«Και πώς άραγε θα διαλυθούν (τα σώματα); Όπως ένα χάλκινο παλαιό σκεύος, που μολύνθηκε και αχρηστεύθηκε από ιό, παραδίδεται από τον τεχνίτη στην φωτιά κι έτσι αναχωνευόμενο κατασκευάζεται απ’ αυτόν πάλι καινούργιο, έτσι ακριβώς και η κτίση, επειδή επαλαιώθηκε και μολύνθηκε από τις αμαρτίες μας, θα διαλυθεί δια πυρός από τον δημιουργό των όλων, έπειτα θ’ αναχωνευθεί, θ’ αναστοιχειωθεί και θα γίνει λαμπρή και ασυγκρίτως καινότερη από αυτήν που φαίνεται τώρα» (τ. 19Β, σ. 135).
«Τα σώματά μας γίνονται πνευματικά και θα έλεγα ότι πρόκειται να γίνουν παρόμοια με των αγγέλων, όταν ανεγερθούν από τους νεκρούς» (τ. 19Β, σ. 143).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (και από άλλα θέματα)
«Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από πάνω σαν πρωινή αυγή - ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός -, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν πίστευε ότι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι ο ίδιος με όλο του το σώμα έχει βγη έξω από τα γήινα. Αλλά βεβαίως, επειδή το φως εκείνο συνέχιζε να λαμπρύνεται ζωηρότερα και του φαινόταν σαν μεσουράνημα ήλιου που λάμπει από υψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται ο ίδιος στο μέσο του φαινομένου και όλος σε όλο το σώμα να είναι γεμάτος χαρά και δάκρυα που ερχόταν από την εκείθεν γλυκύτητα. Και μάλιστα έβλεπε ότι το ίδιο το φως παραδόξως ήγγισε την σάρκα του και βαθμιαίως διαπερνούσε τα μέλη του. Το παράδοξο λοιπόν του οράματος τούτου τον απεμάκρυνε από την προηγουμένη θεωρία του και τον έκανε να διαλογίζεται μόνο το πανεξαισίως γινόμενο μέσα του. Το έβλεπε λοιπόν λίγο-λίγο να εισδύη όλο σε όλο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του, έως ότου τον κατέστησε ολόκληρον πυρ και φως. Όπως δε προηγουμένως την οικία, έτσι τώρα τον έκανε να χάση την αίσθησι του σχήματος, της θέσεως, του πάχους και του είδους του σώματος· και σταμάτησε να δακρύζη. Φωνή λοιπόν απευθύνεται σ’ αυτόν από το φως, και λέγει· «έτσι αποφασίσθηκε ν’ αλλαγούν οι ζώντες και υπολειπόμενοι άγιοι την ώρα της έσχατης σάλπιγγος και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλαγμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέγει ο Παύλος. Σ’ αυτήν λοιπόν την κατάστασι ευρισκόμενος και ιστάμενος ο μακάριος πολλές ώρες ανυμνώντας τον Θεό ακαταπαύστως με μυστικές φωνές και κατανοώντας την δόξα που τον περιέβαλλε και την μακαριότητα που έμελλε να δοθή αιωνίως στους αγίους, άρχισε να διαλογίζεται και να λέγη μέσα του· ‘άραγε θα επιστρέψω πάλι στο προηγούμενο σχήμα του σώματος ή θα παραμείνω όπως είμαι τώρα;’. Μόλις λοιπόν σκέφθηκε τούτο, αμέσως κατάλαβε ότι περιέφερε πλέον το σχήμα του σώματος σαν σκιά και σαν πνεύμα· διότι, όπως λέχθηκε, αισθανόταν τον εαυτό του ότι είχε γίνει ολόκληρος ανείδεος, ασχημάτιστος και άυλος, και ότι γνώριζε ότι το σώμα συνυπήρχε με αυτόν, αλλά κάπως ασώματο και πνευματικό· διότι δεν αισθανόταν τούτο να έχη πλέον βάρος ή παχύτητα και θαύμαζε βλέποντας τον εαυτό του μέσα σε σώμα ως ασώματον. Εν τούτοις όμως το μέσα του λαλούν φως έλεγε με την προηγουμένη πάλι φωνή ‘τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβεβλημένοι ασωμάτως πνευματικά σώματα, ή ελαφρότερα και λεπτότερα και υψιπετέστερα ή παχύτερα και βαρύτερα και χαμαιπετέστερα, επί τη βάσει των οποίων θα ορισθεί τότε στον καθένα η στάσις και η τάξις και η οικείωσις προς τον Θεό’. Αφού άκουσε λοιπόν αυτό ο θεοπτικώτατος και θεόληπτος Συμεών, αφού είδε το ανεκλάλητο φως του Θεού και ευχαρίστησε τον Θεό που δόξασε το γένος μας και το κατέστησε κοινωνό της θεότητος και βασιλείας του, επανήλθε αμέσως στον εαυτό του πλήρως και ευρέθηκε πάλι να είναι μέσα στο κελλί του εντελώς άνθρωπος κατά τον προηγούμενο τρόπο και σχήμα. Μόνο που διαβεβαίωνε με όρκους όσους είχε έμπιστους και τους απεκάλυπτε τα μυστικά του, ότι είχε αυτήν την ελαφρότητα του σώματος επί πολλές ήμερες, χωρίς να αισθάνεται καθόλου ούτε κόπο ούτε πόνο ούτε πείνα ούτε δίψα. Αλλά βέβαια, επειδή δι’ αυτών των ενεργειών γινόταν του Πνεύματος μόνου και ήταν γεμάτος με τα ένθεα χαρίσματά του, εύλογα, καθώς ήταν και αυτός καθαρός στο νου, έβλεπε τις φρικτές οράσεις και αποκαλύψεις του Κυρίου, όπως παλαιά οι προφήτες» (τ. 19Α, σελ.151-5).
«Μέλη Χριστού γινόμαστε, μέλη ο Χριστός δικά μας· Χέρι ο Χριστός, πόδι ο Χριστός του πανάθλιου εμένα, κι ο άθλιος εγώ χέρι Χριστού και Χριστού πόδι πάλι· κινώ το χέρι και είναι αυτό ο Χριστός ακέραιος και τη θεότητα ακομμάτιαστη στο νου σου βάλε· κινώ το πόδι μου και να που αστράφτει όπως εκείνος. Μην πεις πως βλαστημώ, μα δέξου ό,τι είπα και το Χριστό προσκύνησε που έτσι σε κάνει. Και συ, αν θελήσεις, μέλος του θα γίνεις κι έτσι τα μέλη όταν του καθένα μας θα γίνουν μέλη του Χριστού ως αυτός δικά μας μέλη κι όλα όσα έχομε άσχημα σε ωραία θα τ’ αλλάξει στολίζοντάς τα με την ομορφιά της θεότητας και τη δόξα, και θεοί θα γίνομε μαζί με το Θεό όντας όλοι μας και καθόλου πια δε θα βλέπουμε άσχημο το σώμα μας, αλλά θα είμαστε όλοι όμοιοι με όλο το σώμα του Χριστού και θα είναι όλος ο Χριστός μέλος μας ένα ένα» (τ. 19Ε, σελ. 155-7).
«Και τα σώματα όπως είπαμε επίσης, φθείρονται και σαπίζουνε και των αγίων αλλά τέτοια σηκώνονται που έχουν σπαρεί, σιτάρι καθαρό, σιτάρι αγιασμένο, του Πνεύματος του αγίου άγια σκεύη. Επειδή ολοκάθαρα είχαν ζήσει ξανά τώρα σηκώνονται γεμάτα δόξα και λάμπουνε κι αστράφτουν σαν το φως το θείο. Σ’ αυτά μέσα οι ψυχές των αγίων κατοικώντας θα λάμψουν τότε πέρα από ό,τι ο ήλιος κι όμοιοι θα γίνουνε με το Δεσπότη, εκείνου που φυλάξανε τους θείους τους νόμους. Σηκώνονται και των αμαρτωλών τα σώματα τέτοια κι αυτά που είχαν σπαρεί στη γη γεμάτα βόρβορο και δυσοσμία και σήψη, βέβηλα σκεύη ακάθαρτα, κακίας ζιζάνια, ζόφο γεμάτα, της κακίας καθώς τα έργα έχουνε πράξει κι όργανα όλων των κακών του πονηρού σπορέα έχουν χρηματίσει, και σηκώνονται αθάνατα και τούτα κι ενώ από πνεύμα είναι μοιάζουν με το σκότος. Με τούτα οι άθλιες ψυχές σαν ενωθούν, ζοφερές κι αυτές κι ακάθαρτες ως είναι θα γίνουν με το διάβολο όμοιες, αφού έχουν μιμηθεί τα έργα εκείνου» (τ. 19ΣΤ, σ. 321).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)