ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Με πολλή θλίψη άκουσα πώς είσαι ακόμα ευέξαπτος και ευερέθιστος, όπως πάντα. Τρία φάρμακα σου χρειάζονται: ο φόβος του Θεού, η αγάπη και η ταπείνωση. Η υπερηφάνεια είναι η ρίζα του πάθους που σε βασανίζει.
Σου συνιστώ να μελετήσεις, στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, την επιστολή του οσίου Μάρκου του ασκητή προς τον μονάζοντα Νικόλαο. Και να θυμάσαι πάντα το σοφό λόγο ενός αγίου: Αν το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται — και πράγματι είναι — «ειρήνη ψυχής», ενώ η οργή «ταραχή καρδίας», τότε οπωσδήποτε τίποτε άλλο δεν το διώχνει από μέσα μας τόσο, όσο ο θυμός.
* * *
Λες ότι η υπηρέτριά σου σε παροργίζει πολύ. Και για να μην ξεσπάσεις όταν σε πνίγει ο θυμός, της λες μόνο να μη σε βάζει σε πειρασμό, και αμέσως μετά φεύγεις βιαστικά από το δωμάτιο. Αυτός μου φαίνεται πώς είναι ένας ασυνήθιστος και χλιαρός τρόπος καταπολεμήσεως του πάθους.
Θεώρησε πώς η υπηρέτριά σου χρησιμοποιείται από το Θεό, για να σου φανερώσει την πιο μεγάλη αδυναμία σου: Το πάθος της οργής, που αδρανεί μέσα σου όλες τις άλλες ώρες και κοιμάται κρυμμένο καλά, μέχρι τη στιγμή που αυτή η γυναίκα, το όργανο του Θεού, το ξυπνάει και το ξεσκεπάζει. Πολέμησέ το λοιπόν, καλλιεργώντας μέσα σου ταπεινό φρόνημα, ευσπλαχνία, επιείκεια, μακροθυμία. Θα χρειαστείς πολύ καιρό και μεγάλο αγώνα για να το νικήσεις. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πάλευε στην έρημο ο Αββάς Αμμωνάς εναντίον του θυμού. Αλλά μη λιποψυχείς. Προσευχήσου στο Θεό για βοήθεια και άρχισε τώρα, χωρίς αναβολή. Κόψε πρώτα κάθε εξωτερική εκδήλωση της οργής, και μετά προχώρησε στον εσωτερικό σου κόσμο. Η αρχή της αοργησίας, μας λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η ψυχή βρίσκεται σε ταραχή. Η μέση είναι να σιωπούν οι λογισμοί, ενώ η ψυχή βρίσκεται σε λίγη ταραχή. Και το τέλος είναι να επικρατεί στη θάλασσα της ψυχής μόνιμη γαλήνη, όσο ακάθαρτοι άνεμοι κι αν φυσούν. Τότε όχι μόνο δεν οργιζόμαστε εναντίον εκείνου που μας έθλιψε, αλλά και προσευχόμαστε αυθόρμητα και αβίαστα γι’ αυτόν, λέγοντας κατά την παραγγελία του Αββά Δωροθέου: «Θεέ μου, βοήθησε τον αδελφό μου, και με τις ευχές εκείνου βοήθησε κι εμένα!». Έτσι εκδηλώνουμε γνήσια αγάπη και γνήσια ταπείνωση. Αγάπη, γιατί προσευχόμαστε για τον αδελφό που μας πίκρανε. Και ταπείνωση, γιατί, πέρα απ αυτό, επικαλούμαστε και τις ευχές του!
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 130-131)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Οι αγωνιζόμενοι πρέπει να φυλάγουν τη διάνοιά τους πάντοτε ακυμάτιστη, για να διακρίνει ο νους τους λογισμούς που τη διατρέχουν• κι έτσι τους καλούς βέβαια και θεόπεμπτους να τους αποθέτει στα ταμεία της μνήμης, ενώ τους διεστραμμένους και δαιμονικούς να τους απορρίπτει κάπου έξω από τις αποθήκες της φύσεως.
Πραγματικά η θάλασσα, όταν γαληνεύει, διακρίνεται από τους ψαράδες ως το βυθό της, ώστε να μη τους ξεφεύγει τότε κανένα από τα ζώα που τριγυρίζουν στα περάσματά της• όταν όμως ταράσσεται από τους ανέμους, κρύβει με τη σκοτεινιά της ταραχής όσα επιτρέπει να φαίνονται με το χαμόγελο της γαλήνης. Έτσι τότε βλέπουμε ν’ αχρηστεύεται η τέχνη εκείνων που μηχανεύονται τα αλιευτικά δολώματα. Αυτό οπωσδήποτε παθαίνει κι ο θεωρητικός νους, όταν μάλιστα ο βυθός της ψυχής ταράσσεται από άδικη οργή.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 145)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Πίστη άεργη και έργο άπιστο θα αποδοκιμασθούν κατά τον ίδιο τρόπο•γιατί πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που επιδεικνύει τα έργα της. Γιατί ούτε του πατέρα μας του Αβραάμ η πίστη δεν θα λογαριαζόταν για τη δικαίωσή του, εάν δεν πρόσφερε το παιδί του σαν καρπό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Ο βυθός της πίστεως όταν εξερευνάται, ταράσσεται• όταν όμως θεωρείται με απλή διάθεση, γαληνεύει. Γιατί το βάθος της πίστεως που είναι σαν το νερό της λησμονιάς των κακών δεν ανέχεται να θεωρείται από περίεργους λογισμούς. Ας εμπλέουμε λοιπόν στα ύδατά της με απλότητα σκέψεως για να φθάσουμε έτσι στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 137,139)
... ο Σύλλογος, η το Σώμα των Επισκόπων, δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης, το διάδοχο του Πέτρου και κεφαλή του Συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του πρωτείου πάνω στους ποιμένες και τους πιστούς. Πραγματικά, ο Επίσκοπος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ποιμένα όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε να εξασκεί. Αλλά και η τάξη των Επισκόπων, που διαδέχεται το Σύλλογο των Αποστόλων στο διδακτικό και ποιμαντικό του ρόλο και η οποία μάλιστα διαιωνίζεται στην υπόστασή της το Αποστολικό Σώμα, μαζί με την Κεφαλή της, τον Επίσκοπο Ρώμης και ποτέ χωρίς αυτήν την Κεφαλή, είναι επίσης φορέας της υπέρτατης και ολοκληρωτικής εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, η οποία όμως δεν μπορεί να εξασκηθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Επισκόπου Ρώμης. Ο Κύριος έλαβε μόνο τον Σίμωνα σαν πέτρα και κλειδούχο της Εκκλησίας, ορίζοντάς τον ποιμένα όλου του ποιμνίου του. Είναι όμως γνωστό ότι το αξίωμα που δόθηκε στον Πέτρο, να δένει και να λύνει μέσα στην Εκκλησία, δόθηκε επίσης και στο Σύλλογο των Αποστόλων, ενωμένο με την Κεφαλή του. Ο Σύλλογος αυτός σαν σύνθεση πολλών, εκφράζει την ποικιλία και την παγκοσμιότητα του Λαού του Θεού και με την συνάθροισή του κάτω από μία Κεφαλή, εκφράζει την ενότητα του ποιμνίου του Χριστού. Μέσα σ’ αυτόν οι Επίσκοποι, τηρώντας πιστά το Πρωτείο και την αρχηγία της Κεφαλής, εξασκούν την εξουσία τους για το καλό των πιστών τους και μάλιστα όλης της Εκκλησίας, ενώ το Άγιο Πνεύμα ενισχύει διαρκώς την οργανική της δομή και την ομόνοιά της. Η υπέρτατη εξουσία του Συλλόγου πάνω σ’ όλη την Εκκλησία, εξασκείται μ’ επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος, αν δεν επικυρωθεί η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή από τον Διάδοχο του Πέτρου. Ο Επίσκοπος Ρώμης έχει την αρμοδιότητα να συγκαλεί αυτές τις Συνόδου, να προεδρεύει σ’ αυτές και να τις επικυρώνει.
... Αυτό το αλάθητο έχει ο Επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του Συλλόγου των Αποστόλων, χάρη στο αξίωμά του, όταν σαν πρώτος ποιμένας και διδάσκαλος όλων των πιστών, που στηρίζει στην πίστη τους αδερφούς του, (βλ. Λουκ. 22,32), διακηρύττει με οριστική πράξη μια διδασκαλία σχετική με την πίστη και την ηθική. Γι΄ αυτό οι ορισμοί του, από δικό τους χαρακτήρα κι όχι από συναίνεση της Εκκλησίας, πολύ σωστά ονομάζονται αμετάκλητοι, επειδή γίνονται με τη συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος, που ο Χριστός υποσχέθηκε στο πρόσωπο του Αγίου Πέτρου. Γι΄ αυτό δεν έχουν ανάγκη από την επικύρωση των άλλων, ούτε δέχονται έκκληση σε άλλο κριτήριο. Γιατί στην περίπτωση αυτή ο Επίσκοπος Ρώμης διακηρύττει μια διδασκαλία όχι σαν ιδιωτικό πρόσωπο, αλλά σαν κορυφαίος δάσκαλος της παγκόσμιας Εκκλησίας, εφοδιασμένος ιδιαίτερα με το χάρισμα του αλάθητου της Εκκλησίας, ερμηνεύει και προστατεύει τη διδασκαλία της καθολικής πίστης. Το αλάθητο, που υποσχέθηκε ο Χριστός στην Εκκλησία, υπάρχει επίσης και στο Σώμα των Επισκόπων, όταν αυτοί μαζί με τον Διάδοχο του Πέτρου, εξασκούν το ύψιστο διδακτικό τους αξίωμα.
(Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Δογματική Διάταξη Περί Εκκλησίας 1 (Lumen Gentium), μετφρ. Αθ. Αρμάου, Γραφείο Καλού Τύπου, αχ. σ. 43-52)
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ.
… θα ίδωμεν τώρα καθ' έκαστον ποιο λέγουν και με ποιας πιέσεις ή και ποια γραφικά λόγια και νοήματα χρησιμοποιούν, ή μάλλον παραποιούν, και ούτως εξέπεσαν από την θεόλεκτον και πατροπαράδοτον ομολογίαν. Και τα χειρότερον όλων είναι ότι δεν θέλουν ούτε να επιστρέψουν και κρατήσουν με ασφάλειαν εκείνο από τα οποίον εξέπεσαν, αλλά ως άνθρωποι πραγματικά ανάγωγοι δυσανασχετούν και αντιλέγουν εντόνως προς εκείνους οι οποίοι τους δίδουν χείρα προς διόρθωσιν, δύναμιν δηλαδή λόγου αληθείας οδηγούσαν προς την αλήθειαν.
Το να εκπίπτουν από τα ορθόν φρόνημα υπήρξε κοινή μοίρα όλων των Εκκλησιών, καθώς δια μέσου των αιώνων το κακόν ελυμαίνετο άλλοτε άλλην από αυτάς. Τα να μη επανέλθη όμως πλέον μετά την πτώσιν υπήρξε περίπτωσις μόνον της Eκκλησίας των Λατίνων, μολονότι είναι η μεγίστη και κορυφαία και κατέχει την εξοχωτέραν περιωπήν των πατριαρχικών θρόνων.
Και συνέβη εις αυτήν, η οποία ήτο η μεγίστη των Εκκλησιών, ό,τι συνέβη εις το μέγιστον των ζώων, τον ελέφαντα. Λέγουν δι’ αυτόν ότι δεν κατακλίνεται εις το έδαφος δι’ ανάπαυσιν κατά τον καιρόν του ύπνου, αλλά αναπαύεται με το να λυγίζη απλώς το δύο πλάγια άκρα• αν δε πάθη κάτι και πέση κάτω, δεν δύναται να σηκωθή πλέον. Αλλά εις μεν τους ελέφαντας αίτιον είναι το βάρος του σώματος και η παχυσαρκία, η οποία είναι ανοικονόμητος και πιέζει προς τα κάτω, ωσάν βαρυτάτη μόλυβδος ευρισκομένη επάνω τους, εις δε τους Λατίνους νομίζω ότι είναι μόνον ο τύφος, ο οποίος θα ηδυνάμην να είπω ότι είναι πάθος ανίατον, το οποίον κατά τον απόστολον είναι το ιδιαίτερον κρίμα μόνον του πονηρού εξ αιτίας του οποίου και εκείνος είναι ανίατος εις τους αιώνας.
Αν δε το γένος αυτό των Λατίνων τον απωθήσουν —και ημπορούν, αφού είναι άνθρωποι—, τότε όλοι ημείς οι ορθοφρονούντες συνηθροισμένοι ομού ωσάν με προβοσκίδας, τας οποίας άλλωστε εφεύρεν η φύσις βοήθημα των ορθίων ελεφάντων απέναντι εις τους πεσμένους κάτω, χρησιμοποιούντες τα θεόπνευστα λόγια θα τους σηκώσωμεν και θα τους στήσωμεν ορθίως, κρατούντας χωρίς παρέκκλισιν τον κανόνα της ευσεβείας. Εκείνους όμως οι οποίοι κατάκεινται εκουσίως τίποτε δεν ημπορεί να τους βοηθήση το παραμικρόν, ακόμη και αν το φάρμακον κατά της ψευδοδοξίας παρασκευασθή και προσφερθή από τους ιδίους τους ουρανίους νόας. Εις αυτούς ακριβώς απευθύνεται ο με προφητικά λόγια εκφρασθείς λόγος, ότι ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και δεν εθεραπεύθη».
(ΕΠΕ,έργα Γρηγορίου Παλαμά, τόμος 1, σελ. 183-185)
Α΄ Σύνοδος Βατικανού.Constitutio dogmatica prima de ecclesia Christi «Pastor aeternus» (18 Ιουλίου 1870).
Caput (ΚΕΦΑΛΑΙΟ) I. De apostolici primatus in beato Petro institutione
(Περί αποστολικής θεμοθέτησης του πρωτείου στον μακάριο Πέτρο)
Εάν κάποιος λοιπόν πει, ότι ο μακάριος απόστολος Πέτρος δεν ορίστηκε από τον Κύριο Χριστό ως πρώτος όλων των αποστόλων και ορατή κεφαλή ολοκλήρου της Εκκλησίας, είτε, πάλι (κάποιος πει) γι’ αυτόν (τον Πέτρο), που είναι τόσο τιμημένος, ότι δεν έχει λάβει το πρωτείο στη γνήσια και μόνιμη δικαιοδοσία του από τον ίδιο τον κύριό μας Ιησού Χριστό άμεσα και έμμεσα, ανάθεμα.
Caput II. De perpetuitate primatus beati Petri in Romanis pontificibus.
(Περί της αδιαλείπτου παρουσίας του πρωτείου του μακαρίου Πέτρου στους Ρωμαίους ποντίφηκες).
Εάν κάποιος επομένως πει, ότι δεν είναι θεσμοθετημένο από τον ίδιο τον Κύριο Χριστό, θείω δικαίω, ώστε ο μακάριος Πέτρος να έχει αδιάλειπτους διαδόχους ως προς το πρωτείο σε ολόκληρη την Εκκλησία, είτε ότι ο Ρωμαίος ποντίφηκας δεν είναι διάδοχος του μακαρίου Πέτρου ως προς το ίδιο το πρωτείο, ανάθεμα έστω.
Caput III. De vi et ratione primatus Romani Pontificis
Επειδή το θείο δίκαιο του αποστολικού πρωτείου θέτει τo Ρωμαίο ποντίφικα στην κορυφή της Eκκλησίας, διδάσκουμε και κηρύττουμε ακόμη ότι είναι υπέρτατος δικαστής των πιστών και ότι και ότι για όλα τα θέματα που άπτονται της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας επιτρέπεται να γίνει προσφυγή στην κρίση του. Η κρίση της Αποστολικής Έδρα, από την οποία καμία εξουσία δεν είναι ανώτερη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό ουδενός. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις της. Γι’ αυτό, όσοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να γίνει έκκληση κατά των κρίσεών της στην οικουμενική σύνοδο ως σε ανώτερη από τον πάπα εξουσία παρεκκλίνουν από την οδό της αλήθειας.
Εάν λοιπόν κάποιος ισχυρίζεται ότι η εξουσία του Ρωμαίου ποντίφικα περιορίζεται στον έλεγχο και στη διοίκηση και ότι δεν είναι πλήρης και υπέρτατη εφ’ όλης της Εκκλησίας, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην πίστη και στα ήθη, αλλά και στην τάξη και στη διακυβέρνηση ολόκληρης της Εκκλησίας, η ακόμη ότι έχει το πιο σημαντικό μέρος, όχι όμως και στην πληρότητα της υπέρτατης αυτής εξουσίας, η ότι η εξουσία του δεν είναι τακτική (δηλαδή όχι εκχωρούμενη αλλά ex officio) εφ’ όλων των κληρικών και των πιστών, ανάθεμα έστω.
Caput IV. De Romani pontificis infallibili magisterio
Ο Ρωμαίος ποντίφικας, όταν ομιλεί ex cathedra, όταν δηλαδή εκπληρώνοντας την αποστολή ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών, ορίζει, επικαλούμενος την υπέρτατη αποστολική εξουσία του, ότι μια αλήθεια περί πίστεως η περί ηθών οφείλει να γίνει δεκτή από όλη την Εκκλησία, χαίρει, με τη συμπαράσταση που ο Θεός του υποσχέθηκε στο πρόσωπο του Αγίου Πέτρο, του αλάθητου, με το οποίο ο θείος Λυτρωτής προίκισε την Εκκλησία του, όταν ορίζει τις επί πίστεως και των ηθών αλήθειες. Κατά συνέπεια, οι ορισμοί αυτοί του Ρωμαίου ποντίφικα είναι αλάθητοι αφ’ εαυτών και όχι από τη συγκατάθεση της Εκκλησίας.
Εάν κάποιος, είθε ο Θεός να αποτρέψει κάτι τέτοιο, από προκατάληψη διανοηθεί να αντισταθεί σε αυτή τη δική μας απόφαση, ανάθεμα έστω»
(Μετάφραση από το λατινικό πρωτότυπο: Kl. Schatz, Το πρωτείο του πάπα, μετφρ. Μ. Ρούσσος-Μηλιδώνης, εκδ. Ροές Δοκίμια, 2005, σ. 266-267, Χρ. Παπαδοπούλου, Το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, Αθήναι 1964, σ. 309-310, 310-313 και φιλολόγου Κοσμά Κούλη.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15.
Όταν κάποιος αρχίσει να νοιώθει πλούσια την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει ν’ αγαπά και τον πλησίον του με πνευματική αίσθηση.
Αυτή ακριβώς είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές.
Γιατί η σαρκική φιλία πολύ εύκολα διαλύεται μόλις βρεθεί μια μικρή αιτία, επειδή δεν έχει δεθεί με την πνευματική αίσθηση.
Γι’ αυτό λοιπόν, κι αν ακόμα προκληθεί κάποιος παροξυσμός στην ψυχή που κατευθύνεται από το Θεό, δεν λύνεται σ’ αυτήν ο δεσμός της αγάπης•
γιατί η ψυχή, αναζωπυρωμένη με τη θέρμη της αγάπης του Θεού στο αγαθό, ξανακαλεί αμέσως με μεγάλη χαρά την αγάπη του πλησίον, κι αν ακόμα έχει βριστεί ή έχει ζημιωθεί πολύ από αυτόν.
Γιατί με τη γλυκύτητα του Θεού αφανίζει εξ ολοκλήρου την πίκρα της έριδας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Άλλη είναι η φυσική αγάπη της ψυχής και άλλη εκείνη που γεννάται σ’ αυτήν από το άγιο Πνεύμα.
Η πρώτη κινείται από τη θέλησή μας σύμμετρα, όποτε θέλουμε•
γι’ αυτό και διαρπάζεται εύκολα από τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κυριαρχούμε δυνατά την προαίρεσή μας.
Η άλλη όμως τόσο πολύ καίει την ψυχή για την αγάπη του Θεού, ώστε τότε όλα τα μέρη της να προσκολλούνται από χρηστότητα σιωπηρά στο θείο πόθο, με άπειρη απλότητα διαθέσεως.
Γιατί τότε ο νους, σα να κυοφορεί την πνευματική ενέργεια, αναβλύζει πηγή αγάπης και χαράς.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.129-131, 157)
Όποιος αγαπά τον εαυτό του δεν μπορεί ν’ αγαπά το Θεό.
Εκείνος όμως που ξεπερνά την αγάπη προς τον εαυτό του
εξ αιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού,
αυτός αγαπά το Θεό.
Γι’ αυτό αυτός ο άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ τη δική του δόξα,
αλλά τη δόξα του Θεού.
Πραγματικά αυτός που αγαπά τον εαυτό του επιδιώκει τη δική του δόξα,
ενώ αυτός που αγαπά το Θεό επιδιώκει τη δόξα του Δημιουργού του.
Γιατί γνώρισμα ψυχής αισθητικής και θεοφιλούς είναι
από το ένα μέρος να επιζητεί πάντοτε τη δόξα του Θεού
σε όλες τις εντολές που εκτελεί,
και από το άλλο να τέρπεται με την ταπείνωσή της•
επειδή στο Θεό μεν αρμόζει δόξα
για τη μεγαλωσύνη του,
ενώ στον άνθρωπο η ταπείνωση,
για να οικειωθούμε μέσω αυτής με το Θεό.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 125)
Το κακό ούτε οντολογική υπόσταση έχει, ούτε βέβαια είναι κανείς κακός από τη φύση του, γιατί τίποτε κακό δεν έκαμε ο Θεός.
Όταν όμως κάποιος κατά την επιθυμία της καρδιάς του δίνει μορφή σ’ αυτό που δεν υπάρχει ουσιαστικά, τότε αρχίζει ακριβώς να είναι αυτό που θα ήθελε εκείνος που το κάνει.
Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού πάντοτε να αμελούμε την έξη του κακού, γιατί είναι δυνατώτερη η φύση του καλού από την έξη του κακού,
επειδή το πρώτο βέβαια υπάρχει, ενώ το άλλο δεν υπάρχει, παρά μόνο στην πράξη.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 115)
- Τρίτος ο όρος της υπομονής:
να καρτερούμε τον αόρατο κοιτάζοντας τον αδιαλείπτως ως ορατό με τους οφθαλμούς της διάνοιας.
- Έκτος ο όρος της ταπεινοφροσύνης:
συνεχής λήθη των κατορθουμένων.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 111)