ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Του Α β β ά  Α χ ι λ λ ά
α'. Πήγαν κάποτε τρεις γέροντες στον Αββά Αχιλλά. Και ο ένας απ’ αυτούς είχε φήμη κακή. Λέγει ένας από τους γέροντες : « Αββά, φτιάξε μου ένα δίχτυ ». Και εκείνος του απαντά : « Δεν σου φτιάχνω ». Και ο άλλος είπε : « Δός μας ένα δείγμα αγάπης, για να σε μνημονεύου-με στη Μονή ». Και αποκρίνεται : « Δεν ευκαιρώ ». Του λέγει και ο άλλος, όπου είχε την κακή φήμη : « Σ’ εμένα φτιάξε ένα δίχτυ, για να έχω κάτι από τα χέρια σου, Αββά ». Και του αποκρίνεται ευθύς και του λέγει : « Εγώ θα σου φτιάξω ». Και του λέγουν, ιδιαίτερα, οι δυο γέροντες : « Πώς εμείς σε παρακαλέσαμε και δεν θέλησες να μιας κάμης το χατήρι και σ’ εκείνον προθυμοποιήθηκες ; ». Τούς λέγει ο γέρων : « Σας αρνήθηκα και δεν λυπηθήκατε, όπου δεν ευκαιρούσα. Σ’ αυτόν όμως αν είχα άρνηθη, θα έλεγε ότι έχοντας ακουστά την αμαρτία μου ο γέρων δεν θέλησε να μου κάμη το χατήρι. Και έτσι, ευθύς κόβουμε το σχοινί. Τον καλοκάρδισα λοιπόν για να μη πέση σε απόγνωση ».
β'. Είπε ο Αββάς Βιτίμιος : « Ενώ κατέβαινα κάποτε σε μια Σκήτη, μου έδωσαν κάποιοι λίγα μήλα, για να τα προσφέρω στους γέροντες. Χτύπησα λοιπόν στο κελλί του Αββά Αχιλλά, για να του δώσω. Και εκείνος μου είπε : Σε βεβαιώνω, αδελφέ, δεν θα ήθελα να μου χτυ- πήσης τώρα τη θύρα, ακόμη και αν κρατούσες στα χέρια το μάννα. Αλλά και σ’ άλλο κελλί να μη πας. ’Εφυγα λοιπόν και γύρισα στο κελλί μου —προσθέτει ο Αββάς Βιτίμιος− και τα πήγα στην εκκλησία ».
γ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αχιλλάς στο κελλί του Αββά Ησαΐα, σε Σκήτη. Και τον βρήκε να τρώγη. Είχε δε βάλει στο πιάτο αλάτι και νερό. Και σαν τον είδε ο γέρων να το κρύβη πίσω από την πλεξούδα, του λέγει : «Για πες μου, τι έτρωγες ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε :
« Με συμπαθάς, Αββά, βλαστούς φοινικιάς έκοβα και ζεστάθηκα πολύ και έβαλα στο στόμα μου ψωμί με αλάτι. Και ξεράθηκε το λαρύγγι μου από την πολλή ζέστη και δεν κατέβαινε το ψωμί. Γι’ αυτό αναγκάσθηκα να ρίξω λίγο νερό στο αλάτι, ώστε έτσι να μπορέσω να φάγω. Αλλά, συμπάθα με ». Και λέγει ο γέρων : « Ελάτε να δήτε τον Ήσαΐα οπού τρώγει ζωμό σε Σκήτη. Αν θέλης να τρώγης ζωμό, πήγαινε στην Αίγυπτο ».
δ'. Πήγε κάποιος από τους γέροντες στον Αββά Αχιλλά. Και τον είδε οπού έφτυσε αίμα. Και τον ρώτησε :« Τι είναι αυτό, πάτερ ; ». Και είπε ο γέρων : « Να, λόγια ήταν ενός αδελφού οπού με λύπησε και αγωνίστηκα να μη ανακοινώσω τι μου είπε και παρακάλεσα τον θεό ναμε απαλλάξη από τα λόγια εκείνα. Και έγιναν σαν αίμα στο στόμα μου και τα έφτυσα, με αποτέλεσμα να ξαναβρώ την ησυχία μου και να ξεχάσω τη λύπη μου ».
ε . ’Έλεγε ο Αββάς Αμμώης « Πήγαμε εγώ και ο Αββάς Βιτίμιος στον Αββά Αχιλλά και τον ακούσαμε να μελετά αυτό το ρητό : " Μη φοβού Ιακώβ, καταβήναι εις Αίγυπτον.’’ Και για πολύ μελετούσε αυτό το ρητό. Και σαν χτυπήσαμε, μας άνοιξε και μας ρωτά : Από που είστε; Φοβηθήκαμε να του πούμε από τα Κελλιά και του λέμε : Από το βουνό της Νιτρίας. Και μας λέγει : Τι να κάμω για σας, μια και είστε από μακριά ; Και μας έμπασε μέσα. Και τον βρήκαμε να δουλεύη τη νύχτα και να φτιάχνη πολλές πλεξούδες. Του ζητήσαμε λοιπόν να μας πη κανένα ωφέλιμο λόγο. Και μας αποκρίθηκε : Εγώ αποβραδίς έως τώρα έπλεξα είκοσι οργυιές, όπου βέβαια δεν τις χρειάζομαι. Αλλά φοβάμαι μήπως αγανακτήση ο θεός και με κατηγορήση, λέγοντας : Γιατί, ενώ μπορούσες να δουλέψης, δεν δούλεψες ; Γι’ αυτό κοπιάζω και καταβάλλω όλη μου τη δύναμη. Και ωφελημένοι, τον αφήσαμε και φύγαμε ».
Του Α β β ά  Α μ μ ώ η
α'. Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη, ότι, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, δεν άφηνε τον υποταχτικό του πολύ κοντά του να βαδίζη, αλλά από μακριά. Και αν ερχόταν να τον συμβουλευτή για λογισμούς, μόλις τους εκμυστηρευόταν, ευθύς τον απεμάκρυνε, λέγοντας : « Το κάνω αυτό μήπως, ενώ μιλάμε ωφέλιμα, ξεστρατίση σε άλλα η στιχομυθία μας. Γι’ αυτό δεν σε αφήνω πολύ κοντά μου ».
β'. ’Έλεγε ο Αββάς Αμμώης στον Αββά Ησαΐα, αρχικά : « Πώς με βλέπεις τώρα ; ». Του απαντά : « Σαν Άγγελο, πάτερ ». Και, στο τέλος, του έλεγε : « Πώς με βλέπεις αυτή τη φορά ; ». Και του Αποκρινόταν εκείνος :« Σαν τον Σατανά. Και λόγια να μου πής αγαθά, εγώ σαν ξεγυμνωμένο σπαθί τα αισθάνομαι ».
γ'. ’Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη, ότι ήταν άρρωστος και έμενε στο κρεββάτι για πολλά χρόνια. Και ποτέ δεν άφησε τον λογισμό του να προσέξη στο παρά μέσα κελλί του, για να δη τι έχει. Γιατί πολλά του πρόσφερναν εξαιτίας της αρρώστιας του. Και καθώς ο υποταχτικός του Ιωάννης έμπαινε και έβγαινε, σφάλιζε τα μάτια του ο γέρων για να μη δη τι κάνει. Επειδή ήξερε ότι ήταν πιστός μοναχός.
δ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός πήγε στον Αββά Αμμώη, ζητώντας του λόγο ωφέλιμο. Και ενώ έμεινε μαζί του εφτά μέρες, ο γέρων τίποτε δεν του αποκρίθηκε. Ξεπροβοδίζοντάς τον δε, του είπε : « Πήγαινε, πρόσεχε στον εαυτό σου. Εμένα οι αμαρτίες έγιναν σαν τοίχος σκοτεινός, όπου με χωρίζει από τον θεό ».
ε'. Έλεγαν για τον Αββά Αμμώη ότι ετοίμασε κάποτε πενήντα αρτάβες σιτάρι για ανάγκη και το έβαλε στον ήλιο. Και πριν στεγνώση το σιτάρι καλά - καλά, είδε κάτι στον τόπον εκείνο όπου δεν τον ωφελούσε. Και λέγει στους υποταχτικούς του : « Ας φύγουμε από εδώ ». Εκείνοι λυπήθηκαν παρά πολύ. Και βλέποντάς τους στενοχωρημένους, τους λέγει : «Λυπάστε για τα ψωμιά ; Λοιπόν, σας λέγω ότι είδα εγώ μερικούς να φεύγουν αφού άφησαν κατασκονισμένα τα ράφια με βιβλία μεμβράνινα. Και ούτε έκλεισαν τα ράφια, αλλά τα άφησαν ανοιχτά ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.42-45)

 


(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Χρυσοστόμου, Χαρώνη Βασιλείου). 
Α’) ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ
4364. Είναι δυνατόν να νηστεύει κανείς και χωρίς να νηστεύει. Και πώς είναι δυνατόν; Εγώ θα σας το πω˙ όταν τρώμε φαγητά, απέχουμε όμως από τα αμαρτήματα. Γιατί αυτή είναι η ωφέλιμη νηστεία και γι’ αυτήν απέχουμε και από τα φαγητά, για να βαδίζουμε ευκολότερα προς το δρόμο της αρετής. (Κατήχησις Ε’, 1, ΕΠΕ 30, 428, SOURCES CHRET.T. τ. 50, 200).
4365. Την αληθινή νηστεία να επιδείξουμε, εννοώ δηλαδή την αποχή από τα κακά. Γιατί αυτό είναι νηστεία. Επειδή η αποχή από τα φαγητά γι’ αυτό μας έχει παραδοθεί, για να χαλιναγωγήσει τη δύναμη της σάρκας και να κάνει τον ίππο των επιθυμιών μας πειθαρχικό. Εκείνος που νηστεύει πρέπει περισσότερο από όλους και από όλα να χαλιναγωγεί το θυμό, να έχει διδαχθεί την πραότητα και την επιείκεια, να έχει συντριμμένη την καρδιά, να απομακρύνει τις ενθυμήσεις των άτοπων και ανάρμοστων επιθυμιών, έχοντας μπροστά του το ακοίμητο εκείνο μάτι του Θεού και το αδωροδόκητο δικαστήριο. Επίσης, πρέπει να είναι ανώτερος από τα χρήματα, να δείχνει μεγάλη γενναιοδωρία στην ελεημοσύνη και να διώχνει από την ψυχή του κάθε κακία προς τον πλησίον. Αυτή είναι η αληθινή νηστεία, όπως λέει και ο Ησαΐας... «Ακύρωσε τις διεστραμμένες συμφωνίες που έχεις συνάψει με τη βία, κόβε το ψωμί σου και μοίρασέ το στους πεινασμένους. Βάλε φτωχούς άστεγους στο σπίτι σου»(1). Μαζί με την αποχή από τα φαγητά ας δείξουμε και την αποχή από εκείνα που μας βλάπτουν, και για την άσκηση και εργασία των πνευματικών ας δείξουμε μεγάλη προθυμία. Εκείνος που νηστεύει πρέπει να είναι μετριόφρων, ήσυχος, ήμερος, ταπεινός, να περιφρονεί τη δόξα της παρούσας ζωής. Με πολλή ακρίβεια και συνέπεια να προσεύχεται και να εξομολογείται προς το Θεό, και όσο μπορεί να βοηθάει τον εαυτό του με την ελεημοσύνη. Να μην κάνουμε τίποτε αποβλέποντας στον έπαινο των ανθρώπων.
(Εις Γεν., ομιλ. Η', 6-7, ΕΠΕ 2, 208-212 MG 53, 74-75 ε'-στ').(1). Ησ. 58, 6-7
4366. Εκείνος που νηστεύει, πρέπει να είναι συνεσταλμένος, συντριμμένος και ταπεινωμένος και όχι να κάνει σαν μεθυσμένος από την οργή.
(Κατά Ιουδαίων, λόγος Α', 2, ΕΠΕ 34, 108 - MG 48,846).
ΝΑ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΜΑΣ
4367. Καλύτερα να κάνουμε νηστεία κακών επιθυμιών και όχι νηστεία πείνας. Καλύτερα να κάνουμε νηστεία παρακινούμενοι από αγάπη και όχι νηστεία αναγκαστική. Ο Σωτήρας μας είπε για τους δαίμονες: «Το γένος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο, παρά μόνον με προσευχή και νηστεία»(1). Η προσευχή και η νηστεία διώχνει δαίμονες και δεν θα απομακρύνει τους βαρβάρους; (Ότι Π. και Κ. Διαθήκης εις νομοθέτης, 7, MG 56, 410). (1). Ματθ. 17,21 και Μάρκ. 9,29.
ΌΛΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ ΝΑ ΑΠΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ
4368. Απολάμβανε τα λουτρά σου, να συμμετέχεις σε τραπέζια φαγητού, να πίνεις κρασί με μέτρο, κι’ αν θέλεις να φας κρέας, κανείς δεν θα σε εμποδίσει. Όλα να τα απολαμβάνεις, μόνον από την αμαρτία να απέχεις. Είδες πώς σ’ όλους είναι εύκολη αυτή η νηστεία;  (Κατά μεθυόντων και εις Ανάστασιν 1, ΕΠΕ 36, 144 – MG 50, 433).
Β’) ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
4369. Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα και χαλιναγωγεί τις ορμές και τα σκιρτήματα της σάρκας, κάνει την ψυχή πιο καθαρή, της δίνει φτερά, την ανεβάζει ψηλά και την κάνει ανάλαφρη.(Εις Γέν., ομιλ. Ι’, 2, ΕΠΕ 2, 244 – MG 53, 83).
4370. Αν ρυθμίζαμε και κυβερνούσαμε τη ζωή μας με νηφάλια σκέψη και αν δείχναμε όλο μας το ενδιαφέρον για τα πνευματικά και αν παίρναμε τόση μόνον τροφή, όση χρειάζεται για τις ανάγκες του οργανισμού μας, και αν δαπανούσαμε ολόκληρη την περιουσία μας στις καλές πράξεις, δεν θα μας χρειαζόταν η βοήθεια από τη νηστεία. Αλλ’ επειδή η ανθρώπινη φύση είναι ράθυμη και παραδίδεται περισσότερο στις ανέσεις και στις απολαύσεις, γι’ αυτό ο φιλάνθρωπος Κύριος σαν φιλόστοργος πατέρας επενόησε για μας τη θεραπεία που μπορεί να γίνει με τη νηστεία, ώστε και από τις απολαύσεις να μας ξεκόψει και τη φροντίδα που έχουμε για τα βιοτικά και γήϊνα να την μεταφέρουμε στην εργασία των πνευματικών.
(Εις Γεν., ομιλ. Ι’, 1, ΕΠΕ 2, 240-242 - MG 53, 82).
4371. Σκοπός της νηστείας είναι η συμμετοχή στη θεία Κοινωνία με καθαρή ψυχή... Γι’ αυτό και οι Πατέρες παρέτειναν το στάδιο της νηστείας, δίνοντας σε μας προθεσμία για μετάνοια, ώστε να προσέλθουμε στη θεία Κοινωνία καθαρμένοι και τακτοποιημένοι ψυχικά. (Εις Ησ., ομιλ. ΣΤ’, 3, ΕΠΕ 8Α, 434 - MG 56, 139).
4372. Δεν νηστεύουμε για το Πάσχα, ούτε για τη θυσία του Σταυρού, αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα, επειδή πρόκειται να προσέλθουμε στα μυστήρια˙ γιατί το Πάσχα δεν είναι βεβαίως υπόθεση νηστείας, ούτε πένθους, αλλά ευφροσύνης και χαράς.  (Κατά Ιουδαίων, λόγος Γ’, 4, ΕΠΕ 34, 178 - MG 48, 867).
ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
4373. Για ποιο λόγο λοιπόν νηστεύουμε, λέγει, τις σαράντα αυτές ήμερες; Παλαιά πολλοί Χριστιανοί προσέρχονταν στα μυστήρια χωρίς καμιά προετοιμασία, και μάλιστα την εποχή που ο Χριστός τα συνέστησε. Αναλαμβανόμενοι λοιπόν οι πατέρες την βλάβη που προκαλούσε η έλλειψη προπαρασκευής, αφού συγκεντρώθηκαν, καθιέρωσαν σαράντα ημέρες νηστείας, προσευχών, ακροάσεως του θείου λόγου, συνάξεων, ώστε, αφού καθαρθούμε όλοι από τα πάθη μας με κάθε προσοχή και επιμέλεια και με προσευχές και ελεημοσύνες και νηστεία και αγρυπνίες και δάκρυα και εξομολόγηση και με όλα τα άλλα, να προσέλθουμε έτσι με καθαρή κατά το δυνατόν συνείδηση.   (Κατά Ιουδαίων, λόγος Γ’, 4, ΕΠΕ 34, 176-178 - MG 48, 867).
Γ’) Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΛΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
4374. Πόσο μεγάλο καλό είναι η νηστεία και μέγιστο όπλο κατά του διαβόλου και μετά το λουτρό του Βαπτίσματος δεν πρέπει να προσέχουμε στην καλοπέραση και στη μέθη και στο πλούσιο τραπέζι, αλλά στη νηστεία. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Κύριος νήστεψε. Όχι επειδή ο Ίδιος είχε ανάγκη, αλλά για να διδάξει εμάς. Επειδή δηλαδή τα πριν από το Βάπτισμα αμαρτήματα τα έφερε η υποδούλωση στην κοιλιά, όπως ακριβώς ο γιατρός, αν θεραπεύσει τον άρρωστο, τον διατάζει να μην κάνει εκείνα από τα οποία προήλθε η αρρώστια, έτσι λοιπόν και εδώ ο Χριστός μετά το Βάπτισμα εισήγαγε τη νηστεία. Γιατί και τον Αδάμ η ακράτεια της κοιλιάς τον έβγαλε από τον παράδεισο... Γι’ αυτό λοιπόν και ο Κύριος νηστεύει σαράντα μέρες, υποδεικνύοντας σε μας τα φάρμακα της σωτηρίας. (Εις Ματθ., ομιλ. ΙΓ’, 1,2, ΕΠΕ 9, 408-410 - MG 57, 209-210).
ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ
4375. «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(1)... Δεν είπε, ότι νήστεψα,... αλλά «ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»... Αυτά δε τα λέγω, όχι κατηγορώντας τη νηστεία˙ μη γένοιτο˙ αλλά αντίθετα και για να την επαινέσω πολύ˙ πονώ όμως όταν, ενώ παραμελείτε τα άλλα, νομίζετε ότι αυτή που κατέχει τελευταίο μέρος στην αρετή, αρκεί για τη σωτηρία σας.(Εις Ματθ., ομιλ. ΜΣΤ’, 4, ΕΠΕ 10, 826 - MG 58, 480-481).(1). Ματθ. 11,29.
Δ') ΩΦΕΛΕΙΕΣ
4376. Θαύμασε τη νηστεία και να την υποδεχθείς με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί, όταν και στο καμίνι βοηθεί και στο λάκκο των λιονταριών προφυλάσσει και δαίμονες διώχνει και ανακαλεί την απόφαση του Θεού και συγκρατεί τη μανία των παθών και μας επαναφέρει στην ελευθερία και φέρνει μεγάλη γαλήνη στους λογισμούς μας, δεν είναι δείγμα του πιο μεγάλου παραλογισμού να την αποφεύγουμε και να την φοβόμαστε, ενώ είναι πηγή τόσων πολλών αγαθών;... Αν θελήσεις με προσοχή να εξετάσεις το πράγμα, θα διαπιστώσεις ότι η νηστεία είναι μητέρα και της εξαιρετικής υγείας. (Περί μετάνοιας, ομιλ. Ε’ 4, ΕΠΕ 30, 202 - MG 49,312).
ΗΡΕΜΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΑΛΟΓΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
4377. Σ’ εκείνους που θέλουν να φιλοσοφούν είναι γλυκύς και ευχάριστος ο καιρός της νηστείας, η πνευματική άνοιξη των ψυχών, η αληθινή γαλήνη των λογισμών... Σ’ εμάς δε είναι γλυκειά και ευχάριστη η άνοιξη της νηστείας, γιατί συνήθως μας καταπραΰνει τα κύματα όχι των υδάτων, αλλά των άλογων επιθυμιών... Δεν διώχνει συνήθως τόσο γρήγορα το χειμώνα το χελιδόνι, όταν φανεί, όσο η νηστεία, όταν έρθει, απομακρύνει από τη σκέψη μας την τρικυμία των παθών. (Εις Γεν., λόγος Α',1, ΕΠΕ 8, 10 - MG 54, 581).
ΕΙΝΑΙ ΠΗΓΗ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ
4378. Αγαπώ την νηστεία, γιατί είναι μητέρα σωφροσύνης και πηγή φιλοσοφημένης πράξεως.(Εις Γέν., λόγος ΣΤ’ 1, ΕΠΕ 8, 98 - MG 54, 604).
ΕΙΝΑΙ ΠΗΓΗ ΥΓΕΙΑΣ
4379. Πρόσεξε˙ ποιός μπορούμε να πούμε ότι ζει περισσότερο απολαυστικά, εκείνος που τρώει λάχανα και είναι υγιής και δεν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ή εκείνος που διαθέτει πλούσιο (συβαρίτικο)(1) τραπέζι και είναι γεμάτος από άπειρες αρρώστιες; Είναι φανερό ότι ο πρώτος. Αν λοιπόν θέλουμε και απολαυστικά να ζούμε και υγιείς να είμαστε, ας μην επιζητούμε τίποτε περισσότερο από τα απαραίτητα˙ και έτσι ας εννοούμε την αυτάρκεια. Εκείνος που μπορεί να αρκείται στα όσπρια και να είναι υγιής, Ας μην ζητάει τίποτε παραπάνω, ενώ ο πιο αδύνατος που έχει ανάγκη θεραπείας με χορταρικά, ας μην εμποδίζεται να τα τρώει. Αν πάλι υπάρχει κάποιος που είναι πιο αδύνατος απ’ αυτόν και έχει ανάγκη να βοηθηθεί κατάλληλα από την κρεοφαγία, δεν θα τον εμποδίσουμε να χρησιμοποιήσει κρέας. Γιατί δεν δίνουμε αυτές τις συμβουλές, για να εξοντώσουμε και να καταστρέψουμε τους ανθρώπους, αλλά για να περιορίσουμε τα περιττά. Και περιττό είναι, κάθε τι που δεν είναι αναγκαίο. (Εις Β' Κορ., ομιλ. ΙΘ’ 3, ΕΠΕ 19,508 - MG 61,534).
(1). Η Σύβαρις ήταν αρχαία ελλην. πόλη της Κάτω Ιταλίας και οι κάτοικοί της ήταν γνωστοί για την τρυφηλή ζωή τους.
4380. Οι αγρότες, αν και αντιμετωπίζουν συνεχώς την πείνα, έχουν την υγεία τους και δεν έχουν ανάγκη από γιατρούς. (Εις Κολ., ομιλ. Α’, 4, ΕΠΕ 22, 90-92 – MG 62, 306 ε’).
ΕΙΝΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
4381. Την μητέρα όλων των αγαθών και δάσκαλο της σωφροσύνης και κάθε άλλης αρετής, εννοώ τη νηστεία. (Εις Γεν., ομιλ. Α’, 1, ΕΠΕ 2,14 - MG 53,22).
ΜΕΣΟΝ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ
4382. Όποιος νηστεύει και προσεύχεται, ενισχύεται πολύ στον αγώνα για τη διατήρηση της ηθικής καθαρότητας. (Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων, 80, ΕΠΕ 30, 692).
4383. Να μαθαίνει (το παιδί) να νηστεύει, όχι βεβαίως πάντοτε, αλλά τουλάχιστον δύο ημέρες της εβδομάδας, την Τετάρτη και την Παρασκευή.
(Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων, 79, ΕΠΕ 30, 694).
ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
4384. Η νηστεία είναι χρήσιμη, γιατί περιορίζει τις μέριμνες της ψυχής, και με το να ανακόπτει την αμέλεια, που πολιορκεί το νου, βοηθεί πολύ στην αυτοσυγκέντρωση.
(Περί παρθενίας, λ’, 2, ΕΠΕ 29, 538 - MG 48, 554).
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΞΑΓΙΑΖΕΙ
4385. Θα πει κάποιος, αν έχουμε πίστη, τι χρειάζεται η νηστεία; Χρειάζεται, γιατί και η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει πολύ μεγάλη δύναμη. Γιατί χαρίζει μεγάλη ευσέβεια και φιλοσοφημένη σκέψη και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε άγγελο, ώστε να μπορεί να αγωνίζεται εναντίον των πονηρών ασωμάτων δυνάμεων˙ αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει μόνη της η νηστεία, αλλά χρειάζεται και προσευχή, και μάλιστα η προσευχή είναι πρώτη. Αυτός που νηστεύει είναι ανάλαφρος και έχει φτερά (βρίσκεται πάντοτε σε διέγερση πνευματική) και προσεύχεται με άγρυπνο πνεύμα και σβήνει τις πονηρές επιθυμίες και εξευμενίζει το Θεό και ταπεινώνει την ψυχή που υπερηφανεύεται. Γι’ αυτό και οι Απόστολοι σχεδόν πάντοτε ενήστευαν.(Εις Ματθ., ομιλ. ΝΖ', 4, ΕΠΕ 11, 302-304 - MG 58, 563).
ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΝΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
4386. Η νηστεία είναι η γαλήνη των ψυχών μας, το στόλισμα και η ευπρέπεια των γερόντων, η παιδαγωγός των νέων, ο δάσκαλος των συνετών και σωφρόνων, εκείνη που στολίζει κάθε ηλικία και κάθε χαρακτήρα σαν με κάποιο ωραίο στέμμα.
 (Εις Γέν., ομιλ. Β', 1, ΕΠΕ 2, 30 - MG 53, 27).
ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
4387. Η νηστεία είναι τροφή της ψυχής. (Εις Γέν., ομιλ. Α', 4, ΕΠΕ 2, 22 - MG 53, 25).
Ε') ΑΛΛΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕΤΡΟ ΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ
4388. Ούτε το σώμα βασάνιζε (1), για να μην μπλεχθούν τα πόδια του αλόγου και πάψει να τον υπηρετεί, ούτε το άφηνε να γίνει υπερβολικά εύρωστο, για να μην παχύνει πολύ και επαναστατήσει εναντίον του λογικού, που κυβερνάει σαν ηνίοχος το σώμα˙ αλλά εφρόντιζε ταυτόχρονα και για την υγεία του σώματος και για την ισορροπία του.
(Ότε πρεσβύτερος προεχειρίσθη, 3, ΕΠΕ 28, 26 - MG 48, 698). (1). Μιλάει για τον Επίσκοπο Φλαβιανό, που τον είχε πριν από λίγο χειροτονήσει. 
Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΕΛΕΥΕΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ
4389. Επιτρέπεται να απολαμβάνει κανείς όλα τα φαγητά και να παρέχει την κατάλληλη περιποίηση στο σώμα και να φροντίζει όσο πρέπει για την ψυχή. Κατ’ αρχήν δεν σε προτρέπω να απέχεις τώρα από κανένα υλικό αγαθό. Μόνον από την αμαρτία να απέχεις και την αποχή απ’ αυτή να την δείχνεις διαρκώς. Δεν απαγορεύεται η με μέτρο απόλαυση˙ η αμαρτία όμως έχει απαγορευθεί εντελώς. Η αμαρτία δε από πουθενά αλλού δεν γεννιέται, παρά μόνον από την τρυφηλή ζωή.  (Κατήχησις Ε’ 2, ΕΠΕ 30, 430 - SOURCES CHRΕT. τ. 50, 201).
ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΝΗΣΤΕΨΟΥΝ
4390. Αν το σώμα σου είναι ασθενικό και αδύναμο, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, όμως δεν είναι ασθενικό και για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο, για να περιφρονήσει την κοιλιά. Γιατί, αν δεν μπορείς να νηστεύεις, μπορείς όμως να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι δε και αυτό μικρό, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικανό και αυτό να καταβάλει τη μανία του διαβόλου. (Εις Ματθ., ομιλ. ΝΖ’, 4, ΕΠΕ 11,304 - MG 58,563).
ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΟΙ ΑΡΡΩΣΤΟΙ
4391. Εκείνος που τρώει και δεν μπορεί να νηστέψει, ας επιδεικνύει πιο πλούσια την ελεημοσύνη, ας κάνει εκτενείς προσευχές, ας έχει έντονη προθυμία να ακούει τα λόγια του Θεού. Στις περιπτώσεις αυτές η ασθένεια του σώματος δεν μας εμποδίζει καθόλου. Ας συμφιλιώνεται με τους εχθρούς του, ας απομακρύνει από την ψυχή του κάθε μνησικακία. Αν θέλει να τα πετυχαίνει αυτά, απέδειξε ότι γνωρίζει την αληθινή νηστεία, την οποία περισσότερο από όλα απαιτεί και ζητεί από μας ο Κύριος. Αφού και την αποχή από τις τροφές ακριβώς γι’ αυτό διατάζει να γίνεται, ώστε χαλιναγωγώντας τις ορμές της σάρκας, να την καθιστούμε υπάκοη και ευπειθή στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού.  (Εις Γεν., ομιλ. Ι’, 2, ΕΠΕ 2, 242 - MG 53, 83).

 

(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Χρυσοστόμου,Χαρώνη Β.). 
Α') ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΉΤΑ ΤΉΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Οι ωφέλιμοι λόγοι, που αρμόζουν σε κάθε κατηγορία ανθρώπων, είναι διαφορετικοί. Τα φάρμακα όμως της μετάνοιας νομίζω πως είναι ωφέλιμα σε όλους. Εφόσον δηλαδή δεν είναι κανείς αναμάρτητος, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει ανάγκη από μετάνοια.[Εις μετάνοιαν Νινευιτών ,1 ΕΠΕ 84,ΙΜΟ64,424]
Β') ΧΑΡΑΚΤΉΡΙΣΤΙΚΑ Τ ΉΣ ΕΜΠΡΑΚΤΉΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Εκείνος που μετανοεί δεν πρέπει να οργίζεται ούτε να αγριεύει, αλλά να συντρίβεται εσωτερικά, εφόσον είναι ένοχος, δεν έχει παρρησία, είναι καταδικασμένος, μπορεί να σωθεί μόνον κατά χάρη, φάνηκε αγνώμονας στον ευεργέτη του, και αχάριστος, και ανάξιος και είναι άξιος για πολλές τιμωρίες.Αν αυτά σκέπτεται, δεν θα οργισθεί ,δεν θα αγανακτήσει, αλλά θα πενθήσει, θα κλάψει, θα στενάξει και θα οδύρεται νύχτα και μέρα. Εκείνος που μετανοεί δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει την αμαρτία του, αλλά να παρακαλεί το Θεό να την ξεχάσει, ο ίδιος όμως δεν πρέπει ποτέ να την λησμονεί. αν εμείς τη θυμούμαστε, ο Θεός θα την λησμονήσει.
ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΣΤΉ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
«Θα λούσω κάθε νύχτα το κρεβάτι μου με δάκρυα θα βρέξω το στρώμα μου»1. Αυτήν λοιπόν την εξομολόγηση ας μιμούμαστε κι εμείς. Γιατί, αν δεν θελήσουμε να κλάψουμε εδώ, οπωσδήποτε θα αναγκασθούμε να θρηνούμε και να κλαίμε εκεί (στη μέλλουσα ζωή), εκεί μεν χωρίς καμιά ωφέλεια, ενώ εδώ με κέρδος και εκεί μεν με ντροπή, ενώ εδώ με πολλή κοσμιότητα... Βέβαια, είναι το κλάμα πάντοτε καλό, πολύ περισσότερο όμως στη διάρκεια της νύχτας, όταν κανείς δεν σε στερεί από αυτή τη θαυμαστή ηδονή, αλλά είναι δυνατόν σε όποιον θέλει να την απολαύσει με κάθε άνεση. Το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που λέω, εκείνοι που το δοκίμασαν, πόση δηλαδή ευφροσύνη έχουν αυτές οι πηγές των δακρύων. Αυτά τα δάκρυα έχουν τη δυνατότητα να σβήσουν το άσβηστο πυρ, εκείνο το ποτάμι που τρέχει μπροστά στο βήμα του Κριτού. Γι’ αυτό και ο Παύλος έκλαιγε τρία χρόνια νύχτα και μέρα, διορθώνοντας τα ξένα πάθη2. Οι νηφάλιοι καλλιεργούν τις ψυχές τους, χρησιμοποιώντας αυτά τα δάκρυα σαν βροχή και αυξάνοντας τα σπέρματα της αρετής. Το κρεβάτι που δέχεται τέτοια δάκρυα είναι άβατο σε κακία και ασέλγεια... Αυτός που θρηνεί μ’ αυτό τον τρόπο, θα σηκωθεί έχοντας την ψυχή του πιο ήρεμη από γαλήνιο λιμάνι, γιατί απομακρύνει όλα τα πάθη.1. Ψαλμ. 6,7.2.Πράξ. 20,31.
[ Εις Ψαλμ,ΣΤ,4, ΕΠΕ 5,262266ΜΟ 55,7677]
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΉΣ ΕΜΠΡΑΚΤΉΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Για την αντιμετώπιση παράξενου και σκληρού πολέμου, ας αγωνιστούμε με πρωτότυπα μέσα. Ας τοξεύσουμε τον ουρανό με υμνωδίες. Ας εξακοντίσουμε εκεί αντί για δόρατα ψαλμωδίες. Ας εκσφενδονίσουμε στο Θεό προσευχές. Ας καταπραύνουμε το θυμό του με ασταμάτητα δάκρυα. Ας διασπάσουμε τη φάλαγγα των πονηρών πράξεων .Ας κυριεύσουμε τα οχυρά της κακίας . (Εις μετάνοιαν Νινευιτών, ΕΠΕ 8Α, 512514 ΜΟ 64, 428 ΑΒ).
Ας πολεμήσουμε με τα όπλα της αρετής , τον θώρακα της δικαιοσύνης δεν τον διαπερνά το βέλος, την ασπίδα της πίστεως δεν μπορεί να την κάψει ο κεραυνός. Δεν αντέχει ο Θεός να συντρίψει την περικεφαλαία της ελπίδας, η οργή του Θεού δεν σχίζει το υποκάμισο της αγνότητας, η απειλή της καταστροφής δεν μπορεί να γκρεμίσει το τείχος της εξομολογήσεως. Όταν ο Θεός δει σοβαρή μετάνοια, η απόφαση εξαφανισμού του αμαρτωλού διαλύεται αμέσως σαν καπνός.
ΝΑ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΜΑΣΤΕ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ
Μην επιτρέψεις «να προβάλλω δικαιολογίες για φανερές αμαρτίες μου»1. Αυτή κυρίως είναι η οδός της απωλείας... Είναι κακό βέβαια το να αμαρτάνει κανείς, όμως το κάνει αυτό φοβερότερο, το να αρνείται να μετανοήσει μετά τη διάπραξη της αμαρτίας. Αυτό είναι προ πάντων το όπλο του διαβόλου. Αυτό έγινε και στην περίπτωση των πρωτοπλάστων2.
[ Εις Ψαλμ.ΡΜ 6 ΕΠΕ 7, 308 ΜΟ 55,437,7] 1.Ψαλμ.140,4 2.Γεν.κεφ.3
Γ') ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΛΛΑ ΣΩΤΗΡΙΑ
Είναι μεγάλο αγαθό να αναγνωρίζει κανείς τα σφάλματά του και να τα θυμάται διαρκώς τίποτε δεν θεραπεύει τόσο πολύ τα παραπτώματα, όσο η διαρκής ενθύμησή τους. Τίποτε δεν κάνει τον άνθρωπο τόσο διστακτικό να πράξει το κακό. Γνωρίζω ότι τινάσσεται η συνείδηση και δεν ανέχεται να μαστιγώνεται από την ανάμνηση των κακών πράξεων αλλά πίεσε την ψυχή σου και βάλε της φίμωτρο, γιατί, όπως ακριβώς το ατίθασο άλογο, έτσι δυσανασχετεί κι αυτή και δεν θέλει να παραδεχθεί ότι αμάρτησε . Αλλά όλη αυτή η αντίδραση είναι σατανική. [Εις Εβρ.ομιλ.ΛΑ 3,ΕΠΕ 25,318 ΜΟ 63,216]
Δ') ΩΦΕΛΕΙΕΣ ΣΩΖΕΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
Η μετάνοια χαρίζει τη σωτηρία και στους αιρετικούς και σε όσους διαπράττουν κακές πράξεις. ("Ότι Π.και Κ. Διαθήκης εις νομοθέτης, 5, ΜΟ 56, 407).
Ο ΘΕΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΌΤΑΝ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝ,ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ
Ο Θεός είναι ταχύς προκειμένου να σώσει και βραδύς στην τιμωρία. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν αποφεύγει το μοιχό, δεν αποστρέφεται το μέθυσο, δεν αηδιάζει τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον υβριστή, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλά όλους τους μεταμορφώνει γιατί η μετάνοια είναι χωνευτήρι της αμαρτίας. Ο σκοπός του Θεού, που μακροθυμεί για τους αμαρτωλούς, αποβλέπει σε διπλή σωτηρία υπόσχεται στους αμαρτωλούς τη σωτηρία, που είναι καρπός της μετάνοιας, αποταμιεύει την ευεργεσία στους απογόνους τους, που πρόκειται να ασκήσουν την αρετή. Και για να επαναλάβω το λόγο, ο Θεός μακροθυμεί, και ο αμαρτάνων μακροθυμεί, ώστε και εκείνος που αμαρτάνει να μετανοήσει και να μην αποκλείσει τη σωτηρία στους απογόνους του. Γιατί, κι αν ακόμη ο ίδιος ο αμαρτωλός δεν έχει διάθεση να μετανοήσει, ο Θεός λυπάται πολλές φορές τη ρίζα, για να φυλάξει τους καρπούς. Πολλές φορές μάλιστα μεταβάλλει, όπως είπα προηγουμένως, και την ίδια τη ρίζα όταν όμως η ρίζα, δηλαδή οι πρόγονοι πέσουν σε πλήρη κακία, ο Θεός αναβάλλει προς ωφέλεια την τιμωρία, περιμένοντας τη σωτηρία αυτών που μετανοούν. Και άκουσε πώς ο Θάρρα, ο πατέρας του Αβραάμ, ήταν προσκυνητής των ειδώλων, αλλά δεν τιμώρησε ο Θεός εδώ την ασέβεια του και πολύ ορθά. Γιατί, αν έσπευδε ο Θεός και έκοβε τη ρίζα (τον Θάρρα), από που θα βλάστανε ο τόσο σπουδαίος καρπός της πίστεως (ο Αβραάμ); Υπάρχει τίποτε πιο μοχθηρό από τον Ήσαύ; Η'Αγ. Γραφή το βεβαιώνει λέγοντας: «Τον Ιακώβ αγάπησα και τον Ήσαύ έμίσησα»1. Αφού λοιπόν ήταν ο Ήσαύ πόρνος και αδελφοκτόνος και ακάθαρτος και μισητός, γιατί δεν αφανίζεται από το Θεό; αν εξολοθρευόταν, θα έχανε ο κόσμος πολύ σπουδαίο καρπό αρετής, και άκουσε ποιόν«ο Ήσαύ εγέννησε τον Ραγουήλ, ο Ραγουήλ τον Ζαρά και ο Ζαρά τον Τώβ»2. Βλέπεις, πόσο σπουδαίο άνθος υπομονής θα εξαφανιζόταν, αν ο Θεός έσπευδε και τιμωρούσε τη ρίζα (τον Ήσαύ);[Περί Μετανοίας ομιλ.Ζ,1,ΕΠΕ 30,238240242 Μ,349,323324] 1. Ρωμ. 9,13.2. Γεν. 36,10. Ματθ. 1,3.
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΚΑΚΙΑ
Δεν υπάρχει καμιά κακία, που να μη διαλύεται με τη μετάνοια.
(Εις την επίλυσιν της Χαναναίας, 2, ΕΠΕ 33, 444 ΜΟ 52, 451).
ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Η Ραάβ ήταν πόρνη, αλλά σώθηκε και ο ληστής ήταν φονιάς, αλλά έγινε πολίτης του παραδείσου. Και ο μεν Ιούδας, αν και βρισκόταν μαζί με το θείο Διδάσκαλο, όμως χάθηκε. Ο δε ληστής, αν και ήταν επάνω στο Σταυρό, έγινε μαθητής. Αυτά είναι τα παράδοξα του Θεού. Με αυτό τον τρόπο οι μάγοι ευδοκίμησαν έτσι ο τελώνης έγινε ευαγγελιστής, έτσι ο βλάσφημος (ο Παύλος) έγινε Απόστολος. Αυτά πρόσεχε και ποτέ μην απογοητεύεσαι, αλλά πάντοτε να έχεις θάρρος και να αφυπνίζεις τον εαυτό σου. Γιατί, και αν ακόμη δεν υποβληθείς σε αυτόν τον άριστο κόπο που οδηγεί στη μετάνοια και στην αρετή, όμως στον κόσμο αυτό θα κουραστείς και θα ταλαιπωρηθείς κατά άλλον τρόπο.
[Εις Ματθ.ομιλ.ΞΖ,45,ΕΠΕ 11,636 ΜΟ 58,638]
ΘΑΥΜΑΣΤΟΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ
"Ας δούμε λοιπόν αυτούς που ζούσαν μέσα στην αμαρτία και που έγιναν ονομαστοί για την αρετή τους. "Ας δούμε αυτούς που έμοιαζαν με θηρία και που κατέλαβαν θέση αγγέλων. "Ας δούμε αυτούς που με τα έργα τους αναστάτωσαν την πόλη και που κατόπιν με τον τρόπο ζωής τους την ανόρθωσαν. "Ας δούμε τους εχθρούς του Θεού, φίλους του Θεού γεγονότος, που έγιναν φίλοι του Θεού, και αυτούς που είχαν κατήγορο τον Κύριο, να Τον κάνουν έπειτα συνήγορο. Ας δούμε τους καταδικασμένους να ανταγωνίζονται, μετά την απόφαση, το δικαστή και να ακυρώνουν την απόφαση.
(Εις μετάνοιαν Νινευιτών, 1, ΕΠΕ 8Α, 508510 ΜΟ 64, 424).
ΑΝΟΡΘΩΝΕΙ ΚΑΙ ΟΣΟΥΣ ΕΦΘΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΠΥΘΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ
Η μετάνοια όμως έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί ακόμη κι’ εκείνον που είναι υπερβολικά βουτηγμένος στην αμαρτία, αν θελήσει, να τον απαλλάξει από το φορτίο των αμαρτιών, κι’ εκείνον που κινδυνεύει να τον οδηγήσει σε ασφαλές μέρος, κι’ όταν ακόμη έχει φθάσει στον πυθμένα της κακίας. [ Εις Εβρ.ομιλ.Θ,4 ΕΠΕ 24,438 ΜΟ,63,80]
ΜΑΣ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΛΛΟΣ
Τώρα έχουμε γεράσει, και γι’ αυτό βρισκόμαστε κοντά στον αφανισμό και στην καταστροφή. Αλλά, αν θέλουμε, είναι δυνατόν να εξαλείφουμε αυτό το γήρας. Δεν μπορούμε πια με το βάπτισμα, μπορούμε όμως εδώ με τη μετάνοια. "Ό,τι παλαιό έχουμε μέσα μας, ας το πετάξουμε. "Ας καθαρίσουμε κάθε ρυτίδα, κάθε κηλίδα, κάθε ακαθαρσία, και ας γίνουμε ωραίοι, για να αγαπήσει ο ουράνιος Βασιλιάς την ψυχική ομορφιά μας. Είναι δυνατόν, έστω και αν έχουμε πέσει στη χειρότερη ψυχική ασχήμια, να ξανααποκτήσουμε την ομορφιά εκείνη, για την όποιαν ο Δαυίδ λέγει «άκουσε, θυγατέρα (που πρόκειται
να γίνεις Νύφη του Μεσσία), και δες και σκύψε το αυτί σου και ξέχασε το λαό σου και το πατρικό σου σπίτι, και τότε ο ουράνιος Βασιλιάς θα αγαπήσει την ομορφιά σου»1.
1. Ψαλμ. 44,1112.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΩΝ ΠΗΓΗ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ
Συντελεί τα μέγιστα στη διόρθωση των σφαλμάτων η ομολογία τους.
(Εις Γεν., όμιλ. Κ', 2, ΕΠΕ 2, 578 ΜΟ 53,168).
ΦΕΡΝΕΙ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΗΘΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
"Ας μην αδιαφορούμε λοιπόν τόσο πολύ για τη σωτηρία μας. Γιατί, κι’ αν ακόμη καταγκρεμισθούμε στα ίδια τα βάραθρα της κακίας, είναι δυνατόν και πάλι να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, να γίνουμε καλύτεροι και να αποβάλουμε κάθε κακία , να μην απελπιζόμαστε όσοι πέσαμε, αλλά να λέμε στον εαυτό μας: «Μήπως αυτός που πέφτει, δεν σηκώνεται;»1. Άλλοι από το θέατρο και την ορχήστρα μετεπήδησαν στην αγγελική πολιτεία. Και επέδειξαν τόσο μεγάλη αρετή, ώστε και δαίμονες να εκδιώξουν και πολλά αλλά τέτοια θαύματα να κάνουν. Και οι μεν Γραφές είναι γεμάτες από τέτοιες περιπτώσεις, αλλά και η ζωή είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα.
1. Ιερ. 8,4.
[Εις Δαυιδ και Σουλ ομιλ.Γ,8,ΕΠΕ 7,650 ΜΟ 54,707,θ] ,[ Εις Ματθ,ομιλ,ΚΣΤ 5,ΕΠΕ 10]
ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΝΤΑΙ ΌΛΑ ΤΑ ΑΜΑΡΉΜΑΤΑ
Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένα αμάρτημα, το όποιο να μην υποχωρεί και να μην παραμερίζει μπροστά στη δύναμη της μετάνοιας, μάλλον δε μπροστά στη Χάρη του Χριστού.[ Εις Ματθ.ομιλ.ΚΒ 5 ΕΠΕ 10,52]
ΠΡΟΣΕΛΚΥΕΙ ΑΜΕΣΩΣ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Και οι Νινευίτες, αν και ήταν κάτω από το βάρος τόσων αμαρτιών, επειδή έδειξαν μεγάλη και αληθινή μετάνοια, δεν χρειάστηκαν περισσότερες από τρεις μέρες, για να επικαλεσθούν την αγαθότητα του Θεού και να ακυρώσουν την εναντίον τους καταδικαστική απόφαση. Και γιατί λέω οι Νινευίτες; Ο ληστής στο Σταυρό δε χρειάστηκε ούτε μια μέρα. Και γιατί λέω ούτε μια μέρα; δεν χρειάστηκε ούτε λίγη ώρα. Τόσο μεγάλη είναι η προς εμάς φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί, όταν ο Θεός δει τη δύναμη της διαθέσεώς μας και ότι Τον πλησιάζουμε με καυτό πόθο, δεν αργοπορεί, , ούτε αναβάλλει, αλλά αμέσως προσφέρει την αγάπη του και λέγει: «Ενώ ακόμη συ θα προσεύχεσαι, θα σου απαντήσω ιδού εγώ είμαι κοντά σου»1.1. Ήσ. 58,9. [ Εις Γεν.ομιλ.ΚΖ 6 ΕΠΕ 3,166ΜΟ 53,247248]
ΕΞΙΛΕΩΝΕΙ ΤΟ ΘΕΟ
Η μετάνοια είναι ρίζα της θεοσέβειας. "Ας μετανοήσουμε λοιπόν και με τη μετάνοιά μας ας ικετέψουμε το Θεό και τους πολέμους να εξαλείψει και τους βαρβάρους να αφανίσει και
των εχθρών τις επαναστάσεις να συντρίψει και να μας δώσει την απόλαυση όλων των αγαθών. Η μετάνοια εξευμενίζει πολύ το Θεό, όταν κανείς καταφεύγει πραγματικά στη μετάνοια. ("Ότι Π. και Κ. Διαθήκης εις νομοθέτης, 6, ΜΟ 56, 407).
Έ) Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΕΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΕΣ, Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΣΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΕΣ
Δεν καθυστερώ, ούτε αναβάλλω, όταν δω μια ψυχή ευγνώμονα. "Ένα μόνον επιζητώ, την ομολογία των σφαλμάτων, και τότε δεν τιμωρώ πλέον γι’ αυτά τα σφάλματα... Επειδή γνωρίζω ότι το ανθρώπινο γένος ρέπει κατ’ εξοχήν προς την κακία, γι’ αυτό θέλω να ομολογήσουν τα προηγούμενα αμαρτήματα, ώστε η ομολογία να γίνει σ’ αυτούς εμπόδιο, για να μην υποπέσουν και πάλι στα ίδια σφάλματα. (Εις Γεν., όμιλ. ΜΔ', 2, ΕΠΕ 4,100 ΜΟ 54, 408).
Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΕΙ ΟΣΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ ΤΑ ΑΜΑΡΤΉΜΑΤΑ ΤΟΥΣ
«Εγώ, ο Δαυίδ, αμάρτησα και εγώ, ο ποιμένας, διέπραξα το κακό»1... Καταδικάζει τον εαυτό του και γι αυτό βρίσκει συγχώρηση. Γιατί τίποτε δεν κάνει το Θεό τόσο ελεήμονα και σπλαχνικό, όσο το να ομολογούμε τα αμαρτήματά μας
[Εις Ψαλμ.ΡΜ 6 ΕΠΕ 7,312 MG 55,438ζ] 1, Β.Βασ. 24,17
H ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΈΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ
Κανείς από αυτούς που ζουν μέσα στην αμαρτία ας μην απογοητεύεται, κανείς από τους ενάρετους ας μη μένει αδρανής. Ούτε αυτός (ο ενάρετος) να παίρνει θάρρος γιατί πολλές φορές η πόρνη θα τον ξεπεράσει ούτε και ο αμαρτωλός να απογοητεύεται γιατί είναι δυνατόν αυτός και τους πρώτους να τους αφήσει πίσω του. ’Άκουσε τι λέγει ο Θεός προς την Ιερουσαλήμ: «Είπα σ’ αυτήν μετά τη διάπραξη όλων αυτών των πορνειών, επίστρεψε κοντά μου, και δεν επέστρεψε»1. Όταν επιστρέφουμε στη θερμή αγάπη του Θεού, δεν θυμάται τα περασμένα ο Θεός. Δεν είναι μικροπρεπής ο Θεός, όπως οι άνθρωποι γιατί δεν μας κατηγορεί για τις προηγούμενες πράξεις μας, ούτε λέει, αν μετανοήσουμε, γιατί άφησες να περάσει τόσος χρόνος αλλά μας αγαπάει, όταν γυρίζουμε κοντά του μόνον να γυρίσουμε όπως πρέπει. [Εις Ματθ.ομιλ.ΞΖ ,4 ΕΠΕ 11, 632 MG 58,637] 1 Ιερ.3,7

 

 


.

 

Αφού μελετάς με επιμέλεια την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, πρέπει να ξέρεις ότι καμιά αμαρτία μας δεν μπορεί ν’ αναμετρηθεί με το έλεος του Δημιουργού μας, πόσο μάλλον να το νικήσει!
Αν έχεις εξομολογηθεί κι έχεις λάβει άφεση για αμαρτία που διέπραξες στο παρελθόν, δεν είναι απαραίτητο να την εξομολογηθείς πάλι. Αλλά μερικές φορές ίσως είναι ωφέλιμο να την ξαναθυμάσαι, γιατί έτσι θα ταπεινώνεσαι και θα βρίσκεσαι στη σωτήρια κατάσταση της αδιάλειπτης μετάνοιας, όπως ο προφήτης Δαβίδ: «... ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιον μού εστί διαπαντός» (Ψαλμ. 50:5). Πρόσεξε όμως, μην τυχόν και αυτό σε οδηγεί σε αντίθετο και αρνητικό αποτέλεσμα, δηλαδή στην κατάθλιψη ή στην απογοήτευση. Αν συμβαίνει αυτό, ξέχασε αμέσως την αμαρτία σου.
Προσπάθησε πάντως να σπάσεις τη σκληροκαρδία σου με την καλλιέργεια της ταπεινώσεως, και όχι με την τεχνητή πρόκληση δακρύων. Τα δάκρυα είναι ειδικό χάρισμα, που δίνεται από το Θεό σε όσους Τον πλησιάζουν με ταπεινό φρόνημα. Θυμήσου τον υπέροχο μάγειρο του κοινοβίου, που περιγράφει στον τέταρτο λόγο του ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Βλέποντας ο όσιος το μοναχό εκείνο να έχει δάκρυα πολλά, τον ικέτεψε να του φανερώσει πώς αξιώθηκε να λάβει ένα τέτοιο χάρισμα. Κι εκείνος του αποκάλυψε το πως: «Ποτέ δεν σκέφτηκα πως υπηρετώ ανθρώπους, αλλά το Θεό. ‘Έκρινα τον εαυτό μου ανάξιο για κάθε είδους ανάπαυση» — βλέπεις ταπείνωση; — «και κοιτάζοντας τη φωτιά του μαγειρείου, θυμάμαι συνεχώς τη μελλοντική φλόγα της κολάσεως» — βλέπεις και μνήμη θανάτου; Φοβάμαι πώς δεν βρίσκεσαι στην κατάσταση του μακαρίου εκείνου μοναχού. Γι’ αυτό είναι επικίνδυνο να επιζητείς δάκρυα πριν προκόψεις στην πνευματική ζωή, η έστω πριν σταθεροποιήσεις λίγο-πολύ μέσα σου τη μνήμη του θανάτου. Στα δάκρυα που προέρχονται από τη μνήμη του θανάτου, γράφει κάπου πάλι ο όσιος Ιωάννης, δεν βρίσκει τόπο ούτε η έπαρση ούτε η κλοπή από το διάβολο, αλλά η κάθαρση και η πρόοδος στην αγάπη του Θεού. Γιατί, τελικά, ο Θεός δεν έχει ανάγκη από δάκρυα, ούτε θέλει βέβαια να είμαστε βυθισμένοι στο πένθος και την οδύνη. Θέλει να μας βλέπει γεμάτους χαρά και εσωτερική αγαλλίαση από την αγάπη που θα βιώνουμε γι’ Αυτόν κι από τη μυστική ένωσή μας μαζί Του.
***
Χωρίς τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως εἴμαστε βουτηγμένοι στά πάθη, δέν ἔχουμε καμιάν ἐλπίδα νά ἐκπληρώσουμε τό ἅγιο θέλημά Του καί νά προκόψουμε στήν ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον καί πρός τόν συνάνθρωπό μας. «Ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλπίς ἰσχύος... ποιεῖ δέ ἐκκλίνειν ἐκ παγίδος θανάτου» (Παροιμ. 14. 26, 27). Δέν εἶναι δυνατό νά ζήσουμε χριστιανικά, «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην», παρά μόνο «ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7. 1). Ἀλλά θά μέ ρωτήσεις: Πῶς ἀποκτάει ὁ ἀνθρωπος φόβο Θεοῦ;
Γιά νά τό μάθεις, διάβασε προσεκτικά τήν τέταρτη ἀπό τίς διδασκαλίες τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου, πού ἀναφέρεται σ᾿ αὐτό τό θέμα*. Ἐγώ τώρα σοῦ λέω, μέ δυό μόνο λόγια, ὅτι, καθῶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, τό φόβο τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά τόν ἀποκτήσουμε μέ τή διαρκή μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κολάσεως, μέ τήν καθημερινή ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας ( κάθε βράδυ πῶς περάσαμε τή μέρα καί κάθε πρωΐ πῶς περάσαμε τή νύχτα) καί μέ τήν ἐκκοπή τῆς παρρησίας, τῆς ἀργολογίας καί ὅλων γενικά τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας. Τέλος, πολύ βοηθάει ἡ συμβίωση καί συναναστροφή μέ ἄλλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἀληθινό φόβο Θεοῦ.
Μήν ξεχνᾶς ὅτι, στίς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ μας διαβόλου, οἱ τρεῖς γενναιότεροι πολεμιστές – οἱ τρεῖς ἰσχυρότεροι ἀντίπαλοί μας – εἶναι « ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου » (Α΄ Ἰω. 2. 16). Ἄν οἱ τρεῖς αὐτοί κατορθώσουν, μέ τή στήριξη τῆς φιλαυτίας μας, ν᾿ ἀποκτήσουν ἕνα πάτημα στό νοῦ καί στήν καρδιά μας, ἡ θύρα τῆς ψυχῆς μας θ᾿ ἀνοίξει σύντομα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἄλλων ἁμαρτιῶν καί παθῶν, πού θά μᾶς βασανίζουν κατόπιν μόνιμα, πολεμώντας μας ὅλες τίς ὧρες καί ἀπ᾿ ὅλες τίς μεριές...
Προσοχή στόν πειρασμικό ἐκεῖνο λογισμό, πού σέ βεβαιώνει πώς εἶναι πλούσια ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἐπιείκεια τοῦ Θεοῦ – πάντοτε ὅμως πρίν ἁμαρτήσεις. Καί ἀντίθετα, σέ παραλύει, παρουσιάζοντάς σου τόν Θεό σάν σκληρό, ἄτεγκτο, ὀργισμένο τιμωρό – πάντοτε ὅμως ἀφοῦ ἁμαρτήσεις. Νά ἕνας σίγουρος τρόπος γιά νά πέσεις στήν ἀπελπισία. Νά μιά φανερή παγίδα τοῦ διαβόλου.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.88-91)

Σημείωση: Βλέποντας μία διάλεξη του σύγχρονου επιστήμονα lawrence krauss που διατυμπανίζει την αθεΐα του, είδαμε ότι χρησιμοποιούσε για να στηρίξει την αθεΐα του ανακαλύψεις μεγάλων επιστημόνων, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι αυτοί ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΘΕΟ!!! Ας δουμε λοιπόν κάποιους από αυτούς που επικαλέστηκε για να στηρίξει την αθεΐα του...
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΩΝ ΣΟΦΩΝ
Εις την χορείαν των ανδρών εκείνων που συνεδύασαν πολλήν φυσικήν και πολλήν μεταφυσικήν συγκαταλέγεται και ο διάσημος Μάξουελλ, ο τρίτος λαμπρός αστήρ εις την πλειάδα των Άγγλων Χριστιανών φυσικών του περασμένου αιώνος. Μίαν αδιάσπαστον συνέχειαν αποτελούν και οι τρεις. Συνέχειαν εις τας φυσικάς έρευνας και τα πειράματα του εργαστηρίου. Συνέχειαν όμως θαυμαστήν και εις τους μεταφυσικούς πόθους και εις την απασχόλησιν με τα πράγματα του ουρανού.
Ο Ιάκωβος Κλέρκ Μάξουελλ (Maxwell) εγεννήθη το 1831 εις το Εδιμβούργον. Νεώτατος ενεγράφη εις το Πανεπιστήμιον της πόλεως του και έπειτα εφοίτησεν εις το Καΐμπριτζ. Η μεγαλοφυΐα του δεν ήργησε να εκδηλωθή. Εις ηλικίαν μόλις 15 ετών παρουσίασε εις την Ακαδημίαν του Εδιμβούργου ενδιαφέρουσαν μαθηματικήν εργασίαν, αργότερα δε εβραβεύθη από την Βασιλικήν Ακαδημίαν του Λονδίνου δια την νέαν περί χρωμάτων θεωρίαν του. Ενωρίς διεκρίθη με τας πολλάς γεωμετρικάς, μαθηματικάς και φυσικάς εργασίας• (σπουδαίαι είναι αι εργασίαι του περί συστάσεως της ύλης και η θεωρία του περί των αερίων). Δι’ αυτό του προσεφέρθη μια έδρα φυσικής εις το Κολλέγιον της Αμπερντήν, αργότερα εις το Βασιλικόν Κολλέγιον του Λονδίνου και τέλος εις το Πανεπιστήμιον του Καΐμπριτζ. Δεν είναι χωρίς σημασίαν το γεγονός ότι μεταξύ των μαθητών του συγκατελέγετο και ο κατόπιν διάσημος Χριστιανός φυσικός Αμβρόσιος Φλέμιγκ. Το μεγαλύτερον μέρος της συντόμου ζωής του - έζησε μόλις 48 χρόνια - το επέρασεν ο Μάξουελλ εις την γαλήνην του πατρικού του κτήματος. Εκεί του εδόθη η ευκαιρία να επιδοθή εξ’ ολοκλήρου εις την επιστημονικήν έρευναν και να φέρη εις φως το μεγάλο έργον του περί των σχέσεων ηλεκτρισμού και μαγνητισμού, το οποίον τον κατέστησε διάσημον.
Ο Μάξουελλ εξεκίνησεν από τας εργασίας του Φαρανταίυ και εθεμελίωσε το τεράστιον έργον του επάνω εις τον αυστηρόν μαθηματικόν λογισμόν. Η πρωτοτυπία του έγκειται εις το ότι εξήτασε παραλλήλως τα θεωρούμενα άσχετα μέχρι τότε φαινόμενα του μαγνητισμού και ηλεκτρισμού και ήνωσε τα δύο αυτά μέρη της Φυσικής δια της επινοήσεως των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Καθώρισε την ταχύτητα της μεταδόσεως των ηλεκτρομαγνητικών αυτών κυμάτων, την οποίαν εύρε ίσην προς την ταχύτητα του φωτός, και τέλος ωδηγήθη εις την περίφημον θεωρίαν του, κατά την οποίαν το φώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηλεκτρομαγνητική κύμανσις του αιθέρος. Δια να καταλάβη κανείς την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων αυτών του Μάξουελλ, αρκεί να συλλογισθή ότι τα θεωρητικά αυτά συμπεράσματά του επιστοποιήθησαν αργότερα πειραματικώς από τον Χέρτς, ο οποίος ανεκάλυψε τα τόσον γνωστά σήμερον ηλεκτρομαγνητικά ή ερτσιανά κύματα, τα χρησιμοποιούμενα εις τον ασύρματον και το ραδιόφωνον. Επίσης εις τας ηλεκτρομαγνητικάς εργασίας του Μάξουελλ εστηρίχθησαν δια να κάμουν περιφήμους ηλεκτρικάς εφαρμογάς πολλοί μεταγενέστεροι επιστήμονες. Η μεγαλοφυής σύλληψις του Μάξουελλ επί του ηλεκτρομαγνητισμού και αι κατευθύνσεις που αυτός έδωκεν εξακολουθούν να κυβερνούν μέχρι σήμερον την φυσικήν και δεν γνωρίζομεν ακόμη ποίας εφαρμογάς θα έχουν και εις το μέλλον.
Αλλ’ εκείνο που απετέλεσε το αληθινόν μεγαλείον του δεν ήτο ο ηλεκτρομαγνητικός κόσμος, τον οποίον, ανεκάλυψεν. Ήτο ένας άλλος κόσμος, πολύ ανώτερος από τον ηλεκτρομαγνητικόν και από οιονδήποτε άλλον κόσμον, ο πνευματικός κόσμος. Οι πολλοί ακούουν βέβαια ηλεκτρομαγνητικά κύματα και θαυμάζουν τον εφευρέτην των. Αλλ’ εάν εμάντευαν το ψυχικόν μεγαλείον που εκρύπτετο εις την ψυχήν του εφευρέτου των, πολύ περισσότερον θα τον εθαύμαζον. Ο Μάξουελλ ανήκε εις τους ανθρώπους της ζωντανής χριστιανικής πίστεως. Ιδού επί παραδείγματι δύο δείγματα της πίστεως του ή μάλλον της ομολογίας της πίστεως του. Το ένα είναι ένα βιβλίον και το άλλο ένας λόγος του. Μεταξύ των συγγραμμάτων του είναι και το υπό τον τίτλον «Η φυσιογνωσία και η αθανασία της ψυχής», εις το οποίον αποδεικνύει ότι «η ανθρώπινη προσωπικότης και κατά την φύσιν και κατά τον προορισμόν της κείται πολύ πέραν των ορίων της επιστημονικής σφαίρας».
Εις δε το συνέδριον των Άγγλων φυσικών του Μπράδφορτ πάλιν προβάλλει ενώπιον μας ο ομολογητής Μάξουελλ. Εκεί εξεφώνησε λόγον περί ατόμων, εις τον οποίον διεκήρυξε τα εξής: «Εις τας ημέρας μας τα ηλιακά συστήματα είναι τόσον τέλεια κατά τον αριθμόν, τας διαστάσεις και το βάρος, όσον ήσαν και κατά την στιγμήν της δημιουργίας. Αι αναλλοίωτοι ιδιότητες των μας διδάσκουν ότι η ακρίβεια των υπολογισμών μας, η αλήθεια των κρίσεων μας και η εντιμότης των πράξεων μας, τα οποία θεωρούμεν ως τα ευγενέστερα ιδιώματα του ανθρώπου, μας ταιριάζουν, διότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Όντος, το οποίον εις την αρχήν εδημιούργησεν όχι μόνον τον ουρανόν και την γήν, αλλά και την ύλην, από την οποίαν έλαβον αυτά υπόστασιν».
Κατόπιν αυτών δεν είναι παράδοξον ότι ο θερμός αυτός Χριστιανός συχνά επανελάμβανε την γεμάτην βεβαιότητα ομολογίαν του Παύλου: «Οίδα ώ πεπίστευκα»! Ήξευρε τι πιστεύει, είχε πλήρη επίγνωσιν της πίστεως του, καθ’ όν χρόνον πολλοί πιστεύουν πολλά και διάφορα πράγματα χωρίς να γνωρίζουν καλά - καλά τι είναι αυτό που πιστεύουν. Και την πίστιν του αυτήν ο Μάξουελλ την εξεδήλωνε και με την προσευχήν. Ανήκε και αυτός εις την σεμνήν φάλαγγα των προνομιούχων της επιστήμης, οι οποίοι κοντά εις τον επιστημονικόν στοχασμόν εγνώρισαν εκ πείρας την αξίαν της μυστικής συνομιλίας με τον Πατέρα του Φωτός. Την φάλαγγα αυτήν των προσευχομένων επιστημόνων την είδαμε και άλλοτε να παρελαύνη ενώπιον μας. Είδαμε τον μέγαν Κέπλερ να δοξολογή τον Δημιουργόν, διότι του επέτρεψε να θαυμάση τα έργα του. Είδαμε τον Φραγκλίνον να ζητή από τον εύσπλαγχνον Πατέρα την αληθινήν σοφίαν, τον Αμπέρ να ευχαριστή με θέρμην τον Θεόν, διότι τον εδημιούργησε, τον ελύτρωσε, τον εφώτισε. Είδαμε τον Πασκάλ να γνωρίζη από στήθους τον 118 ψαλμόν και τον Κωσύ να διδάσκη εμπράκτως την προσευχήν εις τα παιδιά μιας φτωχογειτονιάς των Παρισίων.
Εις την Ιεράν αυτήν φάλαγγα ανήκε και ο πολύς Μάξουελλ. Προσηύχετο τακτικά. Κάθε βράδυ ο ίδιος εδιάβαζε την προσευχήν εις τον οικογενειακόν του κύκλον. Προσηύχετο και εις την εκκλησίαν και συχνά συμμετείχε εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Είναι ευτύχημα, ότι άφησε μαζή με την πλουσίαν επιστημονικήν κληρονομίαν και μιαν σελίδα αθανάτου πνευματικής κληρονομίας. Είναι μια προσευχή του, δια την οποίαν ισχύει εκείνο που ελέχθη, ότι αι προσευχαί των μεγάλων επιστημόνων είναι το εκλεκτότερον κομμάτι της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Την παραθέτομεν αυτούσιον.
«Θεέ παντοδύναμε, Σύ που εδημιούργησες τον άνθρωπον κατά την ιδικήν σου εικόνα και του έδωσες την ζώσαν και λογικήν ψυχήν, ώστε να Σε αναζητή και να στέκεται υπεράνω των δημιουργημάτων σου, δίδαξε μας να ερευνώμεν τα έργα των χειρών σου κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να υποτάσσωμεν τα επίγεια προς ιδικήν μας χρήσιν και να ενισχύωμεν το λογικόν μας, δια να το θέτωμεν εις την ιδικήν σου υπηρεσίαν. Βοήθησε μας να δεχώμεθα τους λόγους σου και να πιστεύωμεν εις Εκείνον, τον οποίον έστειλες δια να μας δώση την επιστήμην του ελέους και την άφεσιν των αμαρτιών μας»!
Είπαν μερικοί - ποίοι άλλοι φυσικά από τους προπαγανδιστάς του αθεϊστικού ψεύδους; - ότι η προσευχή εξευτελίζει τον άνθρωπον. Εάν χρειάζεται μια επί πλέον απόδειξις ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής, ιδού ο Μάξουελλ. Η προσευχή τον μεγαλύνει, τον εξυψώνει, αλλά και τον ενισχύει εις τας επιστημονικάς του εκζητήσεις. Το αντίθετον θα συνέβαινεν, αν ο Μάξουελλ ήτο ένας τύπος επιστήμονος διπλοκλειδωμένου εις το χημείον του, χωρίς καμμίαν πνευματικήν ανάτασιν και καμμίαν ιδεολογικήν πτήσιν. Ο πνευματικός του όμως ορίζων τώρα είναι ευρύτατος και λαμπρύνεται από θείον φως. Πιστεύει όχι εις την παντοδυναμίαν της επιστήμης, αλλ’ εις τον μόνον Παντοδύναμον, τον Θεόν. Γνωρίζει την αληθινήν σύστασιν και αξίαν του ανθρώπου: ότι είναι υπεράνω των άλλων δημιουργημάτων, κατ’ εικόνα Θεού. Πιστεύει εις την υψηλήν αποστολήν του λογικού και της επιστήμης, η οποία πρέπει να τίθεται εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων, προς δόξαν του Θεού. Πιστεύει τέλος εις τον μόνον που χαρίζει την λύτρωσιν και την επιστήμην του ελέους.
Ιδού προσευχή που περιέχει τας υψηλοτέρας πεποιθήσεις δια τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα. Προσευχή που θα ημπορούσε να ονομασθή το «Πιστεύω» του επιστήμονος.
Βιβλιογραφία
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
W. Freischlag, Glauben Sie an einem Gott? München 1936.
T. Toth, Χριστιανική πίστις και επιστήμη, ελλην. μετάφρασις, Αθήναι 1948.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 160-164)

δ'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες, ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα κελλιά, οπού φορούσε ψαθί. Και, φεύγοντας, φθάνει στον Αββά Αμμωνά. Τον είδε λοιπόν ο γέρων να φορά το ψαθί και του λέγει : « Αυτό σε τίποτε δεν σε ωφελεί ». Και τον ρωτά ο γέρων, λέγοντας : « Τρεις λογισμοί με ενοχλούν. "Η να πάω στις έρημους. ’Η να ξενιτευτώ οπού κάνεις δεν θα με γνωρίση. Η να κλειστώ σε κελλί και με κανέναν να μη συναντηθώ, τρώγοντας κάθε δυο μέρες ». Του λέγει ο Αββάς Αμμωνάς : « Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνης. Καλύτερα είναι να μείνης στο κελλί σου και να τρως λιγάκι κάθε μέρα. Και έχε διαρκώς τα λόγια του τελώνη στην καρδιά σου και μπορείς να σωθής ».
ε'. Σε κάποιους αδελφούς, συνέβη μια στενοχώρια στον τόπο τους και ήθελαν να τον παρατήσουν. Πήγαν λοιπόν να βρουν τον Αββά Αμμωνά. Και να, ο γέρων εκείνη τη ώρα κατέβαινε το ποτάμι με πλοίο. Και σαν τους είδε να βαδίζουν στην όχθη, είπε στους ναυτικούς : « Βγάλτε με στη στεριά». Οπότε, φώναξε τους αδελφούς και τους λέγει : « Εγώ είμαι ο Αμμωνάς, οπού πηγαίνετε να δήτε». Και αφού τους παρηγόρησε την καρδιά, τους έκαμε να γυρίσουν εκεί από οπού είχαν φύγει. Γιατί το ζήτημα δεν ήταν ψυχικά επιζήμιο, αλλά μια ανθρώπινη στενοχώρια.
στ'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να διαβή αντίπερα στο ποτάμι. Και βρήκε το πέραμα όχι έτοιμο και κάθισε εκεί κοντά. Και να, άλλο σκάφος έφτασε και πήρε όσους βρίσκονταν εκεί για να τους περάση στην άλλη όχθη. Του λέγουν λοιπόν : « Έλα και συ, Αββά, να περάσης μαζί μας ». Και τους αποκρίνεται : « Δεν ανεβαίνω παρά στο δημόσιο πέραμα». Και είχε μια αδραξιά από φοινικόφυλλα και καθόταν φτιάχνοντας πλεξούδα και πάλι λύνοντάς την, ωσότου ετοιμάσθηκε το πέραμα και έτσι βγήκε στην άλλη όχθη. Του έβαλαν λοιπόν οι ά- δελφοί μετάνοια, λέγοντας : « Γιατί το έκαμες αυτό ; ». Και τους λέγει ο γέρων : «Για να μη ακολουθώ πάντα τον λογισμό όταν αυτός τρέχη. Αλλά και αυτό είναι παράδειγμα, για να βαδίζουμε στον δρόμο του θεού με αταραξία ».
ζ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να συναντήση τον Αββά Αντώνιο και έχασε τον δρόμο του. Κάθισε λοιπόν και κοιμήθηκε για λίγο και σαν σηκώθηκε από τον ύπνο, προσευχήθηκε στον θεό, λέγοντας : « Σε παρακαλώ, Κύριε και θεέ μου, μη αφήσης να χαθή το πλάσμα σου». Και είδε τότε ένα χέρι, σαν ανθρώπου, να απλώνεται από τον ουρανό και να του δείχνη τον δρόμο, ώσπου έφτασε μπροστά στο σπήλαιο του Αββά Αντωνίου.
η'. Στον ίδιο αββά Αμμωνά προφήτευσε ο Αββάς Αντώνιος, λέγοντας : « ‘Εχεις να προκόψης στον φόβο του Θεού ». Και τον έβγαλε από το κελλί και του έδειξε ένα λιθάρι και του είπε : « Βρίσε αυτό το λιθάρι και χτύπησέ το ». Και εκείνος έκαμε έτσι. Του λέγει τότε ο Αββάς Αντώνιος : « Μίλησε το λιθάρι αυτό ; ». Και απαντά εκείνος : «Όχι ». Και του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « ΄Ετσι και συ μέλλεις να φθάσης σ’ αυτό το μέτρο ». Πράγμα όπου και έγινε. Γιατί τόσο πρόκοψε ο Αββάς Αμμωνάς, ώστε από την πολλή του αγαθότητα να μη γνωρίζη πλέον την κακία. ’Ετσι, όταν έγινε επίσκοπος, του έφεραν μια κόρη όπου είχε μείνει έγκυος και του λέγουν : « Ο δείνα το έκαμε αυτό. Τιμώρησέ τους ». Αλλά εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και πρόσταξε να της δώσουν έξη ζευγάρια σεντόνια, λέγοντας : « Μη, σαν πάη να γεννήση, πεθάνη η ίδια ή το παιδί και δεν βρεθή τίποτε για την κηδεία ». Του λέγουν οι κατήγοροί της : « Τι είναι αυτό όπου κάνεις ; Τιμωρησέ τους». Και εκείνος τους απαντά : «Βλέπετε, αδελφοί, ότι κοντά στον θάνατο είναι. Τι άλλο μπορώ λοιπόν να κάμω ; ». Και την άφησε να πάη στο καλό. Και δεν τόλμησε ο γέρων να κατακρίνη κανέναν. θ΄ .Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποιοι ήλθαν για να τους λύση μια διαφορά. Ο δε γέρων έκανε τον ξεμωραμένο. Και τότε, μια γυναίκα έλεγε στον διπλανό της : « Αυτός ο γέρων τα έχει χαμένα ». Την άκουσε ο γέρων και τη φώναξε και της λέγει : « Πόσους κόπους έκαμα στις ερήμους για να αποχτήσω αυτή τη μωρία ! Και εξ αιτίας σου, κινδυνεύω να τη χάσω σήμερα ».
ι’. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς σ’ ένα τόπο για να φάη. Και ήταν εκεί κάποιος όπου είχε φήμη κακή. Κα συνέβη να έλθη η γυναίκα και να μπή στο κελλί του αδελφού όπου είχε την κακή φήμη. Σαν το έμαθαν λοιπόν αυτοί όπου κατοικούσαν εκεί, ταράχθηκαν. Και συνάχτηκαν για να τον διώξουν από το κελλί. Και μαθαίνοντας οτι ο επίσκοπος Αμμωνάς ήταν σ’ εκείνο τον τόπο, πήγαν και τον παρακαλούσαν να έλθη μαζί τους. Μόλις το κατάλαβε ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Ενώ ερχόταν το πλήθος, είδε ο Αββάς Αμμωνάς τι συνέβη και για χάρη του θεού σκέπασε το πράγμα. Μπήκε, κάθισε πάνω στο πιθάρι και πρόσταζε να ερευνηθή το κελλί. Αφού λοιπόν έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Τι έγινε λοιπόν ; Ο θεός να σας συγχώρηση ». Και αφού προσευχήθηκε, τους έβγαλε όλους έξω. Πιάνοντας δε τον αδελφό από το χέρι, του είπε : « Να προσέχης τον εαυτό σου, αδελφέ ». Και λέγοντας αυτό, έφυγε.
ια’. Ρωτήθηκε ο Αββάς Αμμωνάς, ποιά είναι η οδός η «στενή και τεθλιμμένη ». Και αποκρίθηκε και είπε : « Η οδός η στενή και τεθλιμμένη αυτή είναι : το να βιάζη τινάς τους λογισμούς του και να κόβη, για χάρη του θεού, το δικό του θέλημα. Και αυτό σημαίνει η φράση :’Ιδού ημείς άφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.39-42 )

Σημείωση: Βλέποντας μία διάλεξη του σύγχρονου επιστήμονα lawrence krauss που διατυμπανίζει την αθεΐα του, είδαμε ότι χρησιμοποιούσε για να στηρίξει την αθεΐα του ανακαλύψεις μεγάλων επιστημόνων, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι αυτοί ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΘΕΟ!!! Ας δουμε λοιπόν κάποιους από αυτούς που επικαλέστηκε για να στηρίξει την αθεΐα του...

ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ. Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday) 

Όταν το πνευματικώς και το ηθικώς καλόν υπάρχη συνηνωμένον εις ένα όν, ομολογώ ότι το όν αυτό επλάσθη κατ’ εξοχήν δια να εμφανίζη και να δείχνη την δόξαν του Θεού εις την δημιουργίαν».
Τα λόγια αυτά δεν τα είπε κανείς ηθικολόγος φιλόσοφος. Τα είπε ένας που τα έζησε. Και όταν αυτός είναι ο μεγαλύτερος φυσικός επιστήμων από όσους είδε ποτέ ο κόσμος (κατά τον Τύνταλ), τότε αξίζει να μελετήση κανείς την ζωήν του.
Ο Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday) - περί αυτού πρόκειται - εγεννήθη το 1791 εις το Λονδίνον από ευσεβή οικογένειαν. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εισήλθε ως μαθητευόμενος εις ένα βιβλιοπωλείον και βιβλιοδετείον. Αλλά η τέχνη δεν τον ικανοποιούσε, και αντί να δένη τα βιβλία, επροτιμούσε να τα διαβάζη, ιδίως όσα εσχετίζοντο με τας φυσικάς επιστήμας. Το βράδυ, μόλις ετελείωνε την εργασίαν του, έτρεχε να παρακολουθήση τα εσπερινά μαθήματα του περίφημου τότε χημικού Νταίβυ. Αι φυσικαί επιστήμαι του είχαν ήδη κατακτήσει την ψυχήν και δεν άργησε να πάρη την απόφασιν. Χωρίς χρονοτριβήν γράφει μιαν επιστολήν εις τον Νταίβυ και τον παρακαλεί να τον πάρη εις το εργαστήριον του Βασιλικού Ινστιτούτου. Ο Νταίβυ ερωτά τον αρμόδιον του Ινστιτούτου και εκείνος του απαντά:
«Πάρε τον να πλύνη τις φιάλες• αν αξίζη, θα το δεχθή• αν αρνηθή, θα πη πως δεν αξίζει». Όπως ήτο φυσικόν, έγινε το πρώτον. Ο Φαρανταίυ προσελήφθη εις το εργαστήριον ως βοηθός του Νταίβυ, δια να γίνη κατόπιν ο ένδοξος διάδοχος του. Κοντά εις τον σοφόν φυσικόν εξεπαιδεύθη ο νεαρός βοηθός, τον εβοηθούσε εις τα πειράματα του, τον παρακολουθούσε εις τα μαθήματα του και τα ταξίδια του, χωρίς να παραμελή και την κατ’ ιδίαν εντατικήν μελέτην, ούτε την προς επιστημονικούς σκοπούς συναναστροφήν. Κατά την πρώτην αυτήν περίοδον της δράσεως του ο Φαρανταίυ ειργάσθη από κοινού με τον Νταίβυ εις τας έρευνας δια την υγροποίησιν των αερίων, εις την ανακάλυψιν του βενζολίου και εις την μελέτην των καινοφανών τότε ηλεκτρομαγνητικών εργασιών του Αμπέρ, επάνω εις τας οποίας επρόκειτο τόσα να οικοδομήση. Από την στιγμήν που διεδέχθη τον Νταίβυ, επεδόθη ακόμη περισσότερον, χωρίς καμμίαν διακοπήν, εις τας φυσικάς έρευνας. Και πρώτον ανεκάλυψε τα επαγωγικά ρεύματα, τα οποία απετέλεσαν την βάσιν της μεγαλοπρεπούς αναπτύξεως της νεωτέρας ηλεκτροτεχνικής. Ο ηλεκτρικός νόμος του έπειτα απετέλεσε σπουδαιότατον μέσον προς γνώσιν της ταυτότητος των χημικών και ηλεκτρικών μεθόδων. Μεγάλης σπουδαιότητος είναι και η ανακάλυψις του διαμαγνητισμού, η ανακάλυψις των δύο νόμων χημικής δράσεως του ρεύματος που φέρουν το όνομα του, η ανακάλυψις της γήινης επαγωγής και της αυτεπαγωγής. Οι σημερινοί όροι: ηλεκτρόλυσις, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρόδια, άνοδος, κάθοδος, ιόντα, οφείλονται εις αυτόν.
Το έργον του Φαρανταίυ υπήρξε κολοσσιαίον. Ειργάσθη εις όλους τους τομείς της αψύχου φύσεως. Ησχολήθη με τα δυσκολώτερα προβλήματα της χημείας, του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού. Αι τεράστιαι επιτυχίαι του οφείλονται εις την σκληράν και επίμονον εργατικότητα του. Τίποτε δεν τον απεγοήτευε. Ήξευρε πάντοτε να ευρίσκη νέους συνδυασμούς, νέα πειράματα, νέας μεθόδους, μέχρις ότου φθάση εις τον σκοπόν του. Ο διάσημος καθηγητής Lenard λέγει περί αυτού ότι ήτο από τους μεγίστους φυσιοδίφας, όχι μόνον ασύγκριτος εις το είδος του, αλλά και μοναδικός εις τον πλούτον του ιδιάζοντος πνεύματος του, ότι είχε την βαθείαν ερευνητικήν εκείνην τάσιν του αγνώστου που ζητεί παντού να εύρη κάτι νέον χωρίς να αποκάμνη ποτέ.
Ως επιστήμων ο Φαρανταίυ ήτο άψογος. Δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή ότι ο ίδιος ενσάρκωσε εκείνο που εζητούσε από κάθε φυσιοδίφην, να είναι δηλαδή «φλογερός, αλλά προσεκτικός, να συνδέη το πείραμα με την αναλογίαν, να είναι δύσπιστος εις τας εκ των προτέρων προκαταλήψεις, να προσέχη ένα γεγονός πολύ περισσότερον από μιαν θεωρίαν, να μη βιάζεται εις τας γενικεύσεις και προ πάντων να είναι έτοιμος εις κάθε βήμα να δοκιμάζη τας σκέψεις του τόσον με τον συλλογισμόν, όσον και με την παρατήρησιν».
Αλλ’ άραγε το μεγάλο αυτό θετικό μυαλό είχε καμμίαν σχέσιν με τα μυστικά προβλήματα της ψυχής και του Θεού; Είναι να ερωτά κανείς; Πώς ημπορούσε αυτός να αποτελέση εξαίρεσιν εις την μεγάλην γραμμήν που είχαν ακολουθήσει όλοι οι προνομιούχοι της επιστήμης; Τον δρόμον αυτόν που ξεύρει να συνδέη τόσον καλά την επιστήμην της αιωνιότητος με την επιστήμην του παρόντος είχαν βαδίσει ιδιαιτέρως οι πρόδρομοι του, ο Αμπέρ και ο Βόλτα και αυτός ο προκάτοχος του Νταίβυ, όλοι αυτοί οι μάρτυρες του Θεού εις το βασίλειον της φύσεως, όπως τους ονομάζει ένας νεώτερος συγγραφεύς. Την απλήν πίστιν που του εδίδαξαν οι γονείς του, την φωτισμένην έπειτα πίστιν που είδεν εις το πρόσωπον του Νταίβυ - ποιός μπορεί να ξεχάση τα αλησμόνητα εκείνα λόγια του: «θα προτιμούσα από όλα τα δώρα την πίστιν ευσεβούς καρδίας» - την πίστιν αυτήν την εκράτησε και την εκαλλιέργησε εις ολόκληρον την ζωήν του• εις τρόπον ώστε ο μεγάλος ομιλητής και δεινός πειραματιστής της «Royal Institution», ο πασίγνωστος ερευνητής τόσων ηλεκτρικών φαινομένων, δεν έπαυσε ποτέ να είναι ένα πιστόν μέλος της μικράς εκκλησιαστικής κοινότητος του. Εις την κοινότητα αυτήν, που είχεν ως ιδανικόν την πιστήν αφοσίωσιν εις την διδασκαλίαν του Χριστού και την διάδοσιν αυτής δια του κηρύγματος, εγεννήθη και εις αυτήν απέθανε εις ηλικίαν 76 ετών ο Φαρανταίυ.
Τα τελευταία μάλιστα 25 έτη της ζωής του βλέπομεν τον διάσημον Φαρανταίυ να είναι και ιεροκήρυξ της εκκλησιαστικής του κοινότητας.
Αναφέρεται και το εξής περιστατικόν. Εις ένα μάθημα του κόσμος πολύς και εκλεκτός παρηκολούθει με συγκρατημένην την αναπνοήν τα περί των ιδιοτήτων του μαγνήτου. Παρατεταμένα χειροκροτήματα κατέκλεισαν το μάθημα του. Ο Εδουάρδος Ζ', τότε πρίγκιψ της Ουαλίας, που ήτο παρών, εσηκώθη να συγχαρή τον ομιλητήν. Αλλ’ αιφνιδίως τα παταγώδη χειροκροτήματα διεδέχθη μια απροσδόκητος γαλήνη. Ο ομιλητής είχεν εξαφανισθή. Μόλις οι στενοί φίλοι του ήξεραν διατί. Ήτο η ώρα της μεσοεβδομαδιαίας ακολουθίας εις την μικράν εκκλησίαν, όπου ο διάσημος φυσικός είχεν εκκλησιαστικόν λειτούργημα. Την ακολουθίαν αυτήν ουδέποτε την παρέλειπε.
Αξιοθαύμαστος ήτο η πίστις του μεγάλου Φαρανταίυ. Κάποια μυστική φωνή του έλεγεν ότι ο κόσμος δεν θα μπορέση ποτέ να σωθή με τον διαμαγνητισμόν ή με τα επαγωγικά ρεύματα, αλλά μόνον με τον «λόγον του Σταυρού». Τα πρώτα είναι, βέβαια, καλά δια την παρούσαν ζωήν, αλλά τα δεύτερα έχουν «επαγγελίαν ζωής της νύν και της μελλούσης». Αυτό το «είχε εννοήσει καλά ο Φαρανταίυ και δι’ αυτό παντού βλέπομεν εις τον φυσικόν ερευνητήν τον θερμόν Χριστιανόν. Το βλέπομεν αυτό εις αλληλογραφίαν του με τον καθηγητήν Schönbein, τον διάσημον εφευρέτην του όζοντος και της βαμβακοπυρίτιδος, και με άλλους μεγάλους άνδρας. Εις την αλληλογραφίαν του αυτήν εσυνήθιζε να στρέφεται από επιστημονικάς εις θρησκευτικάς σκέψεις και τανάπαλιν. Το βλέπομεν ακόμη εις την ιδιωτικήν, την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν του. Ο Τύνταλ (Tyndall) διηγείται ένα γεύμα μαζί με τον σοφόν φυσικόν: «Ο Φαρανταίυ είπε την επιτραπέζιον ευχήν. Εντρέπομαι σχεδόν να ονομάσω την προσευχήν αυτήν ομιλίαν. Εις την γλώσσαν της Βίβλου θα ημπορούσε κανείς να την ονομάση δέησιν τέκνου, εις την καρδίαν του οποίου ο Θεός εξέχεε το Πνεύμα του Υιού του, και το οποίον με πλήρη πεποίθησιν ζητεί την ευλογίαν του Πατέρα».
Το αποκορύφωμα της πίστεως του είναι η δημοσία εκείνη ομολογία την οποίαν έκαμε εις την Βασιλικήν Ακαδημίαν και την οποίαν αναφέρει ο επίσης ομολογητής του Χριστιανισμού Παστέρ εις τον λόγον του εις την Γαλλικήν Ακαδημίαν: «Η έννοια και ο σεβασμός του Θεού, είπεν ο Φαρανταίυ, φθάνουν εις το πνεύμα μου δια μέσου οδών τόσον ασφαλών, όσον εκείναι που μας οδηγούν εις αληθείας του φυσικού κόσμου».
Από την θερμήν αυτήν πίστιν εξηγείται η σοβαρά ηθική αντίληψις που τον διέκρινε εις όλα τα πράγματα: η υψηλή χριστιανική ιδέα του περί φιλίας, όταν παιδί ακόμη έγραφε: «φίλος είναι εκείνος τον όποιον υπηρετεί κανείς μετά τον Θεόν του». Η ταπεινοφροσύνη ήτο εκείνη που τον έκαμε να μη δεχθή τον τίτλον ευγενείας που του προσέφεραν, αλλά να προτίμηση «να μείνη απλώς ο Μιχαήλ Φαρανταίυ». Η ιδία αρετή έλαμπε, όταν εξέφραζε την επιθυμίαν του να τον θάψουν «με τον πλέον συνηθισμένον τρόπον εις την πλέον απλήν θέσιν». Ή όταν έλεγε μέσα εις το εργαστήριον του: «Πόσον θαυμαστή και μυστηριώδης είναι η δύναμις του μαγνητισμού, την οποίαν έχομεν εδώ εμπρός μας! Όσον περισσότερον την εξετάζω και την αναλογίζομαι, τόσον ολιγώτερα φαίνομαι ότι γνωρίζω περί αυτής». Και αυτός που τα έλεγε αυτά εγνώριζε περισσότερα από κάθε άλλον.
Κατόπιν αυτών κατανοεί κανείς πλήρως την βαρυσήμαντον μαρτυρίαν του Γάλλου χημικού Dumas: «Το όνομα του Φαρανταίυ πρέπει να προστεθή εις τον κατάλογον εκείνων που ήνωναν ειλικρινή πίστιν με βαθείαν επιστήμην. Εάν αι ανακαλύψεις του τον απηθανάτισαν και εάν υπήρξεν από τα γονιμώτερα επιστημονικά πνεύματα του ΙΘ' αιώνος, έδωκεν ακόμη παράδειγμα καθαράς ζωής και μεγάλης καρδίας. Και ημπορεί κανείς να είπη περί αυτού ότι η ειλικρίνεια και η σταθερότης της θρησκευτικής του πίστεως και η ευσυνείδητος προσήλωσις εις τον ηθικόν νόμον απετέλεσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του». Και άλλου: «Εάν ο Αμπέρ και ο Φαρανταίυ δια τους γνωρίζοντας μόνον τα επιστημονικά έργα των είναι πνεύματα, δια τα οποία ημπορεί να υπερηφανεύεται το ανθρώπινον γένος, εκείνοι που τους εγνώρισαν και ως ανθρώπους τους θέτουν μεταξύ των πλασμάτων εκείνων του Θεού που τηρούν ευλαβέστατα τας θείας εντολάς με πάσαν υποταγήν και ταπεινοφροσύνην».
Ακόμη χαρακτηριστικώτερα ομιλεί δια τον μεγάλον φυσικόν ο βιογράφος του Γλάδστων: «Ήτο πασίγνωστον, γράφει, ότι ο καθηγητής της Albermarle Street ανήκεν εις την μακράν σειράν των ανθρώπων της επιστήμης, οι οποίοι ερχόμενοι μαζή με τους σοφούς της Ανατολής έφεραν εις τον Λυτρωτήν τον χρυσόν και τον λίβανον και την σμύρναν της λατρείας των».
Αλήθεια. Μήπως δεν προσέφερεν εις τον Θεόν ο Φαρανταίυ τας εφευρέσεις και τας ανακαλύψεις και την σοφίαν, την οποίαν Εκείνος του εδώρησεν, όπως έλεγεν ο Κέπλερ; Ελάτρευσε τον Θεόν με την επιστήμην! Θα ημπορούσαμε να πούμε δια τον Φαρανταίυ. Και δεν ομοιάζει αυτή η προσφορά με τα αρχαία εκείνα έθιμα, κατά τα οποία οι πιστοί προσέφεραν ες τον Θεόν τας απαρχάς των καρπών και τα πρωτογεννήματα των αγρών των; Εις τας μυρίας προσφοράς που έκαμαν αι χριστιανικαί γενεαί, προσφοράς ταλάντων και αξιωμάτων, προσφοράς πλούτου και σοφίας, προσφοράς αίματος και ζωής, ήλθε να προστεθή τώρα και η προσφορά της επιστήμης. Μόνον μια τέτοια επιστήμη, η οποία προσφέρεται εις τον Δημιουργόν, δια να εμπνευσθή και να ευλογηθή από αυτόν, ημπορεί να επιτύχη του σκοπού της, του «ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού», και να μη καταντήση «πανουργία και ου σοφία». Μόνον μια επιστήμη που προσεύχεται εις το εργαστήριον της (Παστέρ), που έχει τον Εσταυρωμένον δίπλα εις το τηλεσκόπιον (Λεβεριέ), που χρησιμοποιεί την πρώτην τηλεγραφικήν εφεύρεσιν δια να αναγγείλη «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Μόρς), ημπορεί να γίνη πρόξενος καλού και όχι ολέθρου εις την ανθρωπότητα.
Βιβλιογραφία:
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 154-159)

ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ
Όταν το πνευματικώς και το ηθικώς καλόν υπάρχη συνηνωμένον εις ένα όν, ομολογώ ότι το όν αυτό επλάσθη κατ’ εξοχήν δια να εμφανίζη και να δείχνη την δόξαν του Θεού εις την δημιουργίαν».
Τα λόγια αυτά δεν τα είπε κανείς ηθικολόγος φιλόσοφος. Τα είπε ένας που τα έζησε. Και όταν αυτός είναι ο μεγαλύτερος φυσικός επιστήμων από όσους είδε ποτέ ο κόσμος (κατά τον Τύνταλ), τότε αξίζει να μελετήση κανείς την ζωήν του.
Ο Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday) - περί αυτού πρόκειται - εγεννήθη το 1791 εις το Λονδίνον από ευσεβή οικογένειαν. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εισήλθε ως μαθητευόμενος εις ένα βιβλιοπωλείον και βιβλιοδετείον. Αλλά η τέχνη δεν τον ικανοποιούσε, και αντί να δένη τα βιβλία, επροτιμούσε να τα διαβάζη, ιδίως όσα εσχετίζοντο με τας φυσικάς επιστήμας. Το βράδυ, μόλις ετελείωνε την εργασίαν του, έτρεχε να παρακολουθήση τα εσπερινά μαθήματα του περίφημου τότε χημικού Νταίβυ. Αι φυσικαί επιστήμαι του είχαν ήδη κατακτήσει την ψυχήν και δεν άργησε να πάρη την απόφασιν. Χωρίς χρονοτριβήν γράφει μιαν επιστολήν εις τον Νταίβυ και τον παρακαλεί να τον πάρη εις το εργαστήριον του Βασιλικού Ινστιτούτου. Ο Νταίβυ ερωτά τον αρμόδιον του Ινστιτούτου και εκείνος του απαντά: 
«Πάρε τον να πλύνη τις φιάλες• αν αξίζη, θα το δεχθή• αν αρνηθή, θα πη πως δεν αξίζει». Όπως ήτο φυσικόν, έγινε το πρώτον. Ο Φαρανταίυ προσελήφθη εις το εργαστήριον ως βοηθός του Νταίβυ, δια να γίνη κατόπιν ο ένδοξος διάδοχος του. Κοντά εις τον σοφόν φυσικόν εξεπαιδεύθη ο νεαρός βοηθός, τον εβοηθούσε εις τα πειράματα του, τον παρακολουθούσε εις τα μαθήματα του και τα ταξίδια του, χωρίς να παραμελή και την κατ’ ιδίαν εντατικήν μελέτην, ούτε την προς επιστημονικούς σκοπούς συναναστροφήν. Κατά την πρώτην αυτήν περίοδον της δράσεως του ο Φαρανταίυ ειργάσθη από κοινού με τον Νταίβυ εις τας έρευνας δια την υγροποίησιν των αερίων, εις την ανακάλυψιν του βενζολίου και εις την μελέτην των καινοφανών τότε ηλεκτρομαγνητικών εργασιών του Αμπέρ, επάνω εις τας οποίας επρόκειτο τόσα να οικοδομήση. Από την στιγμήν που διεδέχθη τον Νταίβυ, επεδόθη ακόμη περισσότερον, χωρίς καμμίαν διακοπήν, εις τας φυσικάς έρευνας. Και πρώτον ανεκάλυψε τα επαγωγικά ρεύματα, τα οποία απετέλεσαν την βάσιν της μεγαλοπρεπούς αναπτύξεως της νεωτέρας ηλεκτροτεχνικής. Ο ηλεκτρικός νόμος του έπειτα απετέλεσε σπουδαιότατον μέσον προς γνώσιν της ταυτότητος των χημικών και ηλεκτρικών μεθόδων. Μεγάλης σπουδαιότητος είναι και η ανακάλυψις του διαμαγνητισμού, η ανακάλυψις των δύο νόμων χημικής δράσεως του ρεύματος που φέρουν το όνομα του, η ανακάλυψις της γήινης επαγωγής και της αυτεπαγωγής. Οι σημερινοί όροι: ηλεκτρόλυσις, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρόδια, άνοδος, κάθοδος, ιόντα, οφείλονται εις αυτόν.
Το έργον του Φαρανταίυ υπήρξε κολοσσιαίον. Ειργάσθη εις όλους τους τομείς της αψύχου φύσεως. Ησχολήθη με τα δυσκολώτερα προβλήματα της χημείας, του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού. Αι τεράστιαι επιτυχίαι του οφείλονται εις την σκληράν και επίμονον εργατικότητα του. Τίποτε δεν τον απεγοήτευε. Ήξευρε πάντοτε να ευρίσκη νέους συνδυασμούς, νέα πειράματα, νέας μεθόδους, μέχρις ότου φθάση εις τον σκοπόν του. Ο διάσημος καθηγητής Lenard λέγει περί αυτού ότι ήτο από τους μεγίστους φυσιοδίφας, όχι μόνον ασύγκριτος εις το είδος του, αλλά και μοναδικός εις τον πλούτον του ιδιάζοντος πνεύματος του, ότι είχε την βαθείαν ερευνητικήν εκείνην τάσιν του αγνώστου που ζητεί παντού να εύρη κάτι νέον χωρίς να αποκάμνη ποτέ.
Ως επιστήμων ο Φαρανταίυ ήτο άψογος. Δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή ότι ο ίδιος ενσάρκωσε εκείνο που εζητούσε από κάθε φυσιοδίφην, να είναι δηλαδή «φλογερός, αλλά προσεκτικός, να συνδέη το πείραμα με την αναλογίαν, να είναι δύσπιστος εις τας εκ των προτέρων προκαταλήψεις, να προσέχη ένα γεγονός πολύ περισσότερον από μιαν θεωρίαν, να μη βιάζεται εις τας γενικεύσεις και προ πάντων να είναι έτοιμος εις κάθε βήμα να δοκιμάζη τας σκέψεις του τόσον με τον συλλογισμόν, όσον και με την παρατήρησιν».
Αλλ’ άραγε το μεγάλο αυτό θετικό μυαλό είχε καμμίαν σχέσιν με τα μυστικά προβλήματα της ψυχής και του Θεού; Είναι να ερωτά κανείς; Πώς ημπορούσε αυτός να αποτελέση εξαίρεσιν εις την μεγάλην γραμμήν που είχαν ακολουθήσει όλοι οι προνομιούχοι της επιστήμης; Τον δρόμον αυτόν που ξεύρει να συνδέη τόσον καλά την επιστήμην της αιωνιότητος με την επιστήμην του παρόντος είχαν βαδίσει ιδιαιτέρως οι πρόδρομοι του, ο Αμπέρ και ο Βόλτα και αυτός ο προκάτοχος του Νταίβυ, όλοι αυτοί οι μάρτυρες του Θεού εις το βασίλειον της φύσεως, όπως τους ονομάζει ένας νεώτερος συγγραφεύς. Την απλήν πίστιν που του εδίδαξαν οι γονείς του, την φωτισμένην έπειτα πίστιν που είδεν εις το πρόσωπον του Νταίβυ - ποιός μπορεί να ξεχάση τα αλησμόνητα εκείνα λόγια του: «θα προτιμούσα από όλα τα δώρα την πίστιν ευσεβούς καρδίας» - την πίστιν αυτήν την εκράτησε και την εκαλλιέργησε εις ολόκληρον την ζωήν του• εις τρόπον ώστε ο μεγάλος ομιλητής και δεινός πειραματιστής της «Royal Institution», ο πασίγνωστος ερευνητής τόσων ηλεκτρικών φαινομένων, δεν έπαυσε ποτέ να είναι ένα πιστόν μέλος της μικράς εκκλησιαστικής κοινότητος του. Εις την κοινότητα αυτήν, που είχεν ως ιδανικόν την πιστήν αφοσίωσιν εις την διδασκαλίαν του Χριστού και την διάδοσιν αυτής δια του κηρύγματος, εγεννήθη και εις αυτήν απέθανε εις ηλικίαν 76 ετών ο Φαρανταίυ.
Τα τελευταία μάλιστα 25 έτη της ζωής του βλέπομεν τον διάσημον Φαρανταίυ να είναι και ιεροκήρυξ της εκκλησιαστικής του κοινότητας.
Αναφέρεται και το εξής περιστατικόν. Εις ένα μάθημα του κόσμος πολύς και εκλεκτός παρηκολούθει με συγκρατημένην την αναπνοήν τα περί των ιδιοτήτων του μαγνήτου. Παρατεταμένα χειροκροτήματα κατέκλεισαν το μάθημα του. Ο Εδουάρδος Ζ', τότε πρίγκιψ της Ουαλίας, που ήτο παρών, εσηκώθη να συγχαρή τον ομιλητήν. Αλλ’ αιφνιδίως τα παταγώδη χειροκροτήματα διεδέχθη μια απροσδόκητος γαλήνη. Ο ομιλητής είχεν εξαφανισθή. Μόλις οι στενοί φίλοι του ήξεραν διατί. Ήτο η ώρα της μεσοεβδομαδιαίας ακολουθίας εις την μικράν εκκλησίαν, όπου ο διάσημος φυσικός είχεν εκκλησιαστικόν λειτούργημα. Την ακολουθίαν αυτήν ουδέποτε την παρέλειπε.
Αξιοθαύμαστος ήτο η πίστις του μεγάλου Φαρανταίυ. Κάποια μυστική φωνή του έλεγεν ότι ο κόσμος δεν θα μπορέση ποτέ να σωθή με τον διαμαγνητισμόν ή με τα επαγωγικά ρεύματα, αλλά μόνον με τον «λόγον του Σταυρού». Τα πρώτα είναι, βέβαια, καλά δια την παρούσαν ζωήν, αλλά τα δεύτερα έχουν «επαγγελίαν ζωής της νύν και της μελλούσης». Αυτό το «είχε εννοήσει καλά ο Φαρανταίυ και δι’ αυτό παντού βλέπομεν εις τον φυσικόν ερευνητήν τον θερμόν Χριστιανόν. Το βλέπομεν αυτό εις αλληλογραφίαν του με τον καθηγητήν Schönbein, τον διάσημον εφευρέτην του όζοντος και της βαμβακοπυρίτιδος, και με άλλους μεγάλους άνδρας. Εις την αλληλογραφίαν του αυτήν εσυνήθιζε να στρέφεται από επιστημονικάς εις θρησκευτικάς σκέψεις και τανάπαλιν. Το βλέπομεν ακόμη εις την ιδιωτικήν, την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν του. Ο Τύνταλ (Tyndall) διηγείται ένα γεύμα μαζί με τον σοφόν φυσικόν: «Ο Φαρανταίυ είπε την επιτραπέζιον ευχήν. Εντρέπομαι σχεδόν να ονομάσω την προσευχήν αυτήν ομιλίαν. Εις την γλώσσαν της Βίβλου θα ημπορούσε κανείς να την ονομάση δέησιν τέκνου, εις την καρδίαν του οποίου ο Θεός εξέχεε το Πνεύμα του Υιού του, και το οποίον με πλήρη πεποίθησιν ζητεί την ευλογίαν του Πατέρα».
Το αποκορύφωμα της πίστεως του είναι η δημοσία εκείνη ομολογία την οποίαν έκαμε εις την Βασιλικήν Ακαδημίαν και την οποίαν αναφέρει ο επίσης ομολογητής του Χριστιανισμού Παστέρ εις τον λόγον του εις την Γαλλικήν Ακαδημίαν: «Η έννοια και ο σεβασμός του Θεού, είπεν ο Φαρανταίυ, φθάνουν εις το πνεύμα μου δια μέσου οδών τόσον ασφαλών, όσον εκείναι που μας οδηγούν εις αληθείας του φυσικού κόσμου».
Από την θερμήν αυτήν πίστιν εξηγείται η σοβαρά ηθική αντίληψις που τον διέκρινε εις όλα τα πράγματα: η υψηλή χριστιανική ιδέα του περί φιλίας, όταν παιδί ακόμη έγραφε: «φίλος είναι εκείνος τον όποιον υπηρετεί κανείς μετά τον Θεόν του». Η ταπεινοφροσύνη ήτο εκείνη που τον έκαμε να μη δεχθή τον τίτλον ευγενείας που του προσέφεραν, αλλά να προτίμηση «να μείνη απλώς ο Μιχαήλ Φαρανταίυ». Η ιδία αρετή έλαμπε, όταν εξέφραζε την επιθυμίαν του να τον θάψουν «με τον πλέον συνηθισμένον τρόπον εις την πλέον απλήν θέσιν». Ή όταν έλεγε μέσα εις το εργαστήριον του: «Πόσον θαυμαστή και μυστηριώδης είναι η δύναμις του μαγνητισμού, την οποίαν έχομεν εδώ εμπρός μας! Όσον περισσότερον την εξετάζω και την αναλογίζομαι, τόσον ολιγώτερα φαίνομαι ότι γνωρίζω περί αυτής». Και αυτός που τα έλεγε αυτά εγνώριζε περισσότερα από κάθε άλλον.
Κατόπιν αυτών κατανοεί κανείς πλήρως την βαρυσήμαντον μαρτυρίαν του Γάλλου χημικού Dumas: «Το όνομα του Φαρανταίυ πρέπει να προστεθή εις τον κατάλογον εκείνων που ήνωναν ειλικρινή πίστιν με βαθείαν επιστήμην. Εάν αι ανακαλύψεις του τον απηθανάτισαν και εάν υπήρξεν από τα γονιμώτερα επιστημονικά πνεύματα του ΙΘ' αιώνος, έδωκεν ακόμη παράδειγμα καθαράς ζωής και μεγάλης καρδίας. Και ημπορεί κανείς να είπη περί αυτού ότι η ειλικρίνεια και η σταθερότης της θρησκευτικής του πίστεως και η ευσυνείδητος προσήλωσις εις τον ηθικόν νόμον απετέλεσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του». Και άλλου: «Εάν ο Αμπέρ και ο Φαρανταίυ δια τους γνωρίζοντας μόνον τα επιστημονικά έργα των είναι πνεύματα, δια τα οποία ημπορεί να υπερηφανεύεται το ανθρώπινον γένος, εκείνοι που τους εγνώρισαν και ως ανθρώπους τους θέτουν μεταξύ των πλασμάτων εκείνων του Θεού που τηρούν ευλαβέστατα τας θείας εντολάς με πάσαν υποταγήν και ταπεινοφροσύνην».
Ακόμη χαρακτηριστικώτερα ομιλεί δια τον μεγάλον φυσικόν ο βιογράφος του Γλάδστων: «Ήτο πασίγνωστον, γράφει, ότι ο καθηγητής της Albermarle Street ανήκεν εις την μακράν σειράν των ανθρώπων της επιστήμης, οι οποίοι ερχόμενοι μαζή με τους σοφούς της Ανατολής έφεραν εις τον Λυτρωτήν τον χρυσόν και τον λίβανον και την σμύρναν της λατρείας των».
Αλήθεια. Μήπως δεν προσέφερεν εις τον Θεόν ο Φαρανταίυ τας εφευρέσεις και τας ανακαλύψεις και την σοφίαν, την οποίαν Εκείνος του εδώρησεν, όπως έλεγεν ο Κέπλερ; Ελάτρευσε τον Θεόν με την επιστήμην! Θα ημπορούσαμε να πούμε δια τον Φαρανταίυ. Και δεν ομοιάζει αυτή η προσφορά με τα αρχαία εκείνα έθιμα, κατά τα οποία οι πιστοί προσέφεραν ες τον Θεόν τας απαρχάς των καρπών και τα πρωτογεννήματα των αγρών των; Εις τας μυρίας προσφοράς που έκαμαν αι χριστιανικαί γενεαί, προσφοράς ταλάντων και αξιωμάτων, προσφοράς πλούτου και σοφίας, προσφοράς αίματος και ζωής, ήλθε να προστεθή τώρα και η προσφορά της επιστήμης. Μόνον μια τέτοια επιστήμη, η οποία προσφέρεται εις τον Δημιουργόν, δια να εμπνευσθή και να ευλογηθή από αυτόν, ημπορεί να επιτύχη του σκοπού της, του «ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού», και να μη καταντήση «πανουργία και ου σοφία». Μόνον μια επιστήμη που προσεύχεται εις το εργαστήριον της (Παστέρ), που έχει τον Εσταυρωμένον δίπλα εις το τηλεσκόπιον (Λεβεριέ), που χρησιμοποιεί την πρώτην τηλεγραφικήν εφεύρεσιν δια να αναγγείλη «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Μόρς), ημπορεί να γίνη πρόξενος καλού και όχι ολέθρου εις την ανθρωπότητα.
Βιβλιογραφία:
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
lawrence krauss

 

Ο θαυματουργός μοναχός
Ο ελεήμων και φιλάνθρωπος Κύριος μας προσφέρει αφειδώλευτα τα πνευματικά δώρα Του όχι μόνο στον ουρανό αλλά και στη γη. Έτσι, στη μέλλουσα ζωή μας ετοιμάζει την αιώνια μακαριότητα και στην παρούσα ζωή μας χαρίζει, ως πρόγευση της μακαριότητας εκείνης, μερικά ψίχουλα από το γλυκύτατο ψωμί του ουρανού, για να μας ενθαρρύνει στον πνευματικό αγώνα και να ενισχύσει την ελπίδα μας στην απόλαυση των αγαθών του παραδείσου. Ζώντας, λοιπόν, ακόμα μέσα σε τούτη την πολυτάραχη, την πολυμέριμνη, την αμαρτωλή κοιλάδα του κλαυθμού, δεχόμαστε λίγη παρηγοριά σταλμένη από τον ουρανό με μία μόνο προϋπόθεση: Η θέλησή μας να μην εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού. Η ακόλουθη διήγηση είναι χαρακτηριστική και αποκαλυπτική.
Ζούσε κάποτε σ’ ένα μοναστήρι κάποιος μοναχός που τα ρούχα του, όπως άλλοτε τα ρούχα του αποστόλου Παύλου (βλ. Πράξ. 19:11-12), είχαν αποκτήσει θεραπευτικές ιδιότητες: Πολλοί άρρωστοι, μόλις τα έβαζε πάνω τους ο μοναχός, γίνονταν καλά. Οι αδελφοί της μονής παρατηρούσαν το φαινόμενο με θαυμασμό αλλά και με απορία, καθώς ο μοναχός εκείνος δεν έκανε κάποια ξεχωριστή σωματική άσκηση. Ζούσε όπως και οι άλλοι, ακολουθώντας το μοναστηριακό τυπικό, χωρίς να νηστεύει ή να αγρυπνεί ή να κοπιάζει εξαιρετικά.
Μια μέρα, ύστερ’ από μιαν ακόμα θαυματουργική θεραπεία ασθενών, ο ηγούμενος της μονής τον ρώτησε πώς είχε αποκτήσει αυτό το χάρισμα.
- Κι εγώ ο ίδιος απορώ, αποκρίθηκε ο μοναχός, πώς μπορώ να δίνω την υγεία στους ανθρώπους. Νιώθω ντροπή που τα ρούχα μου έχουν τέτοια δύναμη, καθώς ο Θεός με αξίωσε να λάβω αυτό το χάρισμα χωρίς να κάνω αυστηρή άσκηση˙ μόλις που μπορώ να συγκριθώ με τους άλλους αδελφούς της μονής.
- Αυτό είναι αλήθεια, συμφώνησε ο ηγούμενος. Βλέπουμε κι εμείς πώς είσαι ένας συνηθισμένος μοναχός. Αλλά πες μου, παιδί μου, πώς περνάς τη μέρα σου, τι λογισμούς βάζει ο νους σου, τι αισθάνεται η καρδιά σου...
- Στο ξεκίνημα της κάθε μέρας, γέροντα, βάζω στόχο ένα πράγμα: Να μη σκεφθώ τίποτα που θα ήταν αντίθετο στο θείο θέλημα. Ποτέ δεν φοβάμαι τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τον νου μου και να παραλύσουν την καρδιά μου, ώστε να παραπονεθώ σε κάποιον ή να του αποκαλύψω τον πόνο μου. Όλα τα αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, τις μέρες που συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, δεν είμαι πιο χαρούμενος απ’ ότι τις άλλες μέρες. Όλα, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα δυσάρεστα, τα δέχομαι με την ίδια διάθεση, αφού είναι σταλμένα από τον Θεό. Και δεν παρακαλώ τον Κύριο να έρχονται τα πράγματα όπως εγώ θέλω, αλλά όπως θέλει Εκείνος.
- Αγαπητέ μου αδελφέ, ρώτησε έκπληκτος ο ηγούμενος, πες μου, δεν λυπήθηκες μαζί μ’ όλους εμάς χθες το βράδυ, όταν ξέσπασε φωτιά στους στάβλους και τις σιταποθήκες της μονής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα κτίρια και να καούν τα ζώα και τα σιτηρά;
- Πίστεψέ με, γέροντα˙ όλη αυτή η ζημιά της μονής δεν μού προξένησε την παραμικρή λύπη. Γιατί έμαθα να ευγνωμονώ τον Θεό τόσο για τα ευχάριστα όσο και για τα δυσάρεστα. Είμαι πεπεισμένος ότι όλα όσα μας συμβαίνουν στέλνονται ή παραχωρούνται από τη θεία πρόνοια για το καλό μας. Κι ούτε τώρα με απασχολεί αν θα έχουμε λίγο ή πολύ ψωμί. Ο Θεός μπορεί να μας χορτάσει μ’ ένα τόσο δα ψίχουλο όπως μ’ ένα ολόκληρο ψωμί. Αλλά -για ν’ αφήσω τα πρόσκαιρα- κι αν ακόμα γνώριζα ότι ο Θεός αποφάσισε να με στείλει στον άδη, όχι μόνο δεν θα Τον παρακαλούσα ν’ αλλάξει την απόφασή Του, αλλά ακόμα περισσότερο θα προσευχόμουνα να γίνει σ’ εμένα το άγιο και δίκαιο θέλημά Του.
Ο ηγούμενος εντυπωσιάστηκε από την απάντηση του μοναχού και, έπειτα από μια μικρή σιωπή, του είπε:
- Πήγαινε, πάτερ, και συνέχισε την πνευματική σου εργασία. Εσύ βρήκες τον ουρανό στη γη. Τέτοιο χάρισμα σε λίγους δίνεται από τον Θεό.
Ώ, πόσο ψηλά τοποθετεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος τον άνθρωπο που σε όλα ταυτίζει τη θέληση του με το θείο θέλημα! Ο δρόμος, που βάδιζε ο μοναχός εκείνος, δεν είναι ούτε μακρύς ούτε δύσκολος˙ απεναντίας, είναι ο πιο σύντομος και ο πιο εύκολος για την κατάκτηση της κορυφής της μακάριας ψυχικής ειρήνης. Γιατί δεν απαιτεί τις μεγάλες ασκήσεις των ερημιτών, αυστηρές νηστείες, ολονύκτιες αγρυπνίες και μακροχρόνιες κακοπάθειες, αλλά μόνο την ειλικρινή επιθυμία μας να γίνεται το θέλημα του Θεού σ’ όλα τα πράγματα της ζωής μας.
Από τον παραπάνω διάλογο του ηγουμένου με τον θαυματουργό μοναχό βγάζουμε δύο διδακτικά συμπεράσματα:
1. Είναι αναγκαίο να διατηρούμε πάντοτε στη μνήμη μας την ακλόνητη πεποίθηση ότι όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο ολόκληρο και στη ζωή κάθε ανθρώπου προέρχονται από την πρόνοια του Θεού, που οικονομεί τα πάντα για την ωφέλεια και τη σωτηρία μας με μέσα απρόβλεπτα και τρόπους ανεξιχνίαστους. Ας είμαστε, λοιπόν, ανδρείοι και υπομονετικοί, γιατί όλα τα φαινόμενα εξελίσσονται και όλα τα ανθρώπινα έργα επιτελούνται όχι όπως εμείς νομίζουμε ή επιθυμούμε, αλλά όπως ο Θεός θέλει ή παραχωρεί: «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, αλλά δε Θεός κελεύει».
2. Σε όλα οφείλουμε να πράττουμε πάντοτε ότι μας υπαγορεύει η λογική και αθάνατη ψυχή μας, ό,τι μας υποδεικνύουν ο υγιής νους, η καθαρή καρδιά και η χριστιανική συνείδησή μας, αναθέτοντας όμως τα πάντα στη θεία πρόνοια. Έτσι θα έχουμε αδιατάρακτη εσωτερική ειρήνη, η οποία περιφρουρεί όλες τις αρετές.

(Ηλιοτρόπιο, Ι.Μ.Παρακλητου, σελ. 68-72)

 

Κεφάλαιο 6 - Η αμαρτία φέρνει τις συμφορές. 
- Έρριξες φάρμακο για τις κάμπιες;
- Έρριξα, Γέροντα.
- Τόσες καλόγριες ούτε μία κάμπια δεν μπορείτε να σκοτώσετε! Στην Κατοχή, όταν είχε πέσει ακρίδα, είχαν βγάλει εδώ στην Χαλκιδική την Αγία Ζώνη από την Μονή Βατοπεδίου και η ακρίδα έπεφτε σύννεφα-σύννεφα στην θάλασσα. Στην Ήπειρο, θυμάμαι, ήταν σαν το χιόνι. Κάναμε όλοι προσωπική εργασία, με τα σεντόνια την μαζεύαμε και μετά την πετούσαμε. Ήταν και η πείνα..., μην τα ρωτάς! Τί σιτάρια είχαν ξαναδώσει, αλλά είχαν σακατευθή.
Οι ακρίδες, οι πόλεμοι, η ανομβρία, οι αρρώστιες είναι μάστιγα. Όχι ότι ο Θεός θέλει να παιδαγωγήση έτσι τον άνθρωπο, αλλά είναι συνέπεια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ξεφεύγει ο άνθρωπος από τον Θεό. Έρχεται η οργή του Θεού, για να θυμηθή ο άνθρωπος τον Θεό και να ζητήση βοήθεια.. δεν είναι ότι ο Θεός τα κανονίζει έτσι και βγάζει μία διαταγή να έρθη κάποια συμφορά στον άνθρωπο, αλλά ο Θεός βλέπει μέχρι που θα φθάση η κακία των ανθρώπων και ότι δεν θα αλλάξουν, και γι' αυτό επιτρέπει να συμβή μία συμφορά, για να συνετισθούν. Όχι ότι τα κανόνισε έτσι ο Θεός.
Στον Ιησού του Ναυή είχε πει ο Θεός να μην εξαφανίσουν μία φυλή, τους Φιλισταίους, γιατί αυτή θα ήταν μάστιγα για τους Εβραίους, όταν θα ξεχνούσαν τον Θεό. Όταν λοιπόν οι Εβραίοι απομακρύνονταν από τον Θεό, είχε δικαιώματα ο διάβο-λος και έβαζε τα «ξαδέρφιά» του, τους Φιλισταίους, και ορμούσαν στους Εβραίους. Έ-παιρναν τα παιδιά των Εβραίων και τα χτυπούσαν πάνω στην πέτρα, για να τα σκοτώσουν. Κάποτε όμως που οι εχθροί ήρθαν, χωρίς να φταίνε οι Ισραηλίτες, πολέμησε γι' αυτούς ο Θεός. Έρριξε χαλάζι σαν πέτρες και τους εξόντωσε, γιατί τότε οι Ισραηλίτες δικαιούνταν την θεία επέμβαση.
Πόσες υποσχέσεις είχε δώσει ο Θεός για τον Ναό του Σολομώντος, και όμως πόσες φορές κάηκε, ρήμαξε. Όταν ξέφευγε ο λαός του Ισραήλ, οι Προφήτες φώναζαν- φώναζαν, οι Ισραηλίτες τίποτε! Ανέπαυαν τον λογισμό τους: «Αφού, όταν έκτισε ο Σολομών τον Ναό, έδωσε τόσες ευλογίες ο Θεός και είπε ότι από εδώ θα ευλογούνται και θα αγιάζωνται όλοι οι άνθρωποι , άρα θα μείνουν όλα αυτά, και τα τείχη μας και ο Ναός μας. Τέτοια υπόσχεση έδωσε ο Θεός»! Ο Θεός έδωσε τέτοια υπόσχεση, αλλά εφόσον και οι Ισραηλίτες θα ζούσαν σωστά. Είχε δώσει Χάρη στον Ναό του Σολομώ-ντος, αλλά, όταν οι Ισραηλίτες δεν τηρούσαν τις εντολές, επέτρεπε και καιγόταν ή καταστρεφόταν ο Ναός καί, όταν μετανοούσαν, πάλι τον έχτιζαν. Όταν λ.χ. ξέφυγαν επί βασιλέως Σεδεκίου, έρχεται ο Ναβουχοδονόσορ, βάζει φωτιά στον Ναό του Σολομώντος, γκρεμίζει και τα τείχη, τους Δένει και τους πηγαίνει στην Βαβυλώνα αιχμάλωτους . Φυσικά, πήγαν και αυτοί που δεν έφταιγαν, αλλά αυτοί είχαν καθαρό μισθό. Οι άλλοι που έφταιγαν πολύ, ξόφλησαν. Όσοι έφταιγαν λίγο και ταλαιπωρή-θηκαν, είχαν και λιγάκι μισθό. Όταν ένας γίνεται αιτία να έρθη η οργή του Θεού και
να ταλαιπωρηθούν και άλλοι που δεν έφταιγαν, ακόμη και μισθό να έχουν, αυτό είναι εγκληματικό, γιατί οι άλλοι θα κληρονομούσαν την Ουράνια Βασιλεία χωρίς να βασανισθούν, ενώ τώρα βασανίζονται.
Πρέπει να ξέρουμε ότι οι πιστοί που τηρούν τις εντολές του Θεού δέχονται την Χάρη του Θεού, και ο Θεός - πώς να πη κανείς; - είναι υποχρεωμένος να τους βοηθάη μέσα σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια. Στην Αμερική είχα ακούσει πώς παρουσιάσθηκε μία νέα αρρώστια . Πολλοί που ζουν μία αφύσικη, αμαρτωλή ζωή, μολύνονται από αυτήν και πεθαίνουν. Τώρα έμαθα ότι παρουσιάσθηκε και εδώ αυτή η αρρώστια. Βλέπετε, δεν καταστρέφει ο Θεός τους ανθρώπους, μόνοι τους εξαφανίζουν το σόι τους και καταστρέφονται. Δεν είναι δηλαδή ότι τους τιμωρεί ο Θεός, αλλά την τιμωρία την δημιουργούν μόνοι τους με την αμαρτωλή ζωή τους. Και βλέπει κανείς να εξαφανίζωνται εκείνοι οι άνθρωποι που δεν έχει νόημα η ζωή τους.
- Γέροντα, γιατί δεν βρίσκεται το φάρμακο του καρκίνου; Δεν επιτρέπει ο Θεός ή οι άνθρωποι δεν επικαλούνται την θεία βοήθεια;
- Το κακό είναι ότι και να βρεθή το φάρμακο για τον καρκίνο, θα βγή άλλη αρρώστια. Ήταν η φυματίωση, βρήκαν το φάρμακο για την φυματίωση, παρουσιάσθηκε τώρα αυτή. Και αν βοηθήση σ' αυτή, θα βγή άλλη αρρώστια. Οι ίδιοι οι άνθρωποι θα γίνουν αιτία να παρουσιασθή κάποια άλλη μετά, και δεν έχει τελειωμό!

(Λόγοι τόμος Α, σελ. 113-116)

Όσο διαρκούσε η συνομιλία με τον Αρχάγγελο, η Παρθένος διατηρούσε την ψυχική της ηρεμία. Όταν όμως «απήλθε ο άγγελος απ’ αυτής», τότε η υπαρξίς της αναστατώνεται. Μέσα στο εσωτερικό της ξεσπά θύελλα εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Η καρδιά της χτυπά δυνατά και γρήγορα, μη μπορώντας ακόμα να συνέλθη από το συγκλονισμό του αγγελικού δράματος. Το μυαλό της βουίζει απ’ το περιεχόμενο του θείου μηνύματος. Την αγνή της ύπαρξη είχε πυρπολήσει η φωτιά της κλήσεως και της αγάπης του Θεού: «Α ν α σ τ ά σ α Μαριάμ»!
Η κλήσις του Θεού στον άνθρωπο είναι μια φωτιά που πυρπολεί την καρδιά κι αναστατώνει το νου. Είναι ένας σφοδρός άνεμος που φυσάει ξαφνικά και σπρώχνει το ιστιοφόρο της ανθρωπίνης υπάρξεως βαθειά μέσα στο πέλαγος των μεγάλων περιπετειών. Ένας από τους κλητούς του Θεού, ο προφήτης Ιερεμίας, περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά την κατάσταση αυτή του καλουμένου ανθρώπου: «Και εγένετο πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις οστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύναμαι φέρειν» (Κ' 9) .
Το ίδιο συναίσθημα νοιώθουν και οι δύο μαθηταί του Ιησού που αξιώθηκαν να τον έχουν συνοδοιπόρο το δειλινό της μεγάλης εκείνης μέρας της Αναστάσεως, πηγαίνοντας προς Εμμαούς: «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και διήνοιγεν ημίν τας γραφάς»; (Λουκ. κδ' 32).
Τα χρόνια πέρασαν, αλλ’ η καρδιά δεν μπορεί να λησμονήση τις μεγάλες εκείνες στιγμές της κλήσεως του Θεού. Την ατμόσφαιρα της ιερής εξάρσεως που ζήσαμε, την αποδίδουν οι πιο κάτω «σκέψεις» του Πασκάλ. Τις έγραψε τη νύχτα που ένοιωσε κι' αυτός την κλήση του Θεού:
«Έτος χάριτος 1654. Δευτέρα 23 Νοεμβρίου...
Από τας 10.30 μ.μ. περίπου μέχρι 12.30 περίπου.
Πυρ! Θεός του Αβραάμ, Θεός του Ισαάκ, Θεός του Ιακώβ.
Όχι φιλόσοφοι και επιστήμονες.
Βεβαιότης, βεβαιότης, συναίσθημα, χαρά, ειρήνη.
Ο Θεός του Ιησού Χριστού.
«Θεόν μου και Θεόν υμών».
Ο Θεός σου Θεός μου.
Λησμοσύνη του κόσμου και των πάντων, εκτός του Θεού.
Δεν ευρίσκεται παρά μόνον με τας οδούς που διδάσκει το Ευαγγέλιον.
Μεγαλείον της ανθρωπίνης ψυχής
«Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγων, εγώ δε σε έγνων»...
Χαρά, χαρά, χαρά, δάκρυα χαράς.
Εχωρίσθην απ’ αυτού...
Είθε να μη χωρισθώ απ’ αυτού εις τον αιώνα.
«Αυτή εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γιγνώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν
και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
Ιησούς Χριστός, Ιησούς Χριστός...
Αυταπάρνησις ολοκληρωτική και γλυκεία.
Πλήρης υποταγή εις τον Ιησούν Χριστόν• και εις τον πνευματικόν μου.
Αιωνίως εν χαρά διά μίαν ημέραν ασκήσεως επί της γης.
«Τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην». Αμήν».
(βλ. οι Θεμελιωταί των Επιστημών, 1950, σελ. 24)
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.113-114)

katafigioti

lifecoaching