Ο ΑΒΒΑΣ ΔΑΝΙΗΛ, ο Πρεσβύτερος της σκήτης, πολύ γέρος πια, διηγούνταν στους αδελφούς διάφορα ανέκδοτα από την ζωή του. Κάποτε τους είπε κι αυτήν εδώ την διδακτική ιστορία:
Όταν πολύ νέος κι άπειρος πρωτοβγήκα στην έρημο για να σώσω την ψυχή μου, έμεινα σε μια καλύβα μοναχική στην ανω Θηβαΐδα. Μια φορά τον μήνα κατέβαινα στο πιο κοντινό κεφαλοχώρι, για να πουλάω το εργόχειρό μου και να προμηθευομαι το ψωμάκι μου.
Στα χέρσα χωράφια, πολύ έξω από το χωριό, είχε στήσει την καλύβα του και ένας λατόμος. Ζούσε ολομόναχος, αφοσιωμένος στην δουλειά του. Ο Ευλόγιος, έτσι τον έλεγαν, παρ’ όλη την φτώχεια του, -ένα ευτελέστατο ημερομίσθιο έπαιρνε από την κοπιαστική του εργασία- ήταν ελεήμων και φιλόξενος. Κάθε βράδυ, όταν σχολούσε, κατέβαινε στο χωριό, αγόραζε λίγα τρόφιμα κι ύστερα πήγαινε στον δημόσιο δρόμο. Στεκόταν και περίμενε να δει ποιος ξένος διαβάτης και μάλιστα φτωχός δεν είχε που να πάει, για να τον προσκαλέσει στο φτωχικό του να τον φιλοξενήσει. Έπρεπε απαραιτήτως να πλύνει τα πόδια του ξένου του, να του στρώσει τραπέζι και να του παραχωρήσει το στρώμα του. Ο ίδιος τότε επεφτε σ’ έναν σωρό άχυρα, που φύλαγε γι’ αυτή την δουλειά στο καλύβι του.
Έτρωγε μόνο το βράδυ ό,τι είχε περισσέψει από τον ξένο. Αν του έμενε κανένα κομμάτι ψωμί, το φύλαγε στο ταγάρι του για να ταίσει την άλλη μέρα τ’ αδέσποτα σκυλιά που είχαν κι αυτά θέση στην καρδιά του. Οι πιο συνηθισμένοι ξένοι του ήταν οι Ερημίτες, που κατέβαιναν στην πολιτεία να πουλήσουν τα εργόχειρά τους. Αυτούς τους δεχόταν με ξεχωριστή αγαπη. Ένιωθε τόση ικανοποίηση, όταν τους πρόσφερε τις περιποιήσεις του, που θα έλεγε κανείς πως στα πρόσωπά τους έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό.
Έτυχε να φιλοξενηθώ κι εγώ πολλές φορές στην καλύβα του Ευλογίου. Θαύμαζα την καλοσύνη και την ταπεινότητά του κι έλεγα στον εαυτό μου: αν ο Ευλόγιος ήταν πλούσιος, θα έκανε πολλά καλά στον κόσμο, αφού τώρα, με τόση φτώχεια, είναι τόσο γενναιόδωρος. Και σαν άπειρος που ήμουν, αποφάσισα να ζητήσω μ' επιμονή από τον Θεό την χάρη να δώσει πλούτη στον αγαθό λατόμο. Έμεινα νηστικός τρεις συνεχείς έβδομάδες και στο διάστημα αυτό έκανα θερμή προσευχή για τον Ευλόγιο. Ύστερα, εξαντλημένος εντελώς από την ασιτία, έπεσα σχεδόν χωρίς πνοή στην ψάθα μου και βυθίστηκα σ’ έναν λήθαργο. Τότε ένιωσα να με πλησιάζει ένας νέος ιεροπρεπής και να με ρωτά με συμπάθεια γιατί ήμουν τόσο εξαντλημένος.
- Έταξα στον Θεό, αποκρίθηκα, να μην βάλω τροφή στο στόμα μου, έως ότου δεχθεί την προσευχή μου και δώσει στον Ευλόγιο πολλά αγαθά, να κάνει ελεημοσύνες.
- Δεν είναι σωστό αυτό που ζητάς, γιατί θα του βλάψει την ψυχή, είπε εκείνος. Όπως είναι τώρα, είναι πολύ καλά.
- Όχι, αντιλόγησα εγώ. Αν αποκτήσει πολλά, θα δίνει και πολλά.
- Δίνεις έγγύηση για την ψυχή του;
- Ναι, Κύριε, φώναξα τότε. Ευλόγησε τ’ αγαθά του κι από τα χέρια μου ν’ απαιτήσεις την ψυχή του.
Είχα ξεστομίσει λόγο βαρύ. Μου φάνηκε ξαφνικά πως βρεθηκα στα Ιεροσολυμα, στον ναό της Αναστάσεως, και είδα τον ίδιο ιεροπρεπή νέο καθισμένο επάνω στην πλακα του Αγίου Τάφου. Δεξιά του στεκόταν ο Ευλόγιος. Ήταν κι άλλοι πολλοί λαμπροφορεμένοι γύρω.
- Αυτός είναι που εγγυήθηκε για τον Ευλόγιο; τους είπε ο νέος δείχνοντάς με.
- Ναι, Κύριε, είπαν εκείνοι κλίνοντας με σεβασμό την κεφαλή.
- Επανάλαβέ του πως θ΄ απαιτήσω οπωσδήποτε την εγγύηση.
- Ναι, Κύριε, πρόλαβα ν' απαντήσω εγώ, μόνο κάνε αυτό που σου ζητώ.
Είδα τότε να πέφτουν σαν βροχή χρυσά νομίσματα στον κόλπο του Ευλογίου. Όσο πιο πολλά έπεφταν, τόσο δεχόταν εκείνος. Κατάλαβα πως έγινε δεκτή η δέησή μου κι από την χαρά μου ξύπνησα δοξάζοντας τον Θεό.
Ανίδεος ο λατόμος από το δικό μου ενδιαφέρον για κείνον, πήγε μια μέρα, όπως συνήθιζε, πριν ακόμη φέξει, στην δουλειά του. Πήρε στα χέρια την αξίνα να χτυπήσει μια πέτρα. Άκουσε υπόκωφο κρότο. Έδωσε δεύτερο χτυπημα. Η πέτρα υποχώρησε κι ανοίχτηκε μπροστά του μια βαθιά τρυπα, γεμάτη ως επάνω χρυσά νομίσματα. Ο φτωχός λατόμος σάστισε. Τόσο χρυσάφι δεν είχε ούτε στα όνειρά του δει. Τί έπρεπε να κάνει; Έριξε μια ματιά ολόγυρα. Δεν φαινόταν κανείς. Ήταν ολομόναχος. Σκέπασε προσεκτικά τον θησαυρό κι έπεσε σε μεγάλη συλλογή.
- Αν κρατήσω τόσο χρυσάφι, έλεγε στον εαυτό του, και εξακολουθήσω να μένω εδώ, θα με υποψιαστούν οι άνθρωποι πως το έκλεψα. Θα το μάθει ο Έπαρχος και χωρίς αμφιβολία θα με φυλακίσει. Έτσι κινδυνεύω να χάσω και τον θησαυρό και την έλευθερία μου. Πρέπει να φύγω μακριά, σε ξένο τόπο, που να είμαι άγνωστος.
Αφού πήρε την απόφαση, έφερε σακκιά από την καλύβα του, νοίκιασε κι ένα ζώο με την πρόφαση πως θέλει να μεταφέρει πέτρα. Κατέβηκε στον ποταμό, ναύλωσε πλοίο κι έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή εκείνη βασίλευε ακόμη ο Ιουστίνος, ο γέρων. Ο Ευλόγιος αγόρασε ένα αρχοντικό, που μέχρι σήμερα ακόμη το λένε του αιγυπτίου. Πήρε δούλους. Φόρεσε πολυτελέστατα φορέματα. Και με το χρυσάφι του απόκτησε αξιώματα. Έτσι, μέσα σε λίγο καιρό έγινε αυλικός κι ονομάστηκε Αρχών.
Στο διάστημα αυτό οι Ερημίτες κι οι φτωχοί διαβάτες στην Αίγυπτο έχασαν τόσο απρόοπτα τον συμπαθή λατόμο και την φιλοξενία του, που απορούσαν. Κανείς δεν ήξερε τί είχε απογίνει.
Πέρασαν δυό χρόνια από τότε. Εγώ που στο μεταξύ είχα βρει κάποιο διακονητή να δίνει το εργόχειρό μου, δεν έτυχε να κατέβω στην πολιτεία. Έτσι δεν είχα ιδέα από όσα συνέβησαν στον Ευλόγιο. Μια νύχτα όμως είδα στ’ όνειρό μου πως βρεθηκα πάλι στον ναό της Αναστάσεως. Ο λαμπροφορεμένος νεανίας καθόταν όπως πριν, επάνω στην πλακα του Παναγίου Τάφου. Μόλις τον αντίκρισα εγώ, έφερα για πρώτη φορά από τότε στον νου μου τον λατόμο. Τί να έχει γίνει, άραγε; άρχισα να διερωτώμαι. Δεν πρόφθασα να τελειώσω καλά-καλά την σκέψη μου κι είδα να καταφθανει ένας άγριος άραπης που έσερνε με μανία πίσω του τον Ευλόγιο.
- Αλίμονο σ’ εμέ τον αμαρτωλό, φώναξα τρομαγμένος, καθώς αναλογίστηκα την εγγύηση που τόσο ασυλλόγιστα είχα δώσει. Έχασα την ψυχή μου.
Μόλις ξημέρωσε, κατέβηκα στην πόλη, με την πρόφαση να πουλήσω τα πανέρια μου. Στην πραγματικότητα όμως για να συναντήσω, όπως τουλάχιστον έλπιζα, τον λατόμο. Βράδιασε κι εγώ γύριζα άσκοπα επάνω-κάτω στον δημόσιο δρόμο, εκεί που περίμενε άλλοτε να βρει ξένους ο Ευλόγιος. Μα δεν φαινόταν κανείς να με προσκαλεσει, για να με φιλοξενήσει. Τέλος, αποφάσισα να πάω μόνος μου ως την καλύβα. Χτύπησα την πόρτα, που άλλοτε την έβρισκα πάντοτε ανοιχτή. Ήρθε και μου άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ζήτησα φιλοξενία. Με πέρασε μέσα απρόθυμα. Καθώς μου ετοίμαζε κάτι πρόχειρο να φάω, άρχισε να με παρατηρεί:
- Αββά, είσαι νέος ακόμη και δεν κάνεις καλά να κατεβαίνεις και να βραδιάζεσαι στις πολιτείες. Ο κόσμος έχει παγίδες για τους νέους και για τους καλόγερους πιο πολλές.
- Τί θες να κάνω, κυρούλα, που έχω ανάγκη να πουλάω πανέρια και ν’ άγοράζω το ψωμάκι μου;
- Αν είναι ανάγκη, καθώς λες, τουλάχιστον μην ξενυχτάς έξω από την καλύβα σου.
- Δεν υπάρχει στα μέρη αυτά κανένας θεοφοβούμενος άνθρωπος να φιλοξενεί τους Ερημίτες; ρώτησα με τρόπο, για να πάρω τις πληροφορίες που ήθελα.
- Υπήρχε άλλοτε, είπε η κυρούλα και στέναξε.Έμενε μάλιστα σε τούτη εδώ την καλύβα. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, που φρόντιζε πολύ τους ξένους και μάλιστα τους αγίους Γέροντες, που να ’χουμε την ευχή τους. Μα ο Θεός που είδε τις καλοσύνες του, ευλόγησε τα υπάρχοντά του. Και καθώς λένε, Αββά, έγινε μέγας και πολύς, τρανός άρχοντας σήμερα στην Βασιλευουσα.
- Τί μου λες; είπα με έκπληξη, προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου.
- Έτσι ακούω, Αββά.
- Εσύ, άθλιε, είσαι υπευθυνος για όλα τούτα τα κακά, έλεγα και ξανάλεγα στριφογυρίζοντας άυπνος όλη νύχτα στο ψαθί που μ’ έβαλε να πλαγιάσω η κυρούλα. Θυμήσου την Εγγύηση.
Την άλλη μέρα, χωρίς αναβολή, βρήκα πλοίο κι έφυγα για την Κωνσταντινούπολη. Έψαχνα ρωτώντας αρκετές ημέρες στην απέραντη πόλη, εως ότου βρήκα την κατοικία του Ευλογίου. Που να μ’ αφήσουν όμως να μπω μέσα οι χρυσοστολισμένοι θυρωροί! Έβλεπαν τα φτωχικά μου ρούχα και μ’ έδιωχναν άσπλαχνα. Περίμενα λοιπόν ώρα πολλή στην εξώθυρα, να βρω ευκαιρία να μιλήσω στον εκλαμπρότατο, όταν θα έμπαινε ή θα έβγαινε από το παλάτι του. Τέλος, τον είδα να βγαίνει. Φορούσε βασιλικά σχεδόν ρούχα. Περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος υπηρέτες, είχε ύφος πολύ αγέρωχο. Όταν πλησίασε να μπει στο πολυτελεστατο αμάξι, που τον περίμενε στην πόρτα, τολμησα να κάνω δυό βήματα μπροστά για να του μιλήσω.
- Άρχοντά μου, είναι ανάγκη να σου πώ δυό λόγια.
Θα με πέρασε σίγουρα για ζητιανο, γιατί δεν καταδέχτηκε να μου ρίξει ούτε μια ματιά, ενώ οι δούλοι του μ’ έδιωξαν με τον χειρότερο τρόπο.
Δεν έχασα την υπομονή μου. Πήγα και την άλλη μέρα και την άλλη. Δυό ολόκληρες εβδομάδες περίμενα μάταια από το πρωί ως το βράδυ, νηστικός έξω από την κατοικία του Ευλογίου. Ο υπερήφανος άρχοντας δεν μου ’δινε σημασία. Οι σκληροί υπηρέτες του με απομάκρυναν με βία. Όταν, τέλος πάντων, δοκίμασα ο ταλαίπωρος να του μιλήσω άλλη μια φορά φωνάζοντάς τον με τ’ όνομά του, για να καταλάβει πως είμαι παλιός γνώριμός του, τόσο πολύ οργίστηκε ένας από τους θυρωρούς, που μ’ άφησε σχεδόν αναίσθητο στον δρόμο από το ξύλο.
- Ας γυρίσω πίσω στον τόπο μου, είπα απελπισμένος πια, όταν συνήλθα. Ο Θεός, αν θέλει, ας σώσει τον Ευλόγιο.
Κατέβηκα στο λιμανι και βρήκα καράβι για την Αλεξάνδρεια. Όσο κράτησε σχεδόν το ταξίδι, καθώς ήμουν αποκαμωμένος από τόσων ήμερων ταλαιπωρία, τραυματισμένος ακόμη από τα χτυπήματα του άσπλαχνου θυρωρού και υπερβολικά θλιμμένος στην ψυχή, έπεσα σε ύπνο βαθύ. Και πάλι ονειρεύτηκα πως βρεθηκα στην αγία Πόλη, στον Τάφο του Χριστού. Και πάλι ο γνώριμος ιεροπρεπής νεανίας καθόταν στο ίδιο μέρος. Τώρα όμως ήταν απειλητικός. Με κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό από την κορυφή ως τα νύχια και μου είπε με φωνή αύστηρή που μ’ έκανε σύγκορμα να τρέμω:
- Για που φευγεις; Δεν θα πληρώσεις την εγγύηση;
Από τον φόβο μου δεν έβγαζα μιλιά. Τότε πρόσταζε δύο αξιωματούχους που του παραστέκονταν να με συλλάβουν. Εκείνοι μ έπιασαν αμέσως. Μ’ έδεσαν πισθάγκωνα και με κρέμασαν με το κεφάλι κάτω.
- Μάθε να μην δίνεις εγγύηση υπέρ την δύναμή σου και να μην αντιλέγεις στον Θεό, τους ακόυσα να λένε.
Ήμουν βέβαιος πια πως έφτασε το τέλος μου. Ξαφνικά ακούστηκε φωνή χαρμόσυνη:
- Έρχεται η Βασίλισσα.
Και φάνηκε η Κυρία του Ουρανού και της γης με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια.
- Δέσποινα του κόσμου, βρήκα την δύναμη να φωνάξω στην απελπισία μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό και σώσε με.
Έστρεψε προς το μέρος μου το φιλάνθρωπο βλέμμα της.
- Τί ζητάς;
- Τιμωρούμαι για την εγγύηση του Ευλογίου, Δεσποινα.
- Θα μεσιτευσω για σένα, μου είπε με συμπάθεια.
Την είδα να προχωρά και να γονατίζει εμπρός στον Νεανία, με τα δύο χέρια ψηλά σε σχήμα ικεσίας. Του μιλούσε και με το βλέμμα της με έδειχνε. Δεν ακόυσα τους λόγους, μόνο την διαταγή που έδωσε Εκείνος να με ελευθερώσουν αμέσως.
- Πήγαινε, μου είπε, και περιμενε να δεις πως θα επαναφέρω τον Ευλόγιο στην πρώτη του κατάσταση. Εσύ όμως μην τολμήσεις να επαναλάβεις τέτοια άστοχη πράξη.
Ξύπνησα ανακουφισμένος. Μου φαινόταν πως είχε φύγει από πάνω μου ασήκωτο φορτίο. Ευχαριστούσα με ευγνωμοσύνη τον Κύριο και την αγία Του Μητέρα.
Ύστερα από λίγες ημέρες εγώ έφτασα στο κελλί μου. Στην Κωνσταντινούπολη όμως συνέβησαν αυτά τα αναπαντεχα γεγονότα. Ο Γέροντας Ιουστίνος πέθανε και μερικοί μεγιστάνες, μεταξύ των οποίων και ο Ευλόγιος συνωμότησαν εναντίον του νέου αυτοκράτορα. Αλλά η συνωμοσία πολύ γρήγορα ανακαλύφθηκε και όλοι οι ένοχοι, εκτός από τον Ευλόγιο, συνελήφθησαν και θανατώθηκαν. Αυτός πρόλαβε και μεταμφιεσμένος δραπέτευσε στην πατρίδα του την Αίγυπτο. Έτσι έσωσε μεν την ζωή του, αλλά επέστρεψε πάμφτωχος στο παλιό του λατομείο.
Μια από εκείνες τις ημέρες κατέβηκα κι εγώ στο χωριό για δουλειά. Καθώς γύριζα στην έρημο με την δύση του ήλίου, συνάντησα, προς μεγάλη μου έκπληξη, στο συνηθισμένο σταυροδρόμι τον λατόμο να ψάχνει για ξένους. Μόλις με είδε, με πλησίασε ταπεινά, όπως τα παλιά καλά χρόνια, και με παρακάλεσε να καταδεχτώ να φιλοξενηθώ στο φτωχό του καλύβι. Τον ακολούθησα κι εκλαιγα από συγκίνηση.
- Πράγματι! «Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί» (Α' Βασιλ. β' 7), μονολογούσα καθώς πηγαινα και δόξαζα τον Πάνσοφο Θεό μαζί με την Προφήτιδα Άννα.
Μόλις φτάσαμε στην γνωστή μου καλύβη, μου έπλυνε τα πόδια και μου έστρωσε τράπεζα.
- Πώς περνάς, Ευλόγιε; τον ρώτησα, όταν αποφάγαμε.
- Κάνε μου προσευχή, Αββά, μου αποκρίθηκε, γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια. Μου λείπουν τόσα πολλά, για να τα βγάλω πέρα στην ζωή.
Αναστέναξε βαθιά κι έπεσε σε συλλογή.
- Είθε να μην είχες αποκτήσει ποτέ σου εκείνα που σου αφαίρεσαν την γαλήνη της ψυχής σου, του είπα εγώ.
Με κοίταξε αρκετή ώρα με απορία.
- Γιατί μιλάς έτσι, Αββά; Μήπως σ’ έχω ποτέ σκανδαλίσει;
Εγώ τότε του διηγήθηκα σ’ όλες της τις λεπτομέρειες την παραπανω ιστορία. Δεν θα ξεχάσω σ’ όλη μου την ζωή τα δάκρυα που έχυσε εκείνο το βράδυ, μαθαίνοντας τις συνταρακτικές μου αποκαλύψεις. Ύστερα εξομολογήθηκε με συντριβή όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει, όταν ήταν άρχοντας στην Κωνσταντινούπολη. Το πρωί που τον αποχαιρέτησα να φύγω, με παρακάλεσε:
- Προσευχήσου, Αββά Δανιήλ, να μου δίνει ο Θεός τόσα μόνο, όσα μου αρκούν να ζήσω και να δίνω από το υστέρημά μου ελεημοσύνη στους φτωχούς»
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απὀ την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.107-1114)