ζ΄. Είπε πάλι, ότι κάποιος γέρων έμενε σε ένα πρώην ειδωλολατρικό ιερό. Και ήλθαν οι δαίμονες και του έλεγαν : « Φύγε από τον τόπο μας ». Και ο γέρων αποκρίθηκε : « Σεις δεν έχετε τόπο ». Και βάλθηκαν να του σκορπίζουν τα φοινικόφυλλα μονομιάς. Ο δε γέρων επέμενε να τα ξαναμαζεύη. Ύστερα ο δαίμων τον αδράχνει από το χέρι και τον σέρνει έξω. Φτάνοντας όμως στην πόρτα, ο γέρων την έπιασε με το άλλο χέρι δυνατά, φωνάζοντας : « Ιησού, βοήθησε με » Και ευθύς ο δαίμων έφυγε. Και ο γέρων άρχισε να κλαίη. Ο δε Κύριος του είπε : «Γιατί κλαις ; ». Και λέγει ο γέρων, ότι τόλμησαν οι δαίμονες να κρατήσουν τον άνθρωπο και τέτοια να του κάμουν. Του είπε τότε ο Κύριος : « Αυτό έγινε από δική σου αμέλεια. Γιατί, όταν με αποζήτησες, είδες πως σου συμπαραστάθηκα ». Και πρόσθεσε ο γέρων ότι τα διηγήθηκε αυτά, γιατί χρειάζεται πολύς κόπος και αν δεν καταβληθή κόπος, δεν μπορεί τινάς να έχη τον Θεό μαζί του. Τον Θεό όπου για μας σταυρώθηκε.
η΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ηλία τον ησυχαστή στο Κοινόβιο του σπηλαίου του Αββά Σάββα και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι ». Ο δε γέρων του αποκρίνεται : « Στις μέρες των πατέρων μας, αγαπούσαν αυτές τις τρεις αρετές : την ακτημοσύνη, την πραότητα και την εγκράτεια. Τώρα όμως επικρατούν στους μοναχούς η πλεονεξία, η γαστριμαργία και η θρασύτης. Διάλεξε και πάρε ».
Του Αββά Θεοδώρου της Φέρμης
α’. Ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης απόχτησε τρία βιβλία ψυχοφελῆ. Πηγαίνει λοιπόν στον Αββά Μακάριο και του λέγει: «Έχω τρία ψυχοφελῆ βιβλία και μου κάνουν καλό. Αλλά και οι αδελφοί μου τα χρησιμοποιούν και ωφελούνται. Πες μου λοιπόν, τι θα έπρεπε να κάμω; Να τα κρατήσω για ωφέλεια την δική μου και των αδελφών η να τα πουλήσω και να δώσω τα χρήματα στους φτωχούς;». Του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: « Καλές βέβαια οι πράξεις αλλά το πιο σπουδαίο απ όλα είναι η ακτημοσύνη• ». και ακούγοντας το, έφυγε, τα πούλησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς.
β.’ Κάποτε αδελφός που διέμενε στα Κελλιά, δεν εύρισκε ανάπαυση ζώντας μόνος του. Πήγε λοιπόν στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης και του το ανέφερε. Και ο γέροντας του είπε: « Πήγαινε, ταπείνωσε τον λογισμό σου και υποτάξου και μείνε με άλλους ». Ξαναγυρίζει στο γέροντα και του λέγει: «Ούτε με τους ανθρώπους βρίσκω ανάπαυση ». Και του λέγει ο γέρων: « Αφού ούτε μόνος ειρηνεύεις ούτε μαζί με άλλους , γιατί βγήκες στο μοναχικό βίο; Όχι για να υποφέρεις τις θλίψεις; Αλλά για πες μου: Πόσα χρόνια είσαι μοναχός; » Του απαντά: «Οχτώ». Του λέγει λοιπόν ο γέρων: « Μάθε ότι εγώ είμαι μοναχός επί εβδομήντα χρόνια και ούτε μια μέρα δεν βρήκα ανάπαυση. Και συ, σε οχτώ χρόνια, θέλεις να έχεις ανάπαυση; ». Ακούγοντας το αυτό, στηρίχτηκε και έφυγε.
γ‘. Πήγε κάποτε ένας αδελφός στον Αββά Θεόδωρο και έκανε τρεις μέρες παρακαλώντας να του πῆ δυο λόγια. Αλλά εκείνος δεν του ανταποκρινόταν. Έτσι, ο αδελφός έφυγε λυπημένος. Τότε λέγει ο υποταχτικός του: «Αββά, πως και δεν είπες κάτι και τον άφησες να φύγει λυπημένος; ». Του απαντά ο γέρων: «Πράγματι δεν του μίλησα. Γιατί είναι πραγματευτής και με τα ξένα λόγια θέλει να δοξάζεται» .
δ’. Είπε πάλι: «Αν έχεις φιλία με κάποιον και του σημβῆ να πέσει σε πειρασμό σαρκικό, αν μπορῆς άπλωσε του το χέρι και τράβηξε τον πάνω. Αν όμως πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσεις να την αποβάλη, γρήγορα κόψε κάθε δεσμό μαζί του. Γιατί αργοπορώντας, είναι κίνδυνος να βυθισθῆς μαζί του στο βόθρο».
ε’. Έλεγαν για τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι σε αυτές τις τρεις αρχές είχε μεγάλη υπόληψη: την ακτημοσύνη, την άσκηση και το να αποφεύγει τους ανθρώπους.
στ’. Έτυχε κάποτε ο Αββάς Θεόδωρος με αδελφούς σε Σκήτη. Και ενώ έτρωγαν, έπαιρναν τα ποτήρια με σεβασμό και σιωπούσαν, μη λέγοντας το συνηθισμένο «συγχώρησαν». Και είπε ο Αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την ευγένεια τους, ήγουν το να λέγουν συγχώρησαν».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.89-93 )