Του Αββά Φήλικος α'. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πή κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ ακόμη τον παρακάλεσαν, τους είπε: « Λόγο θέλετε να ακούσετε ; ». Του απαντούν: « Ναι, Αββά ». Είπε λοιπόν ο γέρων: « Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος. Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους γέροντες και έχαναν ό,τι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω τη χάρη πώς να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Και δεν βρίσκουν τί να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα το έκανε ». Και, ακούοντας τα αυτά οι αδελφοί, στέναξαν και είπαν : « Προσευχήσου για μας, Αββά». Του Αββά Φιλαγρίου Ήταν κάποιος από τους αγίους, όπου τον έλεγαν Φιλάγριο και έμενε στην έρημο των Ιεροσολύμων, εργαζόμενος με κόπο για να έχη το ψωμί του. Και καθώς στεκόταν στην αγορά, πουλώντας το εργόχειρο του, ιδού πέφτει από κάποιον ένα πουγγί με χίλια νομίσματα. Το βρήκε ο γέρων και έμεινε εκεί, λέγοντας: « Αυτός όπου το έχασε, θα έλθη οπωσδήποτε». Και ιδού εκείνος έρχεται κλαίοντας. Και παίρνοντας τον παράμερα ο γέρων, του το δίνει. Αλλά εκείνος τον κρατούσε, θέλοντας να του δώση ένα μέρος α πό το ποσό. Ο γέρων όμως δεν ήθελε. Τότε, άρχισε να φωνάζη: « Ελάτε να δήτε πώς συμπεριφέρθηκε ένας άνθρωπος του Θεού ». Αλλά ο γέρων έφυγε κρυφά και βγή κε από την πόλη, για να μη δοξασθή. Του Αββά Φορτά Είπε ο Αββάς Φορτάς: « Αν θέλη ο Θεός να ζω, γνωρίζει πώς θα προνοήση για μένα. Και αν, δεν θέλη, τι να την κάμω τη ζωή ; ». Γιατί δεν δεχόταν από κανέναν κάτι, αν και ήταν κατάκοιτος. Και έλεγε: « Αν μου προσφέρη τινάς κάτι και όχι για τον Θεό, ούτε εγώ έχω τίποτε να του δώσω, ούτε από τον Θεό παίρνει μισθό. Γιατί δεν πρόσφερε για τον Θεό. Και αδικείται αυτός όπου πρόσφερε. Γιατί πρέπει, όσοι βασίζονται στον Θεό και μονάχα σ’ αυτόν αποβλέπουν, τέτοια ευλάβεια να τους διακρίνη, ώστε τίποτε να μη θαρούν ως προσβολή τους, έστω και αν αδικούνται άπειρες φορές ». Του Αββά Χομαί Έλεγαν για τον Αββά Χομαί, ότι, μέλλοντας να τελευτήση, είπε στα τέκνα του: « Μή κατοικήσετε μαζί με αιρετικούς, μήτε να συνάψετε σχέσεις με άρχοντες, μήτε να είναι τα χέρια σας απλωμένα στο να συνάζετε, αλλά μάλλον απλωμένα στο να δίνετε ». Του Αββά Χαιρέμωνος Έλεγαν για τον Αββά Χαιρέμωνα σε Σκήτη, ότι το σπήλαιο του απείχε από την εκκλησία σαράντα μίλια, από δε το έλος και το νερό δώδεκα μίλια. Και έτσι πήγαινε το εργόχειρο του Του Αββά Ψενθαϊσίου Είπαν ο Αββάς Ψενθαΐσιος και ο Αββάς Σούρος και Ψώϊος: « Ακούοντας τα λόγια του πατρός μας, του Αββά Παχωμίου, βρίσκαμε μεγάλη ωφέλεια, κεντρισμένοι στον ζήλο καλών έργων. Αλλά και όταν σιωπούσε, βλέποντας τη ζωή του να είναι λόγος, θαυμάζαμε, μιλώντας μεταξύ μας, γιατί νομίζαμε πως όλοι οι άγιοι έτσι έχουν φτιαχτή από τον Θεό, από τα μητρικά τους σπλάχνα, ά-γιοι και αναλλοίωτοι και όχι αυτεξούσιοι. Και ότι οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να ζουν με ευσέβεια, γιατί έτσι δημιουργήθηκαν. Τώρα όμως βλέπουμε την αγαθότητα του Θεού πάνω στον πατέρα μας αυτόν. Γιατί, προερχόμενος από ειδωλολάτρες γονείς, έγινε τόσο θεοσεβής και όλες τις εντολές του Θεού έχει επωμισθή. Λοιπόν και εμείς και όλοι μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, όπως και εκείνος ακλουθεί τους αγίους. Άρα εδώ έχει τη θέση του το ρητό: Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. Μαζί λοιπόν μ’ αυτόν τον άνθρωπο ας πεθάνουμε και ας ζήσουμε, γιατί ορθά μας οδηγεί στον Θεό ». Του Αββά Ώρ α'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι κάποτε έβαζαν λάσπη σ’ ένα κελλί και είπαν μεταξύ τους: «Αν μας επισκεφθή τώρα ο Θεός, τί θα γίνη μ’ εμάς ; ». Και κλαίοντας, παράτησαν τη λάσπη και πήγε ο καθένας στο κελλί του. β'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ, ότι ούτε είπε ψέμμα ποτέ, ούτε ωρκίσθηκε, ούτε καταράσθηκε άνθρωπο, ούτε μίλησε χωρίς να είναι ανάγκη. γ'. Έλεγε ο Αββάς Ώρ στον μαθητή του Παύλο: « Πρόσεχε, ποτέ να μη φέρης μέσα στο κελλί σου ξένα λόγια ». δ'. Πήγε κάποτε ο Παύλος, ο μαθητής του Αββά Ώρ, να αγοράση φονικοβλαστούς και βρήκε ότι άλλοι πρόλαβαν και έδωσαν προκαταβολή. Ποτέ δέ ο Αββάς Ώρ δεν έδινε προκαταβολή, αλλά όταν ήταν ώρα έστελνε το αντίτιμο και αγόραζε. Πήγε λοιπόν ο μαθητής του και σε άλλο τόπο για βάγια. Και του λέγει ο περιβολάρης: « Κάποιος πριν μου έδωσε προκαταβολή, αλλά δεν φάνηκε ακόμη. Πάρε λοιπόν συ τα βάγια ». Τα πήρε και γύρισε στον γέροντα. Και του ανεκοίνωσε τα σχετικά. Και ακούοντας ο γέρων, χτύπησε τα χέρια του, λέγοντας: « Ο Ώρ δεν εργάζεται εφέτος ». Και δεν άφησε τα βάγια μέσα, ωσότου τα γύρισε πίσω. ε'. Είπε οΑββάς Ώρ: « Αν με βλέπης να έχω λογισμό εναντίον κάποιου, γνώριζε ότι και αυτός τον ίδιο λογισμό έχει για μένα». στ'.Ήταν ένας κόμης στα μέρη του Αββά Ώρ, Λογγίνος λεγόμενος, όπου πολλές ελεημοσύνες έκανε. Και όταν τον επισκέφθηκε κάποιος από τους πατέρες, τον παρακάλεσε να τον πάη στον Αββά Ώρ. Πηγαίνοντας λοιπόν ο μοναχός στον γέροντα, εγκωμίαζε τον κόμητα, ότι καλός είναι και πολλές ελεημοσύνες κάνει. Και καταλαβαίνοντας ο γέρων, λέγει: « Ναι, καλός είναι». Άρχισε λοιπόν ο μοναχός να τον παρακαλή, λέγοντας: «Κάμε του τη χάρη, Αββά, να έλθη και να σε δή ». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: « Σε βεβαιώνω, ότι δεν περνά αυτό το φαράγγι για να με δή ». ζ'. Παρακάλεσε ο Αββάς Σισώης τον Αββά Ώρ, λέγοντας: « Πές μου κάτι ωφέλιμο ». Και του είπε: « Έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα ; ». Και είπε: « Ναι ». Του λέγει τότε: « Πήγαινε και ό,τι με είδες να κάνω, κάμε το και συ ». Και του είπε: « Τί βλέπω, πάτερ, σε σένα ; ». Και του είπε ο γέρων: « Ο λογισμός μου με θέτει πιο κάτω από όλους τους ανθρώπους ». η'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι περνούσαν τον καιρό τους με άγιες αποφάσεις και ευχαριστούσαν τον Θεό διαρκώς. θ'. Είπε ο Αββάς Ώρ: « Η ταπεινοφροσύνη είναι στέφανος του μοναχού ». ι'. Είπε πάλι: « Όποιος τιμάται και επαινείται πάνω από ό,τι αξίζει, πολύ ζημιώνεται. Όποιος όμως καθόλου δεν τιμάται από τους ανθρώπους, άνωθεν θα δοξασθή ». ια'. Πάλι είπε: « Όταν τρυπώση μέσα σου λογισμός υψηλοφροσύνης και υπερηφάνειας, ψάξε στη συνείδησή σου, αν όλες τις εντολές τήρησες, αν αγαπάς τους εχθρούς σου και λυπάσαι για την ελάττωση τους και θαρής τον εαυτό σου δούλο άχρηστο και πιο αμαρτωλόν απ’ όλους. Αλλά και τότε μή καυχηθής, ότι όλα τα κατώρθωσες, ξέροντας ότι αυτός ο λογισμός όλα τα καταστρέφει». ιβ'. Είπε πάλι: « Σε κάθε πειρασμό, μή μέμφεσαι άνθρωπο, αλλά μονάχα τον εαυτό σου, λέγοντας, ότι εξ’ αίτιας σου σου συμβαίνουν αυτά». ιγ'. Πάλι είπε: « Μή πής μέσα σου εναντίον του αδελφού σου, ότι είσαι πιο νηφάλιος και πιο ασκητικός. Αλλά να υποτάσσεσαι στη χάρη του Χριστού με πνεύμα πτωχείας και αγάπης ανυπόκριτης, για να μή γλιστρήσης σε πνεύμα καυχήσεως και χάσης τον κόπο σου. Γιατί είναι γραμμένο: Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μή πέση. Και να είσαι αλάτι ηρτυμένος εν Κυρίω ». ιδ'. Είπε πάλι: « Ή φεύγοντας φεύγε τους ανθρώπους ή ας εμπαίξης τον κόσμο και τους ανθρώπους, κάνοντας τον εαυτό σου στα πολλά να φαίνεται μωρός ». ιε'. Πάλι είπε: « Αν κατακρίνης τον αδελφό σου και διαμαρτυρηθή η συνείδησή σου, πήγαινε βάλε του μετάνοια και πες: Σε κατέκρινα. Και ασφαλίσου, ώστε ποτέ πλέον να μή εμπαιχθής. Γιατί θάνατος της ψυχής είναι η καταλαλιά ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)