Η ευχή της αναφοράς
Στα μέρη της Απάμειας, στη δεύτερη επαρχία των Σύρων, υπήρχε ένα χωριό που λεγόταν Γοναγόν.
Κάποτε, σε απόσταση ενός μιλίου από το χωριό, μερικά παιδιά έβοσκαν τα ζώα τους.
Ενώ έπαιζαν, συμφώνησαν μεταξύ τους να τελέσουν τη θεία λειτουργία, όπως έβλεπαν να γίνεται από τον ιερέα στο ναό. Ανέδειξαν λοιπόν έναν «πρεσβύτερο» και δύο άλλους «διακόνους».
Ύστερα πλησίασαν σ’ ένα λείο βράχο, όπου σαν σε θυσιαστήριο τοποθέτησαν άρτους κι ένα πήλινο δοχείο με κρασί.
Ο «πρεσβύτερος» στάθηκε στη μέση και οι «διάκονοι» δεξιά κι αριστερά του.
Άρχισε λοιπόν να λέει την ευχή της αναφοράς, ενώ οι «διάκονοι» έκαναν αέρα με τα φακιόλια τους αντί για ριπίδια .
Ο μικρός «πρεσβύτερος» ήξερε την ευχή της αναφοράς, γιατί συνήθιζε στις άγιες συνάξεις να στέκεται
— όπως όλα τα παιδιά — μπροστά στο άγιο βήμα, κι έτσι ν’ ακούει και να μαθαίνει τις ευχές.
Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη κι ενώ ετοιμάζονταν να τεμαχίσουν τους άρτους, συνέβη κάτι φοβερό:
Έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη όλα όσα είχαν προσκομίσει και τον ίδιο το βράχο.
Δεν έμεινε το παραμικρό ίχνος!
Τα παιδιά από τον τρόμο τους έπεσαν κάτω κι έμειναν εκεί μισοπεθαμένα, χωρίς να μπορούν ν’ αρθρώσουν λέξη.
Οι γονείς ανησύχησαν με την καθυστέρησή τους. Ψάχνοντας, τα βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση και τα μετέφεραν στο χωριό. Ρωτούσαν επίμονα να μάθουν ποιά ήταν η αιτία της εκστάσεώς τους, αλλά δεν έπαιρναν απάντηση.
Όταν αργότερα τα παιδιά συνήλθαν, διηγήθηκαν όσα έκαναν και έπαθαν.
Σύντομα πληροφορήθηκε το θαυμαστό γεγονός ο επίσκοπος, που πήγε με όλους τους κληρικούς στον τόπο του θαύματος και είδε τα σημάδια της ουράνιας φωτιάς.
Τότε λοιπόν έβαλε τα παιδιά σε μοναστήρι, ενώ πάνω στον τόπο της φωτιάς έχτισε εκκλησία και γύρω απ’ αυτήν μία ωραία μονή.
[25]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ…..)