ιστ'. ’Έλεγαν γι’ αυτόν και για τον Αββά Αμμούν, ότι, σαν πουλούσαν κάποιο αντικείμενο, μια φορά έλεγαν την τιμή του και ό,τι τους έδιναν το έπαιρναν σιωπώντας, με ήσυχη την ψυχή. Και πάλι, σαν καμμιά φορά ήθελαν να αγοράσουν κάτι, ό,τι τους ζητούσαν το έδιναν με σιωπή και έπαιρναν το αντικείμενο, χωρίς να προφέρουν λέξη.
ιζ’. Ο ίδιος Αββάς Αγάθων είπε : « Ποτέ δεν έδωσα αγάπη. Αλλά το δώσε και το πάρε αγάπη ήταν για μένα. Επειδή σκεφτόμουν, ότι το κέρδος του αδελφού μου είναι έργο καρποφορίας ».
ιη’. Ο ίδιος, όταν έβλεπε κάτι και ήθελε ο λογισμός του να το κρίνη, έλεγε μέσα του : «Αγάθων, συ μη το κάνεις αυτό ». Και έτσι ο λογισμός του ησύχαζε.
ιθ’ . Ο ίδιος είπε : « "Ένας οργίλος και νεκρό ν’ αναστήση, δεν είναι θεάρεστος ».
κ’ . Είχε κάποτε ο Αββάς Αγάθων δυο μαθητές οπού ζούσαν μόνοι τους, σαν αναχωρητές. Μια μέρα λοιπόν, ρώτησε τον ένα : « Πώς περνάς στο κελλί σου ; Και εκείνος αποκρίνεται «Νηστεύω έως το βράδι και τρώγω δυο παξιμάδια ». Του λέγει : « Καλή διατροφή, όπου δεν έχει κόπο πολύν ». Λέγει και στον άλλο : « Συ, πώς τα περνάς ; ». Και εκείνος άπαντά : « Νηστεύω δυο μέρες και δυο παξιμάδια τρώγω ». Και του λέγει ο γέρων : « Κοπιάζεις πολύ, δυο πολέμους κρατώντας. Γιατί, αν κάποιος τρώγη κάθε μέρα και δεν χορταίνη, κοπιάζει. Και είναι άλλος όπου θέλει να νηστεύη δυο μέρες και να χορταίνη. Και συ, διπλά νηστεύοντας, δεν χορταίνεις ».
κα’. "Ενας αδελφός ρώτησε τον Αββά Αγάθωνα σχετικά με τις σαρκικές αμαρτίες. Και του λέγει : « Πήγαινε, έκθεσε ενώπιον του Θεού την αδυναμία σου και θα έχης ανάπαυση ».
κβ’. ’Αρρώστησε κάποτε ο Αββάς Αγάθων και κάποιος άλλος από τους γέροντες. Ενώ δε ήταν πλαγιασμένοι στο κελλί, διάβαζε ο αδελφός από τη Γένεση. Και έρχεται στο σημείο, όπου λέγει ο Ιακώβ : « Ιωσήφ ούκ έστι, Συμεών ούκ έστι και τον Βενιαμίν λήψεσθε· και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις Άδου ». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε : « Δεν σου αρκούν οι άλλοι δέκα, Αββά Ιακώβ ; ». Λέγει ο Αββάς Αγάθων : « Πάψε, γέροντα. Αν ο θεός δικαιώνη, ποιος είναι όπου θα κατακρίνη ; ».
κγ’ . Είπε ο Αββάς Αγάθων : « Αν έχω κάποιον όπου τον αγαπώ υπερβολικά και καταλαβαίνω ότι με ρίχνει σε ελάττωμα, τον αποκόβω από μένα ».
κδ’ . Είπε πάλι : « Πρέπει ο άνθρωπος, κάθε ώρα, να έχη καλά υπ’ όψη του ότι θα τον κρίνη ο θεός ».
κε΄."Έλεγε ο Αββάς Ιωσήφ, ενώ κάποιοι αδελφοί μιλούσαν για την αγάπη : « Εμείς ξέρουμε τι είναι αγάπη ; ». Και είπε για τον Αββά Αγάθωνα ότι είχε ένα μικρό σκαλιστήρι και τον επισκέφθηκε ένας αδελφός και το επήνεσε. Και δε τον άφησε να φύγη, αν δεν έπαιρνε το μικρό σκαλιστήρι.
κστ΄. ’Έλεγε ο Αββάς Αγάθων : « Αν ήταν δυνατόν να βρω κάποιον λεπρό και να του δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα μου ήταν ευχάριστο. Γιατί αυτή είναι η τελεία αγάπη ».
κζ'. ’Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν : «Πήγε κάποτε στην πόλη για να πουλήση αντικείμενα. Βρίσκει λοιπόν στην πλατεία κατάκοιτο έναν άνθρωπο ξένο, όπου δεν είχε κανέναν για να τον φροντίζη. Και έμεινε μαζί του ο γέρων, αφού νοίκιασε δωμάτιο και από το εργόχειρό του πλήρωνε το ενοίκιο και τα υπόλοιπα τα ξώδευε σε ό,τι χρειαζόταν ο άρρωστος. Και έμεινε έτσι τέσσερις μήνες, ωσότου έγιανε ο άρρωστος. Και κατόπιν ο γέρων έφυγε για το κελλί του με ειρήνη ».
κη'. ’Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Πριν έλθη ο Αββάς Αρσένιος στους πατέρες μου, αυτοί ζούσαν με τον Αββά Αγάθωνα. Αγαπούσε δε ο Αββάς Αγάθων τον Αββά Αλέξανδρο, γιατί ήταν ασκητής και καλόβολος. Κάποτε, έτυχε όλοι οι μαθητές του να πλένουν στο ποτάμι τα θρύα. Και ο Αββάς Αλέξανδρος τα έπλενε σιγά - σιγά. Οι δε υπόλοιποι μαθητές είπαν στον γέροντα : Ο αδελφός Αλέξανδρος τίποτε δεν κάνει. Και θέλοντας να τους θεραπεύση, του λέγει : Αδελφέ Αλέξανδρε, καλά να τα πλένης, γιατί είναι λινάρια. Και μόλις εκείνος το άκουσε, λυπήθηκε. "Υστερα όμως, τον παρηγόρησε ο γέρων, λέγοντας : Μη θαρρείς ότι δεν ήξερα ότι καλά έκανες τη δουλειά σου. Αλλά ό,τι σου είπα, το είπα γι’ αυτούς, για να θεραπεύσω τον λογισμό τους με τη δική σου υπακοή, αδελφέ ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.35-37 )