Ο ελεήμων πατριάρχης
Αν ζητούσε κανείς στην παράδοση της Εκκλησίας μας έναν άγιο που να ενσαρκώνη κατά τον καλύτερο τρόπο τον «ιλαρόν δότην» που « αγαπά ο Θεός», θα σταματούσε σ’ έναν ιεράρχη, που γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα ονομάστηκε Ιωάννης ο Ελεήμων (+ 619). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε χωρίς υπερβολή πως ολόκληρος ο βίος του ήταν μια διαρκής ελεημοσύνη. Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κύπρο. Ήταν πολύ ευκατάστατος. Η αγάπη που του ενέπνεε ο Χριστός για τους συνανθρώπους του, έβρισκε την ευκαιρία να εκδηλωθή πλουσιοπάροχα. Και όσο μοίραζε στους φτωχούς, τόσο ο Θεός τού έδινε περισσότερα αγαθά. Τα καλά έργα του τον έκαναν γνωστό σε όλη την Κύπρο. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη! Και όταν εκοιμήθη ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, η σκέψη όλων στράφηκε στον Ιωάννη. Αλλά εκείνος με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχτή ν’ αναλάβη την πατριαρχεία. Ο αυτοκράτωρ όμως Ηράκλειος επέμενε. Το ίδιο και ο λαός. Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να υποχωρήση. Μόλις έγινε πατριάρχης, αμέσως κάλεσε στο γραφείο του τους ιερείς της Αλεξανδρείας που είχαν την φροντίδα των φτωχών, και τους είπε: -Πηγαίνετε στην πόλη και μάθετε πόσοι είναι οι κύριοι μου. Εκείνοι τον κοίταξαν έκπληκτοι! Δεν κατάλαβαν τί εννοούσε. Τους εξήγησε λοιπόν: -Εννοώ αυτούς που συνήθως οι άνθρωποι τους ονομάζουν φτωχούς. Αυτοί είναι οι δικοί μου κύριοι. Σε λίγες μέρες οι ιερείς τού έφεραν επτάμιση χιλιάδες ονόματα φτωχών που είχαν απόλυτη ανάγκη βοηθείας. Όλους αυτούς φρόντισε μα κάθε τρόπο να τους βοηθήση. Αγαπούσε τόσο πολύ τους άλλους, ώστε λησμονούσε τον ίδιο τον εαυτό του. Ζούσε φτωχικά. Δεν μπορούσε να ησυχάση όταν σκεφτόταν ότι αυτός τα είχε όλα, ενώ άλλοι ίσως να μην είχαν ένα κομμάτι ψωμί. Γι’ αυτό έδινε, έδινε μέχρι του σημείου να μην έχη τίποτε ο ίδιος. Το ράσο του ήταν παλιό και τριμμένο. Και το δωμάτιό του σχεδόν άδειο. Κάποτε ένας άρχοντας έτυχε να δη σε τί φτωχική στρωμνή αναπαυόταν ο πατριάρχης. Αγόρασε λοιπόν ένα ακριβό πάπλωμα και του το χάρισε. Εκείνος το δέχτηκε. Το βράδυ ξάπλωσε και σκεπάστηκε με το πολυτελές πάπλωμα. Μα του ήταν αδύνατο να κλείση μάτι! Στον νου του ερχόταν η εικόνα τόσων φτωχών ανθρώπων που θα έτρεμαν από το κρύο. Την άλλη μέρα πρωί –πρωί έστειλε και πούλησε το πάπλωμα και με τα χρήματα που πήρε έντυσε πολλούς φτωχούς, όπως γράφει ο βιογράφος του Λεόντιος. Τί συνέβη όμως; Συμπτωματικά το βλέπει ο άρχοντας που του το είχε αγοράσει, το αγοράζει πάλι και το ξαναστέλνει στον πατριάρχη. Αλλά ο άγιος το ξαναπούλησε και έντυσε άλλους φτωχούς! Αυτό έγινε και ξανάγινε, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν ο πατριάρχης και ο δωρητής. Ο άγιος χαμογέλασε και του είπε: -Για να δούμε ποιος από τους δύο θα κουραστή πρώτος, εγώ να πουλώ το πάπλωμα ή εσύ να το αγοράζης; Τότε ο άρχοντας αποκρίθηκε: -Υπάρχει κίνδυνος να κρυολογήσετε, και τί θα γίνουν τόσες χιλιάδες φτωχοί; -Σ’ευχαριστώ πολύ για το ειλικρινές σου ενδιαφέρον, απάντησε ο πατριάρχης, αλλά πώς μπορούσα να ησυχάσω εγώ και να κοιμηθώ, όταν γύρω μου τόσα παιδιά μου υποφέρουν; Μπορεί ποτέ να καλοπερνά ο πατέρας, όταν στερούνται και δεινοπαθούν τα παιδιά του; Ο άρχοντας κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο άγιος και δεν ξαναμίλησε. Κάποτε ο άγιος έμαθε πως ένας φτωχός ήταν σε πολύ μεγάλη στενοχώρια, μα ντρεπόταν να ζητήση χρήματα εμπρός στους ανθρώπους. Πάει λοιπόν ο πατριάρχης τη νύχτα κρυφά μοναχός του και του δίνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο φτωχός γονάτισε και του φίλησε τα πόδια κλαίγοντας. -Σταμάτα, του αποκρίνεται εκείνος. Ακόμα δεν σταυρώθηκα, ούτε έχυσα το αίμα μου για σένα, όπως έκανε ο Χριστός για όλους μας.
( Η θύρα του ελέους)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.121-123)