Με τις τρείς αυτές λέξεις ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εκφράζει υπέροχα και συμβολικά το πάθος του Ιησού. Η νύχτα, το σκοτάδι, είναι το σύμβολο της αντιθέσεως στο φως. (Ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η περιγραφή της πάλης ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι). Και να, που ήλθε η στιγμή, που το σκοτάδι και η νύχτα επεκράτησε. Είναι η φοβερότερη νύχτα, που επεκράτησε ποτέ στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής των μεγάλων γεγονότων την σημειώνει: «Ην δε νυξ».
Ήλθε στιγμή, που το σκοτάδι της απιστίας και της αποδοκιμασίας του Ιησού απλώθηκε. Η φοβερή τύφλωσις, που εμποδίζει τους ανθρώπους να δεχθούν το μήνυμα του Υιού του Θεού έγινε κατάστασις. Οι άνθρωποι, καθισμένοι επί αιώνες «εν χώρα και σκιά θανάτου» έχασαν πια την ικανότητα να διακρίνουν —αλλοίμονο— το φώς. Έτσι δέχθηκαν να παραμείνουν στο σκοτάδι. Και από το σκοτάδι της απιστίας πέρασαν στη νύχτα του εγκλήματος. Διότι δεν τους ήταν αρκετό το ότι αρνήθηκαν το φώς. Απεφάσισαν και να το εξοντώσουν.
Μέσα στην απαίσια αυτή νύχτα έγιναν όλα τα κακά. «Τα έργα του σκότους»: Ήλθε ο προδότης, φάνηκαν οι δειλοί εχθροί του. Τη νύχτα ετούτη έγινε η σκηνοθετημένη διαδικασία της συλλήψεως, της δίκης και της καταδίκης του Ιησού, του Φωτός. Διότι μόνο μέσα στη νύχτα, κάτω από το πέπλο του σκότους μπορούσαν να γίνουν όλες αυτές οι ατιμίες και οι παρανομίες. Οι άνθρωποι του σκότους προσπάθησαν ν’ αξιοποιήσουν όσο μπορούσαν «καλύτερα» την ώρα τους. Διότι η νύχτα εκείνη ήταν η ώρα τους. Όπως το είπεν ο Ιησούς: «η ώρα υμών του σκότους».
«Όταν ήλθε η ώρα, ο Ιησούς παραδίδεται στις παγίδες της νύχτας. Σ’ αυτή τη νύχτα, μέσα στην οποία βυθίσθηκε ο Ιησούς και οι μαθηταί εσκανδαλίσθησαν, θέλησε ο Ιησούς ν’ αντιμετώπιση «την ώρα και την εξουσία του σκότους» (Vocabulaire, 703).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ. 268-269)