«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι ‘πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφοράς’. Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9).
«Η δε φύση του σώματος αλλοιωνόταν προς την αφθαρσία εξερχόμενη από την ταπείνωσή της με την επενέργεια μιας ανώτερης δύναμης, αρπαζόταν πάλι σε οπτασίες και αποκαλύψεις Κυρίου… Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από πάνω σαν πρωινή αυγή -ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός-, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν πίστευε ότι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι ο ίδιος με όλο του το σώμα έχει βγει έξω από τα γήινα. Αλλά βεβαίως, επειδή το φως εκείνο συνέχιζε να λαμπρύνεται ζωηρότερα και του φαινόταν σαν μεσουράνημα ήλιου που λάμπει από υψηλά αισθανόταν σαν να στέκεται ο ίδιος στο μέσο του φαινομένου και όλος σε όλο το σώμα να είναι γεμάτος χαρά και δάκρυα που ερχόταν από την εκείθεν γλυκύτητα. Και μάλιστα έβλεπε ότι το ίδιο το φως παραδόξως ήγγισε την σάρκα του και βαθμιαίως διαπερνούσε τα μέλη του. Το παράδοξο λοιπόν του οράματος τούτου τον απομάκρυνε από την προηγουμένη θεωρία του και τον έκανε να διαλογίζεται μόνο το πανεξαισίως γινόμενο μέσα του. Το έβλεπε λοιπόν λίγο λίγο να εισδύη όλο σε όλο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του, έως ότου τον κατέστησε ολόκληρον πυρ και φως. Όπως δε προηγουμένως την οικία, έτσι τώρα τον έκανε να χάση την αίσθησι του σχήματος, της θέσεως, του πάχους και του είδους του σώματος· και σταμάτησε να δακρύζη. Φωνή λοιπόν απευθύνεται σ’ αυτόν από το φως, και λέγει· ‘έτσι αποφασίσθηκε ν’ αλλαγούν οι ζώντες και υπολειπόμενοι άγιοι την ώρα της έσχατης σάλπιγγος και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλαγμένοι θ’ αρπαγούν’, όπως λέγει ο Παύλος. Σ’ αυτήν λοιπόν την κατάστασι ευρισκόμενος και ιστάμενος ο μακάριος πολλές ώρες ανυμνώντας τον Θεό ακαταπαύστως με μυστικές φωνές και κατανοώντας την δόξα που τον περιέβαλλε και την μακαριότητα που έμελλε να δοθή αιωνίως στους αγίους, άρχισε να διαλογίζεται και να λέγη μέσα του· ‘άραγε θα επιστρέψω πάλι στο προηγούμενο σχήμα του σώματος ή θα παραμείνω όπως είμαι τώρα;’. Μόλις λοιπόν σκέφθηκε τούτο, αμέσως κατάλαβε ότι περιέφερε πλέον το σχήμα του σώματος σαν σκιά και σαν πνεύμα· διότι, όπως λέχθηκε, αισθανόταν τον εαυτό του ότι είχε γίνει ολόκληρος ανείδεος, ασχημάτιστος και άυλος, και ότι γνώριζε ότι το σώμα συνυπήρχε με αυτόν, αλλά κάπως ασώματο και πνευματικό· διότι δεν αισθανόταν τούτο να έχη πλέον βάρος ή παχύτητα και θαύμαζε βλέποντας τον εαυτό του μέσα σε σώμα ως ασώματον. Εν τούτοις όμως το μέσα του λαλούν φως έλεγε με την προηγουμένη πάλι φωνή· ‘τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβεβλημένοι ασωμάτως πνευματικά σώματα, ή ελαφρότερα και λεπτότερα και υψιπετέστερα ή παχύτερα και βαρύτερα και χαμαιπετέστερα, επί τη βάσει των οποίων θα ορισθεί τότε στον καθένα η στάσις και η τάξις και η οικείωσις προς τον Θεό’. Αφού άκουσε λοιπόν αυτό ο θεοπτικώτατος και θεόληπτος Συμεών, αφού είδε το ανεκλάλητο φως του Θεού και ευχαρίστησε τον Θεό που δόξασε το γένος μας και το κατέστησε κοινωνό της θεότητος και βασιλείας του, επανήλθε αμέσως στον εαυτό του πλήρως και ευρέθηκε πάλι να είναι μέσα στο κελλί του εντελώς άνθρωπος κατά τον προηγούμενο τρόπο και σχήμα. Μόνο που διαβεβαίωνε με όρκους όσους είχε έμπιστους και τους απεκάλυπτε τα μυστικά του, ότι είχε αυτήν την ελαφρότητα του σώματος επί πολλές ημέρες, χωρίς να αισθάνεται καθόλου ούτε κόπο ούτε πόνο ούτε πείνα ούτε δίψα. Αλλά βέβαια, επειδή δι’ αυτών των ενεργειών γινόταν του Πνεύματος μόνου και ήταν γεμάτος με τα ένθεα χαρίσματά του, εύλογα, καθώς ήταν και αυτός καθαρός στο νου, έβλεπε τις φρικτές οράσεις και αποκαλύψεις του Κυρίου, όπως παλαιά οι προφήτες» (τ. 19Α, σελ. 151-5).
«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Eνώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).
«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει ‘δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα’. Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).
«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστη, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).
«Ο Κύριος που μας χαρίζει τα υπέρ αίσθηση, μας δίδει δια του Πνεύματός του άλλη αίσθηση υπέρ αίσθηση, ώστε δι’ όλων των αισθήσεων να αισθανόμαστε τρανώς και καθαρώς κατά υπερφυή τρόπο τις υπέρ αίσθηση δωρεές και τα χαρίσματά του» (τ. 19Α, σ. 459).
«Μέλη Χριστού γινόμαστε, μέλη ο Χριστός δικά μας· Χέρι ο Χριστός, πόδι ο Χριστός του πανάθλιου εμένα, κι ο άθλιος εγώ χέρι Χριστού και Χριστού πόδι πάλι· κινώ το χέρι και είναι αυτό ο Χριστός ακέραιος και τη θεότητα ακομμάτιαστη στο νου σου βάλε· κινώ το πόδι μου και να που αστράφτει όπως εκείνος. Μην πεις πως βλαστημώ, μα δέξου ό,τι είπα και το Χριστό προσκύνησε που έτσι σε κάνει. Και συ, αν θελήσεις, μέλος του θα γίνεις κι έτσι τα μέλη όταν του καθένα μας θα γίνουν μέλη του Χριστού ως αυτός δικά μας μέλη κι όλα όσα έχουμε άσχημα σε ωραία θα τ’ αλλάξει στολίζοντάς τα με την ομορφιά της θεότητας και τη δόξα, και θεοί θα γίνουμε μαζί με το Θεό όντας όλοι μας και καθόλου πια δε θα βλέπουμε άσχημο το σώμα μας, αλλά θα είμαστε όλοι όμοιοι με όλο το σώμα του Χριστού και θα είναι όλος ο Χριστός μέλος μας ένα ένα» (τ. 19Ε, σελ. 155-7).
«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σελ. 165-7).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)