ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:-Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:-Όντως γράφω για σένα. Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.Το παιδί, περίεργο, κοίταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.-Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!-Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα:
Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε «Θεό» και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβήνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στον δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης».
Παρασκευή βραδάκι στο ναΰδριο του Αγίου Φιλίππου… Όλα λιτά… απέριττα! Μόνο ένας πολυέλαιος αναμμένος στην είσοδο του ναού. Ο υπόλοιπος χώρος λουζόταν στο γλυκό φως των καντηλιών. Τα τροπάρια ακούγονταν χαμηλόφωνα, γοργά και χωρίς στόμφο, το ίδιο κι οι εκφωνήσεις του ιερέα – λες κι ήσουν σε κάποιο μικρό αγιορείτικο κελί!
Όλα λιτά και ήσυχα… μήπως και καταφέρουμε να ακούσουμε τη φωνή του Θεού μες τις ψυχές μας… Άμποτε!
Και τότε ξαφνικά ένιωσα πως εκεί βρίσκεται το κλειδί για όλα:
στην τρεμουλιαστή φλόγα του μικρού καντηλιού στην κόγχη του Αγίου Λουκά,
στα ψιχία δίπλα στον Αμνό πάνω στο Δισκάριο, που είμαστε όλοι εμείς, ζώντες και μη, μια μεγάλη αγκαλιά, ο κόσμος όλος,
στο «Κύριε ελέησον» που βγαίνει δειλά από τη δυσκολεμένη ψυχούλα μας σε κάθε κόμπο στο κομποσκοίνι μας,
στο πετραχήλι του παπά, όταν ακουμπάμε τα φορτία και τις αγωνίες μας στον τράχηλό του,
στο Σώμα Του και στο Αίμα Του, εκεί, μονάχα εκεί…
Εκεί μονάχα γαληνεύει η αγριεμένη θάλασσά μου,
εκεί μονάχα βρίσκω τις απαντήσεις στα απανωτά ερωτήματά μου,
εκεί μόνο καταλαβαίνω πώς σκεπάζει τα λάθη και τα ξεστρατήματά μου,
εκεί έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τα είδωλά μου κι εκεί ξαναβρίσκω το μόνο αληθινό πρόσωπό μου,
εκεί με επισκέπτεται πάντα και ζω το απέραντο έλεός Του,
εκεί ελπίζω, αναπνέω, ζω… και προχωρώ!
πηγή:https//strofi.wordpress.com
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Η παράθεση εν προκειμένω της προσταγής του Θεού σε α΄ πρόσωπο πληθυντικού αριθμού «ποιήσωμεν» αντί του α΄ προσ. ενικού ποιήσω -όπως απαιτεί η συντακτική της εξάρτηση από το ρ. ενικού «είπεν»- ή της προστακτικής ποιησάτω, κατά τα ισχύοντα στις προηγούμενες δημιουργικές πράξεις, απετέλεσε κατά καιρούς αντικείμενο μακράς συζήτησης μεταξύ των βιβλικών ερμηνευτών316. Σύμφωνα με τις ερμηνείες που δόθηκαν και τις οποίες συνοψίζουμε κατωτέρω, η χρήση του πληθ. «ποιήσωμεν» δηλώνει ότι:
α. Ο Θεός προτρέπει τον Εαυτό του να προχωρήσει στη δημιουργία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως συνηθίζει συχνά να κάνει και ο άνθρωπος στον καθημερινό του λόγο, όταν αυτοπροτρέπεται να προβεί σε μια πράξη χρησιμοποιώντας ομοίως πληθυντικό, όπως λ.χ. «ας αρχίσουμε», «ας περιμένουμε», και εννοεί, «ας αρχίσω», «ας περιμένω». Είναι ο πληθυντικός της προτροπής (plural of exhortation).
β. Ο Θεός συσκέπτεται ή διαλέγεται με τον Εαυτό του, κάνει δηλ. ένα συλλογισμό ή εσωτερικό διάλογο, προκειμένου ν΄αποφασίσει περί του πρακτέου. Είναι ο πληθυντικός της αυτοσύσκεψης ή απλής σύσκεψης317 (plural of self-deliberation ή deliberation).
γ. Ο Θεός απευθύνεται στο ουράνιο συμβούλιό του, δηλ. στις αγγελικές υπάρξεις ή στις δυνάμεις του ουρανού, τις οποίες η Π. Διαθήκη αποκαλεί ενίοτε «υιούς του Θεού», ή γενικά «θεούς» και οι οποίες αποτελούν το αυλικό του περιβάλλον318. Με αυτές επικοινωνεί και συνεννοείται για τη δημιουργία του ανθρώπου. Είναι ο πληθυντικός της συνεννόησης ή επικοινωνίας319 (plural of consultation ή consultation)(Την ερμηνεία αυτή εισηγείται ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς· «κάνει διάλογο ο πατέρας των όλων με τις δυνάμεις του (=αγγέλους)» Περί φυγής και ευρέσεως 69,Περί συγχύσεως των γλωσσών, 169). Η ραββινική εξήγηση320, ότι ο Θεός συμβουλεύεται κάποιον ή κάτι άνευ συγκεκριμένου προσδιορισμού, αντικρούεται, γιατί αντιβαίνει στο πνεύμα της βιβλικής διήγησης, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός μόνος δημιούργησε τον άνθρωπο, και γιατί η έκφραση «ποιήσωμεν άνθρωπον» δεν συνιστά συμβουλή, αλλά προτροπή.
δ. Ο Θεός συσκέπτεται με άλλους θεούς κατά τα μυθολογικά παγανιστικά πρότυπα, όπου η απόφαση περί της δημιουργίας του ανθρώπου λαμβάνεται στη συνέλευση των θεών.
ε. Ο Θεός χρησιμοποιεί, ως άλλος βασιλιάς, τη γλώσσα των μοναρχών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και ιδίως των Περσών, οι οποίοι συνηθίζουν να προσφωνούν εαυτούς στον πληθυντικό και να διατυπώνουν τα βασιλικά τους θεσπίσματα ομοίως σ΄αυτόν321.
στ. Ο Θεός απευθύνεται προφανώς στη γη, που προσφάτως δημιούργησε, επειδή ο άνθρωπος θα προέλθει απ΄αυτήν κατά την υλική του σύσταση.
Προσέτι στη χρήση του πληθ. «ποιήσωμεν» η βιβλική έρευνα αναγνωρίζει μεταξύ άλλων:
ζ. Έναν πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας (plural of majesty), ο οποίος αποτελεί απλό γραμματικό φαινόμενο, που εναρμονίζεται με το όνομα Elohim του Θεού, το οποίο, ως εκ της παραθέσεώς του σε πληθυντικό στην Π. Διαθήκη, χαρακτηρίζεται επίσης πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας.
η. Μια ασαφώς διατυπωμένη λεκτική έκφραση, η οποία διαφοροποιεί το θείο από το ανθρώπινο έργο και αποκλείει κάθε σκέψη ή εντύπωση ομοιότητας του Θεού με τους ανθρώπους, που αναπόφευκτά θα δημιουργούσε η αυστηρά υλιστική για την αρχαία εποχή χρήση του α΄ προσ. ενικού ποιήσω.
θ. Ένα φιλολογικό τέχνασμα, που σχεδιάσθηκε για να δώσει έμφαση στη σπουδαιότητα και επισημότητα του γεγονότος που περιγράφεται322.
Σε αντίθεση με τις ανωτέρω ερμηνείες, η αρχαία χριστιανική Εκκλησία ερμηνεύει το «ποιήσωμεν άνθρωπον» εν αναφορά προς την τριαδικότητα του Θεού. Η ερμηνεία της προκύπτει από το γεγονός ότι ο Θεός ομιλεί εκ μέρους του Εαυτού του και με τον Εαυτό του στον πληθυντικό αριθμό όχι χάριν ευπρεπούς προσηγορίας (reverentiae causa), δηλ. προσφωνώντας τον ευγενικά, αλλά αναφερόμενος στην πληρότητα των θείων δυνάμεων, που αυτός κατέχει. Οι δυνάμεις αυτές, που εμπεριέχονται στην απόλυτη ύπαρξη του Θεού, είναι ασφαλώς κάτι περισσότερο από απλές δυνάμεις. είναι υποστάσεις, οι οποίες νοούνται ως ασυγχύτως ενωμένες κατά την ουσία και αυτοτελώς υφιστάμενες κατά τις ενέργειες εντός της Θεότητας. Πρόκειται άλλως πως περί των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, τα οποία αμυδρώς διακρινόμενα στην Π. Διαθήκη θα διαφανούν, με την πρόοδο της θείας Αποκαλύψεως, ευκρινώς στην Κ. Διαθήκη. Επομένως στο «ποιήσωμεν» έχουμε έναν πληθυντικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως πληθυντικός της πληρότητας (plural of fullness)323. Η ερμηνεία αυτή δεν απέχει αισθητά από την ερμηνεία του πληθυντικού της αυτοσύσκεψης. Απλώς εδώ γίνεται πιο συγκεκριμένη, καθώς ο διάλογος του Θεού με τον Εαυτό του είναι ουσιαστικά διάλογος με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγ. Τριάδος και όχι αποκλειστικά με το πρόσωπό του, δίκην ευγενούς προσφώνησης.
Συνεπώς, κατά τους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην έκφραση «ποιήσωμεν άνθρωπον» του στίχου υποφώσκει το δόγμα της Αγίας Τριάδος.
Σ΄αυτή διακρίνουν από κοινού έναν άμεσο υπαινιγμό των θείων προσώπων της. Έτσι με το «ποιήσωμεν» ο Θεός Πατήρ απευθύνεται, κατ΄άλλους μεν, στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα324, οπότε και τα τρία πρόσωπα συνεργούν στη δημιουργία του ανθρώπου, κατ΄άλλους δε, μόνο στον Υιό, ο οποίος ως ο «Εαυτού Λόγος» και η «Εαυτού Σοφία», πραγματοποιεί το θέλημα του Πατρός325.
Πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι η διδασκαλία του δόγματος αυτού ήταν άγνωστη στην Π. Διαθήκη και ξένη προς τη θεολογική της σκέψη. Μόνο δε ως υπαινιγμός μπορεί να εκληφθεί, ο οποίος υπό το φως της Κ. Διαθήκης κατανοείται πλήρως (Γαλ. 4,4)
(Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός… σελ. 235-240, εκδ. Πουρναρά, οι παραπομπές δεν παρατίθενται)
Ἡ ανθρωπότης σήμερον ευρίσκεται ενώπιον ενός τεχνικού θαύματος: Κατεκτήθη ή Σελήνη! Να επιδοκιμάση τις ή να αποδοκιμάση το επίτευγμα;
Από κοινωνικής επόψεως είναι δυνατόν να έχη τις επιφυλάξεις, δεδομένου ότι δαπανώνται κολοσσιαία ποσά διά την κατάκτησιν του Διαστήματος, ενώ ακόμη δεν εξηλείφθη ή πείνα από της Γής. Από θρησκευτικής όμως επόψεως ή εξερεύνηση του Διαστήματος ου μόνον ουδέν το επίμεμπτον περιέχει, αλλά και επιβοηθεί εις την βαθυτέραν κατανόησιν του Μεγαλείου της Δημιουργίας. «Ἐκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αυτών θεωρείται» (Σοφ. Σολ. ιγ'5).
'Αρκεί μόνον να φυλαχθώμεν από του κινδύνου της επάρσεως. Αρκεί να μη καταλὰβη ημάς το πνεύμα των ανθρώπων της πυργοποιϊας, περὶ ων ομιλεί ή βίβλος της Γενέσεως (ια' 4). Αρκεί να μη είπωμεν και ημείς εν τη διανοία ημών τα εωσφορικά ρήματα: «Εις τον ουρανόν αναβήσωμεν, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου... ὰναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστῳ» (Ησ. ιδ' Ι3- Ι 4).
Αν αποφύγωμεν αυτόν τον κίνδυνον, τότε ή εξερεύνηση του Διαστήματος ου μόνον δεν θα βλάψει ημάς, αλλά πολλαπλώς θα ωφελήσει και εις δοξολογίαν Θεού θα οδηγήσει.
Προ 3.500 ετών ὁ θεόπτης και θεόπνευστος Μωϋσής είπε περὶ του ανθρώπου ότι είνε «Εικών» του Θεού. Αλλά ποιού Θεού; Ενὸς Θεού παγκοσμίου, παντοδυνάμου, πανσόφου, αγίου, δικαίου, δημιουργού και κυριάρχου και συντηρητού όλης της Κτίσεως. Αυτός είνε ο Θεού του Μωϋσέως και Αυτού του Θεού «Εἰκών» ωνομὰσθη ό άνθρωπος προ 3.500 ετών. Βλέποντες λοιπόν σήμερον τα καταπληκτικά κατορθώματα του ανθρώπου, τα μαρτυρούντα θαυμαστήν σοφίαν και δύναμιν, βλέποντες τας εις θάμβος οδηγούσα συλλήψεις της ανθρώπινης διανοίας, δεν δυνάμεθα ειμή να ομολογήσωμεν ότι όντως θεοκίνητος χείρ έγραψε περὶ του ανθρώπου τον ανωτέρω χαρακτηρισμὸν εν εποχή καθ' ην ο άνθρωπος ούτε εφαντάζετο ούτε διησθὰνετο καν τας κατακτήσεις εις ας βραδύτερον θα έφθανεν.
Η 'Αγία Γραφή λέγει ότι ό Θεός, πλὰσας τον άνθρωπον, «ηλὰττωσεν αυτὸν βραχύ τι παρ' αγγέλους· δόξη και τιμή εστεφάνωσεν αυτὸν και κατέστησεν αυτὸν επὶ τα έργα των χειρών Αυτοῦ» (Ψαλμ. 8, 6). Ποία δε είνε τα έργα των χειρών του Θεού; «'Οψομαι τους ουρανοὐς, έργα των δακτύλων Σου σελήνην και αστέρας, α συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. 8,4). «Κατ' αρχάς Συ, Κύριε, τη γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών Σού εὶσιν οι ουρανοὶ» (Ψαλμ. 101,26).
Ο Θεός, άλλωστε, καλεί τον άνθρωπο να κατακτὴση, όχι απλώς τους υλικοὺς ουρανούς, αλλά και τους πνευματικούς ουρανούς και να ζη εκεί εν τη ατελευτὴτῳ αιωνιότητι θεωρών πρόσωπον προς πρόσωπον το Αρχέτυπον Κάλλος. Οπόση ή αξία του ανθρώπου! Σύμπασα ὴ υλική Κτίσις εν οφθαλμοίς Κυρίου δεν ισοφαρίζει την αξίαν μιας και μόνης ανθρώπινης υπάρξεως ενὸς μικρού παιδιού ή ενός αναπήρου γέροντος! (Ματθ. ιστ', 26).
Πολλοί διερωτώνται: Αν διαπιστωθή ύπαρξις λογικών όντων και εις άλλους πλανὴτας, δεν θα υποστή κλονισμέ η Χριστιανικὴ Πίστις;
Αλλ` ὴ Χριστιανικὴ Πίστις δεν είνε ανθρωπίνη ανακάλυψις. είνε θεϊκὴ αποκάλυψις και ως τοιαύτη είνε η ΑΛΗΘΕΙΑ και εις την Γὴν και εις τον Ουρανόν. Ποία λοιπὸν ανακάλυψις, ποία εφεύρεσις, ποίον επίτευγμα είνε δυνατόν να βλάψη την εξ αποκαλύψεως Αλήθειαν: "Αν υπάρχωσι λογικά όντα εις άλλους πλανὴτας (ὐποθετικώς βεβαίως ομιλούμεν, διότι ουδεμίαν επιστημονικὴν ένδειξιν περὶ τούτου έχομεν), τότε εν εκ των τριών θα συμβαίνη: α') Οι «άνθρωποι» εκείνοι θα ζώων εις προπτωπτικὴν καταστασιν. Δηλαδή θα ζώων ως έζων ο Αδάμ και η Εύα εν τω Παραδείσῳ προ της παρακοής.
β') Οι «άνθρωποι» εκεὶνοι θα ευρίσκωνται εις την αυτὴν και ημείς κατάστασιν, ο δε Θεὸς θα ωκονόμησεν ως Αυτὸς οίδε την σωτηρίαν αυτών.
γ') Η Θυσία του Κυρίου επὶ Γής θα ισχύη και δι` αυτούς. Τις οίδεν αν η μετάβασις ημών εις άλλους κόσμους δεν εξυπηρετή τα πάνσοφα Σχέδια της θείας Πρόνοιας; Μετὲβημεν εις άλλας ηπείρους, ως η Αμερική, και εκηρύξαμεν εκεί το Ευαγγέλιον. Τί διαφέρει αν το αυτὸ συμβή και εις ανθρώπους, ουχὶ άλλων ηπείρων, αλλ΄άλλων πλανητών; Υποθέσεις βεβαίως, πάντα ταύτα αλλ΄ είπομεν ότι υποθετικώς ομιλούμεν.
Εάν πάντως απεδεικνύετο η ύπαρξις λογικών όντων εις άλλους κόσμους, τότε ή φράσις του αποστόλου Παύλου περί «τινός κτίσεως ετέρας» (Ρωμ. η΄39), η μέχρι σήμερον θεωρουμένη ως απλὴ υπόθεσις, θα ελάμβανεν ενάργειαν προφητικού λόγου.
Η ανθρωπίνη γνώσις θα προοδεύη. Τα επιτεύγματα της Επιστήμης και της Τεχνικής θα καταπλήσσωσι καθημερινώς τους οφθαλμούς ημών. Ο άνθρωπος, μικρός θεός. «Εικών» του μεγάλου Θεού, εκτυλίσσων διηνεκώς τας θαυμαστάς ικανότητας δι' ων επροίκισεν αυτὸν ο Δημιουργός θα φθάση εις άθλους ιλιγγιώδεις. Παρά πάντα όμως ταύτα θα εξακολουθή να αποτελή την τραγικὴν σύνθεσιν «μεγαλείου-αθλιότητος». περὶ ης ωραιότατα ωμίλησεν ο Πασκάλ, και θα έχη ανάγκην Σωτὴρος και Λυτρωτού, απαλλάσσοντος αὐτὸν εκ της αμαρτίας και του θανάτου. Καν ακόμη φθάσει ο άνθρωπος εις τας εσχατιάς του Σύμπαντος, καν μετακινήση ηλίους και γαλαξίας, η ισχύς του λόγου του ιερού Αυγουστίνου ουδὲποτε θα μειωθή: «Ω Θεέ μου, Συ έπλασας ημάς διά Σεαυτόν και ένεκα τούτου η ανθρωπίνη ψυχή ουδέποτε αισθάνεται ανάπαυσιν ειμή μόνον πλησίον Σου!». Το Σύμπαν ολόκληρον αδυνατεί να αναπαύση την ανθρωπίνην καρδίαν. Η κατάκτησις του Διαστήματος ούτε «νέαν» θεολογίαν θα δημιουργήση, ως αστόχως ελέχθη, ούτε την ειρήνην θα χορηγήση, ούτε τα ανθρώπινα ψυχικά προβλήματα θα λύση.
Η ιστορία του κόσμου, όλου του κόσμου, ορατού και αόρατου, χωρίζεται -εχωρίσθη άπαξ δια παντός- εις δύο περιόδους: Προ Χριστού και μετά Χριστόν! Ο άνθρωπος αναβαίνει εις τους πλανήτας και «κατακτά» το Διάστημα, ενώ ούδ` αυτής της Γης είνε κύριος, εφ΄ όσον ἡ τρομερά σκιά του θανάτου απλούται ανά παν βήμα απειλητική επ' αυτού. Ανυψούμεθα εις τους αστέρας, αλλά ταυτοχρόνως βυθιζόμεθα εις τας αβύσσους των παθών. Υπερνικώμεν την έλξιν της Γης, αλλ΄ ελκόμεθα ακατανικήτως υπό της εν ημίν ιλύος. Πατούμεν πόδα επὶ της Σελήνης, αλλά καταπατούμεθα και συντριβόμεθα υπό των χθαμαλών ορέξεων. Φερόμεθα μετάρσιοι εις τα ύψη των αστέρων, αλλά κυλιόμεθα ακαταπαύστως εις τον βόρβορον των κακιών. Κατακτώμεν τα ουράνια σώματα, αλλά πως θα κατακτήσωμεν την αφθαρσίαν και την εν μακαριότητι αιωνιότητα; Πως θα αναχθώμεν εις τα όψη της αθανασίας; Μόνον δια Ιησού Χριστού «ος παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. δ', 25). Δια της Πίστεως εις τα μη βλεπόμενα ο Ενώχ (Γεν. ε, 24) και ο Ηλίας (Δ' Βασ. β', Ι Ι) εγένοντο προ χιλιάδων ετών αστροναύται και ουρανοδρόμοι, ο δε απόστολος Παύλος ανήλθεν («εὶτε εν σώματι ουκ οίδεν, ούτε εκτός του σώματος ουκ οίδεν, ο Θεός οίδεν»), υπεράνω αστερισμών και ηλιακών συστημάτων και έφθασε «μέχρι τρίτου ουρανού» και «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξὸν ανθρώπῳ λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ' 4).
Αλλά τι λέγω; Ο άνθρωπος, η ανθρωπίνη φύσις, η κτιστὴ και ατελὴς και πεπερασμένη ανθρωπίνη φύσις, προσληφθείσα υπό του Σαρκωθὲντος Θεού Λόγου και εν τω Προσώπῳ Αυτού ενωθείσα υποστατικώς μετά της θεότητος, διήλθε και παρήλθε πάντα τα ύψη, αισθητά και νοητά, ανήλθεν υπεράνω των Χερουβεὶμ και των Σεραφείμ, έλαβε διάστασιν υπεργήινον, αυτόχρημα παγκόσμιον, εθεώθη εν ακεραία κυριολεξία, προσεκυνήθη λατρευτικώς απ' Αγγέλων και Αρχαγγέλων, και, «αφθασίας ενδεδυμένη εύπρεπειαν», εκάθισεν «εν δεξιά της Μεγαλωσύνης» του Θεού Πατρός και συμβασιλεύει μετ΄ Αυτού εις τους αιώνας των αιώνων! Του ύψους τούτου υπάρχει ύψος υψηλότερον; Αναμφιβόλως όχι! Ουδεὶς πύραυλος ανθρωπίνης ή και αγγελικής επινοήσεως θα δυνηθή ποτέ να αναβιβάση ημάς εις τηλικαύτα ύψη. Ουδεμία αισθητή μηχανή, καν πάσαν τελειότητα υπερβαίνη, θα κατορθώση ποτὲ να εκτοξεύση τον γήινον ανθρωπον εις τας υπερκοσμίους περιοχάς της θείας Μεγαλειότητος και να αναπαύση αυτού την καρδίαν. Η μόνη μηχανή, ἡ δυναμένη «αναφέρειν εις τα ύψη» του Θεού, εὶνε «η μηχανὴ του Ιησού Χριστού, ος εστί Σταυρός» (αγ. Ιγνατίου Εφεσ. κεφ. 9).
Το υψηλότερον σημείον εν όλη τη Κτίσει είνε και θα παραμείνη, μέχρι της συντελείας των αιώνων, ο μικρός λόφος του Γολγοθά. Εκεί, και μόνον εκεί, υπό την σκιάν ενός καθημαγμὲνου Σταυρού θα ευρίσκωσιν ανάπαυσιν οι οδοιπόροι της παρούσης ζωής και θα σώζωνται εκ των δεσμών της αμαρτίας και του θανάτου. Οι απιστούντες και οι αμφιβάλλοντες, «γεύσασθε και ίδετε» και διά πείρας γνώτε...
Οσαιδήποτε χιλιετίαι και αν παρέλθωσιν, οσονδήποτε και αν η Επιστήμη και η Τεχνική εξελιχθώσιν, οσαδήποτε άλματα και αν ο άνθρωπος πραγματοποιήση, οσονδήποτε υψηλά και αν αναβή, μία φωνή, γλυκεία άμα και ισχυρά, απαλὴ άμα και βροντώδης, ελεγκτική άμα και παρήγορος, θα εξακολουθή να ακούηται συνεχώς εν μέσω των μυρίων θορύβων και να αντηχή ευκρινώς εις πάντα τα πλάτη και τα μήκη και τα βάθη και τα ύψη του Σύμπαντος: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. ΄Αρατε τον ζυγόν μου εφ υμάς και μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια΄, 28,29)
(αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου,Άρθρα, Μελέται, Επιστολαί, σελ. 298-301)
Ο J. Miller S.J. στη μικρή εργασία του ͘Katholische Beichte und phychotherapie (Innsbruck-Wien 1947, σελ.12) παραθέτει δύο παραδείγματα θεραπείας παραλύσεως κατόπιν της συνειδητοποιήσεως της προσωπικής ενοχής, τα οποία έχει λάβει από το βιβλίο του Ed.Grϋnewald. Flucht in die Krankeit ? Innsbruck 1947. Το πρώτο από αυτά παραθέτουμε με συντομία.
«Μια νεαρή κοπέλα (ηλικίας 25 ετών ) προσήλθε για θεραπεία στο νευρολογικό τμήμα, γιατί έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Αλλά η νευρολογική εξέταση δεν έδειξε τίποτε το ιδιαίτερο. Ύστερα από την τρίτη συνάντηση με τον ψυχοθεραπευτή, επείσθη να «μιλήσει» και διηγήθηκε την εξής ιστορία της ζωής της. Μετά τον αρραβώνα της με τον εκλεκτό της καρδιάς της, συνέβη να απουσιάσει ο μνηστήρας της για αρκετό καιρό σε μια μακρινή πόλη. Κατά το διάστημα αυτής της απουσίας, η νεαρή κοπέλα δημιούργησε ένα νέο και επομένως «παράνομο» δεσμό. Επρόκειτο για ένα δεσμό με έναν έγγαμο με τον όποιο τελικά άρχισε να συζεί. Στο διάστημα αυτής της παράνομης σχέσεως έλαβε ένα γράμμα από το μνηστήρα της, που την πληροφορούσε ότι πολύ σύντομα θα επέστρεφε για να τελέσουν τους γάμους τους. Με το γράμμα αυτό αισθάνθηκε μια αφόρητη ενοχή και προσπάθησε να διαλύσει την παράνομη σχέση της. Αλλά ο έγγαμος φίλος της αντιδρούσε έτσι ώστε την έπεισε να μείνει κοντά του. Όσο όμως πλησίαζε ο καιρός της επιστροφής του μνηστήρος της, παρέλυε από τη σκέψη ότι θα επέστρεφε ο άνθρωπος αυτός και θα διαπίστωνε την απιστία της και την ηθική της κατωτερότητα.
Ενώ ευρίσκετο υπό το κράτος αυτής της ψυχικής καταστάσεως έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος από το όποιο μόλις διεσώθη. Μετεφέρθη στη κλινική και διαπιστώθηκε, ότι δεν μπορούσε να βαδίσει. Όλες οι σχετικές ιατρικές εξετάσεις δεν παρουσίασαν οργανική αιτία της αδυναμίας των κάτω άκρων. Το συμπέρασμα επομένως ήτο φανερό. Επρόκειτο περί ψυχογενούς παραλύσεως, που είχε το νόημα της «φυγής στην αρρώστια» (fluchi in die Krankheit), δηλ. της «φυγής προ της ευθύνης» (Fluchi vor der Verantworung). Η παράλυση χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο μη συνειδητό ως «μέσον προς επίτευξη σκοπού» («Mittel zum Zweck»).
O ψυχοθεραπευτής ανέλυσε στην κοπέλα αυτή την συνάρτηση της σωματικής της παραλύσεως με το ψυχολογικό (ηθικό) της πρόβλημα και εκείνη αντιλήφθηκε, ότι η λύση που έδωσε στο πρόβλημα αυτό ήταν επιφανειακή λύση και ότι με την «ασθένειά» της εψεύδετο σε τρείς ανθρώπους στο μνηστήρα της, το φίλο της και τον εαυτό της. Η συνειδητοποίηση της μη συνειδητής αντιδράσεως της στα αφόρητα αισθήματα ενοχής με την ακινησία των κάτω άκρων την βοήθησε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει για να αποκατασταθεί η υγεία της. Έτσι αφού απεμακρύνθη από το φίλο της, αποφάσισε να εκθέσει όλη την περιπέτειά της στο μνηστήρα της (με τον κίνδυνο να τον χάσει) και να του ζητήσει συγγνώμη για ό, τι έκανε εις βάρος του.
Ύστερα από τη λύση του ηθικού της προβλήματος με το τρόπο αυτό, θεραπεύτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και εγκατέλειψε την κλινική υγιής».
(Ιωάν. Κορναράκη, Εγχειρίδιο Ποιμαντικής Ψυχολογίας, σελ. 188-189, εκδ. Κυριακίδη)
Του Αββά Αρσενίου λστ.
Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο, ότι αρρώστησε κάποτε στη Σκήτη και πήγε ο πρεσβύτερος και τον έφερε στην εκκλησία και τον έβαλε σε στρωσίδι, με μικρό μαξιλάρι κάτω από την κεφαλή του. Και να, ένας από τους γέροντες όπου ήλθε να τον επισκεφθεί, σαν τον είδε στο στρωσίδι και με το μαξιλάρι από κάτω, σκανδαλίσθηκε και είπε:
- «Αυτός λοιπόν είναι ο Αββάς Αρσένιος και σε τέτοια είναι ξαπλωμένος;».
Τον παίρνει τότε κατά μέρος ο πρεσβύτερος και του λέγει:
- «Τι δουλειά έκανες όταν ζούσες στο χωριό σου;».
Και εκείνος του αποκρίνεται:
- «Τσοπάνης ήμουν».
- «Και πως,λέγει ο άλλος, περνούσες τη ζωή σου;».
- «Μέσα σε πολύ κόπο». αποκρίνεται, Και του ξαναλέγει:
- «Και τώρα πως τα περνάς στο κελλί σου;». Και αποκρίνεται:
- «Πιο αναπαυτικά». Και του λέγει ο πρεσβύτερος τότε:
- «Βλέπεις αυτόν τον Αββά Αρσένιο; Όταν ζούσε στον κόσμο, σύμβουλος βασιλέων ήταν και χίλιοι δούλοι, χρυσοζωσμένοι και με φορέματα ολομέταξα και ακριβά, του παράστεκαν. Και κάτωθέ του βρίσκονταν πολύτιμα στρωσίδια. Ενώ εσύ, όντας τσοπάνης, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση όπου έχεις τώρα εδω. Και αυτός, τις απολαύσεις όπου είχε στον κόσμο, εδώ δεν τις έχει. Να λοιπόν όπου συ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται».
Σαν τα άκουσε λοιπόν αυτά, ένιωσε κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: - «Συγχώρησέ με, Αββά αμάρτησα. Αληθινά, αυτό είναι: Εκείνος ήλθε για να ταπεινωθεί και εγώ για να αναπαυθώ».
Και, ωφελημένος, ο γέρων έφυγε.
(Είπε Γέρων… εκδ. Αστήρ)
«Το θαύμα της αναστάσεως ενός νεκρού που έκανε ο αββάς Μακάριος»
Έτσι, καθώς θυμάμαι, εξαιτίας των περιστάσεων, ο αββάς Μακάριος, ο πρώτος που κατοίκησε στην έρημο της Σκήτης, ανέστησε ένα νεκρό.
Ενας αιρετικός, οπαδός του αιρετικού Ευνομίου, πάσχιζε να κατασρέψει την ορθόδοξη πίστη με διαλεκτικά τεχνάσματα. Οι πιστοί της Εκκλησίας, οι οποίοι έβλεπαν να απειλούνται από φοβερή λαίλαπα –γιατί ήδη ένα μεγάλο πλήθος είχε δελεασθεί από τις δοξασίες του Ευνομίου– ζήτησαν βοήθεια από τον αββά Μακάριο. Ο Αββάς, βλέποντας τον ορατό πλέον πνευματικό κίνδυνο που απειλούσε τους χριστιανούς, αποφάσισε να επέμβει.
Συναντήθηκε λοιπόν ο Αββάς με τον αιρετικό και αυτός του επιτέθηκε με πλήθος συλλογισμών και επιχειρημάτων. Ο αββάς Μακάριος αναμετρήθηκε μαζί του εκθέτοντας την αλήθεια της Εκκλησίας, ενώ αυτός επιχειρούσε να τον παρασύρει μέσα στα ακανθώδη μονοπάτια της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας. Η συζήτηση μάκραινε χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι ο όσιος Μακάριος αποφάσισε να δώσει τέλος σ΄αυτές τις άκαρπες συζητήσεις με τον εξής σύντομο και αποστολικό λόγο που λεέι:
- «Η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές με την ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη». (Α΄ Κορ. 4,20). Εμπρός λοιπόν, είπε στον αιρετικό, πάμε στους τάφους και στον πρώτο νεκρό που θα βρεθεί μπροστά μας, ας επικαλεστούμε το Όνομα του Κυρίου κι ας δείξουμε, καθώς λεέι και η Αγία Γραφή, την πίστη μας με έργα. Ο Θεός θα μας φανερώσει ασφαλώς που βρίσκονται τα σημάδια της αληθινής πίστης. Δεν πρόκειται να φανερωθεί η αλήθεια με τις μάταιες συζητήσεις, αλλά με τη δύναμη των θαυμάτων και με την κρίση Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να λαθέψει.
Ο αιρετικός άκουσε αυτά τα λόγια και, καταντροπιασμένος που νικήθηκε μπροστά σ’ όλο το λαό που τον περικύκλωνε, προσποιήθηκε αμέσως ότι δέχεται να συμμετάσχει και σ΄ αυτού του είδους την αναμέτρηση με τους όρους που του πρότεινε ο Αββάς και υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα θα ήταν εκεί.
Την άλλη μέρα όλοι βιάζονταν να φθάσουν στο ορισμένο μέρος, λαχταρώντας να δουν ένα τέτοιο θέαμα. Περίμεναν για πολύ. Αυτός όμως, έχοντας συνείδηση της απιστίας του, όχι μόνο κρύφτηκε από το φόβο του, αλλά και εγκατέλειψε χωρίς καθυστέρηση τη χώρα. Ο αββάς Μακάριος, αφού τον περίμενε μέχρι την Ενάτη ώρα, με όλο το πλήθος που είχε εκεί συρρεύσει κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά, κατάλαβε ότι οι τύψεις της συνειδήσεως του έκαναν τον αιρετικό να αποφασίσει να αποφύγει τη συνάντηση. Πήρε λοιπόν μαζί του το πλήθος των ανθρώπων, που ο αιρετικός είχε οδηγήσει σε λανθασμένο δρόμο πίστης, και κατευθύνθηκε πρός τους τάφους, όπως είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη ημέρα.
Στην Αίγυπτο υπάρχει μια συνήθεια, την οποία ακολουθούν οι κάτοικοι αναγκαστικά, εξαιτίας των πλημμυρών του Νείλου. Κάθε χρόνο υπερχειλίζει ο ποταμός και για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα καλύπτεται σ΄ όλη την έκτασή της από τα νερά. Η περιοχή τότε μοιάζει με τεράστια θάλασσα, την οποία μόνο με βάρκα μπορεί κανείς να τη διασχίσει. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάζονται να ταριχεύουν τους νεκρούς με τα πιο δυνατά αρώματα και να τους τοποθετούν σε μικρά κελιά, αρκετά υπερυψωμένα, εφόσον η γη είναι συνεχώς υγρή από τα νερά του ποταμού και δεν επιτρέπει την ταφή τους. Γιατί η δύναμη της πλημμύρας είναι τέτοια που, αν θάψουν εκεί ένα νεκρό, το νερό θα τον βγάλει πάλι στην επιφάνεια.
Σταμάτησε λοιπόν ο όσιος Μακάριος μπροστά σ΄ έναν από τους πιο παλαιούς τάφους και είπε:
- «Άνθρωπέ μου, αν αυτός ο αιρετικός είχε έλθει εδώ μαζί μου και αν εγώ σε είχα καλέσει στο Όνομα του Χριστού του Θεού μου, πες μου θα είχες σηκωθεί, μπροστά σ΄ όλο αυτό το πλήθος, το οποίο αυτός ο απατεώνας παρά λίγο να οδηγήσει στον όλεθρο;».
Ο νεκρός σηκώθηκε και απάντησε:
«Ασφαλώς, θα είχα σηκωθεί».
Τον ρώτησε τότε ο αββάς Μακάριος, τι ήταν όταν ζούσε, σε ποιά εποχή έζησε και αν είχε ακούσει ποτέ κάτι για τον Χριστό. Εκείνος απάντησε ότι είχε ζήσει την εποχή των πιο αρχαίων βασιλέων και ότι δεν είχε ακούσει ούτε καν το Όνομα του Χριστού.
«Κοιμήσου εν ειρήνη», του είπε τότε ο αββάς Μακάριος, περιμένοντας «την κοινήν Ανάστασιν».
Η αρετή λοιπόν και το χάρισμα του αββά Μακαρίου θα παρέμεναν για πάντα κρυμμένα –όσο βέβαια εξαρτιόταν από τον ίδιο– αν δεν ήταν η ανάγκη μιας ολόκληρης επαρχίας που κινδύνευε κι αν η μεγάλη του πίστη και η ειλικρινής αγάπη του για τον Χριστό δεν τον είχαν τόσο πολύ πιέσει, ώστε να αναγκασθεί να κάνει αυτό το θαύμα. Γιατί δεν έκανε ασφαλώς το θαύμα ο Αββάς για να επιδειχθεί ή γιατί τον είχε παρακινήσει η κενοδοξία του. Η αγάπη του Χριστού και ο κίνδυνος που διέτρεχαν οι πιστοί της Εκκλησίας τον ανάγκασαν να το κάνει.
(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες…τόμος Β σελ. 139-141, εκδ. Ετοιμασία)
Tου Αββά Φωκά: Έλεγε ο Αββάς Φωκάς, οπού ανήκε στο Κοινόβιο του Αββά Θεογνίου του Ιεροσολυμίτη: «Όταν έμενα σε Σκήτη, υπήρχε εκεί κάποιος Αββάς Ιάκωβος, νέος την ηλικία, στα Κελλιά, όπου είχε τον ίδιο πνευματικό και κατά σάρκα πατέρα. Είχαν δε τα Κελλιά δύο εκκλησίες, μια των Ορθοδόξων, όπου και κοινωνούσε, και μια των αιρετικών. Επειδή λοιπόν ο Αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, όλοι τον αγαπούσαν, και τα μέλη της Εκκλησίας και οι χωρισμένοι απ΄ αυτή. Του έλεγαν λοιπόν οι ορθόδοξοι:
- «Τον νου σου, Αββά Ιάκωβε, μη σε ξεγελάσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν στην κοινότητά τους».
Επίσης και οι αιρετικοί τού έλεγαν:
- «Γνώριζε, Αββά Ιάκωβε, ότι, κοινωνώντας με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου. Γιατί είναι Νεστοριανοί και συκοφαντούν την αλήθεια».
Ο δε Αββάς Ιάκωβος, όπου ήταν ακέραιος και στενοχωρήθηκε με όσα άκουε από τις δυο πλευρές και δεν ήξερε πλέον τι να κάμη, πήγε να παρακαλέσει τον Θεό. Απέκρυψε λοιπόν τον εαυτό του σε απόμερο κελλί, έξω από τη λαύρα, όπου ντύθηκε τα εντάφια του, σαν να επρόκειτο να πεθάνη. Γιατί συνηθίζουν οι Αιγύπτιοι πατέρες, το πλεχτό ένδυμα, όπου λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, καθώς και το κουκούλι, να τα φυλάνε έως θανάτου και μ’ αυτά να ενταφιάζονται. Τα φορούν δε μοναχά κάθε Κυριακή, όταν μεταλαμβάνουν, και ευθύς ύστερα τα μαζεύουν. Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ εκείνο το κελλί, παρακαλούσε τον Θεό και εξαντλήθηκε από τη νηστεία και έπεσε κατάχαμα και έμεινε εκεί πεσμένος. Και έλεγε ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες, προπαντός κατά διάνοια. Αφού δε πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει να μπαίνει στο κελλί ένα παιδί χαρωπό και να του λέγη:
- «Αββά Ιάκωβε; τι κάνεις εδώ;».
Ευθύς δε, φωτισμένος και παίρνοντας δύναμη από τη θέα του παιδιού, τού είπε:
- «Κύριε, συ γνωρίζεις τι έχω. Εκείνοι μου λέγουν: Μην αφήσης την Εκκλησία. Και οι άλλοι μου λέγουν: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Και εγώ έχοντάς τα χαμένα και μη ξέροντας τι να κάμω, ήλθα εδώ».
Του λέγει ο Κύριος:
- «Όπου είσαι, καλά είσαι».
Και ευθύς, μ’ αυτά τα λόγια, βρέθηκε στο κατώφλι, της αγίας Εκκλησίας των Ορθοδόξων, οπού ακολουθούσαν τη Σύνοδο».
(Είπε γέρων… εκδ. Αστήρ)
Του αββά Μακαρίου του Αιγυπτίου
γ’ . Ο Αββάς Μακάριος, όταν κατοικούσε στην πανέρημο, ήταν μόνος εκέι σαν αναχωρητής, παρά κάτω δε άλλη έρημος ήταν με περισσότερους αδελφούς. Παρατηρούσε δε ο γέρων την οδό. Και βλέπει τον σατανά να ανεβαίνει, μεσχήμα ανθρώπου, για να περάσει απ’ αυτόν, Φαινόταν δε σαν να φορούσε στιχάρι λινό, χιλιοτρυπημένο. Και από κάθε τρύπα, κρεμόταν μικρό δοχείο. Και του λέγει ο μεγάλος γέρων:
«Που πας;». Και του απαντά:
«Πηγαίνω να πειράξω τους αδελφούς». Ο δε γέρων είπε:
«Και γιατί έχεις επάνω σου αυτά τα δοχεία;». «Φαγητά κουβαλώ στους αδελφούς».
Και ο γέρων είπε: «Μα όλα αυτά;». Αποκρίθηκε:
«Ναι. Άν το ένα δεν αρέσει σε κάποιον, του φέρνω άλλο. Και αν ούτε αυτό, του δίνω άλλο. Οπωσδήποτε, ένα τουλάχιστον θα του αρέσει». Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε. Ο δε γέρων έμεινε φυλάγοντας με τα μάτια τους δρόμους, έως ότου εκείνος ξανα γύρισε. Και σαν τον είδε ο γέρων, του λέγει: «Είθε να σωθείς». Και εκείνος αποκρίθηκε:
«Πως μπορώ να σωθώ;». Τον ρωτά ο γέρων: «Γιατί;». Και του απαντά: «Αφού όλοι μου φέρθηκαν άσχημα και κανείς τους δεν με ανέχεται». Του λέγει ο γέρων:
«Κανένα φίλο δεν έχεις εκεί;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Ναι, ένα μόνο έχω φίλο εκεί, αλλά παρ’ όλο ότι μου είναι ευνοικά διατεθειμένος, όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη». Του λέγει ο γέρων:
«Και ποιό το όνομα του αδελφού αυτού; ».
Απαντά: «Θεόπεμπτος». Και λέγοντας, έφυγε. Σηκώνεται ο Αββάς Μακάριος και πηγαίνει στην παρά κάτω έρημο. Και σαν το άκουσαν οι αδελφοί, πήραν βάγια και βγήκαν να τον υποδεχθούν. Και, έτσι, ο καθένας τους ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι στον ίδιο θα κατέλυε ο γέρων. Αλλά εκείνος ρωτούσε ποιός είχε το όνομα Θεόπεμπτος στο όρος.
Και σαν τον βρήκε, εισήλθε στο κελλί του. Ο δε Θεόπεμπτος τον υποδέχθηκε με χαρά. Μόλις δε βρέθηκαν μόνοι, λέγει ο γέρων:
«Πως είσαι αδελφέ;». Και αυτός αποκρίθηκε: «Καλά, με τις ευχές σου». Του λέγει ο γέρων:
« Μήπως έχεις πόλεμο από τους λογισμούς;». Και απαντά: «Καλά είμαι». Γιατί ντρεπόταν να πει την αλήθεια. Του λέγει ο γέρων:
«Να, τόσα έτη είμαι ασκητής και όλοι με τιμούν και όμως και εμένα τον γέροντα δεν με αφήνει ήσυχο το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας» .
Αποκρίθηκε λέγοντας και ο Θεόπεμπτος: «Πίστεψε, Αββά, και σ’ εμένα».
Ο δε γέρων προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούσαν, έως ότου τον κάνει να ομολογήσει. Ύστερα του λέγει:
«Πως νηστεύεις;». Και του απαντά: «Έως την ενάτη ώρα».
Του λέγει ο γέρων: «Να μένεις στη νηστεία και στην άσκηση έως το βράδυ. Και να αποστηθίζεις το Ευαγγέλιο και τις άλλες Γραφές. Και αν σου ανεβεί λογισμός, ποτέ μην προσέχεις κάτω, αλλά πάντοτε άνω, Και ευθύς ο Κύριος σε βοηθά». Και αφού ευλόγησε ο γέρων τον αδελφό, βγήκε στη δική του έρημο. Και περιμένοντας με προσοχή, πάλι βλέπει εκείνο τον δαίμονα και του λέγει:
«Που πηγαίνεις πάλι;». Και εκείνος απαντά: «Να πειράξω τους αδελφούς». Και έφυγε.
Και σαν ξανα γύρισε, του λέει ο άγιος: «Πως τα πέρασες με τους αδελφούς;». Του απαντά: «Άσχημα». Και ο γέρων του λέγει: «Γιατί;». Και εκείνος αποκρίνεται:
«Επιθετικοί είναι όλοι. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και εκείνος όπου είχα φίλο και με υπάκουε, και αυτός δεν ξέρω πως χάλασε και δεν με ακούει, αλλά έγινε πιο επιθετικός από όλους. Έτσι, ορκίσθηκα να μην ξανα πατήσω εκεί, παρά ύστερα από καιρό». Και λέγοντας έτσι, έφυγε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελλί του.
(Γεροντικόν, εκδ. Αστήρ σελ. 148-149)
Η προέλευση της γυναίκας από τη πλευρά του άνδρα και όχι από οποιοσδήποτε άλλο μέρος του ανθρωπινού σώματος είναι σημαντική. Διότι δείχνει ότι δημιουργήθηκε για να δοθεί στο πλευρό του άνδρα της ως βοηθός και συνεργός του. Παράλληλα την αναδεικνύει σε ον ομοούσιο, ισότιμο και ομότιμο μ΄ αυτόν και αποκλείει κάθε δικαίωμα περί πρωτείου έναντι αυτής. Η πατερική άποψη , η όποια στην προέλευση αυτή διακρίνει όχι την υποτίμηση αλλά την αναγνώριση της ισότητας της γυναίκας με τον άνδρα, εκφράζεται εναργώς από τον Βασίλειο Σελευκείας· «ισότιμον διαπλάσωμεν άνθρωπον, ίσην αυτω κατά την δοξαν συζεύξωμεν, μη λειπέσθω κατά την ομοτιμίαν το γύναιον». Περαιτέρω υποδηλώνει την ηθική και κοινωνική σχέση των δυο φύλων, την εξάρτηση της γυναίκας από τον άνδρα και τη στενή και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ τους¹⁷⁰.
Υπάρχει ωστόσο και η βαθύτερη θεολογική σημασία της προέλευσης της γυναίκας, η οποία έγκειται όχι τόσο στην ένωση ανδρός και γυναικός και τη γαμική τους κοινωνία όσο στο γεγονός της προέλευσης ολόκληρου του ανθρώπινου γένους από μία και την αυτή ρίζα, από ένα και μόνον άνθρωπο, τον Αδάμ, και όχι από δυο χωριστά πλασμένους ανθρώπους και απ΄ αλλήλων διακρινομένους. Πρόκειται για τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησιάς μας περί της κοινής καταγωγής και της ενότητας του ανθρώπινου γένους –«εποίησεν εξ ενός παν έθνος ανθρώπων» (Πραξ. 17,26) -και της απορρέουσας απ΄ αυτήν ισότητας και αδελφότητας όλων των ανθρώπων, πάνω στις οποίες βασίζονται η μετάδοση και η καθολικότητα της αμαρτίας, που κατέστησαν αναγκαίο το απολυτρωτικό έργο του Χριστου¹⁷¹.
Η αναφορά στη πλευρά του άνδρα, απ όπου διαπλάσσεται η γυναίκα έχει για ορισμένους ερμηνευτές αλληγορική σημασία. Τη σημασία αυτή, κατ΄ αυτούς, αποδίδει εύστοχα ένα ομιλητικό midrash, σημειώνοντας ότι «όπως ακριβώς το πλευρό του άνδρα οργανικό του μέλος βρίσκεται πλάι του και συνάπτεται στο σώμα του, έτσι και η καλή γυναίκα στέκεται στο πλευρό του συζύγου της για να είναι βοηθός -σύντροφός του και η ψυχή της είναι προδεδομένη στη δική του»¹⁷²…..
Οι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς είδαν στο γεγονός της δημιουργίας της γυναίκας από την πλευρά του άνδρα να προεικονίζεται η ίδρυση της Εκκλησίας από την πλευρά του νέου Αδάμ, του Χριστού . Γι΄ αυτούς, ο τρόπος αυτής της δημιουργίας από το πλευρό του ανδρικού σώματος και όχι από άλλο μέρος του είναι ενδεικτική ισοτιμίας, υποταγής και φιλοστοργίας. Ο πατριάρχης Γεννάδιος αναφέρει σχετικώς· «ούτε εκ τινός μέρους των έμπροσθεν, ίνα μη δόξη προς αντίστασιν αυτω διαπλάττειν αυτήν· ͘ουτ’ αυ πάλιν εκ των όπισθεν, ινα μη ατιμωτέρα λογίζοιτο, αλλά εκ της πλευράς της μεταξύ πως εχούσης… το μέσον ισοτιμίας και υποταγής». Ομοίως ο Θεοδώρητος Κύρου παρατηρεί· «τι δήποτε από της πλευράς του Αδάμ την γυναίκα διέπλασε; ίνα….φυσικήν τίνα φιλοστοργίαν αυτοίς περί αλλήλους εμφυσήση»¹⁷⁶. Αναλόγως εκφράζεται και ο ι. Αυγουστίνος «ούτε εκ των οστών της κεφαλής του ανδρός, ούτε εκ των οστών των ποδών έπλασε την γυναίκα, ίνα ούτε άρχουσα, ούτε δούλη είναι του ανδρός».
Στην Κ. Διαθήκη έξαλλου ο τρόπος δημιουργίας της γυναίκας, πέρα από τον πλούσιο συμβολικό του χαρακτήρα, εκτίθεται και ως γεγονός, που φανερώνει την παντοδυναμία του Θεού, την ενότητα του ανθρωπίνου γένους και τα καθήκοντα της αγάπης και της αμοιβαιότητας των συζύγων μεταξύ τους, τα οποία απορρέουν απ’ αυτή την ενότητα και στηρίζονται στον ηθικό νόμο της ισότητας και της αδελφότητας. Επ’ αυτών είναι σαφής η αναφορά της «πλην ούτε γυνή χωρίς ανδρός, ούτε ανήρ χωρίς γυναικός εν Κυρίω· ͘ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός, ούτως και ο ανήρ δια της γυναικός τα δε πάντα εκ του Θεού» (Α΄Κορ.11,12).
Παραλλάσσοντας ελαφρώς τις πατερικές ερμηνείες εν προκειμένω ο Μ. Henry σημειώνει συναφώς· «Δεν έπλασε ο Θεός τη γυναίκα από το κεφάλι του άνδρα, για να υπερισχύει αυτού, ούτε από τα πόδια του, για να είναι υποδεέστερη του, αλλά από την πλευρά του, για να είναι ίση μ’ αυτόν, κάτω από το βραχίονά του, για να την προστατεύει και κοντά στη καρδιά του για να την αγαπά».¹⁷⁷
(Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός… σελ.440-442,444-445 εκδ. Πουρναρά)