όπου αρχικώς ενεφανίσθησαν, εις τας μεσαίας τάξεις όπου ανήκουν σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών.

(Durant Wiil, Παγκόμιος Ιστορία του πολιτισμού, τόμος Θ΄σελ. 161-171 οι παραπομπές δεν παρατίθενται)).
ΤΖΩΝ ΟΥΕΣΛΕΫ: 1703-91.
    Για να κατανοήσουμε τη θέση του μέσα στην Ιστορία, πρέπει να υπενθυμίσουμε πάλι ότι όταν αυτός και ο αδελφός του Τσαρλς ίδρυσαν τον Μεθοδισμό στην Οξφόρδη (1729), η θρησκεία στην Αγγλία βρισκόταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όσο δεν παρατηρήθηκε ποτέ κατά τη νεότερη Ιστορία. Μόνο πέντε ή έξι μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων παρακολουθούσαν τις Κυριακές τη θεία λειτουργία. (42) Οι Αγγλικανοί κληρικοί είχαν παραδεχθεί σε τέτοιο βαθμό τον ρασιοναλισμό, ώστε όλα σχεδόν τα κείμενά τους βασίζονταν στους λογικούς συλλογισμούς. Οι κληρικοί σπάνια ανέφεραν τον παράδεισο ή την κόλαση και πραγματεύονταν τις κοινωνικές αρετές περισσότερο από την πέρα του τάφου ζωή. Το αγγλικό κήρυγμα, έλεγε ο Βολταίρος, είναι μία «καλώς αρχιτεκτονημένη αλλά ξηρά πραγματεία, την οποία ο ιερέας αναγινώσκει χωρίς καμμία σχεδόν χειρονομία και χωρίς να χρωματίζει καν τη φωνή του». (43)
    Η θρησκεία ήταν ενεργή μόνο στις αιρέσεις των αλλοδόξων της μεσαίας τάξης. Ο αγγλικανικός κλήρος έδειχνε πλήρη σχεδόν αδιαφορία για τους εργάτες των πόλεων. «Οι κατώτερες τάξεις παρέμεναν μακριά από τη θρησκεία. Δεν είχαν καμμία θρησκεία και ουδείς τούς δίδαξε ποτέ μία θρησκεία». 44 Είχαν εγκαταλειφθεί στην ανέχεια, την οποία φώτιζε αμυδρά η θρησκευτική ελπίδα. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο Τζων Ουέσλεϋ και ο Τζωτζ Χουάιτφιλντ πέτυχαν την αναβίωση της Πουριτανικής πίστης και ηθικής, ιδρύοντας την Εκκλησία των Μεθοδιστών.
    Οι πρόγονοι του Ουέσλεϋ ήταν θεολόγοι και αποστάτες. Ο προπάππος του, Βαρθολομαίος Ουέσλεϋ, είχε εκδιωχθεί από τις εφημερίες του στο Ντόρσετ διότι συνέχιζε την αλλόδοξη λατρεία, ακόμη και όταν η Αγγλικανική Εκκλησία απέκτησε το θρησκευτικό μονοπώλιο στην Αγγλία.
    Ο παππούς του Τζων, ο Τζων Ουέσλεϋ, έγινε εφημέριος στο Ντόρσετ, φυλακίστηκε όμως διότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το Βιβλίο της Λειτουργίας. Εξεδιώχθηκε από την εφημερία του και έγινε αλλόδοξος πάστορας στο Πουλ. Ο πατέρας του Τζων, Σάμουελ Ουέσλεϋ, σπούδασε στην Οξφόρδη, εγκατέλειψε την αλλοδοξία, χειροτονήθηκε αγγλικανικός ιερέας, παντρεύτηκε τη Σουζάνα Άννεσλεϋ (κόρη ιεροκήρυκα) και έγινε εφημέριος του Έπγουωρθ στο Λινκοσάιρ. Από τα δεκαεννέα παιδιά του, τα οκτώ πέθαναν σε νηπιακή ηλικία – η περίπτωση είναι χαρακτηριστική της γονιμότητας των γυναικών, της σεξουαλικής πληθωρικότητας των κληρικών και του επιπέδου της ιατρικής στην Αγγλία κατά το δέκατο όγδοο αιώνα. Ο πατέρας ήταν αυστηρός τόσο στην οικία του, όσο και από άμβωνος. Έμαθε τα παιδιά του να φοβούνται την εκδίκηση του Θεού και όταν διαπίστωσε ότι μία γυναίκα του ποιμνίου της ενορίας του ήταν ένοχος μοιχείας, την ανάγκασε να διέλθει από τους δρόμους της συνοικίας, φορώντας το ένδυμα της μεταμέλειας. (45) Η σύζυγός του τον συναγωνίζοταν στην αυστηρότητα και τη θεοσέβεια. Όταν ο πλέον διάσημος από τους γιους της ήταν εικοσιεννέα ετών, του εξήγησε την ηθική της φιλοσοφία:
    «Επιμένω στην έγκαιρη καθυπόταξη της θέλησης των παιδιών, διότι μόνο έτσι μπορεί να τεθεί μία σταθερή και λογική βάση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, χωρίς την οποία ούτε οι νουθεσίες, ούτε το καλό παράδειγμα πρόκειται να φέρουν αποτελέσματα. Όταν όμως συντελεσθεί πλήρης η καθυπόταξη, τότε το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο από τη λογική και τη θεοσέβεια των γονέων του, μέχρις ότου ωριμάσει η δική του σκέψη και κρίση... Σε ηλικία ενός έτους, τα παιδιά μου διδάχτηκαν να φοβούνται τη βέργα και να μην ξεφωνίζουν κλαίγοντας, διότι αλλιώς θα υφίσταντο βαρύτερες τιμωρίες». 46
    Ο πρεσβύτερος γιος της, ο Σάμουελ Ουέσλεϋ ο 2ος έγινε ποιητής, φιλόλογος και Αγγλικανικός ιερέας. Ο Σάμουελ αποδοκίμασε το Μεθοδισμό των αδελφών του. Το δέκατο όγδοο τέκνο ήταν ο Τσαρλς Ουέσλεϋ, ο οποίος ενισχυσε σημαντικά το κήρυγμα του Τζων με 6.500 ύμνους. Ο Τζων ήταν το δέκατο πέμπτο παιδί και γεννήθηκε στο Έπγουωρθ το 1703. Όταν ήταν έξι ετών, μια πυρκαγιά αποτέφρωσε την εφημερία. Όλοι θεώρησαν το Τζων πεθαμένο μέσα στις φλόγες, αλλά αυτός εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο του δεύτερου πατώματος και σώθηκε από ένα γείτονα, ο οποίος πάτησε στους ώμους ενός άλλου άντρα. Αργότερα ο Τζων αποκάλεσε τον εαυτό του «δαυλό αποσπασθέντα εκ του πυρός» και ουδέποτε κατανίκησε τον έντονο φόβο τον οποίο του προκαλεί η κόλαση. Στην οικία του πατέρα του, κάθε απρόβλεπτος θόρυβος ερμηνεύονταν ως μια υπερφυσική παρουσία, διαβολική ή θεία.

    Σε ηλικία έντεκα ετών, ο Τζων έγινε μαθητής του «δημοσίου» σχολείου του Τσαρτερχάουζ και δεκαεπτά ετών έγινε δεκτός στο Κριστ Τσερτς της Οξφόρδης. Ήταν φιλάσθενος, αλλά είχε ισχυρή θέληση και βελτίωσε τη σωματική του υγεία με την πεζοπορία, την ιππασία και την κολύμβηση. Πέθανε ογδοντα οκτώ ετών. Διάβαζε όλα τα βιβλία τα οποία έπεφταν στα χέρια του και κρατούσε προσεκτικές σημειώσεις και περιλήψεις. Περισσότερο από όλα τα βιβλία του άρεσε το Αγία ζωή και άγιος θάνατος του Ιερεμία Τέυλορ και η Μύηση του Χριστού του Θωμά εκ Κέμπης. Σπουδαστής ακόμη της Οξφόρδης, άρχισε να κρατά το Ημερολόγιο – γραμμένο εν μέρει κρυπτογραφικά ή στενογραφικά – το οποίο θωρείται και σήμερα ένα από τα κλασσικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας και της Προτεσταντικής θεοσεβείας. Το 1726 έγινε εταίρος του Κολλεγίου Λίνκολν και το 1728 χειροτονήθηκε Αγγλικανός ιερέας.
    Πρώτος ο αδελφός του συνέπηξε στην Οξφόρδη μία μικρή ομάδα δεκαπέντε περίπου σπουδαστών και καθηγητών, αποφασισμένων να εφαρμόσουν το χριστιανισμό με μεθοδική πληρότητα. Οι εχθροί τους τούς ονόμασαν χλευαστικά «Αγία Λέσχη» ή «Μεθοδιστές». Τα μέλη της ομάδας διάβαζαν ομού την Ελληνική Διαθήκη και τους κλασσικούς. Νήστευαν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Λάμβαναν τη Θεία Κοινωνία κάθε εβδομάδα. Επισκέπτονταν φυλακισμένους και ανάπηρους, για να τους προσφέρουν υλική ανακούφιση και θρησκευτική ελπίδα. Συνόδευαν κατάδικους μέχρι το ικρίωμα. 

    Ο Τζων Ουέσλεϋ κατέκτησε την ηγεσία της ομάδας λόγω του ότι ήταν ο πλέον ενθουσιώδης και θεοσεβής. Σηκωνόταν από την κλίνη του κάθε μέρα στις 4 το πρωί – μία συνήθεια που διατήρησε μέχρι βαθύτατου γήρατος. Κατέστρωνε μεθοδικά, κάθε πρωί, το σχέδιο της ημέρας, γνωρίζοντας έτσι εκ των προτέρων με τι θα ασχολούνταν την κάθε ώρα. Ζούσε με 28 λίρες το έτος και μοίραζε τα υπόλοιπα χρήματά του στους φτωχούς. Νήστευε τόσο συχνά, ώστε σε μία περίπτωση φάνηκε να έχει υπονομεύσει ανεπανόρθωτα την υγεία του. Μετάβαινε πεζή, ως προσκυνητής, στο Ουίλλιαμ Λόου, για να ζητήσει τη συμβουλή του. Το βιβλίο του Λόου «Σοβαρή πρόσκληση για μία θεοσεβή και αγία ζωή» έγινε ο πνευματικός του οδηγός.
Όπως αναφέρει στο Ημερολόγιό του το βιβλίο εκείνο «εξέπεμπε τόσο δυνατό φως και φώτιζε τόσο έντονα την ψυχή μου, ώστε όλα τα πράγματα γύρω μου απέκτησαν μία νέα όψη.
    Το 1735 ο στρατηγός Όγκλεθορπ κάλεσε το Τζων και τον Τσαρλς να τον συνοδεύσουν ως ιεροκήρυκες στη Γεωργία. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει και για αυτό οι δύο αδελφοί συμβουλεύτηκαν τη μητέρα τους. «Και είκοσι γιους αν είχα, τους απάντησε, θα χαιρόμουν βαθύτατα εάν έφευγαν όλοι για μία τόσο θεάρεστη αποστολή, έστω και αν δεν επρόκειτο να τους δω ποτέ;» (48). Πώς να κατανοήσουμε εμείς οι εγωπαθείς μία τέτοια αυτοθυσία; Η Αγία Λέσχη ανέβαλε τις συνεδριάσεις της sine die (επ’ αόριστον) και τη 14η Οκτωβρίου ο Τζων και ο Τσαρλς, μαζί με άλλους δύο «Μεθοδιστές» επιβιβάστηκαν στο Σίμμοντς για τη Σαβάννα. Στο πλοίο, τους έκανε εντύπωση η εύθυμη ευλάβεια ορισμένων Μοραβών Αδελφών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία και μετέβαιναν να εγκατασταθούν στην Αμερική. Όταν μία σφοδρή τρικυμία απείλησε το μικρό σκάφος, οι Μοραβοί δεν έδειξαν φόβο. Συναγωνίζονταν τα σφυρίγματα του ανέμου με τους δυνατούς ύμνους τους. Οι Ουέσλεϋ αισθάνθηκαν ότι η πίστη των Μοραβών ήταν ισχυρότερη της δικής τους.
     Φτάνοντας στη Γεωργία (5 Φεβρουαρίου 1736), οι αδελφοί κατέλαβαν διάφορες θέσεις: ο Τσαρλς έγινε γραμματέας του Κυβερνήτη Όγκλεθορπ, ο Τζων έγινε ιερέας της νέας κοινότητας. Μετέβαινε επίσης στη γύρω περιοχή και κήρυττε το Λόγο του Θεού στους εκεί Ιουδαίους. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν το Ευαγγέλιο, δύο χρόνια αργότερα όμως τους περιέγραψε ως «λαίμαργους, κλέφτες, ψεύτες, πατροκτόνους, μητροκτόνους και φονιάδες των παιδιών τους». Πληροφορούμαστε από άλλες πηγές, ότι ο Τζων «δε σημείωσε επιτυχία με τους Ινδιάνους». (49) Ο λευκός πληθυσμός, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και εκατοντάδες εξοργισμένοι εγκληματίες, διέκειτο εχθρικώς προς τον Τζων Ουέσλεϋ, διότι τον άκουγε να ομιλεί με οξφορδιανή προφορά και διότι έβλεπε ότι είναι αυταρχικός και επέμενε στην ακριβή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων. Κατά τη βάπτιση, βύθισε τρεις φορές το μωρό ολοσχερώς εντός του ύδατος και όταν ένας πατέρας διαμαρτυρήθηκε, ο Τζων αρνήθηκε να βαπτίσει το παιδί του.
    Εξακολουθώντας ακόμη να έχει «πολύ στενές αντιλήψεις» (50), αρνήθηκε να μεταλάβει ένα καθόλα ευϋπόληπτο άνθρωπο, επειδή αυτός ο τελευταίος είχε ομολογήσει στην εξομολόγησή του ότι ήταν αλλόδοξος. Αρνήθηκε να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία κατά την κηδεία ενός αποίκου ο οποίος δεν είχε αποκηρύξει την αλλόδοξη αίρεσή του. Απαγόρευσε στις κυρίες της ενορίας του να φορούν πλούσια ενδύματα ή χρυσά κοσμήματα και έπεισε τον κυβερνήτη να κηρύξει παράνομη την αλιεία και το κυνήγι την Κυριακή – τη μόνη μέρα κατά την οποία οι ενορίτες του είχαν καιρό να ψαρέψουν ή να κυνηγήσουν. 

    Ερωτεύθηκε τη Σοφία Χόπκεϋ, την ηλικίας δεκαεννέα ετών ανηψιά του ειρηνοδίκου της Σαβάννα, αλλά οι Μοραβοί φίλοι του δεν τη θεώρησαν άξια να γίνει σύζυγός του. Η διστακτικότητά του κούρασε τόσο τη Σοφία, ώστε παντρεύτηκε κάποιον κ. Ουίλκινσον. Όταν η Σοφία προσήλθε να μεταλάβει, ο Τζων αρνήθηκε να της παράσχει τη Θεία Κοινωνία, με το αιτιολογικό ότι είχε κοινωνήσει μόνο τρεις φορές κατά τους τελευταίους τρεις μήνες και είχε αμελήσει να ζητήσει από τον πάστορά της να θυροκολλήσει στην είσοδο της εκκλησίας την αγγελία του γάμου της. Ο σύζυγός της τον μήνυσε για δυσφήμηση της συζύγου του. Το δικαστήριο καταδίκασε τη συμπεριφορά του Ουέσλεϋ ως υποψηφίου γαμπρού και την υπερβολική αυστηρότητα ως κληρικού. Ο Τζων δήλωσε ότι θεωρεί το δικαστήριο αναρμόδιο να τον κρίνει. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του ωγκούτο συνεχώς. Έφυγε κρυφά στο Τσάρλστον και επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αγγλία. (22 Δεκεμβρίου 1737)
     Στο Λονδίνο εξακολούθησε να ζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λιτότητα, ελπίζοντας ότι έτσι θα επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αλλά ο Πέτρος Μπέλερ, ένας Μοραβός ιεροκήρυκας, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν προς Αμερική, τον βεβαίωσε ότι η πίστη του ήταν ακόμη ατελής. Ότι όσο ηθικό βίο και αν διάγει ή όσος και αν είναι ο ζήλος της ευλάβειάς του, θα παραμένει σε κατάσταση θείας καταδίκης, μέχρις ότου δεχθεί τη φώτιση και πεισθεί χωρίς κανένα απολύτως λογικό επιχείρημα ότι ο Χριστός είχε πεθάνει γι’ αυτόν και είχε εξαγοράσει τις δικές του αμαρτίες. Μόνο μετά από ένα τέτοιο προσηλυτισμό μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι δε θα υποπέσει σε αμάρτημα και να είναι σίγουρος για τη σωτηρία του. Ο Ουέσλεϋ σημείωσε στο Ημερολόγιό του την Magna Dies (Μεγάλη Ημέρα), κατά την οποία δέχθηκε επιτέλους τη φώτιση. Αυτό συνέβει την 24η Μαΐου του 1738:
     "Το βράδυ παρ’ όλο που δεν είχα καθόλου διάθεση, πήγα σε μία συνάθροιση στην οδό Αλντερσγκέιτ, όπου κάποιος ανάγνωσε τον πρόλογο του Λούθηρου στην Επιστολή προς Ρωμαίους. Κατά τις εννέα παρά τέταρτο, τη στιγμή που εξηγούσε την αλλαγή την οποία επεξεργάζεται ο Θεός στην καρδιά του ανθρώπου μέσω της πίστης του στον Χριστό, αισθάνθηκα την καρδιά μου να θερμαίνεται κατά περίεργον τρόπο. Αισθάνθηκα ότι είχα πράγματι εμπιστοσύνη στον Χριστό, μόνο στον Χριστό, για τη σωτηρία. Και μία βεβαιότητα μου είχε δοθεί ως δώρο, η βεβαιότητα ότι Αυτός είχε σβήσει τις δικές μου αμαρτίες, ακόμη και τις πλέον προσωπικές μου και με είχε σώσει από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου. Άρχισα να προσεύχομαι με όλη μου τη δύναμη υπέρ αυτών οι οποίοι μου συμπεριφέρθηκαν κακώς και με κατεδίωξαν. Κατόπιν, δήλωσα στους εκεί παρισταμένους τι ακριβώς αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην καρδιά μου." (51)
    Με δυο λόγια, είχε ανακεφαλαιώσει τα διαδοχικά στάδια του χριστιανισμού – της σωτηρίας μέσω της πίστης και των έργων, της σωτηρίας μέσω μόνο της πίστης (Λούθηρος) και της σωτηρίας μέσω της προσωπικής θείας φώτισης (Κουάκεροι). Ευγνωμονώντας τον Μπέλερ ο Ουέσλεϋ μετέβει στη Γερμανία το καλοκαίρι του 1738 και έμεινε πολλές εβδομάδες στο Χέρνχοντ, το Σαξωνικό χωριό όπου μία αποικία Μοραβών Αδελφών είχε εγκατασταθεί στα κτήματα του κόμη φον Τσίντσεντορφ.
    Εν τω μεταξύ ο Τσαρλ Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκε μία παρόμοια φώτιση. Αυτός, με τον ηπιότερο τρόπο του, είχε αρχίσει να κηρύσσει το Λόγο του Θεού στους φυλακισμένους του Νιουγκέιτ και από κάθε άλλο άμβωνα από τον οποίο του επέτρεπαν να ομιλήσει. Κάτι ακόμη σημαντικότερο, άρχισε να διακρίνεται στο κίνημα των Μεθοδιστών μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία μόνο με τον Τζων Ουέσλεϋ θα μπορούσε να συγκριθεί. Ο Τζωρτζ Χουάιτφιλντ ήταν γιος ενός πανδοχέα του Γκλώτσεστερ. Ο Τζωρτζ, γεννήθηκε το 1714, διατέλεσε για ένα χρόνο και πλέον σερβιτόρος στο πανδοχείο του πατέρα του. Κατώρθωσε να σπουδάσει στο Κολλέγιο Πέμπροκ της Οξφόρδης και υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Αγίας Λέσχης. Μετέβη προς συνάντηση των Ουέσλεϋ στη Γεωργία το 1738, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία το φθινόπωρο του ίδιου έτους για να χειροτονηθεί Αγγλικανός ιερέας. Τα από άμβωνος κηρύγματα δεν τον ικανοποιούν. Φλέγεται από την επιθυμία να ενσταλάξει την πίστη του στις μεγάλες λαϊκές μάζες.

    Το Φεβρουάριο του 1739 άρχισε να κηρύττει στην ύπαιθρο, κοντά στο Μπρίστολ, απευθυνόμενος στους ανθρακωρύχους οι οποίοι δεν τολμούσαν ή δε σκέφτηκαν να εισέλθουν στην εκκλησία. Η φωνή του ήταν τόσο καθαρή και δυνατή, ώστε μπορούσαν να τον ακούσουν είκοσι χιλιάδες ακροατές και η φλογερή του ρητορία συγκίνησε τόσο πολύ εκείνους τους βασανισμένους και κουρασμένους άντρες, ώστε (όπως μας λέει ο ίδιος) έβλεπε «τα άσπρα αυλάκια των δακρύων στα μαύρα μάγουλά τους». 52 Η φήμη την οποία απέκτησε σύντομα ο νέος ιεροκήρυκας και η αποτελεσματικότητα των υπαίθριων κηρυγμάτων του, συνετάραξαν την κοινή γνώμη της Αγγλίας. Οπουδήποτε μετέβαινε ο Χουάιτφιλντ, τεράστια πλήθη συνέρρεαν να τον ακούσουν.
    Το κήρυγμά του παρέμενε αλησμόνητο. Δεν έκανε επίδειξη πολυμάθειας, ισχυριζόταν όμως ότι είχε συνομιλήσει ιδιαίτερα με το Θεό. Η γλώσσα του, είπε ο Ουέσλεϋ ήταν αρκετά «πομπώδης και περιπαθής». Χρησιμοποιεί εντυπωσιακές συγκρίσεις και παρομοιώσεις. Μιλώντας λ.χ. για τον Χριστό είπε ότι «ψήθηκε, σα να λέμε, τόσο πολύ μέσα στην οργή του Πατέρα του, ώστε δίκαια τον είπαν Αμνό του Θεού.» (54) Ο Χουάιτφιλντ, κηρύττωντας στην ύπαιθρο, προσέφυγε στην τέχνη του ηθοποιού, όπως και ο Πιτ, όταν έκανε τους λόγους τους στο Κοινοβούλιο. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χύσει πύρινα δάκρυα και με όλες τις ενδείξεις η συγκίνησή του ήταν ειλικρινής. Και μπορούσε να κάνει τους απλοϊκούς ακροατές του να αισθανθούν κατά τρόπο άμεσο και έντονο το συναίσθημα της αμαρτίας, τον τρόμο της κόλασης και την αγάπη του Χριστού. Ρήτορες όπως ο Μπόλινγκμπροκ και ο Τσέστερφιλντ, σκεπτικιστές όπως ο Φραγκλίνος και ο Χιουμ, ηθοποιοί όπως ο Γκάρρικ, παραδέχθηκαν τη δύναμή του. Αφού έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό, μετέβαλε την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αμερική σε ενορία του. Δεκατρείς φορές διέσχισε τον Ατλαντικό, δώδεκα φορές διέσχισε τη Σκωτία. Δεν ήταν ασύνηθες γι’ αυτόν να κηρύττει 40 ώρες την εβδομάδα. Σε ηλικία 50 ετών είχε εξαντληθεί. Μείωσε τις παραστάσεις του στις «απολύτως εφικτές» δηλαδή κήρυττε μία φορά μόνο τις καθημερινές και τρεις τις Κυριακές, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το 1769 επισκέφτηκε για 7η φορά τις αποικίες και πέθανε στο Νιούμπωρυ Πορτ, στη Μασσαχουσέτη, το επόμενο έτος.
    Ο Τζων Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας από το Χέρνχουτ, δεν ενέκρινε απόλυτα το ρητορικό στυλ του Χουάιτφιλντ και δίσταζε νε μιμηθεί το παράδειγμά του, δηλαδή το κήρυγμα στην ύπαιθρο. «Υπήρξα σε όλη μου τη ζωή (και μέχρι τελευταία ακόμη) τόσο αυστηρός σε ό,τι αφορά στην ευπρέπεια και την τάξη... ώστε είχα την εντύπωση ότι καταντούσε σχεδόν αμαρτία να προσπαθεί κανείς να σώσει τις ψυχές των ανθρώπων εκτός των Οίκων του Θεού.» (55) Υπερνίκησε πάντως την απέχθειά του και άρχισε και αυτός να διαλαλεί το μήνυμά του στους αγρούς και στους δρόμους των πόλεων. «Στην ύπαιθρο άρχισα να χρησιμοποιώ απλούστερη γλώσσα» (Απρίλιος 1739). Η ρητορεία του δεν είχε το πάθος του Χουάιτφιλντ, η γλώσσα του ήταν γλώσσα φιλολόγου και τζέντλεμαν, αλλά και αυτός επίσης γνώριζε να συγκινεί το ακροατήριό του.

    Είχε την ικανότητα να πείθει τους ακροατές του, ότι η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων ήταν ένα μέρος ενός εκτεταμένου και ευγενούς δράματος όπου οι ψυχές τους ήταν το πεδίο της μάχης μεταξύ Σατανά και Χριστού. Οι ακροατές του μεταφέρονταν μαζί του σε έναν κόσμο οιωνών και θαυμάτων. Και τον πίστευαν όταν τους έλεγε ότι ακούνε από το στόμα του τη φωνή του Θεού.
Ο Ουέσλεϋ οργάνωσε τους οπαδούς του σε «μικρές κοινωνίες». Κάθε πόλη απ’ την οποία περνούσε αποκτούσε τη «μικρή κοινωνία» της. Οι συναθροίσεις των πιστών θύμιζαν τις αγάπες των πρώτων χριστιανών – ήταν γιορτές θρησκευτικής χαράς και συλλογικής αγάπης. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ο ένας στον άλλο, υφίσταντο τον προσεκτικό έλεγχο της ηθικής τους ζωής και προσεύχονταν ομαδικά ή τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ο Τζων είχε ήδη συνθέσει ή μεταφράσει αρκετούς συγκινητικούς ύμνους και ο Τσαρλς συνέγραψε τον πλέον φημισμένο από τους πολλούς και ωραίους ύμνους του – το «Ιησού, Εραστή της Ψυχής μου.»
     Από αυτές τις ομάδες των ζηλωτών, ο Τζων Ουέσλεϋ διάλεγε και εκπαίδευε τους μη ιερωμένους ιεροκήρυκες, οι οποίοι συνέχιζαν τη διδασκαλία του νέου ευαγγελίου όταν οι ηγέτες μετέβαιναν σε άλλη πόλη. Χωρίς χειροτονία, χωρίς καθορισμένες ενορίες, από άμβωνος ή όχι, αυτοί οι «βοηθοί» ταξίδευαν στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία, μετέφεραν εκεί τους φόβους και τις ελπίδες της Προτεσταντικής θεολογίας στις εργατικές τάξεις και προετοίμαζαν τις επισκέψεις του Ουέσλεϋ και του Χουάιτφιλντ. Ο Ουέσλεϋ ταξίδευε – έφιππος με ταχυδρομική άμαξα ή πεζή – διανύοντας συχνά 60 μίλια ημερησίως. Διάνυσε έτσι, για 40 χρόνια, 4.000 μίλια κατά μέσο όρο κάθε χρόνο και έφτασε στα πλέον απομακρυσμένα σημεία της Αγγλίας. Κήρυττε σε κάθε ευκαιρία: στις φυλακές, στους κρατούμενους, στις ταχυδρομικές άμαξες, στους συνταξιδιώτες του, στα πανδοχεία, μέχρι και τα πλοία τα οποία μετέβαιναν στην Ιρλανδία ή από λιμάνι σε λιμάνι. Στο Έπγουωρθ, όπου δεν του επέτρεψαν να κηρύξει από άμβωνος κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας, μπροστά στον τάφο του πατέρα του.
     Τι κήρυττε; Κατ’ ουσία την Πουριτανική πίστη, η οποία φαινόταν ότι είχε δεχθεί θανατηφόρο πλήγμα από την ηθική παραλυσία της Παλινορθώσεως των Στιούαρτ. Ο Ουέσλεϋ απέρριπτε το δόγμα περί απολύτου προορισμού (ο Χουάιτφιλντ το δεχόταν). Ακολουθώντας την αρμινική πτέρυγα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, επέμενε ότι ο άνθρωπος έχει αρκετή ελευθερία βούλησης για να εκλέξει αν θα δεχθεί ή όχι τη θεία χάρη. Θεωρούσε απαράδεκτη κάθε προσφυγή στη λογική. Αισθανόταν ότι η θρησκεία προχωρούσε πέρα της ανθρώπινης λογικής και εξαρτώταν από τη θεία έμπνευση και την εκ των ένδον πηγάζουσα βεβαιότητα. Αλλά αποστρεφόταν τον μυστικισμό, με το επιχείρημα ότι άφηνε τα πάντα στο Θεό και δεν παρότρυνε τον άνθρωπο στην άσκηση της έμπρακτης καλωσύνης. Συνεμερίζοταν τις περισσότερες προλήψεις της τάξης του και της εποχής του: πίστευε στα φαντάσματα, στη διαβολική καταγωγή των παράξενων θορύβων, στην πραγματικότητα και την εγκληματικότητα της μαγείας. Όποιος παύει να πιστεύει στην ύπαρξη της μαγείας, έλεγε, παύει να πιστεύει στη Βίβλο. Δεν αμφέβαλλε για τα θαύματα. Νόμιζε ότι εξακολουθούν να συμβαίνουν κάθε μέρα μεταξύ των οπαδών του. Οι πονοκέφαλοι, τα οιδήματα, οι θλάσεις οστών, τα κατάγματα, θεραπεύονταν με τις δικές του προσευχές της κοινωνίας των Μεθοδιστών και ανέφερε ιδιαίτερα την περίπτωση μιας καθολικής νεανίδος, η οποία έχανε την όρασή της κάθε φορά που διάβαζε το Καθολικό Λειτουργικό και την ξανάβρισκε μόλις άνοιγε να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Δεχόταν ως αληθινές τις αφηγήσεις των γυναικών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι είχαν δει αγγέλους, τον Χριστό, τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Και κατέγραψε στο ημερολόγιό του αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίπαλοι του Μεθοδισμού τιμωρήθηκαν σκληρά, κατά τρόπο ο οποίος μόνο ως θαύμα μπορεί να χαρακτηριστεί. (56)
    Το κήρυγμά του ήταν τόσο ζωντανό, ώστε πολλά άτομα από το ακροατήριο καταλαμβάνονταν από υστερία. Το ημερολόγιο μιλάει περί αμαρτωλών οι οποίοι, ακούγοντας το κήρυγμά του, αισθάνονταν αφόρητους σωματικούς πόνους και έπεφταν στο πάτωμα και συνεστρέφονταν με αγωνία, ενώ οι άλλοι πιστοί γονάτιζαν κοντά τους και προσεύχονταν υπέρ της απαλλαγής τους από την κατοχή του Σατανά. (57) Ο Ουέσλεϋ περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση στην οδό Μπάλντουϊν στο Λονδίνο, το 1739:
     «Η φωνή μου μόλις ακούγεται μέσα στους στεναγμούς των μεν και των κραυγών δε... Ένας Κουάκερος ο οποίος στεκόταν κοντά μου, με άκουγε με φανερή δυσαρέσκεια... αλλά σε μία στιγμή έπεσε και αυτός ως κεραυνόπληκτος. Σου προκαλούσε φρίκη να βλέπεις την αγωνία στην οποία βρισκόταν. Ικετεύσαμε τον Θεό να τον ευσπλαγχνισθεί και μετά από λίγο ο Κουάκερος σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε δυνατά: «Τώρα το ξέρω πως είσαι προφήτης του Κυρίου.» (58)

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, αναφερόμενος από τον Ουέσλεϋ, περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση Μεθοδιστών στο Έβερτον, το 1759:

    «Άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι κραύγαζαν δυνατά... Οι περισσότεροι ανάσαιναν με δυσκολία, σαν άνθρωποι μισοπνιγμένοι, που προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Γιατί πραγματικά, όλες σχεδόν οι κραυγές θύμιζαν ανθρώπινα πλάσματα που πεθαίνουν μέσα σε φρικτή αγωνία. Πολλοί έκλαιγαν αθόρυβα. Άλλοι είχαν πέσει κάτω και έμεναν ακίνητοι, σαν νεκροί... Απέναντί μου στεκόταν ένας χωρικός, γεροδεμένος και ροδομάγουλος, αλλά σε μια στιγμή, τον είδα να σωριάζεται στο πάτωμα... Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό και τα πόδια του χτυπούσαν δυνατά το πάτωμα, εκεί που ήταν πεσμένος, ανάμεσα στις δύο σειρές των καθισμάτων... Σχεδόν όλοι όσους άγγιξε ο Θεός με το χέρι του, γινόντουσαν κατακόκκινοι ή σχεδόν μαύροι... Ένας ξένος, καλοντυμένος, που στεκόταν απέναντί μου έπεσε προς τα πίσω και η πλάτη του χτυπούσε στον τοίχο, ύστερα έπεσε μπροστά, στα γόνατά του, συστρέφοντας τα χέρια του και μουκανίζοντας σαν ταύρος... Σηκώθηκε και έτρεξε προς τον τοίχο μέχρι που ο κ. Κήλινγκ και άλλοι τον σταμάτησαν. Αυτός φώναζε με όλη του τη δύναμη: «Ω, τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Ω, για μια σταγόνα του αίματος του Χριστού!» Καθώς μιλούσε ο Θεός του πήρε την ψυχή. Είχε δει τις αμαρτίες του και δεν άντεξε το βάρος τους». (59)
    Πιθανώς οι ως άνω υστερικές εκδηλώσεις είχαν την αιτία τους σε καταστάσεις οι οποίες βασάνιζαν τα θύματα πριν παραστούν στη συγκέντρωση των Μεθοδιστών και η υπενθύμιση της πυράς της κολάσεως ενέτεινε απλά την ψυχική τους έξαψη πέρα παντός ελέγχου. Ο Ουέσλεϋ ερμήνευσε τις υστερικές αυτές εκδηλώσεις ως δαιμονοπληξίες θεραπευόμενες από την επέμβαση του Θεού. Είχε τη γνώμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η θεραπεία δεν συνεπάγοταν μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα προς το καλύτερο. Είχε όμως την αίσθηση ότι συχνά συνετελείτο μία κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία και ο πιστός άρχιζε μία νέα ζωή.
    Ο Μεθοδισμός σημείωνε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του μεταξύ των φτωχών. Οι ιεροκήρυκες ήταν άνθρωποι μέτριας μόρφωσης και τα αισθήματά τους, καθώς και ο τρόπος της ομιλίας τους ήταν απλός, αν όχι απλοϊκός. Δεν υπήρχαν ταξικές ή πολιτιστικές διαφορές μεταξύ αυτών και του ακροατηρίου των. Έφεραν το μήνυμα της αμαρτίας και της μετάνοιας στους χωρικούς, τους ανθρακωρύχους και τους εγκληματίες. Και μολονότι κήρυτταν μία πίστη η οποία βασίζοταν περισσότερο στο φόβο παρά στην αγάπη παρείχαν στους αγράμματους ακροατές τους ένα κώδικα ηθικής, ο οποίος συνετέλεσε στην ηθικοποίηση της Αγγλίας κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα. Ήταν η Πουριτανική ηθική, η εναντίον της οποίας αντίδρασης έχει φτάσει κατά την εποχή μας στα άκρα. Ο Ουέσλεϋ αντιμετώπιζε με εχθρική διάθεση όλες σχεδόν τις διασκεδάσεις. Επέτρεπε την χαρτοπαιξία, θεωρούσε όμως αμαρτία τη μετάβαση στα πανηγύρια, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων ή τη συμμετοχή στους χορούς.
    Είχε επίσης τη γνώμη ότι αμαρτάνουν όσοι φορούν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους ή ακριβά ενδύματα. Στο σχολείο το οποίο ίδρυσε στο Κίνγκσγουντ, απαγορεύονταν στους μαθητές τα παιχνίδια, διότι «όποιος παίζει όταν είναι παιδί, θα παίζει και όταν γίνει άντρας.» 60 Αλλά αυτή η Πουριτανική ηθική βρισκόταν σε αρμονία με τον αγγλικό χαρακτήρα. Ο ηθικός της κώδικας μπορούσε να εφαρμοστεί από ισχυρούς άντρες και υπομονετικές γυναίκες. Και βοήθησε τις εργατικές τάξεις να αντιμετωπίσουν την ανέχειά τους, ενσταλάζουσα στους φτωχούς την υπερήφανη αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού ή την πεποίθηση ότι αυτή ήταν η μοίρα τους, με αποτέλεσμα να προσβλέπουν με εχθρότητα κάθε επανάσταση η οποία θα έθετε σε αμφιβολία τον χριστιανισμό. Οι συντηριτικοί αισθάνθηκαν αργότερα ότι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Ουέσλεϋ, διότι έσωσε τους φτωχούς από τον ντεϊσμό και την ελεύθερη σκέψη και τους δίδαξε να μην ονειρεύονται την κοινωνική εξέγερση αλλά την προσωπική τους σωτηρία. Να μην προσβλέπουν σε μία επίγεια ουτοπία, αλλά σε έναν μετά θάνατον Παράδεισο. (61)
    Ο Ουέσλεϋ, στον τομέα της πολιτικής, έκλινε προς τον συντηρητισμό. Προηγείτο της τάξης του, συνηγορώντας υπέρ ορισμένων μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων: κατήγγειλε την άνιση αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο, τη διαφθορά των Άγγλων πολιτικών, την απανθρωπιά της δουλείας, το φρικιαστικό καθεστώς των Βρεττανικών φυλακών. Παραδεχόταν όμως την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας ως φυσική και δίκαια. Ήταν αντίθετος προς κάθε επιείκεια έναντι των καθολικών και κατά την επανάσταση των αποικιών της Αμερικής τάχθηκε με το μέρος του Γεωργίου του 3ου.
Παρέμεινε Αγγλικανός στο δόγμα, δε συνεμεριζόταν όμως την Αγγλικανική άποψη ότι μόνο ένας επίσκοπος της Αποστολικής Διαδοχής, μπορούσε να χειροτονήσει έγκυρα έναν ιερέα. Αυτός ο ίδιος χειροτονούσε εφημέριους για τη Σκωτία και την Αμερική. Όταν έλεγε ότι «ενορία μου είναι όλος ο κόσμος», (62) εννοούσε ότι είχε το δικαίωμα να κηρύττει όπου ήθελε, χωρίς επισκοπική άδεια ή εντολή. Στο σημείο αυτό ήταν ένας σχισματικός για την Αγγλικανική Εκκλησία. Εξόρκιζε όμως τους οπαδούς του να παρακολουθούν τις Αγγλικανικές λειτουργίες, να απέχουν από τις συγκεντρώσεις των αλλοδόξων, να μην πιστεύουν στα κηρύγματά τους και να μην κρατούν ανταγωνιστική στάση έναντι του Αγγλικανικού κλήρου. Κατά το πρώτο στάδιο του κινήματος, ορισμένες Αγγλικανικές εκκλησίες επέτρεψαν στους Μεθοδιστές να κηρύξουν από τους άμβωνές τους. Αλλά όταν οι μη ιερωμένοι ιεροκήρυκες του Ουέσλεϋ έλαβαν αυθαίρετα το δικαίωμα να παρέχουν στους πιστούς τη Θεία Μετάληψη και το Μεθοδιστικό δόγμα στράφηκε προς τη μεσαιωνική έμφαση της κόλασης και προς την Πουριτανική ενασχόληση με το πρόβλημα της αμαρτίας, οι Αγγλικανοί ιεράρχες απέσυραν την υποστήριξή τους, όπως είχε αποσύρει ο Έρασμος τη δική του από τον Λούθηρο.
    Οι διωγμοί της νέας αίρεσης προήλθαν λιγότερο από την Αγγλικανική Εκκλησία και περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι δε μπορούσαν να ανεχτούν νέους τρόπους στο κήρυγμα παλαιών ιδεών. Στη μία πόλη και ύστερα στην άλλη, οι υπαίθριοι ιεροκήρυκες – όπως αργότερα οι κηρύττοντες το νέο κοινωνικό ευαγγέλιο – άρχισαν να δέχονται τις επιθέσεις του όχλου, ο οποίος άρπαζε την ευκαιρία να βιαιοπραγήσει χωρίς το φόβο να τιμωρηθεί. Στον Μονμάουθ, κάποιος έριξε στο κεφάλι του ιεροκήρυκα μια μεγάλη πέτρα. Ο ιεροκήρυκας πέθανε από το χτύπημα. Στο Γουέντεσμπουρν, ο όχλος εισέβαλε στις οικίες των Μεθοδιστών, βίασε τις γυναίκες, και ξυλοκόπησε τους άντρες. Όταν εμφανίστηκε ο Ουέσλεϋ, το εξαγριωμένο πλήθος κραύγασε «Σκοτώστε τον!» και χειροκρότησε εκείνους οι οποίοι τον χτύπησαν με ρόπαλα. Ο Ουέσλεϋ προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ο όχλος τον άφησε να φύγει. Στο Μπόλτον, αρκετοί οργισμένοι αντίπαλοι όρμησαν στο σπίτι όπου κήρυττε ο Ουέσλεϋ. Οι πέτρες, τα κεραμίδια και τα αυγά έπεφταν βροχή γύρω του, αλλά αυτός συνέχισε απτόητος τη λειτουργία μέχρι τέλους. Στο Νταβάιζες οι αντιμεθοδιστές κατέβρεξαν με μία πυροσβεστική αντλία το σπίτι όπου έμενε ο Τσαρλς Ουέσλεϋ και εξαπέλυσαν πολλά μπουλντόγκ εναντίον των οπαδών του. Στο Έξετερ, ο Χουάιτφιλντ λιθοβολήθηκε και μετά δυσκολίας διέφυγε τον θάνατο. Στο Χόξτον, οι αντίπαλοι έσπρωξαν μία αγελάδα στην αίθουσα συγκέντρωσης των Μεθοδιστών. Στο Πένσφορντ, ένας ταύρος, αφού προηγουμένως είχε ερεθισθεί κατάλληλα, εξαπολύθηκε εναντίον του κηρύττοντος Τζων Ουέσλεϋ. Το θάρρος το οποίο επέδειξαν οι ιεροκήρυκες έκανε καλή εντύπωση στους Βρεττανούς οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται ανεκτικότεροι και ορισμένοι μάλιστα να υποστηρίζουν τους Μεθοδιστές.
      Ο Ουέσλεϋ ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, ύψους 5 ποδιών και 3 ιντσών και βάρους 128 λίτρων. Στα γεράματά του είχε όψη επιβλητική λόγω της λευκής του κόμης, αλλά και νεότερος προσέλκυε την προσοχή με τα ασκητικά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το διαπεραστικό του βλέμμα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι γεννήθηκε για να κυβερνά. Η ενεργητικότητά του και η πνευματική του δύναμη ήταν φυσικό να τον προωθήσουν στην ηγεσία. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καταντούσε ενίοτε αλαζονεία, την οποία ένας Μεθοδιστής επίσκοπος χαρακτήρισε «ανυπόφορη». (63) Παντρεύτηκε το 1751, ερωτευμένος – όπως συμβαίνει σε όλους μας – τη νοσοκόμα η οποία τον περιποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας ασθένειάς του. Για 2 χρόνια, η σύζυγός του τον συνόδευσε στα γεμάτα επεισόδια ταξίδια του. Αλλά έχασε την υγεία της και τελικά και την υπομονή της και τον εγκατέλειψε. Ο Ουέσλεϋ απέδιδε την καλή του υγεία και τη ζωτικότητά του στα ακατάπαυστα ταξίδια του, τα οποία έκανε έφιππος ή πεζή. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι και η ρητορεία είναι μια υγιεινή άσκηση του αναπνευστικού μας συστήματος. Το 1735 έγινε χορτοφάγος. Ένα έτος αργότερα, αυτός και ένας φίλος του αποφάσισαν να ζήσουν με ψωμί, για «να δοκιμάσουν αν μπορεί κανείς στη ζωή να διατηρηθεί με ένα μόνο είδος τροφής. Ουδέποτε... υπήρξαμε περισσότερο υγιείς και ρωμαλέοι, απ’ ότι κατά την περίοδο κατά την οποία δεν τρώγαμε τίποτα άλλο». (64) Η αλήθεια είναι ότι επανήλθαν πολύ σύντομα στο ποικίλο διαιτολόγιο.
      Ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα του κηρύγματος των Μεθοδιστών; Εντός χρονικού διαστήματος μιας γενιάς η θρησκεία, η οποία φαινόταν ότι πεθαίνει εν μέσω της Αγγλικανικής αξιοπρέπειας και εν μέσω των ντεϊστικών αμφιβολιών, κατέστη ένα αξιολογώτατο στοιχείο της αγγλικής ζωής υπολειπόμενο σε σημασία μόνο της πολιτικής και του πολέμου. Όταν πέθανε ο Ουέσλεϋ (1791) οι οπαδοί του ανέρχονταν σε 70.000 στην Αγγλία, 40.000 στην Αμερική. Το 1957 υπήρχαν 2.250.000 Μεθοδιστές στη Μεγάλη Βρετανία, 12.000.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 40.000.000 σε ολόκληρο τον κόσμο. (65) Η επιρροή του Μεθοδισμού δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη του. Έτσι, εντός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η οποία απέρριπτε τον Μεθοδισμό, τα ιδανικά του βρήκαν την έκφρασή τους στο κίνημα των Ευαγγελιστών κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπαιξαν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο στο κίνημα της Οξφόρδης κατά το 19ο. Πολιτικά, το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενες τάξεις να υποταχθούν αγόγγυστα στο συντηρητισμό, μέχρι το 1848. Ηθικά, ο Μεθοδισμός βελτίωσε την ατομική συμπεριφορά και την οικογενειακή ζωή των φτωχών, συνέβαλε στην ελάττωση της εκλογικής και επίσημης διαφθοράς, ανάγκασε πολλά άτομα των ανωτέρων τάξεων να αισθανθούν ντροπή για την επιπολαιότητα και την κακία τους και προετοίμασε την αγγλική αντίδραση εναντίον του δουλεμπορίου.
     Πολιτιστικά, το κίνημα υπήρξε αρνητικό. Έδωσε στο λαό θρησκευτικά άσματα, συνέχισε όμως την Πουριτανική παράδοση και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις τέχνες. Από πνευματικής άποψης, ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Βάσιζε την πίστη του πάνω στο φόβο, τις ιερουργίες του πάνω στο αίσθημα και καταδίκαζε τη λογική ως παγίδα. Στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ πίστης και λογικής, είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στην πίστη. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην πρόοδο της γνώσης και της επιστήμης. Αγνοούσε ή χλεύαζε τον Διαφωτισμό, ο οποίος απλωνόταν σαν πυρκαγιά στη Γαλλία. Αισθανόταν ότι ο μοναδικός σκοπός και το μόνο νόημα της ζωής ήταν να αποφύγει κάποιος την αιώνια καταδίκη και ότι το μόνο που χρειαζόταν για να το πετύχει ήταν να πιστέψει στο λυτρωτικό θάνατο του Χριστό.
Τον Ιανουάριο του 1790, σε ηλικία 86 ετών, ο Ουέσλεϋ έγραφε στο ημερολόγιό του:
    «Είμαι τώρα ένας γέρος, φθαρμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια μου είναι θολά, το δεξί μου χέρι τρέμει, το στόμα μου είναι ζεστό και στεγνό κάθε πρωί, έχω έναν ενοχλητικό πυρετό σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, ευλογημένος να ’ναι ο Θεός, εξακολουθώ να εργάζομαι. Μπορώ ακόμα να κηρύττω και να γράφω.» (66). Δύο μήνες αργότερα άρχισε μια περιοδεία η οποία διήρκησε 5 μήνες, στην Αγγλία και τη Σκωτία. Ένα έτος αργότερα πέθανε (2 Μαρτίου 1791). Αν λάβουμε ως μέτρο του μεγαλείου την επιρροή, υπήρξε – αν εξαιρέσουμε τον Πιτ – ο μεγαλύτερος Άγγλος της εποχής του.

Το όνομα αυτού Εμμανουήλ. Ματθαίου α' 23. 
Ο Ιησούς έχει και το ωραίο όνομα «Εμμανουήλ, ο έστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός»!
Τα ονόματα του Ιησού δεν είναι τόσο γι’ Αυτόν όσο για μάς. Ο Θεός είναι ανώνυμος, απερίγραπτος, άρρητος, ανέκφραστος.

Όταν ο άνθρωπος Μωυσής τον ρώτησε για το όνομά του, Εκείνος απήντησε: «Εγώ ειμί ο ών... τούτο μου εστίν όνομα αιώνιον» (Γεν. γ' 14, 15).

Ο Θεός δεν έχει όνομα για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και το όνομα Εμμανουήλ δεν αναφέρεται τόσο σ’ Εκείνον όσο σε μάς. Αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι έχουν πια κοντά τους τον Θεό.
Ο Εμμανουήλ είναι όνομα για δική μας χρήσι. Είναι το όνομα, που περιμέναμε ν' ακουσθή στον αέρα της «ολεθρίας γης» της εξορίας μας.

Είναι το όνομα του ελευθερωτού μας. Του Θεού μας. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς ήμαστε εξόριστοι. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς είχαμε φύγει μακρυά.

Ο Ιησούς παίρνει το όνομα Εμμανουήλ γιατί ήθελε να μας βρη στον τόπο της καταδίκης μας. Το όνομα Εμμανουήλ είναι ο χιτώνας, που ντύθηκε η θεία φύσις του Ιησού για να έλθη κοντά μας. Να ζήση μαζί μας.

Είναι το μύρο, με το οποίο τον έχρισεν ο Θεός για να ευωδιάση τις μολυσμένες καρδιές μας. «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου» (Άσμα α' 3).
«Ουδέν άλλο δηλοί το “καλέσουσιν Εμμανουήλ" ή ότι όψονται Θεόν μετά ανθρώπων. Αεί μεν γαρ γέγονε μετά ανθρώπων, ουδέποτε δε ούτω σαφώς» (Ιωάννης Χρυσόστομος, ΥΜ. 41).
“ΕΚΕΙΝΟΣ”, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ, εκδόσεις Γρηγόρη, σελ. 28

Φωτεινό αστέρι. 
«Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού...» (Β' Τιμ. α' β)
Ο Blondin, ο ονομαστός ακροβάτης, περπατώντας επάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, κατώρθωσε να διαβή στο επικίνδυνο σημείο του τον ορμητικό καταρράκτη του Νιαγάρα. Το επέτυχε δε χάρις στην εξής επινόησι: Στο απέναντι ακριβώς μέρος και σε ανάλογο ύψος είχε τοποθετήσει ένα φωτεινό αστέρι. Σ’ όλη τη διαδρομή είχε καρφώσει την προσοχή του εκεί και με αυτό τον τρόπον απέφυγε τη ζάλη του χάους και του θορύβου.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πή κανείς για τον κάθε πιστό. Καρφώνοντας και εκείνος το βλέμμα του διαρκώς στο άστρο της θείας αγάπης, κατορθώνει να διαβή τον καταρράκτη της αμαρτίας και να φθάση στην απέναντι όχθη της μακαριστής ειρήνης και των χαρισμάτων του Θεού, με τα οποία εστολίσθη.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο43)

Επιμονή
Κάποιος που εδραπέτευσε, για να σωθή από τους εχθρούς του, ηναγκάσθη να καταφύγη και να κρυφτή μέσα σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι για πολλές ώρες. Για να περάση την ώρα του, άρχισε να παρακολουθή ένα μυρμήγκι, που σήκωνε ένα σπόρο σιταριού πολύ μεγαλύτερο από το μπόι του, και τ ανέβαζε πάνω σ έναν ψηλό τοίχο. Εξήντα εννέα φορές εμέτρησε ότι του έφυγε εκείνο το σπειρί, αλλά την εβδομηκοστή κατώρθωσε τέλος να το μεταφέρη εκεί που ήθελε, στην κορυφή του τοίχου.
Η θέα του μυρμηγκιού αυτού και της υπομονητικής επιμονής του, του ξανάδωσε θάρρος, και δεν ελησμόνησε ποτέ, λέγει, το μάθημα αυτό.
Κι εμείς ποτέ δεν πρέπει ν’ αποκάμνωμε (Λουκά ιη’ 1). Με την υπομονή και επιμονή νικώνται oι δυσκολίες!...
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο545)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 1,19 Καὶ(1) αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε(2) ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι(3) ἐξ Ἱεροσολύμων(4) ἱερεῖς(5) καὶ Λευΐτας(6) ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ(7);
Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν• “συ ποιός είσαι;”
(1)   Εισάγει πλήρη τη μαρτυρία του Ιωάννη για την οποία έγινε λόγος στους στίχους 7 και 15 (ο). «Φροντίζει να μας εξηγήσει πλατύτερα… εκείνα που ήδη ανήγγειλε συνενωμένα σαν σε περίληψη. Διότι αφού είπε «Παρουσιάστηκε κάποιος άνθρωπος… να μαρτυρήσει για το φως», κατ’ ανάγκη παρουσιάζει και τον τρόπο της μαρτυρίας που δόθηκε από αυτόν» (Κ). Έτσι μετά τον Πρόλογο η αρχή του ευαγγελίου και στον Ιωάννη γίνεται όπως και στο Μάρκο, με μόνη τη διαφορά ότι ο μεν Μάρκος παραθέτει την προς τα πλήθη μαρτυρία του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης την επίσημη μαρτυρία προς τους απεσταλμένους του συνεδρίου, η οποία έγινε μετά το βάπτισμα του Ιησού (β).
(2)   Το «όταν» αποδίδεται στη μετοχή «η γενομένη(=η οποία έγινε)» που υπονοείται (δ).
(3)   Πρόκειται για το συνέδριο, το οποίο μαζί με τον πρόεδρό του αποτελούνταν από 71 μέλη. Τα πρώτα ίχνη για την ύπαρξη αυτού του σώματος τα συναντούμε στα χρόνια του Αντιπάτρου και του Ηρώδη (Ιωσήπ. Αρχ. ιδ 9,4). Πάντως όμως πρόκειται για ανανέωση θεσμού πολύ αρχαίου (Δες Αρ. ια 16,Β΄Παρ. ιθ 8), και στα χρόνια των Μακκαβαίων (Α΄ Μακ. ιβ 5,Β΄Μακ. α 10,δ 44 κλπ.) το σώμα που ονομαζόταν γερουσία ήταν ανάλογο με τα αρχαία πολυμελή δικαστήρια. Μέλη του συνεδρίου αποτελούσαν οι αρχιερείς, δηλαδή αυτοί που διατέλεσαν αρχιερείς και αντικαταστάθηκαν από άλλους, οι πρεσβύτεροι και άρχοντες του λαού και τέλος οι γραμματείς (g).
Η ονομασία Ιουδαίοι μετά τα χρόνια της αιχμαλωσίας αποδίδεται σε ολόκληρο το λαό του Ισραήλ, διότι η πλειοψηφία από αυτούς που γύρισαν από την αιχμαλωσία ανήκαν στη φυλή του Ιούδα. Στον Ιωάννη ως επί το πλείστον αναφέρεται με θρησκευτική εκδοχή. Σημαίνει το έθνος ως κοινότητα άπιστη, η οποία στην πλειοψηφία της και με τους άρχοντές της είχε απορρίψει τον Μεσσία (F,g). Καθένας θα νόμιζε, ότι οι άρχοντες στα Ιεροσόλυμα, μεταξύ των οποίων ήταν πολλοί αρχιερείς και γραμματείς, ως πηγές μάθησης και ως οδηγοί στη συναγωγή θα είχαν αντιληφθεί από την ανάγνωση των βιβλίων του νόμου τα σημεία των καιρών της επικείμενης έλευσης του Μεσσία και συνεπώς θα έσπευδαν τώρα να εγκολπωθούν τον Πρόδρομό του. Αλλά αντί για αυτό έστειλαν απεσταλμένους να ζητήσουν λόγο από αυτόν. Κοσμική σοφία, τιμές και αξιώματα σπάνια προδιαθέτουν τις διάνοιες των ανθρώπων για υποδοχή του θείου φωτός.
(4)   Εξαρτάται όχι από το Ιουδαίοι (=οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα), αλλά από το απέστειλαν=έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα (g).
(5)   «Έστειλαν οι Ιουδαίοι αυτούς που είχαν καλύτερους· ιερείς δηλαδή και λευΐτες, και αυτούς Ιεροσολυμίτες» (Θφ). Εξηγείται επίσης αυτό και από το ότι ο Ιωάννης ως γιος ιερέα, κίνησε με τη δράση του το ενδιαφέρον της τάξης, στην οποία ανήκε άλλοτε και ο πατέρας του, (β), αλλά κυρίως από το ότι η κίνηση γύρω από τον Ιωάννη γινόταν ολοένα σοβαρότερη και ο λαός άρχιζε να διερωτάται, μήπως ο Ιωάννης ήταν ο Μεσσίας (g).
(6)   Αυτοί που δεν κατάγονταν από το γένος Ααρών, στο οποίο είχε επιφυλαχτεί η ιερωσύνη, οι οποίοι διακονούσαν τους ιερείς και των οποίων έργο ήταν να καθαρίζουν τα ιερά σκεύη και το ναό, να φροντίζουν τους ιερούς άρτους, να ανοίγουν και να κλείνουν τις πύλες, να ψάλλουν ύμνους στο ναό και άλλα (G). Δεν ήταν απλοί θυρωροί στο ναό, αλλά ήταν και εντεταλμένοι να διδάσκουν το λαό στο νόμο (Β΄ Παρ. ιζ 7-9,λε 3). Πιθανώς λοιπόν ανήκαν από αυτούς πολλοί στους γραμματείς που αναφέρονται στα ευαγγέλια, και ως τέτοιοι ήταν κάποιοι και μέλη του συνεδρίου (g).
(7)   Το ερώτημα σχετίζεται με τη γενική τότε στον Ισραήλ προσδοκία του Μεσσία=Είσαι ο Μεσσίας ο ίδιος ή κάποιος άλλος από εκείνους, οι οποίοι θα προηγηθούν από αυτόν; (g).

Ιω. 1,20 καὶ(1) ὡμολόγησε(2), καὶ(1) οὐκ ἠρνήσατο(2)· καὶ(1) ὡμολόγησεν(2) ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός(3).
Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.
(1)   Λαμπρό παράδειγμα σύνταξης κατά παράταξη (β).
(2)   Το δεύτερο «και ωμολόγησεν» αποσιωπάται από τον σιναϊτ., τη συριακή μετάφραση του Cureton και τον Ω. Η διπλή επανάληψη του ομολόγησε και η αρνητική μορφή της ίδιας ιδέας προσδίδουν ύψιστη έμφαση στην άρνηση του Ιωάννη (ο).
(3)   Παλαιότερη γραφή: Εγώ ουκ ειμί ο Χριστός. Σύμφωνα με αυτήν δίνεται έμφαση στο Εγώ.
«Δεν είπε ποιος είναι, το οποίο έκανε ύστερα, αλλά αποβλέποντας στο λογισμό τους και γνωρίζοντας τι θέλουν, αμέσως από την αρχή απέκλεισε αυτό που ήλπιζαν να πει» (Ζ).
«Αυτό θα πει δούλος ευγνώμων, όχι μόνο να μην αρπάζει τη δόξα που ανήκει στο δεσπότη του, αλλά και όταν του την αποδίδουν οι πολλοί, να την αποποιείται» (Χ).
Σημείωσε την εδώ μεγάλη αντίθεση μεταξύ του Ιωάννη και του Κυρίου. Ο Ιωάννης λέει: Δεν είμαι εγώ. Ο Ιησούς λέει: Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ο Ιωάννης είναι εδώ ο τύπος κάθε χριστιανικής μαρτυρίας. «Διότι δεν κηρύσσουμε τους εαυτούς μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού» (Β΄ Κορ. δ 5)(τ).
Οι διάκονοι του Χριστού πρέπει να θυμούνται πάντοτε, ότι δεν είναι αυτοί ο Χριστός και συνεπώς δεν πρέπει για κανένα λόγο να σφετερίζονται τις δυνάμεις του και τα προνόμιά του, ούτε να αποδέχονται τις τιμές, οι οποίες ανήκουν σε αυτόν. Δεν είναι αυτοί ο Χριστός και για αυτό δεν πρέπει να κατακυριεύουν την κληρονομία του Θεού, ούτε να είναι κύριοι της πίστης των Χριστιανών. Δεν έχουν αυτοί τη δύναμη να δημιουργούν χάρη και ειρήνη, αλλά μόνο καλούνται να καταστήσουν τους εαυτούς τους κατάλληλα όργανα του Χριστού, ο οποίος είναι η μόνη πηγή της χάρης και της ειρήνης. Στους πειρασμούς της υπερηφάνειας και της αποδοχής τιμών, οι οποίες δεν ανήκουν σε εμάς αλλά στο Χριστό, πρέπει να αντιστεκόμαστε με κάθε δύναμη.

Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν(1); Ἠλίας εἶ σύ(2); καὶ λέγει· οὐκ εἰμί(3). ὁ προφήτης εἶ σύ(4); καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν• “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης• “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης,” και απήντησεν• “όχι”.
(1)   Υπονοείται όχι «εἶ σύ»(=Τι είσαι λοιπόν;) αλλά μάλλον το «εστί»=Τι είναι λοιπόν; Τι συμβαίνει λοιπόν; (g). Τι συμπέρασμα βγαίνει από την άρνησή σου; (ο). Ο βατικανός κώδικας παρ’ όλα αυτά έχει τη γραφή «σύ οὖν τί;»(=εσύ λοιπόν τι είσαι;).
(2)   «Διότι περίμεναν ότι θα έλθει και ο Ηλίας. Διότι έχει γραφτεί στον προφήτη Μαλαχία (δ 4), Θα σας στείλω τον Ηλία τον Θεσβίτη» (Ζ). Στο λαό επικρατούσε η άποψη, ότι ο Μεσσίας θα έμενε κρυμμένος έως ότου θα δειχνόταν και θα χριόταν από τον Ηλία (Διάλογος προς Τρύφωνα 8). Ο σιναϊτ., βατικανός και ο L αποσιωπούν το σύ.
(3)   Ο Πρόδρομος υπήρξε με πνευματική έννοια ο Ηλίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών (Ματθ. ια 14,Λουκ. α 17), δεν ήταν όμως και ο Ηλίας, με την έννοια που τον θεωρούσαν αυτοί που έθεταν σε αυτόν το ερώτημα αυτό (β). Ο Κύριος με έννοια πνευματική δεχόταν τον Ιωάννη ως Ηλία (δες Λουκ. α 17), ενώ οι Ιουδαίοι ανέμεναν προσωπική επάνοδο του Ηλία με σώμα (μ).
(4)   «Δεν αρνήθηκε ο Ιωάννης ότι είναι προφήτης, αλλά το «ο προφήτης», εκείνος ο προσδοκώμενος» (Θφ).
«Επειδή αν και πολλοί προφήτες εμφανίστηκαν στο Ισραήλ, ένας όμως αναμενόταν κατά εξαιρετικό τρόπο, ο οποίος προφητεύτηκε από τον Μωϋσή σύμφωνα με το ρητό που έλεγε, Προφήτη θα σας αναστήσει ο Κύριος… όπως εμένα… (Δευτ. ιη 15), για αυτό για τρίτη φορά ρωτούν όχι αν ήταν προφήτης, αλλά «ο» προφήτης. Και αυτή την ονομασία εκείνοι δεν την απέδιδαν στο Χριστό, αλλά θεωρούσαν ότι αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο από το Χριστό» (Ω).
Φαίνεται ότι οι Ιουδαίοι διαχώριζαν τον προφήτη από τον Μεσσία (Ιω. ζ 40,41). Οι απόστολοι όμως ταύτισαν αυτούς (Πράξ. γ 22,ζ 37) και διακήρυξαν το Χριστό ως δεύτερο Μωϋσή ασύγκριτα υπεροχότερο, του οποίου το ευαγγέλιο αντικατέστησε το μωσαϊκό νόμο (μ).

Ιω. 1,22 εἶπον οὖν(1) αὐτῷ· τίς εἶ(2); ἵνα ἀπόκρισιν(3) δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν• “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”
(1)   Αφού επανειλημμένα αρνήθηκε, είπαν λοιπόν σε αυτόν. Σύνδεσμος που συνηθέστατα χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη (συναντιέται στο Ευαγγέλιο 195 φορές) σπανιότερα με έννοια συλλογιστική ή συμπερασματική, ενώ συνηθέστατα με έννοια αφηγηματικής μετάβασης (β).
(2)   Φανερώνει κάποιο είδος ανυπομονησίας η ερώτηση.
«Βλέπεις ότι αυτοί μεν επιμένουν περισσότερο και πιέζουν και ξαναρωτούν και δεν απομακρύνονται, ενώ εκείνος στην αρχή αναιρεί με επιείκεια τις ανύπαρκτες υπόνοιες και έπειτα αναφέρει αυτήν που ισχύει;» (Χ).
(3)   Ελλειπτική πρόταση που εξαρτάται από κύρια πρόταση που εξυπακούεται, δηλαδή, πες μας, για να… απάντησέ μας για να… (ο).

Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ(1) φωνὴ(2) βοῶντος(3) ἐν τῇ ἐρήμῳ(4), εὐθύνατε(5) τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.
Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης• “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου• κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου• 
(1)   Τα λόγια του Ησαΐα (μ 3), τα οποία οι συνοπτικοί (Ματθ. γ 3,Μάρκ. α 2-3,Λουκ. γ 4) εφαρμόζουν στον Ιωάννη και στην αποστολή του, εφαρμόζει και ο ίδιος ο Ιωάννης στον εαυτό του (β). Απαντώντας έτσι ο Ιωάννης, κατά κάποιο τρόπο εξαλείφει το πρόσωπό του και αφήνει να φανεί μόνο η αποστολή του (ο). «Αμέσως κατέφυγε στον προφήτη, κάνοντας και από αυτό αξιόπιστο το λόγο» (Χ). Απαντά με λόγια της Γραφής, δείχνοντας ότι σε αυτόν εκπληρώνεται η Γραφή και ότι το έργο και αξίωμά του βασιζόταν σε θείο κύρος. Απαντά συγχρόνως με πολύ ταπεινές και μετριόφρονες φράσεις εκλέγοντας εκείνο το χωρίο της Γραφής, το οποίο μιλά όχι για το αξίωμά του, αλλά για το καθήκον του και την εξάρτησή του από τον ερχόμενο Μεσσία.=Είμαι φωνή και τίποτα άλλο παρά μόνο μία απλή φωνή. Οι συνοπτικοί παραθέτουν σύμφωνα με τους Ο΄, ενώ ο Ιωάννης από μνήμης μάλλον από το Εβραϊκό κείμενο (β). Η έλλειψη του ρήματος (ειμί) προσδίδει μεγάλη ζωηρότητα στην απάντηση (ο)
(2)   «Ο Ιωάννης ήταν φωνή σε συγκεκριμένο χρόνο, ο Χριστός ήταν ο αιώνιος Λόγος στην αρχή» (Αυ). Ο Ιωάννης «υπήρξε η φωνή, αλλά όχι ο Λόγος» (Εφραίμ).
(3)   Η έννοια του προφητικού χωρίου είναι αυτή: Ο Ιεχωβά πρόκειται να εμφανιστεί για να δείξει τη δόξα του. Κατά τις στιγμές, οι οποίες προηγούνται αυτής της εμφάνισης, ακούγεται κάποια φωνή, η οποία προσκαλεί τον Ισραήλ να ετοιμάσει την οδό, από την οποία πρόκειται ο Ιεχωβά να έλθει, όπως συνηθιζόταν γενικώς στην Ανατολή πριν την άφιξη του μονάρχη ή του ηγεμόνα να καθαρίζουν και να κάνουν ευθεία την οδό, από την οποία θα ερχόταν (g).
(4)   Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το βοώντος παρά με το ευθύνατε. Η έρημος, όπου κήρυττε ο Ιωάννης, ήταν έμβλημα της ηθικής κατάστασης του Ισραήλ (g).
(5)   Η οδός η βασιλική, από την οποία έπρεπε να περάσει ο Ιεχωβά, δεν ήταν ετοιμασμένη στις καρδιές του Ισραήλ (g).

Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι(1) ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων(2)·
Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.
(1)   Η ιερατική τάξη, από την οποία η αποστολή αυτή είχε καταρτιστεί σύμφωνα με τον σ. 19, ανήκε ως επί το πλείστον στη μερίδα των Σαδδουκαίων, υπήρχαν όμως στην αποστολή και κάποιοι Φαρισαίοι. Υπάρχει και γραφή χωρίς το άρθρο.=Υπήρχαν εκεί και κάποιοι άλλοι σταλμένοι από τους Φαρισαίους.
(2)   Σημειώνει αυτό, για να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται το ακόλουθο ερώτημα. Για τους υπερσυντηρητικούς Φαρισαίους το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν καινοτομία (β).

Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις(1), εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν• “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”
(1)   Ο σιναϊτικός κώδικας παραλείπει το «και ηρώτησαν». Μέχρι τώρα κανείς υπαινιγμός δεν δόθηκε ότι το έργο του Ιωάννη ήταν και να βαπτίζει. Προϋποτίθεται, ότι όλοι οι αναγνώστες του Ευαγγελίου γνωρίζουν αυτό. Αλλά γιατί να βαπτίζονται οι Ιουδαίοι; Το βάπτισμα είχε προαναγγελθεί ως δείγμα προσέγγισης της Μεσσιακής βασιλείας (Ιεζ. λστ 25). Εφόσον λοιπόν ο Ιωάννης δέχτηκε ότι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας, ούτε ο προφήτης ήταν, τίθεται σε αυτόν το νέο αυτό ερώτημα (β).
«Οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων… απευθύνουν στον βαπτιστή κατά κάποιο τρόπο υβριστικά και ανόητα λόγια, με το να λένε, Γιατί λοιπόν βαπτίζεις… επειδή ήθελαν… να τον εμποδίσουν να βαπτίζει, ίσως θεωρώντας ότι το βάπτισμα δεν είναι έργο κανενός άλλου παρά μόνο του Χριστού και του Ηλία και του προφήτη» (Ω).

Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι(1)· μέσος δὲ ὑμῶν(2) ἕστηκεν(3) ὃν ὑμεῖς(4) οὐκ οἴδατε(5).
Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε• “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό• ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.
(1)   Η αντίθεση εδώ δεν είναι κυρίως μεταξύ του βαπτίσματος του Ιωάννη και του βαπτίσματος του Ιησού, αλλά μεταξύ του Ιωάννη και μεταξύ του Μεσσία. Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Έφθασαν οι μεσσιακοί χρόνοι· ο Μεσσίας ήδη ήλθε και είναι μεταξύ σας. Και εγώ ως πρόδρομός του έχω το δικαίωμα να βαπτίζω (g,β). Ναι· βαπτίζω και από αυτό σωστά συμπεραίνεται, ότι έχω κάποια σχέση με το Μεσσία. Αλλά το βάπτισμά μου δεν δίνει την πραγματική μεσσιακή κάθαρση. Είναι απλό σύμβολο, γρήγορα όμως το σύμβολο αυτό θα αντικατασταθεί από την πραγματικότητα (μ). «Βαπτίζω με νερό μόνο που δεν έχει άφεση αμαρτιών, αλλά προετοιμάζει στο να δεχτεί κάποιος το πνευματικό βάπτισμα, το οποίο δίνει την άφεση των αμαρτιών» (Θφ).
(2)   «Αυτό το είπε διότι ήταν φυσικό, να έχει αναμιχτεί ο Κύριος με το λαό, σαν ένας από τους πολλούς» (Χ).
(3)   Υπάρχει και η γραφή στήκει (=τώρα δα στέκεται), που προσδίδει δραματική ζωηρότητα στο λόγο.
(4)   Αντιθέτει τους ακροατές με τον εαυτό του, ο οποίος γνώριζε αυτόν καλά. Είχε λοιπόν συντελεστεί ήδη η βάπτιση του Ιησού σύμφωνα με το α 33.
(5)   Το «ξέρω» «εδώ εννοεί την ακριβή γνώση, δηλαδή ποιος είναι και από πού» (Χ). Μολονότι δεν είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος μεταξύ της έννοιας του ειδέναι και του γινώσκειν, παρ’ όλα αυτά συνήθως το μεν «οίδα» θεωρείται ότι σημαίνει πλήρη και τέλεια γνώση του αντικειμένου, ενώ το γινώσκω ότι σημαίνει σχετική και βαθμιαία αποκτούμενη και τελειοποιούμενη γνώση. Πλην όμως και τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται στο τέταρτο ευαγγέλιο από το Χριστό για τη γνώση, την οποία έχει για τον Πατέρα (ι 15,ιζ 25,ζ 29,η 55), όπως το γινώσκω χρησιμοποιείται και για τον Πατέρα ότι γνωρίζει τον Υιό (ι 15) κλπ. (β).
Πολλοί από τους αληθινά μεγάλους είναι κρυμμένοι από τον κόσμο. Η αφάνεια είναι συχνά κλήρος πραγματικής υπεροχής και εξοχότητας. Οι άγιοι είναι κρυμμένοι και γνωστοί σε μόνο το Θεό. Σημείωσε επίσης, ότι ο ίδιος ο Θεός είναι συχνά πιο κοντά σε εμάς από ότι τον φανταζόμαστε. «Ανάμεσά τους» στεκόταν ο Μεσσίας και δεν το φαντάζονταν.

Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν(1) ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος(2), ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(3), οὗ(4) ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος(5) ἵνα λύσω αὐτοῦ(4) τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος(6).
Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.
(1)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς αυτό (δηλ. το αὐτός ἐστιν) (=Ουκ οίδατε, ο οπίσω μου…).
(2)   «Δηλαδή αυτός που θα φανερωθεί μετά από εμένα» (Ω).
(3)   Δες σ. 15. παραλείπεται από τα Αλεξανδρ. χειρόγραφα.
(4)   Το οὗ και το αὐτοῦ αποτελούν πλεονασμό σε απομίμηση της σύνταξης που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι (g).
(5)   «Ο Ιωάννης αναφέρει ότι δεν είναι το ίδιο το να μην είναι κάποιος ικανός με το να μην είναι άξιος. Διότι είναι δυνατόν, ενώ δεν είναι κάποιος άξιος, να γίνει ικανός και είναι επίσης δυνατόν ενώ είναι άξιος να μην είναι ακόμη ικανός. Διότι αν τα χαρίσματα δίνονται για το συμφέρον, θα ήταν έργο φιλάνθρωπου Θεού, το να μην δώσει την ικανότητα μερικές φορές σε κάποιον που είναι άξιος αν προβλέψει ο Θεός ότι θα ακολουθήσει κάποια βλάβη από αλαζονεία ή υπερηφάνεια. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό της αγαθότητας του Θεού το να νικά όταν ευεργετεί τον ευργετούμενο και να προλαβαίνει αυτόν που θα γίνει άξιος, και πριν γίνει άξιος, να τον στολίζει με την ικανότητα, έτσι ώστε μετά την ικανότητα να έλθει στο να γίνει άξιος. Ο Ιωάννης λοιπόν στους μεν τρεις ευαγγελιστές λέει ότι δεν είναι ικανός, ενώ στον Ιωάννη ότι δεν είναι άξιος. Δεν αποκλείεται όμως αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν ήταν ακόμα ικανός, να έγινε ικανός, έστω και να δεν ήταν ακόμα άξιος, και πάλι αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν είναι άξιος, ενώ δεν ήταν άξιος να έφτασε στο να γίνει άξιος» (Ω).
(6)   «Δηλαδή, όχι μόνο είναι ανώτερός μου, αλλά τόσο πολύ, ώστε εγώ να μην μπορώ να συγκαταλεχτώ ούτε μεταξύ των τελευταίων υπηρετών του· διότι το να λύσει το υπόδημα ήταν έργο του τελευταίου υπηρέτη» (Χ). Το καθήκον αυτό ήταν καθήκον των δούλων.

Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ(1) ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου(2), ὅπου ἦν(3) Ἰωάννης βαπτίζων(3).
Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.
(1)   Λιγότερο αυθεντική γραφή: Βηθαβαρά, που προήλθε από διόρθωση του Ω. «Ότι μεν σχεδόν σε όλα τα αντίγραφα λέγεται· «Αυτά έγιναν στη Βηθανία», δεν το αγνοούμε… Πειστήκαμε όμως ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε Βηθανία, αλλά Βηθαβαρά, όταν πήγαμε στους τόπους για να εξιστορήσουμε τα ίχνη του Ιησού και των μαθητών του. Διότι η Βηθανία, όπως ο ίδιος ευαγγελιστής λέει, η πατρίδα του Λαζάρου και της Μάρθας και της Μαρίας, απέχει από τα Ιεροσόλυμα δεκαπέντε στάδια· από την οποία είναι μακριά ο Ιορδάνης ποταμός χοντρικά περίπου εκατόν ογδόντα στάδια· αλλά ούτε υπάρχει κάποιος τόπος γύρω από τον Ιορδάνη που να έχει το ίδιο όνομα με τη Βηθανία, λένε όμως ότι δείχνουν στην όχθη του Ιορδάνη τα Βηθαβαρά, όπου διηγούνται ότι βάπτιζε ο Ιωάννης» (Ω).
Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι λόγω των καταστροφών από το Ρωμαϊκό πόλεμο πλήθος αρχαίων τοποθεσιών εξαφανίστηκε, δεν αποκλείεται να υπήρχε εκτός από τη γνωστή Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα και άλλη τέτοια πέρα από τον Ιορδάνη, όπως υπήρχαν δύο Βηθλεέμ, δύο Βηθσαϊδά, δύο Αντιόχειες, δύο Ραμά, δύο Κανά. Υπέρ αυτού επίσης ίσως παρέχεται και κάποια ένδειξη από τις διάφορες ετυμολογίες και σημασίες, τις οποίες μπορεί να έχει η ονομασία Βηθανία. Μπορεί κατά μία ετυμολογία να σημαίνει τόπος φοινίκων ή τόπος φτώχιας, το οποίο κάνει την ονομασία να ταιριάζει στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Μπορεί σύμφωνα με άλλη ετυμολογία να σημαίνει τόπο διαπόρθμευσης, το οποίο ταιριάζει στην αντίστοιχη κοντά στον Ιορδάνη.
Ως προς τη Βηθαβαρά ταυτίστηκε αυτή με την Βαιθηρά του χωρίου Κριτών ζ 24. Τελευταία ο Conder ταύτισε αυτήν με τη διάβαση (πέραμα) στον Ιορδάνη που ονομάζεται Αβαρά και η οποία μόνη ανάμεσα σε 40 διαβάσεις του Ιορδάνη έχει αυτό το όνομα. Η διάβαση αυτή που απέχει μία περίπου ημέρα από την Κανά, βρίσκεται σε τοποθεσία, η οποία δεν αποκλείεται από τις ενδείξεις της αφήγησης του δ΄ ευαγγελίου (α 28,44 και β 1). Κάποιοι νεώτεροι ταύτισαν το εδώ καθοριζόμενο μέρος με την Βαιθαναβρά, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και βορειοανατολικά της Ιεριχούς και της οποίας η ονομασία εύκολα θα μπορούσε να παραφθαρεί είτε στο όνομα Βηθανία, είτε στο όνομα Βηθαβαρά (g).
(2)   «Παρέχει απόδειξη και από τους τόπους» (Χ). «Γιατί από τη φύση μας κατά κάποιο τρόπο συνηθίζουμε όλοι… κατά τη διήγηση των σπουδαίων γεγονότων να μνημονεύουμε και τους τόπους στους οποίους έχουν συμβεί αυτά» (Κ).
(3)   Η περίφραση ἦν βαπτίζων φανερώνει αυτό που γινόταν κατ’ εξακολούθηση.

Ιω. 1,29 Τῇ ἐπαύριον(1) βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν(2) καὶ λέγει· ἴδε(3) ὁ(4) ἀμνὸς(5) τοῦ Θεοῦ(6) ὁ αἴρων(7) τὴν ἁμαρτίαν(8) τοῦ κόσμου(9).
Ιω. 1,29 Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει• “ίδε ο αμνός του Θεού ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου.
(1)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: την άλλη ημέρα «μετά την κάθοδο από την έρημο» (Ζ). Ή, την επόμενη από την ημέρα, κατά την οποία μαρτύρησε ο Ιωάννης μπροστά στους απεσταλμένους του συνεδρίου (g).
(2)   Σύμφωνα με την αφήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς είχε ήδη βαπτιστεί και συνεπώς είναι πιθανότατο, ότι η νέα αυτή συνάντηση Ιησού και Προδρόμου έγινε μετά τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο (β).
(3)   Αγαπητή λέξη στον Ιωάννη (δες α 36,47,γ 26,ε 14,ζ 26,52,ια 3,36,ιβ 19,ιστ 29,ιη 21,ιθ 4,6,14,κ 27) (β). «Λέει «ιδού» δηλώνοντας ότι αυτός είναι που αναζητούνταν από πολύ παλαιά» (Χ). «Φαίνεται όμως… ότι τον παρουσιάζει τώρα παρόντα στα μάτια των θεατών» (Θμ). «Μέσα σε λίγο χρόνο ο βαπτιστής αναδεικνύεται συγχρόνως προφήτης και απόστολος» (Κ).
(4)   «Το άρθρο αναφέρεται στην προφητεία του Ησαΐου νγ 7 και στον τύπο του Πασχάλιου αμνού. Ο Ιωάννης από το Θεό διδαγμένος ονομάζει αυτόν τον αμνό του Θεού, παρόλο που εκείνη τη στιγμή η ακριβής κατανόηση της ονομασίας αυτής διέφευγε, αν όχι και από τον ίδιο τον Ιωάννη, τουλάχιστον όμως από τους ακροατές του» (b). O ιδιαίτερος και γνωστός αμνός.
«Δηλαδή ο ίδιος εκείνος, για τον οποίο προφήτευσε ο Ησαΐας» (Θμ). «Διότι πολλοί μεν αμνοί υπάρχουν, όπως ακριβώς και πολλοί Χριστοί (=χρισμένοι)· αλλά ο αληθινός αμνός που προτυπώνεται από τον Μωϋσή και κηρύττεται από τον Ησαΐα, είναι αυτός» (Θφ).
(5)   Δεν θέλει απλώς να τονίσει το άκακο και πράο του Ιησού σύμφωνα με τα Ιερεμ. ια 19 και Ησ. νγ 7 αλλά αναφέρεται σε ολόκληρο το 53ο κεφ. του Ησαΐου. Κρύβεται λοιπόν στο βάθος των λόγων αυτών του Προδρόμου η ιδέα της θυσίας. Εμπερικλείει την τριπλή έννοια της υποταγής με υπομονή, του αντιπροσωπευτικού παθήματος και της απολύτρωσης από την αμαρτία (μ).
«Τον ονόμασε αμνό του Θεού, το οποίο ήταν ονομασία που φανέρωνε το πάθος· επειδή ακριβώς στο πάθος κατάργησε την αμαρτία» (Θμ).
«Ο μονογενής Υιός… όταν προσφέρει θυσία και προσφορά τον εαυτό του στο Θεό για τις αμαρτίες μας ονομάζεται και αμνός του Θεού και πρόβατο. Διότι ιδού, λέει, ο αμνός του Θεού» (Β).
Εφόσον όμως συνδέει το πρόσωπο του Μεσσία με τη θυσία, την οποία για χάρη μας θα προσέφερε, φυσικό ήταν ο γιος του ιερέα Ιωάννης να έχει στο νου και το ρόλο του αμνού στις καθημερινές θυσίες του Ισραήλ, προ παντός μάλιστα κατά τη γιορτή του Πάσχα. Ο Μεσσίας είναι ο αληθινός πασχαλινός αμνός που προανήγγειλε ο Ησαΐας, που θυσιάζεται για σωτηρία του κόσμου (g).
«Τον ονομάζει αμνό, θυμίζοντας στους Ιουδαίους την προφητεία του Ησαΐα και την προτύπωση του Μωϋσή, για να τους οδηγήσει από τον τύπο περισσότερο στην αλήθεια» (Χ). «Ιδού ο αμνός, που σκιαγραφείται από το νόμο και αναγγέλλεται από τον Ησαΐα» (Ζ).
Για το Χριστό ως αρνί σφαγμένο και θυσιασμένο δες Αποκάλυψη ε 6,9,ζ 14 καθώς και Α΄ Πέτρ. α 19. Ειδικότερα για τη σύγκριση του Χριστού με τον Πασχάλιο αμνό δες Α΄Κορ. ε 7 και Ιω. ιθ 36, όπου τα λόγια που ειπώθηκαν για τον πασχάλιο αμνό εφαρμόζονται στο Χριστό («κόκκαλο δεν θα συντριφτεί σε αυτόν»). Για το Ησ. νγ σε σχέση με τον Ιησού Χριστό ως αυτόν που επαλήθευσε την προφητεία αυτή δες Ματθ. η 17,Εβρ. θ 28,Α΄Πέτρ. β 22,24 (β).
(6)   Γενική κτητική και της προέλευσης. «Επειδή ο Θεός και Πατέρας, λόγω της αγάπης του σε εμάς, τον παρέδωσε σε σφαγή για χάρη μας» (Θφ). Ο αμνός «τον οποίο ο Θεός έδωσε» (β), και ο οποίος είναι ο ίδιος του Θεού Υιός (Ρωμ. η 32). Στην έλευση του Χριστού ενεργεί ο ίδιος ο Θεός. Όχι μόνο δέχεται τη θυσία, την οποία ο άνθρωπος προσφέρει σε αυτόν στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά αυτός προμηθεύει και την προσφορά ή το θύμα, διότι θύμα ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος στο πρόσωπο του γιου του που ενανθρώπησε· ακόμα επίσης ο ίδιος επιτελεί αυτή τη θυσία. Ό,τι ο άνθρωπος απομένει τώρα να πράξει, είναι να συμμετάσχει στη θεία αυτή ενέργεια (τ). Ο αμνός του Θεού, τον οποίο ο Θεός όρισε (Ρωμ. γ 25), ο οποίος αγίασε τον εαυτό του και αφιερώθηκε στο Θεό (Ιω. ιζ 19), στον οποίο ο Θεός ευαρεστήθηκε.
(7)   Το αίρω σημαίνει ή απλώς σηκώνω (Ιω. η 59,Ματθ. ια 29,ιστ 24) ή αφαιρώ, απομακρύνω (Ιω. ια 39,48,ιε 2,ιζ 15 κλπ και προ παντός στο Α΄ Ιω. γ 5). Με τη δεύτερη έννοια το αίρω εκφράζει την ολοκληρωτική καταστροφή της αμαρτίας. Με την πρώτη εκφράζει την έννοια του βαστάζω τις αμαρτίες για εξιλέωση. Πιο σωστή είναι η εκδοχή με την δεύτερη έννοια, διότι αυτή περιλαμβάνει και την πρώτη (g). Μπορούν όμως να συνδυαστούν και οι δύο σημασίες του αίρω=Απομάκρυνε την αμαρτία του κόσμου αφού την σήκωσε πάνω του και την βάστηξε (τ). Ο συσχετισμός του παρόντος χωρίου με το Α΄ Ιω. γ 5 κάνει αδιαμφισβήτητο, ότι το αίρω την αμαρτία=συγχωρώ, καταστρέφω την αμαρτία (C).
«Είναι πολύ σωστό όμως και το ότι είπε «αυτός που σηκώνει την αμαρτία», όχι αυτός που σήκωσε ή πρόκειται να σηκώσει. Διότι πάντοτε ενεργεί το να σηκώνει την αμαρτία αυτών που καταφεύγουν σε αυτόν. Δηλώνεται λοιπόν με αυτό, ότι και σήκωσε και σηκώνει και θα σηκώσει, αφού το «σηκώνει» εφαρμόζεται σε κάθε καιρό» (Ω), «διότι δεν σήκωσε μόνο τότε, όταν δηλαδή έπαθε, αλλά από τότε μέχρι τώρα σηκώνει τις αμαρτίες, χωρίς να σταυρώνεται πάντοτε… αλλά με το να καθαρίζει πάντοτε με τη μία εκείνη θυσία» (Χ).
Δες τον αμνό του Θεού να σηκώνει την αμαρτία του κόσμου και αύξησε ολοένα και περισσότερο το μίσος σου κατά της αμαρτίας και ανανέωνε συνεχώς τις αποφάσεις σου για απόκρουση και καταπολέμησή της. Αλλά συγχρόνως ας αυξήσει και η αγάπη μας στο Χριστό, ο οποίος μας αγάπησε και μας έλουσε «από τις αμαρτίες μας με το αίμα του» (Αποκ. α 5).
(8)   Ο ενικός αριθμός μαζί με το άρθρο προσδίδει μέγιστο τόνο… Σήκωσε το όλο· όχι μόνο ένα μέρος, ώστε να μη σηκώσει το άλλο (b). «Λέγοντας την αμαρτία, δήλωσε όλες τις αμαρτίες» (Θφ).
(9)   «Όλης της οικουμένης» (Χ). Όχι των Ιουδαίων μόνο. Ότι την πεποίθηση αυτή ενστερνιζόταν και ο βαπτιστής είναι φανερό και από τα λόγια του στο Ματθ. γ 9 (κ). Έτσι με τη φράση «την αμαρτία του κόσμου», παίρνει και την αμαρτία στο σύνολό της και την ανθρωπότητα στην ενότητά της, η οποία ολόκληρη αποπλανήθηκε και ήταν στην αμαρτία (g).

Ιω. 1,30 οὗτός ἐστι(1) περὶ(2) οὗ ἐγὼ εἶπον(3)· ὀπίσω μου(4) ἔρχεται ἀνὴρ(5) ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(6), ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30 Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα• ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
(1)   «Τον δείχνει με το δάχτυλο και τον εμφανίζει σε αυτούς που αγνοούσαν» (Θφ).
(2)   Υπάρχει και η γραφή υπέρ οὗ=ή, με έννοια εύνοιας ή, αντί για την πρόθεση «περί» όπως στο Β΄Κορ. η 23.
(3)   Αναφέρεται όχι μόνο στη μαρτυρία των σ. 26,27 αλλά και στο όλο κήρυγμά του.
(4)   Επαναλαμβάνονται εδώ σχεδόν κατά λέξη τα του σ. 15.
(5)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, άνδρας μέγας, απαράμιλλος (b) ή, άνθρωπος στην ακμή της ηλικίας (g).
(6)   «Δηλαδή αποδείχτηκε λαμπρότερος από εμένα» (Χ).

Ιω. 1,31 κἀγὼ(1) οὐκ ᾔδειν αὐτόν(2), ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ(3) τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι(4) βαπτίζων.
Ιω. 1,31 Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
(1)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Όπως εσείς δεν τον ξέρατε (σ. 26), έτσι και εγώ δεν τον ήξερα.
(2)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «δεν τον γνώριζα πριν να έλθει στον Ιορδάνη, διότι όλο το χρόνο έμενα στην έρημο» (Ζ)· και επειδή από την παιδική του ηλικία «ήταν έξω από το πατρικό σπίτι» σύμφωνα με το Λουκ. α 80, δεν γνώριζε προσωπικά τον Ιησού παρόλο που συνδεόταν συγγενικά με αυτόν. Η εκδοχή αυτή έχει το πλεονέκτημα, ότι παρουσιάζει «υπεράνω υποψίας τη μαρτυρία του Ιωάννη αφού δεν οφειλόταν σε ανθρώπινη φιλία, αλλά έγινε από θεία αποκάλυψη… Διότι πώς θα μπορούσε να χαριστεί σε αυτόν που αγνοούσε;» (Χ).
Ή, δεν γνώριζα αυτόν ως Μεσσία, γνώριζα όμως αυτόν προσωπικά, χωρίς να υποπτεύομαι ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (β,ο). Ο βαπτιστής θα είχε γνωρίσει τον Κύριο κατά την παιδική ηλικία και αναμφίβολα σε κάποιο βαθμό βρήκε αφορμές και να εκτιμήσει αυτόν. Δεν γνώριζε όμως για ποια αποστολή ήταν προορισμένος. Η χρησιμοποιούμενη λέξη «ειδέναι» είναι πιο ακριβής μάλλον όταν πρόκειται για γνώση αλήθειας, ενώ το ρήμα γιγνώσκω λέγεται μάλλον για τη γνώση προσώπου (τ).
«Εγώ δεν τα είπα αυτά για το Χριστό με φυσικό τρόπο ούτε με την κοινή ανθρώπινη λογική, αλλά τα είπα διότι το πνεύμα το Άγιο και ο Πατέρας, μού φανέρωσε τις μαρτυρίες για αυτόν. Διότι στάλθηκα να μαρτυρήσω για το φως και τότε άρχισε να γεννιέται μέσα μου αυτό που θα μαρτυρούσα, όταν στάλθηκα» (Ω). «Και πολύ χρήσιμα λέει βέβαια ότι δεν γνωρίζει ο ίδιος το Χριστό… για να μην παρουσιάζεται ότι από μόνος του προβαίνει στη μαρτυρία, ούτε να θεωρείται από κάποιους ότι υπηρετεί δικά του θελήματα, αλλά ότι είναι εργάτης θείας οικονομίας και υπηρέτης ουράνιας απόφασης, η οποία του αποκάλυψε τον αμνό» (Κ).
«Αλλά θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος· Αν δεν τον γνώριζε ο Ιωάννης, πώς ο Ματθαίος λέει, ότι τον εμπόδιζε λέγοντας, Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα; Μπορούμε λοιπόν να πούμε αυτό· το «δεν τον γνώριζα» έτσι να το εννοήσεις, ότι πριν από πολύ χρόνο και πριν από το βάπτισμα δεν τον γνώριζε· στον καιρό μεν του βαπτίσματος, τότε τον γνώρισε… Όταν λοιπόν το Πνεύμα κατέβηκε, τότε γνωρίζοντάς τον σαφέστερα, κήρυξε αυτόν και στους άλλους» (Θφ).
(3)   Φανερώνω σημαίνει κάνω ορατό, δείχνω (Ιω. β 11, κα 1), καθιστώ γνωστό (ιζ 6). Το ρήμα στην παθητική φωνή σημαίνει καθίσταμαι ή γίνομαι ορατός (Ιω. γ 21,θ 3), καθίσταμαι ή γίνομαι γνωστός (Ιω. α 31) και το ρήμα στη μέση φωνή σημαίνει εμφανίζομαι (Ιω. κα 14)(C). Το ρήμα πάντοτε σημαίνει ανάδυση από τη μυστηριώδη αφάνεια στο λαμπρό φως. Δες β 11, όπου χρησιμοποιείται για δήλωση της φανέρωσης της δόξας του Χριστού· και γ 21 για δήλωση της φανέρωσης μέσω αυτού των έργων του Θεού (β).
«Στάλθηκε ο Ιωάννης από το Θεό… κηρύσσοντας βάπτισμα μετάνοιας, έτσι ώστε λόγω του βαπτίσματος να τρέξουν πολλοί, και όταν έλθει ο Χριστός για να βαπτιστεί να μαρτυρηθεί ανάμεσα σε πολλούς, κάτω μεν στη γη από τον Ιωάννη, ενώ από τον ουρανό από τον Πατέρα και το Πνεύμα» (Ζ). «Διότι δεν θα έτρεχαν όλοι έτσι, εάν γινόταν το κήρυγμα χωρίς βάπτισμα» (Χ).
(4)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς το άρθρο, εν ύδατι=Υπαινίσσεται αντίθεση μεταξύ του βαπτίσματος με νερό και του βαπτίσματος με Πνεύμα. Με άρθρο=Στο νερό το οποίο ο Ιωάννης έδειχνε.

Ιω. 1,32 καὶ ἐμαρτύρησεν(1) Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι(2) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς(3) περιστερὰν(4) ἐξ οὐρανοῦ(5), καὶ ἔμεινεν(6) ἐπ᾿ αὐτόν(7).
Ιω. 1,32 Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.
(1)   Με έμφαση ιδιαίτερη εισάγει τη νέα αυτή μαρτυρία του Ιωάννη.
(2)   Ή, η μαρτυρία αφορά σε γεγονός που έγινε ορατό από αυτόν και όχι από το λαό (b). Και «είναι φανερό από εδώ ότι όταν έγινε η κάθοδος του Πνεύματος με τη μορφή περιστεριού, δεν φανερώθηκε πάλι στους παρόντες, αλλά φανερώθηκε μόνο στον Ιωάννη με κάποιο πνευματικό όραμα, όπως ήταν συνήθεια στους προφήτες ανάμεσα στους πολλούς να βλέπουν αυτά που ήταν αόρατα σε όλους» (Θμ).
Ή, όχι «μόνος ο Ιωάννης είδε το Πνεύμα με μορφή περιστεριού», αλλά και όλοι οι παριστάμενοι· μολονότι «κάποιοι λένε ότι δεν το είδαν όλοι, αλλά μόνο ο Ιωάννης και όσοι είχαν πιο ευγνώμονα διάθεση. Διότι, μολονότι ήταν δυνατόν να το δουν με τα αισθητά μάτια, αφού το Πνεύμα κατέβαινε με μορφή περιστεριού, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε να γίνει το συμβάν ολοφάνερο σε όλους». Αλλά «έβλεπαν μεν με τα αισθητά μάτια, δεν κατανοούσαν όμως όλοι αυτό που γινόταν» (Χ). Η πρώτη εκδοχή πιο σωστή.
(3)   Υπάρχει και η γραφή ωσεί, η οποία τονίζει ζωηρότερα τον συμβολικό χαρακτήρα της εμφάνισης (g).
(4)   Πουθενά στην Π.Δ. δεν συμβολίζεται το Πνεύμα με το περιστέρι. Μόνο Ιουδαίοι ραββίνοι συγκρίνουν το Πνεύμα του Θεού που σύμφωνα με το Γεν. α 2 πετούσε πάνω από τα νερά με περιστέρι που πετά πάνω από τους νεοσσούς του και δεν αγγίζει αυτούς (g). Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος γίνεται με τη μορφή περιστεριού. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, διότι τώρα επρόκειτο για νέα δημιουργία, η οποία θα συμπλήρωνε την πρώτη. Η ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Χριστού μεταπηδούσε από τη σφαίρα της φυσικής ζωής σε αυτήν της πνευματικής (g).
Ή, «είναι ήμερο το ζώο και καθαρό· επειδή λοιπόν και το Πνεύμα είναι πνεύμα πραότητας, για αυτό φαίνεται με αυτή τη μορφή» (Χ), «ώστε να φαίνεται πάλι και με αυτό, ότι διασώζει τη φυσική ομοιότητα με τον Υιό, ο οποίος λέει… είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Κ). «Επίσης όμως μας θυμίζει και παλαιά ιστορία· διότι πράγματι όταν έγινε κάποτε κοινό ναυάγιο (κατακλυσμός)… φάνηκε το ζώο… και κουβαλώντας κλαδί ελιάς ευαγγελίστηκε την κοινή γαλήνη της οικουμένης· τα οποία όλα ήταν προτύπωση των μελλοντικών. Διότι τότε όταν τα πράγματα ήταν απελπιστικά έγινε κάποια απαλλαγή και διόρθωση· αλλά τότε με τιμωρία, ενώ τώρα με χάρη και δωρεά ανείπωτη» (Χ).
(5)   Ο ουρανός, όπως βλέπουμε αυτόν με τα σωματικά μάτια, είναι το έμβλημα της τέλειας κατάστασης στην αγιότητα, τη δύναμη και την μακαριότητα και για αυτό στη Γραφή συμβολίζει τον τόπο όπου ο Θεός εκδηλώνει τις τελειότητές του με κάθε λαμπρότητα και από όπου προέρχονται οι θείες αποκαλύψεις και οι υπερφυσικές δυνάμεις. Για αυτό ο Ιωάννης βλέπει τον γαλάζιο θόλο να σχίζεται και να κατεβαίνει μία μορφή φωτεινή που έμοιαζε με περιστέρι (g).
(6)   Υπάρχει και η γραφή «και μένον». Με τη συνηθισμένη όμως (έμεινε) τονίζεται η ιδέα της κατοίκησης που ξεχωρίζεται από την ιδέα της κατάβασης.
(7)   Υπαινίσσεται το Ησ. ια 2. Οι προφήτες δέχονταν στιγμιαίες εμπνεύσεις. Ομοίως και ο Βαπτιστής. Στον Ιησού όμως κατοίκησε μόνιμα το Πνεύμα και κάποια ημέρα θα ξεχυθεί από αυτόν, σαν από την πηγή του, στους πιστούς (g). «Επομένως για μας παίρνει μέσω του εαυτού του το Πνεύμα, και ανανεώνει στη φύση το αρχαίο αγαθό» (Κ).

Ιω. 1,33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν(1), ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με(2) βαπτίζειν ἐν ὕδατι(3), ἐκεῖνός(4) μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς(5) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(6).
Ιω. 1,33 Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε• Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
(1)   Επαναλαμβάνεται από το σ. 31. «Για να μη φανεί ότι του χαρίζεται λόγω της συγγένειας, συνεχώς λέει το «δεν γνώριζα αυτόν»» (Χ).
(2)   Η φράση κρύβει κάτι το μυστηριώδες. Ο Ιωάννης προφανώς θέλει να σημάνει με αυτήν το Θεό (g).
(3)   Στα ευαγγέλια τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στο βάπτισμα του Ιωάννη ως βάπτισμα με νερό και στο βάπτισμα του Ιησού ως βάπτισμα με Πνεύμα. Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν μόνο το σύμβολο του βαπτίσματος με Πνεύμα. Στους προφήτες συχνά χρησιμοποιήθηκε το νερό ως σύμβολο και εικόνα του Πνεύματος (δες Ησ. μδ 3,Ιεζ. λστ 25, όπως και τη φράση «θα ξεχύσω από το Πνεύμα μου» στο Ιωήλ β 28). Και στον ίδιο τον ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς παρουσιάζεται να εικονίζει το Πνεύμα με το νερό (δ 14,ζ 38). Το βάπτισμα του νερού σύμφωνα με αυτά χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωάννη ως βάπτισμα που προεικόνιζε και συμβόλιζε το βάπτισμα με Πνεύμα που παρέχει ο Ιησούς και προετοίμαζε για αυτό (β).
(4)   Με έμφαση=Εκείνος και όχι κάποιος άλλος.
(5)   =οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, έστω και ο φτωχότερος ανάμεσα στο Ισραήλ.
(6)   Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν παρουσιάζεται ο Κύριος να βαπτίζει. Το «βαπτίζει» λοιπόν εδώ δεν πρέπει να το πάρουμε με στενή έννοια, αλλά πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, την οποία πετυχαίνουμε στο βάπτισμα μέσω του Ιησού Χριστού (ο).

Ιω. 1,34 κἀγὼ ἑώρακα(1) καὶ μεμαρτύρηκα(2) ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(3).
Ιω. 1,34 Και εγώ πράγματι είδα και έχω δώσει μαρτυρίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
(1)   «(Είδα) Το Πνεύμα δηλαδή να κατεβαίνει και να μένει σε αυτόν» (Ζ). Η ακόλουθη ειδική πρόταση (ὅτι οὗτός ἐστιν…) εξαρτάται από μόνο το μεμαρτύρηκα (g). Το εώρακα δηλώνει ότι η μαρτυρία του Ιωάννη ήταν μαρτυρία αυτόπτη (β). Ο παρακείμενος εώρακα αναφέρεται σε κάποιο γεγονός παρελθοντικό, που συντελέστηκε σε ορισμένο χρόνο. Ο χρόνος λοιπόν αυτός, στον οποίο ο Ιωάννης είδε, είναι ο χρόνος της βάπτισης του Ιησού. «Ο ευαγγελιστής προσπέρασε τα σχετικά με το βάπτισμα του Σωτήρα, διότι εξιστορήθηκαν ήδη από τους άλλους» (Ζ).
(2)   Ο παρακείμενος εδώ σημαίνει πράξη που συντελέστηκε μεν πλήρως στο παρελθόν, αλλά και μένει σε πλήρη ισχύ και στο παρόν (ο). «Και πού μαρτύρησε ο Ιωάννης ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού; Διότι πουθενά δεν είναι γραμμένο αυτό. Διότι αμνό μεν τον λέει, αλλά Υιό του Θεού πουθενά. Από αυτό είναι εύλογο να σκεφτούμε, ότι και άλλα περισσότερα έχουν παραληφθεί. Διότι δεν γράφτηκαν όλα» (Θφ). «Και αυτό, αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής το δήλωσε στο τέλος της συγγραφής του» (Χ).
(3)   «Δηλαδή ο ένας και μόνος από τη φύση του» (Κ). Στον Ιωάννη ο τίτλος αυτός αποδίδεται στο Μεσσία τόσο από τον βαπτιστή εδώ, όσο και έπειτα από τον Ναθαναήλ και τη Μάρθα (α 50,ια 27). Σε αυτό συμφωνούν και οι συνοπτικοί (Ματθ. ιδ 33,κστ 63,κζ 40,Μάρκ. γ 11,Λουκ. κβ 70). Ο Ιωάννης όμως παρουσιάζει και τον ίδιο τον Κύριο να αποδίδει στον εαυτό του τον τίτλο αυτό (ε 25,ι 36,ια 4). Αν πάρουμε αυτόν τον τίτλο από μόνο του, έχει έννοια γενικότερη, με την οποία στην Π.Δ. αποδίδεται και στους αγγέλους και στους βασιλιάδες και στους κριτές και τέλος και στο Μεσσία (Ψαλμ. β 7,12). Στους συνοπτικούς όμως, ιδιαιτέρως μάλιστα στον Ιωάννη, λαμβανόμενος σε σχέση και με τις ειδικές αξιώσεις του Ιησού για τον εαυτό του έχει βαθύτερη έννοια, με την οποία μόνος ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται. Δες Ιω. γ 18,ε 25,ιθ 7,κ 31 (β). Εδώ ο τίτλος υπενθυμίζει και τη φωνή του Πατέρα που ακούστηκε σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. γ 17,Μάρκ. α 11,Λουκ. γ 22) (ο). Αντί για το «ο υιός του Θεού» ο σιναϊτικός και η συριακή μετάφρ. του Cureton γράφουν: ο εκλεκτός του Θεού=ο εκλεκτός υιός του Θεού.

Η συνέχεια στην ανάρτηση "Η γνωριμία του Ιησού με τους πρώτους μαθητές (ερμηνεία-ανάλυση περικοπής Ιωάννου α 35-52)"

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 63-73 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)

Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος

Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 

Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 

Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς

Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας

Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος

Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης

Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης

Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας

Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)

b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 

β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947

C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 

DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945

F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος

G = Crimm

g = Godet F. 1885

o = Owen John, New York 1861

δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 

 

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 216-233 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 
 

katafigioti

lifecoaching