Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, σας παρακαλώ, και σας πιάνω τα γόνατά σας, αν όχι με τα χέρια, αλλά με τη διάθεσή μου, και χύνω δάκρυα.
Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, και κανένας δε σας βλάπτει. Μη μακαρίζετε ποτέ πλούσιο, μην ταλανίζετε ποτέ κανένα, παρά μόνο αυτόν που ζει μέσα στην αμαρτία. …
Εγώ όμως δεν είμαι τέτοιος˙ αλλ’, αν και επιβουλευόμουν απ’ αυτόν, έγινα προστάτης του. Έπαθα άπειρα κακά και δεν τα ανταπέδωσα.
Γιατί μιμούμαι το δικό μου Κύριο, ο οποίος επάνω στο σταυρό έλεγε, «συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν» . Και τα λέγω αυτά για να μη διαφθείρεστε από την υποψία των πονηρών.
Πόσες μεταβολές έχουν γίνει από τότε που έγινα επίσκοπος της πόλης, και κανείς δε σωφρονίζεται;
Και όταν λέγω κανείς, δεν κατηγορώ όλους -μακριά μια τέτοια σκέψη.
Γιατί δεν είναι δυνατό η γη αυτή η γόνιμη, που δέχθηκε σπέρματα, να μη βγάλει στάχυα.
Εγώ όμως είμαι αχόρταγος, δε θέλω να σωθούν λίγοι, αλλ’ όλοι.
Και αν ακόμη ένας απομείνει χαμένος, εγώ χάνομαι, και θεωρώ σωστό να μιμούμαι τον ποιμένα εκείνον, που είχε ενενήντα εννέα πρόβατα και έτρεξε στο ένα το πλανημένο. (ΕΠΕ,33,119-121)