Εδώ πρέπει να διαστείλουμε την «απόλυτη» αναμαρτησία από τη «σχετική». Απολύτως αναμάρτητος ήταν μονάχα ο Χριστός, διότι ήταν Θεάνθρωπος. Οποιοδήποτε άλλο πλάσμα δεν μπορεί να έχει την αναμαρτησία αυτή, ούτε και η αγία Θεοτόκος, «η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και η ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Είχε και αυτή τις μικρές της αμαρτίες σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής: «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν»(Α΄Ιω. 1,8).
Τις αμαρτίες αυτές τις καθάρισε το Πνεύμα του Θεού, όταν την βάπτισε με τη χάρη του την ημέρα του Ευαγγελισμού της από τον άγγελο του Θεού. Μετά δε την Πεντηκοστή, όταν έλαβε και αυτή -όπως και οι λοιποί μαθητές- (για δεύτερη φορά) το Πνεύμα το άγιο, απονέμουμε στη Θεοτόκο αναμαρτησία «σχετική», ότι δηλαδή η χάρη του Θεού τη διατήρησε καθαρή από κάθε αμαρτία, κι αυτό ως στεφάνωμα της μεγάλης αρετής της και του ρόλου που διαδραμάτισε ως Μητέρα του Λυτρωτή, ως προταρχική υπεράξια συνθήκη της εισόδου του Θεού στον κόσμο και προϋπόθεση της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων.
Στο πλέγμα αυτό της σχετικής αναμαρτησίας της Παρθένου πρέπει να ενταχθούν και να ερμηνευτούν όλα τα εγκώμια και οι τίτλοι που της απονέμει η Εκκλησία, η οποία την αποκαλεί «Πανάμωμον, άχραντον, πανάχραντον, Παναγία» κ.τ.ο.
(Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε αρητήματα δογματικά,εκδ. Αποστολική Διακονία 2006 σελ. 123-124)
82. Ήταν αναμάρτητη η Παναγία;
Φυσικά όχι. Αναμάρτητος στην κυριολεξία είναι μόνον ο Θεός που κατοικεί στους ουρανούς, ο πανάγιος Κύριος της δόξης. Ιδέα ή ίχνος αμαρτίας δεν μπορεί να υπάρξει στην πανάσπιλη φύση του. Αν μπορούσε ν’αμαρτήσει, δεν θα ήταν Θεός αληθινός, πανάγαθος, πάνσοφος και παντοδύναμος. Αμαρτία και θεότητα αποτελούν έννοιες αντικρουόμενες. Στη γη δε, αναμάρτητος υπήρξε μόνον ο Κύριος, ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος όχι μόνο δεν αμάρτησε ,αλλ’ ούτε είχε τη δυνατότητα να αμαρτήσει. Αυτό, ως είδαμε, ήταν ακολουθία της μορφώσεως του θεανδρικού προσώπου του. Αν και ελεύθερος ο Χριστός, δεν μπορούσε ωστόσο να πέσει στην αμαρτία, γιατί το θέλημα της ανθρώπινης φύσεώς του, θεωμένο στην υποστατική ένωση, ακολουθούσε σταθερά το θείο του θέλημα. Άλλωστε ο Χριστός δεν είχε θέλημα γνωμικό, δηλαδή θέλημα έξω από το θεανδρικό του μυστήριο (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), που μπορούσε ελεύθερα και αυτοπροαίρετα να αμαρτήσει.
Η Παναγία όμως δεν ήταν αναμάρτητη. Ως γνήσια απόγονος του Αδάμ, είχε στη φύση της τον ρύπο της προγονικής παραβάσεως και τη φθορά της πεσμένης φύσεως. Απ’ αυτά καθαρίστηκε κατά τη στιγμή του Ευαγγελισμού της από τον άγγελο, όταν το Πνεύμα το άγιο επισκίασε τη φωτεινή μήτρα της. Κατόπιν, κατά τη Γραφή, κανείς δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος, έστω και αν μια ημέρα είναι η ζωή του επι της γης.(«Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου; Αλλ’ ουσείς. Εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης») Ελαφρά και συγγνωστά αμαρτήματα είχε η Θεοτόκος ως το σημείο του Ευαγγελισμού της . Μετά όμως τη σύλληψη του Υιού του Θεού από το Πνεύμα το Άγιο, η χάρη του θείου Παρακλήτου την εκαθάρισε τόσο βαθιά και της έδωσε τέτοια δύναμη, ώστε να μην πράττει καμιά αμαρτία. Στη δυναμική αυτή είναι τοποθετημένοι και οι Άγιοι, οι οποίοι με τη σταθερή τους προσήλωση στο αγαθό και με τη βοήθεια πάντοτε της χάριτος του Θεού, φθάνουν στα μέτρα της πνευματικής τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι προς την αμαρτία και το κακό. Σε πλήρες μέτρο αυτό έγινε στους αγαθούς αγγέλους.
Η αναμαρτησία της Θεοτόκου δεν ήταν απόλυτη, αλλά σχετική: το πλήρες σημείο ηθικής τελειώσεως στο οποίο μπορούσε να φθάσει πλάσμα ανθρώπινο. Ήταν το απαστράπτον δοχείο της χάριτος ,το όρος το «τετυρωμένον εν Πνεύματι»(από τον Ακάθιστο Ύμνο), το οποίο έλκυσε την αγάπηση του Πλάστη (Ψάλμ 44,11.12), ώστε να λάβει από τα πάναγνα αίματά της την ανθρώπινη φύση του με την οποία έσωσε τον κόσμο από το θάνατο της αμαρτίας. Στη διάσταση της σχετικής αυτής αναμαρτησίας πρέπει να νοηθούν όλες οι επωνυμίες με τις οποίες διακοσμεί η Εκκλησία το άχραντο πρόσωπο της Θεοτόκου: Άσπιλη, αμόλυντη, άχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.
(Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε αρητήματα συμβολικά,εκδ. Αποστολική Διακονία 2006 σελ. 117-118)