Ο Γερο-Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς «διηγήθηκε:
«Κατά το χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτή την πολύ ευλαβή καλόγρια, η οποία είχε στο σπίτι της την παλαιά εικόνα της Παναγίας από τη Μ. Ασία. Η εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά απ’ τα οποία ήταν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν εστενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφίμων, μία ημέρα της λέω:
- Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα απ’ την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;
Αυτή απάντησε:
- Το μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. Αν ήθελε η Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε.
Μόλις, όμως, είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι απ’ τα τάματα της εικόνας σηκώθηκε μόνο του απ’ την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πως ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε το δύσκολο εκείνο χειμώνα»
(Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση, Αγ Όρος 2011, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ GPS για τον Παράδεισο σελ. 206-207)