ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15.
Όταν κάποιος αρχίσει να νοιώθει πλούσια την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει ν’ αγαπά και τον πλησίον του με πνευματική αίσθηση.
Αυτή ακριβώς είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές.
Γιατί η σαρκική φιλία πολύ εύκολα διαλύεται μόλις βρεθεί μια μικρή αιτία, επειδή δεν έχει δεθεί με την πνευματική αίσθηση.
Γι’ αυτό λοιπόν, κι αν ακόμα προκληθεί κάποιος παροξυσμός στην ψυχή που κατευθύνεται από το Θεό, δεν λύνεται σ’ αυτήν ο δεσμός της αγάπης•
γιατί η ψυχή, αναζωπυρωμένη με τη θέρμη της αγάπης του Θεού στο αγαθό, ξανακαλεί αμέσως με μεγάλη χαρά την αγάπη του πλησίον, κι αν ακόμα έχει βριστεί ή έχει ζημιωθεί πολύ από αυτόν.
Γιατί με τη γλυκύτητα του Θεού αφανίζει εξ ολοκλήρου την πίκρα της έριδας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Άλλη είναι η φυσική αγάπη της ψυχής και άλλη εκείνη που γεννάται σ’ αυτήν από το άγιο Πνεύμα.
Η πρώτη κινείται από τη θέλησή μας σύμμετρα, όποτε θέλουμε•
γι’ αυτό και διαρπάζεται εύκολα από τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κυριαρχούμε δυνατά την προαίρεσή μας.
Η άλλη όμως τόσο πολύ καίει την ψυχή για την αγάπη του Θεού, ώστε τότε όλα τα μέρη της να προσκολλούνται από χρηστότητα σιωπηρά στο θείο πόθο, με άπειρη απλότητα διαθέσεως.
Γιατί τότε ο νους, σα να κυοφορεί την πνευματική ενέργεια, αναβλύζει πηγή αγάπης και χαράς.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.129-131, 157)
Όποιος αγαπά τον εαυτό του δεν μπορεί ν’ αγαπά το Θεό.
Εκείνος όμως που ξεπερνά την αγάπη προς τον εαυτό του
εξ αιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού,
αυτός αγαπά το Θεό.
Γι’ αυτό αυτός ο άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ τη δική του δόξα,
αλλά τη δόξα του Θεού.
Πραγματικά αυτός που αγαπά τον εαυτό του επιδιώκει τη δική του δόξα,
ενώ αυτός που αγαπά το Θεό επιδιώκει τη δόξα του Δημιουργού του.
Γιατί γνώρισμα ψυχής αισθητικής και θεοφιλούς είναι
από το ένα μέρος να επιζητεί πάντοτε τη δόξα του Θεού
σε όλες τις εντολές που εκτελεί,
και από το άλλο να τέρπεται με την ταπείνωσή της•
επειδή στο Θεό μεν αρμόζει δόξα
για τη μεγαλωσύνη του,
ενώ στον άνθρωπο η ταπείνωση,
για να οικειωθούμε μέσω αυτής με το Θεό.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 125)
Το κακό ούτε οντολογική υπόσταση έχει, ούτε βέβαια είναι κανείς κακός από τη φύση του, γιατί τίποτε κακό δεν έκαμε ο Θεός.
Όταν όμως κάποιος κατά την επιθυμία της καρδιάς του δίνει μορφή σ’ αυτό που δεν υπάρχει ουσιαστικά, τότε αρχίζει ακριβώς να είναι αυτό που θα ήθελε εκείνος που το κάνει.
Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού πάντοτε να αμελούμε την έξη του κακού, γιατί είναι δυνατώτερη η φύση του καλού από την έξη του κακού,
επειδή το πρώτο βέβαια υπάρχει, ενώ το άλλο δεν υπάρχει, παρά μόνο στην πράξη.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 115)
- Τρίτος ο όρος της υπομονής:
να καρτερούμε τον αόρατο κοιτάζοντας τον αδιαλείπτως ως ορατό με τους οφθαλμούς της διάνοιας.
- Έκτος ο όρος της ταπεινοφροσύνης:
συνεχής λήθη των κατορθουμένων.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 111)
Πάλιν ο πρωταίτιος του κακού όφις σηκώνει την κεφαλήν εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθειαν. Ή μάλλον, αφού η ιδική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρόν του Χριστού, κεφαλήν του κάμνει τον καθένα από εκείνους οι οποίοι με το πέρασμα των γενεών πείθονται εις τας ολεθρίας συστάσεις και ούτω, εμφανίζων σαν η ύδρα πολλάς κεφαλάς προς τα άνω, δεν σταματά να διαλαλή με αυτάς εις τα ύψη την αδικίαν. Ούτω προσήρμοσεν εις το έρπον σώμα του, Αρείους, Απολιναρίους, Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους οι οποίοι προσεκολλήθηοαν εις αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριόν του κατά της Ιεράς Eκκλησίας.
Έχρησιμοποίησεν αντί ιδικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και ενέπηξεν αυτούς εις την ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν εις ρίζαν νεαρού φυτού το οποίον θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτον ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν ημπόρεσε και να το καταστρέψη. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του από αυτούς πάλιν οι οποίοι εδήχθησαν, από αυτούς οι οποίοι έκαμαν πραγματικά κεφαλήν των τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοερός και δι’ αυτό περισσότερον επάρατος όφις, το πρώτον και μεσαίον και τελευταίον κακόν, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινην πονηρίαν, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικώτατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασίαν σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την κακοτεχνίαν του.
Τώρα λοιπόν εισάγει δια των πειθηνίων του Λατίνων νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικράν παραλλαγήν, αλλά γίνονται αφορμαί μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν εις όλους φανερά ότι και το μικρότερον εις τα σχετικά με τον Θεόν δεν είναι μικρόν. Διότι εάν εις τα εγκόσμια όντα, αφού δοθή αρχικώς εν άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθή ασεβώς εν άηθες επί του θέματος της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναποδείκτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε φανερά το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερον μέρος της κακοδοξίας δεν ανηρείτο από ημάς αντιλέγοντας εις την καινοφωνίαν του δόγματος. Πράγματι τόσον πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ιδίαν με ημάς γνώμην, διαφωνούντες μόνον εις τους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν των λόγω της στενόχωρου θέσεώς των.
Αφού όμως ημείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του αγίου Πνεύματος ως προερχομένην και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι από τα αδύνατα να καταλήγωμεν και οι δύο εις μίαν έννοιαν• διότι εις είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη• και δεν είναι δυνατόν να είμεθα εις την αλήθειαν, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσωμεν και αρνηθώμεν το αυτό.
(ΕΠΕ,τόμος 1,69-71)
ζ΄. Είπε πάλι, ότι κάποιος γέρων έμενε σε ένα πρώην ειδωλολατρικό ιερό. Και ήλθαν οι δαίμονες και του έλεγαν : « Φύγε από τον τόπο μας ». Και ο γέρων αποκρίθηκε : « Σεις δεν έχετε τόπο ». Και βάλθηκαν να του σκορπίζουν τα φοινικόφυλλα μονομιάς. Ο δε γέρων επέμενε να τα ξαναμαζεύη. Ύστερα ο δαίμων τον αδράχνει από το χέρι και τον σέρνει έξω. Φτάνοντας όμως στην πόρτα, ο γέρων την έπιασε με το άλλο χέρι δυνατά, φωνάζοντας : « Ιησού, βοήθησε με » Και ευθύς ο δαίμων έφυγε. Και ο γέρων άρχισε να κλαίη. Ο δε Κύριος του είπε : «Γιατί κλαις ; ». Και λέγει ο γέρων, ότι τόλμησαν οι δαίμονες να κρατήσουν τον άνθρωπο και τέτοια να του κάμουν. Του είπε τότε ο Κύριος : « Αυτό έγινε από δική σου αμέλεια. Γιατί, όταν με αποζήτησες, είδες πως σου συμπαραστάθηκα ». Και πρόσθεσε ο γέρων ότι τα διηγήθηκε αυτά, γιατί χρειάζεται πολύς κόπος και αν δεν καταβληθή κόπος, δεν μπορεί τινάς να έχη τον Θεό μαζί του. Τον Θεό όπου για μας σταυρώθηκε.
η΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ηλία τον ησυχαστή στο Κοινόβιο του σπηλαίου του Αββά Σάββα και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι ». Ο δε γέρων του αποκρίνεται : « Στις μέρες των πατέρων μας, αγαπούσαν αυτές τις τρεις αρετές : την ακτημοσύνη, την πραότητα και την εγκράτεια. Τώρα όμως επικρατούν στους μοναχούς η πλεονεξία, η γαστριμαργία και η θρασύτης. Διάλεξε και πάρε ».
Του Αββά Θεοδώρου της Φέρμης
α’. Ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης απόχτησε τρία βιβλία ψυχοφελῆ. Πηγαίνει λοιπόν στον Αββά Μακάριο και του λέγει: «Έχω τρία ψυχοφελῆ βιβλία και μου κάνουν καλό. Αλλά και οι αδελφοί μου τα χρησιμοποιούν και ωφελούνται. Πες μου λοιπόν, τι θα έπρεπε να κάμω; Να τα κρατήσω για ωφέλεια την δική μου και των αδελφών η να τα πουλήσω και να δώσω τα χρήματα στους φτωχούς;». Του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: « Καλές βέβαια οι πράξεις αλλά το πιο σπουδαίο απ όλα είναι η ακτημοσύνη• ». και ακούγοντας το, έφυγε, τα πούλησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς.
β.’ Κάποτε αδελφός που διέμενε στα Κελλιά, δεν εύρισκε ανάπαυση ζώντας μόνος του. Πήγε λοιπόν στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης και του το ανέφερε. Και ο γέροντας του είπε: « Πήγαινε, ταπείνωσε τον λογισμό σου και υποτάξου και μείνε με άλλους ». Ξαναγυρίζει στο γέροντα και του λέγει: «Ούτε με τους ανθρώπους βρίσκω ανάπαυση ». Και του λέγει ο γέρων: « Αφού ούτε μόνος ειρηνεύεις ούτε μαζί με άλλους , γιατί βγήκες στο μοναχικό βίο; Όχι για να υποφέρεις τις θλίψεις; Αλλά για πες μου: Πόσα χρόνια είσαι μοναχός; » Του απαντά: «Οχτώ». Του λέγει λοιπόν ο γέρων: « Μάθε ότι εγώ είμαι μοναχός επί εβδομήντα χρόνια και ούτε μια μέρα δεν βρήκα ανάπαυση. Και συ, σε οχτώ χρόνια, θέλεις να έχεις ανάπαυση; ». Ακούγοντας το αυτό, στηρίχτηκε και έφυγε.
γ‘. Πήγε κάποτε ένας αδελφός στον Αββά Θεόδωρο και έκανε τρεις μέρες παρακαλώντας να του πῆ δυο λόγια. Αλλά εκείνος δεν του ανταποκρινόταν. Έτσι, ο αδελφός έφυγε λυπημένος. Τότε λέγει ο υποταχτικός του: «Αββά, πως και δεν είπες κάτι και τον άφησες να φύγει λυπημένος; ». Του απαντά ο γέρων: «Πράγματι δεν του μίλησα. Γιατί είναι πραγματευτής και με τα ξένα λόγια θέλει να δοξάζεται» .
δ’. Είπε πάλι: «Αν έχεις φιλία με κάποιον και του σημβῆ να πέσει σε πειρασμό σαρκικό, αν μπορῆς άπλωσε του το χέρι και τράβηξε τον πάνω. Αν όμως πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσεις να την αποβάλη, γρήγορα κόψε κάθε δεσμό μαζί του. Γιατί αργοπορώντας, είναι κίνδυνος να βυθισθῆς μαζί του στο βόθρο».
ε’. Έλεγαν για τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι σε αυτές τις τρεις αρχές είχε μεγάλη υπόληψη: την ακτημοσύνη, την άσκηση και το να αποφεύγει τους ανθρώπους.
στ’. Έτυχε κάποτε ο Αββάς Θεόδωρος με αδελφούς σε Σκήτη. Και ενώ έτρωγαν, έπαιρναν τα ποτήρια με σεβασμό και σιωπούσαν, μη λέγοντας το συνηθισμένο «συγχώρησαν». Και είπε ο Αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την ευγένεια τους, ήγουν το να λέγουν συγχώρησαν».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.89-93 )
Τους βλέπεις σε σχέσεις παθιασμένες που ξεκινούν με μεγάλες προσδοκίες, μεθυσμένοι από έρωτα και πόθο, παντρεύονται γρήγορα για να μην χάσουν την αγάπη της ζωής τους και ξαφνικά μια μέρα, όχι μετά από πολύ καιρό, συναντάς τον ένα ή τον άλλο τυχαία στο δρόμο και σου λέει ότι χωρίσανε, δεν πήγαινε άλλο!
Βλέπεις γονείς να φεύγουν από το μαιευτήριο γεμάτοι ευτυχία που κρατάνε επιτέλους στην αγκαλιά τους το μωράκι τους για το οποίο απελπισμένα τόσα χρόνια αγωνίζονταν. Ρίχνονται πάνω του με όλη τη στοργή και την αγάπη τους, είναι όλος τους ο κόσμος! Και μια μέρα μετά από μερικά χρόνια το παιδί είναι πια έφηβος και οι γονείς του έχουν αγανακτήσει μαζί του! Μετά βίας μιλάνε πια και πιο συχνά τσακώνονται!
Άλλη φορά μπαίνεις σε ένα γηροκομείο και θλίβεσαι γιατί βλέπεις εκεί παρατημένους τους ανθρώπους που κάποτε σε έφεραν στη ζωή, σε μεγάλωσαν, σε σπούδασαν, σε φρόντισαν και σου έδωσαν όλη τους την αγάπη! Μα τώρα εσύ έχεις δουλειά και δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς μαζί τους, ούτε τηλέφωνο τους παίρνεις πια! Είσαι πολύ απασχολημένος με τα δικά σου!
Μα και η Κατερίνα με την Ελένη ήταν φίλες από το δημοτικό. Είπαν πως δε θα χωριστούν ποτέ! Όμως όταν η μια καλοπαντρεύτηκε και έκανε οικογένεια την ξέχασε τη φίλη της και την άφησε μόνη της. Τί κρίμα! Και είχαν υποσχεθεί αιώνια αγάπη!
Νομίζω είναι προφανές πού θέλω να καταλήξω! Ό,τι οικοδομείται χωρίς Θεό είναι καταδικασμένο στη φθορά και στο θάνατο! Ό,τι δεν έχει Θεό έχει προδιαγεγραμμένη διαδρομή που οδηγεί νομοτελειακά στο φινάλε! Όμως όταν ρίχνουμε θεμέλιο λίθο σε ό,τι χτίζουμε στη ζωή μας το Θεό, τότε ακόμα κι αν φθαρεί δεν θα πεθάνει αλλά θα ξαναγεννηθεί ακόμα και από τις στάχτες του! Ό,τι έχει Θεό, ανασταίνεται, ξαναζεί, ξαναπαίρνει μπρος καινουριωμένο! Γιατί ο Χριστός αναστήθηκε! Γιατί ο Πανάγιος Τάφος είναι κενός! Και αφού ο Τάφος είναι κενός ό,τι αναλαμβάνει ο Κύριος εισέρχεται στην αιωνιότητα μαζί Του!
Έτσι λοιπόν να πορευόμαστε, εν Χριστώ, και τότε θα δούμε πως τίποτα δε θα τελειώνει στη ζωή μας, μόνο θα εξελίσσεται και θα αναζωογονείται! Άλλωστε ο Κύριος μας το είπε ‘ Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’εμού’[ Κατά Ιωαν. 14,6] Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος δια του οποίου μπορεί κάποιος να φθάσει στον ουρανό! Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη Αλήθεια και η πραγματική και πηγαία Ζωή! (Α.Κ.Β)
ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΟΔΟΣ!
Τους βλέπεις σε σχέσεις παθιασμένες που ξεκινούν με μεγάλες προσδοκίες, μεθυσμένοι από έρωτα και πόθο, παντρεύονται γρήγορα για να μην χάσουν την αγάπη της ζωής τους και ξαφνικά μια μέρα, όχι μετά από πολύ καιρό, συναντάς τον ένα ή τον άλλο τυχαία στο δρόμο και σου λέει ότι χωρίσανε, δεν πήγαινε άλλο!
Βλέπεις γονείς να φεύγουν από το μαιευτήριο γεμάτοι ευτυχία που κρατάνε επιτέλους στην αγκαλιά τους το μωράκι τους για το οποίο απελπισμένα τόσα χρόνια αγωνίζονταν. Ρίχνονται πάνω του με όλη τη στοργή και την αγάπη τους, είναι όλος τους ο κόσμος! Και μια μέρα μετά από μερικά χρόνια το παιδί είναι πια έφηβος και οι γονείς του έχουν αγανακτήσει μαζί του! Μετά βίας μιλάνε πια και πιο συχνά τσακώνονται!
Άλλη φορά μπαίνεις σε ένα γηροκομείο και θλίβεσαι γιατί βλέπεις εκεί παρατημένους τους ανθρώπους που κάποτε σε έφεραν στη ζωή, σε μεγάλωσαν, σε σπούδασαν, σε φρόντισαν και σου έδωσαν όλη τους την αγάπη! Μα τώρα εσύ έχεις δουλειά και δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς μαζί τους, ούτε τηλέφωνο τους παίρνεις πια! Είσαι πολύ απασχολημένος με τα δικά σου!
Μα και η Κατερίνα με την Ελένη ήταν φίλες από το δημοτικό. Είπαν πως δε θα χωριστούν ποτέ! Όμως όταν η μια καλοπαντρεύτηκε και έκανε οικογένεια την ξέχασε τη φίλη της και την άφησε μόνη της. Τί κρίμα! Και είχαν υποσχεθεί αιώνια αγάπη!
Νομίζω είναι προφανές πού θέλω να καταλήξω! Ό,τι οικοδομείται χωρίς Θεό είναι καταδικασμένο στη φθορά και στο θάνατο! Ό,τι δεν έχει Θεό έχει προδιαγεγραμμένη διαδρομή που οδηγεί νομοτελειακά στο φινάλε! Όμως όταν ρίχνουμε θεμέλιο λίθο σε ό,τι χτίζουμε στη ζωή μας το Θεό, τότε ακόμα κι αν φθαρεί δεν θα πεθάνει αλλά θα ξαναγεννηθεί ακόμα και από τις στάχτες του! Ό,τι έχει Θεό, ανασταίνεται, ξαναζεί, ξαναπαίρνει μπρος καινουριωμένο! Γιατί ο Χριστός αναστήθηκε! Γιατί ο Πανάγιος Τάφος είναι κενός! Και αφού ο Τάφος είναι κενός ό,τι αναλαμβάνει ο Κύριος εισέρχεται στην αιωνιότητα μαζί Του!
Έτσι λοιπόν να πορευόμαστε, εν Χριστώ, και τότε θα δούμε πως τίποτα δε θα τελειώνει στη ζωή μας, μόνο θα εξελίσσεται και θα αναζωογονείται! Άλλωστε ο Κύριος μας το είπε ‘ Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’εμού’[ Κατά Ιωαν. 14,6] Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος δια του οποίου μπορεί κάποιος να φθάσει στον ουρανό! Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη Αλήθεια και η πραγματική και πηγαία Ζωή!
Τις προάλλες βλέποντας ειδήσεις άκουσα για μια ακόμη φορά, δυστυχώς, ότι ένας ακόμη αθλητής αμείφθηκε με ένα ιλιγγιώδες ποσό για την απόδοση του! Μου φαίνεται εξωφρενικό νε κερδίζει μια τενίστρια έναν αγώνα και να παίρνει έπαθλο τρία εκατομμύρια δολάρια, την ίδια ώρα που άλλοι άνθρωποι υποφέρουν μέσα στην εξαθλίωση και τη φτώχεια. Αυτή η άνιση κατανομή του πλούτου είναι τουλάχιστον εξοργιστική, σίγουρα αντίθεη, αντιχριστιανική! Και δεν ευθύνεται μόνο αυτός που τα δίνει αλλά και αυτός που τα παίρνει!
Ο καπιταλισμός εξαφάνισε από το κάδρο το σεβασμό στην ανθρώπινη αξία, οντότητα, προσωπικότητα. Τώρα μόνο οι οικονομικές αξίες έχουν σημασία. Οι αθλητές έγιναν εμπορικά προϊόντα και οι εταιρίες – χορηγοί επενδύουν πάνω τους εκατομμύρια πιστεύοντας πως θα τους τα επιστρέψουν πολλαπλάσια.
Στην εργασία σου είσαι μια ακόμη καταγραφή στα λογιστικά βιβλία και αν ο ισολογισμός δε βγαίνει σε απολύουν ελαφρά τη καρδία. Για το κράτος είσαι ένα πορτοφόλι απ’ το οποίο προσπαθεί να πάρει όσα χρήματα περισσότερα μπορεί και ύστερα πάει στον επόμενο. Και όταν πια δεν έχεις τίποτα να του δώσεις σε προτιμά πεθαμένο για να μην του κοστίζεις και τη σύνταξη!
Το χρηματιστήριο είναι ο σύγχρονος ναός! Εκεί πάνε πλέον οι άνθρωποι να προσκυνήσουν και να εργαστούν για το δικό τους θεό, το χρήμα. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου για όσους κυνηγάνε το χρήμα... ‘Οι πλούσιοι είναι άχρηστοι εκτός και αν είναι ελεήμονες και φιλάνθρωποι’, ‘ Ο πλούτος καλλιεργεί στην ψυχή τα χειρότερα πάθη’, ‘ Οι πλούσιοι δεν αντιλαμβάνονται την πανουργία του διαβόλου που τους δίνει τα μικρά για να τους πάρει τα μεγάλα’.
Αν αυτός ο κόσμος ακολουθούσε τη χριστιανική διδασκαλία κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δε θα είχε χρεία των αναγκαίων γιατί οι πλούσιοι θα αγαπούσαν τον πλησίον και έτσι και οι ίδιοι δε θα κινδύνευαν να χάσουν την ψυχή τους παρασυρόμενοι από τα ολέθρια πάθη της πλεονεξίας και της φιλαυτίας! Μα πάνω απ’ όλα όλοι οι άνθρωποι θα πορεύονταν αγαπημένοι και ενωμένοι εν Χριστώ με την καρδιά τους στραμμένη στον Ουρανό και όχι στη γη!
Μια μέρα ο Πέτρος πηγαίνοντας με τον Ιωάννη στο ναό συνάντησε έναν εκ γενετής χωλό ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος του είπε ‘ χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω, ό,τι όμως έχω αυτό σου δίνω! Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω και περπάτα!’ Και αφού τον έπιασε , τον σήκωσε όρθιο και εκείνος γεμάτος χαρά βάδιζε ελεύθερα! [ Πράξεις, κεφ.γ΄1-8] Τί διαφορά! Ο Πέτρος με υπερηφάνεια και παρρησία λέει ‘ χρήματα δεν έχω!’ Το καμάρι του, η περιουσία του είναι ο Χριστός και η Χάρη Του! Ενώ σήμερα ακούμε συνέχεια τους ανθρώπους να κομπάζουν για το πόσα χρήματα, πόσα κτήματα και πόσα σπίτια έχουν! Τίποτα δεν έχουν στην κυριότητα τους, χρήση μόνο ολιγόχρονη κάνουν, όπως ολιγόχρονοι είναι και οι ίδιοι! ‘ Μόνο όσοι περιφρονούν τη χρήση και τις απολαύσεις του πλούτου έχουν πραγματικά την κυριότητα του.’ [ Ιω. Χρυσόστομος]
Γυμνοί ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο και γυμνοί θα φύγουμε! Το μόνο όμως που χρειάζεται να έχουμε μαζί μας στην έξοδο μας είναι μια καθαρή και ενάρετη ψυχή! Ο προφήτης Ηλίας παρόλο που ήταν πολύ φτωχός, ήταν πιο μακάριος από όλους τους πλούσιους. Γιατί η πλούσια καρδιά του θεωρούσε πως του κόσμου όλα τα χρήματα δεν αξίζουν να συγκριθούν με τη ζωή κοντά στο Θεό!
... Και αμέσως ηκολούθησε φοβερός και μυστηριώδης σεισμός λόγω του θανάτου του Ιησού Χριστού, με συνέπειες ασυνήθεις, όπως «ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω», πράγμα ασύνηθες και αδύνατον υπό συνθήκας κανονικού, φυσιολογικού σεισμού, ανεξαρτήτως εντάσεως. Ούτε το σκότος ούτε ο σεισμός ήσαν φυσιολογικά φαινόμενα. Το καταπέτασμα του Ναού ήτο εκείνο το οποίον εχώριζε τα Άγια των Αγίων, τα οποία ήσαν άβατα, από τα Άγια, τ.έ. τον υπόλοιπον, τον κυρίως, Ναόν (’Εξοδ. 26,31 εξ. Λευίτ. 16,2, 12. Το σχίσιμο του καταπετάσματος ήτο σημείον καταργήσεως της τυπικής απολυτρώσεως της Παλαιάς Διαθήκης και αντικαταστάσεώς της υπό της πραγματικής και ουσιαστικής απολυτρώσεως της Καινής Διαθήκης δια του θανάτου του Χριστού, ο οποίος έσχισε το καταπέτασμα του Ναού των Ιεροσολύμων και εισήλθεν ο ίδιος εις τα Άγια των Αγίων του Θρόνου του Θεού, προσφέρων το ίδιον αίμα επί του Σταυρού εις τον Θεόν Πατέρα δια την σωτηρίαν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (πρβλ. Εβρ. 6,19. 9,6. 10,19. 9,11-12. 10,11-23 κ.λπ.).
Το γεγονός ότι «η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν» (στ. 51) αποτελεί φυσικό φαινόμενο ενός συνήθους σεισμού. Εκείνα όμως, τα οποία αποτελούν ασυνήθη και έκτακτα φαινόμενα, συνεπεία ενός σεισμού, είναι τα γεγονότα ότι «τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (στ. 52). Εφ΄ όσον «αι πέτραι εσχίσθησαν», με αποτέλεσμα να διαταραχθούν τα στέρεα θεμέλια της Αγίας Πόλεως, ανεώχθησαν ως ήτο επόμενον, και τα μνημεία των νεκρών. Οι τάφοι των νεκρών, στην περιοχή αυτή της Μέσης Ανατολής, ήσαν λαξευμένοι επί βράχων, τα δε σώματα των νεκρών ετοποθετούντο απλώς εντός αυτών εσπαργανωμένα και τετυλιγμένα με διάφορες αρωματικές ουσίες, άνευ χώματος, η δε θύρα της εισόδου απετελείτο από σκαλιστόν λίθον στερεωμένον άνωθεν και κάτωθεν από την ίδιαν πλευράν, και έναν άλλον ογκόλιθον εφαπτόμενον αυτής δια να μην ανοίγη ευκόλως (πρβλ. Ματθ. 28,2 παράλ.). Μ’ έναν δυνατόν σεισμόν, βεβαίως, αι θύραι των τάφων ηνοίγοντο ευκόλως.
Εφ΄ όσον, λοιπόν, δια του δυνατού σεισμού τα μνημεία ανεώχθησαν, «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη», όχι όλα, αλλά «πολλά» και μάλιστα «αγίων», οι οποίοι τοιουτοτρόπως κατέστησαν μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού και αυτών των ιδίων. Εν προκειμένω, το όλον γεγονός αποτελεί τύπον και σύμβολο της γενικής αναστάσεως εις τα έσχατα και του τέλους του κόσμου, η οποία ως αρχή και κανών καθοράται στον θάνατο του Χριστού και εμφανίζεται δια φυσικών σημείων. Το άνοιγμα συγκεκριμένων μνημείων στην Ιερουσαλήμ απετέλει ειδική εκπροσώπηση της επικειμένης αναστάσεως και ιδιαιτέρως πιστών. Με το ένα γεγονός, ότι τα μνημεία «ανεώχθησαν», συμφωνεί το άλλο, ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού πολλοί πιστοί είδαν πρόσωπα, που είχαν αναστηθεί εκ των τάφων. Τούτο κατέστη απαρασάλευτο στην πίστη των Αποστόλων, περί των συνεπειών της Αναστάσεως του Χριστού.
Συνεπώς, ο παρών στίχος 52 αποτελεί τον πρώτον σπόρον της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί της καθόδου του Χριστού εις τον Άδην, περί της οποίας δια πρώτην φοράν αναγινώσκομεν εν A' Πέτρ. 3,19 και 4,6. Η εμφάνιση των αναστηθέντων νεκρών εις πολλά πρόσωπα των Ιεροσολύμων, αποτελεί την απόδειξη της αναστάσεως ως ιστορικού γεγονότος μετά την Ανάσταση του Χριστού και τις πολλές εμφανίσεις αυτού στους Μαθητάς του και σε πλήθος άλλων προσώπων (βλ. Α' Κορ. 15,38). Επομένως, ο θάνατος του Χριστού αποδεικνύεται ότι συνιστά τη ζωή του κόσμου. Ως θάνατος απολυτρώσεως και ως θριαμβευτική κάθοδος στον Άδην, ενήργησεν ο Θεός επί του πνευματικού κόσμου αναστήσας κυρίως αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, oi οποίοι αντέδρασαν κατά διαφόρους τρόπους και ούτω πως επηρέασαν την πνευματική κατάσταση των ζώντων αγίων. Επομένως, δεν πρόκειται περί θαυμάτων της τελικής αναστάσεως εν προκειμένω, ούτε περί θαυματουργικής αναστάσεως εκ των νεκρών, όπως ήτο η ανάστασις του Λαζάρου, δια να ζήσουν μία δεύτερη ζωή στον παρόντα κόσμο. Υπό το πρίσμα τούτο, η σειρά που παρατίθεται εν Α' Κορ. 15,20 έχει συνέχειαν, κατά την οποίαν ο Χριστός είναι «η απαρχή». Κατά τινας Πατέρας της Εκκλησίας, ως ο Επιφάνιος, οι αναστηθέντες μετά την ανάσταση του Χριστού στα Ιεροσόλυμα (Ματθ. 27,53), είχον ήδη ένδοξο σώμα, το σώμα της αναστάσεως, και ανελήφθησαν μαζύ με τον Χριστό (πλήθος ονομάτων αναφέρονται στα απόκρυφα «Πράξεις Πιλάτου» και στο «Ευαγγέλιον Νικοδήμου», μεταξύ των οποίων oi Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι 12 Πατριάρχαι του Ισραήλ, ο Νώε κ.λπ.). Στην Ευαγγελική διήγηση εν προκειμένω, γίνεται διάκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων του θανάτου του Χριστού και των αποτελεσμάτων της Αναστάσεως αυτού.
Δια του θανάτου του, οι άγιοι απηλευθερώθησαν εκ των δεσμών του Άδου και ούτως ανεστήθησαν, δια της Αναστάσεώς του όμως, αποκατεστάθη η δράση των εις τον κό-σμον («είσήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς»). [Στην Αγία Γραφή μνημονεύονται εξ (6) αναστάσεις προηγηθείσαι της Αναστάσεως του Χριστού, όλες δε ήσαν αποκατάσταση στην παρούσα επίγεια ζωή, ήτοι• 1) του υιού της χήρας εν Σαρεπτά, Γ' Βασ. 17, 2) του υιού της Σωμανίτιδος γυναικός, Δ' Βασ. 4,3) την προκληθείσαν υπό των οστέων του Ελισαιέ, Δ' Βασ. 13,4) της θυγατρός του Ιαείρου, Ματθ. 9, 5) του υιού της χήρας της Ναΐν, Λουκ. 7, 6) του Λαζάρου, Ιωάν. 11.
Αι εις ουρανούς καταστάσεις του Ενώχ και του Ηλία, επειδή δεν προηγήθη θάνατος, δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ. Η ανάσταση των νεκρών κατά τον θάνατον του Χριστού, απετέλει προτύπωσιν της τελικής αναστάσεως εις ζωήν αιώνιον στα έσχατα, επραγματοποιήθη όμως αυτή μετά την Ανάσταση του Χριστού, δια να είναι ο Χριστός «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Ρωμ. 8,29. Κολ. 1,15• 18. Αποκ. 1,5). Ο θάνατος του Χριστού επί του σταυρού ήνοιξε τους τάφους αυτών, η δε ανάστασίς του ανέστησεν αυτούς και πάλιν στη ζωή, δια να είναι ο Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α' Κορ. 15,20•23. Πολλοί Πατέρες δέχονται ότι ούτοι απέθανον εκ νέου ή ανελήφθησαν μετά του Χριστού). Εν πάση περιπτώσει, ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού υπήρξαν ιστορικά γεγονότα διακηρύσσοντα την αλήθεια της νίκης αυτού επί του θανάτου και διανοίξαντα την θύραν της αιωνιότητος.
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 826-829)
Κεφάλιο 27, στίχος 45. Από της 3ης πρωινής ώρας του Ιουδαϊκού ωρολογίου, ήτοι 9ης σημερινής, ο Ιησούς ήτο προσηλωμένος επί του σταυρού. Η 6η ώρα επομένως, ήτο η 12η μεσημβρινή ημετέρα. Από της ώρας αυτής, επομένως, της 12ης μεσημβρινής, «σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης», ήτοι έως της 3ης απογευματινής. Αυτός ο υπολογισμός του χρόνου υπό του Ματθαίου, αντιτίθεται σ’ εκείνον του Ιωάννου 19,14 «ώρα ην ως έκτη» (μεσημέρι), ότε ο Πιλάτος «λέγει τοις Ιουδαίοις, ίδε ο βασιλεύς υμών» και «παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Εάν ακολουθήσωμεν την άποψιν ότι ο Ιωάννης ακολουθεί το Ρωμαϊκό ωρολόγιο, τότε κερδίζομε μίαν ώραν, οπότε δεν ακριβολογούμε. Εφ΄ όσον όμως αι περίοδοι της ημέρας υπολογίζονται ειδικώς σύμφωνα με τις ώρες της προσευχής, 3, 6, 9, 12, δυνάμεθα να εννοήσωμε τις ώρες ως εξής: η 3η ώρα (9η πρωινή) είχεν ήδη παρέλθει και επλησίαζε την 6ην ώραν (12η μεσημβρινή), η οποία εθεωρείτο ιερά υπό των Ιουδαίων, ιδιαιτέρως κατά τα Σάββατα και τις εορτές. Ανάλογη είναι η δήλωση του Μάρκου 15,25: «ην δε ώρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν». Όπως δε ο Ματθαίος, ούτω και ο Μάρκος υπολογίζουν την μαστίγωση του Ιησού ως μέρος της σταυρώσεως, η οποία εγένετο μεταξύ της 3ης και της 6ης ώρας (τ.έ. 9-12 σημερινής). Κατά τον χρόνον τούτον, δεν ήτο δυνατόν να είχε γίνει κανονική έκλειψις του ηλίου, διότι το Πάσχα εωρτάζετο κατά τη διάρκεια πανσελήνου. Επί πλέον, ο Λουκάς αναφέρει την συσκότηση του ηλίου (23,45• «του ηλίου εκλιπόντος») μετά τη συσκότιση της γης. Εντεύθεν, είναι εμφανές ότι ούτος αποδίδει τη συσκότιση, η οποία εξηπλώθη σ’ ολόκληρη τη γη, όχι εις έκλειψιν του ηλίου, αλλ΄ εις μυστηριώδη πύκνωσιν της ατμόσφαιρας• «Και ην ήδη ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ΄ όλην την γην έως ώρας ενάτης του ηλίου εκλιπόντος» (Λουκ. 23,44-45).
Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 1ου αιώνος αναφέρονται εις δήλωσιν η οποία απαντά στο έργο του Φλέγοντος, ενός χρονογράφου επί Αυτοκράτορος Αδριανού (117-138 μ.Χ.), επί του γεγονότος τούτου. Ο Φλέγων ήτο απελεύθερος του ειδωλολάτρου Αυτοκράτορος Αδριανού και έγραψε μίαν «Συλλογήν Ολυμπιονικών και Χρονικών», στην οποίαν αναφέρει ότι: «Τω Δ έτι της ΣΒ Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρα έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι. Σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν γενόμενος τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο». Το ίδιο απόσπασμα παρατίθεται υπό Ιουλίου του Αφρικανού (222 μ.Χ.), στο Χρονικόν του Συγγέλλου, 257, κατά το οποίον, «Φλέγων ιστορεί επί Τιβερίου Καίσαρος εν πανσελήνω (σημ. στο μέσον του μηνός) έκλειψιν ηλίου γεγονέναι, τελείαν από ώρας έκτης μέχρις εννάτης». Ο αυτός Ιούλιος Αφρικανός παραθέτει επίσης και τον Εθνικόν ιστορικόν Θάλλον αναφέροντα την ιδίαν έκλειψιν του ηλίου και λέγοντα• «τούτο το σκότος έκλειψιν του ηλίου Θάλλος αποκαλεί εν τρίτη των ιστοριών». Ο Καιοαρείας Ευσέβιος (Αποσπάσματα εκ των Χρονικών Β' - Χρονικός Κανών, ΒΕΠΕΣ 20,287 εξ.) παραθέτει την ανωτέρω μαρτυρίαν του Φλέγοντος και μάλιστα την συνδυάζει και με άλλες πληροφορίες και ιδιαιτέρως του Ιουδαίου ιστορικού Ιωσήπου, λέγων: «Ιησούς ο Χριστός ο Υιός του Θεού ο Κύριος ημών κατά τας περί αυτού προφητείας επί το πάθος προήει έτους ιθ΄ της Τιβερίου βασιλείας καθ΄ όν καιρόν και εν άλλοις μεν Ελληνικοίς υπομνήμασιν εύρομεν ιστορούμενα κατά λέξιν ταύτα• Ο ήλιος εξέλιπε, Βιθυνία εσείσθη, Νικαίας τα πολλά έπεσεν, α και συνάδει τοις περί το πάθος του Σωτήρος ημών συμβεβηκόσι. Γράφει δε και Φλέγων ο τας Ολυμπιάδας (συνάγων) περί των αυτών εν τω ιγ' ρήμασιν αυτοίς τάδε• Τω δ’ έτει της σβ' Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρας έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι• σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο. Και ταύτα μεν ο δηλωθείς ανήρ. Τεκμήριον δ’ αν γένοιτο του κατά τόδε το έτος πεπονθέναι τον Σωτήρα η του Κυρίου Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου μαρτυρία, ήτις μετά το ιε' έτος Τιβερίου τριετή χρόνον της διδασκαλίας αυτού διαγενέσθαι μαρτυρεί. Κατά τους αυτούς δε χρόνους και Ιώσηπος ιστορεί εν ημέρα Πεντηκοστής κινήσεως και κτύπου ιερείς αντιλαβέσθαι πρώτον, έπειτα φωνής αθρόας ένδοθεν ακούσαι, από του εσωτάτου ιερού αυτοίς ειπούσης• «Μεταβαίνωμεν εντεύθεν».
Και άλλο δε τι ο αυτός αναγράφει Ιώσηπος• Ως Πιλάτου του ηγεμόνος κατά τον αυτόν χρόνον Καίσαρος τας εικόνας νύκτωρ εις το ιερόν, άσπερ ουκ ην θέμις, αναθέντος, μεγίστου θορύβου και στάσεως αρχήν εμβεβληκότος Ιουδαίοις• ένθεν επιστήσεις πόσαι το Ιουδαίων έθνος διεδέξαντο συμφοραί». Τον Φλέγοντα παραθέτει επίσης και ο Ωριγένης εις το έργον του «Κατά Κέλσου», τ. Β', XIV, XXXIII και LIX, έργον του, ΒΕΠΕΣ 9, 139, 149, 166, καθώς επίσης και οι Λατίνοι συγγραφείς Τερτυλλιανός και Ρουφίνος, οι οποίοι επικαλούνται τα Ρωμαϊκά αρχεία προς απόδειξιν της συσκοτίσεως του ηλίου κατά τον χρόνον του θανάτου του Χριστού. (Βλ. επ’ αυτού την εμπεριστατωμένην αστρονομικήν έρευναν του Η. Seyffarth, Chronologia Sacra, Leipzig 1846, σ. 130 εξ., 281 εξ., ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητος του έτους και της ημέρας της γεννήσεως του Ιησού Χριστού, και ορίζει ως ημέραν του θανάτου του επί του Σταυρού την 19ην Μαρτίου του έτους 33 μ.Χ. και θεωρεί ταύτην ως φυσικόν και υπερφυσικόν φαινόμενον, υπεραμύνεται δε και της ορθότητος της μελέτης του Φλέγοντος χαρακτηρίζων και αυτός την έκλειψιν του ηλίου ως «μεγίστην των εγνωσμένων πρότερον, προσθέτων ότι δεν δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα φυσική έκλειψις του ηλίου από την ολικήν έκλειψιν της ημερομηνίας εκείνης δεδομένου, ότι το Ιουδαϊκό Πάσχα εορτάζεται κατά τη διάρκεια Πανσελήνου, ότε η σελήνη δεν δύναται ν’ αποκρύψη τον ήλιον. Πράγματι, το σκότος της μεσημβρίας της 19ης Μαρτίου του 33 μ.Χ., καθ’ ην στιγμήν απέθνησκεν ο Ιησούς Χριστός επί του Σταυρού, ήτο «σκότος θεοποίητον».
Εν πάση περιπτώσει, η ομόφωνος μαρτυρία και των τριών Συνοπτικών Ευαγγελίων καθαιρεί οιανδήποτε αμφιβολίαν ως προς την παγκόσμιον πίστην του «σκότους» τούτου ως αναντιρρήτου γεγονότος. Το σκότος εκείνο απέδειξε την κατάπληξη του φυσικού κόσμου εκ της φαυλότητος και της κακίας εκείνων που εσταύρωσαν τον 'Ήλιον της δικαιοσύνης και του κόσμου. Αλλ’ εκτός της εκλείψεως του ηλίου, η οποία ήτο η «μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον», ο Φλέγων συνδυάζει ταύτην και με «σεισμόν μέγαν», πράγμα το οποίον θέτει ενώπιόν μας εν πρωτοφανές φυσικόν φαινόμενον. Πράγματι, ο συνδυασμός των δύο τούτων κολοσσιαίων φυσικών φαινομένων συνδέεται χωρίς αμφιβολία με το θάνατο του Ιησού Χριστού επί του σταυρού κατά τον πλέον άμεσον και μυστηριώδη τρόπον. Πράγματι, είναι γνωστόν, ότι η ζωή της γης έχει κάτι περισσότερον από την κίνησή της περί τον άξονά της• το επιπλέον τούτο είναι η γεολογική κίνησις και ανάπτυξις, η οποία θα συνεχίζεται μέχρι το τέλος του κόσμου. Θεολογικώς, η ανάπτυξις αυτή συναρτάται προς την ανάπτυξιν της Βασιλείας του Θεού, με την οποίαν αποτελούν παράλληλες οντότητες και συμφωνεί σε όλα τα κύρια σημεία με τις κύριες και αποφασιστικές περιόδους της Βασιλείας του Θεού. Κατά συνέπειαν, ο θάνατος του Υιού του Θεού συνωδεύθη από ένα εξόχως έκτακτο γεγονός στον φυσικό κόσμο. Το γεγονός, ότι τα γεγονότα αυτά, ως φυσικά φαινόμενα, προεκλήθησαν από φυσικά αίτια, δεν δύναται ν’ αμφισβητηθή. Διότι, όπως είναι ανεπίτρεπτο να θεωρήσωμε τα φαινόμενα της φύσεως ως απλά ή τυχαία συμβάντα της φύσεως, το ίδιο ανεπίτρεπτο είναι να τοποθετήσουμε τη φύση εκτός της ιδίας της φύσεως, ή να αρνηθούμε τη φυσική πλευρά του φυσικού φαινομένου! Επομένως, η συσκότιση του ηλίου, κατά τον θάνατο του Ιησού Χρίστου, πρέπει να συσχετισθή με τον θαυμαστό σεισμό, που σχετίζεται κατά θαυμαστό τρόπο με τον θάνατο του Υιού του Θεού.
Την στιγμή, κατά την οποίαν ο Δημιουργός του κόσμου και της ζωής αυτού απέθνησκε, συνεταράσσετο ολόκληρος ο φυσικός κόσμος. Όταν εγεννήθη ο Χριστός, η νύκτα εφωτίσθη από τις ακτίνες του υπέρλαμπρου αστέρος• και όταν απέθανε, η ημέρα εσκοτίσθη καθ’ ην στιγμήν ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. [Κατά το Λεξικό Σουΐδα, εκδ. Ada Adler, τ. 1-5, Leipzig 1928-1938, όταν Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (τότε Εθνικός) είδε την έκληψη του ηλίου εις Αίγυπτον, ανεφώνησε: «Ή Θεός πάσχει, και κόσμος συμπάσχει αυτώ, ή άλλως ο κόσμος σπεύδει εις καταστροφήν»]. Πρβλ. Θεοφυλάκτου, MPG 123,469• «Το γενόμενον σκότος, ουκ ην κατά φυσικήν ακολουθίαν, οίον από εκλείψεως ηλίου φυσικώς γενομένης• ουδέποτε γαρ τεσσαρεσκαιδεκαταίας ούσης της σελήνης, έκλειψις γίνεται ηλίου, αλλ΄ όταν η λεγομένη γέννα είη, τότε αι φυσικαί του ηλίου εκλείψεις γίνονται. Εν δε τη σταυρώσει, τεσσαρεσκαιδεκαταία ην η σελήνη πάντως• το γαρ Πάσχα των Εβραίων τότε ετελείτο• ώστε υπέρ φύσιν το πάθος, κοσμικόν δε ην το σκότος, ου μερικόν, ώσπερ εν Αιγύπτω, ίνα δειχθή ότι πενθεί η κτίσις επί τω πάθει του Κτίστου, και ότι από των Ιουδαίων απέστη το φώς. Οι αιτούντες δε εξ ουρανού σημείον ιδείν Ιουδαίοι, νυν βλεπέτωσαν τον ήλιον σκοτιζόμενον». Το σκότος διήρκεσεν από 6ης ώρας (ήτοι, 12ης μεσημβρινής), «έως ώρας ενάτης» (ήτοι, 3ης απογευματινής).
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 821-825)