«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστι, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία,…