Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Η αγάπη είναι εκείνη που μας ταυτίζει με τον αγαπημένο και μας δίνει τη δυνατότητα να κοινωνούμε ανεπιφύλακτα, όχι μόνο στα παθήματά του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο εκείνος αντιμετωπίζει και αυτά και εκείνον που του τα προκαλεί. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη Μητέρα του Θεού ή το μαθητή Του να διαμαρτύρονται γι’ αυτό που υπήρξε το «αποκεκαλυμμένο θέλημα» του Eσταυρωμένου Υιού του Θεού. «Κανείς δεν μου αφαιρεί τη ζωή. Εγώ με τη θέλησή μου την παραδίδω» (Ιωάν. 10, 18). Πέθανε θεληματικά και σύμφωνα με το δικό Του σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός ο θάνατός Του υπήρξε η σωτηρία του κόσμου και γι’ αυτό εκείνοι που πίστεψαν σ’ Αυτόν και θέλησαν να είναι ένα μαζί Του μπόρεσαν να μοιραστούν τον πόνο του θανάτου Του, μπόρεσαν να συμπάσχουν κοντά Του. Δεν μπορούσαν όμως να αρνηθούν το πάθος, δεν μπορούσαν να στραφούν ενάντια στο πλήθος που σταύρωσε το Χριστό. Γιατί η σταύρωση ήταν θέλημα του Ίδιου του Χριστού.
Συμβαίνει καμιά φορά στη ζωή να διαμαρτυρόμαστε για τα παθήματα κάποιου, να διαμαρτυρόμαστε για το θάνατό του, όταν αυτός καλά ή άσχημα δεν τον αποδέχεται ή εναντιώνεται σ’ αυτόν. Άλλοτε πάλι διαμαρτυρόμαστε όταν δεν συμφωνούμε για την πρόθεσή του να πεθάνει ή δεν δεχόμαστε τη θέση που ο ίδιος παίρνει εμπρός στο θάνατο και στον πόνο. Τότε όμως η αγάπη που έχουμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι λειψή και δημιουργεί ψυχική απόσταση. Είναι αυτή η αγάπη που έδειξε ο Απόστολος Πέτρος, όταν ο Χριστός, καθώς πορευόταν στα Ιεροσόλυμα, είπε στους μαθητές Του ότι πορευόταν προς το θάνατό Του. «Και ο Πέτρος, αφού Τον πήρε παράμερα, άρχισε με έντονο τρόπο να Τον αποτρέπει από την απόφασή Του να δεχτεί το θάνατο». Αλλά ο Χριστός απάντησε: «Φύγε από μπρος μου σατανά, γιατί δεν φρονείς εκείνα που αρέσουν στο Θεό, αλλά όσα αρέσουν στους ανθρώπους» (Μάρκ. 8,33). Μπορούμε να φανταστούμε ότι η γυναίκα του ληστή, που βρισκόταν σταυρωμένος στα αριστερά του Χριστού, θα ήταν γεμάτη από τις ίδιες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, που είχε ενάντια στο θάνατό του και ο άντρας της. Απ’ αυτή την άποψη υπήρχε απόλυτη κοινωνία μεταξύ τους, κοινωνούσαν όμως στην ίδια λαθεμένη συμπεριφορά.
Το να συμμετέχει κανείς στο πάθος, στο Σταυρό και στο θάνατο του Χριστού, σημαίνει να αποδέχεται, με το ίδιο πνεύμα και χωρίς καμιά επιφύλαξη, όλα αυτά τα γεγονότα. Να αποδέχεται δηλαδή, εντελώς ελεύθερα, να υποφέρει μαζί με τον «πάσχοντα Θεάνθρωπο». Να παραμένει σιωπηλός στη βαθιά σιωπή του Χριστού, η οποία διακόπηκε μόνο από λίγες αποφασιστικές λέξεις, στη σιωπή της πραγματικής κοινωνίας. Στη σιωπή η οποία γεννιέται από τη συμμετοχή στο πάθος του άλλου και όχι από οίκτο γι’ αυτόν. Στη σιωπή που μας δίνει τη δυνατότητα να ταυτιστούμε μαζί Του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει «Εγώ» και «Συ», αλλά να είμαστε ένα, ενωμένοι και στη ζωή και στο θάνατο.
(Ζωντανή Προσευχή. Antony Bloom, σελ. 26-27).