ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
-μνημειώδη πρωτοχριστιανικά κείμενα
Αποστολικών Πατέρων-
στα νέα ελληνικά
 
Εισαγωγή: Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαιη. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Πρόκειται για επίσκοπο οικουμενικού κύρους. Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Ο διωγμός συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Οι επιστολές του είναι σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα. (Στυλιανού Παπαδόπουλου Πατρολογία Α σελ. 177-178)
 
Κείμενο σε μετάφραση στη νεοελληνική, εκδόσεις ΕΠΕ
 

ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΛΛΙΑΝΟΥΣ
(γράφτηκε μεταξύ 107 και 117)

Εγώ ο Ιγνάτιος, που λέγομαι και Θεοφόρος, στην αγαπημένη από τον Θεό Πατέρα Ιησού Χριστού αγία Εκκλησία που βρίσκεται στις Τράλλεις της Ασίας, την εκλεκτή και αντάξια του Θεού, που ειρηνεύει σαρκικά και πνευματικά με το πάθος του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η ελπίδα μας ότι θα βρεθούμε μαζί του κατά την ανάσταση, την οποία και ασπάζομαι στο σύνολο της σύμφωνα με το αποστολικό χαρακτήρα, και εύχομαι να έχει μεγάλη χαρά.

I. Γνωρίζω ότι έχετε αψεγάδιαστη διάνοια και αδιάκριτη σε υπομονή, όχι από τη χρησιμοποίηση, αλλά από τη φύση, όπως μου φανέρωσε ο επίσκοπος σας Πολύβιος, ο οποίος ήρθε με θέλημα του Θεού και του Ιησού Χριστού στη Σμύρνη και χάρηκε τόσο πολύ μαζί μου που είμαι δέσμιος για τον Ιησού Χριστό, ώστε στο πρόσωπο αυτού να βλέπω όλο το πλήθος σας. 2. Αφού λοιπόν δέχθηκα την εύνοια του Θεού μέσω αυτού, δόξασα τον Θεό που σας βρήκα να είστε μιμητές του Θεού, όπως έμαθα.

II. Διότι, όταν πειθαρχείτε στον επίσκοπο, σαν να είναι ο Ιησούς Χριστός, μου φαίνεται ότι δεν ζείτε όπως οι άνθρωποι, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, ο οποίος πέθανε για μας, ώστε πιστεύοντας στον θάνατο του, να αποφύγετε τον θάνατο. 2. Διότι, είναι αναγκαίο, όπως και κάνετε, χωρίς την άδεια του επισκόπου να μην κάνετε τίποτε, αλλά να πειθαρχείτε και στο πρεσβυτέριο, σαν να είναι οι απόστολοι του Ιησού Χριστού, της ελπίδας μας, μέσα στον οποίο θα βρεθούμε να ζούμε. 3. Αλλά πρέπει και αυτοί που είναι υπηρέτες των μυστηρίων του Ιησού Χριστού να αρέσουν σε όλους με κάθε τρόπο. Διότι δεν είναι υπηρέτες φαγητών και πιοτών, αλλά υπηρέτες της Εκκλησίας του Θεού. Πρέπει λοιπόν και αυτοί να φυλάγονται από τις παρανομίες, όπως από τη φωτιά.

III. Επίσης όλοι να σέβονται τους διακόνους, σαν τον Ιησού Χριστό, όπως και τον επίσκοπο, που είναι σύμβολο του Πατέρα, και τους πρεσβύτερους, σαν το συνέδριο του Θεού και σύνδεσμο των αποστόλων. Χωρίς αυτούς Εκκλησία δεν υπάρχει.2. Γι΄αυτά είμαι πεπεισμένος ότι σεις έτσι φέρεστε. Διότι το δείγμα της αγάπης σας το έλαβα και το έχω μαζί μου, στο πρόσωπο του επισκόπου σας, του οποίου η έκφραση αποτελεί μεγάλη διδασκαλία, και η πραότητα του δύναμη, τον οποίο σκέπτομαι ότι σέβονται ακόμα και οι άθεοι. 3. Επειδή σας αγαπώ, αποφεύγω, αν και μπορώ, να γράψω γι’ αυτόν περισσότερα· δεν ήταν τέτοια η πρόθεση μου, ώστε, ενώ είμαι αξιοκατάκριτος, να σας διατάζω σαν να είμαι απόστολος.

 

IV. Πιστεύω πολλά με τη θέληση του Θεού, αλλά προσέχω τον εαυτό μου, για να μη χαθώ από καύχηση. Διότι τώρα πρέπει να φοβάμαι περισσότερο και να μην προσηλώνομαι σ’ αυτούς που με κάνουν να υπερηφανεύομαι. Γιατί αυτοί που μου τα λένε με μαστιγώνουν. 2. Βέβαια αγαπώ το μαρτύριο, αλλά δεν γνωρίζω αν είμαι άξιος. Διότι ο ζήλος στους πολλούς δεν φαίνεται, εμένα όμως με πολεμά. Γι’ αυτό έχω ανάγκη πραότητας, με την οποία καταργείται ο άρχοντας του κόσμου αυτού.

V. Μήπως δεν μπορώ να σας περιγράψω τα επουράνια πράγματα; Φοβάμαι όμως μήπως, επειδή είστε ακόμα νήπιοι, σας προκαλέσω βλάβη. Και συγχωρείστε με, αν κάποτε, μη μπορώντας να τα καταλάβετε, μπερδευτείτε. 2. Αλλά και εγώ, επειδή είμαι δέσμιος, δεν σημαίνει ότι μπορώ να κατανοώ τα επουράνια πράγματα και τις τοποθεσίες των αγγέλων και τους σχηματισμούς των αρχόντων, και τα ορατά και τα αόρατα, και γι’ αυτό είμαι ακόμα ταυτόχρονα και μαθητής. Διότι πολλά μας λείπουν, για να μη είμαστε μακριά από τον Θεό.

VI. Σας παρακαλώ λοιπόν, όχι εγώ, αλλά η αγάπη του Ιησού Χριστού, να χρησιμοποιείτε μόνο τη χριστιανική τροφή και να αποφεύγετε τα ξένα βότανα, δηλαδή τους αιρετικούς. 2. οι οποίοι εμπλέκουν στους εαυτούς τους τον Ιησού Χριστό, πιστεύοντας ότι είναι καταξιωμένοι, σαν να δίνουν θανάσιμο δηλητήριο μαζί με μίγμα κρασιού και μελιού, το οποίο παίρνει ευχαρίστως όποιος το αγνοεί, παίρνοντας έτσι με την κακή ηδονή και τον θάνατο.

VII. Να φυλάγεσθε λοιπόν από αυτούς. Και αυτό θα γίνει αν δεν υπερηφανεύεστε και μένετε αχώριστοι από τον Θεό Ιησού Χριστό και από τον επίσκοπο και τις αποστολικές διατάξεις. 2. Εκείνος που βρίσκεται μέσα στο θυσιαστήριο είναι καθαρός, ενώ εκείνος που κάνει κάτι χωρίς την άδεια του επισκόπου και του πρεσβυτερίου και του διακόνου, αυτός δεν έχει καθαρή τη συνείδηση του.

VIII. Δεν τα γράφω αυτά επειδή έμαθα ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο μεταξύ σας, αλλά για να σας προφυλάξω, επειδή μου είστε αγαπητοί, προσβλέποντας τις παγίδες του διαβόλου. Εσείς λοιπόν, αφού αναλάβετε και πάλι την πραότητα, ξανακτίστε τους εαυτούς σας με πίστη, που είναι το σώμα του Κυρίου, και με αγάπη, που είναι το αίμα του Ιησού Χριστού. 2. Κανένας σας να μην έχει τίποτε εναντίον του πλησίον του. Να μην δίνετε αφορμές στους εθνικούς, για να μη βλασφημείται το πλήθος των αφοσιωμένων στον Θεό εξαιτίας λίγων ανόητων. Διότι «αλλοίμονο σε εκείνον εξαιτίας της ματαιότητας του οποίου βλασφημείται το όνομα μου σε κάποιους.»

IX. Γίνετε κουφοί λοιπόν, όταν σας μιλάει κάποιος χωρίς τον Ιησού Χριστό, ο οποίος προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και τη Μαρία, γεννήθηκε αληθινά, έφαγε και ήπιε,, διώχτηκε πραγματικά από τον Πόντιο Πιλάτο, σταυρώθηκε πραγματικά και πέθανε, ενώ έβλεπαν τα επουράνια και τα επίγεια και τα υποχθόνια. 2. Αυτός και αληθινά αναστήθηκε από τους νεκρούς, που τον ανάστησε ο Πατέρας του, και κατά το πρότυπο αυτού θα αναστήσει και εμάς, που πιστεύουμε σε αυτόν, ο Πατέρας με τον Ιησού Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε αληθινά.

X. Εάν όμως, όπως λένε κάποιοι που είναι άθεοι, δηλαδή άπιστοι, αυτός (ο Χριστός) έπαθε φαινομενικά, όντας αυτοί φαινομενικοί, τότε εγώ γιατί είμαι δέσμιος, και γιατί προσεύχομαι να αγωνιστώ με τα θηρία; Επομένως πεθαίνω άδικα, και άρα λέω ψέματα για τον Κύριο.

XI. Αποφύγετε λοιπόν τις κακές παραφυάδες, οι οποίες παράγουν θανατηφόρο καρπό, τον οποίο εάν τον γευθεί κάποιος πεθαίνει αμέσως. Διότι αυτοί «δεν είναι φυτεία του Πατέρα». 2. Γιατί αν ήταν, θα φαίνονταν κλαδιά του σταυρού και θα ήταν ο καρπός τους αθάνατος, αφού μέσω αυτού (του σταυρού) μας προσκαλεί στο πάθος του, εφόσον είμαστε εφ’ όσον είμαστε μέλη του. Δεν μπορεί λοιπόν να γεννηθεί κεφάλι χωρίς μέλη, αφού ο Θεός υπόσχεται την ένωση των μελών με το κεφάλι, που είναι αυτός ο ίδιος.

XII. Σας ασπάζομαι από τη Σμύρνη, μαζί με τις Εκκλησίες του Θεού που είναι εδώ παρούσες, οι εκπρόσωποι των οποίων με ανακούφισαν σε όλα, σωματικά και πνευματικά. 2. Σας παρακαλούν τα δεσμά μου, τα οποία περιφέρω για τον Ιησού Χριστό, και ζητώ να κερδίσω τον Θεό. Να επιμένετε στην ομόνοια σας και να προσεύχεσθε ο ένας για τον άλλο. Διότι πρέπει ο καθένας από σας και ιδιαίτερα οι πρεσβύτεροι να ανακουφίζετε τον επίσκοπο, προς τιμήν του Πατέρα, του Ιησού Χριστού και των αποστόλων. 3. Προσεύχομαι να με ακούσετε με αγάπη, για να μη βρεθώ κατηγορούμενος μεταξύ σας επειδή σας έγραψα. Να προσεύχεσθε όμως και για μένα, ο οποίος έχω ανάγκη την αγάπη σας μαζί με την ευσπλαχνία του Θεού, ώστε να αξιωθώ να πετύχω τον κλήρο που με περιβάλλει, «για να μη βρεθώ ανάξιος».

XIII. Σας ασπάζεται η αγάπη των Σμυρναίων και των Εφεσίων. Να μνημονεύετε στις προσευχές σας την Εκκλησία της Συρίας, από την οποία δεν είμαι άξιος να λέω ότι προέρχομαι, επειδή είμαι ο τελευταίο εκείνων. 2. Να υγιαίνετε ω προς την πίστη του Ιησού Χριστού, και να πειθαρχείτε στον επίσκοπο σύμφωνα με την εντολή, καθώς επίσης και στο πρεσβυτέριο, και οι άνδρες να αγαπάτε ο ένας των άλλο με ακέραιη καρδιά. 3. Εξαγνίζεται το πνεύμα μου για σας, όχι μόνο τώρα, αλλά και όταν θα πετύχω τον Θεό, γιατί ακόμα βρίσκομαι σε κίνδυνο. Όμως είναι αξιόπιστος ο Πατέρας του Ιησού Χριστού, και θα εκπληρώσει την αίτηση τη δική μου και τη δική σας, μπροστά στον οποίο είθε να βρεθείτε άμεμπτοι.


(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 103-111, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

   
-μνημειώδη πρωτοχριστιανικά κείμενα
Αποστολικών Πατέρων-
στα νέα ελληνικά
 
Εισαγωγή: Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαιη. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Πρόκειται για επίσκοπο οικουμενικού κύρους. Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Ο διωγμός συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Οι επιστολές του είναι σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα. (Στυλιανού Παπαδόπουλου Πατρολογία Α σελ. 177-178)
 
Κείμενο σε μετάφραση στη νεοελληνική, εκδόσεις ΕΠΕ
 

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
(γράφτηκε μεταξύ 107 και 117)

Εγώ ο Ιγνάτιος, που λέγομαι και Θεοφόρος, στην ευλογημένη με τη χάρη του Θεού Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, στο όνομα του οποίου ασπάζομαι την Εκκλησία που βρίσκεται στη Μαγνησία που είναι κοντά στον Μαίανδρο και της εύχομαι να έχει μεγάλη χαρά ενωμένη με τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό.

I. Γνωρίζοντας την πολύ αρμονική κατά Θεό αγάπη σας, με αγαλλίαση προτίμησα να σας προσφωνήσω με την πίστη του Ιησού Χριστού. 2. Διότι, επειδή αξιώθηκα να έχω όνομα που αρμόζει στον Θεό, με τα δεσμά που περιφέρω, βλέποντας τις Εκκλησίας, εύχομαι σ’ αυτές να είναι ενωμένες με τη σάρκα και το Πνεύμα του Ιησού Χριστού, για να ζούμε αιώνια, και με πίστη και αγάπη, από την οποία τίποτε δεν είναι προτιμότερο, και το κυριότερο, από την αγάπη του Ιησού και του Πατέρα, με τον οποίο ενωμένοι, αφού υπομείνουμε την κάθε ενόχληση του άρχοντα του παρόντος κόσμου και του ξεφύγουμε, θα κερδίσουμε το Θεό.

II. Επειδή λοιπόν αξιώθηκα να σας δω μέσω του αξιόθεου επισκόπου σας Δαμά και των άξιων πρεσβύτερων Βάσσου και Απολλωνίου και του συνδούλου μου διακόνου Ζωτίωνα, τον οποίο εγώ εκτιμώ, επειδή πειθαρχεί στον επίσκοπο, σαν να πειθαρχεί στη χάρη του θεού, και στο πρεσβυτέριο, σαν να πειθαρχεί στον νόμο του Ιησού Χριστού.

III. Αλλά και σεις πρέπει να μην επηρεάζεστε από την ηλικία του επισκόπου, αλλά κατά τη δύναμη του Θεού Πατέρα να του απονέμετε κάθε σεβασμό, όπως έμαθα ότι κάνουν και οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι δεν προσέχουν την νεαρή ηλικία που δείχνει, αλλά σαν φρόνιμοι κατά Θεό τον αποδέχονται, ή καλύτερα όχι αυτόν αλλά τον Πατέρα του Ιησού Χριστού, που είναι ο επίσκοπος όλων. 2. Προς τιμήν λοιπόν εκείνου που μας θέλησε, πρέπει να υπακούετε χωρίς καμία υποκρισία· διότι δεν παραπλανά κανείς τον επίσκοπο αυτόν που βλέπεται, αλλά εξαπατά τον αόρατο.Και αυτό δεν είναι κάτι που αναφέρεται σε άνθρωπο, αλλά στον Θεό που γνωρίζει τα κρυφά.

 

IV. Είναι πρέπον λοιπόν όχι μόνο να ονομάζεστε Χριστιανοί, αλλά και να είσαστε· όπως και μερικοί τον ονομάζουν βέβαια επίσκοπο, αλλά κάνουν τα πάντα χωρίς την άδεια του. Αυτοί όμως δεν μου φαίνονται να είναι ευσυνείδητοι, ακριβώς διότι δεν συναθροίζονται σύμφωνα με την εντολή.

V. Επειδή λοιπόν τα πράγματα έχουν τέλος και βρίσκονται ενώπιον μας και τα δύο μαζί, και ο θάνατος και η ζωή, γι’ αυτό ο καθένας πρόκειται να πάει «στη θέση του». 2. Διότι, όπως υπάρχουν δύο νομίσματα, το ένα του Θεού και το άλλο του κόσμου, και το καθένα έχει απάνω τη δική του εικόνα, έτσι και οι άπιστοι έχουν την εικόνα του κόσμου αυτού, ενώ οι πιστοί με αγάπη έχουν την εικόνα του θεού Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού, και εάν δεν μετάσχουμε μέσω αυτού αυτοπροαίρετα στο πάθος του, δεν θα υπάρχει η ζωή αυτού σε εμάς.

VI. Επειδή λοιπόν στα προαναφερθέντα πρόσωπα σας είδα όλους με πίστη και σας αγάπησα, σας προτρέπω να φροντίζετε να τα κάνετε όλα με ομόνοια Θεού· να προΐσταται δηλαδή ο επίσκοπος συμβολίζοντας τον Θεό και οι πρεσβύτεροι συμβολίζοντας τους αποστόλους και οι διάκονοι, οι ιδιαίτερα αγαπητοί σε μένα, να είναι επιφορτισμένοι με τη διακονία του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν κοντά στον Πατέρα προαιώνια και στο τέλος φανερώθηκε. 2. Αφού λοιπόν όλοι έχετε λάβει τον ίδιο χαρακτήρα του Θεού, να σέβεστε ο ένας τον άλλον, και κανένας να μην βλέπει τον πλησίον του σαρκικά, αλλά να αγαπάτε παντοτινά ο ένας τον άλλον ενωμένοι με τον Χριστό. Να μην υπάρχει τίποτε μεταξύ σας, που θα μπορέσει να σας διχάσει, αλλά ενωθείτε με τον επίσκοπο και του προκαθήμενους, ως υπόδειγμα διδασκαλίας και αθανασίας.

VII. Όπως λοιπόν και ο Κύριος δεν έκανε τίποτα χωρίς τον Πατέρα, αν και ήταν ενωμένος με αυτόν, ούτε από τον εαυτό του ούτε μέσω των αποστόλων, ούτε εσείς να κάνετε τίποτα χωρίς τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους, ούτε να επιχειρήσετε, κάτι που φαίνεται φυσικό, ιδιαίτερα μεταξύ σας, αλλά στη σύναξη. Μια προσευχή, μια δέηση, ένας νους, μια ελπίδα με αγάπη, με την άψογη χαρά, που είναι ο Ιησούς Χριστός, ανώτερο από τον οποίο δεν υπάρχει. 2. Να τρέχετε όλοι σαν σε ένα ναό στο Θεό, και σαν σε θυσιαστήριο στον ένα Ιησού Χριστό, ο οποίος προήλθε από ένα Πατέρα και βρίσκεται και χώρεσε σε ένα.

VIII. Να μην παρασύρεσθε από τις αιρέσεις ούτε από τα αρχαία μυθεύματα, που είναι ανώφελα. Διότι, εάν μέχρι τώρα ζούμε κατά τρόπο ιουδαϊκό, ομολογούμε ότι δεν ελάβαμε χάρη. 2. Διότι οι θεϊκότατοι προφήτες έζησαν σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και διώχτηκαν, εμπνεόμενοι από την χάρη του, για να πληροφορηθούν όσοι δεν πειθαρχούσαν, ότι ένας θεός υπάρχει, ο οποίος φανέρωσε τον εαυτό του μέσω του Ιησού Χριστού του Υιού του, που είναι ο Λόγος του, ο οποίος προήλθε από τη σιγή και ευαρέστησε σε όλα εκείνον που τον έστειλε.

IX. Εφ’ όσον λοιπόν εκείνοι που ανατράφηκαν με τα παλιά πράγματα, προσήλθαν στη καινούργια ελπίδα, και δεν τηρούν το Σάββατο πια αλλά ζουν σύμφωνα με την Κυριακή, κατά την οποία ανέτειλε και η ζωή μας μέσω αυτού και του θανάτου του. 2. – πράγμα που κάποιοι το αρνούνται· με το μυστήριο αυτό λάβαμε την πίστη και γι αυτό υπομένουμε, για να γίνουμε μαθητές του Ιησού Χριστού, του μοναδικού δασκάλου μας-, πως θα μπορέσουμε εμείς να ζήσουμε χωρίς αυτόν, 3. τον οποίο και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς.

X. Ας μην δείχνουμε λοιπόν αναισθησία απέναντι στην καλοσύνη του. Διότι, αν μας μιμηθεί σ’ αυτά που κάνουμε, δεν θα υπάρχουμε πια. Γι’ αυτό αφού γίναμε μαθητές του, ας μάθουμε να ζούμε κατά τρόπο χριστιανικό. Διότι, όποιος επικαλείται άλλο όνομα πέρα από αυτόν, δεν ανήκει στο Θεό. 2. Παρατήσατε λοιπόν την κακή ζύμη, η οποία πάλιωσε και ξίνισε, και μεταβληθείτε σε νέα ζύμη που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αλατισθείτε με αυτόν, για να μην σαπίσει κανένας μεταξύ σας, γιατί από την μυρωδιά θα κριθείτε. 3. Είναι άτοπο, να μιλάτε για τον Ιησού Χριστό και να ιουδαΐζετε. Διότι δεν πίστεψε ο Χριστιανισμός στον Ιουδαϊσμό, αλλά ο Ιουδαϊσμός στον Χριστιανισμό, στον οποίο, αφού πίστεψαν όλες οι γλώσσες, συγκεντρώθηκαν στο Θεό.

XI. Αυτά όμως τα γράφω, αγαπητοί μου, όχι επειδή έμαθα ότι κάποιοι από σας βρίσκονται στην κατάσταση αυτή, αλλά σαν μικρότερος σας θέλω να σας προφυλάξω να μην πέσετε στα άγκιστρα της ματαιοδοξίας, αλλά να πληροφορηθείτε για την γέννηση και το πάθος και την ανάσταση, που έγινε κατά την εποχή της ηγεμονίας του Ποντίου Πιλάτου· ότι έγιναν πραγματικά και οπωσδήποτε από τον Ιησού Χριστό, την ελπίδα μας, από την οποία να μην συμβεί να εκτραπεί κανένας από σας.

XII. Θα ήθελα να σας είμαι ωφέλιμος για πάντα, αν βέβαια είμαι άξιος. Γιατί, αν και είμαι δέσμιος, δεν είμαι σαν ένα από σας τους λυτούς. Γνωρίζω ότι δεν υπερηφανεύεστε· διότι έχετε μέσα σας τον Χριστό· και μάλλον, όταν σας επαινώ, ξέρω ότι ντρέπεστε, όπως έχει γραφτεί, ότι «ο δίκαιος είναι κατήγορος του εαυτού του».

XIII. Να φροντίζετε λοιπόν να πεισθείτε απόλυτα για τα δόγματα του Κυρίου και των αποστόλων, για να «ευοδωθούν όλα όσα κάνετε», σαρκικά και πνευματικά, με πίστη και αγάπη, ενωμένοι με τον Υιό και τον Πατέρα και τον Πνεύμα, στην αρχή και στο τέλος, μαζί με τον πολύ αξιοπρεπή επίσκοπο σας και το αξιόπλοκο πνευματικό στεφάνι του πρεσβυτερίου σας και των κατά Θεό διακόνων. 2. Πειθαρχήσετε στον επίσκοπο και μεταξύ σας, όπως πειθάρχησε ο Χριστός στον Πατέρα, και οι απόστολοι στον Χριστό και στον Πατέρα και στο Πνεύμα, για να υπάρξει ένωση σαρκική και πνευματική.

XIV. Γνωρίζοντας ότι είσαστε γεμάτοι από το Θεό, σας απεύθυνα μερικές σύντομες νουθεσίες. Να με μνημονεύετε στις προσευχές σας, για να κερδίσω το Θεό, και την Εκκλησία της Συρίας – από όπου δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι· διότι έχω μεγάλη ανάγκη της ενωμένης με το Θεό προσευχής και αγάπης σας-, για να αξιωθεί, μέσω της δικής σας Εκκλησίας, να δροσισθεί η Εκκλησία της Συρίας.

XV. Σας ασπάζονται οι Εφέσιοι από τη Σμύρνη, από όπου σας γράφω, που είναι εδώ για τη δόξα του Θεού, όπως και σεις, οι οποίοι μου έδωσαν ανάπαυση καθ όλα μαζί με τον επίσκοπο των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Σας ασπάζονται επίσης και οι υπόλοιπες Εκκλησίες που τιμούν τον Ιησού Χριστό.

Να υγιαίνετε με ομόνοια κατά Θεό, έχοντας το πνεύμα που δεν κάνει διακρίσεις, και που είναι ο Ιησούς Χριστός.


(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 93-101, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

   
-μνημειώδη πρωτοχριστιανικά κείμενα
Αποστολικών Πατέρων-
στα νέα ελληνικά
 
Εισαγωγή: Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαιη. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Πρόκειται για επίσκοπο οικουμενικού κύρους. Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Ο διωγμός συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Οι επιστολές του είναι σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα. (Στυλιανού Παπαδόπουλου Πατρολογία Α σελ. 177-178)
 
Κείμενο σε μετάφραση στη νεοελληνική, εκδόσεις ΕΠΕ
 
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ

(Γράφτηκε μεταξύ 107 & 117μ.Χ.)

Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, στην ευλογημένη για το μέγεθος του πληρώματος της από τον Θεό Πατέρα, την προορισμένη προαιώνια να βρίσκεται για πάντα σε δόξα μόνιμη, αμετάβλητη, ενωμένη, και εκλεγμένη με το αληθινό πάθος και το θέλημα του Πατέρα και του Ιησού Χριστού του Θεού μας, στην Εκκλησία την αξιομακάριστη, που βρίσκεται στην Έφεσο της Ασίας, είθε να δοκιμάζει πάρα πολύ μεγάλη χαρά ενωμένη με τον Ιησού Χριστό.

I. Δέχθηκα με το θέλημα του Θεού το πολυαγάπητο όνομα σου, το οποίο έχετε με δίκαιη φύση, σύμφωνα με την πίστη και αγάπη του Ιησού Χριστού, του Σωτήρα μας, και όντας μιμητές του Θεού, ολοκληρώσατε τελείως το συγγενικό έργο αναζωογονώντας το με το αίμα του Θεού. 2. Διότι, επειδή ακούσατε ότι έρχομαι δέσμιος από τη Συρία, για χάρη του κοινού μας ονόματος και της ελπίδας, ελπίζοντας ότι με την προσευχή σας θα φτάσω στη Ρώμη να αγωνιστώ με τα θηρία, για να μπορέσω να γίνω μαθητής, τρέξατε να με δείτε. 3. Επειδή λοιπόν απόλαυσα το μεγάλο πλήθος σας στο όνομα του Θεού, χάρη στην απερίγραπτη αγάπη του Ονήσιμου, που είναι κατά σάρκα επίσκοπος σας, και τον οποίο εύχομαι να αγαπάτε όπως θέλει ο Χριστός, και όλοι σας να τον μοιάσετε. Διότι είναι δοξασμένος εκείνος που σας έκανε τη χάρη, επειδή είσαστε άξιοι, να έχετε τέτοιον επίσκοπο.   

II. Επίσης για τον συνδούλο μου Βούρρο, ο οποίος είναι διάκονος σας κατά Θεόν και ευλογημένος σε όλα, εύχομαι να μείνει σταθερός για να τιμά και σας και τον επίσκοπο. Αλλά και ο Κρόκος, ο αντάξιος του Θεού και δικό σας, τον οποίο απόλαυσα, υπόδειγμα της δικής σας αγάπης, με ξεκούρασε σε όλα, ώστε και αυτόν να τον ανακουφίσει ο Πατέρας του Ιησού Χριστού, μαζί με τον Ονήσιμο και τον Βούρρο και τον Εύπλο και τον Φρόντωνα, μέσω των οποίων είδα όλους εσάς με αγάπη. 2. Πολύ θα ήθελα να σας φανώ ωφέλιμος, εάν φυσικά είμαι άξιος. Είναι πρέπον λοιπόν να δοξάζουμε με κάθε τρόπο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος σας δόξασε, ώστε, οργανωμένοι σε μια υποταγή και πειθαρχώντας στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο, να είστε αγιασμένοι σε όλα.

III. Δεν σας διατάζω σαν να είμαι κάποιος. Γιατί, αν και είμαι δέσμιος στο όνομα του, δεν έχω ακόμα ολοκληρωθεί στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Διότι τώρα αρχίζω να γίνομαι μαθητής και σας προσφωνώ, σαν συμμαθητές μου, διότι έπρεπε εγώ να επιχρισθώ από σας με πίστη, νουθεσία, υπομονή και μακροθυμία.  2. Αλλά επειδή η αγάπη δεν με αφήνει να σιωπήσω για σας, γι αυτό προτίμησα να σας παρακαλέσω να συμβαδίσετε με τη γνώμη του Θεού. Διότι και ο Ιησούς Χριστός, η αδιάσπαστη ζωή μας, η γνώμη του Πατέρα, όπως και οι επίσκοποι, που έχουν ορισθεί στα πέρατα της γης, ακολουθούν την γνώμη του Ιησού Χριστού.

IV. Γι’ αυτό πρέπει να συμπορεύεστε με τη γνώμη του επισκόπου, πράγμα που και κάνετε. Διότι το αξιόλογο πρεσβυτέριο σας, το αντάξιο του Θεού, είναι κατά τέτοιο τρόπο αφοσιωμένο στον επίσκοπο, όπως οι χορδές στην κιθάρα. Γι’ αυτό με την ομόνοια σας και τη ομόφωνη αγάπη υμνείται ο Ιησούς Χριστός. 2. Και οι επί μέρους άνδρες όμως να συναθροίζεσθε, ώστε από συμφώνου και με ομόνοια, έχοντας δεχθεί τον χαρακτήρα του Θεού, να υμνείτε ενωμένοι με μια φωνή, δια του Ιησού Χριστού, τον Πατέρα, για να σας ακούσει και να σας γνωρίσει, μέσω αυτών που κάνετε, όντας μέλη του Υιού του. Είναι λοιπόν χρήσιμο να βρίσκεσθε σε άψογη ενότητα, για να είστε και πάντοτε μέτοχοι του Θεού.

V. Διότι, εάν εγώ σε τόσο σύντομο χρόνο απέκτησα τόση οικειότητα με τον επίσκοπο σας, όχι ανθρώπινη, αλλά πνευματική, πόσο περισσότερο μακαρίζω εσάς που είστε στενά μαζί του συνδεδεμένοι, όπως η Εκκλησία με τον Ιησού Χριστό, και όπως ο Ιησούς Χριστός με τον Πατέρα, ώστε όλα να είναι σύμφωνα με ενότητα. 2. Κανένας να μην πλανάται· εάν κανένας δεν βρίσκεται μέσα στο θυσιαστήριο, στερείται τον άρτο του Θεού. Διότι, εάν η προσευχή ενός και δύο έχει τόσο μεγάλη δύναμη, πόσο μάλλον η προσευχή του επισκόπου και ολόκληρης της Εκκλησίας. 3. Εκείνος λοιπόν που δεν έρχεται στη συνάθροιση, αυτός έχει ήδη υπερηφάνεια και ξεχωρίζει τον εαυτό του. Διότι είναι γραμμένο· «ο Θεός αντιστέκεται στους υπερήφανους», ας φροντίσουμε λοιπόν να μη αντιστεκόμαστε στον επίσκοπο, για να είμαστε υποταγμένοι στον Θεό.

VI. Και όσο βλέπει κανείς τον επίσκοπο να σιωπά, να τον φοβάται περισσότερο· διότι αυτόν που στέλνει ο οικοδεσπότης ως οικονόμο του, πρέπει να τον δεχόμαστε, όπως και Εκείνον που τον έστειλε. Τον επίσκοπο λοιπόν είναι φανερό ότι πρέπει να τον βλέπουμε σαν τον ίδιο τον Κύριο. 2. Ο ίδιος λοιπόν ο Ονήσιμος, επαινεί με το παραπάνω την πειθαρχία σας στον Θεό, ότι όλοι ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και ότι μεταξύ σας δεν υπάρχει καμία αίρεση. Αλλ’ ούτε και ακούτε κανέναν πια, αφού ο Ιησούς Χριστός μιλάει αληθινά.

VII. Διότι μερικοί συνηθίζουν να περιφέρουν το όνομα με πονηρό δόλο, ενώ κάνουν μερικά πράγματα που είναι ανάξια του Θεού. Αυτούς εσείς πρέπει να τους αποφεύγετε, διότι είναι σκυλιά λυσσασμένα, που δαγκάνουν κρυφά, και πρέπει να προφυλάγεστε από αυτούς, γιατί είναι δύσκολο να θεραπευθούν. 2. Ένας γιατρός υπάρχει σαρκικός και πνευματικός, γεννημένος και αγέννητος, ο οποίος έγινε Θεός σαρκωμένος, ζωή αληθινή που θανατώθηκε, και από την Μαρία και από τον Θεό, πρώτα παθητός και συγχρόνως απαθής, ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος μας.

VIII. Να μη σας εξαπατά λοιπόν κανένας, όπως και δεν εξαπατάσθε, όντας όλοι του Θεού. Διότι, όταν δεν βρίσκει έρεισμα καμία έριδα μεταξύ σας, η οποία μπορεί να σας βασανίσει, τότε ζείτε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Είμαι σκουπίδι σας και εξαγνίζομαι για την ξακουστή στους αιώνες Εκκλησία των Εφεσίων. 2. οι σαρκικοί δεν μπορούν να κάνουν τα πνευματικά, ούτε οι πνευματικοί τα σαρκικά, όπως ούτε η πίστης έργα απιστίας, ούτε η απιστία τα έργα της πίστεως. Αυτά όμως που κάνετε εσείς, αυτά είναι πνευματικά· διότι τα κάνετε όλα με το θέλημα του Ιησού Χριστού.

IX. Έμαθα όμως ότι πέρασαν ορισμένοι από εκεί, που δίδασκαν διδασκαλία κακή, τους οποίους δεν αφήσατε να σπείρουν σε σας, κλείνοντας τα αυτιά, για να μη δεχθείτε αυτά που σπέρνονται από αυτούς, επειδή είσαστε πέτρες του ναού του Πατέρα, ετοιμασμένοι για την οικοδομή του θεού Πατέρα, που κατευθύνεστε στα ύψη με τη μηχανή του Ιησού Χριστού, που είναι ο σταυρός, χρησιμοποιώντας για σχοινί το Άγιο Πνεύμα. Η πίστη σας πάλι είναι εκείνη που σας ανεβάζει προς τα άνω, και η αγάπη είναι ο δρόμος που σας οδηγεί στο Θεό. 2. Και όλοι είσαστε συνοδοί, που φέρετε μέσα σας τον θεό και τον ναό, τον Χριστό και τους αγίους, στολισμένοι σε όλα με τις εντολές του Ιησού Χριστού, για τους οποίους χαίρομαι, επειδή αξιώθηκα, μ’ αυτά που γράφω, να μιλήσω μαζί σας και να χαρώ, διότι σ’ όλη σας τη ζωή δεν αγαπάτε τίποτε άλλο, παρά μόνο το Θεό.

X. Αλλά να προσεύχεσθε αδιάκοπα και για τους άλλους ανθρώπους. Διότι υπάρχει σ’ αυτούς ελπίδα μετανοίας, για να κερδίσουν τον Θεό. Επιτρέψετε λοιπόν σ’ αυτούς να μαθητεύσουν σε εσάς έστω και με τα έργα τους αυτά. 2. Στις οργές τους να είσαστε πράοι, στις καυχησιολογίες τους εσείς να είσαστε ταπεινοί, στις βλασφημίες τους εσείς να αντιτάσσετε τις προσευχές, στην πλάνη τους εσείς να μένετε σταθεροί στην πίστη, στην αγριότητα τους εσείς να είστε ήρεμοι, χωρίς να σπεύδετε να τους μιμηθείτε. 3. Ας γίνουμε αδελφοί τους με την επιείκεια και να προσπαθούμε να είμαστε μιμητές του Κυρίου – ποιος αδικήθηκε περισσότερο από εκείνον, ποιος στερήθηκε, ποιος προδόθηκε-, για να μη βρεθεί μέσα σας ζιζάνιο του διαβόλου, αλλά να μένετε σαρκικά και πνευματικά ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό με κάθε αγνεία και σωφροσύνη.

XI. Οι καιροί είναι έσχατοι· ας ντραπούμε λοιπόν, ας φοβηθούμε τη μακροθυμία του Θεού, για να μη αποβεί σε καταδίκη μας. Διότι ή θα φοβηθούμε τη μελλοντική οργή, ή θα αγαπήσουμε την παρούσα χάρη· ένα από τα δύο· αρκεί μόνο να βρεθούμε με τον Ιησού Χριστό, για να ζήσουμε αληθινά. 2. Χωρίς αυτόν τίποτε να μη θεωρείτε σε σας πρέπον, για τον οποίο περιφέρω τα δεσμά, τα πνευματικά μαργαριτάρια, με τα οποία μακάρι να αναστηθώ με την προσευχή σας, στην οποία εύχομαι να μετέχω πάντοτε, για να βρεθώ σ’ ένα κλήρο των Εφεσίων Χριστιανών, οι οποίοι ήταν πάντοτε μαζί με τους αποστόλους, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού.

XII. Γνωρίζω ποιος είμαι και σε ποιους γράφω. Εγώ είμαι αξιοκατάκριτος, εσείς ελεημένοι· εγώ βρίσκομαι σε κίνδυνο, εσείς είστε στηριγμένοι. 2. είστε είσοδος αυτών που θυσιάζονται για τον Θεό, έχετε μυηθεί μαζί με τον Παύλο, τον αγιασμένο, τον επιβεβαιωμένο, τον αξιομακάριστο, στα ίχνη του οποίου μακάρι να βρεθώ, όταν θα κερδίσω τον Θεό, ο οποίος σας μνημονεύει σε κάθε επιστολή του στο όνομα του Ιησού Χριστού.

XIII. Φροντίστε λοιπόν να συναθροίζεστε συχνότερα για να ευχαριστείτε και να δοξάζετε τον Θεό. Διότι, όταν συγκεντρώνεστε μαζί συχνά, καταργούνται οι δυνάμεις του σατανά και διαλύεται ο όλεθρος του με την ομόνοια της πίστεως σας. 2. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από την ειρήνη, με την οποία καταργείται κάθε πόλεμος επουράνιων και επιγείων.

XIV. Από αυτά τίποτε δεν σας διαφεύγει, εάν έχετε απόλυτη στον Ιησού Χριστό πίστη και αγάπη, που είναι η αρχή και το τέλος της ζωής· αρχή η πίστη και τέλος η αγάπη. Τα δύο δε μαζί, όταν ενώνονται, είναι ο Θεός· ενώ όλα τα άλλα έχουν σαν συνέπεια την καλοκαγαθία. 2. Κανένας δεν αμαρτάνει όταν έχει πίστη, ούτε όταν έχει αγάπη μισεί. « Το δέντρο γίνεται φανερό από τον καρπό του» έτσι αυτοί που βεβαιώνουν ότι ανήκουν στον Χριστό, θα φανούν από τα έργα τους. Γιατί τώρα δεν είναι ζήτημα διαβεβαιώσεως το έργο, αλλά εάν κανείς θα βρεθεί με δυνατή πίστη μέχρι το τέλος.

XV. Είναι καλύτερα να μη μιλάει κανείς και να είναι, παρά να μιλάει και να μη είναι. Είναι καλή η διδασκαλία, όταν αυτός που διδάσκει τα εφαρμόζει. Ένας λοιπόν είναι ο δάσκαλος, ο οποίος «είπε και έγινε», και εκείνα που έκανε χωρίς να μιλάει, είναι έργα αντάξια του Πατέρα του. 2. Αυτός που έχει πραγματικά λόγο του Ιησού, μπορεί να ακούει και την ησυχία του, για να είναι τέλειος, ώστε ανάλογα με αυτά που λέει να πράττει, και με όσα σιωπά να αναγνωρίζεται. 3. Τίποτα δεν διαφεύγει την προσοχή του Κυρίου, αλλά και οι κρυφές μας σκέψεις είναι κοντά του. Ας κάνουμε λοιπόν τα πάντα, σαν να κατοικεί αυτός μέσα μας, για να γίνουμε οι ναοί του, και αυτός να είναι ο Θεός μας μέσα μας, πράγμα το οποίο και είναι κα θα φανεί μπροστά μας, από αυτά που κάνουμε αγαπώντας αυτόν δίκαια.

XVI. Μη πλανάσθε, αδερφοί μου. Αυτοί που καταστρέφουν σπίτια, «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού». 2. εφόσον λοιπόν πεθαίνουν εκείνοι που τα κάνουν αυτά σαρκικά, πόσο μάλλον όταν κανείς καταστρέφει με ην κακή διδασκαλία την πίστη του Θεού, για την οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός; Αυτός, που έγινε βρωμερός, θα οδηγηθεί στη φωτιά που δε σβήνει, όπως το ίδιο και εκείνος που τον ακούει.  

XVII. Γι’ αυτό ο Κύριος δέχθηκε μύρο στο κεφάλι του, για να αναδίδει στην Εκκλησία αφθαρσία. Μην αλείφεσθε με τη δυσωδία της διδασκαλίας του άρχοντα του αιώνα αυτού, για να μη σας αιχμαλωτίσει από τώρα να ζείτε. 2. Γιατί όμως δεν γινόμαστε όλοι φρόνιμοι, αφού αποκτήσαμε τη γνώση του Θεού, που είναι ο Ιησούς Χριστός; Γιατί να χανόμαστε ανόητα, αγνοώντας το χάρισμα που μας έστειλε αληθινά ο Κύριος;

XVIII. Είναι ασήμαντο το δικό μου πνεύμα του σταυρού, πράγμα που είναι σκάνδαλο για εκείνους που απιστούν, ενώ για μας είναι σωτηρία και αιώνια ζωή. «Που  ο σοφός, που ο έμπειρος συζητητής», που η καύχηση εκείνων που ονομάζονται συνετοί; 2. Διότι ο Θεός μας Ιησούς Χριστός κυοφορήθηκε από τη Μαρία κατ’ οικονομία Θεού, προερχόμενος από τη γενιά βέβαια του Δαβίδ, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος γεννήθηκε και βαπτίσθηκε, για να καθαρίσει με το πάθος του το νερό.

XIX. Και διέφυγε την προσοχή του άρχοντα του παρόντος κόσμου η παρθενία της Μαρίας και ο τοκετός της, καθώς και ο θάνατος του Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγαλέα, που έγιναν με ησυχία Θεού. 2. Πώς λοιπόν φανερώθηκαν στους αιώνες; Άστρο έλαμψε στον ουρανό περισσότερο από όλα τα άλλα άστρα, και το φως του ήταν απερίγραπτο, και το πρωτοφανές αυτό άστρο προκαλούσε ζωηρή εντύπωση. Και όλα τα άλλα άστρα μαζί με τον ήλιο και τη σελήνη σχημάτισαν χορό γύρω από το άστρο αυτό, ενώ το φως αυτού ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Και προκλήθηκε ταραχή, για το που οφειλόταν το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο, που ήταν ανόμοιο μ’ αυτά. 3. Έτσι διαλύθηκε κάθε μαγεία και εξαφανίστηκαν όλα τα δεσμά της κακίας. Η άγνοια καταργήθηκε, καταστράφηκε η παλιά βασιλεία, καθώς ο Θεός εμφανιζόταν με ανθρώπινη μορφή, για να φέρει την καινοτομία της αιώνιας ζωής, που άρχιζε από αυτό που ήταν τελειωμένο κοντά στον Θεό, από όπου ξεκινούσαν τα πάντα, επειδή σχεδιαζόταν η κατάργηση του θανάτου.

XX. Εάν με αξιώσει ο Ιησούς Χριστός με την προσευχή σας, και είναι θέλημα του, στο δεύτερο βιβλιαράκι που θα σας γράψω θα σας φανερώσω, πως άρχισα να στρέφομαι προς τον καινούργιο άνθρωπο Ιησού Χριστόν, στην πίστη του και στην αγάπη του, στο πάθος και την ανάσταση του, και μάλιστα εάν ο Κύριος μου αποκαλύψει κάτι. 2. Οι άνδρες όλοι να συναθρόιζεσθε από κοινού με τη χάρη του ονόματος και με μια πίστη στον Ιησού Χριστό, ο οποίος σαρκικά προέρχεται από τη γενιά του Δαβίδ, και είναι υιός του ανθρώπου και Υιός Θεού, για να υπακούετε στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο με απερίσπαστο το νου σας, προσφέροντας έναν άρτο, που είναι φάρμακο αθανασίας, αντίδοτο για να μη πεθάνετε, αλλά να ζείτε με τον Χριστό για πάντα.

XXI. Εγώ προσφέρομαι αντί για σας και γι’ αυτά που στείλατε προς τιμήν του Θεού στη Σμύρνη, απ’ όπου σας γράφω, ευχαριστώντας τον Κύριο, αγαπώντας τον Πολύκαρπο, όπως και σας. Να με μνημονεύετε, όπως και ο Ιησούς Χριστός εσάς. 2. Να προσεύχεσθε για την Εκκλησία, στης Συρίας, από όπου δεμένος οδηγούμαι στη Ρώμη, αν και είμαι ο τελευταίος από τους εκεί πιστούς, όπως αξιώθηκα να βρεθώ προς τιμήν του Θεού.

Υγιαίνετε με τη χάρη του Θεού Πατέρα και του Ιησού Χριστού, που είναι η ελπίδα όλων μας.     

(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 77-91, οι υπογραμμίσεις δικές μας)         

ΠΙΣΤΗ

Στο δρόμο που το σώμα μου βαδίζει,

μια σκέψη το μυαλό μου βασανίζει.

Η αμφιβολία που το Είναι μου αγγίζει

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Του Ιούδα έμαθα πως ήτανε τριάντα

Σφιχτή θηλιά όμως τον έπνιξε για πάντα

Μια πίστη κρεμασμένη από ιμάντα

Εικόνας τραγικής, λεζάντα.

Του Άννα, η ύβρις κι η απληστία

Μιας πίστης λύκου με προβάτου ενδυμασία

Το είδωλο της επαινεί μ’ αλαζονεία

Ντυμένη με ιερή και φαύλη υποκρισία.

Του νεανίσκου που ερωτά, τι αγαθόν ποιήσει

Τον πλούτο και τα κτήματα πως δύναται ν’ αφήσει

Μια πίστη που στον ουρανό είναι αδυνάτου φύση

Πως σκέφτηκες φιλάργυρε εκεί να σ’ οδηγήσει;

Του εκ δεξιών Σου στο Σταυρό το δάκρυ που κυλάει

Μια πίστη μέσα σε λυγμούς, συγχώρεση ζητάει

Η ευσπλαχνία ενός Θεού που ξέρει ν’ αγαπάει

Και θέση στον Παράδεισο για το ληστή φυλάει.

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Η λόγχη που Σε κέντησε τώρα κι εμένα αγγίζει

Ο θάνατος κι ας πέθανε ακόμα με βασανίζει

Μα έχω πνεύμα αθάνατο και προς Εσέ βαδίζει.

 

Βαγγέλης Γεροντάκης

Μεγάλου Βασιλείου, επιστολή 93 προς την πατρίκιαν Καισαρίαν περί Κοινωνίας

(γράφτηκε γύρω στο 372 μ.Χ.. Είναι πολύ ενδιαφέρον το αντικείμενο της επιστολής, η οποία προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την σχετική με τη θεία μετάληψη πράξη της εποχής εκείνης)

Κείμενο:

«Βεβαίως και το να κοινωνεί κανείς και να μεταλαμβάνει του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού καθημερινά είναι καλό και επωφελές, διότι αυτός ο ίδιος λέει σαφώς, «αυτός που τρώει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια» (Ιω.6,54). Ποιός λοιπόν αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά να ζει πολλαπλά;

Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά επίσης και σε άλλες μέρες, όταν υπάρχει μνήμη κάποιου Αγίου.

Το ότι δε κατά τους καιρούς του διωγμού αναγκάζεται κάποιος, εν απουσία ιερέως ή λειτουργού (=διακόνου), να λαμβάνει με τα δικά του χέρια την κοινωνία, είναι περιττό να αποδείξω ότι δεν είναι καθόλου αξιόμεμπτο, αφού άλλωστε την πρακτική αυτή έχει κατοχυρώσει μακρά συνήθεια από τα ίδια τα πράγματα.

Πράγματι όλοι οι μονάζοντες στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ιερέας, μεταλαμβάνουν μόνοι τους από κοινωνία που διατηρούν στο σπίτι τους. Στην Αλεξάνδρεια επίσης και όλη την Αίγυπτο και κάθε λαϊκός ακόμη έχει συνήθως κοινωνία στο σπίτι του και μεταλαμβάνει μόνος του οποτεδήποτε θέλει.

Άπαξ τελειώσει και δώσει την θυσία ο ιερέας, αυτός που την λαμβάνει ως σύνολο, μεταλαμβάνοντας από αυτήν καθημερινά, οφείλει να πιστεύει ότι μεταλαμβάνει και δέχεται αυτήν από αυτόν που την έδωσε.
Άλλωστε και στην εκκλησία ο ιερέας επιδίδει την μερίδα και αυτός που την δέχεται, την κρατά με όλη την εξουσία και έτσι την φέρνει στο στόμα με το χέρι του. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ ουσίαν, είτε μία μερίδα δεχτεί κανείς από τον ιερέα είτε πολλές μερίδες μαζί*»
 

* πρόκειται περί των προηγιασμένων δώρων, τα οποία εκείνη την εποχή σε πολλά μέρη μπορούσαν όλοι να διατηρήσουν κατ οίκον. Προφανώς κάθε μερίδα συνίστατο σε άρτο εμποτισμένο σε οίνο. Ο καθένας μπορούσε να καταναλώσει τμήμα της μερίδας και να διατηρήσει το υπόλοιπο.

(έκδοση ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ τομ. 3 Μ. Βασιλείου σελ. 503 και τα σχόλια του Παν. Χρήστου)

(αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία B. Στεφανίδη)

Η θεία ευχαριστία,η οποία προηγουμένως ετελείτο την εσπέραν της Κυριακής μετά των κοινών εστιάσεων, εχωρίσθη αυτών και μετετέθη είς την πρωίαν της ιδίας ημέρας, συνδεθείσαν μετά της πρωινής θείας λατρείας. Τούτο προήλθεν εκ των επομένων τριών αιτιών.

Κατά τας κοινάς εστιάσεις ενωρίς είχον εισχωρήσει άτοπα. «’Έκαστος το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν και ός μέν πεινά,ός δε μεθύει».(Α΄ πρός Κορινθίους,11,21).Τα άτοπα ταύτα επολεμήθησαν μέν υπό του Αποστόλου Παύλου, αλλ΄ ίσως δεν εξέλιπον, ή ανεφάνησαν πάλιν. Σχετικήν μαρτυρίαν δεν έχομεν.

Έπειτα η αύξησις των χριστιανών εκάστης κοινόνητος επέφερε κατάτμησιν των κοινών εστιάσεων εις πολλάς τοιαύτας εν διαφόροις οικήμασιν,εθεωρήθη δε καλόν να επέλθη αντίδρασις κατά της αναλόγου κατατμήσεως της τελέσεως της θείας ευχαριστίας. Η αντίδρασις παρουσιάσθη ήδη εν τη Α΄ επιστολή του Ρώμης Κλήμεντος και εν ταίς επιστολαίς του Ιγνατίου, εξηκολούθησε δέ και μετά ταύτα, καταλήξασα είς την μετάθεσιν. Η μετάθεσις της θείας ευχαριστίας είς την πρωίαν της Κυριακής δεν έσωσεν αυτήν της κατατμήσεως (Μαρτύριον Ιουστίνου,περί το 166,κεφ. III. 58 κανών Λαοδικείας,μέσα δ΄ εκ/ρίδος.

Τελευταίον αίτιον της μεταθέσεως η κατ΄ απομίμησιν της εβραϊκής συναγωγής προηγηθείσα μετάθεσις της προσευχής και του κηρύγματος από της εσπέρας είς την πρωίαν της Κυριακής είλξε και την θείαν ευχαριστίαν.

Η θεία ευχαριστία κεχωρισμένη των κοινών εστιάσεων απαντά παρ΄ Ιουστίνω (περί το 150) και Κλήμεντι τω Αλεξανδρεί (150-200).

Μετά τήν απόσπασιν της θείας ευχαριστίας, η κοινή εστίαση διετήρησεν ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, ήτοι κλάσιν άρτου και ευλογίαν ποτηρίου, χωρίς βεβαίως να θεωρώνται ώς θεία ευχαριστία. Η κοινή εστίασις ετελείτο την εσπέρα τής Κυριακής εν τω ναώ ή εν ιδιωτική οικία, προίστατο δέ αυτής ο επίσκοπος ή άλλος τις κληρικός. Ούτος ελάμβανεν είς χείρας ολόκληρον τόν άρτον, έλεγεν επ΄ αυτού ευχήν, έκοπτεν αυτόν και διένεμεν είς τούς συνδαιτυμόνας. Ωνομάζετο «ευλογία».Έκαστος πρό αυτού είχε ποτήριον οίνου, επί του οποίου έκαστος έλεγεν ευχήν. Αμφότεραι αι πράξεις αύται ετελούντο αλλού μέν πρό του δείπνου, αλλά δέ μετ΄ αυτό.

Όπως πρό των μέσων της β΄ εκ/ρίδος απεσπάσθη η θεία ευχαριστία και απετέλεσεν ιδιαιτέραν τελετήν, ούτω μετά την ζ΄ εκ/ρίδα απεσπάσθη της κοινής εστιάσεως και το ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, και απετέλεσε επίσης ιδιαίτερη τελετή. Αυτή, διατηρήσασα μέχρι σήμερον τον αρχαϊκό τρόπο της τελέσεως της θειας ευχαριστίας, διετήρησε και το αρχαϊκόν όνομα αυτής, «κλάσις του άρτου» («αρτοκλασία»). Έπαυσεν η διανομή του οίνου, η δέ εν τω ναώ κοινή εστίασης περιορίσθη είς την υφ΄ εκάστου κατανάλωσιν του τεμαχίου του άρτου. Είς την παρατιθεμένην μικράν πλέον ποσότητα του οίνου προσετέθη βραδύτερον παράθεσις αναλόγου ποσότητος ελαίου και σίτου. Ταύτα δέν υπάρχουσιν είς τα αρχαιότερα ευχολόγια (ίδε Ευχολόγιον,εκδ. Goar).

 

O Ιουστίνος περιγράφει τήν τέλεσιν τής πρωινής λατρείας της Κυριακής.

«Τή ηλίου ημέρα πάντων κατά πόλεις η αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται,και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται,μέχρις εγχωρεί.Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν και πρόκλησιν τής των καλών τολυτων μιμήσεως ποιείται.Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και ώς προέφημεν,παυσαμένων ημών της ευχής,άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας,όση δύναμις αυτώ,αναπέμπει,και ο λαός επευφημεί λέγων το αμήν,και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται,και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Απολογία Α΄,67,3-5).

Έν ταίς ιουδαικαίς συναγωγαίς υπήρχε διπλούν ανάγνωσμα,εκ του νόμου και εκ των προφητών, παρά τοίς χριστιανοίς εισήχθη επίσης διπλούν ανάγνωσμα, εκ των προφητών και των «απομνημονευμάτων των αποστόλων», ήτοι των ευαγγελίων (αυτ. 66,3). Κατ΄ αρχάς ώς γενική τάσις υπήρχεν η αύξησις του αριθμού των αναγνωσμάτων. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, ομιλούσαι περί της λειτουργίας κατά τήν χειροτονίαν του επισκόπου, αναφέρουσι πέντε αναγνώσματα, «ανάγνωσιν του Νόμου και των Προφητών,τών τε Επιστολών και των Πράξεων και των Ευαγγελίων» (8,5,11 πρβλ. 2,57,5 και εξής). Αι Αποστολικαί Διαταγαί, εγράφησαν μέν εν Συρία τέλη της δ΄ εκ/ρίδος, περιέχουσιν  όμως αρχαιότερον υλικόν, εν τοίς έξ μέν πρώτοις βιβλίοις πολλαχού .όπου συμπίπτουσι με την Αποστολικήν Διδασκαλίαν, γραφείσαν την γ΄ εκ/ρίδα, εν τοίς επιλοίποις δε βιβλίοις ενιαχού,όπυ υπάρχει άλλη εξωτερική ένδειξις.

Έπειτα εκράτησε τάσις ελαττώσεως των αναγνωσμάτων και των εκ της Καινής Διαθήκης αλλά κυρίως των εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Η λειτουργία της Κωνσταντινουπόλεως, ώς φαίνεται εκ πολλών χωρίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου (προερχομένου εκ Συρίας,τέλη της δ΄ εκ/ρίδος),και η της Ρώμης, ώς φαίνεται εκ τινός χειρογράφου περικοπών (της γερμανικής Βυρτζβούργης), είχον ένα ανάγνωσμα εκ τής Παλαιάς Διαθήκης και δύο εκ της Καινής Διαθήκης. Ταύτα διετηρήθησαν μέχρι της ζ εκ/ρίδος. Αργότερα εγκατελείφθη ολοτελώς το εκ της Παλαιάς Διαθηκης ανάγνωσμα.

Ότε εισήχθη η επ΄ εκκλησίας ανάγνωσις βιβλίων της Αγίας Γραφής, κατ΄ αρχάς εγίνετο κατ΄ ελευθέραν εκλογήν του αναγινώσκοντος, αλλ΄ έπειτα περιορίσθη η ελευθερία, ο καθορισμός τής σχετικής περικοπής εξηρτάτο εκτάκτως ή τακτικώς εκ τής γνώμης του επισκόπου, ήρχισε δέ και η συνήθεια να αναγινώσκωσιν ωρισμένα βιβλία τής Αγίας Γραφής κατά συνέχειαν (ή μία περικοπή συνέχεια της άλλης) και μάλιστα τακτικώς εις ωρισμένας εποχάς του έτους.

Ούτω, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ανεγινώσκετο ή Γένεσις, τήν Μεγάλην Εβδομάδα, ο Ιώβ, την Μεγάλην Πέμπτην ή Μεγ.Παρασκευήν, ο Ιωνάς (Αμβροσίου,Επιστολή πρός Μάρκελλον,20,25.W. Caspari,εν Ηerzog-Hauck,Realencyklopadie,15,135,στίχος 23 κ.εξ), μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και αί Πράξεις τών Αποστόλων.

Οί χριστιανοί ανέπεμπον χριστιανικούς ύμνους, οι οποίοι επολλαπλασιάσθησανκατά την εποχή ταύτην. Έξ αυτής έχομεν την αρχαιοτέραν μαρτυρίαν περί ύμνων, αναφερομένων είς τους μάρτυρας («Cantatur et exitus martyrum»,Τερτυλλιανού,Scorpiace,7).

Eκ διαφόρων πληροφοριών εξάγεται, ότι το εκκλησιαστικόν άσμα ήτο απλούν, μη διαφέρον πολύ του τρόπου,διά του οποίου σήμερον ψαλμωδούνται αί ευχαί (πχ. Αί του ευχελαίου) και τα αναγνώσματα (ο εξάψαλμος, ο απόστολος και το ευαγγέλιον, λεγόμενα υπό των ιερέων),τα οποία τότε απλώς ανεγινώσκοντο.

Απαντώσι δύο είδη «αντιφωνίας».

Κατά το πρώτον είδος, ένας έψαλλεν, οι δε λοιποί (ο χορός ή η κοινότης) έψαλλον τα ακροστίχια ή ακροτελεύτια, ήτοι τας τελευταίας λέξεις. Ο τρόπος ούτος ήτο συνήθης παρά τοίς Ιουδαίοις, εισήχθη δέ και παρά τοίς χριστιανοίς, ονομαζόμενος «υποψάλλειν», «υπηχείν» και «υπακούειν».

Κατά το δεύτερον είδος (την κυρίως «αντιφωνίαν»),ο ψάλτης και ο χορός (ή η κοινότης) ή δύο χοροί, ή τα δύο τμήματα του χορού έψαλλον εναλλάξ. Ο τρόπος ούτος ήτο επίσης γνωστός είς τους Ιουδαίους (Α΄ Παραλειπομένων,6,31 κ.εξ.). Η γνώμη, ότι την αντιφωνίαν ταύτην εισήγαγεν είς τους χριστιανούς ήδη ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (+ περι το 112. Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8,11), δεν είναι ορθή. Δύναται τις ίσως να δεχθή, ότι ο Ιγνάτιος εισήγαγε το «υποψάλλειν». Η αντιφωνία δεν εισήχθη κατά την εποχήν ταύτην. Πουθενά δεν συναντιέται σε χρήση πριν τα μέσα της δ εκ/ρίδος. Οι Αποστολικές Διαταγές, γραφείσαι τέλη της εκ/ρίδος ταύτης, γνωρίζουν μόνο το «υποψάλλειν» (2,57,6 πρβλ. Και 15 κανόνα Λαοδικείας, περί το 360). Κατά τον Μοψουεστίας Θεόδωρον,(+ 428),δύο Αντιοχείς μοναχοί, ο Φλαβιανός (ο μετά ταύτα Αντιοχείας υπό τον οποίον Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε πρεσβύτερος) και ο Διόδωρος (ο μετά ταύτα Ταρσού,διδάσκαλος του Μοψουεστίας και του Χρυσοστόμου), εισήγαγον την αντιφωνίαν εκ της χρησιμοποιούσης την συριακήν γλώσσαν συριακής Εκκλησίας εις την χρησιμοποιούσαν την ελληνικήν γλώσσαν συριακήν Εκκλησίαν (περί το 360.Νικήτα Χωνιάτου,ιβ΄ εκ/ρίδος,Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως,5,30 πρβλ.Θεοδωρήτου,Εκκλ΄.Ιστορίαν,2,24,,8 κ.εξ. Σωζομένου,Εκκλ. Ίστορίαν,3,20,10. Φιλοστοργίου,Εκκλ. Ιστορίαν,3,13).

H αντιφωνία εισήχθη είς την Καισάρειαν υπό του Μεγάλου Βασιλείου (+378,Επιστολή 207,πρός τους κληρικούς της Νεοκαισαρείας, όπου ο γράφων δικαιολογείται και δια τούτο), εις τα Ιεροσόλυμα εισήχθη κατά την ιδίαν εποχήν (Peregrinatio Aetheriae,24,1,γραφείσα περί το 380), εις το Μεδιόλανον (=Μιλάνο) εισήχθη υπό του Αμβροσίου (περί το 380. Αυγουστίνου,Εξομολογήσεις,9,7), εις την Κωνσταντινούπολιν εισήχθη πρώτον μεν υπό των Αρειανών, πρός καταπολέμησιν δέ αυτών υπό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8. Σωζομένου,Εκκλ. Ιστορία,8,8).

Εφ΄ όσον η θεία ευχαριστία συνεδέετο μετά των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί εκάθηντο περί τάς τραπέζας (κατά γής;), ο δέ ηγιασμένος άρτος («σώμα Χριστού») εκόπτετο και διενέμετο είς αυτούς, τα δέ τεμάχια ήσαν ακόμη σχετικώς μεγάλα, όχι όμως πλέον ως τα της σημερινής αρτοκλασίας, η οποία ιδρύθη ώς ομοίωμα της αρχαιοτάτης θείας ευχαριστίας.

Οι τόποι των θρησκευτικών συναθροίσεων, άρα, εν πολλοίς διέφερον των σημερινών. Μετά την απόσπασιν της θείας ευχαριστίας από των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί δεν εκάθηντο πλέον πέριξ τραπεζών, τα δε μέλλοντα να διανεμηθώσι τεμάχια του ηγιασμένου άρτου δέν μετεφέροντο πρός τους χριστιανούς , αλλ΄ οι χριστιανοί ήρχοντο πρός αυτά. Είς εκάστην τέλεσιν της θείας ευχαριστίας όλοι οι παρόντες χριστιανοί προσήρχοντο πρό του ιερουργούντος πρεσβυτέρου, ίνα λάβωσι τα υλικά αυτής, τα οποία βαθμηδόν ακόμη περισσότερον ωλιγόστευσαν. Λαβίς δεν υπήρχεν ακόμη.

Ο πρεσβύτερος προσέφερε τον άρτον είς την δεξιάν παλάμην αυτών, τεθειμένην επί της αριστεράς, ο δέ διάκονος προσέφερε τον οίνον διά του αγίου ποτηρίου (Μαρτύριον Περπετούης, κεφ.4. Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Κατήχησις,18,21. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 93,πρός την Καισαρίαν. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία είς τα Χριστούγεννα,7. Άμβρόσιος Μεδιολάνων,εν Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία,5,18. Αυγουστίνου,Contra litteras Petilani Donatistae,2,25. Tρούλλου κανών 101).

Είς τους απόντας η θεία ευχαριστία εστέλλετο διά των διακόνων υπό την μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, ή υπό την μορφήν τοιούτου τεμαχίου, αλλ΄ επί του οποίου είχεν επισταχθή καθηγιασμένος οίνος……

….Εν τοίς κοιμητηρίοις τον πέριξ του τάφου εκάστου μάρτυρος χώρον περιέβαλλον και εστέγαζον δι΄ οικοδομής, η οποία κατά τάς τρείς αυτής πλευράς είχεν αψίδας. Αι οικοδομαί αύται ωνομάσθησαν Μαρτύρια, έκαστον δέ αυτών έφερε το όνομα του οικείου μάρτυρος (Μαρτύριον του τάδε μάρτυρος).

Εκεί επί του τάφου του μάρτυρος ετελείτο η θεία ευχαριστία κατά τάς μνήμας μαρτύρων και καθ΄ οιανδήποτε άλλην περίστασιν.

Εκ των Μαρτυρίων τούτων προέκυψε γενετικώς ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών (C.M. Kaufmann,Handbuck der christl.Archaologie, 1905,σελ.147 και εξής). Εντεύθεν εξηγούνται τρία τινά.

Πρώτον ,η συνήθεια, υπό την αγίαν τράπεζαν να τίθενται λείψανα μαρτύρων (επέκρατησε μέσα της δ εκ/ρίδος), πρώτος δέ ο Αλεξανδρείας Κύριλλος (+444) πρός τοιαύτην χρήσιν ηρκέσθη είς λείψανα αγίου, αλλά μη μάρτυρος (Φωτίου,Αμφιλόχια,εκδ. Αθηνών,σελ 187,περί ενθρονισμού).

Δεύτερον, οτι έκαστος ναός φέρει το όνομα μάρτυρος ή αγίου.

Κατ΄ αρχάς βεβαίως έφερε το όνομα εκείνου, του οποίου τα οστά ευρίσκοντο υπό την αγίαν τράπεζαν, αλλ΄ έπειτα το όνομα του ναού κατέστη ανεξάρτητον τούτου.

Τρίτον, ότι οι ναοί εχρησιμοποιούντο ως τόποι ταφής.

Ο μέγας Θεοδόσιος απηγόρευσε την ταφήν εν τοίς Μαρτυρίοις (30 Ιουλ.381. Κοdex Theodosianus,ΙΧ.17,6),αλλ΄ άνευ αποτελέσματος.

Όπως οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, ούτω και οι χριστιανοί κατά τάς μεγάλας εορτάς ετέλουν αφ΄ εσπέρας αγρυπνίας και παννυχίδας. Αρχαιoτέρα είναι η του πάσχα, μεταγενεστέρα η  της παραμονής των Επιφανίων. Όμοιαι εγίνοντο και κατά τάς μνήμας των μαρτύρων είς τα Μαρτύρια των κοιμητηρίων. Αί παννυχίδες ανεπτύχθησαν κατά την επομένην εποχήν, γινόμεναι πολλάκις εν ενί και μόνω ναώ (ωνομάζετο  «σύναξις») και παρατεινόμεναι μέχρι της πρωίας («της ημέρας υπολαμπούσης» Μ. Βασίλειος,Μigne,32,764).

(Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου,σελ.101-105 & 121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

(απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά,
οι υπογραμμίσεις δικές μας και κάποια ελαφρά απόδοση στα νέα ελληνικά)

Οι Πράξεις των Αποστόλων (2,46) υπονοούν καθημερινή «κλάσιν του άρτου», αλλά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι αυτή ετελείτο οπωσδήποτε τουλάχιστον κατά τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή (Πραξ. 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Κυρίου. Ταυτιζόταν με το μυστήριο της θ. ευχαριστίας, είχε σαφή λειτουργική έννοια και περιλάμβανε διδαχή, προσευχή, ευλογία, κοινωνία και δείπνο.

Τα σχετικά με την κλάση του άρτου χωρία της Κ. Διαθήκης (Ματθ. 26,26-29. Μάρκ.14,22-25. Λουκά 22,14-20. Ιω.6,48-51. Πράξ. 2,41-42,46-47. 20,7-11. Α΄ Κορινθ. 11,20-29 κ.α) παρουσιάζουν βεβαίως ορισμένη ασάφεια.

Κατά τον H. Lietzmann (Messe und Herrenmahl,Bonn1926,238-263) πρέπει να γίνη διάκριση του κυριακού δείπνου σε δύο τύπους, εκ των οποίων ο ένας δείπνος ήταν δείπνος συναδελφώσεως και ενότητας των χριστιανών μεταξύ τους και προς τον Κύριο (Πράξ.2,41-42,46-47.20,7-11),ο δε άλλος ήταν μυστηριακός δείπνος σε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου. Ο πρώτος δείπνος συνδέεται, κατά τον Lietzmann, προς τη συνεστίαση του Κυρίου με τους μαθητές του και ετελείτο από την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης, ενώ ο δεύτερος δείπνος συνδέεται προς την τέλεση υπό του Κυρίου του μυστικού δείπνου και ετελείτο από τις χριστιανικές κοινότητες των ελληνιστών.

Βεβαίως, δεν δυνάμεθα να αποκλείσουμε τις συνεστιάσεις και τη σύναξη για την «κλάσιν του άρτου», αλλά δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την «κλάσιν του άρτου» των μαρτυριών των Πράξεων. Δεν είναι δυνατόν επίσης να γίνη δεκτή και η άλλη υπόθεση του H. Lietzmann (KG.,I,1932,124), κατά την οποία ο απόστολος Παύλος προσπάθησε να ενισχύση αυθαιρέτως τον μυστηριακό χαρακτήρα της θ. ευχαριστίας (Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία.Αθήναι 1954,51,υποσημ.8). Είναι ευνόητο ότι μία τέτοια καινοτομία θα μνημονευόταν από τον απόστολο Παύλο ή τουλάχιστον θα υπήρχε μαρτυρία περί αυτής στις Πράξεις Αποστόλων, αφού ο Λουκάς προέβαλε κυρίως την δραστηριότητα των ελληνιστών χριστιανών.

Η σιγή του Λουκά στις Πράξεις ερμηνεύεται μόνο με την κοινή συνείδηση της αποστολικής εκκλησίας, ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της «κλάσεως του άρτου» έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος. Ο όρος «κλάσις του άρτου» δήλωνε το σύνολο του κυριακού δείπνου, δηλαδή τόσο την απλή συνεστίαση, όσο και τη μυστηριακή κλάση του άρτου.

Ώς προς το διαμφισβητούμενο ζήτημα, εάν δηλαδή η συνεστίαση λάμβανε χώρα προ της μυστηριακής κλάσεως του άρτου ή ακολουθούσε μετά από αυτήν, δεν υπάρχουν σαφείς ειδήσεις. Οπωσδήποτε όμως επικράτησε η πρόταξη της κλάσεως του άρτου, κατά την οποία προηγείτο η ευλογία του ποτηρίου.

Η απλή συνεστίαση, η οποία γινόταν μετά την «κλάσιν»  του άρτου δεν πρέπει βεβαίως να ταυτίζεται πάντοτε προς τις «αγάπες», οι οποίες μαρτυρούνται κυρίως κατά τον Β΄ αιώνα. Ο πυρήνας αυτός εξελίχθηκε, όπως θα δούμε, προοδευτικώς σε νέες λειτουργικές μορφές, χωρίς όμως να αλλοιωθή ο θεμελιώδης χαρακτήρας της θυσίας και το κύριο περιεχόμενο του….

 

… Αμέσως μετά το βάπτισμα και το χρίσμα ακολουθούσε η θεία ευχαριστία, η οποία ετελείτο, όπως είδαμε, πρό της κοινής εστιάσεως, συμμετείχαν δέ σε αυτή μόνο όσοι ήσαν βαπτισμένοι: «Περί δέ της ευχαριστίας, ούτως ευχαριστήσατε... μηδείς δέ φαγέτω, μηδέ πιέτω από της ευχαριστίας υμών, αλλ’ οι βαπτισθέντες είς όνομα Κυρίου...» (Διδαχή Αποστόλων,ΙΧ,1-5).

Η θεία ευχαριστία ετελείτο συνήθως σε ιδιωτικές κατοικίες, τις «κατ΄ οίκον» εκκλησίες, όπως εχαρακτηρίζοντο (Πράξ. 1212,17.21,18. Ρωμ. 16,5,23. Α΄ Κορινθ. 16,19. Κολ. 4,15 κ.α.).Στη θεία ευχαριστία συμμετείχαν όλοι οι πιστοί της τοπικής εκκλησίας, αλλά ορισμένες ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες, ιδιαίτερα στη Μ.Ασία, δεν τελούσαν τη θεία ευχαριστία μαζί με τις τοπικές κοινότητες των εξ΄ εθνών χριστιανών. Πολλές από τις ιουδαιοχριστιανικές αυτές κοινότητες τελικώς εξελίχθηκαν σε ζηλωτικές αιρετικές ομάδες (Ναζωραίοι,Εβιωνίτες,Ελκεσαϊτες),ιδιαίτερα μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.)….

…. Η θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο τής όλης λατρευτικής ζωής των χριστιανών, με αυτή δε συνεδέοντο όλες οι λατρευτικές και οι πνευματικές εκδηλώσεις τής τοπικής εκκλησίας. Κατά την αποστολική εποχή η θεία Ευχαριστία ετελείτο προφανώς κάθε ημέρα την εσπέρα και συνδεόταν με κοινή συνεστίαση των πιστών («αγάπαι»), αλλά ήδη από τόν Α΄ αιώνα διακρινόταν η θ. ευχαριστία, η οποία ετελείτο κατά την ημέρα τής Κυριακής.

Η θ. ευχαριστία περιείχε, εκτός από την κλάση τού άρτου, την ευλογία τού ποτηρίου και τού κυριακού δείπνου, διδαχή, προσευχή, ύμνους, αναγνώσματα, γλωσσολαλιές, προφητείες κ.α., χωρίσθηκε δε πρό των μέσων τού Β΄ αιώνα από τις κοινές εστιάσεις («αγάπες»), ένεκα κυρίως των παρατηρουμένων καταχρήσεων.

Παραλλήλως προς την εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη κατά την εσπέρα τής Κυριακής, υπήρχε και εωθινή (=πρωινή) σύναξη κατά την οποία δεν ετελείτο μεν η θ. ευχαριστία, αλλά αυτή περιελάμβανε μόνο διδαχή, προσευχή και υμνωδία.

O Πλίνιος ο Νεώτερος παρέχει πληροφορίες περί των συνάξεων κατά την Κυριακή (stato die). Aπό αυτές, η μεν μία ελάμβανε χώρα πρό τής ανατολής τού ηλίου (ante lucem convenire), η δε άλλη κατά την εσπέρα. Κατά την πρώτη σύναξη οι χριστιανοί ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό ως Θεό (carmenque quasi Deo dicere), κατά δε τη δεύτερη τελούσαν τη θ. ευχαριστία και την κοινή εστίαση («αγάπη»).Η θεώρηση της Εκκλησίας από τον Πλίνιο ως απαγορευμένης «εταιρείας» ερμηνεύθηκε συνήθως ως η κύρια αιτία για τη μετάθεση τής τελέσεως τού μυστηρίου τής θ. ευχαριστίας κατά την πρωία τής Κυριακής. Η μετάθεση αυτή η οποία είναι γενική περί τα μέσα τού Β΄ αιώνα, δεν δύναται βεβαίως να εξηγηθή μόνο από τον τοπικό διωγμό τού Πλινίου στη Βιθυνία, ή τουλάχιστον δεν δύναται να θεμελιωθή ιστορικώς μόνο στην επιστολή του.

Η δήλωση των χριστιανών ότι δεν μετείχαν πλέον στις ευχαριστιακές συνάξεις, τις οποίες απαγόρευε το διάταγμα τού Πλινίου (quod ipsum facere decisse post edictum meum), δεν συνδέεται βεβαίως προς κάποια απόφασή τους να μην τελούν εφεξής τη θ. ευχαριστία κατά την εσπέρα, επειδή μετέθεσαν την τέλεση τής την πρωία. Αναφέρεται προφανώς στη δήλωση ορισμένων χριστιανών για οριστική ρήξη των δεσμών τους προς τις χριστιανικές συνάξεις, ήτοι σήμαινε την άρνηση τής χριστιανικής τους ιδιότητας. Άλλωστε, απλή μετάθεση τής θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία τής Κυριακής όχι μόνο δεν ικανοποιούσε τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία εδίωκε κυρίως την ιδιότητα του χριστιανού, αλλά και δεν απάλλασσε τους χριστιανούς από τις υποψίες, αφού συνέχισαν να τελούν τις συνεστιάσεις τους («αγάπες») κατά την εσπέρα. Η διάκριση της θ. ευχαριστίας και της κοινής συνεστιάσεως («αγάπης») για τον ρωμαίο έπαρχο ήταν δυσχερής ή και αδιάφορη.

Συνεπώς, η μετάθεση της θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία της Κυριακής δεν πρέπει να συνδεθεί προς την απαγόρευση των μυστικών εταιρειών από τον Πλίνιο, αλλά μάλλον προς την προτίμηση των χριστιανών για την εωθινή (=πρωινή) σύναξη, για να μη παρατείνεται μέχρι της εσπερινής συνάξεως η ολοτελής νηστεία από κάθε φαγητό (statio). Οπωσδήποτε όμως κατά τα μέσα του Β΄ αιώνα η μετάθεση αυτή είχε ήδη συντελεσθή.

Ο απολογητής Ιουστίνος (110-165 μ.Χ, γράφει περί το 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο,Πατρολογία Α) περιγράφει την πρωινή ευχαριστιακή σύναξη ώς ακολούθως:

«Καί τη του ηλίου λεγομένη ημέρα (=Κυριακή) πάντων, κατά πόλεις η αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα τών αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρις εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λόγου την νουθεσίαν καί πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και, ώς προέφημεν, παυσαμένων ημών τής ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις απο των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοίς  ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Α΄ Απολογία,67,3-5).

{«Και κατά την λεγόμενη ημέρα του ηλίου –Κυριακή- γίνεται συγκέντρωση όλων, όσοι κατοικούν στις πόλεις ή τους αγρούς, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, μέχρις ότου είναι δυνατό. Έπειτα, όταν σταματήσει εκείνος που διαβάζει, ο προϊστάμενος με ομιλία απευθύνει την νουθεσία και την πρόσκληση για την μίμηση τούτων των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε προσευχές και όπως προαναφέραμε όταν σταματήσουμε την προσευχή, προσφέρεται ψωμί και κρασί με νερό και ο προϊστάμενος ομοίως απευθύνει προσευχές και ευχαριστίες με όση δύναμη έχει, και ο λαός συμμετέχει λέγοντας το Αμήν και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε και σε αυτούς που δεν ήταν παρόντες στέλνονται μέσω των διακόνων»}
    

Ο μυστηριακός χαρακτήρας της θ. ευχαριστίας παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκκλησιαστική συνείδηση και πράξη. Ο άρτος και ο οίνος με την ευλογία τους κατά την τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας μετεβάλλοντο σε σώμα και αίμα του Κυρίου. Όσοι δε μετελάμβαναν από αυτά ελάμβαναν «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μή αποθανείν, αλλά ζήν εν Χριστώ Ιησού διά παντός» (Ιγνατίου, Φιλαδ., IV,1 κεξ.).

Ο Ιγνάτιος (+ γυρω στο 115 μ.Χ) ομολογεί «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε» (Σμυρν.,VII,1), προτιμά δε από την τροφή της φθοράς και των ηδονών του βίου τον «άρτον Θεού, ο εστί σάρξ Ιησού Χριστού... και το αίμα αυτού, ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. VII,3).

Εκτενέστερα εκφράζει τη συνείδηση αυτή της εκκλησίας για τη θ. ευχαριστία ο Ιουστίνος (110-165): «Και η τροφή αυτή καλείται παρ΄ ημίν ευχαριστία... ού γάρ ώς κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν... αλλ΄ όν τρόπον διά λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι΄ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι»

{Και η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία…Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση (μεταβολή), είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε}.  (Α΄ Απολογία, 66).

Ο Ειρηναίος (130/140-202 μ.Χ) συμπληρώνει την ευχαριστιακή αυτή θεολογία με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό: «ώς γάρ ο από της γής άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του Θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ΄ ευχαριστία εκ δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και τα σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα» (Κατά αιρέσεων,ΙV,18 γράφτηκε περί το 185 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο ο.π.).

{Όπως δηλαδή ο άρτος από τη γη, αφού δεχτεί την επίκληση του Θεού, δεν είναι πλέον κοινός (συνηθισμένος) άρτος, αλλά ευχαριστία που περιλαμβάνει δύο πράγματα, το επίγειο και το ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, αφού μεταλάβουν την ευχαριστία, δεν είναι πλέον φθαρτά, αφού έχουν την ελπίδα της αιώνιας ανάστασης}

Ο Τερτυλλιανός [(150/60-225/240 έγραψε μεταξύ 196-212,Πατρολογία Στυλιανού Παπαδοπούλου)] χρησιμοποιεί την ασαφή φράση ότι ο άρτος της ευχαριστίας «παριστά (repraesentant) το ίδιον το σώμα» του Χριστού (Adv. Marcionem,I,14) για να δηλώσει την πραγματική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο.

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ) τονίζει με την ίδια σαφήνεια την κοινή αυτή συνείδηση της εκκλησίας: «τουτ΄ εστι πιείν το αίμα του Ιησού, της Κυριακής μεταλαβείν αφθαρσίας...»

{δηλαδή το να πιει το αίμα του Ιησού, το να μεταλάβει της αφθαρσίας του Κυρίου} (Παιδαγ.,II,2).

Υπό την έννοια αυτή ο Κλήμης παρατηρεί ότι όποιος γεύεται τον άρτο της ευχαριστίας ουδέποτε «πείραν θανάτου λαμβάνει», αφού λαμβάνει «πόμα...αθανασίας» (Τίς ο σωζόμενος πλούσιος,ΒΕΠ,8,363). Πράγματι, «η αμφοιν αύθις κράσις ποτού τε και λόγου ευχαριστία κέκληται, χάρις επαινουμένη και καλή, ης οι κατά πίστιν μεταλαμβάνοντες αγιάζονται και σώμα και ψυχήν» (Παιδαγ.,II,2).

H θ. ευχαριστία ήταν λοιπόν το κέντρο όχι μόνο τής λατρευτικής, αλλά και της καθ΄ όλου πνευματικής ζωής των πιστών. Παρά τη σπουδαιότητα όμως της θ. ευχαριστίας, ελάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν για το τρόπο τελέσεως της. Πράγματι, είναι δυσχερέστατη, αν όχι αδύνατη, η πλήρης και βέβαιη αναπαράσταση του ακριβούς τρόπου τελέσεως της θ. Λειτουργίας. Πέρα των γνωστών ειδήσεων των ευαγγελίων, ήτοι

α) για τη σύσταση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας από τον Κύριο κατά τον Μυστικό Δείπνο (Ματθ.26,26-29.Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20),

β) των σποραδικών μαρτυρίων των Πράξεων (1,12-14. 2, 1, 42, 46-47. 3,1,5,12,42. 6,1-7.10,10. 20,7-11),και

γ) των επιστολών του απ. Παύλου (Α΄ Κορ.10,16. 11.18 κεξ. 14,16-19,23-24 κ.α. Εφεσ. 5,19. Α΄ Τιμ. 2,1 κεξ), δεν έχουμε άλλες λεπτομερείς ειδήσεις περί των μεταβολών η προσθηκών, οι οποίες επήλθαν στην τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας κατά τη μεταποστολική εποχή. Αναμφιβόλως ο πυρήνας της αποστολικής ευχαριστιακής τελετουργίας δεν πρέπει να υπέστη μετά ταύτα ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, αφού κέντρο της παρέμειναν πάντοτε οι ιδρυτικοί λόγοι του Κυρίου, η επίκληση του αγ. Πνεύματος, η διδαχή, τα αναγνώσματα, οι ύμνοι και η εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων (γλωσσολαλία, προφητεία κ.α). Προσθήκες ή τροποποιήσεις πρέπει ίσως να επήλθαν στη διάταξη των στοιχείων, στην προσθήκη νέων ευχών ή ύμνων και στον σταδιακό περιορισμό των εκδηλώσεων των ελευθέρων χαρισμάτων κατά την ευχαριστιακή σύναξη.

Τούτο υπαινίσσονται οι διασωθείσες μαρτυρίες μέχρι τα μέσα του Β΄ αιώνα, οι οποίες διαφυλάσσουν και την παράδοση της μεταποστολικής εποχής, όπως λ.χ η Α΄ Κλήμεντος προς την εκκλησία της Κορίνθου (34, 40-41. 59-61), η Διδαχή (9-10, 14), οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας (Σμυρν.,7-8.Φιλαδ.,4. Εφεσ.,1,5,20.Ρωμ.,7.Μαγν.,6,9), τα έργα των λοιπών αποστολικών Πατέρων και ιδιαίτερα oι ειδήσεις του απολογητή Ιουστίνου (Α΄ Απολογία,13. 61, 65-67.Διάλογος πρός Τρύφωνα,40-41), του Ειρηναίου (Κατά αιρέσεων,I,13. IV, 18. V,2), του Τερτυλλιανού (De praescr. Hacreticorum,36. De oration,6. 19. 28. De idololatria,7 κ.α.), του Ιππολύτου (Τraditio Apostolica και κανόνες). Από τις ειδήσεις αυτές δεν δυνάμεθα βεβαίως να αποκαταστήσουμε την πλήρη διάταξη της θ. Λειτουργίας αφ΄ ενός μεν γιατί οι ειδήσεις αυτές αναφέρονται μόνο στα κυριότερα λειτουργικά στοιχεία, αφ΄ ετέρου δε γιατί η διάταξη της θ. Λειτουργίας εποίκιλλε κατά τόπους και δεν αναπτύχθηκε παντού ομοιόμορφα.

Άλλωστε, η «απορρήτου πειθαρχία» (disciplina arcani) περιέβαλλε με πέπλο μυστικότητας και σιγής τα κύρια μυστηριακά στοιχεία τόσο της θ. ευχαριστίας, όσο και των άλλων μυστηρίων της εκκλησίας, γι΄ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέφευγαν να εκθέτουν λεπτομερώς το μυστηριακό μέρος της θ. Λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτοί ακόμη οι κατηχούμενοι έπρεπε να αποχωρήσουν από τον ναό μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας.

Η διάκριση του διδακτικού και του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας τονίσθηκε κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του Β΄ αιώνα, οπότε παρατάθηκε η καθιερωμένη κατήχηση και αυξήθηκε αισθητά σε αριθμό η τάξη των κατηχουμένων. Γενικότερα όμως επικράτησε από τις αρχές του Γ΄ αιώνα. Τα κύρια στοιχεία του πρώτου, ήτοι του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν τα αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη, το κήρυγμα του προεστώτος της ευχαριστιακής συνάξεως και οι κοινές ευχές κλήρου και λαού.

α) Τα αναγνώσματα, ως επαγωγικό στοιχείο στη λατρευτική εκδήλωση, παρατείνοντο κατ΄ αρχάς μέχρι της προσελεύσεως όλων των πιστών και προήρχοντο αφ΄ ενός μεν από τα προφητικά βιβλία της Π. Διαθήκης ή τους Ψαλμούς ή και από τη Γένεση, αφ΄ ετέρου δε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Οι περικοπές επιλέγοντο από τον επίσκοπο ή και από άλλο πρόσωπο, το οποίο υποδείκνυε ο επίσκοπος. Προοδευτικώς η έκταση και ο αριθμός των αναγνωσμάτων περιορίσθηκε σε ένα ή δύο από την Παλαιά και σε δύο από την Καινή Διαθήκη.

β) Το Κήρυγμα του προεστώτος κατ΄ αρχάς έπρεπε να διακρίνεται για τον εποικοδομητικό χαρακτήρα του (όπως το περιεχόμενο της λεγόμενης Β΄ επιστολής Κλήμεντος, του αρχαιότερου ίσως διασωθέντος κηρύγματος), αργότερα δε, και μάλιστα από τα μέσα του Β΄ αιώνα, προσέλαβε πολλές φορές και δογματικό χαρακτήρα για την απόκρουση των κινδύνων της κοινότητας από τη δράση των γνωστικών και των άλλων αιρετικών.

γ) Οι Ευχές, το περιεχόμενο και ο αριθμός των οποίων δεν προσδιορίζεται από τον Ιουστίνο. Ο προεστώς όμως της ευχαριστιακής συνάξεως είχε τη διακριτική ευχέρεια («όση δύναμις αυτώ») να καθορίζη το περιεχόμενο και τον αριθμό των ευχών, γι΄ αυτό και ποίκιλλαν κατά τόπους και κατά εποχές. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν στο διδακτικό μέρος της θ. Λειτουργίας εψάλλοντο ψαλμοί και ύμνοι, αλλά δεν δυνάμεθα και να το αποκλείσουμε (Τερτυλλιανού,De anima,9).

Kατά τον Ιππόλυτο (170-235 μ.Χ), οι κατηχούμενοι μετέβαιναν ενωρίτερα στον χώρο της συνάξεως, δηλαδή προ της αφίξεως των πιστών και προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων από τους αναγνώστες, εδιδάσκοντο δε την κατήχηση από τους «Διδασκάλους».

Σαφέστερα περιγράφει το πρώτο μέρος της θ. Λειτουργίας ο Τερτυλλιανός, ο οποίος αναφέρει ότι ο αναγνώστης, ιστάμενος σε υψηλότερο βήμα (in loco altiori),αναγίνωσκε περικοπές εκ του Νόμου, των προφητών, των ευαγγελίων και των επιστολών των αποστόλων. Μετά το καθιερωμένο κήρυγμα (allocutio) ακολουθούσε μακρά κοινή ευχή κλήρου και πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν την ευχή εστραμμένοι προς ανατολάς (ad orientis regionem) και με «ανατεταμένας τάς χείρας» (De monogamia,12. De praescr. haereticorum,38,51 κ.α).

Ο Κυπριανός [μεταξύ 200/210 – 258 μ.Χ., Πατρολογια Στυλιανού Παπαδοπούλου] αναφέρει μόνο τα αναγνώσματα εκ της Καινής Διαθήκης (Εpist.,29,38,39), το απλό και χωρίς ρητορική επιτήδευση κήρυγμα (Epist.,1) και τις εκκλησιαστικές ευχές.

Τα κύρια στοιχεία του δευτέρου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο (110-165 μ.Χ), ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλόμενη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου , η οποία επισφραγιζόταν με το «Αμήν» του λαού, η κοινωνία, η εμμελής ψαλμωδία και υμνωδία («αίνος και δόξα»), ως και λογία (=έρανος) υπέρ των πτωχών. Κατά τον Ιουστίνο και τον Ιππόλυτο, μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, οι διάκονοι έφεραν άρτο και ποτήριο οίνου, «κεκραμένου μεθ΄ ύδατος (αναμιγμένου με νερό)», στον προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως επίσκοπο ή πρεσβύτερο.

Ο Ιππόλυτος (170-235 μ.Χ), αναφέρει και τον αρχαιότατο εισαγωγικό διάλογο μεταξύ του τελετουργού και των πιστών, ο οποίος ελάμβανε χώρα μετά τον ασπασμό:

«Ο Κύριος μεθ΄ υμών». – «Και μετά του πνεύματος σου». – «Άνω τάς καρδίας». – «΄Εχομεν πρός τον Κύριον». – «Έυχαριστήσωμεν τω Κυρίω». – «Άξιον και δίκαιον».

Παραθέτει επίσης και τη σπουδαιότατη ευχαριστήρια ευχή του προεστώτος, η οποία περιέχει την «Ανάμνηση», την «Επίκληση» του αγ. Πνεύματος, τη «Δοξολογία», την «Κοινωνία» από τα καθαγιασθέντα δώρα κ.α.

Η κοινωνία των καθαγιασμένων δώρων, του άρτου και του οίνου (σώμα και αίμα Χριστού), από τους πιστούς γινόταν πριν ακόμη αναμιχθούν τα στοιχεία. Ο τελετουργός επίσκοπος ή πρεσβύτερος προσέφερε στο δεξί χέρι των πιστών τον άρτο (σώμα) και ο διάκονος προσέφερε τον οίνο (αίμα) με το άγιο ποτήριο (Τερτυλλιανού,De corona,3.Mαρτύριον Περπετούης,4,).

Ο Τερτυλλιανός κατακρίνει τους ζηλωτές χριστιανούς, οι οποίοι δεν διέκοπταν τη νηστεία για να λάβουν την ευχαριστία και τους συνιστά να λαμβάνουν στα χέρια τους το σώμα του Κυρίου και να το τρώγουν μετά το πέρας της νηστείας (Ad uxorem,II,5). Μπορούσαν δηλαδή οι πιστοί να φυλάσσουν το σώμα του Χριστού, όπως μπορούσαν να το λαμβάνουν και οι μη δυνάμενοι να παραστούν στην ευχαριστιακή σύναξη.

Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι «ευχαριστήσαντος του προεστώτος και επευφημήσαντος παντός τού λαού, οι καλούμενοι παρ΄ ημίν διάκονοι, εκάστω των παρόντων μεταλαβείν απο του ευχαριστηθέντος άρτου και οίνου και ύδατος, και τοίς ου παρούσιν αποφέρουσιν» (Α΄ Απολογία,66).

Η κράση (=ανάμιξη) του οίνου με ύδωρ αναφέρεται και από τον Κλημέντα τον Αλεξανδρέα (150-215 μ.Χ): «αναλόγως...κίρναται ο μέν οίνος τω ύδατι» (Παιδαγωγός,II,20). Στους απόντες για εύλογες αιτίες κληρικούς ή και λαϊκούς ή θ. ευχαριστία αποστελλόταν υπό τη μορφή τεμαχίου καθαγιασμένου άρτου, στο οποίο είχε επισταχθή καθαγιασμένος οίνος. Κατά τη μετάδοση των τιμίων δώρων ο ιερουργός, ο οποίος τα προσέφερε στους πιστούς, χρησιμοποιούσε προφανώς τις φράσεις «Σώμα Χριστού», «Αίμα Χριστού», ενώ ο πιστός απαντούσε «Αμήν» (Τερτυλλιανού, De spectaculis,25. Αποστολικαί Διαταγαί,XIII).

Oι πιστοί ελάμβαναν με ευλάβεια τον άγιο άρτο της ευχαριστίας και πρόσεχαν να μη πέσουν ψυχία (=ψίχουλα) από τα χέρια τους για να μην βεβηλωθούν (De corona,3).

H ψαλμωδία ήταν απλή και εμμελής ανάγνωση, ως μια αντιφωνία μεταξύ του τελετουργού και των μελών της κοινότητας ή και ως μια απλή «υπακοή» των μετεχόντων στη σύναξη των πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν συνήθως με ρυθμό τις τελευταίες λέξεις (ακροστίχια ή ακροτελεύτια) των απαγγελόμενων ύμνων ή ψαλμών (υποψάλλειν,υπηχείν,υπακούειν) από τον τελετουργό. Η αντιφωνία δύο χορών επικράτησε αργότερα.

Από τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία της θ. Λειτουργίας διαμορφώθηκαν προοδευτικώς με ορισμένες τροποποιήσεις ή και προσθήκες διάφοροι κύκλοι λειτουργικών τύπων (συριακός, αιγυπτιακός. παλαιστινιακός, ρωμαϊκός, αφρικανικός κ.α), χωρίς όμως να διαφοροποιηθή και ο βασικός πυρήνας της θ. Ευχαριστίας.

Οι κοινές εστιάσεις («αγάπαι») σταδιακά αποχωρίσθηκαν από τη θ. λειτουργία, διατήρησαν όμως μόνο ορισμένα εξωτερικά στοιχεία της θ. λειτουργίας (κλάση του άρτου και ευλογία του ποτηρίου).Ετελούντο συνήθως κατά την εσπέρα της Κυριακής ή και σε άλλες ημέρες της εβδομάδας στον ναό ή σε ιδιωτική οικία, παρόντος κατά κανόνα του επισκόπου ή άλλου κληρικού, ο οποίος ευλογούσε τον άρτο και τον οίνο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται λεπτομερώς στις «αγάπες»,οι οποίες ετελούντο στη Β. Αφρική και τις εξυμνεί αφ΄ ενός μεν για την τόνωση της ευσέβειας αυτών που συμμετείχαν, αφ΄ ετέρου δε γιατί με αυτές ενισχύοντο οι πτωχοί. Η συνεστίαση άρχιζε με την κοινή προσευχή, η δέ συμμετοχή στα προσφερόμενα εδέσματα ήταν μεμετρημένη, αφού οι συνδαιτημόνες πιστοί είχαν την έντονη αίσθηση της παρουσίας του Θεού.Προ της λήξης της συνεστίασης κάθε συνδαιτημόνας απήγγειλε κάποιον ύμνο από την αγία Γραφή ή και δικής του συνθέσεως, η δ αγάπη τελείωνε μ κοινή προσευχή (Apologeticum,39).

Όμως η πνευματική αυτή ατμόσφαιρα δεν επικρατούσε παντού, όπου γίνονταν «αγάπες». Πράγματι Κλήμης ο Αλεξανδρευς παρουσιάζει εντελώς αντίθετη εικόνα των «αγαπών» από εκείνη την οποία αναφέρει ο Τερτυλλιανός. Σημειώνει ότι οι «αγάπες» στην Αλεξάνδρεια είχαν εκφυλιστεί σε «δειπνάρια τινα κνίσσης και ζωμών αποπνέοντα, το καλόν και σωτήριον έργον του Λόγου, την αγάπην την ηγιασμένην κυθιδρίοις και ζωμού ρύσει καθυβρίζοντα» (Παιδαγωγός,ΙΙ 1).

Όπου οι «αγάπες» συνδέθηκαν με την οργανωμένη μέριμνα της κοινότητας υπέρ των πτωχών και γενικότερα με τη φιλανθρωπία, επιβίωσαν ως υγιής εκκλησιαστική εκδήλωση, ενώ, όπου κατέληξαν σε αυτοσκοπό, έχασαν την αυστηρή πνευματική βάση τους και με την πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν.

Στην Εκκλησία μέχρι σήμερα οι «αγάπες» επιβίωσαν μερικώς στην «Αρτοκλασία».

(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία τομος Α σελ. 36-37,51…,264-270, οι υπογραμμίσεις δικές μας και οι μεταφράσεις επίσης των αρχαίων κειμένων)

1. ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ(απόσπασμα)

(Ο συγγραφέας του έργου δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Κατά τη γνώμη των ειδικών δεν μπορεί να ήταν απόστολος, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν μαθητής αποστόλου. Είναι επίσης πιθανόν να πρόκειται για περισσότερους από έναν συγγραφείς, γιατί το έργο παρουσιάζει εσωτερικές παραλλαγές, επαναλήψεις και προσθήκες στο αρχικό κείμενο. Ως τόπος συγγραφής του αναφέρεται η Αίγυπτος,η Μ.Ασία και η Ελλάδα, αλλά φαίνεται ότι μάλλον γράφτηκε στη Συρία. Και για το χρόνο συγγραφείς του οι κριτικοί δεν είναι σύμφωνοι. Το τοποθετούν από το 50 ως το 230 μ.Χ. Το πιθανότερο είναι ότι το έργο περιέχει αρχαιότατα στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής, τα οποία συμπληρώθηκαν στις αρχές του 2ου αιώνα με νεώτερα. (Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία,τομ Β σελ. 33)

(«…ενώ η τελική σύνταξη του έργου έγινε μάλλον μεταξύ των ετών 90-110, η πηγή του ως προς τις «οδηγίες» περί ευταξίας εκκλησιαστικής είναι παλαιότερη,ίσως των ετών 60-70.» (Στυλιανού Παπαδοπούλου,Πατρολογία Α σελ. 172)
 
Το Κείμενο:

Θ' παράγραφος

1. «Οσο για την ευχαριστία, να ευχαριστείτε ως εξής:

2. Πρώτα για το ποτήριο, Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για το άγιο αμπέλι του υιού σου Δαβίδ, που μας το έκανες γνωστό μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.

3. Και για το κομμάτι του άρτου να λέτε: Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για τη ζωή και τη γνώση που μας έδωσες, μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.

4. Όπως αυτό το κομμάτι του άρτου ήταν σκορπισμένο πάνω στα βουνά και αφού συγκεντρώθηκε έγινε ένα, έτσι να συγκεντρωθεί η Εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου, γιατί σε σένα ανήκει η δόξα και η δύναμη, μέσω του Ιησού Χριστού, αιώνια.

5. Όμως κανένας να μην τρώει ούτε να πίνει από τα ευχαριστιακά είδη, παρά μόνο όσοι έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Κυρίου. Γιατί για αυτό έχει πει ο Κύριος «μη δίνετε το άγιο στα σκυλιά» (Ματθ. 7,6)

ΙΔ' παράγραφος

1. Την Κυριακή του Κυρίου αφού συγκεντρωθείτε να προσφέρετε άρτο και να εκπέμπετε ευχαριστήριες ευχές, αφού προηγουμένως εξομολογηθείτε τα παραπτώματά σας, για να είναι η προσφορά σας καθαρή.

 

2. όποιος όμως έχει διαφορές με το φίλο του να μη συμμετέχει στη συνάθροιση μαζί σας, μέχρι να συμφιλιωθούν, για να μη βεβηλωθεί η θυσία σας.

3. Γιατί αυτή είναι η θυσία για την οποία λέχθηκε από τον Κύριο «σε κάθε τόπο και χρόνο να μου προσφέρετε θυσία καθαρή, επειδή είμαι μεγάλος βασιλιάς, λέει ο Κύριος, και το όνομά μου θαυμάζεται μεταξύ των εθνών» (Μαλαχίας 1,11)

ΙΣΤ΄ παράγραφος
2. Να συναθροίζεστε συχνά επιζητώντας αυτά που ανήκουν στις ψυχές σας.
 
(εκδόσεις ΕΠΕ, κείμενο και μετάφραση, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
 

2. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ & ΜΑΡΤΥΣ & ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ (110-165 μ.Χ.)

(γράφτηκε το 147 μ.Χ. ή γύρω στο 150 μ.Χ. Τόπος συγγραφής η Ρώμη κατά τον Π. Χρήστου, μεταξύ των ετών 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο)
 
Το κείμενο:

Απολογία Α (απόσπασμα), παράγραφοι

65. Εμείς λοιπόν, αφού βαπτίσουμε με αυτόν τον τρόπο εκείνον ο οποίος έχει πειστεί και συμφωνήσει, τον οδηγούμε στους λεγομένους αδελφούς, όπου είναι συναθροισμένοι, για να απευθύνουμε με δύναμη κοινές ευχές για τους εαυτούς μας, για αυτόν που φωτίστηκε και για όλους τους άλλους παντού, για να καταξιωθούμε, αφού μάθαμε τα αληθινά, να βρεθούμε με τα έργα καλοί πολίτες και φύλακες των εντολών, για να σωθούμε με την αιώνια σωτηρία.

Όταν τελειώσουμε τις ευχές ασπαζόμαστε μεταξύ μας με φίλημα.

Έπειτα προσφέρεται στον προεστώτα (τον επίσκοπο ή ιερέα που προεξάρχει) των αδελφών άρτος και ποτήριο νερού και κράματος κρασιού, και αυτός αφού τα πάρει αναπέμπει αίνο και δόξα στον Πατέρα του σύμπαντος με το όνομα του Υιού και του αγίου Πνεύματος και για πολλή ώρα προσφέρει ευχαριστία για να αξιωθούμε να λάβουμε αυτά από αυτόν.

Όταν λοιπόν αυτός τελειώσει τις ευχές και την ευχαριστία, όλος ο παρών λαός επευφημεί λέγοντας, «αμήν». Το αμήν στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «γένοιτο» (=μακάρι να γίνει έτσι). Αφού ο προεστώς αναπέμψει την ευχαριστήρια ευχή και όλος ο λαός επευφημήσει, οι ονομαζόμενοι σε εμάς διάκονοι δίνουν στον καθένα από τους παρόντες να μεταλάβει από τον αγιασμένο άρτο και κρασί και νερό και μεταφέρουν επίσης στους απόντες.

(Αυτή η ευχαριστία είναι η συνδεδεμένη με την τελετή του βαπτίσματος. Πιο κάτω περιγράφεται η κατά Κυριακήν αυτοτελώς τελούμενη ευχαριστία).

66. Η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία, στην οποία δεν επιτρέπεται να μετέχει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που πιστεύει ότι τα διδάγματά μας είναι αληθινά, και λούστηκε με το υπέρ αφέσεως αμαρτιών και αναγέννησης λουτρό (=βάπτισμα) και ζει έτσι όπως δίδαξε ο Χριστός.

Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση, είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε.

Διότι οι Απόστολοι στα γραμμένα από αυτούς απομνημονεύματα, τα οποία ονομάζονται ευαγγέλια, παρέδωσαν ότι έτσι διατάχτηκε σε αυτούς. Ο Ιησούς αφού πήρε άρτο και ευχαρίστησε, είπε, «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου, αυτό είναι το σώμα μου, ομοίως αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε είπε, αυτό είναι το αίμα μου». Και μόνο σε αυτούς μετέδωσε. Μιμούμενοι αυτό οι πονηροί δαίμονες δίδαξαν να γίνεται και στα μυστήρια του Μίθρα. Πράγματι γνωρίζετε ή μπορείτε να μάθετε ότι στις τελετές αυτού που μυείται τοποθετείται άρτος και ποτήριο νερού.

67. Εμείς μετά από αυτά υπενθυμίζουμε πάντα ο ένας στον άλλο αυτά τα πράγματα. Και αυτοί που έχουν (οι εύποροι) βοηθούμε όλους αυτούς που στερούνται και είμαστε πάντοτε μαζί. Για όλα όσα δεχόμαστε ευλογούμε τον ποιητή του σύμπαντος μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού και μέσω του αγίου Πνεύματος.

Και κατά την ημέρα που λέγεται «του ηλίου»(=Κυριακή) γίνεται συνάθροιση στο ίδιο μέρος όλων των πιστών, που κατοικούν είτε σε πόλεις είτε στην ύπαιθρο, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσο επιτρέπει ο χρόνος.

Έπειτα, αφού παύσει ο αναγνώστης, ο προεστώς νουθετεί με λόγο και προσκαλεί σε μίμηση αυτών των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε ευχές (=προσευχές).

Και, όπως είπαμε προηγουμένως, αφού παύσουμε εμείς την ευχή προσφέρεται άρτος και οίνος και νερό, ενώ ο προεστώς αναπέμπει, ανάλογα με τη δύναμή του, ομοίως ευχές και ευχαριστίες και ο λαός επευφημεί λέγοντας το «αμήν», και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε (των καθαγιασμένων), και στέλνονται στους απόντες.

Όσοι επίσης είναι εύποροι και θέλουν δίνουν ο καθένας κατά την προαίρεσή του ό,τι θέλουν και αυτά που μαζεύτηκαν κατατίθενται στον προεστώτα, και αυτός βοηθά ορφανά και χήρες, αυτούς που στερούνται οικονομικά μέσα λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας, αυτούς που βρίσκονται στις φυλακές και τους παρεπιδημούντες ξένους, και γίνεται κηδεμόνας γενικώς όλων όσων βρίσκονται σε ανάγκη.

Πραγματοποιούμε τη συγκέντρωση όλοι μαζί την ημέρα «του ηλίου», για τον λόγο ότι αυτή είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μετατρέποντας το σκοτάδι και την ύλη, και ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας μας, αναστήθηκε από τους νεκρούς κατά την ίδια ημέρα…»

(εκδόσεις ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ), Σημείωση: οι υπογραμμίσεις δικές μας που φανερώνουν τα  αναλλοίωτα και διαχρονικά βασικά στοιχεία και μέρη της Θείας Λειτουργίας τότε και σήμερα στην Εκκλησία μας!)

Οι υπόδικοι νεκροί

-Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαί­νει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλα­βαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συ­νέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρου­σία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λά­βουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύ­χονται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί­σκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή­σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μό­νοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περι­μένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέ­ρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλα­δή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μετα­φέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προ­σευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνη­μόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τε­λική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνα­τότητα να βοηθηθούν.

Η μέλλουσα ζωή

- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.

- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.

- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;

- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.

- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λεί­ψανο»;

- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψη­λοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.

- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;

- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.

Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παρά­δεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξα­μενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθή από την δική του κα­θαρότητα.

- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλα­ση και Παράδεισος.

- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παρά­δεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Πα­ράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παρά­δεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγμα­τα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν Του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγμα­τικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό κα­λύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;

- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Κα­λά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.

Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.


[1] Έκφραση της τουρκικής γλωςσας που σημαινει «δεν υπάρχει οφελος, δεν υπάρχει χαΐρι».

[2] Λουκ. 23, 32-33 και 39-43

[3] Ματθ. 3,2 και 4, 17· βλ. και Ματθ. 10, 7· Μάρκ. 1,15-

[4] Με το «εμάς» ο Γέροντας εννοεί την σύνολη ανθρωπότητα.

[5] Ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής κει περί των ιερών μνημοσύνων», εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ­σαλονίκη 1973, σ.202, γράφει ως συμπέρασμα των όσων ανέπτυξε βά­σει των σχετικών μαρτυριών των Αγίων Πατέρων:«Εξ όλων δη τούτων δήλον γίνεται, ότι η ψυχή μετά θάνατον αδυνατεί να κάμη τι έργον σωτηριώδες και να απαλλαγή των τον Άδου αλύτων δεσμών, και οτι μόνον αι θείαι λειτουργίαι, αι προσευχαί των οικείων, των δικαίων, αι υπέρ αυτών γινόμενοι και αι ελεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας κει ελευθερίας από των δεσμών του Άδου».17 Α. Κορ. 15.42

[7] Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, όπως αι περί αυτών γινόμεναι λειτουργίαι και ευποιίαι τούτους ονίνησιν, PG 95, 248.

[8] Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Επιστολές, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», εκδ. 6η, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 49.

[9] Βλ. Ευχολόγιον το Μεγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[10] Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Μη γαρ οίεσθω τις, οτι ουκ άναγνωρισμος εκάστου προς έκαστον επί τής φοβέρας εκείνης συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος άναγνωριεί τον πλησί­ον αυτού, ου τω του σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι». PG 95, 276Α.

[11] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Και απλώς πας άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτου», Περί μετανοίας, Λογος Ε', Sources Chretiennes 96, 434.

[12] Βλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[13] Ψαλμ. 145, 4.


Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Η μετά θάνατον ζωή

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: Πατερική Θεολογία

 

katafigioti

lifecoaching