Του Αββά Σισώη του μεγάλου
α’ . Ένας αδελφός αδικήθηκε από άλλον αδελφό και πήγε στον Αββά Σισώη, λέγοντάς του: «Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να πάρω εκδίκηση». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Όχι, τέκνο μου. Άφησε καλύτερα στον Θεό την εκδίκηση». Αλλά εκείνος έλεγε: «Δεν θα ησυχάσω ώσπου να εκδικηθώ». Του λέγει τότε ο γέρων: «Ας προσευχηθούμε, αδελφέ». Και σηκώθηκε και είπε ο γέρων: «Κύριε, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζης για μας. Γιατί μόνοι μας παίρνουμε το δίκιο μας». Αυτό λοιπόν ακούοντας ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντος και είπε: «Δεν θέλω πλέον να εκδηκηθώ τον αδελφό μου. Συγχώρησέ με, Αββά».
β’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω; Γιατί πηγαίνω στην εκκλησία και πολλές φορές γίνεται τραπέζι αγάπης και με κρατούν». Του λέγει ο γέρων: «Κόπο έχει το ζήτημα». Λέγει λοιπόν ο Αβραάμ ο μαθητής του: «Αν γίνη συνάντηση το Σάββατο ή την Κυριακή και πιή ένας αδελφός τρία ποτήρια, είναι μήπως πολλά;». Λέγει ο γέρων: «Αν δεν υπάρχη στη μέση ο σατανάς, πολλά δεν είναι».
γ’ . Έλεγε στον Αββά Σισώη ο μαθητής του: «Πάτερ, γήρασες, ας πάμε πλέον κοντά σε κατοικημένα μέρη». Του λέγει ο γέρων: «Όπου δεν υπάρχει γυναίκα, εκεί ας πάμε». Του λέγει ο μαθητής του: «Και ποιός άλλος τόπος, εκτός από την έρημο, δεν έχει γυναίκα;». Λέγει τότε ο γέρων: «Στην έρημο πήγαινέ με».
δ’ . Πολλές φορές έλεγε ο μαθητής του Αββά Σισώη: «Αββά, σήκω να φάμε». Και εκείνος τον ρωτούσε: «Δεν φάγαμε, τέκνο μου;». Και αυτός: «Όχι, πάτερ», Και έλεγε ο γέρων: «Αν δεν φάγαμε, φέρε και τρώμε».
ε’ . Είπε κάποτε ο Αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω οπού δεν παρακαλώ πλέον τον Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξ αιτίας της πέφτω και αμαρτάνω».
στ’ .Ένας αδελφός είπε στον Αββά Σισώη: «Πώς δεν φεύγουν τα πάθη από μένα;». Του λέγει ο γέρων: «Τα σκεύη τους είναι μέσα σου. Δος τους την άδεια να τα πάρουν και φεύγουν».
ζ ‘. Έμενε κάποτε ο Αββάς Σισώης στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και επειδή καθυστέρησε ο διακονητής του να έλθη σ’ αυτόν, ίσαμε δέκα μήνες δεν είδε άνθρωπο. Περπατώντας δε στο όρος, βρίσκει ένα Φαρανίτη οπού κυνηγούσε αγρίμια. Και του λέγει ο γέρων: «Από που έρχεσαι; Και πόσο καιρό έχεις εδώ;». Και εκείνος είπε: «Μάθε, Αββά, ότι ένδεκα μήνες βρίσκομαι σ’ αυτό το όρος και δεν είδα άνθρωπο, εκτός από σένα». Ακούοντάς τα δε αυτά ο γέρων, μπήκε στο κελλί και στηθοδερνόταν, λέγοντας: «Σισώη, νόμισες ότι κάτι κατώρθωσες. Και ούτε σαν αυτόν τον λαϊκό δεν τα κατάφερες».
η'. Έγινε προσφορά στο όρος του Αββά Αντωνίου και βρέθηκε εκεί ένα πήλινο δοχείο με κρασί. Και παίρνοντας ένας από τους γέροντες μικρό κανάτι και ποτήρι, τα έφερε στον Αββά Σισώη, του έδωσε και ήπιε. Επίσης και δεύτερη φορά και δέχθηκε. Του πρόσφερε και για τρίτη φορά, αλλά δεν πήρε, λέγοντας: «Παύσε, αδελφέ, ή δεν ξέρεις ότι είναι σατανάς;».
θ’ .Πήγε ένας από τους αδελφούς στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και εκεί οπού μιλούσαν, έλεγε στον Αββά Σισώη: «Δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Αν είχα έναν από τους λογισμούς του Αββά Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν φωτιά. Αλλά γνωρίζω άνθρωπο οπού με κόπο μπορεί να βαστάξη τον λογισμό του».
ι'. Ήλθε κάποτε ένας από τους Θηβαίους στον Αββά Σισώη, θέλοντας να γίνη μοναχός. Και τον ρώτησε ο γέρων, αν έχη κανέναν στον κόσμο. Και εκείνος αποκρίθηκε: «Έχω ένα γυιό». Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, ρίξε τον στο ποτάμι και τότε γίνεσαι μονάχος». Σαν πήγε λοιπόν να τον ρίξη, έστειλε ο γέρων έναν αδελφό για να τον εμποδίση. Και καθώς τον σήκωνε, για να τον ρίξη, λέγει ο αδελφός: «Σταμάτα, τί κάνεις;». Και εκείνος είπε: «Ο Αββάς μου είπε να τον ρίξω». Του λέγει λοιπόν ο αδελφός: « Αλλά πάλι είπε, να μη τον ρίξης». Και αφήνοντάς τον, ήλθε στον γέροντα. Και έγινε άξιος μοναχός χάρη στην υπακοή του.
ια'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Άρα έτσι πολεμούσε ο σατανάς τους παλαιούς;». Του λέγει ο γέρων: «Τώρα πιο πολύ, γιατί ο καιρός του πλησιάζει και πέφτει σε ταραχή».
ιβ'. Πειράσθηκε κάποτε ο Αβραάμ, ο μαθητής του Αββά Σισώη, από δαίμονα. Και είδε ο γέρων ότι έπεσε. Σηκώθηκε τότε, άπλωσε τα χέρια στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, θέλεις - δεν θέλεις, δεν σ’ αφήνω, αν δεν τον θεραπεύσης». Και ευθύς θεραπεύθηκε.
ιγ'. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Βλέπω στον εαυτό μου, ότι η μνήμη του Θεού παραμένει μέσα μου». Του λέγει ο γέρων: «Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο λογισμός σου με τον Θεό. Μεγάλο πράγμα είναι το να βλέπης τον εαυτό σου κάτω από όλη τη δημιουργία. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην άσκηση της ταπεινοφροσύνης».
ιδ’ . Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: «Να, ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο, λέγει: « Να, η χορεία των προφητών ήλθε». Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: «Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε». Και έλαμψε πάλι το πρόσωπο του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες, λέγοντας: «Με ποιόν μιλάς, πάτερ;». Και εκείνος είπε: «Να, οι Άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη». Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ». Και τους είπε ο γέρων: «Σας βεβαιώνω, ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή». Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος. Και πάλι, ξαφνικά, έγινε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέγει: «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει: Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου». Και ευθύς παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή. Και γέμισε όλο το κελλί από ευωδία.
ιε’ . Πήγε ο Αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και όταν επρόκειτο να βγουν, πριν ξεκινήσουν, τους έβαλε να φάνε από πρωΐ. Ήταν δε νηστεία. Και μόλις έστρωσαν τραπέζι, να, κάποιοι αδελφοί χτυπούν την πόρτα. Είπε δε στον μαθητή του: «Δός τους λίγη κουρκούτη, γιατί από κόπο είναι». Του λέγει ο Αββάς Αδέλφιος: Άφησε καλύτερα, για να μη πουν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωΐ». Και τον κοίταξε ο γέρων και λέγει στον αδελφό: «Πήγαινε, δός τους». Μόλις λοιπόν είδαν την κουρκούτη, είπαν: «Μη έχετε ξένους; Μη τάχα και ο γέρων σας τρώγει;». Και τους είπε ο αδελφός: «Ναι». Άρχισαν λοιπόν να στενοχωρούνται και να λέγουν: «Ας σας συγχώρηση ο Θεός οπού αφήσατε τον γέροντα να φάη τώρα. Ή δεν ξέρετε ότι για πολλές μέρες έχει να κοπιάση;». Και τους άκουσε ο επίσκοπος. Και έβαλε μετάνοια στον γέροντα, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού έκαμα ανθρώπινο λογισμό. Ενώ συ έκαμες ό,τι ήθελε ο Θεός». Και του λέγει ο Αββάς Σισώης: Αν ο Θεός δεν δοξάση άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων τίποτε δεν είναι».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)