ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
κθ'. Διηγήθηκαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι προθυμοποιόταν να κάνη κάθε εντολή. Και αν επιβιβαζόταν σε πέραμα, ο ίδιος πρώτος κρατούσε το κουπί. Και όταν τον επισκέπτονταν αδελφοί, ευθύς, μετά την προσευχή, με τα χέρια του τους έστρωνε τραπέζι. Γιατί ήταν πλημμυρισμένος από αγάπη θεού. Ενώ δε σίμωνε η κοίμηση του, έμεινε τρεις μέρες έχοντας ανοιχτά τα μάτια και ακίνητα. Και τον σκούντησαν οι αδελφοί, λέγοντας : « Αββά Αγάθων, που είσαι ; ». Τους λέγει : « Μπροστά στο κριτήριο του Θεού στέκομαι ». Του λέγουν : « Και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Τους απαντά : « Βέβαια, έβαλα όλη μου τη δύναμη για να φυλάξω τις εντολές του Θεού. Αλλά άνθρωπος είμαι. Πούθε να ξέρω αν ο κόπος μου υπήρξε θεάρεστος ; ». Του λέγουν οι αδελφοί : « Δεν έχεις πεποίθηση ότι ο κόπος σου ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ; ». Τους άπαντά ο γέρων : « Δεν έχω βεβαιότητα, πριν συναντηθώ με τον Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι ». Και καθώς ήθελαν να του πάρουν και άλλα λόγια, τους λέγει : « Κάνετέ μου τη χάρη, μη μου μιλάτε πλέον, γιατί είμαι απασχολημένος ». Και παρέδωσε το πνεύμα με χαρά. Και τον έβλεπαν να τους φεύγη, καθώς κάποιος ασπάζεται τους φίλους και αγαπημένους του. Είχε δε προσοχή μεγάλη σε όλα και έλεγε : « Χωρίς μεγάλη προσοχή, δεν προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μια αρετή ».
λ'. Εισήλθε κάποτε ο , Αββάς Αγάθων στην πόλη, για να πουλήση μικρά αντικείμενα. Και βρίσκει, στην άκρη του δρόμου, έναν άνθρωπο λωβιασμένο. Του λέγει ο λωβιασμένος : «Πού πηγαίνεις ; » Του αποκρίνεται ο Αββάς Αγάθων : « Στην πόλη, για να πουλήσω αυτά » Του λέγει : « Κάμε μου τη χάρη, σηκωσέ με και πηγαινέ με εκεί ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στην πόλη. Του λέγει ο άρρωστος : « Όπου πουλάς τα αντικείμενα, εκεί βάλε με». Και έκαμε όπως του είπε. Και όταν πούλησε ένα αντικείμενο, του έλεγε ο λωβιασμένος : « Πόσο το πούλησες ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Άγορασέ μου μια μικρή πίττα ». Και την αγόραζε. Και πάλι πουλούσε άλλο αντικείμενο. Και του έλεγε ο άρρωστος : « Και αυτό, πόσο ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Αγόρασέ μου αυτό εδώ ». Και το αγόραζε. Αφού λοιπόν πούλησε όλα τα αντικείμενα και σκόπευε να φύγη, του λέγει ο λωβιασμένος : « Φεύγεις ; ». Του απαντά : « Ναι ». Και λέγει : « Κάμε μου πάλι τη χάρη και πηγαινέ με εκεί όπου με βρήκες ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στον τόπο του. Και του λέγει : « Ευλογημένος είσαι, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη ». Και σηκώνει τα μάτια του ο γέρων και δεν βλέπει πια κανέναν. Γιατί ήταν Άγγελος Κυρίου, όπου ήλθε να τον δοκιμάση.
Του Αββά Αμμωνά
α΄. Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Αμμωνά, λέγοντας : « Πες μου κάτι ». Και λέγει ο γέρων : « Πήγαινε, κάνε τον λογισμό σου, όπως κάνουν οι φυλακισμένοι κακοποιοί. Γιατί εκείνοι ρωτούν πάντα τους ανθρώπους : Που είναι ο ηγεμών και πότε έρχεται ; Και περιμέ- νοντας με αγωνία, κλαίνε. ΄Ετσι και ο μοναχός. Πρέπει διαρκώς να προσέχη και να ελέγχη την ψυχή του, λέγοντας : Αλλοίμονο μου, πώς θα παρουσιαστώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Και τι θα του απολογηθώ ; Αν αυτό έχης υπ’ όψη σου διαρκώς, μπορείς να σωθής».
β'. ΄Ελεγαν για τον Αββά Αμμωνά, ότι και βασιλίσκο θανάτωσε. Πηγαίνοντας στην έρημο για να αντλήση νερό από ένα πηγάδι, είδε αυτό το φίδι. Το παίρνει λοιπόν, το φέρνει μπροστά στο πρόσωπό του και είπε : « Κύριε, ή εγώ θα πεθάνω ή ο βασιλίσκος ». Και ευθύς το φίδι, με τη δύναμη του Χριστού, έσκασε.
γ'. Είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Δεκατέσσερα χρόνια πέρασα στην έρημο παρακαλώντας τον θεό νύχτα και μέρα, να με αξιώση να νικήσω την οργή ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.37-39)
Με τις τρείς αυτές λέξεις ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εκφράζει υπέροχα και συμβολικά το πάθος του Ιησού. Η νύχτα, το σκοτάδι, είναι το σύμβολο της αντιθέσεως στο φως. (Ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η περιγραφή της πάλης ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι). Και να, που ήλθε η στιγμή, που το σκοτάδι και η νύχτα επεκράτησε. Είναι η φοβερότερη νύχτα, που επεκράτησε ποτέ στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής των μεγάλων γεγονότων την σημειώνει: «Ην δε νυξ».
Ήλθε στιγμή, που το σκοτάδι της απιστίας και της αποδοκιμασίας του Ιησού απλώθηκε. Η φοβερή τύφλωσις, που εμποδίζει τους ανθρώπους να δεχθούν το μήνυμα του Υιού του Θεού έγινε κατάστασις. Οι άνθρωποι, καθισμένοι επί αιώνες «εν χώρα και σκιά θανάτου» έχασαν πια την ικανότητα να διακρίνουν —αλλοίμονο— το φώς. Έτσι δέχθηκαν να παραμείνουν στο σκοτάδι. Και από το σκοτάδι της απιστίας πέρασαν στη νύχτα του εγκλήματος. Διότι δεν τους ήταν αρκετό το ότι αρνήθηκαν το φώς. Απεφάσισαν και να το εξοντώσουν.
Μέσα στην απαίσια αυτή νύχτα έγιναν όλα τα κακά. «Τα έργα του σκότους»: Ήλθε ο προδότης, φάνηκαν οι δειλοί εχθροί του. Τη νύχτα ετούτη έγινε η σκηνοθετημένη διαδικασία της συλλήψεως, της δίκης και της καταδίκης του Ιησού, του Φωτός. Διότι μόνο μέσα στη νύχτα, κάτω από το πέπλο του σκότους μπορούσαν να γίνουν όλες αυτές οι ατιμίες και οι παρανομίες. Οι άνθρωποι του σκότους προσπάθησαν ν’ αξιοποιήσουν όσο μπορούσαν «καλύτερα» την ώρα τους. Διότι η νύχτα εκείνη ήταν η ώρα τους. Όπως το είπεν ο Ιησούς: «η ώρα υμών του σκότους».
«Όταν ήλθε η ώρα, ο Ιησούς παραδίδεται στις παγίδες της νύχτας. Σ’ αυτή τη νύχτα, μέσα στην οποία βυθίσθηκε ο Ιησούς και οι μαθηταί εσκανδαλίσθησαν, θέλησε ο Ιησούς ν’ αντιμετώπιση «την ώρα και την εξουσία του σκότους» (Vocabulaire, 703).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ. 268-269)
(ένας καταπληκτικὸς διάλογος τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου καὶ τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητῆ Ἰατρικῆς Γεωργίου Παπαζάχου).
«...Ἠμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.
-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.
-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγελίο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Μὲ διέκοψε ἀπότομα.
-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὐπάρχει θάνατος! Δὲ θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲ θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...
Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.
-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!».
Μετάνοια
Έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κύριος ποθεί να φέρει όλους τους ανθρώπους μέσα στους κόλπους Του. «Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αλήθειας ελθείν» (Α' Τιμ. 2:4). «Πάντας»! Αλλά ιδιαίτερα τους πιο μεγάλους αμαρτωλούς. Δεν τον κατηγόρησαν άδικα οι Εβραίοι πώς είναι «τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. 11:19).
Αυτή η αλήθεια όμως πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί σωστά. Και τούτο σημαίνει:
Ο Κύριος καλεί κοντά Του όλους τους αμαρτωλούς. Ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά Του ακόμα και σ’ εκείνους που έχουν κάνει τις βαρύτερες και φρικτότερες αμαρτίες. Περισσότερο μάλιστα σ’ αυτούς. Και τους δέχεται με χαρά. Αρκεί να Τον αναζητήσουν και να έρθουν. Μ’ ένα λόγο, να μετανοήσουν. Όχι πως απορρίπτει τους αμετανόητους. Εξακολουθεί να τους αγαπάει και να τους καλεί. Εκείνοι όμως είναι που αρνούνται πεισματικά ν’ ανταποκριθούν στην κλήση Του. Καταφρονούν «του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας» (Ρωμ. 2:4). Και τραβούν άλλους δρόμους, «προκόπτοντες επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β' Τιμ. 3:13).
***
Κάθε φορά που πηγαίνεις για εξομολόγηση, φουντώνεις από ένα τέτοιο φόβο, μια τέτοια δειλία, ώστε χάνεις τη μνήμη σου, αδυνατείς να συγκεντρώσεις τις σκέψεις σου, τραυλίζεις ή και βουβαίνεσαι τελείως.
Με δυο λόγια, όταν αντικρύζεις τον εξομολόγο, κυριεύεσαι από τρομερή ταραχή. Αλλά σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση, είναι εντελώς αδύνατο να βιώσεις τη μετάνοια, να συντρίβεις για τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε: Ο εχθρός έχει βρει μια αδυναμία σου, που τον εξυπηρετεί πολύ στα σχέδιά του. Σε χτυπάει στο πιο τρωτό σου σημείο: την οίηση...
Πρέπει να πηγαίνουμε στην εξομολόγηση γεμάτοι θείο φόβο, γεμάτοι ταπείνωση, αλλά και γεμάτοι ελπίδα. Θείο φόβο, επειδή λυπήσαμε το Θεό. Ταπείνωση, επειδή έχουμε βαθιά συναίσθηση της αθλιότητάς μας. Αλλά και ελπίδα, επειδή ικετεύουμε τη συγχώρηση από το φιλόστοργο ουράνιο Πατέρα μας, που ο Υιός Του πήρε πάνω Του τις αμαρτίες μας και τις κάρφωσε στον τίμιο Σταυρό Του, ξεπλένοντάς τις με το πανάγιο αίμα Του.
Αν τα σκεφτείς ολ’αυτά, η δειλία σου θα εξαφανιστεί. Σε δειλία μορφοποιείται και συγκεκριμενοποιείται αυτή η αόριστη μεγάλη ταραχή, που γεννιέται μέσα σου από σφαλερή ντροπή, πλεγμένη μαζί με υπερηφάνεια και ματαιοδοξία. Και αυτή η δειλία σε νικάει, όποτε έρχεσαι αντιμέτωπος με την υποχρέωση που σου επιβάλλει να ξεσκεπάσεις και ν’ ακουμπήσεις στα πόδια του πνευματικού «τα άδηλα και τα κρύφια» της καρδιάς σου.
Να σκέφτεσαι τον τελώνη και τον άσωτο γιό. Εσύ είσαι και τα δυο: και τελώνης και άσωτος!
Ο Θεός, πάλι, δεν είναι μόνο ακριβοδίκαιος. Είναι και πολύ εύσπλαχνος. Αυτή η σκέψη, λοιπόν, ας σου δίνει το σθένος που χρειάζεσαι για να διατηρείς κάθε φορά την αυτοκυριαρχία σου. "Αν, παρ’ ολ’ αυτά, εξακολουθείς να μη θυμάσαι όσα πρέπει να εξομολογηθείς, ζήτησε την άδεια από τον πνευματικό σου να τα καταγράφεις συνοπτικά σ’ ένα χαρτί, που θα το συμβουλεύεσαι στη διάρκεια της εξομολογήσεως. Έχουμε παραδείγματα αυτής της πρακτικής στις διδαχές και στους βίους των αγίων Πατέρων.
***
Ένας εύκολος και αβασάνιστος παραμερισμός των αμαρτιών μας — η απόφανση δηλαδή με ελαφριά καρδιά ότι είναι τάχα ασήμαντες — προδίδει έλλειψη αυτογνωσίας και συναισθήσεως, μειωμένη πνευματική όραση, ένα στίγμα θανάτου εκεί που θα ’πρεπε να υπάρχει ζωή.
Όσο γι’ αυτή την αδικαιολόγητη και ανεξήγητη λύπη που λες ότι σε κυριεύει, δέξου την σαν ένα πνευματικό σταυρό. Δέξου την με ταπείνωση, με υπομονή, μ’ ευγνωμοσύνη. Η σθεναρή άρση αυτού του σταυρού ξεπλένει τις αμαρτίες μας και θεραπεύει τις αδυναμίες μας. Μερικές φορές μάλιστα μας βοηθάει να διακρίνουμε και να συναισθανθούμε, επιτέλους, άλλες αμαρτίες και άλλα πάθη μας, για τα οποία ήμασταν πριν ανύποπτοι και ανίδεοι.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.85-88)
ιστ'. ’Έλεγαν γι’ αυτόν και για τον Αββά Αμμούν, ότι, σαν πουλούσαν κάποιο αντικείμενο, μια φορά έλεγαν την τιμή του και ό,τι τους έδιναν το έπαιρναν σιωπώντας, με ήσυχη την ψυχή. Και πάλι, σαν καμμιά φορά ήθελαν να αγοράσουν κάτι, ό,τι τους ζητούσαν το έδιναν με σιωπή και έπαιρναν το αντικείμενο, χωρίς να προφέρουν λέξη.
ιζ’. Ο ίδιος Αββάς Αγάθων είπε : « Ποτέ δεν έδωσα αγάπη. Αλλά το δώσε και το πάρε αγάπη ήταν για μένα. Επειδή σκεφτόμουν, ότι το κέρδος του αδελφού μου είναι έργο καρποφορίας ».
ιη’. Ο ίδιος, όταν έβλεπε κάτι και ήθελε ο λογισμός του να το κρίνη, έλεγε μέσα του : «Αγάθων, συ μη το κάνεις αυτό ». Και έτσι ο λογισμός του ησύχαζε.
ιθ’ . Ο ίδιος είπε : « "Ένας οργίλος και νεκρό ν’ αναστήση, δεν είναι θεάρεστος ».
κ’ . Είχε κάποτε ο Αββάς Αγάθων δυο μαθητές οπού ζούσαν μόνοι τους, σαν αναχωρητές. Μια μέρα λοιπόν, ρώτησε τον ένα : « Πώς περνάς στο κελλί σου ; Και εκείνος αποκρίνεται «Νηστεύω έως το βράδι και τρώγω δυο παξιμάδια ». Του λέγει : « Καλή διατροφή, όπου δεν έχει κόπο πολύν ». Λέγει και στον άλλο : « Συ, πώς τα περνάς ; ». Και εκείνος άπαντά : « Νηστεύω δυο μέρες και δυο παξιμάδια τρώγω ». Και του λέγει ο γέρων : « Κοπιάζεις πολύ, δυο πολέμους κρατώντας. Γιατί, αν κάποιος τρώγη κάθε μέρα και δεν χορταίνη, κοπιάζει. Και είναι άλλος όπου θέλει να νηστεύη δυο μέρες και να χορταίνη. Και συ, διπλά νηστεύοντας, δεν χορταίνεις ».
κα’. "Ενας αδελφός ρώτησε τον Αββά Αγάθωνα σχετικά με τις σαρκικές αμαρτίες. Και του λέγει : « Πήγαινε, έκθεσε ενώπιον του Θεού την αδυναμία σου και θα έχης ανάπαυση ».
κβ’. ’Αρρώστησε κάποτε ο Αββάς Αγάθων και κάποιος άλλος από τους γέροντες. Ενώ δε ήταν πλαγιασμένοι στο κελλί, διάβαζε ο αδελφός από τη Γένεση. Και έρχεται στο σημείο, όπου λέγει ο Ιακώβ : « Ιωσήφ ούκ έστι, Συμεών ούκ έστι και τον Βενιαμίν λήψεσθε· και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις Άδου ». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε : « Δεν σου αρκούν οι άλλοι δέκα, Αββά Ιακώβ ; ». Λέγει ο Αββάς Αγάθων : « Πάψε, γέροντα. Αν ο θεός δικαιώνη, ποιος είναι όπου θα κατακρίνη ; ».
κγ’ . Είπε ο Αββάς Αγάθων : « Αν έχω κάποιον όπου τον αγαπώ υπερβολικά και καταλαβαίνω ότι με ρίχνει σε ελάττωμα, τον αποκόβω από μένα ».
κδ’ . Είπε πάλι : « Πρέπει ο άνθρωπος, κάθε ώρα, να έχη καλά υπ’ όψη του ότι θα τον κρίνη ο θεός ».
κε΄."Έλεγε ο Αββάς Ιωσήφ, ενώ κάποιοι αδελφοί μιλούσαν για την αγάπη : « Εμείς ξέρουμε τι είναι αγάπη ; ». Και είπε για τον Αββά Αγάθωνα ότι είχε ένα μικρό σκαλιστήρι και τον επισκέφθηκε ένας αδελφός και το επήνεσε. Και δε τον άφησε να φύγη, αν δεν έπαιρνε το μικρό σκαλιστήρι.
κστ΄. ’Έλεγε ο Αββάς Αγάθων : « Αν ήταν δυνατόν να βρω κάποιον λεπρό και να του δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα μου ήταν ευχάριστο. Γιατί αυτή είναι η τελεία αγάπη ».
κζ'. ’Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν : «Πήγε κάποτε στην πόλη για να πουλήση αντικείμενα. Βρίσκει λοιπόν στην πλατεία κατάκοιτο έναν άνθρωπο ξένο, όπου δεν είχε κανέναν για να τον φροντίζη. Και έμεινε μαζί του ο γέρων, αφού νοίκιασε δωμάτιο και από το εργόχειρό του πλήρωνε το ενοίκιο και τα υπόλοιπα τα ξώδευε σε ό,τι χρειαζόταν ο άρρωστος. Και έμεινε έτσι τέσσερις μήνες, ωσότου έγιανε ο άρρωστος. Και κατόπιν ο γέρων έφυγε για το κελλί του με ειρήνη ».
κη'. ’Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Πριν έλθη ο Αββάς Αρσένιος στους πατέρες μου, αυτοί ζούσαν με τον Αββά Αγάθωνα. Αγαπούσε δε ο Αββάς Αγάθων τον Αββά Αλέξανδρο, γιατί ήταν ασκητής και καλόβολος. Κάποτε, έτυχε όλοι οι μαθητές του να πλένουν στο ποτάμι τα θρύα. Και ο Αββάς Αλέξανδρος τα έπλενε σιγά - σιγά. Οι δε υπόλοιποι μαθητές είπαν στον γέροντα : Ο αδελφός Αλέξανδρος τίποτε δεν κάνει. Και θέλοντας να τους θεραπεύση, του λέγει : Αδελφέ Αλέξανδρε, καλά να τα πλένης, γιατί είναι λινάρια. Και μόλις εκείνος το άκουσε, λυπήθηκε. "Υστερα όμως, τον παρηγόρησε ο γέρων, λέγοντας : Μη θαρρείς ότι δεν ήξερα ότι καλά έκανες τη δουλειά σου. Αλλά ό,τι σου είπα, το είπα γι’ αυτούς, για να θεραπεύσω τον λογισμό τους με τη δική σου υπακοή, αδελφέ ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.35-37 )
Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά, είναι θεϊκή ευχή.
Τώρα να σάς δώσω και εγώ μία... «κατάρα»! Ο Θεός να πλημμυρίση την καρδιά σας με την καλωσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι που να παλαβώσετε, για να φύγη ο νούς σάς πια από την γη και να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό. Να τρελλαθήτε από την θεία τρέλλα της αγάπης του Θεού! Να σάς κάψη ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές σας! Αλλη φορά μη με αναγκάσετε για δεύτερη, γιατί πιάνει η... «κατάρα» μου (η καλή), επειδή βγαίνει από την καρδιά μου. Και τότε που ήμουν στο Σανατόριο σάς είχα λυπηθή. Οκτώ χρόνια μερικές περίμεναν: «Θα κάνουμε Μοναστήρι», έλεγαν, αλλά το Μοναστήρι δεν γινόταν. Είχαν μαραζώσει. Τότε είπα: «Μόλις βγώ από το νοσοκομείο, θα φυτρώση το Μοναστήρι σαν μανιτάρι. Σε έναν χρόνο θα είστε στο Μοναστήρι!». Και πράγματι σε έναν χρόνο μέσα έγινε το Μοναστήρι! Το είπα, εκεί πέρα, με την καρδιά μου. Είχατε καλή διάθεση, γι' αυτό δεν σάς άφησε ο Θεός, αλλιώς δεν εξηγείται!
Όταν πονέσης έναν άνθρωπο που έχει ταπείνωση και με την καρδιά του σου ζητά να ευχηθής λ.χ. για ένα πάθος που τον ταλαιπωρεί και του πής, «μή φοβάσαι, θα γίνης καλύτερος», του δίνεις τέτοια ευχή, που είναι θεϊκή ευχή. Έχει πολλή αγάπη, πόνο, και γι' αυτό πιάνει. Είναι αρεστό στον Θεό, και εκπληρώνει ο Θεός την ευχή. Δηλαδή και μόνον ο πόνος που νιώθει κανείς για κάποιον είναι σαν ευχή.
Μία φορά, όταν ήμουν στρατιώτης, με έστειλε ο Διοικητής να εκπληρώσω ένα τάμα σε ένα εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί τότε με τον πόλεμο μας είχε βοηθήσει ο Αγιος. Θα πήγαινα να πάρω δύο μανουάλια για το εκκλησάκι και παράλληλα θα συνόδευα και κάποιον που ήταν να περάση από Στρατοδικείο στην Ναύπακτο. Οι άλλοι είπαν στον Διοικητή: «Βρήκες άνθρωπο να τον παραδώση!». Ήταν από την Ήπειρο ο καημένος, οργανοπαίκτης, φτωχός, παντρεμένος, με παιδιά, και είχε κατηγορηθή ότι αυτοτραυματίσθηκε, για να γλυτώση τον πόλεμο. Σού λέει: «Καλύτερα να είμαι με ένα πόδι παρά να σκοτωθώ». Κατεβήκαμε στο Αγρίνιο, είχε κάποιους γνωστούς εκεί. «Να πάμε να τους δώ», μου λέει. «Να πάμε», του λέω. «Να πάμε εδώ, να πάμε εκεί», τί να κάνω, πήγαινα και εγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία! Και δεν ήθελε να πάω να τον παραδώσω. Τον λυπόμουν και εγώ, τον καημένο. Τον πόνεσα πάρα πολύ και του λέω: «Θα δής, εσύ θα περάσης καλύτερα από όλους! Και ο Διοικητής θα στείλη καμμιά επιστολή και θα σε βάλουν σε καμμιά υπηρεσία, θα οικονομήσης και τα παιδιά σου και θάχης εξασφαλισμένη και την ζωή σού». Τελικά, όταν φθάσαμε στην Ναύπακτο, μαθαίνουμε ότι είχε στείλει ο Διοικητής επιστολή και απαλλάχθηκε, αλλιώς είχε ντουφέκισμα. Εν καιρώ πολέμου είναι αυστηρά τα πράγματα. Τον λυπήθηκε ο Διοικητής, επειδή ήταν οικογενειάρχης, και τον έβαλαν μάγειρα στο Κέντρο Διερχομένων. Έφερε και την οικογένειά του κοντά και πέρασε την καλύτερη ζωή από όλους. Και επειδή οι στρατιώτες δεν πήγαιναν πάντοτε εκεί να φάνε, περίσσευε φαγητό, και τάιζε και τα παιδιά του. Όλοι μετά του έλεγαν: «Εσύ πέρασες καλύτερα από όλους μας». Γιατί εμείς οι άλλοι ήμασταν πάνω στα βουνά, στα χιόνια. Ήταν ευάρεστο στον Θεό αυτό που του είχα ευχηθή, γιατί το είπα με πόνο, μέσα από την καρδιά μου, και γι' αυτό το έκανε ο Θεός.
Θυμάμαι μία άλλη περίπτωση πάλι, στην Κόνιτσα, όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου. Μετά την Πανήγυρη της Παναγίας στις 8 Σεπτεμβρίου, οι προσκυνητές τα είχαν αφήσει όλα άνω-κάτω. Εκεί που τακτοποιούσα κάτι, βλέπω, κάθησε η αδελφή μου και μία άλλη κοπέλα να συμμαζέψουν. Αυτή η καημένη είχε ακόμη δύο αδελφές - η μία μικρότερη - οι οποίες είχαν παντρευτή, και αυτή είχε μείνει ακόμα ανύπανδρη. Τί φιλότιμο είχε! Κάθησε και τα τακτοποίησαν όλα και στο τέλος μου λέει: «Αν χρειάζεται, Πάτερ, να καθήσουμε να κάνουμε και τίποτε άλλες δουλειές». «Τόσο πολύ φιλότιμο!». λέω μέσα μου. Πάω στο Εκκλησάκι και λέω με όλη την καρδιά μου: «Παναγία μου, οικονόμησε την εσύ. Εγώ δεν έχω τί να της δώσω» -καί να είχα, δεν θα το δεχόταν κιόλας. Έ, μόλις πήγε στο σπίτι της, την περίμενε ένας που ήμασταν μαζί στρατιώτες, ένα πολύ καλό παιδί, κομμάτι μάλαμα και από καλή οικογένεια. Παντρεύτηκαν, μία χαρά! Πώς την πλήρωσε η Παναγία!
(Λόγοι τόμος Α. σελ. 110-112)
Η βασκανία.
Η ζήλεια, όταν έχη κακότητα, μπορεί να κάνη ζημιά. Αυτή είναι η βασκανία, είναι μία δαιμονική ενέργεια.
- Γέροντα, την βασκανία την παραδέχεται η Εκκλησία;
- Ναί, υπάρχει και ειδική ευχή . Όταν κανείς λέη κάτι με φθόνο, τότε πιάνει το «μάτι».
- Πολλοί, Γέροντα, ζητούν «ματάκια» για τα μωρά, για να μην τα ματιάζουν. Κάνει να φορούν τέτοια;
- Όχι, δεν κάνει. Να λέτε στις μητέρες σταυρό να τα φορούν.
- Γέροντα, αν κανείς επαινέση ένα ωραίο έργο, και αυτοί που το έφτιαξαν δεχθούν τον έπαινο με υπερήφανο λογισμό και γίνη ζημιά, αυτό είναι βασκανία;
- Αυτό δεν είναι βασκανία. Σ' αυτήν την περίπτωση λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει την Χάρη Του ο Θεός από τον άνθρωπο, και τότε γίνεται ζημιά. Βασκανία υπάρχει σε σπάνιες περιπτώσεις. Ιδίως οι άνθρωποι που έχουν ζήλεια και κακότητα -λίγοι είναι τέτοιοι - αυτοί είναι που ματιάζουν. Μία γυναίκα λ.χ. βλέπει ένα παιδάκι χαριτωμένο με την μάνα του και λέει με κακότητα: «Γιατί να μην το είχα εγώ αυτό το παιδί; Γιατί να το δώση ο Θεός σ' αυτή;». Τότε το παιδάκι εκείνο μπορεί να πάθη ζημιά, να μην κοιμάται, να κλαίη, να ταλαιπωρήται, γιατί εκείνη το είπε με μία κακότητα. Και αν αρρώσταινε και πέθαινε το παιδί, θα έννιωθε χαρά μέσα της. Αλλος βλέπει ένα μοσχαράκι, το λαχταρά, και αμέσως εκείνο ψοφάει.
Πολλές φορές όμως μπορεί να ταλαιπωρήται το παιδί και να φταίη η ίδια η μάνα. Μπορεί δηλαδή η μάνα να είδε καμμιά φορά κανένα αδύνατο παιδάκι και να είπε: «Τί είναι αυτό; Τί σκελετωμένο παιδί!». Να καμάρωνε το δικό της και να κατηγόρησε το ξένο. Και αυτό που είπε με κακία για το ξένο παιδί, πιάνει στο παιδί της. Μετά το παιδί ταλαιπωρείται εξ αιτίας της μάνας, χωρίς να φταίη. Λειώνει- λειώνει το καημένο, για να τιμωρηθή η μάνα και να καταλάβη το σφάλμα της. Τότε φυσικά το παιδί θα πάη μάρτυρας! Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 108-110)
Αγάπη.
Στα μάτια του Θεού είναι πάντα εξαιρετικά ευάρεστο το ότι ένας άνθρωπος, που έχει άλλους κάτω από τις διαταγές του, προσπαθεί να βρίσκει τρόπους για να παραμυθεί, ν’ ανακουφίζει και να ξεκουράζει τους υφισταμένους του. Όχι μόνο « παρακαλών αυτούς εν τοις λόγοις» (πρ6λ. A Θεσ. 4:18) «μηδέ τη γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α΄ Ιω. 3:18).
***
Χώνεψέ το καλά, ότι είναι ανώφελη μόνη η προσευχή, αν δεν συνοδεύεται παράλληλα από πνευματικό αγώνα και αντίστοιχη προκοπή στην αρετή. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει ότι μια τέτοια προσευχή είναι νόθα· ότι είναι, θα λέγαμε, μια κακόζηλη απομίμηση της αληθινής προσευχής. Και, φυσικά, μια τέτοια προσευχή δεν εισακούεται από τον Κύριο: «αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει» (Ίω. 9:31).
Όσο για τον πόθο σου ν’ αποτραβηχτείς στην ερημία για ησυχαστική ζωή, μην ξεχνάς τι μας λέει ο άγιος Νείλος Σόρσκυ: Η μόνωση δεν ωφελεί τον καθένα. Η αγάπη μας για το Θεό βρίσκει την πιο γνήσια έκφρασή της στην αγάπη μας για τους ανθρώπους. «Ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ινα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού» (Α'Ιω. 4:21). Ακόμη και όταν οι άνθρωποι μας μισούν και μας περιφρονούν, εμείς πρέπει να τους ευχαριστούμε γι’ αυτό, γιατί έτσι γίνονται τα εργαλεία για την ψυχική θεραπεία και τη διόρθωσή μας. Να γιατί τόσο εμφαντικά τονίζει ο άγιος Μακάριος: Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθεί ο άνθρωπος, παρά μόνο διά του πλησίον!
Όταν είσαι σε καλή πνευματική κατάσταση και νομίζεις ότι ο Θεός σ’ έχει σκεπάσει με τη χάρη Του, προσοχή τότε! Ο εχθρός ποτέ δεν κοιμάται, και η βαθιά ταπείνωση είναι το μόνο όπλο που τον συντρίβει.
***
Έχεις τη συναίσθηση ότι σφάλλεις. Και όμως επιμένεις στην άποψή σου, δικαιώνεις τον εαυτό σου μπροστά στους άλλους, εξάπτεσαι και θυμώνεις, επειδή δεν γίνονται αποδεκτά όσα λες ή κάνεις. Καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι ολ’ αυτά δείχνουν έλλειψη ταπεινού φρονήματος, έπαρση, υπερηφάνεια.
Αγωνίσου λοιπόν ν’ αποκτήσεις ταπείνωση. Αγωνίσου ν’ αποκτήσεις όμως και αγάπη, φιλαδελφία, φιλανθρωπία. Η αληθινή φιλανθρωπία δεν περιορίζεται ποτέ σε ελεημοσύνες, υλικές προσφορές και δώρα, όσο μεγάλα κι αν είναι αυτά. Αληθινή φιλανθρωπία σημαίνει λιώσιμο της καρδιάς από απέραντη ευσπλαχνία για όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Και ανάβει μέσα στον άνθρωπο μια ζεστή, καθάρια φλόγα συμπάθειας και αγάπης για όλους και για όλα, καθώς και τη σταθερή απόφαση για βοήθεια και συμπαράσταση σε καθένα ξεχωριστά από το πλήθος των δυστυχισμένων ανθρώπων. Αληθινή φιλανθρωπία δηλαδή σημαίνει, όπως λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, να καίγεται η καρδιά μας για ολόκληρη την κτίση και για τους ανθρώπους και για τα ζώα και για τα πουλιά και για τους δαίμονες και για όλα τα δημιουργήματα. Και από τη θύμηση και τη θεωρία τους να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια και από την πολλή συμπάθεια και ευσπλαχνία να μαζεύεται και να γίνεται κουβάρι η καρδιά του φιλανθρώπου και να μην υποφέρει να δει η ν’ ακούσει πως συνέβη κάποια βλάβη η κάτι θλιβερό στην κτίση. Γι’ αυτό εύχεται κάθε ώρα με δάκρυα ακόμα και για τ’ άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και για κείνους που τον βλάπτουν, για να τους φυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός.
Πνευματική Αφροσύνη
Για να διαφωτισθείς πάνω στο ζήτημα που σε βασανίζει, μελέτησε τα Υπομνήματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στα ιερά Ευαγγέλια . Από μένα τώρα άκουσε συνοπτικά τα εξής:
Η πίστη είναι αληθινά ένα δώρο. Ένα δώρο, που αποκτήσαμε με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Ένα δώρο όμως, που Εκείνος δεν μας αναγκάζει ν’ αποδεχθούμε. Το γεγονός λοιπόν αυτό δεν καταργεί την ελευθερία μας - αλλά ούτε και την ευθύνη μας. Ο Θεός δεν μας ζητάει μόνο πίστη. Ζητάει και έργα. Οπωσδήποτε, προηγείται πάντα η χάρη Του, η οποία, με τη φωνή της συνειδήσεώς μας, μας καλεί στο δίκαιο και στην αρετή. Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή στη χάρη Του οφείλουμε τα πάντα, δεν έχουμε κανένα λόγο να υπερηφανευθούμε, είτε για την πίστη μας είτε για τα έργα μας. Τί έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί» (Α' Κορ. 15:10).
Ο Θεός, χρησιμοποιώντας τη συνείδησή μας, μας καλεί στο αγαθό. Όταν όμως εμείς θεληματικά αρνούμαστε να το κάνουμε, Εκείνος σέβεται την ελευθερία μας και επιτρέπει να γίνει το θέλημά μας. Αλλά τότε, αλλοίμονο, ο νους μας σκοτίζεται, η θέλησή μας εξασθενεί, και πέφτουμε σε αναρίθμητες αμαρτίες. Παράλληλα, οι καρποί του Πνεύματος (βλ. Γαλ. 5:22-23) αφαιρούνται από μας, και χορηγούνται σ’ εκείνους που ακολουθούν τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού. Θυμήσου τι έγινε στην παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25:28-29)...
Η μετάνοιά μας είναι αληθινή και γνήσια, όταν αποφασίζουμε να μην ξαναγυρίσουμε ποτέ στην αμαρτία μας. Αν δεν πάρουμε σταθερά αυτή την απόφαση, η μετάνοιά μας είναι κάτι χειρότερο από άχρηστη. Συνεχίζοντας τη διάπραξη μιας αμαρτίας — ως «κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου» (Β Πέτρ. 2:22) —, ενώ έχουμε ήδη αναγνωρίσει ότι είναι αμαρτία, και ενώ ελεγχόμαστε εσωτερικά γι’ αυτή, φαίνεται πώς υπολογίζουμε παράλογα στην απέραντη συγχωρητικότητα του Θεού. Και η αφροσύνη μας αυτή είναι τόσο καταδικάσιμη, όσο σχεδόν και η αντί θετή της κατάσταση, η απελπισία.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 77-85)
Οι Χριστιανοί τη νηστεία των τροφών ούτε την ΥΠΕΡΤΙΜΟΥΜΕ, ούτε την ΥΠΟΤΙΜΟΥΜΕ, αλλά την ΤΙΜΟΥΜΕ!
Δεν την ΥΠΕΡ-ΤΙΜΟΥΜΕ! Δεν την βάζουμε πάνω από τη νηστεία των παθών. Πρώτα είναι η νηστεία των παθών και μετά των τροφών. Η νηστεία των τροφών είναι ένα πνευματικό "εργαλείο", ένα "μέσο" άσκησης, ενώ η νηστεία των παθών είναι σκοπός! Δυστυχώς πολλούς Χριστιανούς, τους πειράζει που δεν τήρησαν σωστά κάποια νηστεία και δεν τους πειράζει που κάνουν άλλα αμαρτήματα πολύ πιο σοβαρά. Τους πείραξε π.χ. που έπεσε γάλα στον καφέ τους, αλλά όχι που κρατάνε μούτρα ή που δεν εξομολογούνται, ή που είναι βίαιοι, υβριστές, εγωιστές κλπ. Τόσο πολύ χάνεται η ουσία! Αυτό σημαίνει τυπολατρεία! Όπως ακριβώς ο Φαρισαίος. Τέλειος νηστευτής και τέλειος κατακριτής και υπερήφανος.
Δεν την ΥΠΟ-ΤΙΜΟΥΜΕ! Το άλλο άκρο. Άλλοι, καταλύουν προκλητικά και με ανευλάβεια τη νηστεία θεωρώντας οι ίδιοι και λέγοντας ότι «Δεν βλέπει αυτά ο Θεός! Τα «εξερχόμενα» μετράνε και όχι τα «εισερχόμενα» [μόνο αυτό το χωρίο διάλεξαν αγνοώντας όλα τα άλλα περί νηστείας]» και «το Θεό τον νοιάζει η ψυχή μας, να είμαστε καλοί άνθρωποι κλπ.». Παραβλέπουν βέβαια συνειδητά, ότι ένα από τα πάθη της νηστείας των παθών, είναι και η λαιμαργία, η κοιλιοδουλεία, την οποία η νηστεία των τροφών καταπολεμά. Παραδόξως όμως, πολλοί που υποτιμούν τη νηστεία της Εκκλησίας και την καταπατούν βάναυσα, είναι έτοιμοι, με ζήλο θαυμαστό, να κάνουν αυστηρότατες «δίαιτες» για λόγους υγείας ή απλώς για εμφανισιακούς λόγους ή να είναι ένθερμοι ιδεολογικοί "vegan", χορτοφάγοι κλπ., αλλά για την αγάπη του Χριστού που θυσίασε τη ζωή Του για μας, εκεί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν θυσία σε κάποια φαγητά! Για ωραίο σώμα κάνουν άσκηση. Για την αγάπη του Χριστού καμία άσκηση...
Τη Μ. Τεσσαρακοστή π.χ. που νηστεύουμε επισήμως ΟΛΟΙ οι Χριστιανοί 40 ημέρες για το Πάσχα, γι' αυτό και λέγεται Σαρακοστή, άλλωστε, και γι' αυτό από παιδιά στο σχολείο κόβαμε ένα πόδι στο τέλος κάθε βδομάδας από τη χάρτινη ζωγραφιά της κυράς-Σαρακοστής από τα 7 πόδια-εβδομάδες νηστείας, δυστυχώς μόνο στην Ορθόδοξη Ελλάδα συμβαίνει να νηστεύουν οι Έλληνες Ορθόδοξοι(!) μόνο την Καθαρά Δευτέρα και να εύχονται "ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΉ"(!) και μετά, ΣΑΝ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ και να μετονομάστηκε σε Καθαροδευτερομεγαλοβδομάδα (!), κάνουν ένα ΑΛΜΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ και ξανανηστεύουν μόνο τη Μ. Εβδομάδα, καταπατώντας προκλητικά και όχι από αδυναμία, αλλά επειδή έτσι το σκέφτηκαν, όλη την άλλη νηστεία της Μ. Σαρακοστής, έτσι απλά με δική τους αυθαίρετη λογική, θεωρώντας, μάλιστα, υπερβολικούς αυτούς που τηρούν το αυτονόητο! Άλλο το να μην καταφέρνω να νηστεύω σωστά και να μετανοώ για αυτό και να παραδέχομαι την αδυναμία μου και τη λαιμαργία μου (αυτό είναι άξιο κάθε συγχώρησης), άλλο το να έχω ιατρικούς λόγους ή άλλους ειδικούς λόγους (και αυτό απολύτως άξιο συγχώρησης) και άλλο να δικαιολογώ την αδυναμία μου και να κάνω και μάθημα κιόλας και να «θεολογώ», μάλιστα, για το ότι δε χρειάζεται η νηστεία! Το ένα δείχνει ειλικρίνεια και συναίσθηση και αγαθή ψυχή, ενώ το άλλο εγωισμό, αλαζονεία.
Άρα τη νηστεία την ΤΙΜΟΥΜΕ! Διότι πρώτος την τίμησε ο Χριστός, αν και δεν είχε καμία ανάγκη να νηστέψει και όμως νήστεψε σαράντα ημέρες και την τίμησαν και οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι ανεξαιρέτως!
Οπότε κάθε Χριστιανός οφείλει ανάλογα με την υγεία του, την ηλικία του, τις σωματικές του δυνάμεις, τις συνθήκες της ζωής του και της οικογένειάς του και την διακριτική καθοδήγηση του πνευματικού του, να κάνει «το καλύτερο που μπορεί» στη νηστεία των τροφών. Ο καθένας ξέρει καλά μέσα στη συνείδησή του ποιο είναι αυτό το «καλύτερο», για αυτό και η νηστεία δεν μπαίνει σε γενικούς κανόνες ούτε απολυτοποιείται!
Τέλος τη νηστεία μας ούτε την διαλαλούμε και την επιδεικνύουμε και την προβάλλουμε εμμέσως ή αμέσως, χωρίς μάλιστα να ερωτηθούμε, ώστε να φανούμε στους άλλους ως ευλαβείς και να μας θαυμάσουν! Ούτε λέμε τι νηστεία κάνουμε και πώς την κάνουμε και τονίζουμε με νόημα (ακόμα και στην Εξομολόγηση δυστυχώς πολλές φορές που υποτίθεται ότι λέμε μόνο τις πτώσεις μας…) τα άλαδα ή μη άλαδα που κάναμε. Αυτό είναι υπερηφάνεια και μάλιστα ύπουλη. Αλλά την κρύβουμε επιμελώς από τα μάτια όλων.
Ούτε όμως, αν είναι αδύνατον να κρυφτεί ή αν ερωτηθούμε ή αν το καλεί η οποιαδήποτε περίσταση, διστάζουμε να την ομολογήσουμε ξεκάθαρα και χωρίς ντροπή, ταπεινά αλλά θαρραλέα, διότι την κάνουμε για το Χριστό και δεν φοβόμαστε να το ομολογήσουμε, όπως άλλωστε και κάθε άλλο χριστιανικό μας καθήκον! Καλή και ευλογημένη Σαρακοστή!
Γιά να μάς συγχωρήσει ό Θεός, ας συγχωρούμε κι εμείς τούς ανθρώπους.
Είμαστε όλοι σ' αυτή τη γή προσωρινοί, ως φιλοξενούμενοι. Ή παρατεταμένη νηστεία και ή βαττολογία στην προσευχή είναι ματαιοπονία, χωρίς τη συγχωρητικότητα και το αληθινό έλεος.
Ό Θεός είναι ό αληθινός Ιατρός οι αμαρτίες είναι ή λέπρα. Όποιον ό Θεός καθαρίζει, επίσης και τον δοξάζει.
Κάθε ελεήμονα πράξη των ανθρώπων ό Θεός με έλεος τήν ανταμείβει.
Εκείνος πού ανταποδίδει τήν αμαρτία με αμαρτία, χωρίς έλεος απόλλυται.
Το πύον δεν καθαρίζεται με πύον από μολυσμένες πληγές.
Ούτε το σκοτάδι της υπόγειας φυλακής διαλύεται με σκοτάδι.
Το αγνό βάλσαμο επουλώνει τα έλκη των πληγών και το φως διαλύει το σκοτάδι της υπόγειας φυλακής. Στους βαριά τραυματισμένους το έλεος είναι σαν βάλσαμο
Με το έλεος όλοι αγάλλονται, όπως με το φως στο σκοτάδι.
Ό τρελός λέει: «Δεν έχω ανάγκη από έλεος!».
Όταν όμως συγκλονίζεται από τη δυστυχία, τότε κραυγάζει για έλεος!
Οι άνθρωποι κολυμπούν μέσα στο έλεος του Θεού- αυτό, το έλεος του Θεού, μάς ξυπνάει στη ζωή!
Γιά να μάς συγχωρήσει ό Θεός,ας συγχωρούμε κι εμείς τούς ανθρώπους,είμαστε όλοι σ’ αύτή τη γη προσωρινοί, ως φιλοξενούμενοι.
Από το βιβλίο ο ''Ο πρόλογος της Αχρίδος''Μήνας Φεβρουάριος