ιστ’ . Πήγαν κάποιοι στον Αββά Σισώη, για να ακούσουν απ’ αυτόν ωφέλιμο λόγο και τίποτε δεν τους είπε. Πάντα δε έλεγε: «Συγχωρήστε με». Βλέποντας δε τα ζεμπίλια του, είπαν στον μαθητή του Αβραάμ»: «Τί τα κάνετε αυτά τα ζεμπίλια;». Και εκείνος είπε: «Εδώ και εκεί τα ξοδεύουμε». Ακούοντας δε ο γέρων, είπε: «Και ο Σισώης από εδώ και από εκεί τρώγει». Και εκείνοι, ακούοντας, πολύ ωφελήθηκαν. Και έφυγαν με χαρά, οικοδομημένοι από την ταπείνωσή του. ιζ'. Συμβουλεύθηκε ο Αββάς Αμμών της Ραϊθώ τον Αββά Σισώη: «'Όταν διαβάζω κάτι στη Γραφή, ο λογισμός μου με σπρώχνει να φιλοτεχνήσω σχετικό λόγο, για να τον έχω αν με ρωτήση τινάς». Του λέγει ο γέρων: «Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου να αποχτήσης και την αμεριμνησία και τον λόγο». ιη'. Πήγε κάποτε ένας λαϊκός με τον γυιό του στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και στον δρόμο, συνέβη να πεθάνη ο γυιός του. Και δεν ταράχθηκε, αλλά τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα με πίστη. Και πρόσπεσε με τον γυιό του, σαν να έκαναν μετάνοια, για να ευλογηθούν από τον γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ο πατέρας, αφήνει το παιδί στα πόδια του γέροντος και βγαίνει έξω. Ο δε γέρων, νομίζοντας ότι του έκανε ακόμη μετάνοια, του λέγει: «Σήκω, πήγαινε έξω». Γιατί δεν ήξερε ότι πέθανε. Και ευθύς σηκώθηκε και βγήκε. Και βλέποντάς το ο πατέρας του, σάστισε. Εισέρχεται λοιπόν, προσκυνά τον γέροντα και του ανακοινώνει το γεγονός. Ακούοντας δε ο γέρων, λυπήθηκε. Γιατί δεν ήθελε να γίνη αυτό. Του παρήγγειλε δε ο μαθητής του, να μη το πη σε κανέναν, ώσπου να εκδημήση ο γέρων. ιθ'. Τρεις γέροντες πήγαν στον Αββά Σισώη, έχοντας ακούσει τα σχετικά μ’ αυτόν. Και του λέγει ο πρώτος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;». Αλλά εκείνος δεν του αποκρίθηκε. Του λέγει ο δεύτερος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από το τρίξιμο των δοντιών και τον ακοίμητο σκώληκα;». Του λέγει και ο τρίτος: «Πάτερ, τί να κάμω, οπού η μνήμη του εξωτέρου σκότους με θανατώνει;». Αποκρίνεται δε ο γέρων και τους λέγει: «Εγώ τίποτε απ’ αυτά δεν φέρνω στον νου μου. Γιατί ελπίζω ότι ο Θεός, σπλαχνικός καθώς είναι, θα με ελεήση». Ακούοντας λοιπόν αυτή την απάντηση οι γέροντες, έφυγαν λυπημένοι. Μη θέλοντας δε ο γέρων να τους αφήση να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε: «Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζηλεύω. Ο πρώτος σας μίλησε για τον πύρινο ποταμό. Ο δεύτερος, για τον τάρταρο. Και ο τρίτος, για το σκοτάδι. Αν λοιπόν τέτοια μνήμη επικρατή στον νου σας, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Αλλά εγώ ο σκληρόκαρδος τί να κάμω, μη μπορώντας να καταλάβω ότι υπάρχει καν κόλαση για τους ανθρώπους; Και έτσι, κάθε ώρα αμαρτάνω». Και βάζοντάς του μετάνοια, του είπαν: «'Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε». κ'. Ρώτησαν μερικοί τον Αββά Σισωη, λέγοντας: «Αν πέση ένας αδελφός, δεν χρειάζεται ενός έτους μετάνοια;». Και εκείνος είπε: «Σκληρός ο λόγος». Και του λέγουν: «Μήπως έξη μηνών;». Και πάλι είπε: «Πολύ είναι». Και αυτοί έλεγαν: «Ίσαμε σαράντα μέρες;». Πάλι είπε: «Πολύ είναι». Του λέγουν: «Τί λοιπόν; Αν πέση ένας αδελφός και ευθύς τύχη να γίνεται αγάπη, να εισέλθη και αυτός σ’ εκείνη τη σύναξη;». Τους λέγει ο γέρων: «Όχι. Αλλά έχει ανάγκη να μετανοήση για λίγες μέρες. Και έχω τη βεβαιότητα, ότι ο Θεός τον δέχεται ακόμη και μέσα σε τρεις μέρες, αν ολόψυχα μετανοήση ο άνθρωπος αυτός». κα'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Σισώης στο Κλύσμα και ήλθαν κάποιοι λαϊκοί σ’ αυτόν, για να τον δουν. Και αφού πολλά είπαν εκείνοι, δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Ύστερα δε, ένας απ’ αυτούς είπε: «Τί στενοχωρείτε τον γέροντα; Δεν τρώγει. Γι’ αυτό και ούτε να μιλήση μπορεί». Αποκρίθηκε ο γέρων: Εγώ, όταν χρειασθή, τρώγω». κβ’ . Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Για πόσο καιρό οφείλει ο άνθρωπος να κόβη τα πάθη;». Του λέγει ο γέρων: «Τα χρονικά διαστήματα θέλεις να μάθης;». Λέγει ο Αββάς Ιωσήφ: «Ναι». Του απαντά λοιπόν ο γέρων: «Την ώρα οπού έρχεται το πάθος, ευθύς κόψε το». κγ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη της Πέτρας για τον μοναστικό βίο. Και του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Δανιήλ: Άρτον επιθυμιών ουκ έφαγον». κδ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, καθισμένος στο κελλί, πάντα είχε κλειστή την πόρτα. Κε’ . Ήλθαν κάποτε αρειανοί στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου, και άρχισαν να κατηγορούν τους ορθοδόξους. Ο δε γέρων δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Και φωνάζοντας τον μαθητή του, είπε: «Αβραάμ., φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβαζέ το». Και ενώ εκείνοι σιωπούσαν, φανερώθηκε η αίρεσή τους. Και τους έστειλε στο καλό. κστ'. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμούν από τη Ραϊθώ στο Κλύσμα, να επισκεφθή τον Αββά Σισώη. Και βλέποντάς τον να θλίβεται οπού είχε αφήσει την έρημο, του λέγει: «Τί θλίβεσαι, Αββά; Αλλά τί θα μπορούσες να κάμης πλέον στην έρημο, έτσι οπού γήρασες;». Ο δε γέρων τον κοίταξε αυστηρά και είπε: «Τί μου λες, Αμμούν; Δεν μου αρκούσε μόνη η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;». κζ’ . Καθόταν κάποτε ο Αββάς Σισώης στο κελλί του. Και σαν χτύπησε τη θύρα ο μαθητής του, φώναξε ο γέρων, λέγοντας: «Φύγε, Αβραάμ., μη μπης, ακόμη δεν είναι σχόλη εδώ». κη’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πώς άφησες τη Σκήτη, οπού ήσουν με τον Αββά Ωρ, και ήλθες και εγκαταστάθηκες εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Επειδή άρχισε να μεγαλώνη ο αριθμός των μοναχών στη Σκήτη. Και ακούοντας εγώ ότι κοιμήθηκε ο Αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και βρίσκοντας τα εδώ να ησυχάζουν, κάθισα λίγο καιρό». Του λέγει ο αδελφός: «Πόσο καιρό έχεις εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Είναι εβδομήντα δυο χρόνια». κθ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν πεζοπορούμε και πλανηθή ο οδηγός μας, είναι ανάγκη να του το πούμε;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι». Λέγει λοιπόν ο αδελφός: «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας ξεστρατίση;». Του λέγει ο γέρων: «Τί λοιπόν; Έχεις σκοπό να πάρης ραβδί και να τον δείρης; Εγώ έχω υπ’ όψη μου αδελφούς οπού πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο τη νύχτα. Ήταν δε δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι χάθηκε ο δρόμος. Και αγωνίσθηκε ο καθένας τους να μη το πη. Σαν ξημέρωσε δε, κατάλαβε ο οδηγός τους ότι έχασαν τον δρόμο και τους λέγει: Συγχωρήστε με, έχασα τον δρόμο. Και είπαν όλοι: Και εμείς το γνωρίζαμε, αλλά σιωπήσαμε. Εκείνος δε, ακούοντας θαύμασε, λέγοντας ότι έως θανάτου εγκρατεύονται οι αδελφοί για να μη μιλούν. Και δόξασε τον Θεό. Το δε μάκρος του δρόμου, οπού ξεστράτισαν, ήταν δώδεκα μίλια». λ'. Ήλθαν κάποτε Σαρακηνοί και έγδυναν τον γέροντα και τον αδελφό του. Και βγαίνοντας στην έρημο για να βρουν κάτι φαγώσιμο, βρήκε ο γέρων κοπριές από καμήλες και μέσα τους σπειριά κριθαριού. Έτρωγε δε ένα σπειρί και το άλλο το φύλαγε στο χέρι του. Έρχεται κατόπιν ο αδελφός του, τον βρίσκει να τρώγη και του λέγει: «Αυτή είναι η αγάπη, οπού βρήκες κάτι φαγώσιμο και μόνος σου το τρως και δεν με φώναξες;». Του λέγει ο Αββάς Σισώης: «Δεν σε αδίκησα, αδελφέ. Να, το μερίδιό σου στο χέρι μου το φύλαξα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)