κθ'. Διηγήθηκαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι προθυμοποιόταν να κάνη κάθε εντολή. Και αν επιβιβαζόταν σε πέραμα, ο ίδιος πρώτος κρατούσε το κουπί. Και όταν τον επισκέπτονταν αδελφοί, ευθύς, μετά την προσευχή, με τα χέρια του τους έστρωνε τραπέζι. Γιατί ήταν πλημμυρισμένος από αγάπη θεού. Ενώ δε σίμωνε η κοίμηση του, έμεινε τρεις μέρες έχοντας ανοιχτά τα μάτια και ακίνητα. Και τον σκούντησαν οι αδελφοί, λέγοντας : « Αββά Αγάθων, που είσαι ; ». Τους λέγει : « Μπροστά στο κριτήριο του Θεού στέκομαι ». Του λέγουν : « Και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Τους απαντά : « Βέβαια, έβαλα όλη μου τη δύναμη για να φυλάξω τις εντολές του Θεού. Αλλά άνθρωπος είμαι. Πούθε να ξέρω αν ο κόπος μου υπήρξε θεάρεστος ; ». Του λέγουν οι αδελφοί : « Δεν έχεις πεποίθηση ότι ο κόπος σου ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ; ». Τους άπαντά ο γέρων : « Δεν έχω βεβαιότητα, πριν συναντηθώ με τον Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι ». Και καθώς ήθελαν να του πάρουν και άλλα λόγια, τους λέγει : « Κάνετέ μου τη χάρη, μη μου μιλάτε πλέον, γιατί είμαι απασχολημένος ». Και παρέδωσε το πνεύμα με χαρά. Και τον έβλεπαν να τους φεύγη, καθώς κάποιος ασπάζεται τους φίλους και αγαπημένους του. Είχε δε προσοχή μεγάλη σε όλα και έλεγε : « Χωρίς μεγάλη προσοχή, δεν προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μια αρετή ».
λ'. Εισήλθε κάποτε ο , Αββάς Αγάθων στην πόλη, για να πουλήση μικρά αντικείμενα. Και βρίσκει, στην άκρη του δρόμου, έναν άνθρωπο λωβιασμένο. Του λέγει ο λωβιασμένος : «Πού πηγαίνεις ; » Του αποκρίνεται ο Αββάς Αγάθων : « Στην πόλη, για να πουλήσω αυτά » Του λέγει : « Κάμε μου τη χάρη, σηκωσέ με και πηγαινέ με εκεί ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στην πόλη. Του λέγει ο άρρωστος : « Όπου πουλάς τα αντικείμενα, εκεί βάλε με». Και έκαμε όπως του είπε. Και όταν πούλησε ένα αντικείμενο, του έλεγε ο λωβιασμένος : « Πόσο το πούλησες ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Άγορασέ μου μια μικρή πίττα ». Και την αγόραζε. Και πάλι πουλούσε άλλο αντικείμενο. Και του έλεγε ο άρρωστος : « Και αυτό, πόσο ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Αγόρασέ μου αυτό εδώ ». Και το αγόραζε. Αφού λοιπόν πούλησε όλα τα αντικείμενα και σκόπευε να φύγη, του λέγει ο λωβιασμένος : « Φεύγεις ; ». Του απαντά : « Ναι ». Και λέγει : « Κάμε μου πάλι τη χάρη και πηγαινέ με εκεί όπου με βρήκες ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στον τόπο του. Και του λέγει : « Ευλογημένος είσαι, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη ». Και σηκώνει τα μάτια του ο γέρων και δεν βλέπει πια κανέναν. Γιατί ήταν Άγγελος Κυρίου, όπου ήλθε να τον δοκιμάση.
Του Αββά Αμμωνά
α΄. Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Αμμωνά, λέγοντας : « Πες μου κάτι ». Και λέγει ο γέρων : « Πήγαινε, κάνε τον λογισμό σου, όπως κάνουν οι φυλακισμένοι κακοποιοί. Γιατί εκείνοι ρωτούν πάντα τους ανθρώπους : Που είναι ο ηγεμών και πότε έρχεται ; Και περιμέ- νοντας με αγωνία, κλαίνε. ΄Ετσι και ο μοναχός. Πρέπει διαρκώς να προσέχη και να ελέγχη την ψυχή του, λέγοντας : Αλλοίμονο μου, πώς θα παρουσιαστώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Και τι θα του απολογηθώ ; Αν αυτό έχης υπ’ όψη σου διαρκώς, μπορείς να σωθής».
β'. ΄Ελεγαν για τον Αββά Αμμωνά, ότι και βασιλίσκο θανάτωσε. Πηγαίνοντας στην έρημο για να αντλήση νερό από ένα πηγάδι, είδε αυτό το φίδι. Το παίρνει λοιπόν, το φέρνει μπροστά στο πρόσωπό του και είπε : « Κύριε, ή εγώ θα πεθάνω ή ο βασιλίσκος ». Και ευθύς το φίδι, με τη δύναμη του Χριστού, έσκασε.
γ'. Είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Δεκατέσσερα χρόνια πέρασα στην έρημο παρακαλώντας τον θεό νύχτα και μέρα, να με αξιώση να νικήσω την οργή ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.37-39)