Τι άραγε πρέπει να κάνουμε σήμερα; Γιατί βλέποντας το πλήθος σας φοβάμαι να μακρύνω το λόγο. Πραγματικά όταν η διδασκαλία προχωράει περισσότερο, βλέπω πως πατάει ο ένας τον άλλο, πως στενοχωριέστε και η θλίψη από τη στενοχώρια ζημιώνει την προσεκτική ακρόαση. Γιατί ένας ακροατής που δεν έχει άνεση, δεν μπορεί να προσέχει με ενδιαφέρον τα λεγόμενα.
Βλέποντας λοιπόν το πλήθος σας, όπως είπα, φοβάμαι να μακρύνω το λόγο˙ συλλογιζόμενος όμως τον πόθο σας, φοβάμαι να συντομεύσω τη διδασκαλία. Γιατί αυτός που διψάει, αν δε δει πρώτα γεμάτη τη φιάλη, ούτε στα χείλη του θα τη φέρει με ευχαρίστηση˙ αλλά και αν ακόμη δεν πρόκειται να την πιει ολόκληρη, θέλει να τη δει γεμάτη όλη. Γι’ αυτό δεν ξέρω ποιά μορφή να δώσω στην ομιλία. Γιατί θέλω με τη συντομία να ελαττώσω την κούρασή σας και με το μάκρος του λόγου να χορτάσω την επιθυμία σας. Αλλά και τα δύο αυτά πολλές φορές τα έκανα, και ούτε μία φορά ξέφυγα την κατηγορία. Ξέρω ότι πολλές φορές, επειδή σας λυπόμουν, σταμάτησα το λόγο πριν από το τέλος του και με αποδοκίμασαν αυτοί που έχουν αχόρταγη ψυχή, αυτοί που συνέχεια απολαμβάνουν τα θεία νάματα, αλλά ποτέ δε χορταίνουν, οι «μακάριοι εκείνοι που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη», και επειδή φοβήθηκα τις αποδοκιμασίες τους πάλι προχώρησα μακρύνοντας πολύ τη διδασκαλία, και γι’ αυτό δέχθηκα τις κατηγορίες άλλων. Γιατί εκείνοι που επιθυμούσαν τη συντομία, όταν με συναντούσαν, με παρακαλούσαν να λυπηθώ την αδυναμία τους και να ελαττώνω το μάκρος των λεγομένων.
Όταν λοιπόν σας δω στενοχωρημένους, οδηγώ το λόγο στο τέλος˙ όταν όμως σας δω να στενοχωριέστε και να μην απομακρύνεστε, αλλά να είστε αποφασισμένοι για περισσότερο δρόμο, επιθυμώ να διεγείρω τη γλώσσα μου. Από παντού μου είναι στενά τα πράγματα. Τι να κάνω; Γιατί εκείνος που δουλεύει σ’ ένα κύριο και είναι αναγκασμένος να υπηρετεί σε μία γνώμη, εύκολα μπορεί ν’ αρέσει στον κύριό του και να μην κάνει σφάλματα, ενώ εγώ έχω πολλούς κυρίους, αφού αναγκάζομαι να δουλεύω σε τόσο λαό που έχει διαφορετική γνώμη. Και αυτά τα είπα όχι γιατί δυσανασχετώ για τη δουλεία αυτή -μακριά μια τέτοια σκέψη-, ούτε γιατί θέλω να φύγω από την εξουσία σας. Γιατί τίποτε δε μου είναι σεμνότερο απ’ αυτή τη δουλεία. Ούτε ο βασιλιάς υπερηφανεύεται τόσο για το στέμμα και την πορφύρα, όσο εγώ τώρα καυχιέμαι για τη δουλεία της αγάπης σας. Γιατί εκείνη τη βασιλεία τη διαδέχεται θάνατος, ενώ αυτή τη δουλεία, αν εφαρμοσθεί σωστά, την περιμένει η βασιλεία των ουρανών. «Γιατί είναι μακάριος ο πιστός και συνετός δούλος, που ο κύριός του τον όρισε υπεύθυνο για να δίνει στους συνδούλους του το σιτηρέσιό του. Αλήθεια σας λέγω, θα τον βάλει υπεύθυνο σε όλα τα υπάρχοντα».
Είδες πόσο είναι το κέρδος απ’ αυτή τη δουλεία, όταν γίνονται με προσοχή; Ορίζεται υπεύθυνος σε όλα τα υπάρχοντα του κυρίου. Δεν αποφεύγω λοιπόν τη δουλεία, γιατί ασκώ τη δουλεία αυτή μαζί με τον Παύλο. Γιατί πραγματικά εκείνος λέγει, «δεν κηρύττουμε τον εαυτό μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού». Και γιατί λέγω για τον Παύλο; Αν αυτός που είχε θεϊκή ύπαρξη κένωσε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου για χάρη των δούλων, τι το σπουδαίο πράγμα αν εγώ ο δούλος έγινα δούλος στους συνδούλους μου για χάρη του εαυτού μου; Δεν τα είπα λοιπόν αυτά γιατί θέλω ν’ αποφύγω την εξουσία σας, αλλά γιατί ζητώ να με συγχωρήσετε, αν δεν παραθέσω το τραπέζι κατάλληλο με τις γνώμες όλων.
Ή καλύτερα κάμετε αυτό που λέγω τώρα. Εσείς που δεν μπορείτε να χορτάσετε ποτέ, αλλά πεινάτε και διψάτε τη δικαιοσύνη και επιθυμείτε μακρούς λόγους, να ανέχεστε εξ αιτίας της αδυναμίας των αδελφών σας την περικοπή του συνηθισμένου μέτρου των λόγων. Επίσης εσείς που επιθυμείτε τη συντομία των λόγων και είστε πιο αδύνατοι, υπομείνετε για χάρη των ανικανοποίητων αδελφών σας μικρό κόπο, βαστάζοντας ο ένας τα βάρη του άλλου, ώστε έτσι να εφαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού.
Δε βλέπετε τους αθλητές των Ολυμπιακών αγώνων που στέκονται στη μέση του σταδίου το καταμεσήμερο και σαν σε καμίνι δέχονται μέσα στο σκάμμα με γυμνό το σώμα τις ακτίνες του ήλιου, σαν κάποιοι χάλκινοι ανδριάντες, και αγωνίζονται με τον ήλιο και τη σκόνη και τον καύσωνα, για να στεφανώσουν με φύλλα δάφνης το κεφάλι τους που τόσο πολύ ταλαιπωρήθηκε; Σε σας όμως σαν μισθός για την ακρόαση δεν έχει ορισθεί στεφάνι δάφνης» αλλά στεφάνι δικαιοσύνης, και δε σας κρατάμε μέχρι το μεσημέρι, αλλά σας απολύουμε απ’ την αρχή της ημέρας εξ αιτίας της αδιαφορίας σας, ενώ ο αέρας είναι ακόμη δροσερότερος και δεν έχει ζεσταθεί από την ακτινοβολία του ήλιου, χωρίς να σας προστάζουμε να δέχεστε με γυμνό το κεφάλι τις ακτίνες του ήλιου, αλλά σας φέρνουμε κάτω από τη θαυμάσια αυτή οροφή και σας παρέχουμε την ανακούφιση από τη στέγη, επινοώντας με κάθε τρόπο άνεση για σας, για να γίνει μόνιμη η ακρόαση των λεγομένων.
Ας μη γινόμαστε λοιπόν πιο μαλακοί από τα παιδιά μας που πηγαίνουν στα σχολεία. Εκείνα πριν το μεσημέρι δεν τολμούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, αλλά, παρ’ όλο που πριν από λίγο έκοψαν το γάλα και σταμάτησαν το θηλασμό και παρ’ όλο που δεν είναι ακόμη πέντε χρόνων, δείχνουν με το νεαρό και απαλό τους σώμα κάθε καρτερία. Και είτε τα ενοχλεί η μεγάλη ζέστη, είτε η δίψα, είτε οτιδήποτε άλλο, περιμένουν μέχρι το μεσημέρι και ταλαιπωρούνται καθισμένα στο σχολείο. Αν λοιπόν εμείς οι άνδρες που φθάσαμε σε ώριμη ηλικία δε μιμηθούμε κανένα άλλον, ας μιμηθούμε τουλάχιστο εκείνα τα παιδιά. Γιατί, αν δεν ανεχόμαστε ν’ ακούμε τους λόγους για την αρετή, ποιος θα μπορέσει να μας πιστέψει ότι θα υπομείνουμε τους κόπους υπέρ της αρετής; Αν είμαστε τόσο βάναυσοι για την ακρόαση, από που θα γίνει φανερό ότι είμαστε διεγερμένοι για την πράξη; Αν το πιο εύκολο περιφρονήσουμε, πώς θα υποφέρουμε το πιο δύσκολο; Αλλ’ είναι μεγάλη η στενοχώρια, υπάρχει μεγάλη βία. Άκουσε όμως ότι οι βιαστές αρπάζουν τη βασιλεία των ουρανών και ότι «είναι στενός και γεμάτος δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή». Αφού λοιπόν βαδίζουμε σε στενό και γεμάτο δυσκολίες δρόμο, πρέπει να στενοχωρούμε και να πιέζομε τους εαυτούς μας, για να μπορέσουμε να περάσουμε το στενό και δύσκολο δρόμο. Γιατί εκείνος που πλαταίνει τον εαυτό του δεν θα μπορεί να τρέξει τόσο εύκολα το στενό δρόμο, αλλ’ εκείνος που τον συγκρατεί και τον θλίβει και τον πιέζει. (ΕΠΕ,26,365-373)