ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, σας παρακαλώ, και σας πιάνω τα γόνατά σας, αν όχι με τα χέρια, αλλά με τη διάθεσή μου, και χύνω δάκρυα.
Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, και κανένας δε σας βλάπτει. Μη μακαρίζετε ποτέ πλούσιο, μην ταλανίζετε ποτέ κανένα, παρά μόνο αυτόν που ζει μέσα στην αμαρτία. …
Εγώ όμως δεν είμαι τέτοιος˙ αλλ’, αν και επιβουλευόμουν απ’ αυτόν, έγινα προστάτης του. Έπαθα άπειρα κακά και δεν τα ανταπέδωσα.
Γιατί μιμούμαι το δικό μου Κύριο, ο οποίος επάνω στο σταυρό έλεγε, «συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν» . Και τα λέγω αυτά για να μη διαφθείρεστε από την υποψία των πονηρών.
Πόσες μεταβολές έχουν γίνει από τότε που έγινα επίσκοπος της πόλης, και κανείς δε σωφρονίζεται;
Και όταν λέγω κανείς, δεν κατηγορώ όλους -μακριά μια τέτοια σκέψη.
Γιατί δεν είναι δυνατό η γη αυτή η γόνιμη, που δέχθηκε σπέρματα, να μη βγάλει στάχυα.
Εγώ όμως είμαι αχόρταγος, δε θέλω να σωθούν λίγοι, αλλ’ όλοι.
Και αν ακόμη ένας απομείνει χαμένος, εγώ χάνομαι, και θεωρώ σωστό να μιμούμαι τον ποιμένα εκείνον, που είχε ενενήντα εννέα πρόβατα και έτρεξε στο ένα το πλανημένο. (ΕΠΕ,33,119-121)

    ...είτε πορνεύσεις, είτε μοιχεύσεις, είτε αρπάζεις, είτε είσαι πλεονέκτης, έλα στην εκκλησία, για να μάθεις να μην κάνεις πια τέτοια. Όλους τους τραβώ και τους προσελκύω, και άπλωσα παντού τα δίχτυα του λόγου επιθυμώντας να ψαρέψω εδώ όχι τους υγιείς αλλά τους αρρώστους.
    Αυτά τα λέγω κάθε ημέρα. Έλα και θεραπεύσου μαζί με μένα, γιατί και εγώ που θεραπεύω έχω ανάγκη από φάρμακα, αφού είμαι άνθρωπος και υπόκειμαι στα ίδια με σένα πάθη και έχω ανάγκη από τα λόγια εκείνα που χαλιναγωγούν τον άτακτο δεσμό. Ούτε περνώ μια ζωή χωρίς φροντίδες και ήσυχη και ατάραχη, αλλά έχω και εγώ θορύβους επιθυμίας και ταραχές κυμάτων. Και γιατί πρέπει να μιλώ για μένα και για τον τάδε, όταν και ο Παύλος που άγγιξε τους ουρανούς είχε ανάγκη και αυτός από πολλή θεραπεία; Και αυτό ακριβώς μας το έκαμε φανερό, ότι δηλαδή είχε ανάγκη, και ούτε αυτός περνούσε μια ζωή χωρίς φροντίδες, αλλ’ είχε πολλούς αγώνες. Γι’ αυτό και έλεγε «σκληραγωγώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι σαν δούλο μήπως, ενώ κήρυξα σ’ άλλους, εγώ ο ίδιος γίνω ανάξιος». Σκληραγωγούσε αυτό που ήθελε να επαναστατήσει και υποδούλωνε αυτό που ήθελε να παρεκτραπεί. Γι’ αυτό και συμβουλεύοντας άλλους έλεγε˙ «όποιος νομίζει πώς στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» . Αν όμως ο Παύλος δεν απολάμβανε γαλήνη, αλλά σαν αυτούς που ταξιδεύουν στο πέλαγος έβλεπε από παντού να σηκώνονται πολλά κύματα, ποιός θα τολμήσει να πει, ότι δεν έχει ανάγκη από διόρθωση και θεραπεία και παντοτινή εγρήγορση;
    Έλα λοιπόν για να θεραπευθείς μαζί με μένα το διδάσκαλο. Και αν είσαι υγιής, και γι’ αυτό να έρχεσαι, για να γίνεις υγιέστερος. Γιατί ο λόγος και αυτούς που έχουν νοσήματα τους θεραπεύει από την αρρώστια, και αυτούς που δεν έχουν τους καθιστά ασφαλέστερους, επειδή διορθώνει όσα έγιναν και προφυλάγει απ’ όσα δε συνέβηκαν ακόμη. Και αν δεν έχεις αυτό το αμάρτημα, έχεις όμως άλλο. «Ποιος μπορεί να καυχηθεί πως έχει αγνή την καρδιά του; ή ποιος μπορεί να πει με θάρρος πώς είναι καθαρός από αμαρτία;». Μην ντραπείς λοιπόν να έρθεις, γιατί αμάρτησες, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να έρθεις. Γιατί κανείς δε λέγει, 'επειδή έχω πληγή, δε αναζητώ τον ιατρό, και ούτε δέχομαι φάρμακο’, αλλά γι’ αυτό ακριβώς πιο πολύ είναι αναγκαίο να αναζητάει τους ιατρούς και τη δύναμη των φαρμάκων.
      Γνωρίζουμε βέβαια και μείς να συγχωρούμε, επειδή και οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι για άλλα αμαρτήματα. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Θεός δε μας έδωσε διδασκάλους τους αγγέλους, ούτε τον Γαβριήλ τον κατέβασε από τον ουρανό και τον όρισε να προστατεύει τα πρόβατά του, αλλ’ από το ίδιο το ποίμνιο παίρνει και κάνει ποιμένες, από τα ίδια τα πρόβατα κάνει τον ποιμενάρχη, για να είναι συγχωρητικός στους αρχομένους και κατανοώντας την αδυναμία του να μην υπερηφανεύεται σ’ αυτούς που ποιμένει, αλλά να έχει χαλινάρι και αφορμή για ταπεινοφροσύνη την αγάπη της δικής του συνείδησης. Και ότι δεν είναι σκέψεις αυτά τα λόγια, άκουσε τον Παύλο που γράφει και φιλοσοφεί αυτά. Γράφοντας λοιπόν στους Εβραίους έλεγε αυτά˙ «Γιατί κάθε αρχιερέας λαμβάνεται από ανθρώπους και παίρνει το αξίωμα του για τους ανθρώπους, για να προσφέρει δώρα και θυσίες, γιατί έχει τη δύναμη να είναι υπομονητικός σ’ εκείνους που βρίσκονται σε άγνοια και πλάνη, αφού και αυτός περιβάλλεται από αδυναμία˙ και εξ αίτιας αυτής είναι υποχρεωμένος να προσφέρει θυσίες για αμαρτίες και για τον εαυτό του, όπως κάνει για το λαό».
     Είδες πως μας είπε πολύ καλά την αιτία, για την οποία ούτε άγγελοι ούτε αρχάγγελοι, αλλά άνθρωποι ορίσθηκαν προϊστάμενοι στις εκκλησίες, για να μπορούν να συμπονούν με τους συνανθρώπους τους, έχοντας τη συνείδηση των δικών τους αμαρτημάτων μέγιστη διδασκαλία ταπεινοφροσύνης; Γιατί πραγματικά και αυτός περιβάλλεται, λέγει, από αδυναμία και εξ αιτίας της είναι υποχρεωμένος να προσφέρει θυσίες για αμαρτίες και για τον εαυτό του, όπως για το λαό. Αυτό λοιπόν και τώρα γίνεται, γιατί στεκόμαστε κοντά στην ιερή αυτή τράπεζα και προσφέρουμε τη φοβερή θυσία και όπως για τα αμαρτήματα του λαού ζητούμε να συγχωρηθούν, έτσι και για τα δικά μας παρακαλούμε και προσευχόμαστε και ικετεύουμε και για όλους προσφέρουμε τη θυσία.(ΕΠΕ 33,197-201)

    Είσαι πλούσιος; Δε σε εμποδίζω. Είσαι άρπαγας; Σε κατηγορώ. Έχεις τα δικά σου; Απολάμβανέ τα. Παίρνεις τα ξένα; Δε σιωπώ. Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο την αμαρτία σου εμποδίζω. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει το μίσος, δε μ’ ενδιαφέρει η έχθρα˙ ένα πράγμα μόνο μ’ ενδιαφέρει, η προκοπή των ακροατών μου.
    Και οι πλούσιοι είναι δικά μου παιδιά, και οι φτωχοί δικά μου παιδιά˙ η ίδια κοιλιά πονούσε και για τους δύο, οι ίδιοι πόνοι τους γέννησαν και τους δύο. Αν λοιπόν ενοχλείς το φτωχό, σε κατηγορώ. Εξάλλου δεν είναι τόσο μεγάλη η ζημία του φτωχού όσο του πλουσίου. Γιατί ο φτωχός δεν παθαίνει καμιά μεγάλη ζημία, αφού ζημιώνεται σε χρήματα, εσύ όμως ζημιώνεσαι στην ψυχή.
    Όποιος θέλει ας με αποκεφαλίσει, όποιος θέλει ας με λιθοβολήσει, όποιος θέλει ας με μισήσει, γιατί οι επιβουλές είναι για μένα εγγυήσεις για στεφάνια και τα τραύματα πλήθος βραβείων.
    Δε φοβάμαι λοιπόν την επιβουλή, ένα μόνο φοβάμαι, την αμαρτία. Ας μη με κατηγορήσει κανείς για αμαρτία, και ας με πολεμάει η οικουμένη ολόκληρη. Γιατί ο πόλεμος αυτός με κάνει περισσότερο λαμπρό. Έτσι θέλω ν’ ασκήσω και σας. Μη φοβηθείτε την επιβουλή του άρχοντα, αλλά φοβηθείτε τη δύναμη της αμαρτίας. (ΕΠΕ,33,117)

αετοί
για τη θ. Κοινωνία
Η θυσία απαιτεί να προσερχόμαστε με ομόνοια και θερμή αγάπη.
Ως αετοί του πνεύματος να πετάμε σε ουράνιο χώρο.
Μάλλον δε και πάνω από τον ουρανό.
Διότι η Τράπεζα αυτή είναι για τους αετούς,
όχι για τις καρακάξες.
Ε.Π.Ε. 18α,96

αθανασία
και πρόσκαιρα
Παρακαλώ, να επιζητάμε εκείνα, που μένουν αιώνια και δεν επιδέχονται καμμιά μεταβολή. Ε
.Π.Ε. 5,610

του κακού
Ο Αδάμ αμάρτησε, διότι είχε θνητό σώμα; Καθόλου.
Αν πραγματικά ήταν θνητό το σώμα του, δεν θα ετιμωρείτο με θάνατο.
Καθόλου το θνητό σώμα δεν εμποδίζει την αρετή.
Αντίθετα συντελεί στη σωφροσύνη και βοηθεί πάρα πολύ.
Ε.Π.Ε. 18,488

και ανάστασις
Κι αν η ψυχή μυριάδες φορές είναι αθάνατη, όπως ασφαλώς και είναι,
δεν θ’ απολαύση χωρίς το σώμα τα απερίγραπτα εκείνα αγαθά,
όπως φυσικά και δεν θα κολαστή χωρίς το σώμα.
«Όλα, λέει ο Παύλος, πρέπει να φανερωθούν μπροστά στο βήμα του Χριστού,
για να λάβη καθένας ό,τι του αρμόζει για όσα έπραξε με το σώμα του,
είτε αγαθά, είτε κακά».
Τα έλεγε αυτά ο Παύλος, για να τους στηρίζη στην αλήθεια της αναστάσεως των σωμάτων,
αλλά και για να τους πείθη για την αθάνατη ζωή,
για να μη νομίζουν, ότι τα ανθρώπινα τελειώνουν όλα στην παρούσα ζωή.
Ε.Π.Ε. 18α,598-600

και στους ειδωλολάτρες
Επειδή ο θάνατος φανερώνει τη θνητή φύση του ανθρώπου,
ο διάβολος προβάλλει άλλο δρόμο (για τη θεοποίηση ανθρώπων) την αθανασία της ψυχής.
Μ’ αυτήν ανακατεύει την υπερβολική κολακεία και πολλούς τους εκτρέπει σε ασέβεια.
Και βέβαια, όταν εμείς οι χριστιανοί μιλάμε για την αθανασία της ψυχής,
όπως πρέπει, κοντράρει το λόγο. Όταν όμως εκείνος θέλει πάνω σ’ αυτήν να στεριώση τους ψεύτικους θεούς του,
τότε με πολλή μαεστρία στηρίζει την αθανασία.
Ε.Π.Ε. 20,48

η ζωή του Χριστού
«Ζωήν λέγει την αθάνατον. Τούτο γαρ έστιν, «ίνα Θεώ ζήσω».
Ε.Π.Ε. 20,274

και στην κόλαση και στον παράδεισο
Όλα τα αγαθά και τα κακά τούτης της ζωής τελειώνουν και μάλιστα γρήγορα.
Στην άλλη ζωή και τα δυο είναι αθάνατα. Επεκτείνονται στους ατέλειωτους αιώνες.
Ως προς δε την ποιότητα, διαφέρουν τόσο πολύ τα εδώ με τα εκεί,
όσο κανένας δεν μπορεί να περιγράψει.
Ε.Π.Ε. 28, 786

αθάνατος θάνατος
«Τον αθάνατον θάνατον διαφεύγομεν»
Ε.Π.Ε. 12, 556

ο θάνατος εξ αιτίας της αμαρτίας
Ας αποφύγουμε την τόσο οδυνηρή ζωή της αμαρτίας,
διότι και μετά την οδύνη αυτή θ’ ακολουθήσει θάνατος,
θάνατος αθάνατος.
Ε.Π.Ε. 12, 556

ο θάνατος
Αν η μέρα του θανάτου μας πιάση να κοιμόμαστε (ν’ αδιαφορούμε),
θ’ ακολουθήσει θάνατος αθάνατος.
Ε.Π.Ε. 17,536

πλάστηκε ο Αδάμ
Απ’ την αρχή ήθελε να σε κάνη ο Θεός αθάνατον, αλλά συ δεν θέλησες.
Πραγματικά, ενδείξεις αθανασίας ήσαν: η συνοίκησις με το Θεό, η απουσία ταλαιπωριών απ’ τη ζωή,
η απαλλαγή από λύπη και φροντίδες και κόπους και όλα τα αλλά θνητά στοιχεία.
Ε.Π.Ε. 18,486


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 107-108)

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο περίφημος ρουμάνος ασκητής Κλεόπας Ιλίε βρισκόταν στο ιερό ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία για να προσευχηθή μια γυναίκα που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ.
« Προσκυνούσε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο π. Κλεόπας. Δεν γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχώς από την Ωραία Πύλη. Εκείνη, αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε από την καρδιά της αυτά τα λόγια:
-Κύριε, μη με εγκαταλείπης! Κύριε, μη με εγκαταλείπης!
Είδα τότε ένα λαμπρό κίτρινο φως γύρω της και τρόμαξα! Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά- σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φως, σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω από την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Ιδού λοιπόν, ποιος έχει το δώρο της προσευχής! Να που οι λαϊκοί ξεπερνούν καμμιά φορά τους μοναχούς! Εγώ έκανα μετά προσκομιδή και από την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαρτιά της μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι υπάρχουν εκλεκτοί σ’ αυτόν τον κόσμο!»

( Διάλογοι με ρουμάνους πατέρες)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.217-218)

Η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο

- Γέροντα, τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να γίνη γνωστό στους άλλους ό,τι καλό κάνουμε, ενώ έχει τόση γλυκύτητα, τόση απαλάδα, το να ζη και να εργάζεται κανείς στην αφάνεια;
- Το πιο σπουδαίο είναι ότι, όταν ο άνθρωπος έχη εσωτερικότητα και προσπαθή να μη γίνεται γνωστό το καλό που κάνει, αυτό είναι αισθητό στους άλλους· όλοι τον ευλαβούνται και τον αγαπούν, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνη.
Πόσο συμπαθής είναι ο ταπεινός άνθρωπος και πόσο αποκρουστικός ο υπερήφανος! Τον υπερήφανο κανείς δεν τον αγαπάει, ακόμη και ο Θεός τον αποστρέφεται. Βλέπεις, και τα μικρά παιδιά, αν δουν κανένα παιδί λίγο υπερήφανο, το κοροϊδεύουν, ενώ ένα παιδί σιωπηλό, συνετό, πόσο το εκτιμούν! Ή, αν δουν κανέναν να περπατάη καμαρωτός-καμαρωτός, τον παίρνουν μυρωδιά και τον κοροϊδεύουν. Θυμάμαι κάποιον στην Κόνιτσα που, ενώ πέθαινε από την πείνα, φορούσε κάθε μέρα κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικο και έβγαινε στην πλατεία καμαρωτός. Τα παιδάκια, μόλις τον έβλεπαν, πήγαιναν από πίσω του και παρίσταναν πώς περπατούσε. Μικρούτσικα παιδάκια τώρα! Πόσο μάλλον οι μεγάλοι καταλαβαίνουν τον υπερήφανο άνθρωπο! Μη βλέπης που δεν μιλούν, για να μην τον εκθέσουν· από μέσα τους όμως αηδιάζουν.
Όποιος θέλει να προβάλλη τον εαυτό του, τελικά γελοιοποιείται. Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σινά, είχε έρθει ένας παπάς που τον έλεγαν Σάββα. Ήταν λίγο κενόδοξος, είχε και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Μια μέρα οι Βεδουΐνοι ανέβαζαν στο μοναστήρι ένα βαρύ πράγμα με το βίντσι και, καθώς το σήκωναν, φώναζαν, για να συγχρονισθούν, «σάουα-σάουα», δηλαδή «όλοι μαζί». Τους άκουσε ο παπα-Σάββας κι έτρεξε αμέσως έξω. «Βρε, ακόμη δεν ήρθα, λέει, και "Σάββα" φωνάζουν! Και εδώ όλοι με έμαθαν!». Νόμιζε ότι οι Βεδουΐνοι φώναζαν «Σάββα, Σάββα»! Μόλις το άκουσα, με έπιασαν τα γέλια! Είναι να μη γελάσης; Όπως δουλεύει το μυαλό του ανθρώπου, έτσι τα ερμηνεύει όλα... Άμα ο άνθρωπος είναι λίγο φαντασμένος, όλα φαντασμένα τα ερμηνεύει.
- Γέροντα, από υπερηφάνεια το κάνει;
- Είναι αιχμάλωτος στην κενοδοξία, τον κλέβει και η φαντασία και φθάνει μετά... Μου έλεγε ένας μοναχός πως, όταν ήταν λαϊκός, είχε δώσει σε κάποιον ένα επίσημο επανωφόρι. Μια μέρα που βρέθηκαν μαζί σε μια συντροφιά, εκείνος το φορούσε, οπότε κάποια στιγμή λέει: «Αυτό το παλτό ξέρετε από που το έχω; Από το Παρίσι! Αν ξέρατε και πόσο το αγόρασα!». Και να είναι εκεί μπροστά και ο άλλος που του έδωσε το επανωφόρι ευλογία!
- Καλά, Γέροντα, ανόητος ήταν;
Μα πιο ανόητος από τον υπερήφανο υπάρχει; Τελικά η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο.

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 84-86)

Ο ΑΒΒΑΣ ΔΑΝΙΗΛ, ο Πρεσβύτερος της σκήτης, πολύ γέρος πια, διηγούνταν στους αδελφούς διάφορα ανέκδοτα από την ζωή του. Κάποτε τους είπε κι αυτήν εδώ την διδακτική ιστορία:
Όταν πολύ νέος κι άπειρος πρωτοβγήκα στην έρημο για να σώσω την ψυχή μου, έμεινα σε μια καλύβα μοναχική στην ανω Θηβαΐδα. Μια φορά τον μήνα κατέβαινα στο πιο κοντινό κεφαλοχώρι, για να πουλάω το εργόχειρό μου και να προμηθευομαι το ψωμάκι μου.
Στα χέρσα χωράφια, πολύ έξω από το χωριό, είχε στήσει την καλύβα του και ένας λατόμος. Ζούσε ολομόναχος, αφοσιωμένος στην δουλειά του. Ο Ευλόγιος, έτσι τον έλεγαν, παρ’ όλη την φτώχεια του, -ένα ευτελέστατο ημερομίσθιο έπαιρνε από την κοπιαστική του εργασία- ήταν ελεήμων και φιλόξενος. Κάθε βράδυ, όταν σχολούσε, κατέβαινε στο χωριό, αγόραζε λίγα τρόφιμα κι ύστερα πήγαινε στον δημόσιο δρόμο. Στεκόταν και περίμενε να δει ποιος ξένος διαβάτης και μάλιστα φτωχός δεν είχε που να πάει, για να τον προσκαλέσει στο φτωχικό του να τον φιλοξενήσει. Έπρεπε απαραιτήτως να πλύνει τα πόδια του ξένου του, να του στρώσει τραπέζι και να του παραχωρήσει το στρώμα του. Ο ίδιος τότε επεφτε σ’ έναν σωρό άχυρα, που φύλαγε γι’ αυτή την δουλειά στο καλύβι του.
Έτρωγε μόνο το βράδυ ό,τι είχε περισσέψει από τον ξένο. Αν του έμενε κανένα κομμάτι ψωμί, το φύλαγε στο ταγάρι του για να ταίσει την άλλη μέρα τ’ αδέσποτα σκυλιά που είχαν κι αυτά θέση στην καρδιά του. Οι πιο συνηθισμένοι ξένοι του ήταν οι Ερημίτες, που κατέβαιναν στην πολιτεία να πουλήσουν τα εργόχειρά τους. Αυτούς τους δεχόταν με ξεχωριστή αγαπη. Ένιωθε τόση ικανοποίηση, όταν τους πρόσφερε τις περιποιήσεις του, που θα έλεγε κανείς πως στα πρόσωπά τους έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό.
Έτυχε να φιλοξενηθώ κι εγώ πολλές φορές στην καλύβα του Ευλογίου. Θαύμαζα την καλοσύνη και την ταπεινότητά του κι έλεγα στον εαυτό μου: αν ο Ευλόγιος ήταν πλούσιος, θα έκανε πολλά καλά στον κόσμο, αφού τώρα, με τόση φτώχεια, είναι τόσο γενναιόδωρος. Και σαν άπειρος που ήμουν, αποφάσισα να ζητήσω μ' επιμονή από τον Θεό την χάρη να δώσει πλούτη στον αγαθό λατόμο. Έμεινα νηστικός τρεις συνεχείς έβδομάδες και στο διάστημα αυτό έκανα θερμή προσευχή για τον Ευλόγιο. Ύστερα, εξαντλημένος εντελώς από την ασιτία, έπεσα σχεδόν χωρίς πνοή στην ψάθα μου και βυθίστηκα σ’ έναν λήθαργο. Τότε ένιωσα να με πλησιάζει ένας νέος ιεροπρεπής και να με ρωτά με συμπάθεια γιατί ήμουν τόσο εξαντλημένος.
- Έταξα στον Θεό, αποκρίθηκα, να μην βάλω τροφή στο στόμα μου, έως ότου δεχθεί την προσευχή μου και δώσει στον Ευλόγιο πολλά αγαθά, να κάνει ελεημοσύνες.
- Δεν είναι σωστό αυτό που ζητάς, γιατί θα του βλάψει την ψυχή, είπε εκείνος. Όπως είναι τώρα, είναι πολύ καλά.
- Όχι, αντιλόγησα εγώ. Αν αποκτήσει πολλά, θα δίνει και πολλά.
- Δίνεις έγγύηση για την ψυχή του;
- Ναι, Κύριε, φώναξα τότε. Ευλόγησε τ’ αγαθά του κι από τα χέρια μου ν’ απαιτήσεις την ψυχή του.
Είχα ξεστομίσει λόγο βαρύ. Μου φάνηκε ξαφνικά πως βρεθηκα στα Ιεροσολυμα, στον ναό της Αναστάσεως, και είδα τον ίδιο ιεροπρεπή νέο καθισμένο επάνω στην πλακα του Αγίου Τάφου. Δεξιά του στεκόταν ο Ευλόγιος. Ήταν κι άλλοι πολλοί λαμπροφορεμένοι γύρω.
- Αυτός είναι που εγγυήθηκε για τον Ευλόγιο; τους είπε ο νέος δείχνοντάς με.
- Ναι, Κύριε, είπαν εκείνοι κλίνοντας με σεβασμό την κεφαλή.
- Επανάλαβέ του πως θ΄ απαιτήσω οπωσδήποτε την εγγύηση.
- Ναι, Κύριε, πρόλαβα ν' απαντήσω εγώ, μόνο κάνε αυτό που σου ζητώ.
Είδα τότε να πέφτουν σαν βροχή χρυσά νομίσματα στον κόλπο του Ευλογίου. Όσο πιο πολλά έπεφταν, τόσο δεχόταν εκείνος. Κατάλαβα πως έγινε δεκτή η δέησή μου κι από την χαρά μου ξύπνησα δοξάζοντας τον Θεό.
Ανίδεος ο λατόμος από το δικό μου ενδιαφέρον για κείνον, πήγε μια μέρα, όπως συνήθιζε, πριν ακόμη φέξει, στην δουλειά του. Πήρε στα χέρια την αξίνα να χτυπήσει μια πέτρα. Άκουσε υπόκωφο κρότο. Έδωσε δεύτερο χτυπημα. Η πέτρα υποχώρησε κι ανοίχτηκε μπροστά του μια βαθιά τρυπα, γεμάτη ως επάνω χρυσά νομίσματα. Ο φτωχός λατόμος σάστισε. Τόσο χρυσάφι δεν είχε ούτε στα όνειρά του δει. Τί έπρεπε να κάνει; Έριξε μια ματιά ολόγυρα. Δεν φαινόταν κανείς. Ήταν ολομόναχος. Σκέπασε προσεκτικά τον θησαυρό κι έπεσε σε μεγάλη συλλογή.
- Αν κρατήσω τόσο χρυσάφι, έλεγε στον εαυτό του, και εξακολουθήσω να μένω εδώ, θα με υποψιαστούν οι άνθρωποι πως το έκλεψα. Θα το μάθει ο Έπαρχος και χωρίς αμφιβολία θα με φυλακίσει. Έτσι κινδυνεύω να χάσω και τον θησαυρό και την έλευθερία μου. Πρέπει να φύγω μακριά, σε ξένο τόπο, που να είμαι άγνωστος.
Αφού πήρε την απόφαση, έφερε σακκιά από την καλύβα του, νοίκιασε κι ένα ζώο με την πρόφαση πως θέλει να μεταφέρει πέτρα. Κατέβηκε στον ποταμό, ναύλωσε πλοίο κι έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή εκείνη βασίλευε ακόμη ο Ιουστίνος, ο γέρων. Ο Ευλόγιος αγόρασε ένα αρχοντικό, που μέχρι σήμερα ακόμη το λένε του αιγυπτίου. Πήρε δούλους. Φόρεσε πολυτελέστατα φορέματα. Και με το χρυσάφι του απόκτησε αξιώματα. Έτσι, μέσα σε λίγο καιρό έγινε αυλικός κι ονομάστηκε Αρχών.
Στο διάστημα αυτό οι Ερημίτες κι οι φτωχοί διαβάτες στην Αίγυπτο έχασαν τόσο απρόοπτα τον συμπαθή λατόμο και την φιλοξενία του, που απορούσαν. Κανείς δεν ήξερε τί είχε απογίνει.
Πέρασαν δυό χρόνια από τότε. Εγώ που στο μεταξύ είχα βρει κάποιο διακονητή να δίνει το εργόχειρό μου, δεν έτυχε να κατέβω στην πολιτεία. Έτσι δεν είχα ιδέα από όσα συνέβησαν στον Ευλόγιο. Μια νύχτα όμως είδα στ’ όνειρό μου πως βρεθηκα πάλι στον ναό της Αναστάσεως. Ο λαμπροφορεμένος νεανίας καθόταν όπως πριν, επάνω στην πλακα του Παναγίου Τάφου. Μόλις τον αντίκρισα εγώ, έφερα για πρώτη φορά από τότε στον νου μου τον λατόμο. Τί να έχει γίνει, άραγε; άρχισα να διερωτώμαι. Δεν πρόφθασα να τελειώσω καλά-καλά την σκέψη μου κι είδα να καταφθανει ένας άγριος άραπης που έσερνε με μανία πίσω του τον Ευλόγιο.
- Αλίμονο σ’ εμέ τον αμαρτωλό, φώναξα τρομαγμένος, καθώς αναλογίστηκα την εγγύηση που τόσο ασυλλόγιστα είχα δώσει. Έχασα την ψυχή μου.
Μόλις ξημέρωσε, κατέβηκα στην πόλη, με την πρόφαση να πουλήσω τα πανέρια μου. Στην πραγματικότητα όμως για να συναντήσω, όπως τουλάχιστον έλπιζα, τον λατόμο. Βράδιασε κι εγώ γύριζα άσκοπα επάνω-κάτω στον δημόσιο δρόμο, εκεί που περίμενε άλλοτε να βρει ξένους ο Ευλόγιος. Μα δεν φαινόταν κανείς να με προσκαλεσει, για να με φιλοξενήσει. Τέλος, αποφάσισα να πάω μόνος μου ως την καλύβα. Χτύπησα την πόρτα, που άλλοτε την έβρισκα πάντοτε ανοιχτή. Ήρθε και μου άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ζήτησα φιλοξενία. Με πέρασε μέσα απρόθυμα. Καθώς μου ετοίμαζε κάτι πρόχειρο να φάω, άρχισε να με παρατηρεί:
- Αββά, είσαι νέος ακόμη και δεν κάνεις καλά να κατεβαίνεις και να βραδιάζεσαι στις πολιτείες. Ο κόσμος έχει παγίδες για τους νέους και για τους καλόγερους πιο πολλές.
- Τί θες να κάνω, κυρούλα, που έχω ανάγκη να πουλάω πανέρια και ν’ άγοράζω το ψωμάκι μου;
- Αν είναι ανάγκη, καθώς λες, τουλάχιστον μην ξενυχτάς έξω από την καλύβα σου.
- Δεν υπάρχει στα μέρη αυτά κανένας θεοφοβούμενος άνθρωπος να φιλοξενεί τους Ερημίτες; ρώτησα με τρόπο, για να πάρω τις πληροφορίες που ήθελα.
- Υπήρχε άλλοτε, είπε η κυρούλα και στέναξε.Έμενε μάλιστα σε τούτη εδώ την καλύβα. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, που φρόντιζε πολύ τους ξένους και μάλιστα τους αγίους Γέροντες, που να ’χουμε την ευχή τους. Μα ο Θεός που είδε τις καλοσύνες του, ευλόγησε τα υπάρχοντά του. Και καθώς λένε, Αββά, έγινε μέγας και πολύς, τρανός άρχοντας σήμερα στην Βασιλευουσα.
- Τί μου λες; είπα με έκπληξη, προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου.
- Έτσι ακούω, Αββά.
- Εσύ, άθλιε, είσαι υπευθυνος για όλα τούτα τα κακά, έλεγα και ξανάλεγα στριφογυρίζοντας άυπνος όλη νύχτα στο ψαθί που μ’ έβαλε να πλαγιάσω η κυρούλα. Θυμήσου την Εγγύηση.
Την άλλη μέρα, χωρίς αναβολή, βρήκα πλοίο κι έφυγα για την Κωνσταντινούπολη. Έψαχνα ρωτώντας αρκετές ημέρες στην απέραντη πόλη, εως ότου βρήκα την κατοικία του Ευλογίου. Που να μ’ αφήσουν όμως να μπω μέσα οι χρυσοστολισμένοι θυρωροί! Έβλεπαν τα φτωχικά μου ρούχα και μ’ έδιωχναν άσπλαχνα. Περίμενα λοιπόν ώρα πολλή στην εξώθυρα, να βρω ευκαιρία να μιλήσω στον εκλαμπρότατο, όταν θα έμπαινε ή θα έβγαινε από το παλάτι του. Τέλος, τον είδα να βγαίνει. Φορούσε βασιλικά σχεδόν ρούχα. Περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος υπηρέτες, είχε ύφος πολύ αγέρωχο. Όταν πλησίασε να μπει στο πολυτελεστατο αμάξι, που τον περίμενε στην πόρτα, τολμησα να κάνω δυό βήματα μπροστά για να του μιλήσω.
- Άρχοντά μου, είναι ανάγκη να σου πώ δυό λόγια.
Θα με πέρασε σίγουρα για ζητιανο, γιατί δεν καταδέχτηκε να μου ρίξει ούτε μια ματιά, ενώ οι δούλοι του μ’ έδιωξαν με τον χειρότερο τρόπο.
Δεν έχασα την υπομονή μου. Πήγα και την άλλη μέρα και την άλλη. Δυό ολόκληρες εβδομάδες περίμενα μάταια από το πρωί ως το βράδυ, νηστικός έξω από την κατοικία του Ευλογίου. Ο υπερήφανος άρχοντας δεν μου ’δινε σημασία. Οι σκληροί υπηρέτες του με απομάκρυναν με βία. Όταν, τέλος πάντων, δοκίμασα ο ταλαίπωρος να του μιλήσω άλλη μια φορά φωνάζοντάς τον με τ’ όνομά του, για να καταλάβει πως είμαι παλιός γνώριμός του, τόσο πολύ οργίστηκε ένας από τους θυρωρούς, που μ’ άφησε σχεδόν αναίσθητο στον δρόμο από το ξύλο.
- Ας γυρίσω πίσω στον τόπο μου, είπα απελπισμένος πια, όταν συνήλθα. Ο Θεός, αν θέλει, ας σώσει τον Ευλόγιο.
Κατέβηκα στο λιμανι και βρήκα καράβι για την Αλεξάνδρεια. Όσο κράτησε σχεδόν το ταξίδι, καθώς ήμουν αποκαμωμένος από τόσων ήμερων ταλαιπωρία, τραυματισμένος ακόμη από τα χτυπήματα του άσπλαχνου θυρωρού και υπερβολικά θλιμμένος στην ψυχή, έπεσα σε ύπνο βαθύ. Και πάλι ονειρεύτηκα πως βρεθηκα στην αγία Πόλη, στον Τάφο του Χριστού. Και πάλι ο γνώριμος ιεροπρεπής νεανίας καθόταν στο ίδιο μέρος. Τώρα όμως ήταν απειλητικός. Με κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό από την κορυφή ως τα νύχια και μου είπε με φωνή αύστηρή που μ’ έκανε σύγκορμα να τρέμω:
- Για που φευγεις; Δεν θα πληρώσεις την εγγύηση;
Από τον φόβο μου δεν έβγαζα μιλιά. Τότε πρόσταζε δύο αξιωματούχους που του παραστέκονταν να με συλλάβουν. Εκείνοι μ έπιασαν αμέσως. Μ’ έδεσαν πισθάγκωνα και με κρέμασαν με το κεφάλι κάτω.
- Μάθε να μην δίνεις εγγύηση υπέρ την δύναμή σου και να μην αντιλέγεις στον Θεό, τους ακόυσα να λένε.
Ήμουν βέβαιος πια πως έφτασε το τέλος μου. Ξαφνικά ακούστηκε φωνή χαρμόσυνη:
- Έρχεται η Βασίλισσα.
Και φάνηκε η Κυρία του Ουρανού και της γης με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια.
- Δέσποινα του κόσμου, βρήκα την δύναμη να φωνάξω στην απελπισία μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό και σώσε με.
Έστρεψε προς το μέρος μου το φιλάνθρωπο βλέμμα της.
- Τί ζητάς;
- Τιμωρούμαι για την εγγύηση του Ευλογίου, Δεσποινα.
- Θα μεσιτευσω για σένα, μου είπε με συμπάθεια.
Την είδα να προχωρά και να γονατίζει εμπρός στον Νεανία, με τα δύο χέρια ψηλά σε σχήμα ικεσίας. Του μιλούσε και με το βλέμμα της με έδειχνε. Δεν ακόυσα τους λόγους, μόνο την διαταγή που έδωσε Εκείνος να με ελευθερώσουν αμέσως.
- Πήγαινε, μου είπε, και περιμενε να δεις πως θα επαναφέρω τον Ευλόγιο στην πρώτη του κατάσταση. Εσύ όμως μην τολμήσεις να επαναλάβεις τέτοια άστοχη πράξη.
Ξύπνησα ανακουφισμένος. Μου φαινόταν πως είχε φύγει από πάνω μου ασήκωτο φορτίο. Ευχαριστούσα με ευγνωμοσύνη τον Κύριο και την αγία Του Μητέρα.
Ύστερα από λίγες ημέρες εγώ έφτασα στο κελλί μου. Στην Κωνσταντινούπολη όμως συνέβησαν αυτά τα αναπαντεχα γεγονότα. Ο Γέροντας Ιουστίνος πέθανε και μερικοί μεγιστάνες, μεταξύ των οποίων και ο Ευλόγιος συνωμότησαν εναντίον του νέου αυτοκράτορα. Αλλά η συνωμοσία πολύ γρήγορα ανακαλύφθηκε και όλοι οι ένοχοι, εκτός από τον Ευλόγιο, συνελήφθησαν και θανατώθηκαν. Αυτός πρόλαβε και μεταμφιεσμένος δραπέτευσε στην πατρίδα του την Αίγυπτο. Έτσι έσωσε μεν την ζωή του, αλλά επέστρεψε πάμφτωχος στο παλιό του λατομείο.
Μια από εκείνες τις ημέρες κατέβηκα κι εγώ στο χωριό για δουλειά. Καθώς γύριζα στην έρημο με την δύση του ήλίου, συνάντησα, προς μεγάλη μου έκπληξη, στο συνηθισμένο σταυροδρόμι τον λατόμο να ψάχνει για ξένους. Μόλις με είδε, με πλησίασε ταπεινά, όπως τα παλιά καλά χρόνια, και με παρακάλεσε να καταδεχτώ να φιλοξενηθώ στο φτωχό του καλύβι. Τον ακολούθησα κι εκλαιγα από συγκίνηση.
- Πράγματι! «Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί» (Α' Βασιλ. β' 7), μονολογούσα καθώς πηγαινα και δόξαζα τον Πάνσοφο Θεό μαζί με την Προφήτιδα Άννα.
Μόλις φτάσαμε στην γνωστή μου καλύβη, μου έπλυνε τα πόδια και μου έστρωσε τράπεζα.
- Πώς περνάς, Ευλόγιε; τον ρώτησα, όταν αποφάγαμε.
- Κάνε μου προσευχή, Αββά, μου αποκρίθηκε, γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια. Μου λείπουν τόσα πολλά, για να τα βγάλω πέρα στην ζωή.
Αναστέναξε βαθιά κι έπεσε σε συλλογή.
- Είθε να μην είχες αποκτήσει ποτέ σου εκείνα που σου αφαίρεσαν την γαλήνη της ψυχής σου, του είπα εγώ.
Με κοίταξε αρκετή ώρα με απορία.
- Γιατί μιλάς έτσι, Αββά; Μήπως σ’ έχω ποτέ σκανδαλίσει;
Εγώ τότε του διηγήθηκα σ’ όλες της τις λεπτομέρειες την παραπανω ιστορία. Δεν θα ξεχάσω σ’ όλη μου την ζωή τα δάκρυα που έχυσε εκείνο το βράδυ, μαθαίνοντας τις συνταρακτικές μου αποκαλύψεις. Ύστερα εξομολογήθηκε με συντριβή όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει, όταν ήταν άρχοντας στην Κωνσταντινούπολη. Το πρωί που τον αποχαιρέτησα να φύγω, με παρακάλεσε:
- Προσευχήσου, Αββά Δανιήλ, να μου δίνει ο Θεός τόσα μόνο, όσα μου αρκούν να ζήσω και να δίνω από το υστέρημά μου ελεημοσύνη στους φτωχούς»


(Γεροντικό, Σταλαγματιές απὀ την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.107-1114)

Επιδράσεις που δέχονται τα παιδιά από το περιβάλλον

-Από ποιά ηλικία, Γέροντα, τα παιδιά επηρεάζονται από το περιβάλλον;
-Τα παιδιά από την κούνια ακόμη αντιγράφουν τους γονείς.
Ξεσηκώνουν ό,τι βλέπουν να κάνουν οι μεγάλοι και τα γράφουν όλα στην άδεια κασέτα τους.
Γι’ αυτό οι γονείς πρέπει να αγωνισθούν να κόψουν τα πάθη τους.
Ασχετα αν μερικά τα κληρονόμησαν από τους δικούς τους γονείς, θα δώσουν λόγο στον Θεό,
όχι μόνο γιατί δεν αγωνίσθηκαν να τα κόψουν, αλλά και γιατί έχουν ευθύνη που τα μεταδίδουν στα παιδιά τους.
-Γέροντα, παιδάκια που έχουν την ίδια αγωγή από το σπίτι τους, πώς γίνεται μερικές φορές να μη μοιάζουν καθόλου;
-Συχνά το παιδί δέχεται και πολλές επιδράσεις από το εξωτερικό περιβάλλον.
Αλλά, όταν μεγαλώση, αν έχη καλή διάθεση, ο Θεός θα του δώση περισσότερη φώτιση,
για να καταλάβη τις αρνητικές επιδράσεις που έχει δεχθή και να αγωνισθή να τις αποβάλη.
Σήμερα υπάρχει στον κόσμο μια κακότητα. Πάνε να καταστρέψουν τα παιδιά από μικρά.
Αντί να τα φρενάρουν από το κακό, μέχρι να ενηλικιωθούν, τα εμποδίζουν και από το καλό.
Και ύστερα, τα κακόμοιρα, όταν πέφτουν στην αμαρτία και ταλαιπωρούνται, θέλουν να σηκωθούν και δεν ξέρουν πώς να σηκωθούν.
Γιατί, άμα πάρουν τον γλυκό κατήφορο, δύσκολα μπορούν να σταματήσουν.
Έρχονται στο Καλύβι παιδιά είκοσι πέντε, είκοσι επτά χρονών, που παίρνουν ναρκωτικά κ.λπ., και τα καημένα ζητούν βοήθεια.
Έτυχε μια φορά να βοηθήσω ένα-δυό παιδιά να πάρουν μια καλή στροφή, και τώρα φέρνουν τον φίλο τους,
τον φίλο του φίλου τους, για να βοηθηθούν. Σου σπαράζουν την καρδιά.
Ένα παιδί, το καημένο, έπαιρνε βαριά ναρκωτικά και ήταν τελείως για πεθαμό. Τα χέρια του, τα δόντια του ήταν χάλια.
Ύστερα τα σταμάτησε και βοήθησε και άλλους νέους.
Κάπου δεκαπέντε παιδιά ήταν στην συντροφιά του και όποιο ερχόταν μετά έλεγε: «Είμαι του τάδε».
Τον είχαν για ...Γέροντα! Πολλά όμως έχουν φθάσει στον γκρεμό, κάνουν ενέσεις, πουλούν το αίμα τους...
Καταστρέφουν και τον εαυτό τους, καταστρέφουν και τους γονείς τους.
Και βλέπεις, ο πατέρας να πεθαίνη από εγκεφαλικό, η μητέρα από καρδιά, από συκώτι...

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 101-102)

"Με τέτοια πίστη δεν χρειάζεσαι τους γιατρούς"

Ρωτήσαμε τον πατέρα Πορφύριο πώς συμβαίνει, πολλές φορές, άνθρωποι να γίνονται καλά από αθεράπευτες ασθένειες,
κι εκείνος απάντησε: "Δια της πίστεως". Τον ρωτήσαμε τί εννοούσε "δια της πίστεως"
και μας εξήγησε ότι, αν ο ασθενής εγκαταλείψει τη φυσική γνώση των γιατρών και τα αφήσει στο Θεό,
τότε κάνει την πρόνοια του Θεού να αναλάβει να τον κάνει καλά. Και γίνεται έτσι καλά!
Να, ήλθε, μας είπε, μία κυρία με καρκίνο στο μαστό και μου λέει: Εγώ δεν θα πάω πουθενά, ούτε σε γιατρούς
ούτε σε κανένα και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει.
Κι εγώ της είπα: Αφού έχεις τόση πίστη στο Θεό, τους γιατρούς δεν τους χρειάζεσαι.
[Πορ. 31]

"Ο καρκίνος του Γέροντα και η αγία υπομονή του"

Όταν μου το είπαν οι γιατροί ότι έχω καρκίνο, μετά από τις εξετάσεις που έκαναν,
το χάρηκα και είπα: Δόξα σοι ο Θεός. Μετά από τόσα χρόνια με ξέχασες το αίτημά μου.
Έχω καρκίνο εδώ, στην υπόφυση. Αυτή έχει κάνει όγκο που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό χίασμα.
Γι' αυτό άρχισα να μη βλέπω.Με αυτό το μάτι βλέπω λίγο φως • με το άλλο βλέπω τους ανθρώπους σαν σιλουέτες,
αλλά δε βλέπω με αυτά τα μάτια τα χαρακτηριστικά τους. Η γλώσσα μου έχει γίνει χονδρή και μακριά.
Με δυσκολεύει μέσα στο στόμα μου και η φωνή μου έχει αλλάξει. Έχω πόνους φοβερούς.
Όταν πονώ, κάνω υπομονή και προσεύχομαι. Στον πολύ πόνο δεν μπορώ να προσευχηθώ.
Όμως δεν γογγύζω ούτε παραπονούμαι. -Γέροντα, να παίρνετε κανένα παυσίπονο. Να ανακουφίζεσθε. -Δεν παίρνω.
Λέω αυτό που σου είπα: Δεν ξέρει ο Χριστός ότι πονάω; Το ξέρει. Λοιπόν σηκώνω το Σταυρό του Χριστού υπομονετικά.
Πώς σου φαίνεται αυτό; Σου είπα. Μπορεί να με πουν τρελό. Όμως μ' αρέσει αυτή η τρέλα.
Δε σε υποχρεώνω να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Εσύ, όπως το καταλαβαίνεις, όσο μπορείς. Εγώ έτσι το καταλαβαίνω.
Σε αγαπώ, μωρέ, το ξέρεις; -Το ξέρω, Γέροντα. Κι εγώ σας αγαπώ και παρακαλώ δι' ευχών σας να με ελεήσει ο Θεός.
-Μέσα στους πόνους μου παρακαλώ το Θεό να με ελεήσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.
Όταν ο άνθρωπος φτάσει στην προπτωτική κατάσταση, δεν επιτρέπει ο Θεός αρρώστια.
Κι όταν Εκείνος θελήσει, μπορούμε αμέσως να γίνουμε υγιείς. Αυτά είναι δύσκολα.
Τα καταλαβαίνουν εκείνοι "οις δέδοται".
[Ά 67-9]

"Δε ζητώ από το Θεό να με κάνει καλά"

Τώρα πλέον μουδιάζουν τα πόδια μου, και δε με κρατούν να περπατώ.
Μόνο λίγο επί τόπου κάνω βήματα. Και ξεχνώ εύκολα. Δε ζητώ από το Θεό να με κάνει καλά.
Μόνο να μου συγχωρέσει τις αμαρτίες μου.
Συχνά σε σκέπτομαι και προσεύχομαι για σένα λέγοντας την ευχή για σένα: "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" .
Να παίρνεις συχνά τηλέφωνο.
[Ά 95]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.102-104)

    Τι άραγε πρέπει να κάνουμε σήμερα; Γιατί βλέποντας το πλήθος σας φοβάμαι να μακρύνω το λόγο. Πραγματικά όταν η διδασκαλία προχωράει περισσότερο, βλέπω πως πατάει ο ένας τον άλλο, πως στενοχωριέστε και η θλίψη από τη στενοχώρια ζημιώνει την προσεκτική ακρόαση. Γιατί ένας ακροατής που δεν έχει άνεση, δεν μπορεί να προσέχει με ενδιαφέρον τα λεγόμενα.
     Βλέποντας λοιπόν το πλήθος σας, όπως είπα, φοβάμαι να μακρύνω το λόγο˙ συλλογιζόμενος όμως τον πόθο σας, φοβάμαι να συντομεύσω τη διδασκαλία. Γιατί αυτός που διψάει, αν δε δει πρώτα γεμάτη τη φιάλη, ούτε στα χείλη του θα τη φέρει με ευχαρίστηση˙ αλλά και αν ακόμη δεν πρόκειται να την πιει ολόκληρη, θέλει να τη δει γεμάτη όλη. Γι’ αυτό δεν ξέρω ποιά μορφή να δώσω στην ομιλία. Γιατί θέλω με τη συντομία να ελαττώσω την κούρασή σας και με το μάκρος του λόγου να χορτάσω την επιθυμία σας. Αλλά και τα δύο αυτά πολλές φορές τα έκανα, και ούτε μία φορά ξέφυγα την κατηγορία. Ξέρω ότι πολλές φορές, επειδή σας λυπόμουν, σταμάτησα το λόγο πριν από το τέλος του και με αποδοκίμασαν αυτοί που έχουν αχόρταγη ψυχή, αυτοί που συνέχεια απολαμβάνουν τα θεία νάματα, αλλά ποτέ δε χορταίνουν, οι «μακάριοι εκείνοι που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη», και επειδή φοβήθηκα τις αποδοκιμασίες τους πάλι προχώρησα μακρύνοντας πολύ τη διδασκαλία, και γι’ αυτό δέχθηκα τις κατηγορίες άλλων. Γιατί εκείνοι που επιθυμούσαν τη συντομία, όταν με συναντούσαν, με παρακαλούσαν να λυπηθώ την αδυναμία τους και να ελαττώνω το μάκρος των λεγομένων.
    Όταν λοιπόν σας δω στενοχωρημένους, οδηγώ το λόγο στο τέλος˙ όταν όμως σας δω να στενοχωριέστε και να μην απομακρύνεστε, αλλά να είστε αποφασισμένοι για περισσότερο δρόμο, επιθυμώ να διεγείρω τη γλώσσα μου. Από παντού μου είναι στενά τα πράγματα. Τι να κάνω; Γιατί εκείνος που δουλεύει σ’ ένα κύριο και είναι αναγκασμένος να υπηρετεί σε μία γνώμη, εύκολα μπορεί ν’ αρέσει στον κύριό του και να μην κάνει σφάλματα, ενώ εγώ έχω πολλούς κυρίους, αφού αναγκάζομαι να δουλεύω σε τόσο λαό που έχει διαφορετική γνώμη. Και αυτά τα είπα όχι γιατί δυσανασχετώ για τη δουλεία αυτή -μακριά μια τέτοια σκέψη-, ούτε γιατί θέλω να φύγω από την εξουσία σας. Γιατί τίποτε δε μου είναι σεμνότερο απ’ αυτή τη δουλεία. Ούτε ο βασιλιάς υπερηφανεύεται τόσο για το στέμμα και την πορφύρα, όσο εγώ τώρα καυχιέμαι για τη δουλεία της αγάπης σας. Γιατί εκείνη τη βασιλεία τη διαδέχεται θάνατος, ενώ αυτή τη δουλεία, αν εφαρμοσθεί σωστά, την περιμένει η βασιλεία των ουρανών. «Γιατί είναι μακάριος ο πιστός και συνετός δούλος, που ο κύριός του τον όρισε υπεύθυνο για να δίνει στους συνδούλους του το σιτηρέσιό του. Αλήθεια σας λέγω, θα τον βάλει υπεύθυνο σε όλα τα υπάρχοντα».
    Είδες πόσο είναι το κέρδος απ’ αυτή τη δουλεία, όταν γίνονται με προσοχή; Ορίζεται υπεύθυνος σε όλα τα υπάρχοντα του κυρίου. Δεν αποφεύγω λοιπόν τη δουλεία, γιατί ασκώ τη δουλεία αυτή μαζί με τον Παύλο. Γιατί πραγματικά εκείνος λέγει, «δεν κηρύττουμε τον εαυτό μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού». Και γιατί λέγω για τον Παύλο; Αν αυτός που είχε θεϊκή ύπαρξη κένωσε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου για χάρη των δούλων, τι το σπουδαίο πράγμα αν εγώ ο δούλος έγινα δούλος στους συνδούλους μου για χάρη του εαυτού μου; Δεν τα είπα λοιπόν αυτά γιατί θέλω ν’ αποφύγω την εξουσία σας, αλλά γιατί ζητώ να με συγχωρήσετε, αν δεν παραθέσω το τραπέζι κατάλληλο με τις γνώμες όλων.
    Ή καλύτερα κάμετε αυτό που λέγω τώρα. Εσείς που δεν μπορείτε να χορτάσετε ποτέ, αλλά πεινάτε και διψάτε τη δικαιοσύνη και επιθυμείτε μακρούς λόγους, να ανέχεστε εξ αιτίας της αδυναμίας των αδελφών σας την περικοπή του συνηθισμένου μέτρου των λόγων. Επίσης εσείς που επιθυμείτε τη συντομία των λόγων και είστε πιο αδύνατοι, υπομείνετε για χάρη των ανικανοποίητων αδελφών σας μικρό κόπο, βαστάζοντας ο ένας τα βάρη του άλλου, ώστε έτσι να εφαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού.
    Δε βλέπετε τους αθλητές των Ολυμπιακών αγώνων που στέκονται στη μέση του σταδίου το καταμεσήμερο και σαν σε καμίνι δέχονται μέσα στο σκάμμα με γυμνό το σώμα τις ακτίνες του ήλιου, σαν κάποιοι χάλκινοι ανδριάντες, και αγωνίζονται με τον ήλιο και τη σκόνη και τον καύσωνα, για να στεφανώσουν με φύλλα δάφνης το κεφάλι τους που τόσο πολύ ταλαιπωρήθηκε; Σε σας όμως σαν μισθός για την ακρόαση δεν έχει ορισθεί στεφάνι δάφνης» αλλά στεφάνι δικαιοσύνης, και δε σας κρατάμε μέχρι το μεσημέρι, αλλά σας απολύουμε απ’ την αρχή της ημέρας εξ αιτίας της αδιαφορίας σας, ενώ ο αέρας είναι ακόμη δροσερότερος και δεν έχει ζεσταθεί από την ακτινοβολία του ήλιου, χωρίς να σας προστάζουμε να δέχεστε με γυμνό το κεφάλι τις ακτίνες του ήλιου, αλλά σας φέρνουμε κάτω από τη θαυμάσια αυτή οροφή και σας παρέχουμε την ανακούφιση από τη στέγη, επινοώντας με κάθε τρόπο άνεση για σας, για να γίνει μόνιμη η ακρόαση των λεγομένων.
    Ας μη γινόμαστε λοιπόν πιο μαλακοί από τα παιδιά μας που πηγαίνουν στα σχολεία. Εκείνα πριν το μεσημέρι δεν τολμούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, αλλά, παρ’ όλο που πριν από λίγο έκοψαν το γάλα και σταμάτησαν το θηλασμό και παρ’ όλο που δεν είναι ακόμη πέντε χρόνων, δείχνουν με το νεαρό και απαλό τους σώμα κάθε καρτερία. Και είτε τα ενοχλεί η μεγάλη ζέστη, είτε η δίψα, είτε οτιδήποτε άλλο, περιμένουν μέχρι το μεσημέρι και ταλαιπωρούνται καθισμένα στο σχολείο. Αν λοιπόν εμείς οι άνδρες που φθάσαμε σε ώριμη ηλικία δε μιμηθούμε κανένα άλλον, ας μιμηθούμε τουλάχιστο εκείνα τα παιδιά. Γιατί, αν δεν ανεχόμαστε ν’ ακούμε τους λόγους για την αρετή, ποιος θα μπορέσει να μας πιστέψει ότι θα υπομείνουμε τους κόπους υπέρ της αρετής; Αν είμαστε τόσο βάναυσοι για την ακρόαση, από που θα γίνει φανερό ότι είμαστε διεγερμένοι για την πράξη; Αν το πιο εύκολο περιφρονήσουμε, πώς θα υποφέρουμε το πιο δύσκολο; Αλλ’ είναι μεγάλη η στενοχώρια, υπάρχει μεγάλη βία. Άκουσε όμως ότι οι βιαστές αρπάζουν τη βασιλεία των ουρανών και ότι «είναι στενός και γεμάτος δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή». Αφού λοιπόν βαδίζουμε σε στενό και γεμάτο δυσκολίες δρόμο, πρέπει να στενοχωρούμε και να πιέζομε τους εαυτούς μας, για να μπορέσουμε να περάσουμε το στενό και δύσκολο δρόμο. Γιατί εκείνος που πλαταίνει τον εαυτό του δεν θα μπορεί να τρέξει τόσο εύκολα το στενό δρόμο, αλλ’ εκείνος που τον συγκρατεί και τον θλίβει και τον πιέζει.  (ΕΠΕ,26,365-373)

katafigioti

lifecoaching