ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
4. Όλα τα χαρίσματα της ψυχής, δηλαδή όσα αποτελούν την αληθινή ζωή, την ειρήνη και τη χαρά του πιστού, «άνωθεν εστί καταβαίνοντα», από τον Θεό προέρχονται. Αυτό μου λέγει η πείρα μου. Και η καρδιά μου αναφωνεί: «Ω Πνεύμα Άγιο, είσαι όντως ο θησαυρός των αγαθών!».
5. Στα καλά έργα των πιστών, ας ατενίζεις το φως του Χριστού, το «φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. α’ 9). Μάθε να διαβάζης σ’ αυτά με αγάπη, ευχαριστώντας τον Φωτοδότη Χριστό, που τόσο πλούσια λάμπει στον κόσμο μες από τα έργα όσων του είναι αφωσιωμένοι και ζητούν τη δόξα του ονόματός του.
6. Όταν η καρδιά σου κλίνη προς το κακό και κινδυνεύη να αποσπασθή από τον βράχο της πίστεως, λέγε μέσα σου: «Ξέρω πόσο φτωχός είμαι πνευματικά. Ξέρω ότι είμαι ένα τίποτε, αν μου λείψει η πίστις. Αν στέκωμαι, αυτό οφείλεται στη χάρι του Χριστού. Ο Κύριος μου δίνει την ειρήνη, τη χαρά. Χωρίς Αυτόν , είμαι πνευματικά νεκρός, πέφτω σε ταραχή και κατάθλιψι. Χωρίς τον Σταυρό του Κυρίου, θα βυθισθώ στην πιο βαρειά θλίψη, στην απόγνωσι. Μόνον ο Χριστός με κρατεί στη ζωή και στο φως. Και ο Σταυρός είναι η ειρήνη μου και η παρηγοριά μου».
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 20-21)
1. Οι Άγιοι δεν απουσιάζουν, ανάμεσά μας, ακόμη και μετά την κοίμησί τους. Έτσι, συχνά ακούω στην εκκλησία τη Θεοτόκο να ψάλλη τη θεσπέσια Ωδή της, που είπε στο σπίτι της συγγένισσάς της της Ελισάβετ, μετά τον Ευαγγελισμό. Άλλοτε, ακούω την Ωδή του Μωϋσέως. Ή την Ωδή του Ζαχαρίου, του πατέρα του Τιμίου Προδρόμου. Ή την Ωδή της Άννης, της μητέρας του Προφήτου Σαμουήλ. Ή την Ωδή των Τριών Παίδων. Ή την Ωδή της Μαριάμ, της αδελφής του Μωϋσέως. Και πόσα άλλα πρόσωπα της Αγίας Γραφής πλημμυρίζουν ολόκληρη την Εκκλησία, σε όλα τα πλάτη της γης, με τα ιερά τους άσματα!
Αλλά και η ιερά υμνωδία της λατρείας μας τίνος το πνεύμα έχει και κατανύσσει έτσι τις καρδιές μας; Τίνος άλλου παρά του Θεού και των Αγίων του! Εδώ βρίσκεται η απόδειξις για την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι τέλειωσαν τον επίγειο βίο τους. Και όμως, εξακολουθούν ακόμη να καθοδηγούν τη ζωή μας. Έφυγαν απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Και όμως, εξακολουθούν να μας μιλούν, να μας διδάσκουν, να μας συγκινούν.
2. Όπως ο αέρας είναι απαραίτητος για τη ζωή του σώματος, έτσι είναι και το Άγιο Πνεύμα απαραίτητο για τη ζωή της ψυχής. Ο αέρας και το Πνεύμα μοιάζουν μεταξύ τους. Πνεύμα ακριβώς αυτό σημαίνει: πνοή. «Το πνεύμα όπου θέλει πνεί και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει· ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιω. γ’ 8).
3. Πως συμβαίνει οι Άγιοι να μας βλέπουν εμάς και τις ανάγκες μας και να ακούνε την προσευχή μας; Ας φαντασθώ το εξής: Είμαι στον ήλιο και έγινα ένα μαζί του. Ο ήλιος φωτίζει όλη τη γη με τις ακτίνες του. Οι ακτίνες του πέφτουν σε όλα τα σημεία της γης. Μέσα σ’ αυτές τις ακτίνες, βλέπω και εγώ τη γη. Είμαι τόσο μικρός σε σύγκρισι με το άστρο της ημέρας. Και όμως. Έχω γύρω μου τόσες ακτίνες, μια εκθαμβωτική φωτοχυσία. Όποιος λοιπόν είναι ενωμένος με τον πνευματικό Ήλιο, τον Χριστό, βλέπει, μέσα στο άφθονο φως του, τα πάντα. Βλέπει τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, για τις οποίες ο καθένας τους προσεύχεται.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ.19-20)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Έχουμε πει, επειδή ακούσαμε τους πολύ έμπειρους οδηγούς, ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ των καλών και των άσχημων ονείρων εμείς πάντως είναι αρκετό να μη πειθόμαστε καθόλου σε καμμιά φαντασία για να προκόπτουμε στην αρετή. Γιατί τα όνειρα τις περισσότερες φορές δεν είναι τίποτε άλλο παρά είδωλα παραπλανημένων λογισμών ή πάλι, όπως είπα, παιγνίδια δαιμόνων. Όποτε μας σταλθεί καμμιά φορά όνειρο από την αγαθότητα του Θεού και δεν το καταδεχθούμε, δεν θα οργισθεί εναντίον μας γι’ αυτό ο πολυπόθητός μας Κύριος Ιησούς, επειδή γνωρίζει ότι φθάνουμε στην άρνησή του εξ αιτίας των δόλων των δαιμόνων. Γιατί είναι βέβαια ακριβής η προαναφερόμενη διάκριση, συμβαίνει όμως στην ψυχή, όταν μιανθεί από κάποια ανεπαίσθητη εξαπάτηση -πράγμα από το οποίο, όπως νομίζω, κανείς δεν εξαιρείται- να χάσει το δείκτη της ακριβούς διαγνώσεως και να πιστεύσει ως καλά τα μη καλά .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Ας μας είναι υπόδειγμα γι’ αυτό ο δούλος που καλείται από τον οικοδεσπότη τη νύχτα μπροστά στον περίβολο της οικίας μετά από μεγάλη αποδημία. Ο δούλος αρνήθηκε εντελώς να του ανοίξει τις θύρες, γιατί φοβόταν μήπως η ομοιότητα της φωνής, παρασύροντάς τον, τον κάνει να γίνει προδότης των πραγμάτων που του εμπιστεύθηκε αυτός. Ο κύριος όχι μόνο δεν οργίσθηκε εναντίον του, όταν ξημέρωσε, αλλά και τον αξίωσε πολλούς επαίνους, γιατί, μη θέλοντας να χάσει τίποτε από τα πράγματά του, νόμισε ότι είναι πλαστή η φωνή του οικοδεσπότη.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.161-165)
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 17).
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
(Ζωντανή Προσευχή, Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 18-21)
Ο αγώνας κατά των παθών
- Γέροντα, όταν ο Προφήτης Δαβίδ έλεγε: «πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με», τι ζητούσε;
- Ο Δαβίδ ζητούσε από τον Θεό να του δώση διοικητικό χάρισμα, επειδή είχε να κυβερνήση ανθρώπους. Αλλά και ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται «πνεύμα ηγεμονικό»,
γιατί έχει να κυβερνήση τον εαυτό του, για να μην τον κάνουν κουμάντο τα πάθη του.
- Γέροντα, τι είναι τα πάθη;
- Εγώ τα πάθη τα βλέπω σαν δυνάμεις της ψυχής. Ο Θεός δεν δίνει ελαττώματα αλλά δυνάμεις. Όταν όμως δεν αξιοποιούμε αυτές τις δυνάμεις για το καλό, έρχεται το ταγκαλάκι, τις εκμεταλλεύεται και γίνονται πάθη, και ύστερα γκρινιάζουμε και τα βάζουμε με τον Θεό. Ενώ, αν τις αξιοποιήσουμε στρέφοντάς τες εναντίον του κακού, μας βοηθούν στον πνευματικό αγώνα. Ο θυμός λ.χ. δείχνει ότι η ψυχή έχει ανδρισμό, ο οποίος βοηθάει στην πνευματική ζωή. Κάποιος που δεν είναι θυμώδης και δεν έχει ανδρισμό δεν μπορεί να βάλη εύκολα τον εαυτό του στην θέση του. Ο θυμώδης άνθρωπος, αν αξιοποιήση στην πνευματική ζωή την δύναμη που έχει, είναι σαν ένα γερό αυτοκίνητο που πιάνει την ευθεία και κανείς δεν το φθάνει. Αν όμως δεν την αξιοποιήση και αφήνη ανεξέλεγκτο τον εαυτό του, μοιάζει με αυτοκίνητο που τρέχει με υπερβολική ταχύτητα σε ανώμαλο δρόμο και κάθε τόσο εκτροχιάζεται.
Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίση τις δυνάμεις που έχει και να τις στρέψη στο καλό. Έτσι θα φθάση, με την βοήθεια του Θεού, σε καλή πνευματική κατάσταση. Τον εγωισμό λ.χ. να τον στρέψη εναντίον του διαβόλου και να μην το βάζη κάτω, όταν πάη και τον πειράζη. Την τάση για φλυαρία να την αγιάση καλλιεργώντας την ευχή. Δεν είναι καλύτερα να μιλάη με τον Χριστό και να αγιάζεται παρά να φλυαρή και να αμαρτάνη; Ανάλογα δηλαδή με το πώς θα χρησιμοποιήση ο άνθρωπος τις δυνάμεις της ψυχής, μπορεί να γίνη καλός ή κακός.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Ε΄, σελ. 21-22)
Πραγματική λύσσα σε κυριεύει, κάθε φορά που τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τί τους λες η σε παρακούνε η κάνουν ζημιές. Οπωσδήποτε αυτό είναι ένα μεγάλο σφάλμα σου. Πρέπει να παλέψεις σκληρά με το φοβερό πάθος του θυμού που, καθώς φαίνεται, σ’ έχει αρπάξει για τα καλά στα νύχια του. Διάβασε στην “Κλίμακα” τον όγδοο λόγο «περί αοργησΐας» και τον εικοστό τέταρτο «περί πραότητος και απλότητος». Ο Αββάς Κασσιανός και ο όσιος Νείλος Σόρσκυ είναι επίσης πολύ διαφωτιστικοί.
* * *
Μην αποθαρρύνεσαι. Γενναία πολέμησε τα ξεσπάσματα του θυμού σου. Μη χάνεις ποτέ την ελπίδα ότι θα τα χαλιναγωγήσεις. Ο θυμός είναι ένα από τα σοβαρότερα πάθη σου, αλλά δεν θα μπορούσες ποτέ να γιατρευτείς απ’ αυτό, αν δεν το συνειδητοποιούσες. Επομένως τα παιδιά, που με τις αταξίες τους σε νευριάζουν, είναι τα όργανα του Θεού για τη διόρθωσή σου. Ευχαρίστησέ τα γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς σου.
Είναι καλύτερα να μην τα μαλώνεις και να μην προσπαθείς να τα συνετίσεις όταν βρίσκεσαι σ’ αυτή την ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Και για σένα θα είναι πιο ωφέλιμο, αλλά και για τα παιδιά σου πιο αποτελεσματικό, αν αργότερα συζητήσεις ήρεμα μαζί τους και τα βοηθήσεις με τον πειστικό σου λόγο να κατανοήσουν το σφάλμα τους.
* * *
Έχεις απόλυτο δίκιο: Ήταν λάθος που προσπάθησες να υπερασπισθείς τον άντρα σου με τόσο βίαιο τρόπο. Η τάση που έχεις να παρασύρεσαι από ένα κύμα τυφλής οργής, κάθε φορά που άδικουν — ή νομίζεις πώς άδικουν — τα αγαπημένα σου πρόσωπα, δείχνει πώς μέσα στην ψυχή σου υπάρχει μια κηλίδα εμπάθειας.
Η ανακάλυψη βέβαια μιας τέτοιας κηλίδας δεν πρέπει ποτέ να μας οδηγεί στην απόγνωση, παρά μόνο στη μετάνοια. Ομολόγησε ταπεινά μπροστά στο Θεό αυτή την αμαρτία, αυτό το σκοτεινό πάθος σου. Και ζήτησέ του να σε βοηθήσει, ώστε σιγά σιγά να μάθεις να υπερασπίζεσαι με ανωτερότητα, ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και ψυχική ευγένεια ακόμα κι εκείνους που αγαπάς πολύ.
* * *
Μου ζητάς να σου υποδείξω κάποιο τρόπο, για να ξεριζώσεις εντελώς από μέσα σου το πάθος του θυμού.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να γνωρίζεις ότι την τάση αυτή τη φύτεψε μέσα μας ο ίδιος ο Θεός, για να τη χρησιμοποιούμε εναντίον της αμαρτίας, των πειρασμών και των δαιμόνων — ποτέ εναντίον των συνανθρώπων μας. Όταν το κάνουμε αυτό, ενεργούμε αντίθετα προς την αληθινή, θεόπλαστη φύση μας. Πήραμε λοιπόν το όπλο που μας έδωσε ο Θεός, και αντί να το στρέψουμε εναντίον των εχθρών μας, αρχίσαμε να χτυπάμε μ’ αυτό τους αδελφούς μας!
Πρέπει, επομένως, ν’ αγωνιστείς εναντίον του θυμού και να τον χαλιναγωγήσεις. Πώς; Εύκολο είναι, αν έχεις ισχυρή θέληση και αν μάθεις τις αιτίες και τις θυγατέρες του. Μας τις φανερώνει ο μεγάλος σιναΐτης όσιος: Οι αιτίες του, λέει, είναι πολλές. Κυριότερες η υπερηφάνεια, η φιλαργυρία και η απληστία. Μερικές φορές και η πορνεία. Θυγατέρες του είναι η μνησικακία, η έχθρα, το μίσος και η δικαιολογία. Εχθροί του, τέλος, είναι η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, άρχισε τώρα κιόλας τον πόλεμο, χαράζοντας βαθιά μέσα στο νου και την καρδιά σου τα σοφά λόγια ενός παλαιού γέροντα: Όποιος δεν καταφρονήσει τα υλικά πράγματα και τη δόξα και τη σωματική ανάπαυση, και περισσότερο ακόμα τα δικαιώματα και τα θελήματά του, δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από την οργή και τη λύπη.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.132-134)
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα, ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: «Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη! Εγκατάλειψη Θεού!». Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μία που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ' του μετάνοιες, έλεγαν και την ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα έπρεπε να ξέρη να ράβη όλα τα ρούχα του σπιτιού. Και τα έρραβαν με το χέρι. Μηχανές του χεριού λίγες είχαν σε καμμιά πόλη, στα χωριά δεν είχαν. Αν υπήρχε στα Φάρασα όλο και όλο μία μηχανή του χεριού. Έρραβαν ακόμη και του
άνδρα τα ρούχα και ήταν πιο άνετα, και τις κάλτες τις έπλεκαν στο χέρι. Είχαν γούστο, μεράκι, αλλά τους περίσσευε και χρόνος, γιατί τα είχαν όλα απλά. Οι Φαρασιώτες δεν κοιτούσαν λεπτομέρειες. Ζούσαν την χαρά της καλογερικής. Και άν, για παράδειγμα, η κουβέρτα δεν ήταν καλά στρωμένη και κρεμόταν λίγο από την μία μεριά και έλεγες: «Σιάξε την κουβέρτα», θα σού έλεγαν: «Σε εμποδίζει στην προσευχή σου;».
Αυτήν την χαρά της καλογερικής οι άνθρωποι σήμερα δεν την γνωρίζουν. Νομίζουν ότι δεν πρέπει να στερηθούν, να ταλαιπωρηθούν. Αν σκέφτονταν οι άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Αγχος και απελπισία στην ψυχή. «Ο τάδε πέτυχε που εφτίαξε δύο πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μία ξένη γλώσσα. Ώχ, χάθηκα!». Έχει κάποιος ένα αυτοκίνητο και αρχίζει: «Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ». Παίρνει το καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζη τον Θεό, χαίρεται: «Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους υπηρετή, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!». Κια ένας κουτσός που λέει: «Και άλλοι που δεν έχουν και τα δυο πόδια;», και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Μία μέρα ήρθε ένας πλούσιος από την Αθήνα και μου λέει: «Πάτερ, έχασα την επαφή με τα παιδιά μου, έχασα τα παιδιά μού». «Πόσα παιδιά έχεις;», του λέω. «Δύο, μου λέει. Τα μεγάλωσα με το πουλιού το γάλα. Τί ήθελαν και δεν το είχαν! Ακόμη και αυτοκίνητο τα πήρα». Από την συζήτηση βγήκε ότι είχε και αυτός δικό του αυτοκίνητο και η γυναίκα του δικό της και τα παιδιά δικό τους. «Ευλογημένε, του λέω, εσύ, αντί να λύσης τα προβλήματά σου, τα μεγάλω-σες. Τώρα θέλεις ένα μεγάλο γκαράζ για τα αυτοκίνητα, έναν μηχανικό να τον πλη- ρώνης τετραπλάσια, για να τα διορθώνης, χώρια που κινδυνεύετε και οι τέσσερις κάθε στιγμή να σκοτωθήτε. Ενώ, αν είχες απλοποιήσει την ζωή σου, θα ήταν ενωμένη η οικογένειά σου, θα καταλάβαινε ο ένας τον άλλο και δεν θα είχες αυτά τα προβλήματα. Δεν φταίνε τα παιδιά σου τώρα, εσύ φταίς που δεν φρόντισες να δώσης άλλη αγωγή στα παιδιά σού». Μία οικογένεια τέσσερα αυτοκίνητα, ένα γκαράζ, έναν μηχανικό κ.λπ.! Ας πάη ο άλλος λίγο αργότερα. Όλη αυτή η ευκολία γεννάει δυσκολίες.
Αλλη φορά ήρθε ένας άλλος οικογενειάρχης στο Καλύβι - ήταν πέντε άτομα η οικογένειά του - και μου λέει: «Πάτερ, έχουμε ένα αυτοκίνητο και σκέφτομαι να πάρουμε άλλα δύο. Θα μας διευκολύνη». «Και πόσο θα σάς δυσκολέψη το σκέφτηκες; του λέω. Το ένα το βάζεις εκεί σε μία τρύπα, τα τρία που θα τα βάλης; Θα θέλης ένα γκαράζ και μία αποθήκη για καύσιμα. Θα διατρέχετε τρεις κινδύνους. Καλύτερα να έχετε ένα και να περιορίσετε τις εξόδους σας. Θα έχετε χρόνο να δήτε τα παιδιά σας. Θα έχετε την ηρεμία σας. Η απλοποίηση είναι το παν». «Δεν το σκέφθηκα αυτό», μου λέει.
- Γέροντα, μας είπε κάποιος ότι δυο φορές δεν μπορούσε να σταματήση τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Την μία φορά, γιατί είχε μπή μία μύγα, και την άλλη, γιατί είχε μη ο ίδιος αντικανονικά στο αυτοκίνητο.
- Μαρτυρική είναι η ζωή τους, γιατί δεν απλοποιούν τα πράγματα. Οι περισσότερες ευκολίες δυσκολίες προξενούν. Οι κοσμικοί πνίγονται από τα πολλά. Έχουν γεμίσει ευκολίες-ευκολίες και έκαναν την ζωή τους δύσκολη. Αν δεν απλοποιήση κανείς τα πράγματα, μία ευκολία γεννάει ένα σωρό δυσκολίες.
Όταν ήμασταν μικρά, κόβαμε το καρούλι στις άκρες, βάζαμε μία σφήνα μέσα και κάναμε ένα ωραίο παιχνίδι και χαιρόμασταν μ' αυτό. Τα μικρά παιδιά χαίρονται με ένα αυτοκινητάκι πιο πολύ από ό,τι ο πατέρας τους, όταν αγοράζη μερσεντές. Αν ρωτήσης ένα κοριτσάκι: «Τί θέλεις, ένα κουκλάκι ή μία πολυκατοικία;», να δής, θα σού πή: «Ένα κουκλάκι». Και τελικά τα μικρά παιδιά γνωρίζουν την ματαιότητα του κόσμου.
- Γέροντα, τί βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβη κανείς αυτήν την χαρά της λιτότητος;
- Να συλλάβη κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού...» . Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή αντιμετώπιση.
(Λόγοι τόμος Α, σελ.173-176)
Οι κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αυτοί που ζουν στα παλάτια και έχουν όλες τις ευκολίες». Αλλ' όμως μακάριοι είναι αυτοί που κατόρθωσαν να απλοποιήσουν την ζωή τους και ελευθερώθηκαν από την θηλειά της κοσμικής αυτής εξελίξεως των πολλών ευκολιών, ίσον των πολλών δυσκολιών, και απαλλάχθηκαν από τον φοβερό άγχος της σημερινής εποχής μας. Αν δεν απλοποιήση την ζωή του ο άνθρωπος, βασανίζεται. Ενώ, αν την απλοποιήση, δεν θα έχη αυτό το άγχος.
Ένας Γερμανός μία φορά στο Σινά είπε σε ένα Βεδουϊνάκι που ήταν πανέξυπνο: «Εσύ είσαι έξυπνο, μπορείς να μάθης γράμματα». «Και μετά;», τον ρωτάει εκείνο. «Μετά θα γίνης μηχανικός». «Και μετά;». «Μετά θ' ανοίξης ένα συνεργείο αυτοκινή-των». «Και μετά;». «Μετά θα το μεγαλώσης». «Και μετά;». «Μετά θα πάρης και άλλους να δουλεύουν και θα έχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, του λέει, να έχω έναν πονοκέφαλο, να βάλω άλλον έναν πονοκέφαλο και μετά να βάλω και έναν άλλον; Δεν είναι καλύτερα τώρα που έχω ήσυχο το κεφάλι μου;». Ο περισσότερος πονοκέφαλος είναι από αυτές τις σκέψεις, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο. Αν ήταν πνευματικές οι σκέψεις, θα ενίωθε κανείς πνευματική παρηγοριά και δεν θα είχε πονοκέφαλο.
Τώρα και στους κοσμικούς τονίζω πολύ την απλότητα. Γιατί πολλά από αυτά που κάνουν, δεν χρειάζονται και τους τρώει το άγχος. Τους μιλάω για την λιτότητα και την ασκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Απλοποιήστε την ζωή σας, για να φύγη το άγχος». Και τα περισσότερα διαζύγια από 'κει ξεκινούν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα έχουν να κάνουν οι άνθρωποι και ζαλίζονται. Δουλεύουν και οι δύο, πατέρας και μάνα, αφήνουν και τα παιδιά εγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεύρα - μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς - αυτόματο διαζύγιο μετά, εκεί φθάνουν. Αν απλοποιούσαν όμως την ζωή τους, θα ήταν και ξεκούραστοι και χαρούμενοι. Αυτό το άγχος είναι καταστροφή!
Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητού¬σαμε, μου είπαν: «Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται». «Ζήτε
στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη ννκτί» , είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή η σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γής, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα εμοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τί θα μου θύμιζε και σε τί θα με βοηθούσε; Γι αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ'ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι».
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ' έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλό-τητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυο το ανδρόγυνο και άλλοι δυο οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε: «Όρθιούς μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην υπαιθρο». Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα επλένε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους εφτίαχνε και καμμιά σούπα. Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυο άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ' ένα δωμάτιο.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 171-173)
ζ’. Τον ρώτησε ένας αδελφός λέγοντας: «Εγκρίνεις, Αββά, για λίγες μέρες να μην φάω ψωμί;». Και του λέγει ο γέρων: «Καλά θα κάνης. Και εγώ έκανα έτσι». Και του λέγει ο αδελφός: «Λέγω λοιπόν να πάω τα ρεβύθια μου στο αρτοποιείο και να τα κάμω αλεύρι». Και ο γέρων του λέγει: «Αν πρόκειται να πας πάλι στο αρτοποιείο, κάμε το ψωμί σου. Για ποιο λόγο τότε αυτή η έξοδος;».
η’. Πήγε κάποιος από τους γέροντες στον Αββά Θεόδωρο και του λέγει: «Να, ο δείνα αδελφός γύρισε στον κόσμο». Και το λέγει ο γέρων : «Γι’ αυτό θαυμάζεις; Μη θαυμάσεις, αλλά θαύμασε μάλλον αν ακούσεις ότι μπόρεσε τινάς να ξεφύγει από το στόμα του εχθρού».
θ.’ Κάποιος αδελφός που πήγε στον Αββά Θεόδωρο και άρχισε να μιλά και να εξετάζη θέματα, όπου ακόμη δεν τα εφήρμοζε στην πράξη. Και το λέγει ο γέρων: «Ακόμη δεν βρήκες το πλοίο , ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες και, πριν ταξιδέψεις, βρέθηκες κιόλας σ’ εκείνη την πόλη; Πρώτα κάμε το έργο και ύστερα έρχεσαι σε αυτά που τώρα λές».
ι’. Ο ίδιος πήγε κάποτε στον Αββά Ιωάννη, όπου ήταν εκ γενετής ευνούχος. Και εκεί όπου μιλούσαν είπε: «Όταν ήμουν σε Σκήτη τα έργα της ψυχής ήταν το έργο μας, ενώ το εργόχειρο το είχαμε σαν πάρεργο. Τώρα όμως, έγινε το έργο της ψυχής πάρεργο και το πάρεργο έργο».
ια’. Τον ρώτησε δέ κάποιος αδελφός λέγοντας:« Ποιο είναι τό έργο τής ψυχής όπου τώρα τό έχουμε σαν πάρεργο ; Και ποιο είναι τό πάρεργο όπου τώρα τό έχουμε έργο ; ». Και λέγει ό γέρων : « "Όλα όσα γίνονται για τήν εντολή τού Θεού, είναι έργο τής ψυχής. Ένώ ο,τι κάνουμε για λογαριασμό δικό μας και συνάζουμε, αυτό πρέπει να τό θεωρούμε πάρεργο ». Και τού λέγει ό αδελφός: « Ξεκαθάρισε μου αυτό τό θέμα ». Και αποκρίνεται ό γέρων : « Νά, ακούς για μένα ό'τι είμαι άρρωστος. Όφείλεις να με επισκεφθῆς. Λές όμως μέσα σου : Μπορώ νά αφήσω τή δουλειά μου και νά πάω τώρα ; Πρώτα θα τήν τελειώσω και ύστερα πηγαίνω. Σού τυχαίνει και άλλη περίπτωση καί, αυτή τή φορά, δεν πηγαίνεις καθόλου. Πάλι άλλος αδελφός σού λέγει : Δός μου ένα χέρι, αδελφέ. Και λές : Μπορώ νά αφήσω τή δουλειά μου και νά πάω νά δουλέψω μαζί του ; Άν λοιπόν δεν πάς, παρατάς τήν εντολή του Θεού, όπου είναι τό έργο τής ψυχής. Και κάνεις τό πάρεργο, όπου είναι τό έργο των χεριών ».
ιβ’. Είπε ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης, : «Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε μετάνοια δεν είναι δεμένος σε εντολή».
ιγ’. Ο ίδιος είπε: «Άλλη αρετή δεν είναι σαν το να μην ταπεινώσης τον πλησίον σου».
ιδ’. Πάλι είπε: «Άνθρωπος που γεύτηκε τη γλυκύτητα του κελιού δεν φεύγει περιφρονώντας τον πλησίον του».
ιε’. Πάλι είπε: «Αν δεν ξεκόψω τον εαυτό μου από αυτούς τους οικτιρμούς, δεν με αφήνον να είμαι μοναχός».
ιστ’. Είπε πάλι: «Πολλοί αυτόν τον καιρό, διάλεξαν την ανάπαυση, πριν τους την παράσχη ο Θεός».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 93-95)